Τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα, σύμφωνα με την παράδοση, εγκαταστάθηκαν οι Βλάχοι στην περιοχή του Ν. Σερρών.
Η καταστροφή μεγάλων αστικών κέντρων που ανθούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Πίνδου, όπως Αβδέλλα Γρεβενών, Βωβούσα, Γράμμουστα, Μοσχόπολη, Β. Ηπείρου, Νυμφαίο Φλώρινας, από "ληστρικές ομάδες Τουρκαλβανών", αλλά και λίγο αργότερα οι" θηριωδίες του Αλή Πασά (Ι790-1820) ανάγκασαν πολλούς βλάχους να μεταναστεύσουν ανατολικότερα, για να επιζήσουν. Βλάχοι κτηνοτρόφοι εγκαταστάθηκαν στο Χιονοχώρι, Ν. Πετρίτσι, Πορρόϊα, Σιδηρόκαστρο, Ροδολίβος, Πρώτη, ενώ οι έμποροι στις Σέρρες, στην Ηράκλεια, στην Νιγρίτα όπου ενσωματώθηκαν με την ντόπια αστική τάξη.
Η βλάχικη γυναικεία φορεσιά λέγεται από υπερήλικες βλάχες γυναίκες, ότι ήταν η φορεσιά της Γράμμουστας Καστοριάς οι κάτοικοι της οποίας διασκορπίστηκαν στην Αν. Μακεδονία και Βουλγαρία, φέροντας μαζί τους μία χειροποίητη μάλλινη πανέμορφη φορεσιά η οποία λόγω της ομορφιάς της υιοθετήθηκε από γυναίκες και άλλων βλαχόφωνων περιοχών.
"Ντύσου στολίσου λυγερή, ντύσου στολίσου κόρη, για να φανείς και στον γαμπρό κήπος και περιβόλι».
Μ' αυτά τα λόγια τραγουδούν την νύφη οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες όταν ντύνουν την νύφη, η οποία κατάσαρκα θα φορέσει την υφαντή βαμβακερή άσπρη πουκαμίσα, το "κατασάρκου" κατά την βλάχικη διάλεκτο και πάνω από την πουκαμίσα ένα κοντό βελούδινο γιλέκο" το «μιντάου» που δεν αφήνει να φαίνονται τα χέρια όταν ανασηκώνονται.
Το χαρακτηριστικό κομμάτι της νυφικής φορεσιάς είναι η μάλλινη κόκκινη φούστα με πτυχές, που στο μάκρος φτάνει κάτω από το γόνατο. Τα δύο βελούδινα μανίκια που ράβονται στην πολύπτυχη φούστα τα «καπάκια» είναι χαρακτηριστικό της νυφικής φορεσιάς και αργότερα έτσι φοράει την φορεσιά η γυναίκα τα πρώτα χρόνια του γάμου της. Η ποδιά η νυφιάτικη και αυτή από βελούδο στο ίδιο χρώμα με τα καπάκια. Το αμάνικο κοντό βυσινί γιλέκο «σκουρτάκα» είναι ολόκληρο κεντημένο με γαϊτάνια και στο τελείωμά του στολισμένο με πολύχρωμα κουμπιά. Στα πόδια πολύχρωμες πλεκτές μάλλινες κάλτσες «πουρπότς».
Αυτό που εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα είναι ο πλούσιος κεφαλόδεσμος, που στην πλήρη του μορφή, όπως διηγούνται οι μεγαλύτερες το βάρος του έφθανε στις 3 (τρεις) οκάδες. Είναι η γνωστή κατσούλα, δηλαδή ένα κόκκινο καπέλο, που στο επάνω μέρος του φέρει το «τάσι» ένα μετάλλινο δίσκο με τον δικέφαλο αετό. Γύρω από αυτό ράβεται «η βλάσκα» μία πολύχρωμη δηλαδή ολόμαλλη μαντίλα. Πάνω στην κατσούλα οι γυναίκες εξαντλούσαν όλο τους το μεράκι και την εφευρετικότητά τους, κρεμώντας επάνω της όλα τα χάντρινα στολίδια, φτιαγμένα από τις ίδιες, μικρά ζωάκια σε φυσικό μέγεθος, βατραχάκια, πολύχρωμες πεταλουδίτσες, χελωνίτσες, με αποτέλεσμα το βάρος του να φθάνει τις τρεις οκάδες. Το πρόσωπο της νύφης είναι σκεπασμένο με ένα κόκκινο διάφανο πέπλο, το «ζαβόνι» κεντημένο με πούλιες.
Στη μέση χάντρινη ζώνη και εκατέρωθεν της μέσης από ένα κεντημένο μαντήλι (τζεβρέδες). Έτσι όπως την περιγράψαμε την νυφική φορεσιά την φορούσαν οι Βλάχες νύφες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 όπως φαίνεται από δημοσιευμένες φωτογραφίες που κυκλοφόρησε ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών «Γεωργάκης Ολύμπιος» στο Λεύκωμά του.
Η παραπάνω φορεσιά αποτέλεσε στο παρελθόν λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας για τις γυναίκες που την φορούσαν, γιατί στον συνοστισμό των πανηγυριών «σκανδάλιζαν» τους άνδρες. Αυτά αναφέρει στο Βιβλίο του «Ο Ελληνισμός και η Μητρόπολη του Νευροκοπίου κατά τον Μακεδονικό Αγώνα» ο ιστορικός Αθανάσιος Καραθανάσης.
Αυτό βέβαια κατά τις εκτιμήσεις του Βουλγαρικού Κομητάτου, που δεν δίστασε να εκδώσει διαταγή το έτος 1905, που τιμωρούσε με την ποινή του θανάτου τις βλάχες εκείνες που τολμούσαν να εμφανισθούν στα πανηγύρια με την πανέμορφη αυτή φορεσιά.