Πολιτισμός
Οικονομία, επαγγέλματα, θρησκεία, εκκλησιαστικά μνημεία κ.α
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι, Φράτς Αρμούν γκίνι ανταμουσίμ.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Δ.Σ της Ομοσπονδίας μας και προσωπικά τον πρόεδρο Μιχάλη Μαγειρία για την τιμή που μου έκαναν να είμαι εισηγητής σε αυτή την αξιόλογη ημερίδα που γίνεται στα πλαίσια του 30ου Παν. Ανταμώματος. Συμπληρώνονται φέτος 30 χρόνια από τη διοργάνωση του 1ου Ανταμώματος Βλάχων, της πρώτης ουσιαστικά προσπάθειας οργάνωσης των συλλόγων μας σε δευτεροβάθμιο θεσμικό φορέα του Βλαχόφωνου Ελληνισμού, διαγράφοντας παράλληλα 30 χρόνια ζωής και δράσης της Ομοσπονδίας μας, αγώνων και προσφοράς στην υπόθεση του Βλαχόφωνου Ελληνισμού.
Στρογγυλή καθώς είναι η επέτειος, αξίζει τον κόπο να γίνει μία συνοπτική αναφορά στη ζωή, τον ρόλο και στις δραστηριότητες της Ομοσπονδίας μας.
Τις τελευταίες δεκαετίες ένα σύνθημα που αναρτήθηκε στους τοίχους της Αθήνας προκάλεσε την αντίδραση συλλόγων βλαχόφωνων, οι οποίοι θεώρησαν ότι αυτό από τη μια μεριά αμφισβητούσε την εθνολογική τους συνείδηση και από την άλλη υποτιμούσε και διακωμωδούσε τον πολιτισμό και την προσφορά τους, δεδομένου ότι η πρωτεύουσα είναι γεμάτη από ιδρύματα που χτίστηκαν και λειτουργούν με διαθήκη Βλάχων εμπόρων και επιχειρηματιών. Το σύνθημα «έξω οι βλάχοι από την Αθήνα» έθετε το βλάχικο ζήτημα του παρελθόντος με άλλους όρους, εντασσόταν στη συνθηματολογία των τοίχων, η οποία αργότερα αναφέρθηκε και στους μετανάστες από την Ανατολή, την Αφρική και τα Βαλκάνια (Αλβανούς), ή αποτελούσε μέρος της συζήτησης για το νεοελληνικό πολιτισμό, στοιχεία του οποίου αποτυπώνονταν στην οικιστική οργάνωση της πόλης, ιδίως της Αθήνας στη μεταπολεμική περίοδο;
Προφανώς η συνθηματολογία του τοίχου διαμαρτύρεται για την άναρχη ανάπτυξη της πόλης, για τα αποτελέσματα που είχε το γεγονός ότι η Αθήνα έγινε ένα μεγάλο κεφάλι στο αδύναμο σώμα της Ελλάδας κατά τον Burgel, με όλες τις επιπτώσεις στο οικιστικό περιβάλλον και στην καθημερινότητα των ανθρώπων . Η κατηγορία «βλάχος» ταυτίζεται με την ιδεολογία του λαϊκισμού, που διαπότισε τη σχέση της εξουσίας με το περιβάλλον, τα πεζοδρόμια, το πράσινο, τους πολίτες, και οδήγησε σε μια τραγελαφική κατάσταση.
Η ενασχόληση μου με την γκλίτσα ως είδος του υλικού πολιτισμού και ως έκφραση της λαϊκής τέχνης προσδιορίστηκε από τον τρόπο αναπαράστασης της τόσο στη διαδικασία της συγκρότησης πολιτισμικής τοπικότητας όσο και στην εστίαση της έρευνας καταγραφής και συλλογής του υλικού πολιτισμού. Όσον αφορά το πρώτο, αντλώ το τεκμηριωτικό υλικό από προσωπική εμπειρία, όταν πριν από πολλά χρόνια άρχισα να επαναδιαπραγματεύομαι τη σχέση μου με το Συρράκο, το γενέθλιο χωριό των γονιών μου, του οποίου η σκιά βάρυνε τους ώμους των γεννημένων στα κράσπεδα ενός μικρού αστικού κέντρου, των Συρρακιωτών δεύτερα γενιάς. Όλο καμάρι ανακοίνωσα την πρόθεση μου να επισκεφτώ το χωριό στον τότε πρόεδρο της κοινότητας, παρουσιάζοντας την γκλίτσα που συνόδευε, όπως είχα ενημερωθεί, την άνοδο των συμπατριωτών στο αυγουστιάτικο πανηγύρι της Παναγίας. «Μην πας χωρίς γκλίτσα», με συμβούλευαν κάποιοι συνομήλικοι. Αγόρασα μία από το Μέτσοβο. «Μην ανεβείς μ’ αυτό το πράμα στο χωριό μας», είπε ο πρόεδρος και ούτε καν πήρε στα χέρια του την ξομπλιασμένη με διάφορα μοτίβα γκλίτσα. Αιφνιδιάστηκα. Περίμενα τον έπαινο κι αντ’ αυτού εισέπραξα έναν υπαινικτικό αποτροπιασμό. «Δεν είναι δικιά μας», συμπλήρωσε ο συνομιλητής μου, «θα σε γελάσουν στην Γκούρα. Δεν τις κεντάμε εμείς». Ομολογώ ότι η αντίδραση με προβλημάτισε. Με στενοχώρησε. Τότε δεν είχα τα θεωρητικά εργαλεία να την εξηγήσω. Δεν είχα ανοιχτεί ακόμη στο επιστημονικό πεδίο. Την απέδωσα σε συρρακιώτικη στενοκεφαλιά. Διαισθανόμουν όμως ότι κινδύνευα να χάσω την αξιοπιστία της προσπάθειας για ανάπτυξη σχέσεων με την πατρογονική μήτρα.