Δεληγιανναίοι ή Τσαπαίοι

Μέτσοβο photo Margaret HasluckΗ βλάχικη οικογένεια των Δεληγιανναίων

Ο μεγαλύτερος των αδελφών « Τσαπαίων », Ιωάννης Δεληγιάννης, οπλαρχηγός του Μετσόβου, φέρεται να είναι ο καταγγείλας , κατά το έτος 1808, (όπως αναφέρει ο Αραβαντινός) στον Αλή-πασά, τον αείμνηστο Παπα-Θύμιο Βλαχάβα και τους   υπόλοιπους συνωμότες, όντας τότε προσκυνημένος. Είθιστο εκείνη τη μαύρη  περίοδο, όσοι έπαιρναν το χρίσμα του αρματολάρχη από τον Αλή-πασά, να είναι  προσκυνημένοι. Δολοφονήθηκε στα Γιάννενα το έτος 1827, από έναν Αλβανό προύχοντα, ο οποίος τον μισούσε για το θάνατο του ανεψιού του που είχε συμβεί στο Μέτσοβο, όταν ο Δεληγιάννης απέκρουσε τον Μπράχο Νεπράβιστα που οδηγούσε χιλιάδες ληστών   Αλβανών, λιποτακτών εκ Θεσσαλίας, που αποσκοπούσαν στην κατάληψη και λεηλασία της πόλεως του Μετσόβου.

Ο προύχοντας αυτός ενδεχομένως να ήταν ο Σιαήμπεης ή Σαμσόμπεης ή και Σιάμης, αλλά και Σέμσος όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες Κλέφτες, αν αξιολογήσουμε την επίκληση «που σκότωσες το μπάρμπα μου» προς αυτόν, του Γιωργάκη Τσάπου, ανεψιού του Δεληγιάννη, παιδί του αδερφού του Αποστόλη, στο άσμα  που παρατίθεται για τον Καταρραχιά. Η δολοφονία του Δεληγιάννη έγινε καταμεσήμερο στην αγορά των Ιωαννίνων. Ο  διοικητής της πόλεως, καίτοι πληροφορήθηκε το γεγονός, δεν έλαβε καμία φροντίδα για τη σύλληψη   και τον κολασμό των ενόχων, διότι η εξόντωση τέτοιων οπλαρχηγών χριστιανών ήταν πάρα πολύ   αρεστή στην τουρκαλβανική Διοίκηση.

Ως προς το φονέα του Αποστόλη Δεληγιάννη, δεν είναι άλλος, παρά ο γνωστός Αρία - Μπέης, υιός του Αλή – Φαρμάκη, όστις απήγαγε τον σωματάρχη του Ζιάκα,   Αλέξη Μακρή  που παρεδόθη τραυματισμένος ών από τον ίδιο τον αρχηγό του Γιαννούλα Ζιάκα, τον οποίον και θανάτωσε σκληρότατα εις  Ιωάννινα ο Αλή-Φαρμάκης.

Ο θάνατος του Αποστόλη Δεληγιάννη έγινε την ημέρα του Πάσχα πάνω στο τραπέζι. Μόλις στρώθηκε το τραπέζι, έφτασε ο Αρία – Μπέης με τη συντροφιά του, όλοι οπλισμένοι Αρβανίτες. Ο Δεληγιάννης τους πρότεινε να καθήσουν στο τραπέζι να φάνε, αλλά αυτοί δεν δέχτηκαν και ζήτησαν μόνον ένα καφέ. Και μόλις ο Δεληγιάννης πήγε να βάλλει την πρώτη μπουκιά στο στόμα του, το εκτέλεσαν μαζί με το μεγαλύτερο γιo του Νικολό, αφού τα άλλα δυο του αγόρια απουσίαζαν. Τα παιδιά του Αποστόλη Δεληγιάννη, Δημήτρης και Γιωργάκης, όταν έμαθαν την είδηση του θανάτου του πατέρα τους και του αδελφού τους, έχοντες συμπαραστάτες και τους δύο εξαδέλφους τους, παιδιά του Ιωάννη Δελληγιάννη, ξετρελλάθηκαν  από τον πόνο και επιδόθηκαν σε πρωτοφανείς αγριότητες εναντίον των Αλβανών και των οικογενειών τους. Ακόμα συμμετείχαν και σε επιχειρήσεις εναντίον Ελλήνων, όπως μαρτυρεί το άσμα «Η λήστευση της Καστανιάς Ασπροποτάμου», αν και η επιχείρηση αυτή απέβλεπε στο να εφοδιαστούν είδη βιοτικής ανάγκης  για τους ίδιους και τα ασκέρια τους.

Παραθέτουμε ορισμένα άσματα που αναφέρονται στην ιστορική αυτή Βλάχικη οικογένεια.


    ΙΩΑΝΝΗΣ  ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ   (1827)

Εσείς βουνά του Γρεβενού και πεύκα του Μετσόβου,
λίγο να χαμηλώσετε και να ταπεινωθείτε,
για να περάσει η Κλεφτουριά, τα δυο παιδιά του Τσάπου,1
να πάνε κατά το Σταυρό, πέρα στα καραούλια,
να μάθουν απ’ τα Γιάννενα, κάνα καλό χαμπέρι.
Εκεί χαμπέρι πήρανε, πικρό, φαρμακωμένο,
το Δεληγιάννη σκότωσαν, στη μέση στο παζάρι.
Σαν πήραν δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
αρπάζουν, καίνε τα χωριά, διαβάτες ξεγυμνώνουν.

1 Πρόκειται για τα δύο άρρενα τέκνα του Ιωάννη Δεληγιάννη


                         Ο  ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ

Εσείς βουνά της Καστανιάς, βουνά απ’ τη Βεντίστα,
φέτος να μη χιονίσετε, φέτος μην παχνιστείτε,
για τους Τακαίους τον καημό, που ‘ναι φυλακισμένοι.
Ο Δεληγιάνν’ς που το ‘μαθε, πολύ του κακοφάνη.
Πιάνει και γράφει γράμματα, σ’ όλους τους δικηγόρους.
«Παιδιά μ’ προσέξετε καλά, γι αυτούς του Γιαννουσαίους ».


ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ  ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ή ΤΣΑΠΟΣ  (1837)

Μια περδικούλα κάθονταν, στα πλάγια του Μετσόβου
και το ‘λεγε πικρά-πικρά, σαν απ’ ανθρώπου στόμα.
«Σήμερα Τσάπο μου, γιορτή, η Πασχαλιά η μεγάλη
και σήμερα θα θυμηθείς, τα μαύρα σου τα νιάτα ».
Με τα χρυσά του τ’ άρματα, με το σπαθί ζωσμένος,
με τα καπετανίτικα, φορέματα ντυμένος,
επήγε στην Ανάσταση, σαν πρώτος καπετάνος.
Στο σπίτι του μπαινόβγαιναν για το “ Χριστός Ανέστη ”,
ολ’ οι δικοί και φίλοι του κι οι πρώτοι του Μετσόβου.
Πλούσιο το γιόμα το ‘στρωσαν, της Πασχαλιάς τραπέζι
και μον’ το πρώτο του παιδί, ήταν συντραπεζίτης,
τ’ άλλα παιδιά κι ανήψια του, στην παγανιά ‘ταν όλα.
Αρνί μεγάλο και παχύ απ’ το σουβλί βγαλμένο,
φέραν’ του βάλαν’ ομπροστά, κλέφτικα λιανισμένο,
τον πλάτη πήρε για να φάει, τον πλάτη να κοιτάξει,
το πρόσωπό του χλώμιασε κι έσκυψε το κεφάλι,
γιατ’ είδε δύο μνήματα, σκαμμένα στην αυλή του.
« Τσάπο μ’ καλή σου Πασχαλιά ». « Μπέη μ’ πολλά τα έτη
κι ορίστε στο τραπέζι μας ». « Χαρείτε καπετάνε,
έναν καφέ μόνον να πιώ και σεις φάτε και πιείτε ».
Σήκωσ’ ο Τσάπος εντολή, για την υγειά του μπέη
κι έπιε την υστερνή σταξιά, μαζί με τρία βόλια
και μ’ άλλα πέντε κλείστηκε, το στόμα του παιδιού του.
Του Τσάπου η γλώσσα κελαηδάει, στο γαίμα του πνιγμένη.
«Αρίμπεη, Τουρκόγυφτε, κλήρα τ’ Αλή Φαρμάκη,
παιδιά ‘χω άλλα κι ανεψιούς και διάτα τους αφήνω,
όσο καιρό να ζήσουνε, το αίμα μου να βγάλουν
και Τούρκο να μη μπιστευτούν και φίλο να μην πιάσουν ».


           Ο  ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ  ΖΙΑΚΑΣ  (1826)

Πουλί μ’ που πάς στα Γρεβενά στο βλογημένο τόπο
χαιρέτα μου την κλεφτουριά τον, τον Καπετάν – Γιαννούλα,
να ‘ χει τα μάτια του ανοιχτά, σ’ όλο το σύνορό του.
Δεν είναι ο περσινός καιρός, που ‘ταν ο Μουσελίμης
κι ήταν κι ο Μπαϊχτάραγας απάνω στα δερβένια.
Φέτο ήρθε ένα πασιόπουλο, ένα βεζυροπαίδι.
ειν’ κι ο Σελιχτάραγας, σε όλα τα δερβένια.
Κράζει τους κλεφταρματολούς στα Γιάννινα να ‘ρθούνε,
γυρεύει τα Τσαπόπουλα και το χρυσό ζευγάρι.
Τα μαύρα τα Τσαπόπουλα,  στέκουν συλλογισμένα
γιατί φοβούνται ‘ν απιστιά, σκιάζονται τη ζωή τους.


Τσαπόπουλα: Αδέρφια, ο Δημήτρης και ο Γιωργάκης  τέκνα του αρματολού Καπετάν
Αποστόλη  Τσάπου,  (Δεληγιάννη), δράσαντες εναντίον των Τουρκαλβανών στην
περιοχή της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, Βλάχοι, καταγόμενοι εκ Μετσόβου.
Στη Βλάχικη γλώσσα  τσάπος σημαίνει τράγος). Επίσης όλοι οι αδελφοί
Δεληγιάννηδες και οι απόγονοί  τους, έφεραν το παρατσούκλι Τσαπαίοι.



                   Ο  ΚΑΤΑΡΑΧΙΑΣ   (1838)  1


Δεν είναι ο περσινός καιρός, δεν ειν’ ο Ταφίλ Μπούζης2
να  περβατείς  ντερβέναγας, να περβατείς καβάλα.
Φέτο το λεν Καταραχιά, το λένε Καραμήτσιο3,
το λέν παιδιά Τσαπόπουλα, Δημήτρη και Γιωργάκη
το λένε και Ζιακόπουλα, το λεν Μαμαλυγγίδη4.
Γράφουν οι Κλέφτες γράμματα, στα Τρίκαλα τα στέλνουν:
« Σ’ εσέ κυρ - Νάσιο  προεστέ, σ’ εσάς κοτζαμπασήδες,
να στείλετε την ξαγορά, μια ‘κατοστή πουγγιά άσπρα,
να μην καούνε τα χωριά, Φανάρι και Καρδίτσα
κι εμπούμε και στα Τρίκαλα και κάμωμέ σας σκλάβους ».
Σιαήμπεης5 σαν τ’ άκουσε, βαριά εχολοτάρτη,
πιάνει τους γράφει γράμματα και βάνει μαύρη μπούλα:
« Τι ξαγορά γυρεύετε, τι ξαγορά ζητάτε;
Αν δε σας πιάσω ζωντανούς κι αν δε σας παλουκώσω ».
Καταραχιάς σαν τάκουσε με το Γιωργάκη Τσάπο,
τα Κριθαράκια6 πιάσανε και τα  νταμπούρια φκιάνουν,
φκιάνουν ταμπούρια με κλαδιά, με φτέρες και με δέντρα,
κι όντα ‘καμαν κι αγνώντεψαν  τους κάμπους των Τρικάλων,
βλέπουν το Σιάμη πο’ ‘ρχεται, μ’ Αρβανιτιά, μ’ ασκέρι,
Καταραχιάς εχούγιαξε με το Γιωργάκη Τσάπο:
« Ντουφέκια να μη ρίξουμε, τραγούδια να μην πούμε,
όσο να ‘ρθεί ο Σιαήμπεης, να πιάσει το ντουφέκι,
να ‘ρθεί κοντά, τόσο κοντά, να φτάνει το μολύβι ».
Καταραχιάς εφώναξε με το Γιωργάκη Τσάπο:
« Που πας μπρε Σιάμη βρωμερέ, που πας μωρέ μπαμπέσα,
που σκότωσες το μπάρμπα μου κι  την  μικρανεψιά μου ».


1 Κλεφταρματολός της περιοχής Θεσσαλίας   
2 Τουρκαλβανός ληστής που η συμμορία του αποτελούνταν από Αρβανίτες ενόπλους,
που  καταδυνάστευαν  τους ΄Ελληνες.
3,4 Πρωτοπαλήκαρα του Καταραχιά και των Τσαπόπουλων.
5   ή Σαμσόμπεης, Αλβανός   Διοικητής της περιφέρειας Τρικάλων και Καρδίτσης,
αποκαλούμενος και Σιάμης ή και Σέμσος.
6  τοποθεσία  όπου συνήφθη η μάχη και κατεστράφη το ασκέρι του Σιαήμπεη.

περβατείς = περπατείς        κοτζαμπασήδες = διοικούντες άρχοντες της εποχής
εχολοτάρτη = χολώθηκε     μπούλα = βούλα, σφραγίδα        παλουκώσω = σουβλίσω
κι όντα = κι όταν     αγνώντεψαν = αγνάνντεψαν       μπαμπέσα = μπαμπέση, απατεώνα.        



   Η  ΑΛΩΣΗ  ΤΗΣ  ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ 1



Οι  κλέφτες εσυνάχθηκαν μεσ’ την Αγιά – Τριάδα.
Ηταν τα δυο Τσαπόπουλα, οι πέντε Μπλαχαβαίοι2,
ο  Ζιάκας απ’ το Γρεβενό, οι τρεις Κοντογιανναίοι3,
Γιώργης απ’ το Ξερόμερο4 κι ο γιος του Σκυλοδήμου5,
ο Στράτης από τ’ ΄Αγραφα6, οι δυο Μπουκουβαλαίοι7,
Κώστας Στουρνάρας8, Κατσαρός9 κι ο Γιάννης Κουτελίδας10
και Τόσκηδες11 και Λιάπηδες12, με τον Ταφίλη  Μπούζη13.
Συνάχτηκαν, κουβέντιασαν και κίνησαν να πάνε,
να χαρατσώσουν τα χωριά, να κάμουν και λεμούρα.
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή, στην Καστανιά τη στέλνουν.
« Σ’ εσάς αρχόντοι Καστανιάς, σ’ εσάς κοτζαμπασήδες,
να στείλετε την ξαγορά, να στείλτε το χαράτσι,
να στείλετ’ εκατό πουγκιά, ψωμιά και κρασοράκια,
χίλια τσαρούχια αφόρετα και χίλιες φουστανέλλες,
να φαν’  τα παλικάρια μας, να πιουν και να φορέσουν ».
Οι προεστοί δεν τ’ άκουσαν κι ετοίμαζαν ντουφέκια.
Σαν έκαμαν και κίνησαν, οι κλέφτες θυμωμένοι,
με τα σπαθιά ξεγύμνωτα, και μπήκαν μεσ’ τη χώρα,
τα πρώτα σπίτια πιάσανε, τα κάμανε  λεμούρα
και πήραν σκλάβους άρχοντες, κυρές κι αρχοντοπαίδια.
« Ανάθεμά σας προεστοί και Νάσιο Καστανιώτη,
με το κακό που κάματε, στη δόλια μας τη χώρα,
μας πήραν κλέφτες στα βουνά, μας κωλοσέρνουν σκλάβες
και μας γυρεύουν ξαγορά, τόσες χιλιάδες γρόσια ».


1 Χωριό στα Δυτικά του Νομού Τρικάλων, άλλως Καστανιά Ασπροποτάμου.
2 καταγόμενοι εκ της οικογενείας του κλέφτη  Παπα – Θύμιου Βλαχάβα
3,4,5,6 Στερεολαδίτες οπλαρχηγοί
7 ωσαύτως καταγόμενοι από το οικογενειακό δέντρο του Μπουκουβάλα.
8,9 Ηπειρώτες οπλαρχηγοί
10  Αρτινός καπετάνιος
11,12  Αλβανικές φυλές.  
13 Ταφίλ Μπούζης, Αλβανός λήσταρχος

Περί των αδελφών Τσαπόπουλων και Ζιάκα, έχουμε αναφερθεί.

συνάχθηκαν = συναντήθηκαν,
λεμούρα = πλιάτσικο,  
κρασοράκια = κρασί και ρακί
αφόρετα = καινουργή,   
ξεγύμνωτα = γυμνά,  
κωλοσέρνουν = τραβολογούν



            ΤΑ  ΤΣΑΠΟΠΟΥΛΑ  (1838)


Με γέλασ’ ο Αυγερινός, με γέλασε η Πούλια
και βγήκα πάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
κι ακούω αέρας που φυσάει και τα βουνά μαλώνουν.
« Εσείς βουνά του Γρεβενού και χίλιων χρόνων πεύκα,
τι έχετε και μαλώνετε, τι έχετε και βογκάτε;
Μήνα τα χιόνια σας βαρούν, μη σας βαρεί ο χειμώνας; »
« Δεν μας βαρεί ο χειμών’ καιρός, δεν μας βαρούν τα χιόνια,
μον’ μας βαρεί η Κλεφτουριά, που περπατάει τη νύχτα,
με το ντουφέκι στο πλευρό και το σπαθί στη ζώση
και μας βαρεί η παγανιά, οι τόσοι Αρβανίτες,
που μέρα νύχτα περπατούν και ψάχνουν και γυρεύουν,
τα δόλια τα Τσαπόπουλα, τα τέσσερα ξαδέρφια1 ».


1 δύο του Ιωάννη και δύο του Αποστόλη Δεληγιάννη  (Τσάπου)

Απόστολος Αποστολίδης – Γρεβενά
Οικονομικά – Στατιστική - Χρηματοοικονομικά
Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αναζήτηση