Ο Νικόλαος Σιώκης, καταγόμενος από την Κλεισούρα, περίφημο βλαχοχώρι της Καστοριάς (γνωστό και ως Βλαχοκλεισούρα), επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του παρουσιάζοντας σε έναν καλαίσθητο τόμο περιεκτική μελέτη του για την εξέλιξη της ενδυμασίας των κατοίκων της Κλεισούρας (Ενδυμασία και κοινωνία στην Κλεισούρα Καστοριάς. Μελέτη βασισμένη σε φωτογραφικά τεκμήρια) κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και το πρώτο μισό του 20ού(σελ. 7-27), στηριζόμενη σε πλούσιο φωτογραφικό υλικό που αποτελείται από 473 φωτογραφίες.
Συγγραφέας μιας διδακτορικής διατριβής στην Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ με θέμα Η πνευματική ζωή στην Δυτική Μακεδονία: Η Κλεισούρα κατά τον 19ο αιώνα επί τη βάσει ανέκδοτων εκκλησιαστικών κωδίκων, εγγράφων και λοιπών πηγών (Θεσσαλονίκη 2010) εργάστηκε επί πολλά έτη (και συστηματικότερα από το 2004) με στόχο τη συλλογή του υλικού από αρχεία φωτογράφων της περιοχής και κυριότερα από πολυάριθμες οικογένειες Κλεισουριωτών εγκατεστημένες κυρίως στη Θεσσαλονίκη και αλλού.
Πνευματικός συνοδοιπόρος στην προσπάθεια για την ταξινόμηση και την κατά το δυνατόν πληρέστερη τεκμηρίωση του ψηφιακού και εντύπου φωτογραφικού του Αρχείου υπήρξε ο αείμνηστος συλλέκτης και φιλίστορας Γιώργος Γκολομπίας (1960-2009), από το Βογατσικό Καστοριάς, στον οποίο αφιερώνεται το βιβλίο. Τον τόμο προλογίζει η Ιωάννα Παπαντωνίου, ενδυματολόγος, Πρόεδρος του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος.
Η Βλαχοκλεισούρα, ως γνωστόν, μορφοποιείται ως οικισμός κατά τον 15ο αιώνα όταν παγιώνεται η οθωμανική κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδας και οι χριστιανικοί πληθυσμοί συγκροτούν ορεινές κοινότητες μακριά από τις πεδιάδες και τα διοικητικά κέντρα των Οθωμανών. Στους επόμενους αιώνες o μικρός αγροτικός οικισμός ευδοκιμεί χτισμένος σε επίκαιρη γεωγραφική θέση, που ήλεγχε μια σημαντική ορεινή διάβαση του οδικού άξονα Δυρραχίου-Κωνσταντινουπόλεως ως τον 16ο αιώνα, απ’ την οποία διέρχονταν οδοί προς τις σημαντικότερες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας. Αναπτύσσεται και μετατρέπεται, στα τέλη του 18ου αιώνα, σε μια ορεινή πολίχνη με κοινοτική οργάνωση, ανθούσα οικονομία που στηριζόταν κυρίως στο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο συγκεκριμένος οικονομικός προσανατολισμός της κοινότητας ενισχύεται μετά τον εποικισμό της από κατοίκους της Μοσχόπολης και της Γράμμουστας, παγιώνοντας μια τοπική πολιτισμική ταυτότητα που εκφράζεται με ένα υψηλό μορφωτικό επίπεδο και έναν αρκετά εκλεπτυσμένο τρόπο ζωής. Κατά τον 19ο αιώνα στην Κλεισούρα κατοικούν δύο πληθυσμιακές ομάδες Βλάχων. Οι παλαιότεροι κάτοικοι είναι εμποροβιοτέχνες, αρκούντως αστικοποιημένοι με συμμετοχή σε εκτεταμένα δίκτυα, οικογενειακά και εμπορικά, ενώ οι νεώτεροι είναι κτηνοτρόφοι και προέρχονται από την Πίνδο. Δεν υπάρχουν επιγαμίες μεταξύ των δύο επαγγελματικών-πληθυσμιακών ομάδων. Οι κτηνοτρόφοι αποκαλούνται μειωτικά «κατσιαούνηδες». Την πολιτισμική διαφορά ενισχύουν έθιμα (π.χ. τρανός χορός την 16η Αυγούστου αποκλειστικά για τους κτηνοτρόφους) και το γεγονός ότι χρησιμοποιούν το νότιο (Πίνδειο) βλαχικό ιδίωμα (ενώ οι παλαιότεροι Κλεισουριώτες το βόρειο). Βεβαίως πρόκειται για μια κοινωνία όπου επικρατούσε η πολυγλωσσία λόγω των οικονομικών και διοικητικών δοσοληψιών των κατοίκων με διαφορετικούς πληθυσμούς και όπου η ελληνική είχε σημαντική θέση στις συναλλαγές και κυριαρχούσε στο πεδίο της επιστήμης και των γραμμάτων. Το φωτογραφικό υλικό του βιβλίου ακολουθεί την κοινωνική πραγματικότητα της Κλεισούρας και χωρίζεται από τον συγγραφέα σε δύο ενότητες, η πρώτη αφορά τους εμποροβιοτέχνες και η δεύτερη τους κτηνοτρόφους
Ο συγγραφέας, μετά από μια σύντομη εισαγωγή στην τοπική ιστορία και τον χαρακτήρα της κοινωνίας της Κλεισούρας, αναλύει την ιδιαιτερότητα της τοπικής ενδυμασίας και της εξέλιξής της μέσα στο χρόνο, που οφείλεται από τη μία πλευρά στην ισχυρή τοπική παράδοση και από την άλλη στις πολλαπλές επαφές με την ευρωπαϊκή μόδα, την αντικατάσταση των τοπικών υφασμάτων, λόγω της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στις νέες αισθητικές απαιτήσεις, από εισαγωγής (τσόχες, κασμίρια, κατιφέδες και αλατζάδες). Βεβαίως οι ενδυμασίες των κτηνοτρόφων συνέχισαν να κατασκευάζονται από μάλλινα υφάσματα της οικιακής βιοτεχνίας συχνά έως τη δεκαετία του 1950. Ο συγγραφέας στο πυκνογραμμένο κείμενό του καταγράφει σχολαστικά τα επιμέρους ενδύματα που αποτελούσαν τις φορεσιές των κτηνοτρόφων κατά φύλο, ηλικία και κοινωνικο-οικονομική θέση. Ειδική αναφορά γίνεται στα εξαρτήματα της φορεσιάς (υποδήματα, καπέλα κ.ά.), τα κοσμήματα, τα ψιμύθια των γυναικών, τις γυναικείες κομμώσεις κατά ηλικία. Όλα αυτά τα στοιχεία προσεγγίζονται στη δυναμική τους διάσταση, περιγράφοντας τις μεταβολές που υφίστανται μέσα στο χρόνο, και όχι ως παγιωμένα ή σχηματοποιημένα και συνδεδεμένα με κάποια χρονική στιγμή. Το ίδιο το υλικό οδηγεί τον ερευνητή προς αυτή την κατεύθυνση: οι ενδυμασίες των μελών της οικογένειας Κώτα Καραγκίτση (σελ. 128) που φωτογραφήθηκαν το 1890 ή της οικογένειας Βασιλείου και Αννίκας Νίκου του 1900 (σελ. 129) ή των ανδρών μελών επιτροπής που επισκέφθηκε την Πόλη το 1878 είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους τοπικής παραγωγής και απέχουν πολύ από εκείνες των επομένων δεκαετιών αλλά και από εκείνες των ενδυμασιών της οικογένειας Βώβου (1880) που είναι «φράγκικες» και αντιπροσωπεύουν την αστική μόδα της εποχής. Το ζήτημα των μεταβολών των ενδυμασιών καθίσταται ιδιαίτερα απαιτητικό στην προσέγγισή του, ιδιαίτερα στην περίπτωση των εμποροβιοτεχνών της Κλεισούρας που αποτελούσαν μια ομάδα που δεχόταν πολλές επιρροές λόγω των συνεχών επαφών τους με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης και της Οθωμανικής Ανατολής, και ο συγγραφέας καταβάλλει προσπάθεια στο πυκνό κείμενό του να αποδώσει την κοινωνική πραγματικότητα της Κλεισούρας και να ιχνηλατήσει τη σημασία των παραγόντων που διαμορφώνουν την ενδυμασία (ραφτάδες κ.λπ.).
Ειδική αναφορά γίνεται στους κυριότερους άμεσους παραγωγούς του πρωτογενούς υλικού της μελέτης, δηλαδή τους φωτογράφους που εργάστηκαν στην Κλεισούρα ή φωτογράφισαν Κλεισουριώτες. Τον Νικόλαο Καραβατάκη (Κλεισούρα), τους αδελφούς Γιαννάκη και Μίλτο Μανάκια (Μοναστήρι), τον Λεωνίδα Παπάζογλου (Καστοριά), τον Εμμανουήλ Δόλλα (Γαλάτσι Ρουμανίας), τον Κωνσταντίνο Παναγιώτου (Καστοριά), τον Γεώργιο Παπαδόπουλο (Κοζάνη, Καστοριά). Στον τόμο καταμετρήσαμε 473 φωτογραφίες. Οι περισσότερες ελήφθησαν στην Κλεισούρα αλλά αρκετές προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη, το Βουκουρέστι, τη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της Μακεδονίας.
Τα φωτογραφικά «ήθη» και η τεχνολογία της εποχής υπαγόρευαν ένα ιδιαίτερο «στήσιμο» των προσώπων, που υπαγορευόταν από τον φωτογράφο και στις περισσότερες περιπτώσεις απείχε πολύ από την καθημερινότητα των κατοίκων. Το φόντο των φωτογραφιών συχνά είναι μουσαμάδες με απόκοσμα νεοκλασικά αρχιτεκτονήματα. Οι φωτογράφοι συχνά επενέβαιναν και στην ενδυμασία των προσώπων, κυρίως των γυναικών, συνήθως προσθέτοντας κάποια «αξεσουάρ» για την περίσταση. Ορισμένες φορές η εθνογραφική πραγματικότητα της περιοχής ξεπροβάλλει απρόσμενα, π.χ. μέσα από ένα υφαντό χράμι που χρησιμοποιείται ως φόντο καλύπτοντας πλημμελώς (ευτυχώς για μας) έναν πετρόχτιστο τοίχο, μία εξώθυρα. Σε πολλές περιπτώσεις διακρίνεται το πλακόστρωτο της αυλής ή του δρόμου, ένα σημαντικό τεκμήριο καθώς έχει πλέον εξαφανιστεί απ’ όλους τους παλαιούς οικισμούς μας είτε εξαιτίας της μπουλντόζας και της τσιμεντόστρωσης του 1960-1970 είτε εξαιτίας της πλακόστρωσης (συνήθως με πλάκες Πηλίου…) κατά τη σχετικά πρόσφατη «εποχή της ευμάρειας»
Οι κάτοικοι συνηθέστερα εικονίζονται με τις οικογένειές τους. Οι φωτογραφίες αυτές συνήθως προορίζονταν να αποσταλούν στο εξωτερικό στους ξενιτεμένους συγγενείς και συντοπίτες. Εντυπωσιακές είναι οι πολυάριθμες φωτογραφίες γυναικών κάθε ηλικίας (πορτρέτα) όπου αναδεικνύονται άριστα ενδυμασίες, κοσμήματα, κομμώσεις, τα οποία γίνονται αντικείμενο ανάλυσης από τον συγγραφέα. Μια άλλη σημαντική ομάδα φωτογραφιών αφορούν στιγμές ευωχίας κατά τους εθιμικούς και αυθόρμητους εορτασμούς της κοινότητας. Αυτές τοποθετούνται σε εξωτερικούς χώρους, γνωστά «σημεία του τόπου» της Κλεισούρας: στο Παζάρι, στον Ναό του Αγίου Νικολάου, στη Μονή Παναγίας Κλεισούρας, στις Βρύσες της μονής, στο εξωκλήσι της Αγίας Τριάδας, στον πλάτανο στο Τσιαΐρι, στο Τσαρτσάρι, στον Άγιο Μάρκο, στους Μύλους.
Το θέμα του βιβλίου όπως ορίστηκε από το συγγραφέα είναι η τεκμηρίωση και μελέτη της ενδυμασίας. Μέσα όμως από τον εντυπωσιακό όγκο φωτογραφιών πάμπολλα άλλα θέματα ξεπηδούν μπροστά στα μάτια του κάθε αναγνώστη, ειδικού μελετητή του παραδοσιακού πολιτισμού και μη. Παρέες συνήθως αποκλειστικά ανδρικές γλεντούν σε δημόσιους χώρους (βρύσες, στο παζάρι κ.α.) (σελ. 31-32 κ.α.). Παρατηρούμε τη σύνθεση των ζυγιών (και άλλων μουσικών συγκροτημάτων) στα γλέντια και στους γάμους: με λαούτα και βιολιά συνοδευόμενα από ακορντεόν και νταϊρέ (σελ. 50 και 46), με χάλκινα και νταούλια ή γκραν κάσα (σελ. 49, 50, 184), με κλαρίνα και βιολί (σελ. 31), με ζουρνάδες και νταούλι (σελ. 50). Τρανοί εθιμικοί χοροί της 16ης Αυγούστου στο Παζάρι και στο Τσιαΐρι και γάμοι. Εικόνες του οικισμού (σελ. 28) και των επιμέρους οικημάτων, αγωγιάτες με τα μουλάρια φορτωμένα με σιτηρά έξω από ένα νερόμυλο (που φαίνεται μερικώς) (1915), μια ποιμενική θέση (στρούγκα) κατά το άρμεγμα, το κούρεμα των προβάτων (1922). Παρατηρούμε έπιπλα και οικιακά σκεύη σε χρήση από τις παρέες που τρώνε, πίνουν ή και γλεντούν στην ύπαιθρο και στα παντοπωλεία ή σε στιγμές ανάπαυλας στα καφενεία (σελ. 185-186).
Οι κάτοικοι φωτογραφίζονται κατά την εκφορά των νεκρών τους. Στην πρώτη σειρά δίπλα στη σωρό του εκλιπόντος παρατάσσονται παιδιά που φέρουν τα εξαπτέρυγα, οι ιερείς, οι οικείοι του θανόντος καθώς και αποκλειστικά γυναίκες συγγένισσες και μοιρολογήτρες. Οι άνδρες βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες φωτογραφίες. Η σχέση και η εξοικείωση των ανθρώπων με το θάνατο απέχει πολύ από τη σύγχρονη εμπειρία μας, ενώ οι γυναίκες, ιδίως οι ώριμες και οι ηλικιωμένες, αναδεικνύονται σε μεσολαβήτριες μεταξύ του πάνω και του κάτω κόσμου. Ο νεκρός μέσα στο φέρετρο τοποθετείται με το κεφάλι στραμμένο προς την κάμερα ώστε να καταγράφεται το πρόσωπό του (σελ. 56-58). Τεκμήρια της σχολικής ζωής: μαθητές του Αρρεναγωγείου (1908) και μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Κλεισούρας (1904) με τους δασκάλους τους (σελ. 52, 53) και χοροί στο πλαίσιο των σχολικών εορτασμών τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Επίσης φωτογραφίες προσκόπων και μελών της Ε.Ο.Ν. κατά τον Μεσοπόλεμο.
Η μελέτη των ενδυμασιών όπως και πολυάριθμων άλλων ζητημάτων του υλικού και πνευματικού βίου των Κλεισουριωτών θα είναι ευχερέστερη χάρη στα φωτογραφικά τεκμήρια που δημοσιεύει ο Νικόλαος Σιώκης. Πρόκειται για ένα έργο που θα συμβάλει ουσιαστικά στην καλλιέργεια της μνήμης αλλά και στην εξοικείωση κοινού και ειδικών με τον παραδοσιακό πολιτισμό της Δυτικής Μακεδονίας. Ευστόχως ο συγγραφέας προτάσσει του πονήματός του τα παρακάτω λόγια της ποιήτριας, ακαδημαϊκού Κικής Δημουλά: «Η φωτογραφία είναι πολλές παλιές ειλικρίνειες και πολλές σημερινές ανειλικρίνειες, είναι η ελπίδα της μνήμης, είναι το ορθογραφικό λεξικό που χρησιμοποιεί η μνήμη, όταν θέλει να δει πώς γράφονται οι λέξεις…».
Ευάγγελος Καραμανές
Ερευνητής, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Νικόλαος Δ. Σιώκης, Ενδυμασία και κοινωνία στην Κλεισούρα Καστοριάς. Μελέτη βασισμένη σε φωτογραφικά τεκμήρια (τέλη 19ου - α΄ μισό 20ού αιώνα), Θεσσαλονίκη 2012, έκδοση του συγγραφέα, σελ. 192. [Περιλαμβάνει 473 φωτογραφίες, πρόλογο της Ιωάννας Παπαντωνίου, περίληψη στην αγγλική γλώσσα. Σκληρό εξώφυλλο, διαστάσεις 24x27,5 εκ., ISBN: 978-960-93-4575-0] Για να το αποκτήσετε επικοινωνείστε στο παρακάτω