Εισαγωγή – Παραδοσιακές μετακινήσεις στον Ασπροπόταμο
Για τους Βλάχους, «όλα είναι δρόμος». Εστιάζοντας στους κτηνοτρόφους, η ζωή τους ήταν εδώ και αιώνες συνυφασμένη με τη μετακίνηση από τα πεδινά προς τα ορεινά την άνοιξη, με τον αντίστροφο δρόμο το φθινόπωρο, και αυτή η διαδρομή επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο απαράλλακτη («... μον' καρτερούν την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, να βγουν οι βλάχοι στα βουνά ...»). Αλλά και οι έμποροι, οι κατοπινοί άρχοντες και μεγάλοι ευεργέτες, είχαν έντονο το κίνητρο της μετακίνησης, από τα χωριά και τις κωμοπόλεις της ορεινής Ελλάδας στις μητροπόλεις της Ευρώπης. Και αν για τους ορεσίβιους Ασπροποταμίτες το πιο σημαντικό γεγονός του 19ου αιώνα ήταν αναμφίβολα η εμφάνιση διακρατικών συνόρων, οπότε και από την ‘απεραντοσύνη’ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βρέθηκαν ξαφνικά λίγες αναπνοές αρχικά εκτός και κατόπιν εντός των ορίων του Ελληνικού κράτους, ο 20ος αιώνας τούς σημάδεψε ως προς τις ραγδαίες αλλαγές στον τρόπο μετακίνησής τους, οπότε και κοπιαστικές διαδρομές πολλών ημερών εξελίχθηκαν σε σύντομες μετακινήσεις λίγων ωρών.
Πολιτισμός
Οικονομία, επαγγέλματα, θρησκεία, εκκλησιαστικά μνημεία κ.α
Tα δεδομένα στα οποία στηρίχτηκε η παρούσα μελέτη προέρχονται από τις επιτόπιες έρευνές μου στα χωριά της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου. Η έρευνα στο Ασπροπόταμο, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού Τρικάλων προς το νομό Ιωαννίνων, έγινε τα καλοκαίρια του 2003, 2004 και 2005 στα πλαίσια τριών εικοσαήμερων εντεταλμένων λαογραφικών αποστολών του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Επισκέφθηκα το σύνολο των χωριών της περιοχής, αλλά, μετά τη δεύτερη αποστολή μου το 2004, εστίασα την έρευνά μου κυρίως στο Χαλίκι (υψόμετρο 1160 μ.), το οποίο εγκαταλείπεται ολοκληρωτικά από τους κατοίκους του κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το Χαλίκι σε αντίθεση με τα περισσότερα χωριά του Ασπροποτάμου, τα οποία αποτελούν πλέον καλοκαιρινά θέρετρα, διαθέτει μια αξιοθαύμαστη κοινωνική συνοχή λόγω του έντονου κτηνοτροφικού χαρακτήρα του και του γεγονότος ότι η πλειονότητα των κατοίκων είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στα Φάρσαλα και σε ορισμένα γειτονικά χωριά κατά τη χειμερινή περίοδο, όπου συνεχίζουν την κοινοτική τους ζωή1.
Συμπληρώνονται φέτος (2011) 500 χρόνια από την πρώτη ανακαίνιση του Ιερού Ναού της Αγίας Παρασκευής Μετσόβου, που έγινε το 1511. Βέβαια, ο ναός της Αγίας Παρασκευής είναι παλαιότερος. Και μόνον η αναφορά του 1380 μ.Χ. στο ανώνυμο χρονικό των Ιωαννίνων για τον ιερομόναχο Ησαΐα ως καθηγούμενο Μετσόβου, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές, αφού η Αγία Παρασκευή αρχικά ήταν Μοναστήρι και ο Ησαΐας Καθηγούμενός της. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι οι άλλες ανακαινίσεις του ναού της Αγίας Παρασκευής έγιναν το 1759 με αυτοκρατορική άδεια, το 1894 με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ και το 1959 από το Ίδρυμα Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα με πρωτοβουλία και επιμέλεια του Ευαγγέλου Αβέρωφ - Τοσίτσα.
Πιστεύω ακράδαντα πως ο λόγος ύπαρξης πολιτιστικών και μορφωτικών συλλόγων, είναι η διαρκής προσπάθεια για κάτι περισσότερο από ορισμένες εθιμοτυπικές, περιοδικές ή περιστασιακές συναθροίσεις με κύριο και βασικό στόχο την αναψυχή ή τις κοινωνικές συναναστροφές. Θα πρέπει αυτό το κάτι παραπάνω, να είναι κάτι που θα προάγει διαρκώς την πολιτιστική επιμόρφωση όλων μας, να συμβάλλει ενεργά και να συσφίγγει διαρκώς τις σχέσεις των μελών και φίλων και να αναπτύσσει την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Αλλιώς οι Σύλλογοι και κατ’ επέκταση η ΠΟΠΣΒ, θα παραμένουν απλά ένας φορέας χαλαρών δεσμών μεταξύ ανθρώπων με κοινή απλά καταγωγή και οι λέσχες των Συλλόγων απλά ένας χώρος καθημερινής διασκέδασης ορισμένων μελών και στέγασης μερικών δραστηριοτήτων (χορευτικά παιδιών κλπ.) ή περιστασιακών συναθροίσεων. Στην περίπτωση αυτή, το όποιο Δ.Σ. θα έχει απλά και μόνο αρμοδιότητες διεκπεραίωσης των τυπικών και των εθίμων και θα περιμένει ανυπόμονα τη λήξη της 2ετούς θητείας του.