Στην κατηγορία αυτή παρουσιάζονται υποκοριστικά και χαιδευτικά ονομάτων στα βλάχικα και τα αντίστοιχα στην Ελληνική.
Μπορείτε εύκολα να προσθέσετε όσα γνωρίζετε.
Λέξη, φράση, όνομα | Ερμηνεία (Μετάφραση) |
---|---|
κα νβιάστε πι νούµτε |
“κα νβιάστε πι νούµτε”, ή “κα νβιάστε νάου”.(=Όπως η νύφη στον γάµο, ή όπως η καινούργια νύφη)
Παροιµία που λεγόταν όταν κάποιος ή κάποια ήταν ντροπαλός ή ντροπαλή, αντίστοιχα
|
κάλντι |
ζεστό
|
κάλου |
άλογο
|
κάντου |
πέφτω
|
κάντου |
τραγουδώ
|
Κάντου νου σ' άβντα φούρι, ατούμτσεα σ' τι αβέγκλι ντι νάσι |
Όταν δεν ακούς κλέφτες, τότε να φυλάγεσαι από αυτούς.
|
Καντούν |
Χωριό
|
κάπλου |
κεφάλι
|
κάπου |
κεφάλι
|
Κάρι άλτα γκούρα μπάσι, μούμα σ τατα αγκαρσιάστι |
Όποιος άλλο στόμα φυλάει, μάνα και πατέρα λησμονάει
|
Κάρι σιπταμάνα (σταμάνα) αέστα μ’νγκα ουμτουλέμνου του αλάντα μπάνα μ’νγκα μούλτου λέμνου |
Όποιος αυτή τη βδομάδα
τρώει λάδι
στην άλλη ζωή
τρώει πολύ ξύλο (έκφραση για την καθαρή βδομάδα)
|
Κάρι φουρά άκλου φουρά σ' σάκλου |
Όποιος έκλεψε τη βελόνα έκλεψε και το σακί
|
καρλίκου |
γκλίτσα
|
κάσιου |
τυρί
|
κάσιου |
τυρί
|
κασκάβάλ |
είδος τυριού, κασέρι
|
κατζού |
έπεσε
|
κατζούι |
έπεσα
|
κατζούς |
έπεσες
|
κατούσα |
Γάτα
|
κεάρε |
ανήλιο
|
κέενι |
σκύλος
|
κέλκου, κέλκι |
γυαλί, μπουκάλι
|
κεπούσιου, καπούσου |
τσιμπούρι
|
Κιάτρα κριάπα, όμλου νου κριάπα |
Η πέτρα ραγίζει, ο άνθρωπος δε ραγίζει.
|
Κίτας | Χρήστος |
Κόλας | Νίκος |
κόντα, κοάντα |
ουρά
|
κουάλι |
όρχεις
|
κουκότ, κικότ |
κόκορας
|
κουλντούρε |
ζέστη
|
Κουμ χι |
Πως είσαι
|
κουνόσκου, κουνουσκούτ |
γνωρίζω, γνωστός με τον οποίο συναναστρέφομαι
|
κουρκουμπέτα |
κολοκύθα
|
κούρου |
κώλος
|
κούσκουρου, κούσκρου |
συμπέθερος
|
κουσουρίνου |
ξάδερφος
|
κουσουρίνου |
εξάδερφος
|
Κουτσιούμπα |
Κούτσουρο ή αδέξιος
|
κρέπ, κρέπου, κριπάι |
ραγίζω, σκάω, δυσανασχετώ
|
κρέσκου |
μεγαλώνω, αυξάνω, ανατρέφω
|
κρέσκου |
μεγαλώνω
|
κρέστ, κρέσκου |
μεγαλώνω
|
κρούτσε |
σταυρός
|