Η ρουμανική προπαγάνδα αποτέλεσε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας φαινόμενο ιδιότυπο. Ενώ έπρεπε να εκφράζει, όπως συνέβαινε με τα άλλα βαλκανικά κράτη, τους πόθους του ρουμανικού λαού για την απελευθέρωση των δούλων αδελφών που βρίσκονταν στις επαρχίες της Αυστροουγγαρίας, με την επενέργεια παραγόντων, που υπηρετούσαν τους σχεδιασμούς μιας ανεδαφικής μεγαλοϊδεατικής πολιτικής και τις περιστασιακές ανάγκες, στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις, άσχετες κατά βάση με τους πόθους του λαού που εξέφραζε. Έτσι, ο αλυτρωτικός αγώνας των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας και των άλλων γειτονικών περιοχών τοποθετήθηκε σ' ένα πεδίο, όπου ο συμβιβασμός και οι χαμηλοί τόνοι αποτελούσαν χαρακτηριστικά στοιχεία της δραστηριότητας που αναπτυσσόταν· κι όλα αυτά για χάρη μιας πολιτικής που απέβλεπε στη διάσωση «αδελφών», σκορπισμένων σ' όλη την έκταση της Βαλκανικής, σε περιοχές όπου δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να επεκταθεί η κυριαρχία του ρουμανικού κράτους. Οι «αδελφοί» ήταν οι Κουτσόβλαχοι. Η ομοιότητα ορισμένων στοιχείων του γλωσσικού ιδιώματος που χρησιμοποιούν με τη ρουμανική γλώσσα, θεωρήθηκε από τους Ρουμάνους ως η κύρια απόδειξη της φυλετικής συγγένειας και πάνω σ' αυτό στηρίχτηκε η οργάνωση της προπαγάνδας τους.
Το αποτέλεσμα ήταν το ρομαντικό, κατά μέγα μέρος, ενδιαφέρον των μελετητών της ζωής των Κουτσοβλάχων της Βαλκανικής να εκφραστεί -να μεταποιηθεί μάλλον- με πρωτοφανή βιαιότητα σε προπαγανδιστική δράση, η οποία δημιούργησε σοβαρή αναταραχή στη ζωή των βλαχόφωνων κοινοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα εκείνων που αποτελούσαν ως τότε ένα επίλεκτο τμήμα της ελληνικής εθνότητας.
Θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με κατανόηση το ενδιαφέρον της προπαγάνδας και της ρουμανικής κυβέρνησης για τους κουτσοβλαχικούς πληθυσμούς αν αυτό περιοριζόταν στην προσπάθεια διάσωσης του γλωσσικού ιδιώματος που χρησιμοποιούσαν και των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού τους. Τη θέση αυτή υποστήριζαν επίσημα, μ' ορισμένες φραστικές παραλλαγές, και οι κάθε φορά ρουμανικές κυβερνήσεις, κατά τις συνομιλίες υπευθύνων στελεχών τους με τους διπλωματικούς εκπρόσωπους της Ελλάδας στο Βουκουρέστι. Στην ουσία, όμως, η θέση αυτή αποτελούσε πρόσχημα για την υπηρέτηση σκοπών που απέβλεπαν στη χρησιμοποίηση του κουτσοβλαχικού στοιχείου ως παράγοντα της πολιτικής των ανταλλαγμάτων. Έτσι οι ρουμανικές κυβερνήσεις ενεργοποιούσαν την προπαγάνδα όχι για την ανάκτηση της ελευθερίας των υποδούλων Κουτσοβλάχων «αδελφών», αλλά για τη δημιουργία φιλορουμανικών εστιών ανάμεσα στις κουτσοβλαχικές κοινότητες, με το πρόσχημα της αποφυγής του εξελληνισμού τους, εστιών, τις οποίες θα χρησιμοποιούσαν εν καιρώ ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη των εθνικών διεκδικήσεων στην Ουγγαρία, Βουλγαρία, Ρωσία.
Ήταν φυσικό οι προθέσεις αυτές ν' αποκαλυφθούν και να προκαλέσουν την αντίδραση της Ελλάδας και του Πατριαρχείου, των οποίων άμεσα θίγονταν εθνικά συμφέροντα ή προνόμια αιώνων. Η Ελλάδα, έβλεπε, με τις διαφοροποιήσεις που επέφερε η ρουμάνικη προπαγάνδα, να διασπάται η εθνική ενότητα και μάλιστα στις επαρχίες εκείνες στις οποίες έφταναν οι εθνικές βλέψεις. Το Πατριαρχείο, από την πλευρά του, διαπίστωνε αποδυνάμωση της επιρροής του ανάμεσα στους ορθόδοξους λαούς της Βαλκανικής και αμφισβήτηση της ηγετικής του θέσης, η οποία είχε ήδη υποστεί πλήγμα, με την απόσχιση των Βουλγάρων· τα βήματά τους ακολουθούσε τώρα και η ρουμανική κυβέρνηση σε ο,τι αφορούσε τους Κουτσόβλαχους. Μαχητική όμως αντίδραση, παρά τους κίνδυνους που διέτρεχαν, πρόβαλλε και η μεγάλη πλειοψηφία των Κουτσοβλάχων και αυτό στάθηκε αποφασιστικός αποτρεπτικός παράγοντας, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, στην άλωση των κουτσοβλαχικών κοινοτήτων από την προπαγάνδα.
Οι δραστηριότητες της προπαγάνδας, που γίνονταν περισσότερο έντονες και προκλητικές στις περιπτώσεις συνάρτησης τους με τις εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας δημιούργησαν ψυχρότητα και στις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρουμανία, που πολλές φορές έφτανε σε σημείο απροκάλυπτης εχθρότητας. Η όξυνση είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην τύχη των μοναστηριακών κτημάτων και των ελληνικών κληροδοτημάτων στη Ρουμανία, τα οποία στο τέλος οικειοποιήθηκε το ρουμανικό κράτος και χρησιμοποίησε τις προσόδους τους, σε μεγάλο ποσοστό, για τη χρηματοδότηση της προπαγάνδας. Παρά τις προσπάθειες και των δύο πλευρών και παρά το ότι η συνεργασία των δύο χωρών κρινόταν απαραίτητη για την αντιμετώπιση του σλαβικού κινδύνου, μόνο κατά τις αρχές του 20ού αι. άνοιξε ο δρόμος για την επίτευξη συμφωνίας, που δοκιμάστηκε όμως την πρώτη δεκαετία του αιώνα κι οδήγησε σε νέα κρίση.
Η συναγωγή διαπιστώσεων και συμπερασμάτων από τη δράση της ρουμανικής προπαγάνδας στα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας, θα έπρεπε να γίνει στο τέλος του δεύτερου τόμου της μελέτης, που θα καλύψει την περίοδο 1900-1913, όταν θα γνωστούν όλες οι λεπτομέρειες των γεγονότων και θ' αποκαλυφθεί πληρέστερα η πολιτική βούληση του ρουμανικού κράτους. Η παρούσα εργασία δίνει την ευχέρεια επισήμανσης χαρακτηριστικών εκφάνσεων της προπαγάνδας και προθέσεων της Ρουμανίας, πού αποτέλεσαν τις σταθερές, γύρω από τις οποίες οργανώθηκε η όλη κίνηση ως τους βαλκανικούς πολέμους. Οι κυριότερες από τις επισημάνσεις αυτές είναι οι έξης:
1.- Η ρουμανική προπαγάνδα δίνει την εντύπωση ότι τοποθετείται στο πλαίσιο των εθνικών κινημάτων των βαλκανικών κρατών του περασμένου αιώνα, που κορυφώθηκαν ύστερα από τις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου. Διαφοροποιείται όμως, απ' αυτά για το λόγο ότι το ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο αγωνιζόταν να αφυπνίσει, βρισκόταν πολύ μακρυά από το εθνικό κέντρο που το κατηύθυνε κι ούτε υπήρχε ποτέ ελπίδα, με την απελευθέρωση του, να ενσωματωθεί στο ρουμανικό κράτος.
2.- H διαφοροποίηση αποδυναμώνει τα ιδεολογικά ερείσματα της προπαγάνδας, τη διακηρυσσόμενη δηλαδή διάσωση της ταυτότητας του κουτσοβλαχικού στοιχείου και την τοποθετεί στην κατηγορία όχι των σκοπών, αλλά των μέσων, αφού χρησιμοποιήθηκε ως διαπραγματευτικός ελιγμός για την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων, τα οποία υπηρετούσαν σκοπούς επιτεύξιμους. Οι επιπτώσεις από την κατάσταση αυτή έγιναν αισθητές και στο επιστημονικό πεδίο· οι Ρουμάνοι Επιστήμονες -πολλοί ήταν κουτσοβλαχικής καταγωγής- προσάρμοζαν, σε πολλές περιπτώσεις, τα πορίσματα των ερευνών τους στις προθέσεις της προπαγάνδας.
3.- Η στάση της Ρουμανίας απέναντι στις χώρες, με τις οποίες ήρθε σε σύγκρουση εξαιτίας της προπαγάνδας, δημιουργούσε αξεπέραστα εμπόδια για φιλική προσέγγιση. Ιδιαίτερα αυτό ίσχυε για την Ελλάδα, που θιγόταν περισσότερο από τις προπαγανδιστικές δραστηριότητες, παρά τις φανερά εξαγγελλόμενες προθέσεις των ρουμανικών κυβερνήσεων, οι οποίες στην πράξη αναιρούσαν, όσα διακηρύσσονταν ως ιδεολογικές αρχές του κινήματος. Έτσι, οι ρουμανικές κυβερνήσεις ενώ αναγνώριζαν την ανάγκη της προσέγγισης των δύο χωρών, ως του μόνου ανασχετικού μέσου των Σλάβων στα Βαλκάνια, έδειχναν ν' αδιαφορούν -στην πραγματικότητα παρότρυναν- για την όξυνση που δημιουργούσαν τα όργανα της προπαγάνδας στις τουρκοκρατούμενες περιοχές ανάμεσα στο ελληνικό στοιχείο και τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους. H όξυνση εξυπηρετούσε τις ρουμανικές κυβερνήσεις, άμεσα και μακροπρόθεσμα, γιατί προσφερόταν για εσωτερική κατανάλωση. Αποπροσανατόλιζε δηλαδή τις λαϊκές μάζες από τα προβλήματα που τις απασχολούσαν, άμβλυνε τον ενθουσιασμό τους για ουσιαστικούς απελευθερωτικούς αγώνες και κατηύθυνε το μένος τους εναντίον του Ελληνισμού για καταπιέσεις δήθεν ομαιμόνων αδελφών και εκμετάλλευση του ιδρώτα του λαού, όπως, κατά την προπαγάνδα, αποδείκνυαν οι μεγάλες περιουσίες των μοναστηριακών κτημάτων στη Ρουμανία και η βούληση των διαθετών, οι οποίοι αφήναν τα υπάρχοντα τους στις ελληνικές κοινότητες της Τουρκίας.
4.- Η στάση της Τουρκίας απέναντι στη ρουμανική προπαγάνδα, κυρίως από την εποχή του Συνεδρίου του Βερολίνου και ύστερα, ήταν ευνοϊκή. Οι εξαιρέσεις που παρατηρήθηκαν κατά τόπους οφείλονταν όχι στην πρόθεση της Πύλης, αλλά στην εκτίμηση των γεγονότων από τοπικούς παράγοντες, η σε προσωπικά αίτια των φορέων της εξουσίας. Η υποστήριξη που έδινε η Τουρκία στην προπαγάνδα ξεκινούσε από σκοπούς συνδεόμενους με τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Η Πύλη πίστευε πως η ακεραιότητα του κράτους δεν κινδύνευε από την προπαγάνδα, αφού αυτή ήταν αντίθετη κι αγωνιζόταν για τη ματαίωση προσάρτησης εδαφών στην Ελλάδα. Από το άλλο μέρος η ενίσχυση της προπαγάνδας υπηρετούσε σωστά το δόγμα διαίρει και βασίλευε, όπλο που επί αιώνες χρησιμοποιούσε η Πύλη για να επιβιώσει η αυτοκρατορία. Εκτός όμως από τις προθέσεις της κορυφής, από την πολιτική δηλαδή βούληση του οθωμανικού κράτους, υπήρχαν κι άλλοι λόγοι που διαμόρφωναν και ενίσχυαν στη βάση την τάση των αρχών για μια ευμενή στάση απέναντι στην προπαγάνδα. Οι λόγοι αυτοί συνδέονταν με την πρόθυμη παροχή υπηρεσιών των πρακτόρων της προπαγάνδας προς τις αρχές για την καταπολέμηση επαναστατικών δραστηριοτήτων -των περισσότερων σκηνοθετημένων- του ελληνικού στοιχείου, και κυρίως με την εξασφάλιση εκ μέρους των στελεχών της διοικητικής μηχανής πλούσιων επιχορηγήσεων εκ μέρους της προπαγάνδας.
5.- H ευμενή στάση της Τουρκίας απέναντι στην προπαγάνδα, σ' όλη την κλίμακα της ιεραρχίας, αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξή της. H συμπαράσταση αξιοποιήθηκε με τους έξης τρόπους:
α) με την εξασφάλιση του ακαταδίωκτου -οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες των πρακτόρων της προπαγάνδας, ακόμη και στις περιπτώσεις που παραβιάζονταν κατάφωρα οι νόμοι του κράτους ή οι κοινοτικοί και εκκλησιαστικοί θεσμοί, οι συναρτημένοι με το καθεστώς των προνομίων, τη φύλαξη των οποίων είχε αναλάβει το Πατριαρχείο και εγγυόταν η Τουρκία.
β) με την τρομοκράτηση του ελληνικού στοιχείου, του οποίου τα δυναμικότερα στελέχη καταδιώκονταν από τις αρχές, ύστερα από σκηνοθετημένες κατηγορίες της προπαγάνδας. Η συστηματική καταδίωξη των προκρίτων των κουτσοβλαχικών κοινοτήτων σήμαινε στην ουσία εξουδετέρωση της άμυνας του Ελληνισμού κι αυτό διευκόλυνε, σε συνδυασμό με τις χρηματικές παροχές και διευκολύνσεις, την άγρα προσηλύτων, άσχετα αν, κάτω από τέτοιες συνθήκες, η σταθερότητα του φρονήματος ήταν αμφίβολη.
6.- Σημαντική ώθηση στην εξάπλωση και στερέωση της προπαγάνδας έδωσε και η άμεση ή έμμεση υποστήριξη της εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων. Την ενεργότερη ανάμιξη στο θέμα είχε η Αυστροουγγαρία, η οποία είχε συμφέρον από την ανάπτυξη της προπαγάνδας, γιατί αγωνιζόταν να στρέψει προς άλλες κατευθύνσεις τους αλυτρωτικούς αγώνες των υποδούλων σ' αυτή Ρουμάνων. Άλλη ενεργός ανάμιξη ήταν αυτή της αλβανικής εθνότητας, με την οποία συνέπραττε συχνά η καθοδηγούμενη από τη Ρουμανία πλευρά των Κουτσοβλάχων. Οι Αλβανοί συνεργάζονταν στενά και με τη Μοναρχία, της οποίας ευνοούσαν τις προς το νότο κατακτητικές βλέψεις και την έξοδό της στο Αιγαίο. H Αυστροουγγαρία δεν πρόβαλλε συνήθως με κραυγαλέο τρόπο τις βαθύτερες προθέσεις της που κρύβονταν κάτω από τη συνεργασία της με την προπαγάνδα. H μελέτη μάλιστα του αρχειακού υλικού του υπουργείου Εξωτερικών της Βιέννης δίνει, σε πρόχειρη εκτίμηση, την εντύπωσή ότι η συμπεριφορά στο θέμα αυτό ήταν άψογη. H εντύπωση είναι απατηλή. Εκτός του ότι υπάρχουν και κείμενα που αποκαλύπτουν, χωρίς μεγάλο κόπο, τα σχέδια της Μοναρχίας, η προσεκτική μελέτη των εγγράφων βοηθάει στην άνετη αποσαφήνιση του περιεχομένου της εξωτερικής πολιτικής της. Ας μη λησμονείται ότι κάποτε τα κείμενα γράφονται για να δημιουργούν άλλοθι, ή σχεδιάζονται με περίκομψες εκφράσεις, που μόνον οι διπλωμάτες μπορούν ν' αποκρυπτογραφήσουν. Και στο θέμα αυτό η αυστριακή διπλωματία είχε μακρά παράδοση. Τα γεγονότα εξάλλου έδιναν διαφορετική εικόνα από εκείνη που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν τα κείμενα. Όταν σε κάθε επαρχία της Τουρκίας η ρουμανική προπαγάνδα στήριζε μεγάλο μέρος της επιτυχίας της στη δεδομένη υποστήριξη του εκεί Αυστριακού προξένου, ο οποίος άλλοτε αγωνιζόταν να διαβρώσει την ελληνικότητα του κουτσοβλαχικού στοιχείου, κι άλλες φορές βοηθούσε τους καταδιωκόμενους από τις αρχές πράκτορες της προπαγάνδας, όταν, τέλος, η πρεσβεία της Βιέννης στην Κωνσταντινούπολη πρωτοστατούσε σε δραστηριότητες, οι οποίες απέβλεπαν στην ικανοποίηση ρουμανικών αιτημάτων, τότε δεν πρέπει να δίνεται η σημασία, που με πρόχειρη ανάγνωση διαφαίνεται, στις λεκτικές επενδύσεις του περιεχομένου των κειμένων. Εξάλλου το κοινό αίσθημα, όπως αυτό εκφραζόταν με τα δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου. έστω κι αν κάποτε υπερέβαλλε, σε κάθε επιτυχία της προπαγάνδας διέβλεπε συμπαράσταση της Αυστρίας. Δεν είναι λοιπόν παράξενο το ότι η Ελλάδα, στη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής στον τομέα αυτό, υπολόγιζε σοβαρά το κοινό αίσθημα, που βρισκόταν σε ανταπόκριση και με τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληγαν οι Έλληνες πρόξενοι.
7.- Αξιόλογη ενίσχυση έδωσε στη ρουμανική προπαγάνδα και η Καθολική εκκλησία. Πέραν από τις διασυνδέσεις της με τον Απ. Μαργαρίτη, οι οποίες άσκησαν σημαντική επιρροή στην εξέλιξη των γεγονότων σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. σημειώθηκαν κι άλλες φανερές επεμβάσεις των Κα θολικών υπέρ της προπαγάνδας. Η σύμπραξη προπαγάνδας και Καθολικής εκκλησίας πήρε μεγαλύτερη έκταση στις μητροπολιτικές επαρχίες Πελαγονίας, Δυρραχίου και Βελεγράδων1.
8.- Την προπαγάνδα ενίσχυε και η Ιταλία, κυρίως στην Αλβανία και στην Ήπειρο. Έχοντας, όπως και η Μοναρχία, επεκτατικές βλέψεις στους ίδιους χώρους, αγωνιζόταν να προσεταιριστεί το μουσουλμανικό και το ορθόδοξο αλβανικό στοιχείο, παρέχοντας άφθονες υποσχέσεις κι ασκώντας έντονη προπαγανδιστική εκστρατεία. Επειδή η ελληνική πλευρά επισήμανε τις ιταλικές βλέψεις κι αντιδρούσε σθεναρά για τη ματαίωση τους, η Ιταλία επιδίωξε τον προσεταιρισμό των ρουμανιζόντων Κουτσοβλάχων, με την ελπίδα να εξουδετερώσει την ελληνική αντίδραση και να προωθήσει τα σχέδιά της. Τόσο φανερή και προκλητική γινόταν πολλές φορές η συνεργασία των Ιταλών με τους αλβανιστές και τους ρουμανίζοντες, ώστε η προπαγάνδα τους χαρακτηριζόταν από τους Έλληνες πρόξενους ως περισσότερο επικίνδυνη για την Ελλάδα από εκείνη της Αύστρίας2.
9.- Οι αλβανιστές, που εκμεταλλεύονταν κάθε ευκαιρία για να προωθήσουν τις θέσεις τους, βρήκαν στη ρουμανική προπαγάνδα ένα σοβαρό έρεισμα. Συνεργάστηκαν στενά μαζί της και κυρίως στις περιπτώσεις ταύτισης επιδιώξεων, που είχαν ως στόχο την καταπολέμηση της επιρροής της Ελλάδας και του Πατριαρχείου στην Αλβανία. H συνεργασία αυτή γινόταν περισσότερο στενή όσο πλησίαζε ο καιρός της απελευθέρωσης των υπόδουλων εθνοτήτων της Βαλκανικής.
10.- Η βοήθεια που δόθηκε από τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις (Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία, ιδιαίτερα από τις δύο πρώτες) στη ρουμανική προπαγάνδα ήταν περιστασιακή, ανάλογα με τους κάθε φορά προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής των χωρών αυτών. Η Ρωσία στάθηκε στο πλευρό του Πατριαρχείου και της Ελλάδας, σ' όλες τις περιπτώσεις που διακυβεύονταν τα συμφέροντά τους από την προπαγάνδα στην Αλβανία και την Ήπειρο, κάτι που δε συνέβαινε πάντοτε όταν Επρόκειτο για τις μητροπολιτικές επαρχίες της Μακεδονίας, όπου η στάση της Ρωσίας ρυθμιζόταν από τη φιλοσλαβική και ιδιαίτερα τη φιλοβουλγαρική πολιτική της. Πάντως η Ρουμανία, ή προπαγάνδα κι ο Απ. Μαργαρίτης, υπολόγιζαν σοβαρά τις ρωσικές προθέσεις, όταν επρόκειτο ν' ακολουθήσουν πολιτική που ερχόταν σε σύγκρουση μ' εκείνη της Ρωσίας. H ρωσική επέμβαση συνέβαλε, κατά μεγάλο ποσοστό, και στη ματαίωση της αναγνώρισης της ρουμανικής Εξαρχίας, κι αυτό είχε δυσμενείς Επιπτώσεις στη ανάπτυξη της προπαγάνδας.
11.- Η ανεπάρκεια, που έφτανε ως την ανικανότητα, τόσο ορισμένων στελεχών της προξενικής και γενικότερα της διπλωματικής εκπροσώπησης της Ελλάδας, όσο κι ορισμένων μητροπολιτών, αποτέλεσαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την άνοδο της προπαγάνδας στις τελευταίες δεκαετίες του19ου αι. H άνοδος ήταν περισσότερο εμφανής στη μητροπολιτική επαρχία Πελαγονίας και προπαντός στην περιοχή της Πίνδου, όπου το κουτσοβλαχικό στοιχείο ορισμένων χωριών ( Αβδέλλα, Περιβόλι) έδωσε στην προπαγάνδα τα καλύτερα στελέχη της. Στο βιλαέτι Ιωαννίνων, όπου η συντριπτική πλειοψηφία του κουτσοβλαχικού στοιχείου ήταν αναπόσπαστα συνδεμένη με τον Ελληνισμό, οι επιτυχίες της προπαγάνδας, μ' εξαίρεση το Βεράτι, δέν ήταν σημαντικές. Η ίδρυση κι ανάπτυξη ρουμανικών σχολών στα Ιωάννινα αποτέλεσε βέβαια επιτυχία της, επιφανειακή όμως, αφού οι μαθητές τους, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, προέρχονταν από περιοχές της Μακεδονίας.
12.- Ειδικότερη αναφορά στα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε η προπαγάνδα για τον προσηλυτισμό κουτσοβλαχικών πληθυσμών, καταλήγει στην επισήμανση των έξης κυριοτέρων, με τις παραλλαγές που υπαγόρευαν οι συνθήκες κάθε περιοχής3:
α) Χρηματικές παροχές στους πενόμενους, εύπιστους και με ελαστική εθνική συνείδηση Κουτσόβλαχους και προπαντός προσπάθεια εξαγοράς των ιερέων, δασκάλων και προκρίτων των βλαχοφώνων κοινοτήτων. Τα χρήματα προέρχονταν κυρίως από επιχορηγήσεις της ρουμανικής κυβέρνησης, που αύξαιναν κάθε χρόνο, με την αναγραφή όλο και μεγαλυτέρων κονδυλίων στον κρατικό προϋπολογισμό. Η διαχείρισή τους γινόταν ανεξέλεγκτα σχεδόν από τον Απ. Μαργαρίτη και τους στενούς συνεργάτες του. Οι παροχές αυτές αποτέλεσαν το βασικότερο έρεισμα της ανόδου της προπαγάνδας, ταυτόχρονα όμως και την κυριότερη αιτία της εξασθένισης της επιρροής του Μαργαρίτη. Οι σπατάλες και καταχρήσεις που σημειώθηκαν έδωσαν στους αντιπολιτευόμενους τις δυνατότητες να τον εξουδετερώσουν. Στη διαμάχη αναμίχθηκαν καί οι ρουμανικές κυβερνήσεις. Η διένεξη πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις την τελευταία δεκαετία του 19ου αι., με τη λήξη της οποίας άρχισε και η διαδικασία της απομάκρυνσης του Μαργαρίτη από το προσκήνιο, παρά τα ισχυρά ερείσματα που διέθετε, το κυριότερο από τα οποία ήταν ο βασιλιάς Κάρολος.
β) Συστηματική εκμετάλλευση των κοινοτικών διενέξεων, εξαιτίας προσωπικών παθών, συμφερόντων κι άστοχων χειρισμών μητροπολιτών κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους η άστοχων παρεμβάσεων προξένων. Οι κοινοτικές διαμάχες, σύνηθες φαινόμενο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ήταν περισσότερο έντονες στη μητροπολιτική επαρχία Βελεγράδων, κι αυτό προστέθηκε στ' άλλα αίτια που συνέβαλαν στην άνοδο της προπαγάνδας.
γ) Ίδρυση σχολείων, τα οποία με το δέλεαρ των οικοτροφείων και της δωρεάν παροχής βιβλίων, συσσιτίων, καθώς και υποτροφιών και οικονομικών ενισχύσεων σε οικογένειες, προσείλκυαν μαθητές. Η προσπάθεια απέδωσε περισσότερο στην μητροπολιτική Επαρχία Πελαγονίας και Γρεβενών. στις επαρχίες Ιωαννίνων και Βελλάς τα αποτελέσματα ταν πενιχρά.
δ) Συστηματική δίωξη των ιερέων, δασκάλων και προκρίτων Κουτσοβλάχων, που ήταν πιστοί στην ελληνική εθνική ιδέα κι αγωνίζονταν για την εξουδετέρωση των σκοπών της προπαγάνδας. Η μέθοδος των διώξεων είχε γενικευτεί και τυποποιηθεί σ' όλη την οθωμανική αυτοκρατορία, όπου υπήρχαν βλαχόφωνες κοινότητες: ψευδείς καταγγελίες στις τουρκικές αρχές, οι οποίες πρόθυμα έσπευδαν να τις υιοθετήσουν. με όλες τις συνέπειες που είχε αυτό για τους διωκόμενους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που οι κατηγορούμενοι απαλλάσσονταν, όπως συχνά γινόταν, ο σκοπός είχε επιτευχτεί. Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα δυναμικά στοιχεία των αντιτιθεμένων στην προπαγάνδα Κουτσοβλάχων εξουδετερώνονταν, με τις μακροχρόνιες ταλαιπωρίες και φυλακίσεις, καθώς και με την οικονομική αφαίμαξη που υφίσταντο, αγωνιζόμενοι να πετύχουν την αθώωσή τους.
13.- Ο Ελληνισμός και η ορθοδοξία, παρά τις αδυναμίες που εμφάνισαν πολλοί φορείς κατά την ενάσκηση της πολιτικής τους και την εσφαλμένη κάποτε τακτική της Ελληνικής κυβέρνησης και του Πατριαρχείου, αντέδρασε εντονότατα (κάποτε διστακτικά, ανάλογα με τις περιστάσεις) στις προθέσεις της προπαγάνδας και της ρουμανικής κυβέρνησης που την κατηύθυνε. H αντίδραση σημείωσε μια προϊούσα άνοδο, παράλληλη μ' εκείνη της προπαγάνδας, στις επιδιώξεις της οποίας δε δόθηκε από την αρχή της εμφάνισης της η σημασία που έπρεπε. Ωστόσο η κύρια αντίδραση προήλθε από το ίδιο κουτσοβλαχικό στοιχείο που η ηγεσία του (πρόκριτοι, δάσκαλοι, ιερείς) επωμίστηκε το μεγαλύτερο βάρος των αγώνων και πέτυχε ν' αναστείλει στην αρχή την πρόοδο της προπαγάνδας και με την πάροδο του χρόνου να την οδηγήσει σε συρρίκνωση. Η πλειοψηφία των Κουτσοβλάχων αντλούσε δύναμη αντίστασης από τη σταθερή προσήλωση της στην Ελλάδα και το Πατριαρχείο. Απόδειξη της στενής αυτής σύνδεσης ήταν ο μεγάλος αριθμός των εθνικών αγωνιστών και κυρίως των ευεργετών.
14.- Οι παραπάνω διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα αφορούν κυρίως τις περιοχές με τις οποίες ασχολείται η παρούσα εργασία, ισχύουν όμως, σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα κάθε περιοχής, και για όλες τις επαρχίες της ευρωπαϊκής Τουρκίας, όπου δρούσε η προπαγάνδα. Κι αυτό γιατί η πολιτική βούληση των κέντρων αποφάσεων (Αθήνα, Βουκουρέστι, Κων/πολη. πρωτεύουσες των χωρών των Μεγάλων Δυνάμεων) είχε ισχύ για ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ι. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
Η ρουμανική προπαγάνδα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου
τ. Α΄ (μέσα 19ου αι. – 1900)
Ιωάννινα 1995
Εκδότης: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών
Σελίδες: 451
Πρωτοπορία,
Διαβάστε το online από την ψηφιοποίηση της ιστοσελίδας:
Η πολιτιστική κληρονομιά των Βλάχων μέσα από τα τεκμήρια του Ιδρύματος ΕΓΝΑΤΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ
Κατεβάστε το
1. Νικολαίδου, Ξένες προπαγάνδες, σ. 143, 159, της ίδιας,Οι Κρυπτοχριστιανοί της Σπαθίας, σ. 215, 310, 380-381, 485.
2. Βλ. Νικολαϊδου, Ξένες προπαγάνδες, σ. 96. Για τη γενικότερη δράση της ιταλικής προπαγάνδας στις μητροπόλεις Βελεγράδων και Δυρραχίου βλ. σ. 79-112.
3. Βλ. και Νικολαϊδου, Ξένες προπαγάνδες, σ. 161.
Περιεχόμενα:
Από τα μέσα του 19ου αι. ώς το Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1850-1878)
Από το Ρωσοτουρκικό πόλεμο ώς την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1878-1881)
Η περίοδος των επιτυχιών (1882-1890)
Οι εσωτερικές διαμάχες (1890-1895)
Η τελευταία πενταετία του 19ου αιώνα.
Διαπιστώσεις και συμπεράσματα