Το βιβλίο επιχειρεί να ψαύσει την σεσκλιώτικη τοπικότητα. Το ενδιαφέρον για το Σέσκλο αυξήθηκε από τη διαπίστωση ότι απουσίαζε από τη βιβλιογραφία. Αν εξαιρέσουμε το προϊστορικό Σέσκλο που αναδείχτηκε σε σύμβολο μιας σημαντικής περιόδου, το ιστορικό Σέσκλο είναι άγνωστο. Γνωρίζουμε αποσπασματικά στοιχεία.
Η πρώτη προσπάθεια ήταν ερασιτεχνική και αφορούσε το βλάχικο γάμο, γραμμένη από έναν δεκετριάχρονο μαθητή Γυμνασίου στο Βόλο και δημοσιευμένη στο περιοδικό Λαογραφία(1963-64: 527-531).
Η δεύτερη καταγραφή λαογραφικού υλικού από το Σέσκλο πραγματοποιήθηκε στην περίοδο 14 Οκτωβρίου -29 Οκτωβρίου 1986 από την Βασιλική Φάτση, επιστημονική συνεργάτιδα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Το χειρόγραφο της αποστολής βρίσκεται στα αρχεία του Κέντρου και αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο περιλαμβάνει τα λαογραφικό υλικό του Σέσκλου και το δεύτερο αναφέρεται στον Άγιο Γεώργιο Βελεστίνου, το δεύτερο χωριό της λαογραφικής της αποστολής εκείνη τη χρονιά.
Το 2002 δημοσιεύεται το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε από Σεσκλιώτη. Συγγραφέας είναι ο Στέργιος Β. Φώτου, χωρίς ειδική γνώση αλλά με περίσσια αγάπη και πάθος για το χωριό του. Διασώζει ή φέρνει στην επιφάνεια πληροφορίες για το Σέσκλο και για πρόσωπα . Ο τίτλος τού βιβλίου είναι ‘Σέσκλο Μαγνησίας. Προσωπικές αναμνήσεις και πληροφορίες. Βόλος 2002). Ο Φώτου εστιάζει περισσότερο στους Βλάχους, καθώς ο ίδιος ανήκει στην ομάδα αυτή. Οι Γκραίκοι έχουν μικρή θέση στο πόνημά του. Στους Βλάχους εστιάζει και ο Ρήγας Σπ. Στύλλας σ’ ένα μικρό πόνημα, στο οποίο συμπεριλαμβάνει αναμνήσεις και στιχουργήματα(Στύλλας 2002)
Ίσως αυτό να οφείλεται στη βλαχοποίηση του Σέσκλου, που συνοδεύτηκε από μετακίνηση των Γκραίκων στα αστικά κέντρα. Την ίδια δυσκολία αντιμετώπισε και η έρευνα που πραγματοποίησα. Οι Γκραίκοι ήταν λίγοι, οι παλιότεροι που είχαν μεταναστεύσει στο Βόλο είχαν ήδη πεθάνει και τα παιδιά τους γνώριζαν λίγα πράγματα για το χωριό. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Ιωάννης Μέρμηγκας, γραμματέας της Κοινότητας Σέσκλου για πολλά χρόνια και του Δήμου Αισωνίας στη συνέχεια. Η εμπειρία του μεγάλη, η γνώση προσώπων και πραγμάτων ευρύτατη, γεγονός που τον ανέδειξε σε πολύτιμο σύμβουλο καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας και συγγραφής. Άλλοι Γκραίκοι που διευκόλυναν τον προσανατολισμό της έρευνας ήταν ο Θεοφάνης Δημουλάς, ένας άνθρωπος που είχε την εκτίμηση όλων. Πέρα από τη συνέντευξη μαζί του ήταν και αυτή που του πήρε ο Βασίλης Καραλής, αντιδήμαρχος Παιδείας και Πολιτισμού του Δήμου. Ο Καραλής είχε την πρόνοια να μαγνητοσκοπήσει συνεντεύξεις με αρκετούς Σεσκλιώτες(Θ. Δημουλάς, Παπα-δημήτρης Κανελλόπουλος, Ευαγγελία Φώτου, Νίκος Πασσιάς), τις οποίες είχε τη γενναιοδωρία να μου τις εμπιστευτεί. Οι μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις του αποδείχθηκαν εξαιρετικά χρήσιμο αρχειακό υλικό. Εποικοδομητική ήταν η συζήτηση που είχα με την γκραίκα Ελένη Δημουλά-Ματζιώρα και τον σύζυγό της Μάκη, κόρη του Ιωάννη Δημουλά, για πολλά χρόνια ιδιοκτήτη του χανιού στον Καντήραγα.
Η συλλογή του υλικού ήταν επίπονη διαδικασία. Πέρα από την επιτόπια έρευνα και τους πενήντα περίπου πληροφορητές, χρησιμοποιήθηκαν τα Πρακτικά του Κοινοτικού Συμβουλίου Σέσκλου(διασώζονται από το 1901 κι εντεύθεν), τα Πρακτικά του Πολιτιστικού Συλλόγου, του ποδοσφαιρικού σωματείου «Ακρόπολη», τα Μητρώα του Δημοτικού Σχολείου, τα Δημοτολόγια(του 1957 και 1959) της Κοινότητας, τα αρχεία της Διεύθυνσης Αγροτικής Παραγωγής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας(ευχαριστώ τον διευθυντή κ. Φίλιππο Κοντογιάννη), τα αρχεία του Υποθηκοφυλακείου Βελεστίνου(ευχαριστώ την υποθηκοφύλακα και την υπάλληλο), τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Βόλου(ευχαριστώ θερμά τη διευθύντριά του κ. Αννίτα Πρασσά και το προσωπικό), η βιβλιοθήκη του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης(ΔΗ.Κ.Ι.) του Δήμου Βόλου, η Διεύθυνση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας στο Βόλο καθώς και την κεντρική υπηρεσία στον Πειραιά. Πολύτιμη συνεργάτις στην αρχειακή έρευνα στο Σέσκλο ήταν η Σταυρούλα Γκάγκα , στην οποία οφείλω χάριτες. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που συνδύαζε την επιστημονική ματιά με τη φλόγα για το χωριό της.
Το υλικό που συγκεντρώθηκε επεξεργάστηκε σε δύο μέρη. Το πρώτο οργανώνεται γύρω από τον άξονα ‘χώρος, κοινωνία, οικονομία’. Σ’ αυτό επιχειρείται να κατανοηθεί η σχέση ιστορίας και οργάνωσης του χώρου από τη μια μεριά και από την άλλη ο τρόπος συγκρότησης του οικιστικού χώρου. Στο σημείο αυτό δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο πώς κατασκευάζεται ο δημόσιος χώρος(πλατεία, βρύσες, αλώνια, αυλαγάδες, κοινόχρηστοι χώροι), καθώς και πώς η συμμετοχή σ’ αυτή διαδικασία συμβάλλει στη συγκρότηση της εντοπιότητας(π.χ. έρανοι). Συμπληρωματικά προς τον τελευταίο μελετάται η οργάνωση του παραγωγικού χώρου(γεωργικές ζώνες, επαγγέλματα και οικονομική φυσιογνωμία του χωριού: γεωργία, κτηνοτροφία). Ένα άλλο σημείο στο οποίο εστιάζει το Πρώτο Μέρος είναι η πληθυσμός αλλά και η μετανάστευση ενός μεγάλου πληθυσμού στο Βόλο στη μεταπολεμική περίοδο.
Το Δεύτερο Μέρος οργανώνεται γύρω από την οικονομική, πολιτισμική και πολιτική σύγκρουση των Γκραίκων, των ντόπιων, κατοίκων, με τους Βλάχους που κατάφεραν να αποκτήσουν την ιδιότητα του μονίμου κατοίκου στις αρχές του 2ου αιώνα. Οι δύο αυτές ομάδες συγκροτούν ένα συγκρουσιακό δίπολο με αντικείμενο διεκδίκησης το ζωτικό οικιστικό και παραγωγικό χώρο. Πρόκειται για ένα δίπολο που διαχέεται σε όλο το εύρος των πολιτισμικών συμπεριφορών και κοινωνικών πρακτικών. Οι Γκραίκοι έχουν τον έλεγχο των πόρων(χωράφια, ελαιοπερίβολα, αχλαδοπερίβολα), γεγονός που ασκεί ασφυκτική πίεση στους φτωχούς Βλάχους(κτηνοτρόφοι και αγωγιάτες στη συντριπτική τους πλειοψηφία) που είναι ημινομάδες μετακινούμενοι τα τελευταία χρόνια στο Πήλιο. Ένα άλλο σημείο τριβής στο οποίο εστιάζει η μελέτη είναι η όξυνση των σχέσεων εξαιτίας της σχέσης κάποιων Βλάχων με «Λεγεώνα». Τέλος, το βιβλίο παρακολουθεί τη βλαχοποίηση του χωριού στην μεταπολεμική περίοδο και το πώς εγκαταλείπουν την ενδογαμία.