Του Γιωργου Συνεφάκη.
Πριν ξεκινήσω την ομιλία μου για το βιβλίο «ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ» με συγγραφείς τον Κώστα Προκόβα και τον καθηγητή του Α.Π.Θ. Νίκο Κατσάνη, επιτρέψτε μου ένα μικρό σχόλιο, φαινομενικά εκτός θέματος:
Θα ήθελα να τονίσω έντονα το πόσο σημαδιακή είναι αυτή η σημερινή ημέρα. Συμπυκνώνει όλο αυτό που εγώ τουλάχιστον θεωρώ ότι είναι η Ελλάδα μας. Η άλλη Ελλάδα, η Ελλάδα της ευαισθησίας, η Ελλάδα της τρυφεράδας, αυτή που δεν ακκίζεται ή αποχαυνώνεται μπροστά στις οθόνες της τηλεόρασης, η Ελλάδα η σεμνή, η πραγματική Ελλάδα μας. Ένα μείγμα, ένα κράμα χαρμολύπης, όπου το συγκινησιακό εναλλάσσεται διαρκώς, μεταπηδάει με απόλυτα αρμονικό τρόπο από τη λύπη στη χαρά, από το τραγικό στο χαρωπό, από την δυσθυμία στην ανάταση της ψυχής, από το δάκρυ στο χαμόγελο. Κι αυτή η σύζευξη θα έλεγα ότι γίνεται με έναν τρόπο απολύτως ανθρώπινο, με έναν τρόπο απέριττης ευγένειας και ομορφιάς. Από το ετήσιο μνημόσυνο λοιπόν του πολυαγαπημένου μας Γιάννη Τριάρχου που τόσο μου λείπει -όπως και σε όλους μας-, στην παρουσίαση των βιβλίων του πολυαγαπημένου μας Κώστα Προκόβα. Από το “Αιωνία σου η μνήμη Γιάννη μας”, στο “Να είσαι πάντα γερός Κώστα μας”. Ένα δωρικό μεγαλείο. Από τη λύπη στη χαρά. Αυτή είναι η απόλυτη επιτομή της χαρμολύπης. Είναι τελικά ο κοινωνικός μας πλούτος, η συναισθηματική μας εστία, ο οίκος της ψυχής μας, το απόλυτο ελληνικό Ήθος, με την αρχαία έννοια του όρου. “Φύλαγέ λοιπόν Θεέ μου τουλάχιστον όσα έχουν πεθάνει”, αλλά “Φύλαγέ επίσης Θεέ μου και όσα δεν θα πεθάνουν ποτέ”.
Ο Κώστας Προκόβας μου πρότεινε αίφνης να παρουσιάσω το βιβλίο ‘ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ.’, το οποίο συνέγραψε με τον Νίκο Κατσάνη. Το να επιχειρήσει να παρουσιάσει κανείς ένα βιβλίο του Κώστα Προκόβα, εμένα προσωπικά μου προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα σεβασμού και δέους. Διότι τα βιβλία του Κώστα Προκόβα τα έχουν παρουσιάσει κατά καιρούς μεταξύ των άλλων και ένας Χρίστος Τσολάκης, ένας Νίκος Κατσάνης, η Χρυσούλα Καψωμένου, ο Αντώνης Μπουσμπούκης, ο Νίκος Βαρμάζης και τόσοι άλλοι επώνυμοι και εκλεκτοί διανοούμενοι και μάστορες του πνεύματος. Ως πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’, είχα την τιμή να προλογίσω θεσμικά 3 βιβλία του και να παρακολουθήσω από κοντά σχετικά τον συγγραφικό οίστρο του Κώστα Προκόβα, ο οποίος μας χάρισε 5 βιβλία και 1 λεξικό. Αλλά ποτέ δεν τα είχα παρουσιάσει ο ίδιος. Μεγάλη μου τιμή επομένως, να το παρουσιάσω εγώ το βιβλίο αντί του Νίκου Κατσάνη και μεγάλη μου ευθύνη να καταφέρω να σας το παρουσιάσω σε όλο το μήκος, το πλάτος και κυρίως το βάθος του.
Θα ξεκινήσω λοιπόν από τα τυπικά χαρακτηριστικά του βιβλίου.
Πρόκειται γιά μία κομψή έκδοση 145 σελίδων, που την σχεδίασε και επιμελήθηκε το ‘Τυπογραφικό Εργαστήρι ΓΡΑΜΜΑ’ του φίλου του Λιβαδίου Θόδωρου Βαρθολομαίου στη Θεσσαλονίκη. Συγγραφείς είναι από κοινού οι Νίκος Κατσάνης και Κώστας Προκόβας. Τα συγγραφικά δικαιώματα οι συγγραφείς τα εδώρισαν στον Σύλλογο Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’, ο οποίος είναι και ο εκδότης. Η έκδοση αυτή, μαζί με το άλλο επανεκδοθέν βιβλίο του Προκόβα ‘ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ’, κατέστη εφικτή και χάρις στην ευγενή συμβολή των οικογενειών του Δημήτρη Ζάννα και του Στέλιου Μεταξιώτη. Στο βιβλίο είναι ενσωματωμένες πολύ εύστοχα και κάποιες χαρακτηριστικές φωτογραφίες από τον οικισμό και την ευρύτερη περιοχή του Λιβαδίου.
Ξεκινώντας την ανάγνωση, βρίσκουμε τον δισέλιδο αρχικό πρόλογο, τον οποίο υπογράφουν τα μέλη του Δ.Σ. του Συλλόγου-εκδότη, του Σ.Λ.Θ., ένα κείμενο που μας εισάγει ουσιαστικά στο πνεύμα του περιεχομένου. Επ’ ευκαιρία, θα ήθελα να συγχαρώ ονομαστικά όλο το Δ.Σ. του Συλλόγου, τον πρόεδρο Αλέξη Κουτσιάη, την Α/Πρόεδρο Φρόσω Χρυσικού-Ντάμπου, τον Γεν. Γραμματέα Διονύση Κοκκινοπλίτη, τον ταμία Λάζαρο Μπάμπα και τα μέλη Θέμη Καψάλη, Δημήτρη Μπατζάκη, Τάσο Μπέλλη. Γνωρίζω πολύ καλά, έχοντας ζήσει στο πετσί μου, το τί σημαίνει αυτή η προσπάθεια και το πόσο επίπονη είναι. Ένα μεγάλο μπράβο τους.
Έπεται μία εξασέλιδη εισαγωγή (αντί προλόγου την ονομάζει) του Κώστα Προκόβα, η οποία στην ουσία αποτελεί και το σκεπτικό του συγγραφέα για τον λόγο που έγραψε αυτό το πόνημα. Πρόκειται για ένα εξαίρετο κείμενο, μία θαυμάσια επεξήγηση της προσπάθειας που κατέβαλε ο Προκόβας για να συγκεντρώσει όλα τα τοπωνύμια της περιοχής του Λιβαδίου και να τα καταθέσει σε όλους εμάς ως παρακαταθήκη. Οι μνήμες σβήνουν με τον χρόνο, τα γραπτά όχι. Τονίζει ο Προκόβας ότι τα τοπωνύμια είναι το άγραφο στοιχείο μιάς περιοχής, είναι οι σηματωροί της ιστορικής, της συλλογικής και της ατομικής μνήμης. Είναι οι πατημασιές της ιστορίας ενός τόπου, είναι τα χνάρια και το αποτύπωμα της ανθρώπινης ζωής χωροχρονικά, όπως συμπληρώνω εγώ. Αν προσπαθήσεις να τα μετονομάσεις, να τα ξεχάσεις, να τα ξεριζώσεις, χάνεις και το πρόσωπο της γης, η ατομική και συλλογική μνήμη σκοτεινιάζει, ο τόπος γίνεται άτοπος, ξένος και η μνήμη γενεών ανθρώπων, η γη των πατέρων ένα κενό, λέει ο Προκόβας και έχει δίκιο. Η γνώμη μου είναι ότι ένας τόπος, ένας οικισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία προβολή της ιστορίας στο έδαφος. Η δε μελέτη της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ανάγνωση και ερμηνεία των ιχνών που διαστρωματικά οι άνθρωποι άφησαν και αφήνουν επάνω του.
Η εξέλιξη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και των μεταφορών, καθώς και ο εκσυγχρονισμός των μέσων παραγωγής και μεταφορών αντίστοιχα, αποδυνάμωσε αισθητά και τη μεγάλη σημασία που είχαν τα τοπωνύμια για την επικοινωνία και τη συνεννόηση των ανθρώπων και κυρίως των επαγγελματιών του είδους μιάς παλαιότερης εποχής. Η εκμηχάνιση και η εξέλιξη της τεχνολογίας μετέβαλλε αναπόφευκτα τις επικοινωνιακές συμπεριφορές των ανθρώπων μεταξύ τους και κατά συνέπεια ξεθώριασε η ισχύς των τοπωνυμικών σημείων αναφοράς.
Στα τοπωνύμια ενός τόπου, υπάρχει μια χρονική διαστρωμάτωση. Άλλα δηλαδή τοπωνύμια είναι παλιά και άλλα νέα. Συνήθως έχουν λάβει το όνομά τους από γενιές που έζησαν πριν από δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια. Η σημασία ενός τοπωνυμίου είναι απολύτως κατανοητή, καθώς το τοπωνύμιο παίρνει το όνομα από την ομιλούμενη γλώσσα των κατοίκων της περιοχής που βρίσκεται. Εάν η λέξη-όνομα δεν είναι ιδιωματική ή διαλεκτική, αλλά ανήκει στην ευρύτερη γλωσσική οικογένεια, τότε είναι κατανοητή και από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας. Με το πέρασμα του χρόνου, το τοπωνύμιο αυτό μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Όσο το όνομα του τοπωνυμίου αποτελεί και λέξη (ή λέξεις) του καθημερινού λεξιλογίου, της ζωντανής γλώσσας, οι υπάρχουσες γενιές κατανοούν και τη σημασία του. Από ένα σημείο και μετά όμως, το τοπωνύμιο μπορεί να χρησιμοποιείται, δίχως αυτοί που το αναφέρουν να καταλαβαίνουν πια τι εννοεί. Γίνεται έτσι ένα “παράξενο” όνομα, μια άγνωστη λέξη, που όμως οι άνθρωποι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν για να δηλώσουν τον ίδιο τόπο που δήλωναν και οι πρόγονοί τους.
Ειδικά για το Λιβάδι, με την πολύ μεγάλη διοικητική του έκταση (περί τα 148 τ.χλμ.), η αναπόφευκτα μεγάλη ποσότητα των τοπωνυμίων (ο Προκόβας εντόπισε 341, τα οποία και σχολάζει), υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται την φυσιολογική και τη σταδιακή τους σημασιολογική αποφόρτιση από τους επικοινωνιακούς κώδικες των κατοίκων του.
Ο Κώστας Προκόβας, στην ευάριθμη από άποψη σελίδων αυτή εισαγωγή του, προσπαθεί και επιτυγχάνει απόλυτα να κερδίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ακόμη και εκείνου που δεν έχει ρίζες ή καταγωγή λιβαδιώτικη, αλλά θέλει να εμβαθύνει στην γνωριμία του με έναν ιστορικό τόπο, όπως το Λιβάδι.
Ακολουθεί το κυρίως κείμενο, το οποίο υπογράφει ο Νίκος Κατσάνης, μία 10σέλιδη μικρή πραγματεία κατά τη γνώμη μου, η οποία δεν λειτουργεί μόνο ταξινομητικά στην πληθώρα των καταγεγραμμένων τοπωνυμίων του Λιβαδίου, αλλά εμβαθύνει και γλωσσολογικά, αναλύοντας και επεξηγώντας την προέλευσή και την δομή τους. Παραθέτει δε και μία πλούσια βιβλιογραφία, που αφορά τόσο το θέμα των τοπωνυμίων γενικά, όσο και το ίδιο το Λιβάδι, όπου συμπεριλαμβάνει κάθε πηγή αναφοράς σ’ αυτό, ακόμη και σε εφημερίδες.
Ο Κατσάνης ξεκινάει με έναν άκρως εύστοχο ορισμό των τοπωνυμίων (στον οποίο αναφέρθηκε και ο πρόεδρος του Σ.Λ.Θ.), ότι θεωρούνται ‘επιγραφαί γεγλυμέναι επί του εδάφους’. Ο Κατσάνης κάνει μία εκπληκτική συνειρμική αναφορά πάνω στα θέματα των Βλάχων και της Βλάχικης γλώσσας. Θεωρεί ότι διανύουν τα ύστερα χρόνια της παρουσίας τους στον ελληνικό και βαλκανικό χώρο και ο κύκλος της ιστορικής διαδρομής τους κλείνει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αναφέρει ότι η πολιτικοποίηση του Βλάχικου ζητήματος και η παρέμβαση αλλοεθνών και αυτόκλητων προστατών, υπήρξαν η απαρχή της παρακμής των Βλάχων και της Βλάχικης γλώσσας. Η εκμετάλλευση αυτού του γεγονότος από εσωτερικούς πατριδοκάπηλους και καιροσκό
πους, στέρησαν τους Βλάχους από την έρευνα της ιστορικής τους διαδρομής και την ανάδειξη της τεράστιας προσφοράς τους προς τον ελληνισμό, όχι μόνο κατά τους εθνικούς αγώνες αλλά και κατά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την πολιτισμική της ακτινοβολία. Είναι μία αποστροφή του Κατσάνη, η οποία προσωπικά με καλύπτει πλήρως, έχοντας ζήσει τα τελευταία χρόνια από κοντά τις ατελέσφορες φυσικά προσπάθειες της παραχάραξης της ιστορίας μας και της εκ του πονηρού καιροσκοπικής πατριδοκαπηλίας ορισμένων κύκλων intra muros, εντός των τειχών δηλαδή.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι αναγκαίο και σημαντικό, έστω και την ύστατη ώρα, να συλλέξουμε κατά τον Κατσάνη όλες τις εναπομένουσες ψηφίδες της ιστορίας των Βλάχων ώστε να χρησιμεύσουν ως διαρκής παρακαταθήκη στον ελληνικό λαό. Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η παρούσα συλλογή τοπωνυμικού υλικού που αποτελεί μέρος της ζωής των Βλάχων.
Για να γίνει πιο κατανοητή η τοπωνυμική έρευνα των Βλάχων πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ορισμένα στοιχεία απαραίτητα για την έρευνα και τις συνθήκες που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της τοπωνυμίας των Βλάχικων οικισμών.
Ο Κατσάνης αναφέρει ότι την ιστορική διαδρομή ενός οικισμού, μιας πόλης, ενός έθνους, την καθορίζουν δυο βασικές συνιστώσες: οι άνθρωποι και ο τόπος. Ανάμεσα σ' αυτές υφαίνεται και δομείται η προσωπικότητα των κατοίκων, η ιδεολογία τους, ο πολιτισμός τους, η πολιτική ιστορία τους, η οικονομία τους, το πολίτευμά τους και γενικότερα σκιαγραφείται η πολυσχιδής φυσιογνωμία τους.
Αναφέρεται στο Λιβάδι και στο Μέτσοβο, τα οποία αποτελούν μοναδικό παράδειγμα σ’ όλο τον ελληνικό χώρο δυο ορεινών κωμοπόλεων, σε υψόμετρο πάνω από 1000 μ. που αντιστάθηκαν στις μεταπολεμικές και μετεμφυλιακές ανακατατάξεις και στο κύμα αστυφιλίας στα μέσα του περασμένου αιώνα, διατηρώντας ένα πληθυσμιακό μέγεθος άνω των 2.500 κατοίκων.
Έτσι σήμερα, παρά τα όποια προβλήματα που αντιμετωπίζουν, αποτελούν δυο οικισμούς οικονομικά εύρωστους, χωρίς μεγάλη πληθυσμιακή αποψίλωση, οι οποίοι εμφανίζονται να συνεχίζουν την παραδοσιακή τους ζωή και τον μικροπολιτισμό τους. Κοινό χαρακτηριστικό και των δυο οικισμών είναι ότι και οι δυο είναι βλαχόφωνοι. Συνεπώς, η αναδίφηση της ιστορίας τους και του μικροπολιτισμού τους, ίσως μπορούν να ερμηνεύσουν την επιτυχημένη διαδρομή τους και να μας διδάξουν το πώς κατάφερε ένας ορεινός οικισμός να επιζήσει στην εποχή μας.
Το Λιβάδι κατά την άποψή μου, αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση, ακόμη και από το Μέτσοβο. Βρίσκεται σκαρφαλωμένο εδώ και τουλάχιστον 9 αιώνες στα 1.200 μέτρα στο Τιτάριον τμήμα της οροσειράς του Ολύμπου, ψηλά από την αρχαία Τριπολίτιδα, όπου εκτεινόταν η Περραιβική Δωδώνη. Το Λιβάδι ευωδιάζει ιστορία. Βρίσκεται εκτός των μεγάλων οδικών αξόνων της χώρας (σε αντίθεση με το Μέτσοβο), στα όρια και στην τομή τριών πρώην νομών (Λαρίσης, Πιερίας, Κοζάνης) και τριών περιφερειών (Θεσσαλίας, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας) της Ελλάδας, με μόνιμους κατοίκους περί τους 2.500 και πλέον, αμιγείς Βλάχους, με παροιμιώδη ευγενή συμπεριφορά, οι οποίοι ζουν ευπρεπώς, ασχολούμενοι κυρίως με την κτηνοτροφία, την γεωργία, την υλοτομία και το εμπόριο. Αυτοί οι ακρίτες των συνόρων μεταξύ ουρανού και Ολύμπου, οι μελωδοί της απέραντης μοναξιάς τους, με ισχυρότατη πατριωτική συνείδηση και με μεγάλη και έμπρακτη προσφορά ψυχής και αίματος σε κάθε εθνικό αγώνα, γράφουν καθημερινά ιστορία, αντιστεκόμενοι όσο μπορούν στην αδιαφορία ή την επιλεκτική μνήμη του κράτους, αντιστεκόμενοι στις τάσεις του πανελλήνιου πληθυσμιακού φυλλορροήματος της περιφέρειας.
Η πρώτη συνιστώσα είναι οι άνθρωποι του Λιβαδίου.
Ο Κατσάνης μνημονεύει τον Προκόβα, ο οποίος με τον γλαφυρό του τρόπο σκιαγράφησε τα πρόσωπα, τις δραστηριότητες τους, τα πιστεύω τους, τις θυσίες και την υπομονή, την αντοχή, την αγάπη και την αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων, τις διαφορές τους, τα καλά τους και τα στραβά τους, τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, τις αρετές τους και τις κακίες τους. Το πολύπλευρο συγγραφικό έργο του πολυγραφότατου Προκόβα δεν είχε ως κύριο σκοπό την επιστημονική θεώρηση αυτών των πραγμάτων. Ο Κώστας Προκόβας γράφει ζωντανά, αληθινά, ζεστά και οικεία για κάθε Λιβαδιώτη που έζησε το Λιβάδι τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Κώστας Προκόβας δεν γράφει μόνο λογοτεχνία, γράφει ιστορία ή έστω μικροϊστορία.
Η δεύτερη συνιστώσα της ιστορίας είναι ο τόπος.
Η γεωγραφική διαμόρφωση, το πεδινό ή ορεινό του εδάφους, τα βουνά, τα δάση, τα νερά, οι δίοδοι, οι κοιλάδες και το οδικό δίκτυο καθορίζουν τις καλλιέργειες, τα επαγγέλματα, και γενικά τον πολιτισμό και τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Ο χώρος του Λιβαδίου είναι προνομιακός και ιστορικά ευεργετημένος, γιατί βρίσκεται στη γειτονιά των αρχαίων θεών της Ελλάδας, σ’ ένα ορεινό τοπίο εξαιρετικού φυσικού κάλλους, σε σταυροδρόμι μεγάλων περιφερειών της χώρας και σε κομβικά και στρατηγικής σημασίας περάσματα.
Οι άνθρωποι για να συνεννοούνται καλύτερα μεταξύ τους και για να προσδιορίζουν με ακρίβεια την ιδιοκτησία τους, τον τόπο της δραστηριότητας τους, τους τόπους αναψυχής κλπ. χρησιμοποιούν τα τοπωνύμια,. Λέξεις που περιγράφουν τη γεωγραφική διαμόρφωση των τόπων, τα πρόσωπα που είχαν ιδιοκτησίες, δηλαδή το κτηματολόγιο της εποχής των μεγάλων ιδιοκτησιών, την ύπαρξη εκκλησιών, μοναστηριών. Λέξεις επίσης που αναφέρονται στην ανάμνηση σημαντικών γεγονότων και προσώπων που αφορούσαν τη ζωή του χωριού.
Ο Κατσάνης εμβαθύνει επίσης και σε γενικότερα ζητήματα γλωσσολογικού ενδιαφέροντος, όσον αφορά την γένεση και προέλευση των τοπωνυμίων και την γλωσσολογική τους ταξινόμηση κατά γλώσσα, παραθέτοντας και στατιστικά στοιχεία. Εξετάζει γλωσσικά τα ονόματα των τοπωνυμίων και παρατηρεί ότι είναι ελληνικής καταγωγής, λατινικής, τουρκικής και σλαβικής. Επεξηγεί ωστόσο ότι τα 21 σλαβικά τοπωνύμια δεν είναι σλαβόθετα, δηλαδή δεν ήρθαν Σλάβοι για να ονομάσουν π.χ. τη Βουλοάγκα αλ Καρασούλι, αλλά οι Βλάχοι δανείστηκαν μόνο τη λέξη, είναι δηλαδή ελληνόθετα. Παρατηρεί ότι οι Βλάχοι του Λιβαδίου δεν έχουν τις επαφές που θα περιμέναμε με το σλαβικό στοιχείο, αλλά εμφανίζουν μια ιδιαίτερη καθαρότητα. Τα λατινικά είναι 144, αλλά οι λατινικές λέξεις δεν είναι τόσες γιατί π.χ. το Φιντίνα επαναλαμβάνεται 33 φορές. Τα περισσότερα τοπωνύμια είναι ελληνικά.
Μετά το βαρύτιμο κείμενο του Κατσάνη, έπονται από την σελίδα 27 έως και το τέλος του βιβλίου -περί τις120 σελίδες-, 341 τοπωνύμια του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής του Λιβαδίου. Πρόκειται για τα αποτελέσματα μίας εξαντλητικής έρευνας του Προκόβα, βασισμένης σε κάθε μορφής στοιχεία, έγγραφα ή προφορικά, τα οποία μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την γεωγραφική περιγραφή του οικισμού και του ευρύτερου χώρου του Λιβαδίου. Για το κάθε τοπωνύμιο ο Προκόβας αναφέρει την προέλευση της λέξης, καθώς και την ιστορική επεξήγησή της. Προβαίνει δε και σε μία εξαντλητική ερμηνεία του τοπωνυμίου, παραθέτοντας αναλυτικότατα κάθε ιστορικό στοιχείο που έχει βρει γι’ αυτό. Στο τέλος δε, παραθέτει μία πλούσια βιβλιογραφία αναφοράς.
Θα μπορούσε κανείς να ολοκληρώσει την τυπική παρουσίαση του βιβλίου εδώ, έχοντας δώσει μία πλήρη περιγραφική διάσταση στο περιεχόμενο. Ας μου επιτραπεί όμως, κάνοντας ίσως κατάχρηση της ανοχής σας, να προσπαθήσω να προσθέσω κάποιες απόψεις και να εμβαθύνω στα κείμενα, ώστε να διαφανεί ακόμη περισσότερο η εμβρίθεια της ερευνητικής εργασίας, όπως αποτυπώνεται στο πολύτιμο αυτό βιβλίο.
Αναλύοντας λοιπόν αυτή την πληθώρα τοπωνυμίων και στηριζόμενος σε ανέκδοτες σημειώσεις του καθηγητή Κατσάνη, θα ήθελα να αναφέρω τα εξής, ζητώντας εκ των προτέρων συγγνώμη για τα βλάχικά μου και την προφορά τους, που πορεύονται με δεκανίκια:
Για έναν που δεν επισκέφτηκε το χώρο του Λιβαδίου, ξένο ή και Λιβαδιώτη, αλλά διάβασε για τα τοπωνύμια, θα παρατηρήσει ότι έχουμε έναν αριθμό τοπωνυμίων με τη λέξη Βουλοάγκα (ή Βουλόγκα όπως την έχω ακούσει εγώ από Λιβαδιώτες), που σημαίνει ανοιχτό μέρος, ίσιωμα, πλάτωμα, π.χ. Βουλοάγκα αλ Καρασούλη, Βουλοάγκα, αλόρι αφούρι, κου Τσιρέσλου κλπ. Δώδεκα φορές συναντούμε τη λέξη Βάλε (από το λατινικό vallis) που σημαίνει κοιλάδα, χαντάκι, λάκκο με νερό, π.χ. Βάλια μάρε, Βάλια Λα Ζουρβάλα, Βάλια αλ Μούτου, Λα Ρόντι, Βάλια Λα Βρικόλατσι, Βάλια Λα μόρι, Βάλια τσια αράου. Τριάντα φορές απαντά το τοπωνύμιο Φιντίνα (λατ. Fontana = πηγή) - το προφέρουν εδώ στο Λιβάδι με απαλό το ου = φουντίνα, π.χ. Φιντίνα λα Σάλτσι, Ντι λα Σουλνάρε, Αλ Αδάμου, Ντι λα Στα Μαρίε, Λα Γουρνίτσα, κλπ. Επίσης πολλές φορές συναντούμε τις λέξεις Τζεάνα = κορυφή, π.χ. Τζεάνα λα Λεάγκανου, Λα Χλάμπουρα, Πρι σαμάρου, όπως και τη λέξη Κιάτρα (λατ. petra), π.χ. Κιάτρα αλί Αρινάκα, Αλ Λιπουράρου κλπ. και τη λέξη Μοάρα = μύλος (λατ. Mola).
Το συμπέρασμα που θα βγάλει ο αναγνώστης, είναι ότι πρόκειται για ένα χώρο ορεινό με μεγάλους βοσκότοπους, κοιλάδες, λάκκους και χαντάκια με νερά, άφθονες πηγές και επομένως το κυρίως επάγγελμα αυτών που τον κατοικούν είναι η κτηνοτροφία, ιδίως των αιγοπροβάτων. Επιπλέον έχουμε πολλά τοπωνύμια με τη λέξη Γίνι (λατ. vinea) = αμπέλι, π.χ. γίνι ντιν Βουλοάγκα, Γίνι άλου Αγίου Κουσταντίνου, άλου Αφέντου, άλου Γιάτρο, αλ Κάρπου, αλ Κουφαλέκση κλπ., γεγονός που δηλώνει μεγάλη αμπελοκαλλιέργεια και καλά κρασιά και τσίπουρα. Επίσης κατά καιρούς ήταν σημαντική και η πατατοκαλλιέργεια με την νόστιμη και φημισμένη λιβαδιώτικη πατάτα, όπως δείχνουν και οι περιοχές Λ' Αλούτου, Λα Αρβανίτ, Λα Βαγενίτσα, Λα Λημόκα. Έτσι έχουμε πλήρη οικονομική εικόνα του οικισμού από τα τοπωνύμια.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα που βγαίνει από τα τοπωνύμια, είναι ότι ο τόπος έχει ιστορική σημασία, την οποία και δεν γνωρίζουμε καλά. Αυτό αποδεικνύεται από τα αντίστοιχα τοπωνύμια, που δηλώνουν οχυρωματικούς τόπους, π.χ. Καστρίε νίκα και Μάρια, Κάστρου, Καστέλλου, Βίγκλα, Κούλια, Γκαρντίτσα. Ελάχιστες ως ανύπαρκτες είναι οι γνώσεις μας για τις περιοχές αυτές. Τα μόνα σημάδια είναι τα ερείπια που απόμειναν.
Τα τελευταία χρόνια έγιναν συστηματικές ανασκαφές στη Λα Κούλια και έφεραν στο φως δυο μεγάλες βασιλικές εκκλησίες και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, που μας υποβάλλουν την άποψη ότι πρόκειται για περιοχή που εξυπηρετούσε μεγάλο ανθρώπινο πληθυσμό, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε το σίγουρο. Τα άλλα τοπωνύμια φαίνεται ότι αποτελούσαν σημεία φύλαξης διόδων και περασμάτων. Ιστορικές πληροφορίες αντλούμε και από άλλα τοπωνύμια όπως, π.χ. Κουτουριάνοι, Παλιουντέρβενου στη διασταύρωση Ελασσόνας-Κατερίνης-Λιβαδίου στο σύνορο των δυο νομών, ή Μιλιέτ Μπαξέ, που αφορά την πρόσφατη ιστορία του χωριού.
Επίσης τα μοναστήρια και οι εκκλησίες αποτελούν πήγες της ιστορίας του οικισμού. Πληροφορίες κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος και μικροπολιτισμού μας δίνουν και τα τοπωνύμια του χωριού. Παλιότερα η ψυχαγωγία της κοινότητας ήταν συνυφασμένη με την ύπαιθρο. Εκεί γίνονταν τα πανηγύρια, οι χοροί και τα γλέντια που διατηρούσαν την κοινωνική συνοχή. Τα ονόματα Πουλέζου, Λα Σάλτσι, Κιόσκι, Χαϊντάρι, Χρουστάσε κ.ά. φέρνουν αυτόματα μνήμες ευφροσύνης, μνήμες χαράς, μνήμες γλεντιού σε κάθε Λιβαδιώτη. Φαγοπότι, μουσική, νεανικοί και πανσέληνοι τρυφεροί έρωτες, ανθούσαν και ωρίμασαν συναισθηματικά γενιές και γενιές Λιβαδιωτών. Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι τα γλέντια, οι χοροί, τα πανηγύρια, αποτελούσαν όχι μόνο αφορμές για γλέντι, αλλά και επιβεβαίωση της κοινωνικής συνοχής του χωριού και της αλληλεγγύης των κατοίκων μεταξύ τους.
Εκείνο όμως που παραμένει σταθερό, είναι ότι τα τοπωνύμια αποτελούν αστείρευτη πηγή ποικίλων πληροφοριών από το παρελθόν, τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε οι μεταγενέστεροι για να γνωρίσουμε καλύτερα αυτούς που έζησαν πριν από εμάς. Με το πέρασμα όμως του χρόνου, τα ονόματα σιγά-σιγά ξεθωριάζουν και ξεχνιούνται και γίνονται ανεξήγητα και ακατανόητα, γιατί αλλάζουν οι ιδιοκτησίες, λησμονούνται τα γεγονότα που συνέβησαν και πολλές οικογένειες που είχαν ιδιοκτησίες εξαφανίζονται, χωρίς να αφήσουν απογόνους.
Ας μου επιτραπεί εδώ να σημειώσω, ότι στη διδασκαλία του αρχιτεκτονικού, του αστικού σχεδιασμού και της πολεοδομίας, χρησιμοποιούμε ως χωρικό εξειδικευμένο προσδιορισμό τον σχετικά συναφή όρο ‘Τοπόσημο’. Τα τοπόσημα είναι σημεία προσανατολισμού, αναγνωρίσιμα και πολλές φορές με συμβολικό ή μνημειακό χαρακτήρα. Η σχέση και η έννοια τοπωνυμίου και τοποσήμου είναι ρευστή. Σχηματικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα τοπωνύμια προσδιορίζουν έναν τόπο, ενώ τα τοπόσημα τον καθορίζουν. Θα μπορούσε επίσης κανείς να θεωρήσει, ότι σε πολλές περιπτώσεις τοπόσημο και τοπωνύμιο ταυτίζονται, ή εμπλέκονται, ή εμπεριέχονται το ένα μέσα στο άλλο. Τα τοπόσημα είναι θαυμαστά ή και αξιοσημείωτα έργα της φύσης, όπως επίσης και κτίρια και γενικότερα δομές και υποδομές των ανθρώπων, πάντοτε όμως στοιχεία των οποίων η αντικειμενική και η σημειολογική υπόστασή έχει μεγάλη σημασία. Κάθε τοπωνύμιο ή τοπόσημο, άλλο σε μεγαλύτερο και άλλο σε μικρότερο βαθμό, εξυπηρετεί τις χρηστικές και πρακτικές επικοινωνιακές ανάγκες του ανθρώπου, σε συνδυασμό με την συμβολική και συναισθηματική χροιά την οποία αποκτά.
Έργα της φύσης που προσδιορίζουν και καθορίζουν το χώρο, αστικό ή μη, είναι εκείνα με μορφολογικές και γεωφυσικές ιδιαιτερότητες. Τα Μετέωρα π.χ. είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ταύτισης τοπωνυμίου και τοποσήμου. Ο Πλάτανος της πλατείας μας στο Λιβάδι, είναι ένα συμβολικό και καθοριστικό τοπόσημο, μέσα στον προσδιορισμένο τοπωνυμικά χώρο της πλατείας. Από τα κτίρια δε που δημιούργησε ο άνθρωπος, που και αυτά προσδιορίζουν και καθορίζουν το χώρο, τα πιο αποτελεσματικά είναι εκείνα με τα πιο ισχυρά εκφραστικά στοιχεία. Σε αντίθεση με την τυχαιότητα των διαφόρων αστικών χαρακτηριστικών που αξιοποιούνται από τον εγκέφαλο μας ως σημεία αναφοράς, υπάρχει και μια ειδική κατηγορία τοποσήμων, τα οποία έχουν τοποθετηθεί επί τούτου. Πρόκειται για αγάλματα και άλλα γλυπτά που βρίσκονται κατεσπαρμένα σε όλες σχεδόν τις πόλεις του κόσμου, πολλά από τα οποία πήραν διαστάσεις συμβόλων πόλεων ή και χωρών ακόμη. Ο Λευκός Πύργος στη Θεσσαλονίκη, η Ακρόπολη στην Αθήνα, ο Πύργος του Άϊφελ στο Παρίσι, το άγαλμα της Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη, το Κολοσσαίο στη Ρώμη, ο Άγιος Πέτρος στο Βατικανό, η Κόκκινη Πλατεία και το Κρεμλίνο στη Μόσχα, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα τοπωνυμίων-τοποσήμων-συμβόλων. Τα έργα αυτά είναι προορισμένα να ξεχωρίζουν, συνήθως δεσπόζουν σε πλατείες ή άλλους ανοιχτούς χώρους και εντυπώνονται στέρεα στο υποσυνείδητο των κατοίκων. Με την έννοια αυτή, μπορούμε άφοβα, χρησιμοποιώντας την αρχιτεκτονική ορολογία, να θεωρήσουμε ως τοπόσημο πλέον το άγαλμα του Γεωργάκη Ολυμπίου, το οποίο δεσπόζει ενσωματωμένο μέσα σε έναν μεγάλο τοπωνυμικό χώρο του Λιβαδίου, το Κιόσκι. Μελετώντας δε τον κατάλογο των 341 τοπωνυμίων του Προκόβα, μπορεί κανείς να εντοπίσει και θεωρήσει πολλά σημεία του, όπου η έννοια του τοπωνυμίου ταυτίζεται πλήρως με την έννοια του τοποσήμου, κυρίως εκεί αλλά όχι μόνον, όπου υπάρχουν υπερκείμενες δομές και παρουσίες της ανθρώπινης παρέμβασης (μοναστήρια, εκκλησίες, γέφυρες, μύλοι κλπ.).
Κυρίες και κύριοι
Ο χαρακτήρας και το πνεύμα ενός συγκεκριμένου τόπου, συλλαμβάνεται ως μία ολότητα μνήμης, ιστορίας, μύθου, λόγου, κοινωνικών δομών και ανθρωπογεωγραφικών επικρατειών. Ο τόπος και ο κάθε τόπος υποβάλλει νοηματικούς κανόνες και όρια, δημιουργώντας παράλληλα νοηματικούς πυρήνες, οι οποίοι εκπέμπουν πολιτισμικά μηνύματα. Οι συναισθηματικοί δεσμοί της κοινωνίας ως προς αυτά, είναι πολύ ισχυροί και αυτό τα καθιστά ‘αιώνια’, ακόμη και όταν τυχόν παύσουν να υπάρχουν. Στη σύγχρονη εποχή, όπου σημασία έχει η εικόνα, ο σημασιολογικός της πληθωρισμός και η διάχυσή της, οι έννοιες του τοπωνυμίου και του τοποσήμου, των καθοριστικών δηλαδή σημείων προσδιοριστικής και καθοριστικής αναφοράς ενός τό-
που, έχουν αλλάξει ριζικά. Πολλά παλιά τοπωνύμια ξεθωριάζουν και αντικαθίστανται από άλλα, ασήμαντα, εφήμερα, αναλώσιμα και φορτισμένα μόνο καταναλωτικά. Ο επικοινωνιακός βομβαρδισμός που δεχόμαστε όλοι μας και κυρίως η νεολαία μας, όπου προβάλλονται διαρκώς παγκοσμιοποιημένα καταναλωτικά πρότυπα και συμπεριφορές, τείνουν να ξεθωριάσουν αν όχι να εξαφανίσουν την τοπωνυμία της ιστορίας μας. Η μοναδική μας αντίσταση είναι η μνήμη μας, τουλάχιστον ως ελάχιστη ένδειξη σεβασμού προς αυτή καθ’ εαυτή την ιστορία του τόπου μας.
Στο πνεύμα αυτό, έρχονται με το βιβλίο τους ‘ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ’ ο Προκόβας και ο Κατσάνης, ως μεγάλοι αλλά σεμνοί ρέκτες, αλλά κυρίως ως ιστοριοδίφης και τοπωνυμιοδίφης ο ένας και ως γλωσσολόγος και λεξιδίφης (αν είναι δόκιμος ο όρος) ο άλλος, να καταθέσουν το αποτύπωμά τους, να κτίσουν ένα πολύτιμο ανάχωμα αντιλήθης, ώστε να μην χαθεί το ονοματεπώνυμο ενός ιστορικού τόπου όπως το Λιβάδι και να συντηρήσουν τη μνήμη, την λαϊκή συνείδηση, την παλιά λαλιά. Να προσθέσουν δηλαδή πολύτιμους γραπτούς λίθους στα ήδη πλούσια τιμαλφή της ιστορίας μας.
Ζηλευτός ο πνευματικός τους μόχθος, παράδειγμα προς μίμηση η προσπάθειά τους, σεβαστό και σεβάσμιο το πόνημά τους, διάπυροι προς αυτούς ευχέτες όλοι εμείς.
Άξιος και Άξιος και Πανάξιος ο μισθός τους.
Σας ευχαριστώ θερμά για την προσοχή σας.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΩΝ Κ. ΠΡΟΚΟΒΑ - Ν. ΚΑΤΣΑΝΗ ‘ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ’
Γιώργος Συνεφάκης, Αρχιτέκτων-πολεοδόμος, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ., τ. πρόεδρος του Σ.Λ.Θ.
Λιβάδι Ολύμπου, 11 Αυγούστου 2013 - Ζάννειο Πνευματικό Κέντρο