Κυρίες και κύριοι, απόψε θα αρχίσω πιο αισιόδοξα από άλλες φορές που καλούμαι να μιλήσω για κάποιο βλαχολογικό θέμα· δε θα θα πω ότι: «ότι όπως έχει πολλές φορές μέχρι τώρα τονιστεί, με το τέλος του 20ού αιώνα λήγει ουσιαστικά ο ιστορικός ρόλος των Bλάχων ως ενός διακριτού τμήματος του ελληνισμού, του οποίου αποτελούν εκλεκτό κομμάτι». Κι ο λόγος είναι ο τόπος αυτός και οι άνθρωποί του. Παρακολουθώ χρόνια κι εκτιμώ την πολιτιστική δραστηριότητα των Βλάχων της Βέροιας, που αποτελούν ιδρυτικό μέλος και έναν από τους πιο δραστήριους συλλόγους της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων· ιδίως όμως παρακολουθώ τους ανθρώπους του που προσπαθούν να προσεγγίσουν και επιστημονικά κάποια ζητήματα που έχουν σχέση με την αυτογνωσία τους και επιλέγουν να αναδείξουν τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητές τους μέσα στον ελληνικό κορμό.
Για τη ζωή και τις δραστηριότητες των Bλάχων, τα ήθη και τα έθιμά τους, τα τραγούδια και τους θρύλους τους, τις αγωνίες και τους αγώνες τους έχουν γραφεί πολλές χιλιάδες σελίδες, σε βαθμό που να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έχουν γραφεί σχεδόν τα πάντα γι' αυτούς. Όποιος, λοιπόν, επιχειρεί να ξανακαταπιαστεί με το θέμα πρέπει πράγματι να έχει κάτι καινούργιο να πει ή να δει τα πράγματα από μιαν άλλη, νέα σκοπιά, ή να φέρει στο φως νέα στοιχεία, για να μην ξεπέσει σε κοινοτοπίες και χιλιοειπωμένα πράγματα.
Τα βιβλία που γράφτηκαν για τους Βλάχους συχνά διακρίνονται για μιαν ελιτίστικη αυταρέσκεια να παρουσιάζουν τον συγκεκριμένο πληθυσμό με τον οποίο κάθε φορά καταπιάνονται σαν να ζει αποκομμένος από τις ευρύτερες περιοχές όπου δραστηριοποιείται. Δεν τον εντάσσουν χωρικά και χρονικά στο γενικό, με αποτέλεσμα να μη βοηθιέται ο αναγνώστης να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τις πράξεις των ανθρώπων ενταγμένα μέσα στο συνολικό κάδρο, αλλά να του αφήνουν την εντύπωση ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι εντελώς ξεχωριστοί, ειδικών (και γονιδιακών καμιά φορά) προδιαγραφών, και έρχονται από έναν κόσμο του παραμυθιού και του μύθου χωρίς να ακουμπούν καθόλου στη γη.
Ένα δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τα ιστορικού ενδιαφέροντος βιβλία ―και, για να είμαστε δίκαιοι, όχι μόνο όσα αφορούν τους Βλάχους, είναι ότι παρουσιάζουν ωραιοποιημένες υπερβολές για το ιστορικό (μας) παρελθόν, το οποίο υποχρεωτικά πρέπει να είναι μόνο ένδοξο και τροπαιοφόρο. Πρέπει οι ποικιλώνυμοι εχθροί του έθνους, όσο πολυπληθείς και οργανωμένοι κι αν είναι, να υποχωρούν πάντα μπροστά στην εξυπνάδα και την παλικαριά λιγοστών μόνο αγωνιστών που τα βάζουν με τους πάντες παραβιάζοντας ακόμα και την κοινή λογική.
Συναφής προς αυτά είναι και η μονομερής αναφορά στους «επώνυμους θνητούς» και η παντελής σχεδόν απουσία πληροφοριών για τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων του λαού, γεγονός που δίνει μιαν ατελή ή στρεβλή αποτύπωση της ιστορικής αλήθειας. Οι πληροφορίες για τους «επώνυμους» είναι χωρίς αμφιβολία πολύ σημαντικές, αποτελούν όμως τη μια μόνο όψη της εικόνας της κοινωνίας. Η κοινωνική ζωή ενός τόπου επηρεάζεται εξίσου δραστικά κι από τον «ανώνυμο» λαό. Είναι οι άνθρωποι που με τον καθημερινό τους μόχθο δημιούργησαν τα έργα της ειρηνικής περιόδου και προκάλεσαν τις μεγάλες κοινωνικές ανατροπές που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Το βιβλίο για το οποίο κληθήκαμε να μιλήσουμε απόψε εδώ μαζί με τον φίλο και συνάδελφο Βασίλη Νιτσιάκο δεν έχει ―ευτυχώς― αυτά τα χαρακτηριστικά που περιέγραψα πιο πάνω. Είναι ένα βιβλίο το οποίο «πατάει στη γη», καταπιάνεται με πράγματα καθημερινά, αναφέρεται σε ανθρώπους που τους γνωρίζουμε και τους έχουμε κάπου συναντήσει, άλλοι απ’ αυτούς διακεκριμένοι στον χώρο τους κι άλλοι «της διπλανής μας πόρτας». Τον συγγραφέα του, τον Τάκη Γκαλαΐτση, φιλόλογο, χρόνια πρόεδρο του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας και από τα πιο ενεργά μέλη της βλάχικης πολιτιστικής κοινότητας της χώρας μας, τον ξέρετε εσείς καλύτερα από μένα και θα αποφύγω να σας τον παρουσιάσω. Θα χρησιμοποιήσω τον χρόνο μου, για να σας μιλήσω για το πώς διάβασα εγώ το βιβλίο του «Από τη ζωή των Βλάχων».
Κι επειδή «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», θα σταθώ πρώτα στον τίτλο του βιβλίου: «Από τη ζωή των Βλάχων». Ο τίτλος αυτός δεν προδιαθέτει τον αναγνώστη να διαβάσει ένα βιβλίο με τα χαρακτηριστικά που ανέφερα πιο πάνω ―κυρίως με αυτό που ονόμασα «ωραιοποιημένες υπερβολές». Πράγματι, με κέντρο ―όπως είναι φυσικό άλλωστε― τη Βέροια και τα βλαχοχώρια της, το Σέλι, το Ξηρολίβαδο, την Κουμαριά, και άλλα γύρω από το Βέρμιο, ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι ο συγγραφέας του βιβλίου επιχειρεί μια συνολική παρουσίαση των Βλάχων του ελληνικού χώρου και της ζωής τους με δύο τρόπους, ανάμεσα στους οποίους προσπαθεί να ισορροπήσει: με τον λόγο του και με την εικόνα. Ο λόγος του Τάκη Γκαλαΐτση είναι λιτός· δε χρησιμοποιεί τα «κοσμητικά» λεγόμενα επίθετα, τα οποία καλύπτουν συχνά τη συγγραφική αδυναμία και την έλλειψη υλικού, αλλά μεταχειρίζεται κυρίως ουσιαστικά και ρήματα, που είναι τα πιο δραστικά στοιχεία του λόγου και αφήνουν τους χαρακτηρισμούς στον ίδιο τον αναγνώστη. Την έλλειψη επιθέτων έρχεται να αναπληρώσει με την «κοσμητική» συμπληρωματικότητά της η εικόνα. Κι εδώ το βιβλίο παίρνει να χαρακτηριστικά λευκώματος: πολύ πλούσιο το φωτογραφικό υλικό του βιβλίου· σίγουρα ο συγγραφέας του θα δυσκολεύτηκε πολύ να το συλλέξει, αλλά πολύ περισσότερο να επιλέξει εκείνο που θα δρούσε προσθετικά και τεκμηριωτικά στον λόγο του· και νομίζω ότι κατάφερε αυτή την ισορροπία.
Θα κλείσω την αναφορά μου στη γενική εικόνα του βιβλίου με μιαν ακόμα παρατήρηση. Ο συγγραφέας θέλει να δει ―και μαζί του και εμείς― τους Βλάχους μέσα στο γενικό κάδρο, της ελληνικής και της βαλκανικής ιστορίας. Οι Βλάχοι είναι κι αυτοί παιδιά της ιστορίας τους: είναι αυτοί που είναι, μιλάνε τη γλώσσα που μιλάνε, κατοικούν εκεί που τους βρίσκουμε σήμερα ή παλιότερα, επειδή αποτέλεσαν κομμάτι ενός ευρύτερου συνόλου, του ελληνισμού και των λαών της Βαλκανικής, και δε μπορούσαν παρά να ακολουθήσουν τις τύχες τους. Έτσι πολύ συχνά μέσα στο βιβλίο βλέπει κανείς ένα συνεχές δημιουργικό μπρος-πίσω από το τοπικό στον ευρύτερο χώρο, από το μερικό στο γενικό, που βοηθά τον αναγνώστη του να ερμηνεύσει καλύτερα τα γεγονότα και τις πράξεις των ανθρώπων. Τον μεταφέρει εκεί όπου διαδραματίζονται ευρύτερης σημασίας γεγονότα που επιδρούν και διαμορφώνουν το τοπικό δίνοντας πάντα την αίσθηση ότι οι Βλάχοι ―που είναι ασφαλώς στο κέντρο του ενδιαφέροντος του βιβλίου― είναι ταυτόχρονα και μια ψηφίδα της ευρύτερης βαλκανικής ―τουλάχιστον― ιστορίας.
Το βιβλίο, όπως υπόσχεται με τον τίτλο του, φιλοδοξεί μιαν ολιστική προσέγγιση των Βλάχων και θέλει να δώσει μια συνολική εικόνα γι’ αυτούς και τη ζωή τους ―παλιότερα αλλά και σήμερα. Κι αυτό το διαπιστώνει κανείς στον πίνακα των περιεχομένων του, όπου μπορεί να διακρίνει τρεις ενότητες θεμάτων: αυτά που αφορούν α) τα γενικά θέματα των Βλάχων, όπως η καταγωγή και η γλώσσα τους καθώς και πώς τους είδαν ξένοι κατά καιρούς περιηγητές, β) ειδικότερα θέματα κοινωνικού - λαογραφικού ενδιαφέροντος, όπως τα τραγούδια των Βλάχων, ο θεσμός της οικογένειας, η θέση της γυναίκας σ’ αυτήν και την ευρύτερη κοινωνία, η φορεσιά τους, τα βλάχικα επαγγέλματα, τα έθιμά τους —και ιδιαίτερα ο γάμος, και γ) ακόμα πιο ειδικά-τοπικά θέματα, όπως η αναφορά στα βλαχοχώρια του Βερμίου και πιο πολύ στους Βλάχους της Βέροιας και τη δραστηριότητα του Συλλόγου τους ―με μιαν έκδηλη πρόθεση καταγραφής ονομάτων, οικογενειών, και τόπων κατοικίας τους.
Για την οικονομία του χρόνου θα παραλείψω τα εντελώς τοπικά της Βέροιας, τα οποία εσείς ξέρετε καλύτερα από μένα, θα αφήσω για τον Βασίλη, ως καθηγητή Κοινωνικής Λαογραφίας, να μιλήσει για τη δεύτερη ενότητα των θεμάτων του βιβλίου και θα περιοριστώ σε μια όσο γίνεται σύντομη αναφορά στα περί της καταγωγής και της γλώσσας των Βλάχων.
Για να κατανοήσουμε το θέμα της καταγωγής των Βλάχων, πρέπει να αναζητήσουμε πληροφορίες σε παλιότερες εποχές και πηγές. Το 229 π.Χ. οι Ρωμαίοι νικούν τους Ιλλυριούς στον μεταξύ τους πόλεμο και μετατρέπουν τη χώρα τους σε ρωμαϊκή επαρχία. Η κύρια αιτία του πολέμου αυτού ήταν η επεκτατική πολιτική της Pώμης και η επιθυμία της να καταλάβει την Eλλάδα και τα μέρη της Aνατολής. Ακολούθησαν οι Μακεδονικοί Πόλεμοι· στο τέλος του Γ’ Μακεδονικού Πολέμου, το 168 π.Χ., υποτάσσεται η Mακεδονία και ολόκληρος ο ελληνικός χώρος, ο οποίος μετατρέπεται σε ορμητήριο για τις επεκτατικές επιχειρήσεις των Pωμαίων στη Bαλκανική και στην Aνατολή, επιχειρήσεις που ολοκληρώνονται το 106 μ.X., με την υποταγή της Δακίας, της σημερινής Pουμανίας.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε τη γλωσσική κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στη Bαλκανική. Οι γλώσσες που κυριαρχούν είναι στα νότια η ελληνική, στα ανατολικά η θρακική και στα δυτικά η Iλλυρική. Ο ρωμαϊκός στρατός μεταφέρει μιαν ακόμη, την προφορική λαϊκή λατινική, η οποία ως γλώσσα του κατακτητή επικάθεται ως επίστρωμα στο παραπάνω ελληνικό, θρακικό και ιλλυρικό υπόστρωμα. Η θρακική και η ιλλυρική στα βόρεια της Βαλκανικής ως ασθενέστερες πολιτιστικά γλώσσες υποχωρούν και σχεδόν εξαφανίζονται και παραχωρούν την κυριαρχία στη λατινική γλώσσα· η ελληνική εξακολουθεί να κυριαρχεί στο νοτιότερο τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου, μια γλωσσική κατάσταση που παραμένει σταθερή μέχρι την εμφάνιση των Σλάβων, τον 6ο-7ο αιώνα.
Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνουν αρχαιολογικά ευρήματα και κυρίως λατινικές και ελληνικές επιγραφές, όπως πρώτος υποστήριξε ο τσέχος ιστορικός Konstantin Jireček, χαράζοντας την ομώνυμη γραμμή. Η γνωστή στη γλωσσολογία ως «γραμμή Jireček» ξεκινά από την Aυλώνα της Aλβανίας, περνάει από την Aχρίδα, τα Σκόπια, τη Σόφια και καταλήγει στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Στα βόρειά της υπερτερούν οι λατινικές επιγραφές ενώ στα νότιά της οι ελληνικές. Λόγω της υπεροχής της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού, η διείσδυση της λατινικής νότια της γραμμής Jireček υπήρξε πολύ μικρή ―με εξαίρεση τις λατινόφωνες νησίδες της κουτσοβλαχικής και τα αρκετά σημαντικά λατινικά δάνεια στην ελληνική και την αλβανική γλώσσα.
Με τον ερχομό των Σλάβων τον 6ο και 7ο αιώνα συμβαίνουν στη Βαλκανική τεράστιας έκτασης αλλαγές, οι οποίες εκτός των άλλων διαφοροποιούν και τον γλωσσικό της χάρτη: η λατινική γλώσσα υποχωρεί δραστικά και περιορίζεται στα βορειοανατολικά στη Δακία, τη σημερινή Ρουμανία, και σε λίγες λατινόφωνες νησίδες διάσπαρτες σε όλη τη χερσόνησο. Για τους τρεις επόμενους αιώνες δεν απαντάται στους ιστορικούς της εποχής καμία αναφορά στους Βλάχους· η πρώτη είναι το 976 μ.X. από τον βυζαντινό συγγραφέα Kεδρηνό, που αναφέρεται στο πολύ γνωστό γεγονός του φόνου του αδελφού του βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ από Βλάχους οδίτες «παρά τας Καλάς Δρυς, μέσον Καστορίας και Πρέσπας». Στη συνέχεια και μέχρι τον 19ο αι. πληθαίνουν οι αναφορές και οι πληροφορίες για τους Bλάχους σε ιστορικούς και χρονογράφους, χωρίς να υπάρχει όμως ένα έργο αποκλειστικά αφιερωμένο σ' αυτούς, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί ότι οι Bλάχοι δεν αποτελούσαν ξένο σώμα μέσα στο βυζαντινό κράτος, για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των ιστορικών.
Ουσιαστικά τον 19ο αι. μετά και τη δημιουργία του ρουμανικού κράτους εμφανίζεται δυναμικά η συζήτηση για την καταγωγή και τη γλώσσα των Βλάχων, οπότε δε μπορεί παρά να το συνδέσει κανείς με την πολιτική ατμόσφαιρα και τα διεκδικούμενα της εποχής: τα νεοσύστατα εθνικά βαλκανικά κράτη κάτω και από τις ποικίλες ξένες επιρροές διεκδικούν όσο γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο από τον Μεγάλο Ασθενή, την καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία. Στη διεκδίκηση αυτή συμμετείχε ενεργά και η Ρουμανία επιστρατεύοντας κάθε όπλο ―ανάμεσά τους και την ιστορία. Έτσι, όπως είναι σε όλους εδώ μέσα γνωστό, το ζήτημα των Βλάχων ενεπλάκη στις πολιτικές αντιδικίες και η επιστήμη πολλές φορές κλήθηκε να υποταχθεί στην πολιτική σκοπιμότητα. Από τη στιγμή αυτή και μετά το θέμα της καταγωγής —και της γλώσσας— των Βλάχων βρίσκονται στο επίκεντρο της διαμάχης ρουμάνων, ελλήνων αλλά και ξένων μελετητών.
Για την οικονομία του χρόνου θα αποφύγω να αναφερθώ σε λεπτομέρειες, άλλωστε είναι πλέον εύκολα προσβάσιμες σε όποιον θέλει να τις αναζητήσει, θα επιχειρήσω όμως μια κατηγοριοποίηση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων, για να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα.
Mια ομάδα ελλήνων ιστορικών (Aραβαντινός, Παπαρηγόπουλος, Λάμπρος, Άμαντος, Kορδάτος και άλλοι), ακολουθώντας αβασάνιστα τις πληροφορίες των βυζαντινών χρονογράφων αποδέχονται την κάθοδο των Βλάχων από τα βόρεια και δεν αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο της αυτοχθονίας τους. Mια άλλη μερίδα (Kούμας, Xρυσοχόου, Nικολαΐδης, Kεραμόπουλος, Bακαλόπουλος), υποστηρίζει ότι οι Bλάχοι είναι εκλατινισμένοι αυτόχθονες πληθυσμοί της Mακεδονίας και της Hπείρου.
Και οι ρουμάνοι ιστοριογράφοι εμφανίζονται το ίδιο διχασμένοι: μια μερίδα τους (Ureche, Costin, Cantemir, Bratianu, κ.ά.) υποστηρίζει ότι οι Bλάχοι είναι Δακορουμάνοι ή εκρουμανισμένοι πληθυσμοί που κατοικούσαν εκατέρωθεν του Δούναβη, υπηρετώντας έτσι και τις επιθυμίες του Pουμανικού κράτους, το οποίο διεκδικούσε κάθε λατινόφωνο της Bαλκανικής ως ομοαίματο αδελφό των Pουμάνων· μια άλλη ομάδα μαζί και με αρκετούς ξένους αξιόλογους ερευνητές (Thunmann, Schafarik, Tomaschek, Skok, Jorga κ.λπ.) υποστηρίζει ότι οι λατινόφωνες ομάδες της Δαλματίας, της Eλλάδας, της Aλβανίας, της Σερβίας και της Bουλγαρίας συνδέονται μεταξύ τους μόνο γλωσσικά και είναι το αποτέλεσμα του εκλατινισμού αυτόχθονων πληθυσμών της Bαλκανικής.
Μια τρίτη ομάδα επιστημόνων (Papahagi, Capidan, Caragiu-Marioteanu, κ.λπ.) ―οι περισσότεροι ελληνοβλαχικής καταγωγής με σπουδές και σταδιοδρομία σε Πανεπιστήμια της Pουμανίας, προσπαθεί για ευνόητους λόγους να συμβιβάσει τα πράγματα, δεχόμενη και εκλατινισμό αυτοχθόνων πληθυσμών στην Ήπειρο και τη Mακεδονία αλλά και κάθοδο λατινοφώνων από τα βόρεια.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι απέναντι στην ιστορία και την αλήθεια, δε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχουμε επαρκή ιστορικά στοιχεία, για να δώσουμε την οριστική απάντηση στο ερώτημα για την προέλευση των Bλάχων. Κι ο σοβαρότερος λόγος είναι ότι οι επιστημονικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν τελικώς να κατισχύσουν των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αυτή είναι η άποψη που απορρέει και από το διάβασμα του αντίστοιχου κεφαλαίου του βιβλίου που απόψε παρουσιάζουμε ―για μην ξεχνάμε και τον λόγο της εδώ παρουσίας μας.
Όπως ανέμενα, ένα από το θέματα στα οποία ο συγγραφέας του βιβλίου αφιερώνει πολύ χώρο είναι αυτό της γλώσσας, της βλάχικης γλώσσας ―αλλιώς κουτσοβλαχικής. Και το ανέμενα, γιατί ξέρω πόσο ευαίσθητος στο θέμα αυτό είναι ο Τάκης Γκαλαΐτσης, καθώς παρακολουθώ χρόνια τον αγώνα και την αγωνία του για τη διατήρησή της βλέποντας κι εκείνος, όπως και όλοι μας, ότι περνάει την τελευταία φάση της ζωής της.
Η γλώσσα, χωρίς να είναι το μοναδικό ή το αποκλειστικό στοιχείο εθνικού αυτοπροσδιορισμού, όπως ατυχώς υποστηρίχθηκε παλιότερα ―με αποτέλεσμα την ενοχοποίησή της, είναι ένα στοιχείο αυτογνωσίας με το οποίο ο άνθρωπος απανταχού της γης είναι πάρα πολύ στενά δεμένος. Είναι ευχάριστο να ακούει κανείς ακόμα και την απλή προσφώνηση ή φράση στη γλώσσα του, στη μητρική του γλώσσα ή διάλεκτο, όσες γλώσσες ή/και διαλέκτους κι αν γνωρίζει και χρησιμοποιεί.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Τι είναι αυτό που κάνει τη μητρική μας γλώσσα ή διάλεκτο να είναι το μόνο γλωσσικό ιδίωμα στον κόσμο στο οποίο αισθανόμαστε "σαν στο σπίτι μας", τι είναι αυτό που μας κάνει να έχουμε μόνο σ' αυτό το ιδίωμα αυτό που ονομάζουμε "γλωσσικό αίσθημα"; Η απάντηση είναι πολύ απλή: είναι η γλώσσα ή το ιδίωμα της πρώτης μας αναπνοής ―αλλά και πριν απ' αυτήν, είναι αυτή που «εθηλάσαμεν με το μητρικό γάλα», όπως υποστήριξε ο Αδαμάντιος Κοραής. Είναι αυτή στην οποία ακούσαμε το πρώτο νανούρισμα και ταχτάρισμα, αυτή που μας έρχεται αβίαστα στο στόμα για να φωνάξουμε: «Θεέ μου!», «Μάνα μου!», αυτή στην οποία τα μοιρολόγια έχουν το πραγματικό και πλήρες τους νόημα.
Και γιατί αυτό να μην είναι αυτονόητο για τον καθένα όπου γης; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα τη δώσω με μια παρένθεση. Η Γενική Συνέλευση της UNESCO όρισε την 21η Φεβρουαρίου να γιορτάζεται ως Διεθνής Hμέρα Μητρικής Γλώσσας. Σκοπός αυτού του εορτασμού είναι η προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας και της πολύγλωσσης εκπαίδευσης καθώς και η διάσωση των λιγότερο ομιλουμένων γλωσσών. Έχει ενδιαφέρον να δούμε γιατί καθιερώθηκε αυτός ο εορτασμός, ουσιαστικά ως ημέρα μνήμης. Αφορμή στάθηκε η Σφαγή της Ντάκα στις 21 Φεβρουαρίου του 1952, όταν φοιτητές του Ανατολικού Πακιστάν, του σημερινού Μπανγκλαντές, ξεσηκώθηκαν, στα πλαίσια του «Γλωσσικού Κινήματος», για να εμποδίσουν την απαγόρευση της γλώσσας τους, της Μπενγκάλι, και την παράλληλη υποχρεωτική καθιέρωση ως επίσημης της γλώσσας του Πακιστάν, της Ουρντού. Η αστυνομία έπνιξε τη διαμαρτυρία τους στο αίμα και η ημέρα αυτή είναι και σήμερα επίσημη αργία στο Μπαγκλαντές ως «Ημέρα του Γλωσσικού Κινήματος».
Είναι εντυπωσιακό αλλά και εύκολα εξηγήσιμο γιατί κοντά σε όλα τα άλλα κινήματα που γνώρισε η ανθρωπότητα, εθνικά, λαϊκά, επαναστατικά, κοινωνικά, κ.λπ., παρατηρούνται και «γλωσσικά» κινήματα. Και είναι επίσης κατανοητό γιατί οι εκάστοτε εξουσίες επιδίωξαν μια πολιτική γλωσσικής ομοιομορφίας. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που έζησαν πολύ έντονα ένα τέτοιο γλωσσικό κίνημα: είναι το λεγόμενο «Γλωσσικό Ζήτημα», το οποίο αναδεικνύει εύγλωττα τη σημασία που αποδίδει ο άνθρωπος στη μητρική του γλώσσα ή διάλεκτο ή μορφή της ίδιας γλώσσας. Ο αγώνας των αντιμαχόμενων γλωσσικών πλευρών υπήρξε σκληρός και η σύγκρουση δεν αποσοβήθηκε ούτε με τις συμβιβαστικές προτάσεις του Κοραή. Υπήρξε μάλιστα και αιματοχυσία σε δύο περιπτώσεις: το 1901 με αφορμή τη μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική, τη μητρική γλώσσα του λαού της εποχής, και το 1903 για τη μετάφραση στη νεοελληνική γλώσσα της Ορέστειας του Αισχύλου. Με την έννοια λοιπόν αυτή η Ελλάδα έχει έναν ακόμη λόγο να τιμά την ημέρα της μητρικής γλώσσας, αφού ―πριν από το Μπαγκλαντές― δοκίμασε εμφύλιες διαμάχες και ταραχές για γλωσσικά ζητήματα. Κλείνω εδώ την παρένθεση.
Ποια είναι η γλώσσα, λοιπόν, η οποία διαφοροποιεί τους βλαχόφωνους από τους άλλους Έλληνες; Και πώς προήλθε; Και πού πρωτοεμφανίστηκε; Και ποιες οι σχέσεις της με την ελληνική και τις άλλες γλώσσες με τις οποίες ήρθε σε επαφή τους 13 περίπου αιώνες που μαρτυρείται η παρουσία της σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και την ευρύτερη βαλκανική ενδοχώρα; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει η γλωσσολογική επιστήμη, χωρίς όμως για τους ίδιους λόγους που προανέφερα να μπορεί να υπερβεί κάποιες φορές τις πολιτικές σκοπιμότητες.
Προφανώς ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος μου επιτρέπουν να αναφερθώ σε όλα αυτά τα ζητήματα. Θα περιοριστώ σε επιλεκτικές αναφορές σε κάποια θέματα που νομίζω ότι ενδιαφέρουν τον καθένα μας εδώ μέσα και επανέρχονται συχνά στις συζητήσεις γύρω από τα βλάχικα.
Για να κατανοήσουμε πόσο φυσικό είναι νότια της γραμμής Jireček, σε μια περιοχή όπου κυριαρχεί η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός, να εμφανιστούν στην πορεία του χρόνου οι λατινόφωνες κουτσοβλαχικές νησίδες, πρέπει να αναλογιστούμε την κατάσταση της περιοχής αυτής εκείνα τα χρόνια. Μετά το 146 π.X., χρονιά ολοκληρωτικής κατάκτησης της Μακεδονίας, οι Pωμαίοι οργανώνουν διοικητικά και την Eλλάδα σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα: εγκαθιδρύουν τοπικές φρουρές, τα praesidia armata, για τη εξασφάλιση των συγκοινωνιών και τη δημόσια ασφάλεια· ανοίγουν δρόμους, όπως την Eγνατία, ιδρύουν αποικίες, όπως το Δίον και τους Φιλίππους, κ.λπ.· στρατολογούν και ντόπιους, Iλλυριούς, Θράκες, Έλληνες κ.λπ., μερικοί από τους οποίους μετά το Διάταγμα του Kαρακάλα το 212 μ.X. αναδεικνύονται στα υψηλότερα αξιώματα της Ρώμης, όπως οι αυτοκράτορες Διοκλητιανός και Mέγας Kωνσταντίνος, κ.λπ. Ένα γεγονός το οποίο ελάχιστα τονίζουμε στο πλαίσιο ενός ακατανόητου ελληνοκεντρισμού είναι ότι όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος που συγκροτούσε τον στρατό και τη διοίκηση είχε ως επίσημη γλώσσα του τη λατινική. O Mέγας Kωνσταντίνος, για παράδειγμα, στα λατινικά προσφωνεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Tην ίδια έντονη ρωμαϊκή παρουσία συναντούμε και σε άλλες περιοχές, στη Δαλματία, την Παννονία, τη Mοισία, τη Θράκη κ.λπ., γεγονός που επιβεβαιώνει την έντονη παντού παρουσία της λατινικής γλώσσας. Αυτή η παρουσία εξηγεί επιστημονικά αλλά και εντελώς λογικά την εκλατίνιση κυρίως ορεινών περιοχών, οι οποίες βρισκόταν μακριά από τα μεγάλα ελληνικά πολιτιστικά κέντρα, από τις δαλματικές ακτές ως τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ίσως αυτή η πραγματικότητα να αποτελεί ένα ακόμα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της αυτοχθονίας των απανταχού της Βαλκανικής λατινόφωνων πληθυσμών απέναντι στον ισχυρισμό της καθόδου τους από τις παραδουνάβιες περιοχές.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκε, λοιπόν, η Kουτσοβλαχική, η οποία είναι αδελφή γλώσσα με τη Pουμανική, την Iστρορουμανική και τη Mογλενίτικη, ως απόγονος κι αυτή της Bαλκανικής Λατινικής, και δεν αποτελεί θυγατέρα της Pουμανικής, όπως υποστήριξε ανεπιτυχώς η ρουμανική προπαγάνδα. Δυστυχώς στον ίδιο αυτό μύλο κουβαλάνε νερό και όλοι όσοι εξακολουθούν να επιμένουν να χαρακτηρίζουν τη βλάχικη γλώσσα διάλεκτο ή ιδίωμα. Και εξηγούμαι: Όσοι στο ερώτημα "τι είναι τα βλάχικα;" απαντούν καλοπροαίρετα "διάλεκτος" το κάνουν από άγνοια και φόβο. Η άγνοια έχει να κάνει με τα γλωσσολογικά κριτήρια διάκρισης γλωσσών, διαλέκτων και ιδιωμάτων. Ο φόβος τους εδράζεται στο ανιστόρητο επιχείρημα ότι, αν παραδεχτούν ότι τα βλάχικα είναι γλώσσα, τότε είναι σαν να παραδέχονται ότι όποιοι τα μιλούν ανήκουν σε μια διαφορετική εθνότητα. Ο φόβος τους όμως μετατρέπεται σε αδιέξοδο αν ερωτηθούν "και ποιας γλώσσας είναι διάλεκτος τα Bλάχικα;". Εδώ δεν μπορούν παρά να απαντήσουν "της ρουμανικής", αφού δεν υπάρχει άλλη γλώσσα της οποίας απόκλιση-διάλεκτος θα μπορούσαν να είναι τα βλάχικα. Η σωστή ―και επιστημονικά αλλά και ρεαλιστικά― απάντηση είναι ότι τα βλάχικα είναι μια νεολατινική αυτόνομη γλώσσα, ισότιμη με τη ρουμανική, την ιταλική, τη γαλλική κ.λπ., δεν είναι διάλεκτος της ρουμανικής αλλά είναι κόρη της λατινικής, όπως είναι και η ρουμανική, η ιταλική, η ισπανική κ.λπ. Η διαφορά της απ’ αυτές είναι ότι δεν χρησιμοποιείται ως επίσημη γλώσσα κάποιου κράτους και δεν έχει γραπτή παράδοση, όπως συμβαίνει άλλωστε με τις πέντε στις έξι γλώσσες σε όλο τον κόσμο. Αυτό δε σημαίνει κατανάγκην ότι οι Bλάχοι εθνολογικά είναι κάτι που σχετίζεται με τη γλώσσα που μιλάνε, αφού η γλώσσα δεν αποτελεί απαραίτητο και μοναδικό στοιχείο εθνικού προσδιορισμού, όπως π.χ. οι Mεξικανοί δεν είναι Iσπανοί, αν και μιλούν ισπανικά, ούτε κάποιοι Aφρικανοί είναι Γάλλοι, επειδή είναι γαλλόφωνοι.
Και καθώς όλες οι γλώσσες του κόσμου αποτελούν προϊόν γλωσσικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων, αφού κανένας δε ζει και δεν αναπτύσσεται ερήμην των άλλων ―και δη των γειτόνων του, η κουτσοβλαχική γλώσσα δέχτηκε τις πιο πολλές επιδράσεις της από την ελληνική, με την οποία είχε τις πιο στενές σχέσεις λόγω γεωγραφικής γειτνίασης και από την οποία είναι σαφώς λιγότερο καλλιεργημένη. Δέχτηκε απ’ αυτήν και λεξιλογικές αλλά και φωνολογικές επιδράσεις πολύ περισσότερες και ισχυρότερες παρά από οποιαδήποτε άλλη βαλκανική γλώσσα. Oι γλωσσικές αυτές σχέσεις ελληνικής και κουτσοβλαχικής τα τελευταία χρόνια υπήρξαν επιτέλους αντικείμενο σοβαρής μελέτης και από την ελληνική γλωσσική επιστήμη. Αν ήταν απόψε εδώ ο καθηγητής Νίκος Κατσάνης, του οποίου τον χαιρετισμό επ' ευκαιρία σας μεταφέρω, θα μπορούσε να σας απαριθμήσει πάμπολλες τέτοιες επιδράσεις σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα, πραγματικότητα η οποία συνηγορεί υπέρ της εντοπιότητας των Βλάχων στην περιοχή.
Γι’ αυτή τη γλώσσα, λοιπόν, που χαρακτηρίζει την πληθυσμιακή ομάδα για την οποία μιλάμε, ο Τάκης Γκαλαΐτσης αφιερώνει πάνω από 80 σελίδες του βιβλίου του, για να αποθησαυρίσει εκεί ―μετά από μια σύντομη αναφορά στη γένεση και τα χαρακτηριστικά της― ό,τι πολύτιμο κουβαλά κάθε γλώσσα και την καθιστά αναντικατάστατο όργανο επικοινωνίας και αυτογνωσίας. Στις σελίδες αυτές συγκεντρώνει ο συγγραφέας παροιμίες και παροιμιακές εκφράσεις, παραμύθια, παιχνίδια, αινίγματα, γλωσσοδέτες, τραγούδια, ευχές, κατάρες, απειλές, βρισιές, όρκους, χαιρετισμούς, προσφωνήσεις, ξόρκια, όλα τους λαϊκά στοιχεία τα οποία διασώζουν τις γνησιότερες γλωσσικές δομές αλλά και αναδεικνύουν ανάγλυφα το πνεύμα του λαού που τα δημιούργησε. Το κεφάλαιο συμπληρώνεται από την παράθεση των γραμματικών της κουτσοβλαχικής και κλείνει με την αναφορά στο 2001, το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακήρυξε «Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών» και με την ευκαιρία αυτή ο συγγραφέας αναφέρεται στο παρόν της βλάχικης γλώσσας και διατυπώνει την αγωνία του για το μέλλον της. Παράλληλα αναφέρεται και σε όλες τις ανιστόρητες δυσανεξίες της ελληνικής κοινωνίας και διοίκησης γύρω από τα θέματα της γλωσσικής ποικιλίας και της ετερότητας.
Κυρίες και κύριοι,
αντί δικού μου επιλόγου δανείζομαι και προσυπογράφω ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο που αφορά τη βλάχικη γλώσσα, του βιβλίου που παρουσιάζουμε απόψε· και θα αφήσω τα σχόλια σε σας: «Όταν μια γλώσσα εξαφανίζεται, όλοι χάνουμε ένα μέσο επικοινωνίας, έναν τρόπο να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Όλες οι γλώσσες έχουν την ίδια αξία και χρειάζονται ίδια υποστήριξη. Πάντως σε κάθε περίπτωση, ακλόνητη είναι η πεποίθηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η προστασία και η ενίσχυση των γλωσσών αυτών δε θα πρέπει να δημιουργήσει νέα όρια μεταξύ των Ευρωπαίων, αλλά θα πρέπει να τους βοηθήσει να βρουν μέσα από την πολυμορφία τα κλειδιά για την αμοιβαία κατανόησή τους».
Σας ευχαριστώ
Κώστας Δ. Ντίνας
Καθηγητής Γλωσσολογίας - Ελληνικής Γλώσσας και Διδακτικής της
στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Ομιλία στην εκδήλωση-παρουσίαση του βιβλίου του Τάκη Γκαλαΐτση
Από τη ζωή των Βλάχων στην εκδήλωση του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας
στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014