Προσωπικότητες
Ο Κωνσταντίνος Σμολένσκη, έγινε το ίνδαλμα του ελληνικού λαού, για τον ηρωισμό, την γενναιότητα και την πολεμική του δραστηριότητα στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 18971 , αλλά και στην Κρητική επανάσταση του 1866.
Οι ευεργετικές πράξεις αποτέλεσαν το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα ατόμων που κατάγονταν από τους ορεινούς πληθυσμούς της Ηπείρου και της Μακεδονίας και διέπρεψαν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους στους χώρους μετανάστευσης. Η Κλεισούρα Καστοριάς καταγράφεται ως ένα από τα κυριότερα κέντρα διοχέτευσης εμπορικών πληθυσμών στις χώρες της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα, αλλά αποτέλεσε και τον πυρήνα από τον οποίο προήλθαν μεγαλέμποροι των γύρω πόλεων και κωμοπόλεων τον 20ο αιώνα μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς.
Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση εμπόρου αποτελεί ο Κλεισουριώτης Γεώργιος Κεχαγιάς (1898-1975), ο οποίος διέπρεψε στον επιχειρηματικό χώρο αρχικά στο Αμύνταιο και μετέπειτα στην Πτολεμαΐδα.
Γιός του Ιωάννη και της Αικατερίνης Κεχαγιά, γεννήθηκε στην ιστορική κωμόπολη Κλεισούρα το 1899. Είχε δύο μεγαλύτερα αδέρφια, τον Δημήτριο (γ. 1876) [1] και τον Στέργιο ή Γούσια ή Τέγα (γ. 1884)[2], και μια αδερφή, τη Σουλτάνα. Ο Γεώργιος Κεχαγιάς παντρεύτηκε με την Κλεισουριώτισσα Αικατερίνη (Κατίνα) Πέκου, κόρη του Γιώγα και της Όπης Πέκου, και δεν απέκτησαν παιδιά.
Τον Νοέμβριο του 1912 μετά την πυρπόληση της Κλεισούρας από τον Οθωμανικό στρατό και τη λεηλάτησή της από στίφη ατάκτων (Βασιβουζούκων), η οικογένειά του κατέφυγε στη γειτονική Βλάστη μέσω του ορεινού όγκου του Μουρικίου και ακολούθως αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στο Σόροβιτς (Αμύνταιο), κωμόπολη που εκείνη την εποχή προσφερόταν για την ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων. Εκεί ο Γεώργιος μυήθηκε από τον πατέρα του στο εμπόριο και σταδιακά ανέλαβε την οικογενειακή τους επιχείρηση, αυξάνοντας έτσι την περιουσία τους.
Η πορεία
Η ζωή των Ζάππα ήταν περιπετειώδης. Ο Ευαγγέλης Ζάππας γεννήθηκε, το 1800, στο Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου. Νεότερος γιος (είχε έναν αδερφό μεγαλύτερο του κατά επτά χρόνια, τον Αναστάσιο, ο οποίος μετανάστευσε στη Μολδοβλαχία), του Βασίλη Ζάππα, σημαντικού τοπικού εμπόρου και της Σωτήρας, το γένος Μέξη. Στο χωριό του διδάχθηκε “...ολίγιστα γράμματα [...] και ταύτα αυτοδιδασκόμενος...”. Εκδηλώνοντας την ανήσυχη και τυχοδιωκτική του φύση εγκατέλειψε σε ηλικία 13 χρόνων την πατρική οικία για να ενταχθεί στη στρατιωτική υπηρεσία του Αλη Τεπελενλη, πασά των Ιωαννίνων. Μετά την εκτέλεση του αλβανού τοπάρχη από τα σουλτανικά στρατεύματα, ακολούθησε το Μάρκο Μπότσαρη στις νότιες ελληνικές επαρχίες. Συμμετείχε σε σειρά μαχών της επαναστατικής περιόδου, ενταγμένος ως κατώτερος αξιωματικός στα σώματα της οικογένειας των Μποτσαραίων και του Νάκου Πανουργιά, κάτω από την αρχηγία του οποίου πήρε το βαθμό του Ταξιάρχου και ανέλαβε τη διοίκηση των Βλαχοχωρίων της επαρχίας Σαλώνων στη Ρούμελη.
Μετά το τέλος των στρατιωτικών συγκρούσεων ο Ευαγγέλης Ζάππας, ως αναγνωρισμένος πια αξιωματικός, είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει κτήματα. Αυτός όμως επανήλθε στη γενέτειρα του με στόχο να ασχοληθεί με το εμπόριο.