Παρουσίαση του βιβλίου: το Αρβανιτοβλάχικο ιδίωμα της Ακαρνανίας. Ελένη Σελλά - Μάζη

Το Αρβανιτοβλάχικο (Καραγκούνικο) γλωσσικό ιδίωμα της Ακαρνανίας Καλησπέρα σας! Αντικείμενο του βιβλίου είναι η περιγραφή και η ανάλυση του Αρβανιτοβλάχικου (Καραγκούνικου) γλωσσικού ιδιώματος της Ακαρνανίας. O κ. Βασιλείου έδωσε στη γλωσσολογική επιστήμη και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα μια υποδειγματική περιγραφή της συγκεκριμένης ποικιλίας της Βλάχικης, τόσο σε φωνολογικό όσο και σε μορφοσυντακτικό και λεξιλογικό επίπεδο, εμπλουτίζοντας με τον τρόπο αυτόν τις γνώσεις μας σχετικά με την ομιλουμένη Βλάχικη στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, μίας, δηλαδή, από τις ποικιλίες της Βλάχικης/Αρωμουνικής που μιλιούνται στην Ελλάδα και ταυτοχρόνως μίας από τις λατινογενείς / ρωμανικές γλώσσες των Βαλκανίων (βαλκανορωμανικές ή ανατολικές ρωμανικές γλώσσες ή βαλκανικές λατινικές γλώσσες).
Ο συνάδελφος καθηγητής κ. Αθανάσιος Νάκας ανέπτυξε τη σπουδαιότητα της γλωσσολογικής ανάλυσης και καταγραφής του ιδιώματος. Προσωπικώς, θα ήθελα να οδηγήσω τη σκέψη σας σε άλλες ατραπούς, σε ατραπούς που σχετίζονται με την κοινωνιογλωσσολογική διάσταση του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Πέραν του καθαρά προσωπικού, συναισθηματικού θα έλεγα, ενδιαφέροντος να καταγράψει το δομικό σύστημα της πατρογονικής του γλώσσας, της γλώσσας των συντοπιτών του, για ποιον άραγε λόγο ο κ. Βασιλείου κατέγραψε το συγκεκριμένο ιδίωμα;

Σε τι θα μας χρησίμευε η συγκεκριμένη καταγραφή; Άραγε καταγράψαμε για μουσειακούς και μόνον λόγους τη συγκεκριμένη γλώσσα ή απλώς και μόνον για να ικανοποιήσουμε τη γλωσσολογική μας περιέργεια; Ο ίδιος ο κ. Βασιλείου αναφέρει στον Πρόλογό του ότι η άμεση καταγραφή του ιδιώματος καθίσταται επιτακτική, επειδή η γλώσσα των βλαχόφωνων της Ακαρνανίας “συρρικνώνεται καθημερινά και βρίσκεται ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική εξαφάνισή της, τον θάνατό της”.
Πώς φτάσαμε όμως στο επικίνδυνο για τη βιωσιμότητά του ιδιώματος σημείο αυτό; Ποιοι μηχανισμοί, ποιοι παράγοντες είναι εκείνοι οι οποίοι οδηγούν μια ζωντανή γλώσσα να μαραζώσει και να κινδυνεύει να πεθάνει; Οι γλώσσες δεν πεθαίνουν από μόνες τους. Οι γλώσσες ποτέ δεν «χάνονται» από μόνες τους, πάντοτε κάποιοι, συνειδητά ή ασύνειδα, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, τις εγκαταλείπουν. Οι ομιλητές της γλώσσας, οι βλαχόφωνοι, την άφησαν να πεθάνει; Την εγκατέλειψαν; Θα ήταν άραγε δυνατόν να κατηγορηθούν για εγκληματική -γλωσσική- αμέλεια; Μήπως είχαν και συνεργούς; Μήπως κάποιοι λειτούργησαν ως “ηθικοί αυτουργοί” του συγκεκριμένου “γλωσσικού εγκλήματος”; Πώς γίνεται να απαρνιέται κάποιος τη γλώσσα του; Άραγε υπάρχει σήμερα δρόμος επιστροφής, δρόμος αναστροφής; Υπάρχει, άραγε, ελπίδα να αναζωογονηθεί η γλώσσα και με ποιον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Πιστεύουμε ότι κρυφή ελπίδα του κ. Βασιλείου είναι να δει τους νέους και τα παιδιά της ιδιαίτερης πατρίδας του να μιλούν σε καθημερινή βάση τα Βλάχικα. Να γίνει χρηστική και πάλι η Βλάχικη, να πολλαπλασιάσει τους κοινωνιογλωσσολογικούς τομείς χρήσης της. Είναι άραγε αυτό δυνατόν και σε τι εξυπηρετεί προς τούτο η καταγραφή του ιδιώματος της Ακαρνανικής Βλάχικης;

Όσο σοκαριστικοί και να ηχούν στα αυτιά σας αυτοί οι χαρακτηρισμοί (θάνατος/ γλωσσοθάνατος/έγκλημα ή φόνος ή αυτοκτονία και συνεργοί), εμείς οι (κοινωνιο)γλωσσολόγοι είμαστε συνηθισμένοι σε αυτούς... Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα ανωτέρω ερωτήματα. Θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε εάν, αντί για “ιατροδικαστές”, μπορούμε να λειτουργήσουμε ως “θεράποντες ιατροί”...

Οι απαντήσεις μας βασίζονται τόσο στα πορίσματα της κοινωνιογλωσσολογίας -και συγκεκριμένα του τομέα των ανά τον κόσμο ζητημάτων Διγλωσσίας- όσο και σε ανέκδοτη έρευνα του ιδίου του κ. Βασιλείου, ο οποίος ασχολήθηκε και με την κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση της βλαχόφωνης κοινότητας της Ακαρνανίας, και συγκεκριμένα των Όχθίων (του χωριού του) στη Μεταπτυχιακή του εργασία, το 2008. [1] Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε εν συνόψει το κοινωνιογλωσσολογικό πλαίσιο της Αρβανιτοβλάχικης της Ακαρνανίας.

1. Το κοινωνιογλωσσολογικό πλαίσιο της Αρβανιτοβλάχικης της Ακαρνανίας

H βλαχόφωνη ομάδα την οποία εξετάζουμε ανήκει σε ένα σύνθετο τύπο, δια-κειμένων , θα λέγαμε διγλωσσικών ομάδων [2] , όπου μεταξύ των διγλωσσικών κοινοτήτων, η μεν μία άρχει και διοικεί χρησιμοποιώντας την πλειοψηφούσα γλώσσα, η δε άλλη, παρότι κατωτέρου κοινωνικού καθεστώτος και μειοψηφούσας γλώσσας, αισθάνεται εαυτόν μέρος της ευρύτερης κραταιάς κοινότητας. Η αντίληψη αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στη γλωσσική συμπεριφορά των μελών των μειοψηφουσών ομάδων, όπως τη μονογλωσσία στην κρατούσα γλώσσα ή, στην καλύτερη περίπτωση, τη διγλωσσία, αναπτύσσοντας αισθήματα αφοσίωσης προς αμφότερες τις κοινότητες, πράγμα που, όμως, μπορεί να προκαλέσει γλωσσική σύγκρουση (language conflict), ανταγωνισμό των εν χρήσει γλωσσών, πρόβλημα που λύνει ο κάθε ομιλητής και η κάθε κοινότητα με το δικό τους τρόπο: για παράδειγμα, οι διάφορες μορφές εναλλαγής γλωσσικών κωδίκων φανερώνουν τις προσπάθειες του ομιλητή να μετριάσει τον υφέρποντα ανταγωνισμό. Οι περισσότερες διεθνώς μελέτες αφορούν αυτού του τύπου τις γλωσσικές ομάδες.

Είναι εμφανές ότι πληθώρα ψυχοκοινωνιογλωσσικών παραγόντων επηρεάζουν τους ομιλητές ως άτομα αλλά και ως σύνολο, με αποτέλεσμα η γλωσσική τους συμπεριφορά να ποικίλλει, από τη διατήρηση των χρήσεων και των δύο (ή περισσοτέρων) γλωσσών έως την πλήρη μεταστροφή της συμπεριφοράς, απόρροια της οποίας είναι η εγκατάλειψη της μητρικής, συνήθως, γλώσσας, περνώντας από το μεταβατικό στάδιο της βαθμιαίας αλλαγής της γλωσσικής στάσης, με τελική φάση την υιοθέτηση της γλώσσας της κρατούσας πλειοψηφίας.

Η διατήρηση των εν χρήσει γλωσσών εξαρτάται από τις σχετικά σταθερές σχέσεις που αναπτύσσουν οι δύο γλωσσικές ομάδες. Όταν οι σχέσεις αυτές μεταβληθούν και η μία γλωσσική ομάδα αρχίσει να ενσωματώνει την άλλη, τότε το καθεστώς της γλωσσικής διατήρησης καταρρέει. Ο όρος γλωσσική διατήρηση (language maintenance) αναφέρεται στις περιπτώσεις που οι ομιλητές προσπαθούν να διαφυλάξουν την ή τις γλώσσες που ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν, πράγμα όχι και τόσο εύκολο εάν κρίνουμε από τα παραδείγματα που μας δίνει η ιστορία. Όταν μιλάμε για διατήρηση εννοούμε τη διατήρηση των πεδίων χρήσης, των κοινωνιογλωσσικών, δηλαδή, τομέων που αντιστοιχούν σε κάθε γλώσσα. Εάν οι ομιλητές κατορθώσουν να διατηρήσουν ή να επεκτείνουν τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας στους τομείς της διοίκησης, της παιδείας, της βιομηχανίας και των εμπορικών συναλλαγών, πράγμα που, όμως, προϋποθέτει ευρέως μονόγλωσση κοινωνική υποδομή, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι προσπάθειές τους είχαν αποτέλεσμα. Τέτοιου είδους προσπάθειες ανελήφθησαν και επέτυχαν σε κάποιο βαθμό στην περίπτωση των γαλλόφωνων του Καναδά και των καταλανόφωνων της Ισπανίας. Μακρόχρονη παρουσία και χρήση διαφόρων γλωσσών σε πολυγλωσσικά κράτη αποδεικνύει ότι οι ομιλητές θεωρούν τις γλώσσες τους αναπόσπαστο στοιχείο της εθνοτικής ή εθνικής τους ταυτότητας. Παρόλ’ αυτά, ακόμη και σε κράτη με παράδοση στην πολυγλωσσία, όπως η Ελβετία, βλέπει κανείς τις μικρότερες σε αριθμό και σε δύναμη ομάδες, όπως τη ρομανσόφωνη και την ιταλόφωνη, να μεταστρέφουν τη γλωσσική τους συμπεριφορά συρρικνώνοντας τα πεδία χρήσης της γλώσσας τους.

Οι σχετικές διεθνώς έρευνες μας παρέχουν έναν συγκεντρωτικό πίνακα των παραγόντων εκείνων που ενισχύουν τη γλωσσική διατήρηση ή που, όταν δεν υπάρχουν, οδηγούν στη γλωσσική συρρίκνωση και τη γλωσσική απώλεια (loss). Τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες παραγόντων έχουν εντοπισθεί: α) πολιτικο-κοινωνικο-δημογραφικοί, β) πολιτιστικοί και γ) γλωσσικοί και δ) ψυχολογικοί. Από αυτούς οι γλωσσικοί είναι οι ολιγαριθμότεροι, γεγονός που αποδεικνύει τη μεγάλη εξάρτηση των γλωσσών από τους ομιλητές και το περιβάλλον τους.

 

2. Παράγοντες συντελούντες στη συρρίκνωση ή απώλεια (loss) της Βλάχικης

 

α. Πολιτικο-κοινωνικο-δημογραφικοί παράγοντες: αριθμητική δύναμη της ομάδας σε σύγκριση με άλλες μειοψηφούσες ή και πλειοψηφούσες ομάδες, κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν οι ομιλητές, μετανάστευση και αστυφιλία, τρόπος και χρόνος εγκατάστασης στη (νέα) χώρα ή την πόλη, ύπαρξη κραταιάς αντίστοιχης γλωσσικής κοινότητας στη χώρα προέλευσης, δεσμοί με τη χώρα προέλευσης και επιθυμία επιστροφής σ’ αυτήν, ποσοστό μικτών γάμων/με αλλόγλωσσους, σταθερό επάγγελμα στη (νέα) χώρα, περιθώρια για επαγγελματική αποκατάσταση στη χώρα όπου χρησιμοποιείται η μητρική γλώσσα, χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο αλλά μορφωμένοι ηγέτες πιστοί στη γλώσσα τους, εκδήλωση εθνοτικής ταυτότητας.

Η βλάχικη γλωσσική ομάδα, μέχρι το Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο περίπου, ζούσε αρκετά απομονωμένη και υπήρχε υψηλός βαθμός συνεκτικότητας μεταξύ των μελών της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της γλώσσας σε αρκετά καλό επίπεδο λειτουργικότητας. Όταν ελαττώθηκε ο βαθμός συνεκτικότητας των μελών, λόγω διασποράς του (μετανάστευση, αστικοποίηση κ.λπ.) άρχισε και η γλώσσα να κινδυνεύει. Ακόμη, οι βλαχόφωνες ομάδες, λόγω της γεωγραφικής διασποράς τους από τη Μακεδονία έως τη Στερεά Ελλάδα συνιστούν θύλακες βλαχοφωνίας αποτελούμενους από ολιγάριθμους ομιλητές, πράγμα που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξή τους τη στιγμή που περιβάλλονται από πλειοψηφούσα αλλόγλωσση ομάδα ή ομάδες ...

Ως σημαντικούς παράγοντες που οδήγησαν στη συρρίκνωση της Βλάχικης γλώσσας μπορούμε να αναφέρουμε τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, τη διάλυση των παραδοσιακών κλειστών κοινωνικών δομών (κυρίως των οικογενειακών) και την επακόλουθη αυξημένη αστικοποίηση των Βλάχων, καθώς και την ύπαρξη ή μη ισχυρής αντίστοιχης γλωσσικής κοινότητας σε ένα άλλο, ει δυνατόν, όμορο κράτος. [3] Η προπαγανδιστική τακτική της Ρουμανίας έφερε σε αντιπαράθεση όχι μόνον βλαχόφωνους και ελληνόφωνους, αλλά κυρίως τους Βλάχους μεταξύ τους, με αποτέλεσμα την απαρχή της διασποράς των Κουτσοβλαχικών πληθυσμών και τη συρρίκνωση του ιδιώματός τους, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων δεν αισθανόταν κάποια ιδιαίτερη σχέση με το εν λόγω κράτος (Βασιλείου, 2008).

Σημαντικό ρόλο στη συρρίκνωση της Βλάχικης γλώσσας διαδραμάτισε επίσης η ίδια η μεγαλοαστική τάξη των Βλάχων, οι μορφωμένοι και οικονομικά ισχυροί Βλάχοι οι οποίοι επέλεξαν για μητρική γλώσσα την Ελληνική αντί της Βλάχικης, λόγω του ότι η τελευταία, προφανώς, δεν συνδεόταν με κάποιο «ένδοξο» παρελθόν και ως εκ τούτου δεν προσέδιδε «κύρος» και «αίγλη» σε μεγαλοαστούς Βλάχους. Οι ελληνόφωνοι Βλάχοι λόγιοι και κληρικοί, από την άλλη πλευρά, επηρεάζουν την πνευματική ανάπτυξη των βλάχικων κοινοτήτων και διευρύνουν τη διάδοση της ελληνικής παιδείας και γλώσσας.

Μία, ακόμη, ομάδα σημαντικών παραγόντων συρρίκνωσης της Βλάχικης γλώσσας είναι η οικονομική: η αστικοποίηση, το εμπόριο και η άσκηση διαφόρων τεχνικών επαγγελμάτων, προσφιλείς επαγγελματικές δραστηριότητες των Βλάχων, μετά την κτηνοτροφία. Mε την παγίωση των συνόρων της Βορείου Ελλάδας (από το 1912-13 και εξής) αποδυναμώνεται το εμποροβιοτεχνικό δαιμόνιο των Βλάχων, περιορίζονται οι εποχιακές νομαδοκτηνοτροφικές μετακινήσεις ορισμένων ομάδων και επέρχεται συν των χρόνω η γλωσσική ενσωμάτωση των βλαχόφωνων πληθυσμών στις ελληνόφωνες περιοχές (Σελλά-Μάζη, 2016). Οι Βλάχοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, κυρίως προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και σε πεδινές περιοχές, όπου ασχολήθηκαν με τη γεωργία, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της γλώσσας τους. Έχασαν, δηλαδή, οι Βλάχοι την παραδοσιακή τους ταυτότητα του ντόπιου-κτηνοτρόφου. Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί, επίσης, και σε άλλες κλειστές παραδοσιακές κοινωνίες σε όλον τον κόσμο. Επιπλέον, η αστικοποίηση διασκορπίζει τα μέλη μιας γλωσσικής ομάδας ανάμεσα σε αλλόγλωσσους ομιλητές (κυρίως μονόγλωσσους της κυρίαρχης γλώσσας) με αποτέλεσμα την de facto εξαφάνιση της μητρικής (μειονοτικής) γλώσσας. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της συρρίκνωσης της Βλάχικης γλώσσας (Βασιλείου, 2008).

 

Εθνοτικοί παράγοντες, επίσης, έδρασαν υπέρ της Ελληνικής και εις βάρος της Βλάχικης: σχετικά με την εθνική τους επιλογή, η μεγάλη τους πλειοψηφία των Βλάχων τάσσεται υπέρ της επιλογής του ελληνισμού, όπως μάλιστα αυτή διατυπώθηκε από τον Ρήγα Φεραίο, και μια μερίδα εξ αυτών υπερασπίσθηκε με σθένος το δικαίωμα του σεβασμού της πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας και κυρίως της γλωσσικής ετερότητάς τους (Σελλά-Μάζη, 2016). Κατά τις δεκαετίες '50 – '60 και εξής, με τη συμβολή της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης, η οποία παραμερίζει την αλλογλωσσία αλλά και τα ιδιώματα της Ελληνικής, εντείνεται η διαδικασία κοινωνιογλωσσικής ένταξης, η οποία είχε ήδη αρχίσει από την εποχή της πολιτικής τους ενσωμάτωσης στο ελληνικό κράτος, ενώ παράλληλα διατηρούνται τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, συντηρούνται τα στοιχεία της «παραδοσιακής» τους οργάνωσης «όχι ως επιβιώσεις του παρελθόντος αλλά ως ζωντανά συστατικά της ταυτότητάς τους, μιας ταυτότητας που τελεί σε παρατεταμένη μετάβαση και σ’ έναν μετέωρο μετασχηματισμό», κατά τον Νιτσιάκο (στο Σελλά-Μάζη, 2016). Κατά την «ενταξιακή» αυτή διαδικασία, η Βλάχικη γλώσσα υποχωρεί υπέρ της Ελληνικής, μειώνονται οι τομείς χρήσης της και περιορίζεται σε ενδοκοινοτική ή ενδοοικογενειακή χρήση. Σήμερα, σύμφωνα και με σχετικές έρευνες, οι Βλάχοι επιδεικνύουν ελληνική εθνική συνείδηση, με ανεπτυγμένη εθνοτική βλάχικη ταυτότητα. Συγκαταλέγουν εαυτούς μεταξύ των πλέον «αυθεντικών» Ελλήνων και αντιλαμβάνονται τη βλάχικη ταυτότητά τους ναι μεν ως διάφορη των μη-βλαχόφωνων, απολύτως όμως εναρμονισμένη με την ελληνική εθνική ταυτότητα. Είναι υπερήφανοι για τη βλάχικη εθνοτική τους ταυτότητα, η οποία φέρει πλούσια πολιτιστικά στοιχεία με τοπικά χαρακτηριστικά που λειτουργούν ως αναγνωριστικά σύμβολα αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της ομάδας. Τις τελευταίες δεκαετίες αφθονούν οι βλάχικοι πολιτιστικοί σύλλογοι, οι οποίοι δραστήριοι και ενεργοί έχουν ως στόχο τη σύσφιξη των σχέσεων των Συλλόγων-μελών, την ανάπτυξη του πνεύματος συναδέλφωσης και αλληλεγγύης μεταξύ τους, τη διατήρηση της γλώσσας, τη διατήρηση και διάδοση των εθίμων και των παραδόσεων των Βλάχων, την αναβίωση ηθογραφικών και λαογραφικών στοιχείων καθώς και την αναγνώριση, με κάθε μέσο, του ρόλου των Βλάχων μέσα στην ιστορία του Ελληνισμού (Σελλά-Μάζη, 2016).

Ακόμη, οι αντιμαχόμενες εθνικές προπαγάνδες και η προκύπτουσα οξύτατη αντιπαράθεση (19ος και αρχές 20ού αι.) στον βαλκανικό χώρο, με «μήλον της έριδος» τους Βλάχους, απέβησαν τελικά εις βάρος των Βλάχων και ιδιαίτερα της Βλάχικης γλώσσας. Οι Βλάχοι, έξυπνος και προσαρμοστικός λαός, αναγκάστηκαν τελικά «να υποταχθούν στη μοίρα τους» και, στο καθένα από τα κράτη στα οποία βρέθηκαν να ζουν, προσαρμόστηκαν κοινωνικά και πολιτισμικά. Αυτή η διαδικασία δεν έγινε, βέβαια, χωρίς θυσίες και πρώτη θυσία στο «βωμό» της προσαρμογής ήταν η Βλάχικη γλώσσα. Η τελευταία ήταν το σημαντικότερο στοιχείο που τους έκανε να «διαφέρουν» από τους υπόλοιπους Βαλκάνιους. Οι Βλάχοι, λοιπόν, «εθελοντικά» περιθωριοποίησαν τη γλώσσα τους για να μην βρεθούν οι ίδιοι στο «περιθώριο» της ιστορίας (Βασιλείου, 2008).


β. Πολιτιστικοί παράγοντες:
θρησκευτική και εκπαιδευτική υποδομή στη μητρική γλώσσα, εθνοτική ταυτότητα εκδηλούμενη μέσω της μητρικής γλώσσας, εθνικιστικές τάσεις με αιτούμενο τη γλώσσα, επίσημη υπόσταση της μητρικής γλώσσας στη χώρα προέλευσης, στενοί οικογενειακοί και κοινοτικοί δεσμοί, διασύνδεση της εκπαίδευσης με το σμίλεμα της εθνοτικής συνειδητοποίησης (εάν χρησιμοποιείται η μητρική γλώσσα), διαφοροποίηση του πολιτισμού της μειοψηφίας από αυτόν της πλειοψηφίας.

Η πολιτισμική σύγκλιση ή η πολιτισμική απόκλιση επηρεάζουν αισθητά τη βιωσιμότητα μιας γλώσσας. Όταν δύο γλωσσικές ομάδες (η κυρίαρχη και η κυριαρχούμενη) είναι αρκετά κοντά πολιτιστικά η μία στην άλλη, τότε η γλώσσα τής μειοψηφικής ομάδας είναι πιο εύκολο να συρρικνωθεί. Το αντίθετο συμβαίνει, όταν υπάρχει πολιτισμική απόσταση. Για παράδειγμα, μεταξύ Βλάχικης και ελληνικής γλωσσικής κοινότητας υπήρχε μεγάλη πολιτισμική σύγκλιση (σε αυτό συνέβαλε αποφασιστικά και το ομόδοξο μεταξύ των δύο ομάδων) με αποτέλεσμα τη μικρότερη επιθυμία διατήρησης της μητρικής γλώσσας και τη συρρίκνωσή της τελικά (Βασιλείου, 2008).

Ως σημαντικό πολιτισμικό παράγοντα για τη συρρίκνωση της Βλάχικης γλώσσας μπορούμε να αναφέρουμε και την εκκλησία και ειδικότερα το Πατριαρχείο. Ο συγκεκριμένος θεσμός στάθηκε σθεναρά αντίθετος σε οποιαδήποτε προσπάθεια χρήσης της Βλάχικης γλώσσας για λατρευτικούς λόγους. Το Πατριαρχείο από πολύ νωρίς έδειξε την αντίθεσή του στη χρήση της Βλάχικης γλώσσας, αλλά και γενικότερα των βαλκανικών γλωσσών, πλην της Ελληνικής, στον λατρευτικό χώρο. Ο λόγος γι’ αυτή του τη στάση ήταν ο φόβος του απέναντι στους ανερχόμενους εθνικισμούς στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα, τη δημιουργία εθνικών κρατών και τη συνακόλουθη αυτονόμηση των Εκκλησιών και τέλος, τη δράση της Ουνίας στο χώρο των Βαλκανίων. Υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις αποδοχής βιβλίων στη Βλάχικη από όπου διαφαίνεται ότι το Πατριαρχείο δεν απαγόρευσε τη Βλάχικη γλώσσα και τη γραφή, παρά μόνο τη λατινική γραφή, την οποία θεωρούσε όργανο του καθολικισμού (Βασιλείου, 2008).

 

γ. Γλωσσικοί παράγοντες: βαθμός ομοιότητας της μητρικής με την πλειοψηφούσα γλώσσα, περιορισμένη χρήση δανείων προερχομένων από την πλειοψηφούσα γλώσσα, στάση των ομιλητών απέναντι στη μειοψηφούσα γλώσσα, πεδία χρήσης των γλωσσών, γραπτή και ρυθμισμένη μητρική γλώσσα, εύκολη γραφή (αλφάβητο), δυνατότητα εκμάθησης της μητρικής στη χώρα εγκατάστασης ή/και με τη βοήθεια της χώρας καταγωγής, γλωσσική και εκπαιδευτική κυβερνητική πολιτική ως προς τη μειοψηφούσα ομάδα.

Συνήθως, σε σύγκριση με τις γειτνιάζουσες αυτών γλώσσες, οι (μειονοτικές) γλώσσες διακρίνονται σε γλώσσες απόκλισης και σε γλώσσες σύγκλισης (αντιστοίχως Αbstand και Αusbau γλώσσες, κατά τον Ρ. Τrudgill (στο Σελλά-Μάζη, 2016). Ο αποκλίνων ή συγκλίνων χαρακτήρας μιας μειονοτικής γλώσσας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον της εν λόγω γλώσσας. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν το επισφαλές ή μη της βιωσιμότητας των μειονοτικών γλωσσών, οι παράγοντες που συμβάλλουν στην προσβολή της βιωσιμότητας μιας μειονοτικής γλώσσας είναι

α) ο ιδιαίτερος χαρακτηρισμός της ως γλώσσας σύγκλισης (Αusbau),

β) το καθεστώς της γλώσσας σύγκλισης ως προς τη γλώσσα της πλειονότητας,

γ) το «φύσει» μειονοτικό της καθεστώς, και

δ) στην περίπτωση μιας «θέσει» μειονοτικής γλώσσας, η έλλειψη γεωγραφικού συνεχούς με μια πλειοψηφούσα γειτονική γλωσσική ομάδα που θα χρησιμοποιούσε την αυτή γλώσσα με τη μειονοτική ομάδα.

Αντιστοίχως, οι παράγοντες που ενισχύουν τη βιωσιμότητα μιας μειονοτικής γλώσσας είναι

α) ο χαρακτηρισμός της ως γλώσσας απόκλισης,

β) η έλλειψη καθεστώτος σύγκλισης σε σχέση με την πλειοψηφούσα γλώσσα του κράτους όπου χρησιμοποιείται, για την περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με γλώσσες σύγκλισης,

γ) το «θέσει» μειονοτικό της καθεστώς, και

δ) το γεωγραφικό συνεχές με πλειοψηφούσα γλωσσική ομάδα η οποία χρησιμοποιεί την αυτή γλώσσα με τη μειονότητα.

Στις γλώσσες μικρής ή χαμηλής βιωσιμότητας, δηλαδή τις γλώσσες με τις μεγαλύτερες πιθανότητες προσβολής της βιωσιμότητάς τους, συγκαταλέγουμε την Αρωμουνική ή Βλάχικη ή Κουτσοβλάχικη. Πρόκειται για γλώσσα απόκλισης (Αbstand) σε σχέση με την πλειοψηφούσα γλώσσα της Ελλάδας, η δε πλειοψηφούσα γλώσσα, η Ελληνική, χαρακτηρίζεται και αυτή ως γλώσσα απόκλισης (Αbstand) σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόκειται για «θέσει» μειονοτική γλώσσα, υπό την έννοια ότι η αντίστοιχη στάνταρ γλώσσα της συγκεκριμένης παραλλαγής της Βλάχικης χρησιμοποιείται ως επίσημη γλώσσα σε άλλο κράτος, χαρακτηρίζεται δε από γεωγραφικό ασυνεχές σε σχέση με την αντίστοιχη πλειοψηφούσα ομάδα. Δεν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η εν λόγω γλώσσα βρίσκεται σε σχέση πλήρ ους σύγκλισης (σχέση Αusbau) ως προς την αντίστοιχη στάνταρ γλώσσα, διότι, μπορεί μεν να είναι γενετικά συγγενείς, όμως δεν χαρακτηρίζεται ούτε από αυτονομία ούτε από τυποποίηση. Από την άλλη πλευρά, μεταξύ Βλάχικης και Ελληνικής υπάρχει κάποια σχετική συγγένεια (καθεστώς σύγκλισης), μιας και οι δύο προέρχονται από κοινή «μάνα», την Ινδοευρωπαϊκή, κάτι που δεν υπήρχε, για παράδειγμα, μεταξύ της ελληνικής και της τούρκικης γλώσσας, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, με αποτέλεσμα να μην αφομοιωθεί καμία γλώσσα από την άλλη.

Επίσης, στους γλωσσικούς παράγοντες συρρίκνωσης μιας γλώσσας μπορούμε να αναφέρουμε τα ελλιπή πεδία χρήσης της γλώσσας (π.χ. σπίτι, εκπαίδευση, θρησκευτική λατρεία, δημόσια διοίκηση κ.λπ.). Η χρήση μιας γλώσσας ως παιδευτικού μέσου, για να αναφέρουμε έναν από τους τομείς, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες διατήρησης μιας γλώσσας. Η διδασκαλία της γλώσσας θα επιφέρει και τη ρύθμισή της -την κανονικοποίησή της- με ευεργετικές συνέπειες γι’ αυτή ως προς τη διάσωση. Η Βλάχικη, όμως, ως γνωστόν, περιορίστηκε μόνο στη χρήση στο σπίτι και στον στενό συγγενικό και φιλικό χώρο, και, εκτός αυτών, δεν διδάχθηκε ποτέ. Ακόμη, η ύπαρξη ή μη γραφής και ρύθμισης μιας συγκεκριμένης γλώσσας συναποτελεί παράγοντα διατήρησης αυτής. Και σε αυτόν, όμως, τον τομέα «έπασχε» η Βλάχικη γλώσσα.

Πρόσφατες έρευνες (Koufogiorgou στο Σελλά-Μάζη, 2016) επιβεβαιώνουν και ενισχύουν το γεγονός ότι εξ αιτίας της μεγάλης συμβολικής επικυριαρχίας της Ελληνικής μεταξύ των βλαχόφωνων, η νέα γενιά δεν εξελίσσεται ούτε καν σε «ισόρροπους δίγλωσσους», αλλά μάλλον σε μονόγλωσσους ελληνόφωνους. Η μετάβαση, βέβαια, από τη μία κοινωνιογλωσσική κατάσταση στην άλλη δεν γίνεται δια μιας ούτε χωρίς ιδεολογική σύγκρουση: οι Βλάχοι είναι υπερήφανοι για τη γλώσσα τους· μόνον τη χρηστικότητά της αμφισβητούν, όχι την αξία της, ο σημερινός δε καθημερινός τους λόγος χαρακτηρίζεται από ένα είδος μίξης Βλάχικης και Ελληνικής, θέμα το οποίο θα έπρεπε να διερευνηθεί περαιτέρω προκειμένου να καταλήξουμε σε ασφαλείς προβλέψεις περί του μέλλοντος της Βλάχικης. Μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη γλωσσική αυτή αλλαγή, και κυρίως για τη γλωσσική “ρήξη” μεταξύ των βλαχόφωνων γενεών, αποδίδεται στην αλλαγή της πρακτικής της ενδογαμίας, στους γάμους, δηλαδή, με μονόγλωσσους ελληνόφωνους (βλ. παρόμοια κοινωνιογλωσσική εξέλιξη μεταξύ των αρβανιτόφωνων). Στην περίπτωση αυτή, είτε ο μονόγλωσσος ελληνόφωνος είναι ο πατέρας είτε η μητέρα της νέας οικογένειας, το μέλλον της Βλάχικης είναι αβέβαιο, με σαφή τάση προς την ελληνοφωνία, δεδομένου ότι τα παιδιά αισθάνονται όχι μόνο ότι έχουν περιορισμένη γνώση της Βλάχικης, αλλά και ότι η Βλάχικη περιορίζει την εν γένει γλωσσική τους εκφραστική δυνατότητα (Σελλά-Μάζη, 2016).

 

δ. Ψυχολογικοί παράγοντες

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες, συναισθηματικής φύσεως κυρίως, οι οποίοι σε ατομικό πλέον επίπεδο επηρεάζουν τη στάση του ατόμου απέναντι στη μητρική του γλώσσα (θετική ή αρνητική) και την υιοθέτηση ή μη μιας άλλης γλώσσας, όπως το γλωσσικό και το πολιτισμικό σοκ που μπορεί να υποστεί ένα άτομο όταν χρησιμοποιήσει τη μητρική του γλώσσα μπροστά σε αλλόγλωσσα άτομα της κυρίαρχης γλωσσικής ομάδας τα οποία υποτιμούν τη γλώσσα του, πράγμα που επιφέρει τη «χαμηλή εκτίμηση» της μητρικής (Βλάχικης) γλώσσας. Το συναίσθημα αυτό το βιώνουν συνήθως οι αλλόγλωσσοι ομιλητές ή οι ομιλητές διαλέκτων ή ιδιωμάτων απανταχού στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και των Βλαχόφωνων. Σημαντικό ρόλο στο θέμα αυτό παίζει και ο τρόπος που θα ενταχθούν τα αλλόγλωσσα άτομα στο νέο γλωσσικό και πολιτισμικό πλαίσιο, αν και κατά πόσο, δηλαδή, αισθάνθηκαν ότι πιέστηκαν ή αποπροσανατολίστηκαν (Βασιλείου, 2008).

Τέλος, το κίνητρο είναι ένας πολύ σημαντικός προσωπικός παράγοντας που επηρεάζει τη στάση που μπορεί να έχει κάποιος απέναντι στη μητρική του γλώσσα. Για παράδειγμα, όταν κάποιος έχει πολύ ισχυρό κίνητρο να ενσωματωθεί στην πλειονοτική γλώσσα και κοινωνία ή να επιτύχει στο χώρο της εκπαίδευσης (η οποία χρησιμοποιεί την κυρίαρχη γλώσσα) ή στον επαγγελματικό στίβο, πολύ πιο εύκολα θα «απαρνηθεί» τη μητρική του γλώσσα προς όφελός του. Συνήθως, πιο «πρόθυμα» είναι τα άτομα νεαρής ηλικίας και αυτά που έχουν μεγάλες προσδοκίες από αυτή τη γλωσσική ένταξη. Αυτό έχει συμβεί κατά κόρον με τις μειονοτικές γλώσσες, όπως και με τη Βλάχικη γλώσσα, γι’ αυτό και οι νέοι είναι, συνήθως, «απρόθυμοι» να μάθουν τη μητρική τους γλώσσα, αφού αυτή «δεν» τους προσφέρει κανένα όφελος.

Εν συνόψει, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η στάση των περισσότερων Βλάχων έναντι της γλώσσας τους κυμαίνεται από αδιάφορη έως αρνητική. Η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων, μάλιστα, δεν ενδιαφέρεται καν εάν θα υπάρχει ή όχι Βλάχικη γλώσσα στο μέλλον και αυτό το δείχνουν με πολλούς τρόπους, κυρίως με τη μη μετάδοσή της στις νεότερες γενιές (Βασιλείου, 2008).

3. Γλωσσική αλλαγή ή μεταστροφή (language shift) των βλαχόφωνων

Καθίσταται εμφανές ότι η τυχόν μεταστροφή της γλωσσικής συμπεριφοράς μιας διγλωσσικής ομάδας οφείλεται κυρίως σε οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, σε πολιτικής φύσεως θέματα -θέματα κατοχής της εξουσίας, στο δίκτυο κοινωνικής υποστήριξης των μελών της ομάδας καθώς και στη θεσμοθετημένη και οργανωμένη υποστήριξη ή μη της διατήρησης της μειοψηφούσας γλώσσας. Όλες αυτές οι μεταβλητές δρουν διαφορετικά για κάθε κοινότητα και έχουν ξεχωριστή για κάθε περίπτωση βαρύτητα.

Όταν μια (δι)γλωσσική κοινότητα δεν κατορθώνει να διαφυλάξει τη γλώσσα της, και, μεταστρέφοντας τη γλωσσική της συμπεριφορά, αρχίζει βαθμηδόν να την αντικαθιστά με μία άλλη, τότε μιλάμε για γλωσσική αλλαγή ή μεταστροφή (language shift). Τελική απόληξη της κατάστασης αυτής είναι ο θάνατος (death) της γλώσσας. Της γλωσσικής αλλαγής συνήθως προηγείται κατάσταση διγλωσσίας από κοινού με κοινωνική διγλωσσία (diglossia) και εναλλαγή γλωσσικών κωδίκων, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι κάθε κατάσταση διγλωσσίας καταλήγει αναπόφευκτα σε γλωσσική αλλαγή.

Μια κοινότητα δεν αλλάζει γλωσσική συμπεριφορά μέσα σε λίγα χρόνια, ούτε καν στη διάρκεια μιας ζωής. Δεδομένου δε ότι όχι μόνον δεν αντιδρούν όλες οι διγλωσσικές κοινότητες με τον αυτό τρόπο στα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά και ότι η αυτή διγλωσσική κοινότητα μπορεί να αλλάξει δις ή τρις συμπεριφορά ανάλογα με τις εκάστοτε στο χρόνο εξελισσόμενες συνθήκες, δεν είναι δυνατόν να προβλέψει κανείς με βεβαιότητα το μέλλον των γλωσσών τους, εικασίες μόνον μπορούμε να κάνουμε, και αυτό με κάθε επιφύλαξη, στηριζόμενοι στα ήδη εντοπισμένα αίτια και αιτιατά (Σελλά-Μάζη, 2016).

Οι συνηθέστερες αιτίες που προκαλούν την εγκατάλειψη της μητρικής γλώσσας μιας ομάδας και την υιοθέτηση μιας άλλης είναι

α) Η εξωτερική ή εσωτερική μετανάστευση,

β) Η εκβιομηχάνιση και η οικονομική αναδιάρθρωση που τη συνοδεύει,

γ) Η αστικοποίηση, εξαιτίας της οποίας διασκορπίζεται η γλωσσική ομάδα, και τα μέλη της ερχόμενα σε άμεση επαφή με τη σύγχρονη αστική ζωή,

δ) Το κύρος της άλλης γλώσσας, το οποίο όσο χαμηλότερο είναι το κοινωνικό καθεστώς της ομάδας και όσο μικρότερη σε όγκο είναι η ομάδα αυτή τόσο περισσότερο αυξάνεται η κοινωνική και οικονομική ανέλιξη, η επαγγελματική καταξίωση είναι στις περιπτώσεις αυτές άμεσα συνδεδεμένες με τη γλώσσα της πλειοψηφίας, και

ε) τέλος, η χρήση της γλώσσας της πλειοψηφίας ως παιδευτικού μέσου, μία από τις κυριότερες αιτίες εγκατάλειψης της μητρικής γλώσσας και υιοθέτησης της γλώσσας της ισχυρής πλειοψηφίας, της γλώσσας, δηλαδή, του σχολείου. Μόνον μια καλής ποιότητας δίγλωσση εκπαίδευση θα μπορούσε να διασώσει την ασθενή μειοψηφούσα γλώσσα. Σημειωτέον ότι μια μονόγλωσση εκπαίδευση στη γλώσσα της μειοψηφίας δεν ελκύει ιδιαιτέρως τους γονείς οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η επαρκής γνώση της πλειοψηφούσας γλώσσας είναι απαραίτητη για το μέλλον των παιδιών τους. Γεγονός, πάντως, αδιαφιλονίκητο είναι ο σημαντικός ρόλος του σχολείου στη ρύθμιση/κανονικοποίηση της μειοψηφούσας γλώσσας, η οποία μπορεί μεν να δώσει νέα πνοή στη γλώσσα, όχι, όμως, και το απαιτούμενο σφρίγος στους ομιλητές (βλ. Ουαλλική, Ιρλανδική). Η ιδιάζουσα γλωσσική εμπειρία που βιώνουν οι δίγλωσσοι ομιλητές οδηγεί συνήθως στην ατελή γνώση της μητρικής από τις νεότερες γενεές (Σελλά-Μάζη, 2016).

Παρά την ποικιλία των καταγεγραμμένων ανωτέρω παραγόντων και των αιτίων, πιστεύουμε ότι μας διαφεύγει, ή, τουλάχιστον, δεν προβάλλεται αρκετά, το κυριότερο πρόβλημα που διαπιστώνεται σε (δι)γλωσσική συμπεριφορά. Το οριακό εκείνο σημείο πέραν του οποίου, κατά τη γνώμη μας, δεν υπάρχει πλέον επιστροφή (για τη μητρική γλώσσα) είναι η στιγμή κατά την οποία ο γονιός ή οι γονείς θα πάψουν να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα στο σπίτι, θα σταματήσει, δηλαδή, το πέρασμα, η μεταβίβαση της γλώσσας της ομάδας από γενιά σε γενιά. Τότε, ουσιαστικά, επέρχεται ο θάνατος της γλώσσας ή γλωσσοθάνατος. Εάν, από την άλλη πλευρά, η μητρική γλώσσα δεν χρησιμοποιείται πλέον στο σπίτι παρά μόνον στο σχολείο ή την εκκλησία, τότε καταλήγει απλώς συμβολικό και τελετουργικό στοιχείο της ζωής της γλωσσικής ομάδας, με αποτέλεσμα και πάλι να “σβήσει”. Μία γλώσσα πεθαίνει ή αυτοκτονεί όταν κάποια στιγμή η κοινότητα αποφασίσει, για λόγους λειτουργικής οικονομίας να χάσει ένα τμήμα της προσωπικότητάς της, να αυτο-ακρωτηριασθεί. [4]

Στο ερώτημα δε, εάν πρόκειται για «φόνο» ή για «αυτοκτονία» (murder/suicide), η απάντηση είναι διττή: είναι «φόνος», ίσως, στην περίπτωση των γλωσσών των ιθαγενών αμερινδιάνων ή των αφρικανών σκλάβων, είναι «αυτοκτονία», ίσως, στην περίπτωση των μεταναστών. Είναι «φόνος» τόσο εξαιτίας της εγκληματικής αγνοίας της πλειοψηφούσας ομάδας όσο και εξαιτίας της εγκληματικής αμελείας της ίδιας της ομάδας, ήγουν «αυτοκτονία» στην περίπτωση που τα μέλη της γλωσσικής ομάδας νοσταλγούν το παρελθόν αλλά αδιαφορούν για το παρόν (βλ. την περίπτωση της Ιρλανδικής, της Γαελικής, της Ουαλικής). Άλλωστε, είναι γεγονός ότι το μόνιμο παράπονο όσων προσπαθούν να αναζωογονήσουν μια γλώσσα είναι η αδιαφορία των νεωτέρων γενεών. Το όλο θέμα, όμως, ανήκει στη σφαίρα της ιδεολογίας που υπηρετεί ο καθένας, της οπτικής του γωνίας, και καταλήγει να αποτελεί ψευδοπρόβλημα: ο μανιχαϊσμός τού “αυτοί” και “εμείς” δεν αφήνει πολλά περιθώρια αντικειμενικής κρίσης. Ίσως να μην υπάρχει παντού θύτης, ούτε θύμα (Σελλά-Μάζη, 2016).

Υπάρχει όμως και η πληθώρα εκείνη των γλωσσών που στην Ευρώπη, τουλάχιστον, παρ’ ότι μειοψηφούσες-μειονοτικές και καταπιεσμένες επί μακρό χρονικό διάστημα, εξακολουθούν να επιβιώνουν: “καμία γλώσσα δεν μπορεί να ξεριζωθεί εάν ο λαός είναι αποφασισμένος να την κρατήσει ζωντανή”, αποφαίνεται ο Βrooks (1907) προσπαθώντας να εμψυχώσει τους Ιρλανδούς (στο Σελλά-Μάζη, 2016). Αν και η γλωσσική αλλαγή αντικατοπτρίζει, συνήθως, τη βούληση της ομάδας για κοινωνική και επαγγελματική ανέλιξη, εκπροσωπεί, δηλαδή, καθαρά, πραγματιστικούς, λόγους συμφέροντος, φαίνεται ότι, τελικά, σε μερικές περιπτώσεις οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και τα επακόλουθά τους, η στάση που αναπτύσσουν οι ομιλητές έναντι των γλωσσών και η αφοσίωσή τους (loyalty) σε αυτή ή την άλλη γλωσσική ομάδα, επηρεάζουν εμμέσως μόνον το μαρασμό της μητρικής γλώσσας. Οι ανά τον κόσμο περιπτώσεις διγλωσσικών ομάδων μας υπενθυμίζουν ότι στη σκακιέρα όπου παίζεται η βιωσιμότητα των γλωσσών δρουν διάφορες παράμετροι, ισχυρότερες των οποίων είναι η παράμετρος θρησκεία και οι απορρέουσες μη οικονομικές μεν, πραγματιστικές όμως αρχές που διέπουν τη συμπεριφορά της γλωσσικής ομάδας.

Εν κατακλείδι, η μεταλλαγή της συμπεριφοράς μιας γλωσσικής ομάδας και ο μαρασμός στον οποίο οδηγεί τη μητρική της γλώσσα ή, αντιθέτως, η αντίσταση που προβάλλει η διγλωσσική ομάδα στον επερχόμενο μαρασμό είναι δυνατόν να ερμηνευθούν με πρακτικούς όρους κέρδους και ζημίας και να θεωρηθούν η εκάστοτε καταλληλότερη λύση (Σελλά-Μάζη, 2016).

Για να «θελήσει», ωστόσο, κάποιος να ξαναμιλήσει ή να αναζωογονήσει μια γλώσσα (τη γλώσσα του) θα πρέπει να δοθούν τα απαραίτητα κίνητρα και, μάλιστα, πολύ ισχυρά. Θα πρέπει να δούμε, όμως, κατά πόσο είναι δυνατόν να αναβιώσει ή να αναζωογονηθεί μια γλώσσα. Για να υπάρξουν, όμως, αρκετές πιθανότητες επιτυχούς αναζωογόνησης μιας γλώσσας, θα πρέπει η γλωσσική ομάδα να καθοδηγείται από ικανούς λόγιους ηγέτες, λόγιους οι οποίοι, όμως, βιώνουν τα προβλήματα της ομάδας, ζουν και αναπτύσσονται μαζί με αυτήν και όχι εκτός αυτής, και μόνον έτσι θα είναι αποτελεσματική η συνδρομή τους (Σελλά-Μάζη, 2016). Στον τομέα αυτόν, δυστυχώς, η Βλάχικη γλώσσα δεν ευτύχισε ιδιαίτερα. Εκτός από κάποιες περιπτώσεις του 18ου και του 19ου αιώνα, οι Βλάχοι λόγιοι ηγέτες, όχι μόνο δεν προσπάθησαν να κάνουν κάτι για να αναζωογονήσουν τη γλώσσα των προγόνων τους, αλλά έκαναν τα πάντα για να αντικατασταθεί αυτή από κάποια άλλη με περισσότερο κύρος, στην περίπτωσή μας την Ελληνική (Βασιλείου, 2008).

4. Γλωσσική αναζωογόνηση ή/και αναστροφή της φθίνουσας πορείας χρήσης μιας γλώσσας

Μια γλώσσα που πέφτει σε μαρασμό και δεν χρησιμοποιείται πλέον συγκινεί μερικούς ρομαντικούς, μεμονωμένα άτομα ή ομάδες που επιχειρούν να την επαναφέρουν στη ζωή, ή για να είμαστε ακριβείς, να την αναζωογονήσουν. Μια γλώσσα πεθαίνει όταν πεθάνουν, στην κυριολεξία ή μεταφορικώς (μέσω της γλωσσικής αλλαγής), οι ομιλητές της. Και στην μεν πρώτη περίπτωση καμία προσπάθεια ανάνηψης δεν θα την φέρει πίσω στη ζωή, στη δε δεύτερη, υπάρχει περίπτωση να αναλάβει, να αφυπνισθεί ή να ανανεωθεί, με μεγαλύτερη επιτυχία εάν και εφόσον η γλώσσα διαθέτει γραπτές μαρτυρίες και δεν έχει ολοκληρωθεί η μεταστροφή της γλωσσικής συμπεριφοράς σε όλα τα επίπεδα και τους τομείς και από όλες τις κατηγορίες των ομιλητών.

Ο όρος γλωσσική αναζωογόνηση (language revival) σηματοδοτεί την προσπάθεια που καταβάλλεται ώστε μια γλώσσα με λίγους ή καθόλου επιζώντες γηγενείς ομιλητές να χρησιμεύσει και πάλι ως φυσιολογικό μέσον επικοινωνίας, είναι αρκετά φιλόδοξος και μάλλον αποκλείει προσπάθειες ελασσόνων αποτελεσμάτων, οι οποίες χωρίς να επιτυγχάνουν τον απόλυτο στόχο της χρήσης της γλώσσας, δίνουν πρόσβαση σε στοιχεία του πολιτιστικού της υποβάθρου. Το εγχείρημα αυτό αναστροφής της φθίνουσας πορείας χρήσης μιας γλώσσας (reversing language shift) μπορεί να αναληφθεί από την εκάστοτε πολιτεία και να αποτελέσει στόχο γλωσσικού προγραμματισμού (language planning), έτσι όπως το αντιλαμβάνεται ο Fishman (στο Σελλά-Μάζη, 2016), ο οποίος καταρτίζει κατάλογο τρόπων αντιμετώπισης διαφόρων περιπτώσεων γλωσσικής αλλαγής, υπό μορφή προτεραιοτήτων και σοβαρότητας της κατάστασης. Είναι γεγονός, πάντως, ότι ενώ κάποιες έρευνες, όπως αυτή του Fishman, ασχολήθηκαν με τη θεραπεία και κάποιες άλλες με την καταλογογράφηση των συμπτωμάτων της “ασθένειας”, δεν έχουμε έρευνες οι οποίες να ασχολούνται με την πρόληψη της ασθένειας που ονομάζεται “φθίση γλωσσική”. Το μόνο το οποίο θα βρει κανείς είναι, ίσως, τύψεις, διότι δεν πρόλαβε κάποιος (ποιος;) να τη διαγνώσει εγκαίρως. Ενέργειες πρόληψης γλωσσολογικής υφής όπως καταγραφή της γλώσσας, ρύθμιση του λεξιλογίου και της γραμματικής, διδασκαλία αυτής και χρήση της ως παιδευτικού μέσου και λοιπές πολιτικές ενέργειες, όπως ισότιμη χρήση της γλώσσας σε τοπικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς θεσμούς, κ.ά., αναφέρονται σήμερα από τους ενασχολούμενους ως θεραπευτικές φροντίδες.

Κατά τη γνώμη μας, όμως, εάν φθάσουμε στο σημείο να συζητάμε για την αναζωογόνηση μιας γλώσσας, η κατάσταση έχει φθάσει σε μη αναστρέψιμο (;) σημείο. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για την αναζωογόνηση της χρήσης μιας γλώσσας είναι η βούληση της ομάδας να μεταστρέψει τη γλωσσική της συμπεριφορά. Βούληση, η οποία σημαίνει ότι η ομάδα επιθυμεί να κάνει γνωστή την ξεχωριστή συλλογική της ταυτότητα και να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της ως σύμβολο αυτής της μεταστροφής, όπως χρησιμοποιήθηκαν, λ.χ., τα Εβραϊκά στο Ισραήλ. Η άνιση, όμως, σχέση μεταξύ κοινωνικοπολιτικών συστημάτων ομάδας και περιβάλλουσας πλειοψηφίας καθώς και οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που επέρχονται εξαιτίας της επαφής των συστημάτων αυτών έχουν ήδη οδηγήσει στη μεταβολή της γλωσσικής συμπεριφοράς της ομάδας: στην υιοθέτηση, δηλαδή, της γλώσσας της πλειοψηφίας (όπως συνέβη με την Ιρλανδική, την Ουαλική, τη Σκωτική).

Για να επαναπροσανατολισθούν οι γλωσσικές επιλογές της ομάδας θα πρέπει τα κίνητρα να είναι ισχυρά, και μόνον όταν συνοδεύονται από τάσεις επιστροφής σε «καλύτερες μέρες» ή από πολιτιστική αναστροφή, πράγμα που σημαίνει «επιστροφή στις ρίζες» και, γενικότερα, πολιτιστική αυτο-αναγνώριση, υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας. Το εγχείρημα, πάντως, είναι εξαιρετικά δύσκολο: πρέπει να βρεθούν οι στόχοι εκείνοι οι οποίοι θα ενεργοποιήσουν τους ομιλητές και οι οποίοι θα είναι όχι μόνον επιθυμητοί αλλά και εφικτοί. Από την άλλη πλευρά, οικονομικοί, κοινωνικοί, δημογραφικοί παράγοντες καθώς και η στάση της ομάδας έναντι της προς αναζωογόνηση γλώσσας, είναι τα στοιχεία εκείνα που επηρεάζουν τα μέγιστα την εξέλιξη των πραγμάτων, με κυριότερο τον οικονομικό (Σελλά-Μάζη, 2016).

 

5. Τα στάδια ανάσχεσης της φθίνουσας πορείας λειτουργίας των μειονοτικών επαπειλούμενων γλωσσών και η Βλάχικη γλώσσα

Ο Fishman (1991) έχει καταγράψει τη διαβαθμισμένη δια-γενεολογική κλίμακα ανάσχεσης της φθίνουσας πορείας λειτουργίας των μειονοτικών-επαπειλουμένων γλωσσών (Graded Ιntergenerational Disruption Scale for Τhreatened Languages), η οποία περιγράφει μέχρι ποίου σημείου μπορεί να φθάσει η ανάσχεση μιας (μειονοτικής) γλώσσας, παρέχει δε, παράλληλα, οδηγίες για τον γλωσσικό προγραμματισμό που τυχόν θα αναληφθεί με σκοπό την κατά το μάλλον ή ήττον διάσωση της γλώσσας. Η εν λόγω, όμως, κλίμακα (από το υπ’ αριθμ. 8 στάδιο μέχρι το υπ’ αριθμ. 1 στάδιο) δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται· δεν αφορά μόνον τη γλωσσική αναστροφή, αλλά και τη μουσειακή διάσωση καθώς και τη διατήρηση μιας γλώσσας. Τα οκτώ, δηλαδή, στάδια ανάσχεσης που παρουσιάζει ο Fishman, μοιάζουν μάλλον με συνεχές πτωτικής τάσης εναλλασσόμενου ρεύματος. Τα στάδια αυτά, κατά φθίνουσα σειρά επικινδυνότητας, αρχίζουν από το στάδιο υπ’ αριθμ. 8, στο οποίο η γλώσσα βρίσκεται σε απογοητευτικό επίπεδο χρήσης, κινδυνεύει από μέρα σε μέρα να πάψει να χρησιμοποιείται, οι δε δυνατότητες αναζωογόνησης της είναι μηδαμινές, έως το στάδιο υπ’ αριθμ. 1, στο οποίο η γλώσσα όχι μόνον χρησιμοποιείται στην οικογένεια και την ενδο-ομαδική επικοινωνία, αλλά και στην εκπαίδευση όλων των βαθμίδων καθώς επίσης σε μερίδα των Μ.Μ.Ε. και σε αρκετές κρατικές διοικητικές υπηρεσίες, με πληθώρα δυνατοτήτων αναζωογόνησης σε όλα τα λοιπά επίπεδα της κοινωνιοπολιτιστικής και οικονομικής ζωής (Σελλά-Μάζη, 2016).

Τα στάδια του Fishman περιγράφουν με περισσή ακρίβεια τα διάφορα επίπεδα προσπαθειών που μπορούν να αναληφθούν προκειμένου να επιτύχουμε τη μεταστροφή της γλωσσικής συμπεριφοράς μιας ομάδας υπέρ της μητρικής της γλώσσας. Πιστεύουμε, εν τούτοις, ότι όλα τα στάδια δεν είναι της ιδίας υφής: τα δύο πρώτα στάδια (υπ’ αριθμ. 8: “επαπειλούμενη” από κάθε άποψη γλώσσα και 7: προσπάθεια εξάπλωσης της ενδο-ομαδικής χρήσης της γλώσσας και ενίσχυσης της θετικής στάσης των ομιλητών της έναντι αυτής), έχουν ως στόχο τη διάσωση μιας γλώσσας και όχι τη γλωσσική αναστροφή. Κατά τη γνώμη μας, το πέρασμα στα επόμενα στάδια (και κυρίως στο στάδιο 6 που αναφέρεται στη διαγενεαλογική χρήση της γλώσσας [5] ) είναι ακριβώς το σημείο εκείνο από το οποίο μπορεί να προέλθει μια κάποια αναστροφή της κατωφερούς πορείας την οποία ήδη διανύει μια μειονοτική γλώσσα. Είναι δε εξαιρετικά δύσκολο να μεταπηδήσει κανείς από την κατάσταση που περιγράφεται στα δύο πρώτα στάδια στην κατάσταση του σταδίου 6. Εδώ βρίσκεται ο πρώτος διακόπτης ηλεκτρικού ρεύματος: εάν δεν καταφέρει μια γλωσσική κοινότητα να αναστρέψει την πορεία των πραγμάτων, τότε η τάση του ρεύματος πέφτει, και το φως δεν επανέρχεται.

Με το στάδιο υπ’ αριθμ. 6 ως αναγκαία (αλλά όχι και ικανή) συνθήκη, αρχίζει η ανάληψη προσπαθειών γλωσσικής αναστροφής, κυρίως μέσω του σταδίου υπ’ αριθμ. 5 το οποίο αφορά τον εγγραμματισμό στη μειονοτική γλώσσα [6] , η οποία ολοκληρώνεται με το στάδιο υπ’ αριθμ. 3 το οποίο αφορά την σε οικονομική βάση χρήση της γλώσσας [7] . Καίρια σημεία των τεσσάρων αυτών αλληλοδιαδόχων σταδίων είναι α) η μεταβίβαση της γλώσσας από γενεά σε γενεά, β) το πέρασμα από την προφορική της μορφή σε γραπτή καθώς και ο αλφαβητισμός και γ) η εκπαίδευση των μελών της ομάδας στη μητρική τους γλώσσα. Όταν μια γλώσσα φθάσει να κατέχει το στάδιο 3, τότε το μόνο που απομένει, επειδή θα μπορούσε να υποτροπιάσει, είναι να διατηρήσουμε ακμαίες τις δυνάμεις της και να τις αναπτύξουμε περαιτέρω. Το πέρασμα από το στάδιο 3 μέχρι το στάδιο 1 δεν είναι ούτε προφανές ούτε ευχερές. Η ισορροπία που αποκτά μια γλωσσική κοινότητα είναι εύθραυστη. Μπορεί ανά πάσα στιγμή, και για ξεχωριστό σύνολο λόγων για την κάθε γλωσσική ομάδα, να μεταβληθούν οι παράγοντες που την εξασφαλίζουν και η ισορροπία να ανατραπεί (ο δεύτερος διακόπτης ηλεκτρικού ρεύματος).

Τα στάδια υπ’ αριθμ. 2: εξάπλωση της χρήσης της γλώσσας σε τοπικού επιπέδου διοικητικούς φορείς και ΜΜΕ και 1: καθόλα χρήση της γλώσσας εξυπηρετούν όχι μόνον τη διατήρηση αλλά και την εξάπλωση της χρήσης μιας μειοψηφούσας γλώσσας. Περιττό να συμπληρώσουμε ότι ακόμη και στο τελευταίο αυτό στάδιο, εάν τα δεδομένα μεταβληθούν και στραφούν εναντίον της μειοψηφούσας γλώσσας, τότε η γλωσσική συμπεριφορά της ομάδας θα αλλάξει και πάλι, εάν και εφόσον τα κοινωνικοοικονομικά κίνητρα που τους παρέχει η γλώσσα της πλειοψηφίας θεωρηθούν ισχυρότερα των εθνο-πολιτιστικών που τους παρέχει η μειοψηφούσα μητρική τους γλώσσα.

Στο σημείο αυτό βρίσκει τη θέση της η περιγραφή του ιδιώματος της Βλάχικης της Ακαρνανίας του κ. Βασιλείου. Χωρίς αυτήν την περιγραφή καθίσταται αδύνατη κάθε προσπάθεια αναζωογόνησης της γλώσσας.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ένας πολύ δύσκολος στόχος, αλλά συνάμα ρεαλιστικός, ως προς την αναζωογόνηση της Βλάχικης γλώσσας, θα ήταν να γίνουν προσπάθειες ώστε:

α) να αρχίσει η γλώσσα να μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και να χρησιμοποιείται, τόσο μέσα στην οικογένεια όσο και μέσα στην ομάδα, να «μετακινηθεί», δηλαδή, η Βλάχικη γλώσσα από το 7ο στάδιο όπου βρίσκεται σήμερα στο 6ο στάδιο, στάδιο κρίσιμο για την επιβίωσή της, μετακίνηση η οποία εάν δεν επιτευχθεί θα σημάνει και το τέλος της γλώσσας αργά ή γρήγορα και

β) να αρχίσει να γράφεται, βάσει του συστήματος γραφής το οποίο προτείνει ο κ. Βασιλείου στο βιβλίο του και έτσι να χρησιμοποιείται η γλώσσα και ως μέσο γραπτής επικοινωνίας, κατάσταση ιδεώδης η οποία θα εγγυάτο όχι μόνον την επιβίωση της γλώσσας αλλά και την αναζωογόνησή της και την εξάπλωσή της.

Πιστεύουμε, δηλαδή, συμφωνώντας σε αυτό με τον κ. Βασιλείου (2008) πως αν φτάσει η γλώσσα στο 5ο στάδιο αναζωογόνησης της γλώσσας, με τη βοήθεια της γραφής θα ισχυροποιηθεί, θα αυξηθεί το κύρος της, θα μπορέσει ίσως και να διδαχθεί, [8] έστω και με ιδιωτική πρωτοβουλία, βάσει των φωνολογικών και μορφοσυντακτικών κανόνων οι οποίοι περιγράφονται στο βιβλίο του κ. Βασιλείου -θα πρέπει επίσης να συνταχθεί Λεξικό της γλώσσας-, και θα ανασταλεί η φθίνουσα πορεία της. Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο θα πρέπει να ληφθούν γενναίες αποφάσεις και να δοθούν πολλά κίνητρα στους ομιλητές [9] , σημαντικότερο εκ των οποίων, κατά τη γνώμη μας, και ανεξάρτητο έξωθεν προσπαθειών, είναι η βούληση των ίδιων των βλαχόφωνων.

 

Ελένη Σελλά-Μάζη,
Καθηγήτρια Γενικής Γλωσσολογίας στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών
και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών.
Παρουσίαση του βιβλίου του Αντώνη Βασιλείου
Το Αρβανιτοβλάχικο (Καραγκούνικο) γλωσσικό Ιδίωμα της Ακαρνανίας:
Φωνολογική, λεξιλογική και μορφο-συντακτική περιγραφή
Αθήνα 13 Μαρτίου 2016

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Στην παρουσίαση αυτή περιοριζόμαστε στην αναφορά δύο μόνον μονογραφιών, από το πλήθος των έργων τα οποία θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε:

Βασιλείου, Αντώνιος, 2008, Η Βλάχικη γλώσσα: ιστορική-κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση. Η περίπτωση διγλωσσίας των βλαχόφωνων κατοίκων τού χωριού Όχθια Αιτωλοακαρνανίας, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα “Διδασκαλία της Ελληνικής ως Ξένης/Δεύτερης Γλώσσας”, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ, Αθήνα (μη δημοσιευμένο).

Σελλά - Μάζη, Ελένη, 2016, Διγλωσσία, εθνική ταυτότητα και μειονοτικές γλώσσες, Λειμών, Αθήνα (αποτελεί αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδοση του έργου της ιδίας “Διγλωσσία και Κοινωνία”, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα, 2001/2006/2007).

 

 



[1] Βασιλείου Αντώνιος, 2008, «Η Βλάχικη γλώσσα: ιστορική-κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση. Η περίπτωση διγλωσσίας των βλαχόφωνων κατοίκων τού χωριού Όχθια Αιτωλοακαρνανίας», Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα “ Διδασκαλία της Ελληνικής ως Ξένης/Δεύτερης Γλώσσας”, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ, Αθήνα.

[2] Σελλά- Μάζη, Ελένη, 2016, Διγλωσσία, εθνική ταυτότητα και μειονοτικές γλώσσες, Λειμών, Αθήνα.

[3] Βλ. για παράδειγμα, την περίπτωση της Τουρκίας, η οποία «υπερασπίζεται» με κάθε τρόπο (συνθήκες, συμφωνίες, μορφωτικά πρωτόκολλα κ.λπ.) τη γλωσσική, και όχι μόνο, ταυτότητα της Μουσουλμανικής μειονότητας στη Δ. Θράκη (Σελλά-Μάζη, 2016).

[4] Γεγονός που μας θυμίζει έντονα τη συμπεριφορά της «πονηρής», ή, απλώς, “λογικής (;)”, παγιδευμένης αλεπούς που για να σωθεί από τη σύλληψη και το βέβαιο θάνατο προτιμά να αυτοακρωτηριασθεί.

[5] Στάδιο υπ’ αριθμ. 6: Η μειονοτική γλώσσα συνεχίζει να μεταβιβάζεται από γενεά σε γενεά και χρησιμοποιείται τόσο ενδο-οικογενειακώς (από παππούδες, γονείς και παιδιά) όσο και ενδο-ομαδικώς. Το στάδιο αυτό πρέπει να τύχει μεγάλης προσοχής εάν επιθυμούμε να διατηρήσουμε τη γλώσσα. Εδώ βρίσκεται το σημείο καμπής που θα καθορίσει την επιβίωση ή μη μιας γλώσσας. Ένας τρόπος για να υποστηριχθεί η οικογενειακή δια-γενεαλογική συνέχεια της γλώσσας είναι, λ.χ., η ίδρυση νηπιαγωγείων όπου θα χρησιμοποιείται η μειονοτική γλώσσα. Η οικογένεια είναι το άπαν στην υπόθεση αυτή. Ορθώς, όμως, επισημαίνει ο Fishman, 1991, ότι στη σημερινή αστικοποιημένη κοινωνία του 20ού αιώνα με την οικογένεια του ενός γονέα ή με τους δύο γονείς να εργάζονται και να απουσιάζουν, ως εκ τούτου, από το σπίτι, δεν μπορούμε να υπολογίζουμε σε έναν γλωσσικό πυρήνα αναφοράς για το παιδί (Σελλά-Μάζη, 2016).

[6] Στάδιο υπ’ αριθμ. 5: Αλφαβητισμός, μόρφωση (literacy) στη μειονοτική γλώσσα. Όταν μια γλώσσα χρησιμοποιείται όχι απλώς ως όργανο προφορικής, αλλά και ως μέσον γραπτής επικοινωνίας, διευκολύνει τη μεταβίβασή της μέσα στο χρόνο και το χώρο και αυξάνει το κύρος της, δεδομένου ότι η έντυπη μορφή μιας γλώσσας αποκτά συμβολική σημασία. Εκ παραλλήλου, χάρις στις δυνατότητες που προσφέρει η γραπτή μορφή μιας γλώσσας και ο αλφαβητισμός/εγγραμματισμός, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και, έτσι, πολλαπλασιάζονται οι τομείς χρήσης της εν λόγω γλώσσας. Ακόμη, με τον τρόπο αυτόν υπάρχει πάντα ένα σημείο αναφοράς για τους ομιλητές και, για τους χρήστες πιθανών ποικίλων παραλλαγών αυτής. Στο στάδιο αυτό η παιδεία στη μειονοτική γλώσσα ανταγωνίζεται την εκπαίδευση στη γλώσσα της πλειονότητας, με την πλειοψηφούσα γλώσσα να έχει το προβάδισμα και την προτίμηση της γλωσσικής ομάδας. Χρειάζεται, λοιπόν, να ενισχυθεί η τυχόν κινητικότητα υπέρ της εκμάθησης της γραπτής (μειονοτικής) γλώσσας, κυρίως όταν δεν υπάρχει κρατική υποστήριξη (Σελλά-Μάζη, 2016).

[7] Στάδιο υπ’αριθμ. 3: Η μειονοτική γλώσσα αποκτά ευρύτερη, απ’ ό,τι στα προηγούμενα στάδια, οικονομική βάση και χρησιμοποιείται σε γενικού τύπου χώρους εργασίας και στην αγορά, όχι μόνον τοπικής, αλλά εθνικής καθώς και διεθνούς εμβελείας. Η χρήση της γλώσσας της πλειοψηφίας εξακολουθεί να είναι απαραίτητη σε κάποιες περιπτώσεις. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στο στάδιο αυτό σχετίζεται με το διεθνές, πιθανόν, προφίλ της πλειοψηφούσας γλώσσας, οπότε προκειμένου να έχει κανείς μεγαλύτερο κέρδος προτιμά να χρησιμοποιήσει μια γνωστότερη από τη μητρική του γλώσσα. Παρόλ’ αυτά μια εύρωστη οικονομικώς γλωσσική ομάδα κρατά τους νέους κοντά της και εξασφαλίζει κίνητρα για τη διατήρηση της μητρικής τους γλώσσας (Σελλά-Μάζη, 2016).

[8] Προκειμένου να διδαχθεί μια γλώσσα, θα πρέπει προηγουμένως να έχει ρυθμιστεί, να έχει κανονικοποιηθεί ώστε να καθοριστεί η νόρμα διδασκαλίας της. Η περιγραφή της ποικιλίας των Οχθίων που έχει γίνει από τον κ. Βασιλείου μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα στη ρύθμιση της Βλάχικης, ώστε από κοινού οι γλωσσολόγοι οι ενασχολούμενοι με τη Βλάχικη να επεξεργαστούν τις επιμέρους ποικιλίες και να καταλήξουν στη ρυθμισμένη αυτής Νόρμα.

[9] Σημειωτέον ότι ο κ. Βασιλείου στη Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία του (Βασιλείου, 2008), όχι μόνον προβαίνει σε κοινωνιογλωσσολογικού τύπου έρευνα μεταξύ των διγλώσσων ομιλητών της Βλάχικης των Οχθίων, αλλά και καταθέτει προτάσεις αναζωογόνησης της Βλάχικης. Ο κ. Βασιλείου και με αυτή του την προσέγγιση αποδεικνύει την αγωνία του για τη μητρική του γλώσσα και το μέλλον αυτής.

Αναζήτηση