Νέβεσκα, Αύγουστος 1937
Η ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε το κεφάλι απ’ το τετράδιο. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί, σ’ όλα είχε πέσει πάνω το ροδοχρυσαφί της δύσης, στα πέτρινα σπίτια με τις πανομοιότυπες στέγες από χοντρή λαμαρίνα, στα καλντερίμια, μέχρι κάτω χαμηλά στην πλατεία. Παιχνίδιζαν τα χρώματα με τις φυλλωσιές των δέντρων και το ελαφρύ αεράκι έκανε χώρο ανάμεσα, να φανεί η εκκλησιά του Αϊ-Νικόλα. Οι λόφοι γύρω, λειτουργώντας σαν χωνί, έφερναν στ’ αυτιά της αχνά φωνές παιδιών που έπαιζαν σε κάποια γειτονιά πιο κάτω.
Χαμογέλασε. Πότε ήταν κι αυτή παιδί! Σαν χθες…
Ο δρόσος που ακουμπούσε στα καταπράσινα δέντρα ξεσήκωνε τ’ αρώματά τους. Μπερδεύονταν οι μυρωδιές, μοσχοβολούσε ο τόπος.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Ηρεμία απλώθηκε στην ψυχή.
Ο αγαπημένος Πέτρος φάνηκε στα μάτια της. Δεν χρειαζόταν να τα κλείνει για να τον βλέπει. Την προηγούμενη νύχτα ήρθε στο όνειρο. Όμορφος και ευθυτενής, χαμογέλασε και της έτεινε το χέρι. Χαρούμενη τ’ ακούμπησε, κι αυτός με ορμή την έσφιξε στην αγκαλιά. Ανάσανε τη μυρωδιά του και αγαλλίασε. Βυθίστηκε στις αναμνήσεις. Πόση ώρα πέρασε έτσι ούτε και αυτή ήξερε. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά, όταν αισθάνθηκε την ψύχρα. Τύλιξε το χοντρό μάλλινο σάλι καλύτερα στους ώμους.
Τέλος Αυγούστου και πάνω στο βουνό η θερμοκρασία έπεφτε αμέσως μετά τη δύση.
Άναψε με αργές κινήσεις τη λάμπα πετρελαίου που στόλιζε το τραπέζι. Ξανάβαλε τα περίτεχνα, λεπτοδουλεμένα χρυσά γυαλιά και έσκυψε στο τετράδιο μπροστά της. Ένα τσουλούφι χιονάτο ξέφυγε από τον καλοχτενισμένο της κότσο. Κάποτε ήταν σαν πύρινες φλόγες. Σήκωσε τα χέρια χωρίς βιάση και το έβαλε στη θέση του. Ήταν όμορφη, ακόμα και τώρα. Ο χρόνος στάθηκε καλός με την εμφάνισή της. Εξακολουθούσε να έχει λυγερό κορμί, κι ας έχασε τη γρηγοράδα του. Γύρω απ’ τα σμαραγδένια της μάτια είχαν καθίσει με τον καιρό μικρές λεπτές ρυτίδες. Τα άλλοτε τοξωτά φρύδια είχαν γείρει ελαφρά. Τα ζυγωματικά παρέμεναν όπως όταν ήταν νέα και τα γεμάτα χείλη είχαν χάσει τον όγκο τους.
«Μάνα μάρι, νίγκα αουά χίι; Βα σετς! Γίνου σκουάλ σν τσεμ να ούντρου. Απρές ου τζακ λα νίκλου ου νιάλου»* άκουσε τη φωνή της δισέγγονής της από πίσω, που στη στιγμή στάθηκε δίπλα της.
«Αορίκα! Ντούλτσι Αορίκα! Γίνου στι χρσέσκου».**
«Μάνα μάρι, φάτσι αρκουάρι».***
«Γκίνι, ντούτι τίνι σιο βαγίν. Ντο αράτς σουσκρίτου, σιο βαγίν».****
«Αγουνισιάτι κουτσέ βα σετς. Άιντι…»***** της είπε και ξαναμπήκε στο σπίτι με τη σβελτάδα της νιότης της.
Η γιαγιά Αορίκα χαμογέλασε και έπιασε το μολύβι. Της άρεσε να γράφει με μολύβι. Να το ξύνει ξανά και ξανά, μέχρι να γίνεται μικρό και να παίρνει άλλο. Λες και περνούσαν τα χρόνια μέσα απ’ αυτό και μίκραινε απ’ τις λέξεις που σχηματίζονταν στο χαρτί.
Με σταθερό χέρι συνέχισε το γράψιμο:
Να, σαν το μολυβάκι η ζωή. Γράφει, γράφει… Άλλοτε το ξύνουν χαρές, άλλοτε πόνοι, αγωνίες, ελπίδες, μέχρι που τελειώνει.
Εγώ η Αορίκα Κωνσταντίνου, το γένος Ζιώππα, εδώ στη Νέβεσκα γράφω τις τελευταίες μου αράδες. Φτάνει τόσο. Ο Θεός να δώσει ν’ ανταμώσω τ’ αγαπημένα πρόσωπα, να σμίξουμε και πάλι εκεί πάνω. Ζωή καλή, με αγάπη, ζωή χαρισάμενη να έχετε όλη η οικογένεια. Μην κάνετε τα λάθη μας. Να διδαχτείτε απ’ αυτά και μη σας παρασύρουν ποτέ τα υλικά αγαθά, μα μόνο η αγάπη. Να τη δίνετε. Να δίνετε αγάπη, να δίνετε χαρά, να δίνετε σε όποιον έχει ανάγκη.
Μόνον έτσι θα είστε γεμάτοι και εσείς.
* «Μάνα μάρι, ακόμη εδώ είσαι; Θα κρυώσεις! Έλα, σήκω να πάμε μέσα. Ανάψαμε το τζάκι στη μικρή σάλα».
** «Αορίκα! Όμορφη (γλυκιά) Αορίκα! Έλα κάτσε να σε χαρώ».
*** «Μάνα μάρι, κάνει κρύο».
**** «Καλά, καλά, πήγαινε και έρχομαι. Δύο αράδες να γράψω και έρχομαι».
***** «Βιάσου, γιατί θα κρυώσεις. Άντε…»
Η ιστορία μιας δυναμικής γυναίκας
Η τοιχογραφία μιας εποχής
«Και έφτασα τώρα στα τελευταία της ζωής μου να νοσταλγώ, να θυμάμαι, να θυμώνω, να λυπάμαι και να εξακολουθώ να ζω. Η πλάτη μου γεμάτη απ' το φορτίο που κουβαλάει χρόνια. Δεν ξέρω πώς θα ήμουν με λιγότερο βάρος στην πλάτη μου. Λένε πως σου έρχονται τόσα όσα μπορείς να σηκώσεις. Και ποιος το κρίνει αυτό;»
Μέσα απ’ τα ημερολόγια της Αορίκας Ζιώππα-Κωνσταντίνου ξεδιπλώνεται η πολυτάραχη ιστορία δύο οικογενειών απ’ τις αρχές του 19ου μέχρι το ξημέρωμα του 21ου αιώνα. Η Αορίκα, η ντουλμπέρα, όπως την αποκαλούσαν στα βλάχικα, μια γυναίκα έξυπνη, όμορφη και δυναμική, κατορθώνει να επιβληθεί και να κατακτήσει τον σεβασμό και την αποδοχή του ανδροκρατούμενου κόσμου του εμπορίου. Η κοσμοπολίτικη διαδρομή της ξετυλίγεται με σταθμούς τη Νέβεσκα (Νυμφαίο Φλώρινας), τη Βιέννη, την Αλεξάνδρεια και την πολυεθνική Θεσσαλονίκη, σημεία όπου ανθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των Βλάχων, ενώ ο έρωτας, δυνατός, καθοριστικός, πολλές φορές παράνομος ή απαγορευμένος, είναι πάντοτε παρών.
Ντουλμπέρα
Χριστίνα Ρούσσου
ISBN: 978-618-03-0360-5
Σελίδες: 520
Εκδόσεις Μεταίχμιο