Περίληψη:
Με αντικείμενο μελέτης συγκεκριμένες ορεινές κοινότητες της Πίνδου, η ανακοίνωση αναφέρεται στις συζητήσεις για τη σχέση του πολιτισμού με τις αντιλήψεις του χώρου, στον προβληματισμό δηλαδή για ζητήματα όπως η ιδεολογική αναπαράσταση του τόπου, η ερμηνευτική λειτουργία του τοπίου αλλά και η αμφισβήτηση της τοπικής οριοθέτησης της ταυτότητας. Προσεγγίζει δηλαδή τις έννοιες του χώρου, του τόπου και του τοπίου, της εντοπιότητας και της «απεδαφοποίησης» της ταυτότητας, ζητήματα που υπερβαίνουν μονοσήμαντες τοπικές προσεγγίσεις και παραπέμπουν σε υπερτοπικές θεωρήσεις. Η μελέτη του τοπικού και οι θεματικές με τις οποίες συνδέεται - το βίωμα, η μνήμη και η αναπαράσταση-, ο επαναπροσδιορισμός των διαστάσεων του χώρου, η μελέτη της τοπικής ιδιαιτερότητας μέσα από την ιστορικότητά της και τις δομικές συναρθρώσεις της, η σχέση τελικά της παράδοσης με τη νεωτερικότητα, αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού τόσο στο εσωτερικό των ανθρωπιστικών επιστημών αλλά και θέμα ευρύτερου διεπιστημονικού διαλόγου και διαμορφώνουν το πλαίσιο για τη διεύρυνση της θεωρητικής και μεθοδολογικής οπτικής της Λαογραφίας.
Βλαχοχώρια
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Το Παλαιοχώρι Συρράκου είναι ένα μικρό ορεινό χωριό, εκτεταμένο σε μια μεγάλη γεωργοκτηνοτροφική έκταση 22km2, στις απότομες δυτικές υπώρειες της κεντρικής Πίνδου. Το χωριό εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πρίζας και του ελατόδασους του Βριζοτοπίου και συνορεύει με τα δημοτικά διαμερίσματα Προσήλιου, Μιχαλιτσίου, Ποτιστικών, Ανατολική και την κοινότητα Βαθυπέδου.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ-ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ
Κατά την τελευταία απογραφή του έτους 2011 υπήρχαν 66 μόνιμοι κάτοικοι. Το χωριό κατά την Τουρκοκρατία, και μέχρι το 1880, αποτελούσε ενιαία κοινότητα με το σημερινό Συρράκο, που υπάγονταν μαζί με τα άλλα γειτονικά χωριά στην επαρχία Μαλακασίου. Το Παλαιοχώρι χωρίστηκε από το Συρράκο το 1880 επί άρχοντα Γούλα Αναστασίου Τοπάλη (Γούλα Τάσιου), παρά τις επίμονες αντιρρήσεις των Συρρακιωτών που δεν ήθελαν το χωρισμό. Τα όρια των δύο κοινοτήτων μπήκαν στην κορυφή του Τσάρκου - Πρίζας - Πλίνου.
Η βλαχική αυτή φυλή κατέχει κυρίως την κατά την Κωλώνιαν ή Μουζακιάν (Ιλλυρίαν) χώραν της Νέας ή Ανω Ηπείρου. Η μεν Κωλώνια1 προς δυσμάς παρά τα Μακεδονικά σύνορα κειμένη ως ορεινή και άγρια παράγει κατοίκους πελωρίους το ανάστημα, βροντοφώνους και αγριωτάτους, ενώ η Μουζακιά2 προς το Βεράτιον εκτεινομένη ως ευφορωτάτη και περικαλλής χώρα παράγει γλυκυτέρους ανθρώπους, βραχυτέρους το ανάστημα και πολυλόγους, περιφήμους δε ιπποδαμαστάς, διότι η χώρα των τρέφει πλήθος ίππων, θαυμαστών καθ' όλην την Ήπειρον, Μακεδονίαν και Αλβανίαν δια το βραχύτατον σώμα και την θαυμασίαν ταχύτητά των.
Εν Μουζακιά, έν η περιήλθε και εδίδαξεν, απέθανε δε και ετάφη ο ισαπόστολος Κοσμάς προ αιώνος ήδη περίπου, η χριστιανική θρησκεία έμεινεν ως επί το πλείστον ανέπαφος. Αλλ' εν τη απροσίτω Κωλώνια, οι Τούρκοι υπερίσχησαν και επέβαλον απανταχού το θρήσκευμα του προφήτου των. Ώστε οι εν Κωλώνια Καραγκούνοι είναι σήμερον πάντες σχεδόν Οθωμανοί.
Ζαγόρι
Ζαγόρι καλείται εν Ηπείρω το περιώνυμον ορεινόν αυτής τμήμα το εκτεινόμενον από Κονίτσης μέχρι Μετσόβου. Την ονομασίαν αυτού επροτίμησαν πάντες σχεδόν μέχρι τούδε να παραγάγωσιν εκ του σλάβικου ζα (προς, επί και όπισθεν) και Γκόρι (βουνά) ως και τα ζάπλουτος, Ζάβρων, Ζάλογγος κτλ. Το Ζαγόρι κατέχει το κεντρικώτατον και ωραιότατον μέρος της Ηπείρου και της οροσειράς της Πίνδου.
Aι υψηλότεραι των ορέων του κορυφαί ανέρχονται εις ύψος 6 -7000 ποδών ως η Ροδόβολη, η Αστράκα, ο Λάζαρος, η Γκαμίλα, ο Πλόσκος κτλ. χιονοσκέπεις και κατά το θέρος μερικαί, αΐτινες βαθμηδόν χαμηλώνουσαι σχηματίζουσιν εκτενή μαγευτικά οροπέδια ως τα Πέντε Αλώνια, τα Λειβαδάκια κλπ. χρησιμεύοντα προς βοσκήν πλέον των 120.000 προβάτων κατά θέρος. Αι κορυφαί αύται είναι ως επί το πλείστον γυμναί δένδρων, αλλά τίνες καλύπτονται από πανάρχαιων δασών απέραντων, των οποίων οι διακλαδώσεις κατέρχονται μέχρι των υπωρειών συνεχείς, αδιέξοδοι. Τόσον δ’ επί των γυμνών, όσον και επί των δασωδών μερών των τρέφονται αγέλαι άρκτων, αγριόχοιρων, δορκάδων, λύκων, ικτίδων, αλωπεκών, αιγάγρων και πλήθη αγρίων πτηνών.