Άγνωστα στοιχεία για την εκπαιδευτική κίνηση στην εκκλησιαστική περιφέρεια Καστοριάς κατά την περίοδο 1873-1884

Μαθητές και δάσκαλοι της Ελληνικής Σχολής του Νυμφαίου (1900)Μετά τη δεκαετία του 1870, η προαγωγή της ελληνομάθειας στους ετερόγλωσσους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής επικράτειας καθίσταται κεντρικός στόχος των φορέων που επωμίζονταν τη διοίκηση και την οργάνωση του εκπαιδευτικού δικτύου των κατά τόπους ελληνικών κοινοτήτων, όπως λ.χ. τα στελέχη των τοπικών κοινωνιών, οι εκκλησιαστικές αρχές, η οθωμανική κυβέρνηση και οι θεσμικοί φορείς του ελληνικού κράτους (προξενεία και σύλλογοι).
Μετά την έκδοση των μεταρρυθμιστικών διαταγμάτων Χάττι Σερίφ (3 Νοεμ. 1839) και Χάττι Χουμαγιούν (18 Φεβρ. 1856), με τα οποία καθιερώνονταν ισονομία και ισοπολιτεία όλων των οθωμανών υπηκόων, ανεξάρτητα από τη φυλή και το θρήσκευμά τους, καθώς και τωνΓενικών Κανονισμών περί διευθετήσεως των εκκλησιαστικών και εθνικών πραγμάτων, οι οποίοι συντάχθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 1 δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας πιο φιλελεύθερης πνευματικής, πολιτιστικής και εκπαιδευτικής κίνησης.

 Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μεταρρυθμιστικού πνεύματος ευνοήθηκε η σύσταση φιλεκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών σωματείων και αδελφοτήτων, που προέβαλαν ως βασικό τους σκοπό τη στήριξη και προαγωγή της εκπαίδευσης, την ανόρθωση του μορφωτικού επιπέδου, την ανάπτυξη φιλανθρωπικού έργου καθώς και την εν γένει πρόοδο κυρίως σε χριστιανικές κοινότητες του οθωμανικού χώρου.

Στις εμπιστευτικές εκθέσεις, που αποστέλλονταν από τις κατά τόπους φιλεκπαιδευτικές Αδελφότητες των επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον εν Αθήναις Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων2 (ΣΔΕΓ), αναγνωρίζουμε τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραμάτισαν στην κοινωνική, εκπαιδευτική και εθνική δραστηριοποίηση του Ελληνισμού, ιδιαίτερα στον χώρο της Μακεδονίας, που από τα μέσα περίπου του 19ου αι. βρέθηκε στο επίκεντρο των διεκδικήσεων των βαλκανικών λαών, αντιμετωπίζοντας ποικίλες προκλήσεις προερχόμενες από την ανάπτυξη των εθνικισμών και την κρίση που δημιούργησε η ανάδειξη του Ανατολικού Ζητήματος (1875-1878). 

Στο αρχείο του ΣΔΕΓ, όπου φυλάσσεται η σχετική αλληλογραφία με όλους τους εκπαιδευτικούς φορείς της εποχής, περιέπεσαν στην αντίληψή μας τρεις μακροσκελείς εκθέσεις,4 οι οποίες συντάχθηκαν από τον διδάσκαλο Αναστάσιο Η. Πηχιώνα5 στις 8 Ιουνίου 1873,6 στις 14 Δεκεμβρίου 18817 και στα μέσα Μαρτίου 1885. 8 Η συγκριτική παράθεση των δεδομένων αυτού του αρχειακού υλικού παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τον πληθυσμό, την εθνολογική του σύνθεση και τις δομές της στοιχειώδους κοινοτικής εκπαίδευσης των κωμοπόλεων και των χωριών της εκκλησιαστικής περιφέρειας Καστοριάς κατά τη χρονική περίοδο 1873-1884.

Αναφέρουμε συνοπτικά ότι η εκκλησιαστική περιφέρεια Καστοριάς και η ομώνυμη υποδιοικητική περιφέρεια υπήρξε έδρα του φερώνυμου μητροπολίτη 9 και του καϊμακάμη (υποδιοικητή). Σε αυτή συμπεριλαμβάνονταν 192 χωριά και κωμοπόλεις,10 τα οποία υπάγονταν πολιτικά στους καζάδες (υποδιοικήσεις) Καστοριάς, Φλωρίνης, Λαψίστας, Κορυτσάς, Κολώνιας και Πρεμετής και στα μουδιρλίκια (ναχιέδες/δήμους) Χρουπίστης και Μπιγλίστης. Διαιρούνταν σε έξι εκκλησιαστικά θέματα,11 Ποπόλεως με 26 χωριά, Φλωρίνης με 15 χωριά, Κορεστίων με 24 χωριά, Νεστραμίου και Δεβόλεως με 35 χωριά, Χρουπίστης και Ανασελίτσης με 44 χωριά, καθώς και Κολώνιας και Πρεμετής με 48 χωριά. Εξ αυτών μόνο τα 39 χωριά καταγράφονται ως «γνήσια ελληνικά ή ελληνόφωνα».

Υπαίθριο δικαστήριο στο κονάκι του οθωμανικού διοικητηρίου της Καστοριάς

Εθνοπολιτισμικά-δημογραφικά δεδομένα

Η πόλη της Καστοριάς, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πηχιώνα, το 1873 κατοικούνταν από 600 περίπου ελληνόφωνες οικογένειες, χωρίς ωστόσο να αναφέρονται αριθμοί και για τις υπόλοιπες εθνοτικές ομάδες της πόλης.12 Το 1881 απαριθμούσε 1.400 περίπου οικογένειες,13 οι οποίες διαιρούνταν σε τέσσερις «διακεκριμένας απ’ αλλήλων διά τε τον εθνισμόν και το θρήσκευμα κοινότητας», τη χριστιανική με 700 περίπου οικογένειες, όλες σχεδόν «ελληνόφωνες», την τουρκική,14 την ιουδαϊκή15 και την αθιγγανική, τη μόνη που δεν διέθετε δικά της εκπαιδευτήρια. 16 Στα 1884 ο πληθυσμός της πόλης είχε ανέλθει στις 900 χριστιανικές οικογένειες.17

«Γραικόβλαχοι ή Ελληνόβλαχοι» χαρακτηρίζονται οι 700 οικογένειες της Κλεισούρας και οι 350 οικογένειες του Νυμφαίου. Ως «βουλγαρόφωνοι» καταγράφονται οι 400 οικογένειες της Βασιλειάδας, οι 300 οικογένειες της Κορησού18 και οι 200 οικογένειες της Κρυσταλλοπηγής (Σμαρδέσι). Το Άργος Ορεστικό κατοικούνταν από 230 οικογένειες «ελληνοφώνων», «βουλγαροφώνων» και «βλαχοφώνων». 19 Ως «γραικαλβανοί ή αλβανόφωνοι» αναφέρονται οι κάτοικοι της Δάρδας, της Κόσνιτσας, της Σινίτσας, του Γιούρασι, της Ζήτσιστας, της Περιστεριάς (Λίτσιστερ), του Μονόπυλου (Πελκάτη), της Κάτω Φτεριάς (Πάπρασκο), του Τρίλοφου (Σλήμνιτσα), της Ελατιάς (Έλοβο), του Φλάμπουρου (Νεγοβάνη) και της Δροσοπηγής (Μπελκαμένη), 20 ενώ ως «αλβανόφωνοι και βουλγαρόφωνοι» οι κάτοικοι των Ασπρογείων (Στρέμπενο) και του Πεύκου (Τούχουλι). Σε 37 χωριά ως ομιλούμενη γλώσσα καταγράφεται η «αλβανική», σε 62 χωριά η «βουλγαρική», σε 15 η «ελληνική», και μόνο στο χωριό Λιούπιτσκα (;) η «αλβανοβλαχική».

Σύμφωνα με τις συμπερασματικές εκτιμήσεις του Πηχιώνα, η επαρχία Καστοριάς κατοικούνταν εκείνη την εποχή (1873) από 11.800 περίπου οικογένειες, εκ των οποίων 2.100 «ελληνόφωνες», 2.750 «γραικοαλβανικές», 1.100 «γραικοβλαχικές» και 5.850 «βουλγαρόφωνες». Από τις 12.000 περίπου χριστιανικές οικογένειες, που διέμεναν το 1881 στην επαρχία, οι 2.500 ήταν ελληνόφωνες, οι 800 μιλούσαν «αναμίξ ελληνιστί και βουλγαριστί και αλβανιστί» και οι υπόλοιπες ήταν ξενόφωνες (5.500 βουλγαρόφωνοι, 3.000 αλβανόφωνοι και 1.000 βλαχόφωνοι).21 Το ίδιο έτος στην κωμόπολη Κορησό και στο χωριό Μαύροβο κατοικούσαν 100 και 120 οικογένειες Μωαμεθανών αντίστοιχα, 22 ενώ ταυτόχρονα λίγες οικογένειες Μωαμεθανών καταγράφονταν και στα χωριά Μεσοποταμία (Τσετιρόκι), Πεντάβρυσος (Ζελιγκόσδη), Πολυκάρπη (Λίτσιστα) και Σκλήθρο (Ζέλενιτς). 23

Στα 1884 ο πληθυσμός της υποδιοίκησης Καστοριάς ανερχόταν στις 9.000 περίπου «ψυχές», εκ των οποίων οι μισοί χριστιανοί και οι υπόλοιποι Μωαμεθανοί, Ιουδαίοι και Αθίγγανοι.24 Στη βόρεια όχθη της λίμνης υπήρχαν δύο «επαύλεις Καστοριανών Οθωμανών γαιοκτημόνων»,25 το Παλαιό και το Νέο Τσιφλίκι, 26 στα οποία διαβιούσαν 12 χριστιανικές οικογένειες.

Μαθητές και δάσκαλοι της Μεγ. Ελληνικής Σχολής Καστοριάς (c. 1890)

Εκπαιδευτήρια – Μαθητές

Η πόλη της Καστοριάς συντηρούσε τέσσερα κοινοτικά σχολεία, Ελληνικό, Αλληλοδιδακτικό, Παρθεναγωγείο και Νηπιαγωγείο.27 Το Ελληνικό είχε ιδρυθεί το 1715 από τον Γεώργιο Κυρίτση ή Κυρίτζη 28 και συντηρούνταν από το κληροδότημα, που ο ίδιος είχε καταθέσει «εν τη Τσέκα της Ενετικής Αριστοκρατίας». Η Κοινή Σχολή, που αρχικά έφερε την ονομασία «Ιερόν Φροντιστήριον» 29 και είχε ιδρυθεί το 1706 με δαπάνες του μέγα κομίσου της Ουγγροβλαχίας Γεωργίου Καστριώτη,30 μετονομάστηκε σε Αλληλοδιδακτική από το 1840 και συντηρούνταν με αντίστοιχο κληροδότημα.31 Στα 1884 η σχολή αυτή ονομαζόταν πλέον Δημοτική ή Αστική, ενώ στους χώρους της φιλοξενούνταν κάθε Κυριακή το Κυριακόν ή Σχολείο του Λαού, στο οποίο προσέρχονταν εργαζόμενοι και όσοι είχαν ανάγκη εκμάθησης ανάγνωσης, γραφής, αριθμητικής και θρησκευτικών.32 Το Παρθεναγωγείο υφίστατο από το 1858 και είχε ιδρυθεί από φιλόμουσους Καστοριανούς με τη συγκέντρωση ενός μη ευκαταφρόνητου χρηματικού κεφαλαίου. 33 Το Νηπιαγωγείο ιδρύθηκε το 1867 και λειτουργούσε στο αρχικό κτήριο του Αλληλοδιδακτικού,34 που μετεγκαταστάθηκε σε νέα ευρύχωρη αίθουσα, η οποία ανεγέρθηκε με δαπάνες των πολιτών (βλ. πίν. 1).

Οι μαθητές του Ημιγυμνασίου Καστοριάς, ηλικίας 11-18 ετών, ήταν κατανεμημένοι σε πέντε τάξεις (τρεις του ελληνικού σχολείου και δύο γυμνασιακές), το πρόγραμμα των οποίων ήταν σύμφωνο με αυτό «του των εν Ελλάδι Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων». Οι 280 μαθητές (7-11 ετών) της Αλληλοδιδακτικής Σχολής, η οποία διαιρούνταν σε δύο τμήματα, το Συνδιδακτικό με δύο τάξεις και 50-60 μαθητές, καθώς και το Αλληλοδιδακτικό με οκτώ τάξεις για τους υπόλοιπους μαθητές. Οι μαθήτριες του Παρθεναγωγείου, ηλικίας 7-11 ετών, κατανέμονταν επίσης σε δύο τμήματα, το Συνδιδακτικό και το Αλληλοδιδακτικό, και διδάσκονταν «χειροτεχνήματα» και μαθήματα παρόμοια με αυτά των Παρθεναγωγείων της Ελλάδας. 35 Το 1881 ο αριθμός τους είχε ανέλθει στις 70 μαθήτριες και ήταν κατανεμημένες σε πέντε τάξεις. Οι μαθητές του Νηπιαγωγείου ανέρχονταν σε 80-90 και η ηλικία τους δεν υπερέβαινε το 6ο έτος.

Αξιόλογο ίδρυμα της επαρχίας αποτελούσε το μονύδριο Αγίου Νικολάου Τσιριλόβου, που διεύθυνε ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, ιεροδιάκονος του μητροπ. Καστοριάς, ο οποίος παρακινούμενος «υπό ζήλου θρησκευτικού και φιλογενείας» αποφάσισε τη σύσταση και λειτουργία Ορφανοτροφείου για άπορα, ορφανά και άστεγα παιδιά της περιοχής.36 Στη σχολή του Ορφανοτροφείου δίδασκε συνδιδακτικώς ο Κ. Π. Δημητρίου από τη Βούρμπιανη. Από τους 30 περίπου μαθητές οι εννέα ήταν τρόφιμοι της μονής, ενώ οι υπόλοιποι προέρχονταν από το γειτονικό Τσιρίλοβο και από άλλα χωριά. Το φιλανθρωπικό αυτό ίδρυμα είχε απόλυτη ανάγκη της υλικής υποστήριξης του ΣΔΕΓ και «των απανταχού ομογενών των κηδομένων των συμφερόντων του ελληνισμού», καθώς λάμβανε επιχορήγηση 20 λιρών μόνο από τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως. Αντίστοιχο, εκπαιδευτικό πρωτίστως, έργο θα επιτελούσε και η μονή Αγίου Αθανασίου Ζηκόβιστας, στην οποία από το 1872 είχε ανεγερθεί Αλληλοδιδακτική Σχολή για τα άπορα παιδιά των γύρω χωριών, που αδυνατούσαν να συντηρήσουν σχολεία.37

Ο αριθμός των σχολείων της επαρχίας ανερχόταν σε περισσότερα από 140 και οι μαθητές που φοιτούσαν σε αυτά περίπου στους 5.000. Περί το 1873 τα χωριά Λεπτοκαρυά (Λεσκοβάτσι) Φλώρινας, Κολοκυνθού (Τίκφενι) Καστοριάς, Κάρτσιστα (Πολυάνεμο) Καστοριάς, Πρέστανι (Αυγή) Καστοριάς, Κλαδοράχη (Κλαντοράπι) Φλώρινας, Πεδινό (Λιουμπέτινα) Φλώρινας και Βοτίστα (;) δεν διέθεταν σχολεία, ενώ κλειστό για άγνωστους λόγους παρέμενε το σχολείο του χωριού Νόστιμο (Όστιμα) Καστοριάς. Οι μαθητές των χωριών Πολυκάρπη, Κρεπενή και Φωτεινή λόγω έλλειψης σχολικών κτηρίων φοιτούσαν στο Αλληλοδιδακτικό του γειτονικού χωριού Μαύροβο. Το 1884 σε 38 από τα χωριά της επαρχίας Καστοριάς παρατηρείται ανυπαρξία σχολικών κτηρίων λόγω του μικρού πληθυσμού τους.

Η τουρκική κοινότητα της Καστοριάς, η οποία το 1881 αποτελούνταν από 500 οικογένειες, διέθετε μια αστική σχολή, που είχε ιδρυθεί το 1839, ονομαζόταν Μεχτεπί Ρουσδίκ και συντηρούνταν με δαπάνες της οθωμανικής Κυβέρνησης.38 Στο σχολείο αυτό φοιτούσαν 60 περίπου μαθητές και διδάσκονταν από δύο δασκάλους «εις την αραβο-τουρκο-περσικήν και μόνον». Η ίδια κοινότητα διέθετε και τρία μικτά κοινά σχολεία ή γραμματοδιδασκαλεία,39 στα οποία τρεις χοτζάδες, «νεμόμενοι διάφορα βακουφικά κτήματα», δίδασκαν ανάγνωση και γραφή σε περίπου 100 μαθητές και μαθήτριες. Το ίδιο έτος αναφέρεται ότι στην Κορησό κατοικούσαν 100 οικογένειες τουρκικές, ασχολούμενες «περί την γεωργίαν και την υλοτομίαν της καυσίμου ύλης», οι οποίες αδιαφορούσαν για την εκπαίδευση των παιδιών τους και για τον λόγο αυτό το κοινό σχολείο της συνοικίας τους παρέμενε κλειστό. Αντίστοιχη τουρκική σχολή λειτουργούσε την εποχή εκείνη και στο Άργος Ορεστικό,40 στην οποία δίδασκε τους 50 περίπου μαθητές ένας χότζας. Στο Μαύροβο, όπου σε σύνολο 200 οικογενειών οι 120 ήταν μωαμεθανικές, λειτουργούσε και τουρκικό σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν και τα παιδιά των λίγων μωαμεθανικών οικογενειών του γειτονικού χωριού Πολυκάρπη.41 Το σχολείο αυτό, αν και κατείχε προσοδοφόρα κτηματική περιουσία, παρέμενε κλειστό λόγω αδιαφορίας των γεωργών μουσουλμάνων. Τουρκικό κοινό σχολείο με 40 περίπου μαθητές και έναν χότζα διέθετε και η μωαμεθανική κοινότητα του Σκλήθρου.

Η ιουδαϊκή κοινότητα, που απαριθμούσε 160 οικογένειες, συντηρούσε μια μόνο σχολή 42 με 70 μαθητές και μαθήτριες, κατανεμημένους σε τέσσερα τμήματα με τέσσερεις δασκάλους (βλ. πίν. 2).

Το Παρθεναγωγείο της Καστοριάς

Διδακτικό προσωπικό

Ως προς την τυπολογική ταξινόμηση των χαρακτηρισμών που αποδίδονταν στους διδάσκοντες, οι δάσκαλοι των κωμοπόλεων και της επαρχίας, που υπερέβαιναν τους 150 ή 170, διακρίνονταν σε ελληνοδιδασκάλους, διδασκάλισσες, νηπιαγωγούς, αλληλοδιδάκτες και γραμματοδιδασκάλους. Σε αρκετά χωριά μάλιστα τον ρόλο του δασκάλου αναλάμβαναν οι ιερείς. Οι βοηθοί δάσκαλοι αναλάμβαναν συνήθως τις τάξεις του αλληλοδιδακτικού τμήματος των κοινών σχολείων και συχνά εκτελούσαν χρέη επιμελητή και «ευταξία» στο νηπιαγωγικό τμήμα της. Στην έκθεση του 1884 ο Πηχιών παρατηρεί ότι η πλειονότητα των δημοδιδασκάλων και γραμματοδιδασκάλων των χωριών διατελούσε και χρέη ψάλτη, προσόν απαραίτητο για να προσληφθούν, καθώς καλούνταν μέσω της εκπαίδευσης να διαμορφώσουν το θρησκευτικό συναίσθημα. 43

Ο μισθός του εκπαιδευτικού προσωπικού στα αλληλοδιδακτικά κυμαινόταν από 2.500 έως 1.800 γρόσια, στα ημιαλληλοδιδακτικά από 1.800 έως 1.500 γρόσια, στα συνδιδακτικά από 2.000 έως 1.500 γρόσια και στα γραμματοδιδασκαλεία από 2.000 έως 300 γρόσια. 44 Ενδεικτικά, αναφέρεται η Ελληνική Σχολή Καστοριάς, στην οποία το 1873 δίδασκαν τέσσερεις δάσκαλοι, ο διευθυντής Φίλιππος Σακελλαρίου από τη Βίτσα της Ηπείρου, τελειόφοιτος του πανεπιστημίου Αθηνών, 45 με μισθό 100 λίρες, ο Αναστάσιος Πηχιών από την Αχρίδα, διετής του ιδίου πανεπιστημίου, με μισθό 8.000 γρόσια, ο Κωνσταντίνος Ρώσσης από το Τσεπέλοβο της Ηπείρου, τελειόφοιτος της Ριζαρείου Σχολής, 46 με μισθό 5.000 γρόσια, καθώς και ο διδάκτωρ ιατρικής Ιωάννης Σιώμος από την Κορησό Καστοριάς,47 που δίδασκε ανθρωπολογία στην ανώτερη τάξη αμισθί. Στην Αλληλοδιδακτική Σχολή το εκπαιδευτικό προσωπικό αποτελούνταν από δύο δασκάλους και έναν βοηθό. Επρόκειτο για τους αποφοίτους του Διδασκαλείου Αθηνών Ηλία Ιωάννου από τη Βασιλειάδα Καστοριάς και Αθανάσιο Ζάχου από τη Σιάτιστα, που μισθοδοτούνταν με το ποσό των 5.000 γροσίων, καθώς και τον Καστοριανό Ναούμ Θεοχαρίδη, που λάμβανε μισθό 2.000 γροσίων. Το Παρθεναγωγείο διέθετε μία διδασκάλισσα, την Αθηναία Αικατερίνη Αθανασοπούλου, πτυχιούχο του Αρσακείου, 48 με ετήσιο μισθό 55 λιρών, ενώ το Νηπιαγωγείο διευθυνόταν από την Αθηναία Ελευθερία Σκανδαλίδου, τρόφιμο του Αρσακείου, με μισθό 35 λίρες. Το 1881 στο Παρθεναγωγείο και στο Νηπιαγωγείο Καστοριάς είχαν διορισθεί αντίστοιχα μία βοηθός παρθεναγωγού και μία βοηθός νηπιαγωγού.

Το Νηπιαγωγείο της Καστοριάς

Τύποι σχολείων – Εκπαιδευτικές μέθοδοι – Εσωτερική δομή εκπαίδευσης

Ως προς τις ονομασίες των σχολείων στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, αυτά χαρακτηρίζονται αναλόγως της μεθόδου διδασκαλίας ως αλληλοδιδακτικά, ημιαλληλοδιδακτικά ή συνδιδακτικά και διακρίνονται σε νηπιαγωγεία, παρθεναγωγεία, γραμματοδιδασκαλεία, αλληλοδιδακτικά/ αστικά, και ελληνικά/ημιγυμνάσια.

Οι δημόσιες εξετάσεις όλων των σχολείων της Καστοριάς ξεκινούσαν την Κυριακή μετά την 20ή Ιουνίου και διαρκούσαν έναν ολόκληρο μήνα. 49 Η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς πραγματοποιούνταν για μεν την Ελληνική Σχολή στις 16 Αυγούστου, για δε τα υπόλοιπα σχολεία την 1η Αυγούστου. Η φοίτηση των μαθητών ήταν τακτική, ενώ απουσίες μαθητών παρατηρούνταν κυρίως πριν και μετά τις μεγάλες εορτές, πρωτίστως όμως από τους «εκ των περιχώρων ορμώμενους» 45 περίπου μαθητές. Στην Κλεισούρα οι δημόσιες εξετάσεις των σχολείων τελούνταν στα τέλη Ιουλίου, ενώ η έναρξη των μαθημάτων γινόταν στις αρχές Σεπτεμβρίου. Εκτός του Αυγούστου, τα μαθήματα διακόπτονταν για περισσότερες από τρεις εβδομάδες και κατά τον θερισμό των λιβαδιών και κατά την περίοδο του τρύγου. 50

Ο Κανονισμός του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς (1870)

Βιβλιοθήκες

Περί το 1873 τα σχολεία της Καστοριάς δεν διέθεταν αξιόλογη βιβλιοθήκη,51 καθώς η πλειονότητα των βιβλίων ήταν ιατρικού και θρησκευτικού περιεχομένου «και πάντα άχρηστα και εις πολλά αντίτυπα», προερχόμενα πιθανόν από τη δωρεά του ιατρού Κων. Μιχαήλ.52 Το 1872, ωστόσο, οι σχολικές βιβλιοθήκες είχε αποκτήσει «άξια λόγου πειράματα φυσικής» (εποπτικά όργανα).

Μια πλούσια για τα δεδομένα της εποχής βιβλιοθήκη ήταν αυτή των σχολείων της Κλεισούρας, που λειτουργούσε από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι. και αριθμούσε 1.200 περίπου τόμους βιβλίων (ιστορικά, γεωγραφικά, θρησκευτικά, παιδαγωγικά, εμπορικά, λεξικά) και εποπτικά μέσα διδασκαλίας. Ο κύριος όγκος των βιβλίων της προερχόταν από δωρεές αποδήμων Κλεισουριέων, ενώ ο εμπλουτισμός της εξασφαλιζόταν με την αγορά νέων βιβλίων, που πραγματοποιούσε η σχολική εφορία. Η βιβλιοθήκη καταστράφηκε ολοσχερώς από την πυρκαγιά που το έτος 1866 κατέστρεψε την Ελληνική Σχολή και μέρος της Αλληλοδιδακτικής. Τα κτήρια εκείνα ανήγειραν εκ βάθρων «οι φιλόμουσοι Κλεισουριείς», επεκτείνοντας παράλληλα και την Αλληλοδιδακτική. 53

Αναμνηστική φωτογραφία μπροστά στο Παρθεναγωγείο της Καστοριάς

Εφορευτικές επιτροπές εποπτείας και διοίκησης

Κεντρικός εποπτικός φορέας των σχολείων της Καστοριάς ήταν η τετραμελής τριετούς θητείας Εφορία των Σχολών και των Λασσών (κληροδοτημάτων), της οποίας προήδρευε ο εκάστοτε μητροπ. Καστοριάς. Η επιτροπή αυτή εκλεγόταν βάσει των κοινοτικών θεσμών σε γενική συνέλευση εγκρίτων πολιτών της και διαχειριζόταν το ταμείο των εκπαιδευτηρίων.54 Αντίστοιχα, η πενταμελής εφορευτική επιτροπή των σχολείων της Κλεισούρας εκλεγόταν ετησίως σε γενική συνέλευση των εγκριτότερων πολιτών κατά τον μήνα Δεκέμβριο υπό την προεδρία του μητροπ. Καστοριάς. 55

Η κωμόπολη Κορησός, που το 1873 κατοικούνταν από 300 περίπου «βουλγαρόφωνες» οικογένειες, «ων αι εγκριτότεραι λαλούσι και την ελληνικήν», η τετραμελής εφορία των σχολείων διοριζόταν σε ετήσια γενική συνέλευση με πρόεδρο τον εκάστοτε μητροπ. Καστοριάς. Στην Κρυσταλλοπηγή η σχολική εφορία ήταν τριμελής και εκλεγόταν ετησίως σε γενική συνέλευση υπό την προεδρία του μητροπ. Καστοριάς, ενώ στη Δάρδα την εποπτεία των σχολείων είχε επιτροπή που εκλεγόταν κατά τον μήνα Αύγουστο σε γενική συνέλευση υπό την προεδρία του μητροπ. Καστοριάς.56

Εκδρομή του Γυμνασίου της Καστοριάς
Φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι

Κατά τη διάρκεια του 19ου αι., και κυρίως το β΄ μισό, καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας του Ελληνισμού και στη στήριξη της εκπαίδευσης των κοινοτήτων διαδραμάτισαν οι σύλλογοι και οι αδελφότητες57 που ιδρύθηκαν τόσο στο ελεύθερο ελληνικό κράτος όσο και στις ορθόδοξες χριστιανικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ένα τέτοιο σωματείο υπήρξε και ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Καστοριάς, ο οποίος είχε ιδρυθεί από επιφανείς Καστοριανούς τον Νοέμ. του 1872 με επιφανειακούς σκοπούς την ηθική και διανοητική ανάπτυξη των κατοίκων, την ενίσχυση των υπαρχόντων σχολείων, τη χορήγηση υποτροφιών σε παιδιά απόρων και την παροχή διδακτικών βιβλίων και άλλων βοηθημάτων, αλλά με βαθύτερους στόχους την ανάσχεση του πανσλαβισμού που είχε αρχίσει να προβάλλει τις διεκδικήσεις του στη Μακεδονία.58 Η Επιτροπή του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, διαπιστώνοντας τη δυσάρεστη κατάσταση που επικρατούσε στην επαρχία Καστοριάς και ακολουθώντας τις συστάσεις του Υπουργείου Εξωτερικών του ελληνικού Κράτους προς όλους τους συλλόγους της Μακεδονίας, αποφάσισε από την ίδρυσή της ακόμα την έναρξη συνεργασίας με τον ΣΔΕΓ, ζητώντας την ηθική και υλική συνδρομή του.

Αξιόλογη εκπαιδευτική δράση σε τοπικό επίπεδο είχε αναπτύξει και ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Κλεισούρας «Η Ομόνοια», που είχε ιδρυθεί περί το 1882 και είχε θέσει ως κύριους σκοπούς του «την κραταίωσιν του ελληνισμού αυτόθι και εν τοις πέριξ», τη στήριξη και τη συντήρηση των ελληνικών εκπαιδευτηρίων της Κλεισούρας, την ενίσχυση και την εκπαίδευση των άπορων μαθητών και μαθητριών και την ανάπτυξη της ομόνοιας μεταξύ των μελών του. Πρωτεργάτες στην κίνηση αυτή τάχθηκαν οι Κλεισουριείς της Θεσσαλονίκης, με υποκινητή τον Ι. Σιμώττα, και οι εμπορευόμενοι συμπατριώτες τους στην Κωνσταντινούπολη, που ενίσχυαν την όλη προσπάθεια, κυρίως οικονομικά. Ήδη από τους πρώτους μήνες ζωής του σωματείου, οι Πολίτες Κλεισουριώτες είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν το ποσό των 300 οθωμανικών λιρών, το οποίο κατατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα των Αθηνών, για να χρησιμοποιηθεί από τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο προς αντιμετώπιση των σκευωριών της ρουμανικής προπαγάνδας και του «θορυβοποιού» Απόστολου Μαργαρίτη, που είχαν αρχίσει την κατασυκοφάντησή του στις αρχές της Καστοριάς. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η έδρα του Συλλόγου, αλλά όπως συνάγεται από τον κανονισμό, θα πρέπει να υπήρχε χώρος κατάλληλος για τις εβδομαδιαίες συνεδριάσεις (ανά Κυριακή) και αίθουσα στην οποία στεγάζονταν η δανειστική βιβλιοθήκη και το αναγνωστήριό του. 59

Οι μαθητές της Βουλγαρικής Σχολής Καστοριάς με τον δάσκαλό τους

Κληροδοτήματα υπέρ της εκπαίδευσης

Τα ποικίλα κληροδοτήματα των ευεργετών και δωρητών της Καστοριάς και των γειτονικών κωμοπόλεων συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των κοινοτήτων καθώς και στην πνευματική άνθηση και ενίσχυση της παιδείας και του πολιτισμού τους.

Η πρώτη χρονολογικά έκθεση (1873) ξεκινά με αναφορά στους τρεις μεγάλους Καστοριανούς ευεργέτες, τον Μανωλάκη (Γεωργίου), 60 τον Γεώργιο Καστριώτη και τον Γεώργιο Κυρίτση, που ήδη από τις αρχές του 17ου αι. είχαν μεριμνήσει για την ίδρυση σχολών, ο μεν πρώτος στην Κωνσταντινούπολη, την Άρτα και τη Χίο, οι δε άλλοι στην ιδιαίτερη πατρίδα τους Καστοριά, θέτοντας τις βάσεις για τη συστηματοποίηση της παιδείας στην περιοχή. Η συντήρηση των σχολείων της Καστοριάς καθίστατο εφικτή «δια των τόκων των κληροδοτημάτων» των φιλογενών αποδήμων Καστοριανών στη Βιέννη Αργυρού και Εμμ. Ιωάννου (1798), Κων. Μιχαήλ (1818), Δ. Μπετλή (1838), Δαμιανού Ζάχου (1851), Γ. Ν. Δράσκα (1852), Ελαίας Ι. Ροδά (1866) και άλλων.61 Σε αυτά τα χρηματικά ποσά προσετίθετο η τακτική ετήσια συνδρομή 2.500 γροσίων εκ μέρους του μητροπ. Καστοριάς Νικηφόρου, 62 τα υπέρ των σχολών τέλη «εκ των επισήμων μητροπολιτικών εγγράφων» και τα ετησίως καταβαλλόμενα 50 σαξωνικά τάληρα εκ μέρους του Καστοριανού εμπόρου της Λειψίας Ναούμ Παπά. Το 1881 τα τέσσερα σχολεία της Καστοριάς συντηρούνταν με δαπάνες της χριστιανικής κοινότητας, η οποία διέθετε το ποσό των 750 οθωμανικών λιρών. Η ελάττωση των τόκων των κληροδοτημάτων (1864), που ήταν κατατεθειμένα στην Εθνική Τράπεζα, από 6,5% σε 5% είχε ως αποτέλεσμα και τη μείωση του αριθμού των διδασκάλων, οι οποίοι μισθοδοτούνταν από αυτά. Για τον λόγο αυτό η εφορευτική επιτροπή ενέτεινε τις προσπάθειες συνένωσης των μεμονωμένων εκκλησιαστικών ταμείων των 11 ενοριών της πόλης σε ένα κεντρικό ταμείο, από το περίσσευμα του οποίου θα συντηρούνταν όλα τα εκπαιδευτήρια. Στα 3/5 των μαθητών των σχολείων της Καστοριάς λόγω απορίας χορηγούνταν τα αναγκαία διδακτικά βιβλία με δαπάνες των σχολικών ταμείων, ενώ οι απορότεροι αλλά «επιμελέστεροι και χρηστοηθέστεροι» μαθητές της Ελληνικής Σχολής λάμβαναν υποτροφίες εν είδει χρηματικής βοήθειας.63

Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των χωριών της επαρχίας Καστοριάς συντηρούνταν από το «εκκλησιαστικόν παγκάριον» και τις εκάστοτε συνδρομές· για τον λόγο αυτό έχρηζαν ηθικής συνδρομής και υλικής υποστήριξης. Μόνο το Αλληλοδιδακτικό σχολείο Μαυρόβου και το Νηπιοπαρθεναγωγείο, που είχε ιδρυθεί το 1884, λειτουργούσαν χάρη στο κατατεθειμένο στην Εθνική Τράπεζα κληροδότημα του ιδρυτή του πρώτου Θωμά Αθανασιάδη, που είχε αποβιώσει στη Ρουμανία. 64 Στην Κλεισούρα τα σχολεία συντηρούνταν με τις ετήσιες χορηγίες των εκκλησιαστικών ταμείων όλων των ενοριών, της παρακείμενης μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου 65 και του υπάρχοντος σχολικού ταμείου, που το 1873 διέθετε 40.000 γρόσια, προερχόμενα από την ενοικίαση της κτηματικής του περιουσίας (χάνια, οικίες, εργαστήρια, καταστήματα κλπ.) και από κληροδοτήματα που κατέλειπαν εύποροι Κλεισουριείς (Μπήκας) και απόδημοι συμπατριώτες τους στο Βελιγράδι (Λέκκου), το Ιάσιο (Χατζημάσιου), τη Θεσσαλονίκη (Σιμώττας) και αλλού. 66 Στο Νυμφαίο τη δαπάνη συντήρησης των εκπαιδευτηρίων κατέβαλλε ο ιδρυτής του Παρθεναγωγείου Μιχαήλ Τσίρλης, ο ιδρυτής του Νηπιαγωγείου Νικόλαος Μ. Τσίρλης και οι εύποροι και φιλόμουσοι Νεβεσκιώτες. 67 Η ύπαρξη, ωστόσο, τόσων πόρων και προσόδων από τα εκκλησιαστικά κτήματα δεν προμήνυε και την άριστη λειτουργία και συντήρηση των εκπαιδευτηρίων λόγω της συχνής κακοδιαχείρισης και της άτακτης είσπραξής τους.

Το Αρρεναγωγείο Κλεισούρας (1908)

Λειτουργικές και οικονομικές δυσχέρειες της εκπαίδευσης

Στα σχολεία της Καστοριάς παρατηρούνταν ελλείψεις που αφορούσαν αφενός στο εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς το Ημιγυμνάσιο χρειαζόταν δύο επιπλέον διδασκάλους και το Παρθεναγωγείο με το Νηπιαγωγείο κάποιους βοηθούς διδασκάλους, αφετέρου στον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης με τα απαραίτητα διδακτικά εγχειρίδια. Αντίστοιχες ήταν και οι ανάγκες των σχολείων όλης της επαρχίας. Το πλήθος των παιδιών, που είχαν εγγραφεί στο Νηπιαγωγείο Καστοριάς το 1881, καθιστούσε τον χώρο του «δυσανάλογον και ανεπαρκή», ώστε κρινόταν απαραίτητη η σύσταση δεύτερου Νηπιαγωγείου. Παράλληλα, στις κωμοπόλεις της επαρχίας κρινόταν απαραίτητη η ίδρυση Νηπιαγωγείων ή ακόμη και η ανασύσταση και επαναλειτουργία κάποιων Ημιγυμνασίων, που είχαν κλείσει λόγω κακοδιαχείρισης ή έλλειψης μαθητών.

Στα χωριά κρινόταν απαραίτητη η μετατροπή των ασήμαντων Κοινών Σχολείων σε κατηρτισμένα Αλληλοδιδακτικά. Για την κάλυψη των αναγκών αυτών απαιτούνταν η συνδρομή του ΣΔΕΓ, ώστε να καταστεί δυνατή η καταστολή του εκπατρισμού και της μετανάστευσης των κατοίκων των μικρών χωριών 68 και η κινητοποίηση όλων των αρμοδίων φορέων και προσώπων. Στην Κορησό, η οποία θεωρούνταν «το πρότυπον των εν τη επαρχία ταύτη βουλγαροφώνων κωμοπόλεων και χωρίων», 69 οι ανάγκες περιορίζονταν στην επαναλειτουργία του Ελληνικού Σχολείου, που είχε αναστείλει τη λειτουργία του μετά το 1870 λόγω έλλειψης πόρων, στη σύσταση βιβλιοθήκης με διδακτικά βιβλία και στον εξοπλισμό της με εποπτικά όργανα. Στην πλειονότητα των σχολείων της επαρχίας το 1/3 και πλέον των μαθητών ήταν άποροι που στερούνταν των αναγκαίων διδακτικών βιβλίων, καθώς οι περισσότερες οικογένειες είχαν περιέλθει σε μεγάλη απορία εξαιτίας των γεγονότων του ρωσοτουρκικού πολέμου.

Το Παρθεναγωγείο Κλεισούρας (1904)

Εθνοτικοί προσανατολισμοί στον χώρο της τοπικής εκπαίδευσης

Μια σημαντική πτυχή, όσον αφορά το ιδεολογικό πλαίσιο που καθόριζε την εκπαιδευτική δράση της εποχής, σχετίζεται με τις εθνοτικές προπαγάνδες, πρωτίστως ρουμανικές και βουλγαρικές. Στις παρουσιαζόμενες εκθέσεις καταγράφεται με σαφήνεια το κλίμα που είχε διαμορφωθεί στην περιφέρεια Καστοριάς.

Κατά το έτος 1872 τα σχολεία της Κλεισούρας περιήλθαν σε μεγάλη παρακμή λόγω της διαίρεσης των πολιτών σε ελληνίζοντες και ρουμανίζοντες, την οποία υπέθαλπε, σύμφωνα με τα έγγραφα της εποχής, «ο αρνησίπατρις πράκτωρ της Ρουμουνικής και Ιησουιτικής προπαγάνδας Απόστολος Μαργαρίτου εξ Αβδέλλας της Θεσσαλίας», ο οποίος από το 1868 φρόντιζε για τη λειτουργία ρουμανικού σχολείου με 40 περίπου μαθητές. Ωστόσο, οι Κλεισουριείς αποφάσισαν «την κράτυνσιν και εμπέδωσιν του ελληνικού φωτισμού» με τον διορισμό ενός ακόμα ελληνοδιδασκάλου και μίας νηπιαγωγού, η οποία θα αναλάμβανε το νεοϊδρυθέν Νηπιαγωγείο. Το 1881 οι μαθητές του ρουμανικού σχολείου Κλεισούρας είχαν ανέλθει στους 60 και οι δάσκαλοί του στους τρεις. Περί το 1884 η πρόοδος των ενεργειών της ρουμανικής προπαγάνδας διαπιστώνεται στη λειτουργία αρρεναγωγείου με 50 μαθητές και παρθεναγωγείου με 23 μαθήτριες, για τη συντήρηση των οποίων ο Μακεδονορουμανικός Σύλλογος Βουκουρεστίου διέθετε το ποσό των 250 εικοσάφραγκων, πλην των έκτακτων ενισχύσεων προς αγορά συνειδήσεων, επισκευή υδραγωγείων, διατροφή και ενδυμασία απόρων και ορφανών.70

Ρουμανικό σχολείο λειτουργούσε από το 1875 και στο Νυμφαίο, διαθέτοντας την εποχή εκείνη (1881) περίπου 40 μαθητές και δύο δασκάλους «αδρότατα μισθοδοτουμένους υπό της ρουμανικής προπαγάνδας», που σταδιακά μειώθηκαν, ώστε περί το 1884 αναφέρονται 18 μαθητές και ένας δάσκαλος. 71 Το ρουμανικό σχολείο του Άργους Ορεστικού είχε ιδρυθεί το 1881 από Γραμμουστιάνους Βλάχους· κατά τις πρώτες μέρες λειτουργίας του ο αριθμός των μαθητών είχε ανέλθει σε περισσότερους από 50. Στη συνέχεια, ωστόσο, ο αριθμός αυτός μειώθηκε στους 14, καθώς οι γονείς αντιλήφθηκαν την «πλάνη», ενώ οι οικογένειες των κτηνοτρόφων κατήλθαν να διαχειμάσουν στη Θεσσαλία. Περί το 1884 το σχολείο αριθμούσε 35 μαθητές και είχε ως δάσκαλο τον «εκ Νεβέσκης» Κωνσταντίνο Ιωνέσκο. 72

Στα βουλγαρόφωνα χωριά της επαρχίας οι προσήλυτοι της βουλγαρικής προπαγάνδας κατέβαλλαν ιδιαίτερες προσπάθειες παύσης λειτουργίας των ελληνικών σχολείων και αντικατάστασης των ελληνοδιδασκάλων από βουλγαροδιδασκάλους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα σχολεία χωριών των Κορεστίων. Σε πολλά μάλιστα εξ αυτών είχε επιτευχθεί η παράλληλη διδασκαλία της ελληνικής και της βουλγαρικής. Στα τμήματα εκείνα των επαρχιών που ο πληθυσμός τους ήταν αποκλειστικά βουλγαρόφωνος είχε καταστεί δυνατός ο προσηλυτισμός πολλών νέων, οι οποίοι σπούδασαν ως υπότροφοι της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Σόφια, τη Φιλιππούπολη και την Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια διορίστηκαν διδάσκαλοι στα κατά τόπους βουλγαρικά σχολεία. Κύρια αιτία διάδοσης του βουλγαρικού αλυτρωτισμού θεωρούνταν κατά τον Πηχιώνα η αμιγής πληθυσμιακή σύσταση των βουλγαροφώνων οικισμών της επαρχίας Καστοριάς, που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στις πλαγιές του όρους Βιτσίου και στα λεκανοπέδια Μαυρόβου και Νεστορίου (Νεστράμι), καθώς και η αδιαφορία των υπευθύνων για την οικονομική ενίσχυση και ομαλή λειτουργία των ελληνικών σχολείων.

Το 1880 ιδρύθηκε στην Καστοριά βουλγαρική σχολή, η οποία διατελούσε υπό την εποπτεία του σχισματικού αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Μπηντσέφ. 73 Σε αυτή φοιτούσαν 15 μαθητές από τα γύρω βουλγαρόφωνα χωριά, οι οποίοι διδάσκονταν από δύο διδασκάλους.74 Η σχολή αυτή έκλεισε μετά από έντονη διαμαρτυρία της ελληνικής κοινότητας της πόλης προς τις οθωμανικές αρχές, καθώς και λόγω των προσκομμάτων που ανέκυψαν στη λειτουργία της από την ενασχόληση του Τέρπου Ποπόφσκη με τον πολιτικό προσηλυτισμό των βουλγαροφώνων χωρικών. Τα όργανα, ωστόσο, της προπαγάνδας θεώρησαν ορθό να μεταθέσουν την έδρα της στο παρακείμενο βουλγαρόφωνο χωριό Απόσκεπο, εξαγοράζοντας τον εφημέριο και τους εγκριτότερους κατοίκους. 75

Βουλγαρικά σχολεία λειτουργούσαν από το 1873, βάσει των πληροφοριών του Πηχιώνα, στα χωριά Κάτω Νεστόριο (Κάτω Νεστράμι), Ιεροπηγή (Κωστενέτσι), Τρίβουνο (Τύρσια),76 Οξυά (Μπλάτσα) και Βέργας (Μπόμπιστα). 77 Το έτος εκείνο είχε αρχίσει να διδάσκεται η βουλγαρική γλώσσα και στο σχολείο του Κωστενετσίου από κάποιον Αλβανό «εκ Μπιθκουκίου αρνησίπατρι», καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού, αποδημώντας στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη, είχαν προσηλυτισθεί στην ιδέα του πανσλαβισμού. Όσοι δε παρέμειναν «πιστοί εις την ορθοδοξίαν» αδυνατούσαν να συντηρήσουν με ίδιους πόρους έλληνα διδάσκαλο. Το Κωστενέτσι, που το 1881 διέθετε δύο σχολεία, ελληνικό με 45 μαθητές και βουλγαρικό με 60 μαθητές, αναφερόταν ως η ιδιαίτερη πατρίδα των οργάνων της «βουλγαριστικής» προπαγάνδας και των αποστόλων της σχισματικής Εξαρχίας Γρηγορίου Μπηντσέφ, Τέρπου Ποπόφσκη και του αρχηγού «ληστανταρτικής» συμμορίας Ναούμ Κυράνωφ, οι οποίοι είχαν επιτύχει να προσελκύσουν στη βουλγαρική εξαρχία και τους κατοίκους του γειτονικού χωριού Άγιος Δημήτριος (Λαμπάνιτσα). Στο Τρίβουνο (Τύρσια) Φλώρινας όργανο προσηλυτισμού υπήρξε κάποιος μοναχός Γεράσιμος από τη ρωσική μονή Αγ. Παντελεήμονος του Αγ. Όρους, ο οποίος είχε αποσταλεί στην περιοχή με σκοπό την αποσκίρτηση των χωρικών «υπό της Ελληνικής Ορθοδοξίας», και έτσι στα 1884 το σχολείο διέθετε 50 μαθητές.78 Περί το 1881 βουλγαρικό σχολείο είχε ιδρυθεί και στην Κρυσταλλοπηγή, το οποίο περιλάμβανε 28 μαθητές και έναν δάσκαλο, χωρίς να έχει τύχει ευνοϊκής υποδοχής από τους πλείστους των κατοίκων του χωριού, αλλά και στο Μακροχώρι (Κονομπλάτι), που στα 1884 είχε 35 μαθητές.

Το βουλγαρικό σχολείο της Βασιλειάδας είχε ιδρυθεί το 1869 από τον «απόστολο του πανσλαβισμού» Γεώργιο Δίγκα, 79 ο οποίος στη συνέχεια παραχώρησε τη διεύθυνσή του στον Πέτρο Δημητριάδη από το χωριό Βέργας, που είχε σπουδάσει στην Αθήνα με δαπάνες του κληροδοτήματος Βέλλειου και «μετά την αποστασίαν και εξωμοσίαν» μετονομάστηκε Καμένης Ορλώφ. 80 Κατά τα έτη 1873 και 1881 διέθετε αντίστοιχα 120 και 80 μαθητές, ενώ συντηρούνταν με δαπάνες της σχισματικής Εξαρχίας, η οποία είχε αναλάβει τη διαχείριση του εκκλησιαστικού ταμείου. Το 1884 το Άργος Ορεστικό διέθετε, επίσης, ένα βουλγαρικό σχολείο81 με 25 μαθητές και δάσκαλο τον Απόστολο Μπεκίρογλου από τη Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη). Στο Σκλήθρο το βουλγαρικό σχολείο, που είχε ιδρυθεί το 1882, είχε 65 μαθητές με δάσκαλο τον σχισματικό Κ. Δαμιάνεφ, που βρέθηκε αντιμέτωπος με την απόφαση των προκρίτων.82 Περί το 1884, βάσει της έκθεσης του Πηχιώνα, στην επαρχία Καστοριάς λειτουργούσαν 1 βουλγαρική δημοτική σχολή με 80 μαθητές και 9 βουλγαρικά γραμματοδιδασκαλεία με 374 μαθητές. Παράλληλα, λειτουργούσαν 3 ρουμανικά γραμματοδιδασκαλεία με 103 μαθητές και 1 ρουμανικό παρθεναγωγείο με 23 μαθήτριες.

Μαθητές των σχολείων του Νυμφαίου με τον δάσκαλό τους 

 

Επιλογικά, η συγκριτική εξέταση των εκθέσεων του Πηχιώνα προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την εθνολογική διάρθρωση του πληθυσμού στον ευαίσθητο χώρο της Μακεδονίας και της εκκλησιαστικής περιφέρειας Καστοριάς ειδικότερα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Η κατηγοριοποίηση του πληθυσμού βάσει «εθνισμού» και «θρησκεύματος» από τους εκάστοτε φορείς του Ελληνισμού ή τα άμεσα εμπλεκόμενα με το ζήτημα πρόσωπα καθόριζε και τις διαστάσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής, προσανατολισμένης πάντοτε προς τη γλωσσική ομοιογένεια. Η σφυρηλάτηση της «ελληνικής εθνικής συνείδησης» ουσιαστικά αποσκοπούσε στην αφομοίωση των δίγλωσσων πληθυσμών της περιοχής, γεγονός που επιτυγχανόταν μέσω των προσπαθειών αναδιοργάνωσης και οικονομικής ενίσχυσης του ελληνόφωνου εκπαιδευτικού συστήματος.

Η ανάπτυξη συνεκτικών και αμφίδρομων σχέσεων μεταξύ των φορέων για κοινή φιλεκπαιδευτική δράση σε τοπικό επίπεδο αποτελούσε βασική προϋπόθεση για τον κοινό αγώνα επιβίωσης και προόδου του «έθνους». Η κοινή, λοιπόν, και αλληλοσυμπληρούμενη πορεία των τοπικών κοινωνιών, των εκκλησιαστικών αρχών και των εκπροσώπων του ελληνικού κράτους επιβαλλόταν, για να επιτευχθεί η ενίσχυση και διάδοση της παιδείας, που θα αναζωπύρωνε τη διαφώτιση του πληθυσμού, την ενδυνάμωση της εθνικής συνείδησης και την προετοιμασία του χριστιανικού πληθυσμού της επαρχίας Καστοριάς, ούτως ώστε να αναχαιτίσει την επέκταση των αντίπαλων βαλκανικών εθνικισμών και να επιδιώξει την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.

 

Άγνωστα στοιχεία για την εκπαιδευτική κίνηση στην εκκλησιαστική περιφέρεια Καστοριάς κατά την περίοδο 1873-1884
Σιώκης Νικόλαος
δρ. Ιστορίας Ελληνισμού της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Η Δυτική Μακεδονία στους Νεότερους Χρόνους
Πρακτικά Α ́ Συνεδρίου Ιστορίας Δυτικής Μακεδονίας
Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών
Γρεβενά 2-5 Οκτωβρίου 2014

 

 

Το Δημοτικό Σχολείο του Νυμφαίου (c. 1910) 

1. Συντάχθηκαν μετά τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (Αύγ. 1858 – Σεπτ. 1860)· Χαρ. Παπαστάθης, Οι Κανονισμοί των Ορθοδόξων Ελληνικών Κοινοτήτων του Οθωμανικού κράτους και της Διασποράς (Νομοθετικές πηγές – Κανονισμοί Μακεδονίας), τ. 1, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 78-110· Κυρ. Α. Μπονίδης, Οι Ελληνικοί Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι ως φορείς εθνικής παιδείας και πολιτισμού στη διαφιλονικούμενη Μακεδονία (1869-1914), [Ιστορικό Αρχείο Νεοελληνικής Εκπαίδευσης 1], εκδ. Α/φοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη – Αθήνα 1996, σ. 21-25· Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Οθωμανική Διοίκηση και η Εκπαίδευση του Γένους. Κείμενα – Πηγές: 1830-1914, [Ιστορικό Αρχείο Νεοελληνικής Εκπαίδευσης 4], εκδ. Α/φοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 71-81.
2. Ο ΣΔΕΓ ιδρύθηκε στις 30 Απρ.1869 με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α΄ και απώτερο σκοπό την αρωγή «των απανταχού ομογενών υπέρ της διαδόσεως των Ελληνικών γραμμάτων», όπως χαρακτηριστικά έγραφε προς τον υπουργό Εξωτερικών Θ. Δεληγιάννη ο πρώτος πρόεδρος του Συλλόγου Αλέξανδρος Γ. Σούτζος. Κύριο μέλημά του υπήρξε η προαγωγή της ελληνικής παιδείας στις υπόδουλες ελληνικές κοινότητες «από του Δυρραχίου μέχρι της Τραπεζούντος και από της Κρήτης μέχρι του Αίμου και πέραν αυτού μέχρι του Δουνάβεως και των Καρπαθίων», όπου το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε στόχο και εύκολη λεία των εχθρών του Ελληνισμού. Για την ίδρυση του Συλλόγου και τη δράση του βλ. Ο εν Αθήναις Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Η δράσις του Συλλόγου κατά την εκατονταετίαν 1869-1969, Αθήνα 1970· Γ. Ζωγραφάκης, «Ο εν Αθήναις Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων και η Μακεδονία», Μακεδονική Ζωή 66 (Νοέμ. 1971) 20-21· Σοφία Βούρη, Εκπαίδευση και εθνικισμός στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της Βορειοδυτικής Μακεδονίας 1870-1904, εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα 1992, σ. 83-121· Ελένη Μπελιά, «Ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων παράγων και φορέας εκπαιδευτικής πολιτικής 1869-1886», Δελτίον του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού 3 (2003) 141-186.
3. Β. Γούναρης, Τα Βαλκάνια των Ελλήνων από το Διαφωτισμό έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 147-182.
4. Στην πρώτη έκθεση ο συντάκτης διαπιστώνει την ατέλεια των παρεχόμενων πληροφοριών για την εκπαιδευτική κατάσταση της επαρχίας Καστοριάς, τόσο λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος από την ίδρυση του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς όσο και λόγω των ποικίλων ασχολιών των Εφόρων και των μεγάλων δυσχερειών, που είχαν ανακύψει. Θα πρέπει μάλιστα να αναφερθεί επί του παρόντος ότι η έκθεση αυτή του Πηχιώνα περιέχει πληροφορίες μόνο για χωριά, «ων η πληθύς των χριστιανικών οικογενειών υπερβαίνει τας 25».
5. Για τη ζωή και τη δράση του Αναστ. Πηχιώνα βλ. Κ. Απ. Βακαλόπουλος, Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894), εκδ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 22004, σ. 212-261.
6. ΣΔΕΓ Γ7/218, Έκθεση της Επιτροπής του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς προς τον ΣΔΕΓ, Καστοριά 8 Ιουνίου 1873.
7. ΣΔΕΓ Γ6/212, Έκθεση του σχολάρχη Καστοριάς Αναστ. Πηχιώνα προς το Προξενείο Βιτωλίων, Καστοριά 14 Δεκ. 1881. Πβ. τις πληροφορίες που παραθέτει ανώνυμος συντάκτης σε άρθρο με τίτλο «Η εκπαιδευτική κατάστασις της επαρχίας Καστορίας», εφημ. [Θεσσαλονίκης] Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881.
8. ΣΔΕΓ Γ7/220, Έκθεση του σχολάρχη Καστοριάς Αναστ. Πηχιώνα προς το Προξενείο Βιτωλίων, Καστοριά Μάρτιος 1885.
9. Για τη Μητρόπολη Καστοριάς βλ. Παντ. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, Αθήνα 1940, σ. 61-71· Τ. Αθ. Γριτσόπουλος, «Καστοριά», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 7, Αθήνα 1965, σ. 402-405.
10. Λίγο πριν το τέλος της Οθωμανοκρατίας, ο Ιγγλέσης απαριθμεί σε όλη την εκκλησιαστική επαρχία Καστοριάς 193 χωριά, εκ των οποίων 22 στο τμήμα Ποπόλεως, 30 στο Κορεστίων, 45 στο Ανασελίτσης, 20 στο Φλωρίνης και 73 στο Δεβόλεως και Κολώνιας· Νικ. Γ. Ιγγλέσης, Οδηγός της Ελλάδος, απάσης της Μακεδονίας, της Μικράς Ασίας μετά των νήσων του Αρχιπελάγους και των νήσων Κρήτης-Κύπρου-Σάμου, έτος Γ΄, τ. Α΄, Αθήνα 1910-1911, σ. 75.
11. Για μια διαφορετική διαίρεση της μητρόπολης Καστοριάς σε εκκλησιαστικά θέματα (Καστορίας, Βλαχοκλεισούρας, Ανασελίτσης, Χρουπίστης, Κορυτσάς, Κολώνιας, Βιγλίστης και Οπάρεως), σχετιζόμενη με την προγενέστερη υπαγωγή των αντίστοιχων υποδιοικήσεων στον καϊμακάμη Καστοριάς, βλ. Σ. Ι. Βουτυράς ‒ Ι. Α. Βρετός ‒ Γ. Βαφειάδης, Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας διαλαμβάνον περίληψιν της ιστορίας, φυσικήν και πολιτικήν χωρογραφίαν, τους βίους των μεγάλων ανδρών, τους μύθους και τας παραδόσεις πάντων των εθνών από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του νυν , Κωνσταντινούπολη 1869, σ. 445· Β. Δ. Ζώτος Μολοσσός,Δρομολόγιον της Ελλ. Χερσονήσου αρχαιολογικόν, ιστορικόν, γεωγραφικόν, στρατιωτικόν, στατιστικόν και εμπορικόν, τεύχος Γ΄: Μακεδονία και Σερβία, Αθήνα 1887, σ. 256. Ο Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 66, αναφέρει ότι η μητρόπολη Καστοριάς περιλάμβανε 189 χωριά και διαιρούνταν σε πέντε περιφέρειες (Ποπόλεως με 23 χωριά, Κορεστίων με 30 χωριά, Ανασελίτσης με 45 χωριά, Φλωρίνης με 15 χωριά και Δεβόλ Κολώνιας με 73 χωριά). Για μια μεταγενέστερη (1892) διαίρεση της εκκλησιαστικής περιφέρειας Καστοριάς σε πέντε περιφέρειες με 191 χωριά βλ. Σοφία Βούρη,Πηγές για την ιστορία της Μακεδονίας. Πολιτική και εκπαίδευση 1875-1907, εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα 1994, σ. 237· πβ. Εμμ. Η. Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση στην Καστοριά το ΙΘ΄ αιώνα (Αρχεία Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς), [Ιερά Μητρόπολη Καστοριάς], Καστοριά 2001, σ. 198.
12. Σύμφωνα με υπόμνημα του γάλλου προξένου του Μοναστηρίου Bellaigue de Bughas, το 1856 ο πληθυσμός της Καστοριάς ανερχόταν στους 6.000 κατοίκους, εκ των οποίων 4.500 Έλληνες, 1.000 Εβραίοι και 500 Τούρκοι, ενώ στον ομώνυμο καζά διέμεναν 21.460 Μουσουλμάνοι, 48.720 Χριστιανοί και 1.000 Εβραίοι και Τσιγγάνοι· Κ. Βακαλόπουλος, «Πολιτική, κοινωνική και οικονομική δομή του πασαλικίου Μοναστηρίου στα μέσα του 19ου αιώνα», Μακεδονικά 21 (1981) 175, 181. Περί το 1869 η πόλη κατοικούνταν από 1.500 οικογένειες Οθωμανών, Χριστιανών και Εβραίων· Βουτυράς ‒ Βρετός ‒ Βαφειάδης, Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας, σ. 445. Σύμφωνα με την εθνογραφική στατιστική του έτους 1878, η πόλη διέθετε 1.600 οικίες και κατοικούνταν από 2.000 Μουσουλμάνους, 650 Βουλγάρους, 700 Έλληνες και 750 Εβραίους, ενώ η ομώνυμη επαρχία διέθετε 10.113 οικίες και κατοικούνταν από 2.575 Μουσουλμάνους, 22.424 Βουλγάρους, 4.032 Βλάχους και 1.665 Αλβανούς· Ethnographie des Vilayets d’Andrinople, de Monastir et de Salonique, extrait du Courrier d’Orient, Κωνσταντινούπολη 1878, σ. 18-20. Σε μια άλλη σύγχρονη καταγραφή αναφέρεται ότι η πόλη κατοικούνταν από 4.500 Τούρκους, Έλληνες και Εβραίους· Αντ. Μηλιαράκης, Οδοιπορικά Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας κατά τον Émile Isambert, Αθήνα 1878, σ. 36.
13. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881.
14. Για την κατάκτηση της Καστοριάς από τους Οθωμανούς καθώς και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της πόλης βλ. Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 27-28· Sem. Eyice, «Yunanistan'da Türk mimarî eserleri», Türkiyat Mecmuasi XII (1955) 205-230· Παν. Τσολάκης, Η οικιστική εξέλιξη της Καστοριάς στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας 1385-1912, εκδ. Καστοριανή Εστία, Καστοριά 1989, σ. 8-14· Ευγενία Δρακοπούλου, Η πόλη της Καστοριάς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12ος-16ος αι.). Ιστορία-Τέχνη-Επιγραφές, Τετράδια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης αρ. 5, [Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία], Αθήνα 1997, σ. 99-110· M. Kiel, «Kesriye. Yunanistan’da eski bir Osmanlı kaza merkezi», Türkiye Diyanet Vakfı İslâm Ansiklopedisi 25 (2002) 311-312· Παν. Τσολάκης,Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 70-73· Φωκίων Κοτζαγεώργης, «Η οθωμανική κατάκτηση», Όψεις του Άργους Ορεστικού (Χρούπιστα) κατά την Τουρκοκρατία (1400-1912), επιμ. Ι. Σ. Κολιόπουλος, [Μορφωτικός Σύλλογος “Η Ορεστίς” Άργους Ορεστικού], εκδ. οίκος Α/φών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 28-32· Κ. Μουστάκας, «Οικονομικά δεδομένα της περιοχής των Σερρών κατά την πρώιμη τουρκοκρατία (15ος αιώνας)» Β΄ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο “Οι Σέρρες και η περιοχή τους από την οθωμανική κατάκτηση μέχρι τη σύγχρονη εποχή”, Πρακτικά, τ. 1, [Δήμος Σερρών], Σέρρες 2013, σ. 231-246. Πρώιμα δημογραφικά στοιχεία για τις μουσουλμανικές εγκαταστάσεις στην επαρχία Καστοριάς βλ. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική, σ. 73-77· Β. Γούναρης, «Δημογραφικές παρατηρήσεις», Όψεις του Άργους Ορεστικού, ό.π., σ. 48-72.
15. Για τους ρωμανιώτες, σεφαραδίτες και απουλιώτες Εβραίους της Καστοριάς καθώς και την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της πόλης βλ. M. Molho, Abr. Mevorah, Histoire des Israélites de Castoria, Θεσσαλονίκη 1938· Δημ. Σ. Γιαννούσης, «Οι Εβραίοι της Καστοριάς», Χρονικά του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος [ΚΙΣΕ] 4/41 (Σεπτ. 1981) 10-19· Τσολάκης, Η οικιστική εξέλιξη, σ. 10-11, 23, 29-30· Σύνταξη, «Οι Εβραίοι της Καστοριάς. Μια Κοινότητα που δεν υπάρχει πια», Χρονικά ΚΙΣΕ 15/118 (Νοέμ.-Δεκ. 1991) 6· Παν. Τσολάκης, Η εβραϊκή συνοικία της Καστοριάς. Ιστορία, πολεοδομία και αρχιτεκτονική, εκδ. Γ. Δεδούσης, Θεσσαλονίκη 1994· Γ. Αλεξίου, «Σύντομη ιστορία των Εβραίων της Καστοριάς. Τα σχετικά κείμενα δύο παλαιοτέρων ερευνητών», Χρονικά ΚΙΣΕ 18/137 (Μάιος-Ιούνιος 1995) 6-10· Μαρούλα Βέργου-Γκαμπέση, «Οι Εβραίοι της Καστοριάς», Χρονικά ΚΙΣΕ 20/147 (Ιαν.-Φεβρ. 1997) 3-7· Γ. Αλεξίου, «Μπούκο Μάγιο: Ένας φιλάνθρωπος Ισραηλίτης από την Καστοριά», Χρονικά ΚΙΣΕ 21/158 (Νοέμ.-Δεκ.ς 1998) 17-18· Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική, σ. 72-73, 139-163· Θρ. Ορ. Παπαστρατής, Στάχτες και δάκρυα στη λίμνη... Ιστορία των Εβραίων της Καστοριάς, [Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος], Αθήνα 2010· Β. Κωστόπουλος, «Η Εβραϊκή κοινότητα Καστοριάς τα τελευταία χρόνια», Χρονικά ΚΙΣΕ 36/241 (Ιούλ.-Σεπτ. 2013) 4-8.
16. Περί το 1887 αναφέρεται ότι η πόλη (;) κατοικούνταν από 15.000 ψυχές, εκ των οποίων 6.000 Έλληνες, 6.000 Τουρκαλβανοί, 1.000 Ιουδαίοι, 1.000 Αθίγγανοι και 1.000 Σλάβοι ελληνόγλωσσοι· Ζώτος Μολοσσός, Δρομολόγιον, σ. 255.
17. Ο σέρβος διπλωμάτης Sp. Gopćević καταγράφει το 1889 στην στατιστική για την Καστοριά 1.800 οικίες και συνολικό πληθυσμό 3.490 κατοίκους, εκ των οποίων 2.000 Σέρβοι, 350 Τούρκοι, 180 Αλβανοί, 810 Έλληνες και 150 Βλάχοι. Στα 1893-1894 η πόλη κατοικούνταν από 8.775 κατοίκους, εκ των οποίων 4.500 Έλληνες, 3.500 Οθωμανοί, 700 Εβραίοι και 75 Βούλγαροι· Sp. Gopćević, Makedonien und Alt-Serbien, Βιέννη 1889, σ. 427· Γ. Μάυερ, «Καστορία», Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν Δ΄ (Απρ. 1893-Σεπτ. 1894) 586-587. Για τον πληθυσμό της επαρχίας και της πόλης της Καστοριάς κατά τα τέλη του 19ου αι. και μέχρι την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς βλ. Στ. Ι. Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, [ΕΜΣ/Μακεδονική Βιβλιοθήκη 31], Θεσσαλονίκη 1970, σ. 167.
18. Περί το 1884 καταγράφονται ως «βουλγαρόφωνοι ελληνοφρονούντες».
19. Για την πληθυσμιακή σύνθεση του Άργους Ορεστικού βλ. Λάζ. Α. Παπαϊωάννου, Άργος πόλη Ορεστίδας, [Μορφωτικός Σύλλογος Άργους Ορεστικού “Η Ορεστίς”], Άργος Ορεστικό 1996, σ. 155-157.
20. Στην έκθεση του 1881 στα χωριά Δροσοπηγή και Φλάμπουρο, εκτός των αλβανοφώνων, καταγράφονται και λίγες οικογένειες βλαχοφώνων.
21. Σύμφωνα με υπόμνημα του γραμματέα του Ελληνικού Προξενείου Βιτωλίων Θωμά Π. Μαρκεζίνη, το 1881 η επαρχία Καστοριάς διέθετε 135 χωριά (35 οθωμανικά και 100 χριστιανικά), που κατοικούνταν από 52.000 Έλληνες και Ελληνοβούλγαρους, 24.100 Οθωμανούς και 4.000 Βουλγαροσλάβους. Από τους 11.000 κατοίκους της πόλης οι 8.000 ήταν Χριστιανοί, οι 2.500 Οθωμανοί και οι 500 Ιουδαίοι. Η αντίστοιχη τουρκική στατιστική του ίδιου έτους καταγράφει στο σύνολο του καζά 15.860 Μουσουλμάνους, 38.186 Έλληνες ορθοδόξους, 20.532 Βουλγάρους, 1.081 Εβραίους και 793 Βλάχους· Λύντια Τρίχα, Το Βιλαέτι Βιτωλίων το 1881. Στατιστική από το Αρχείου του Χαριλάου Τρικούπη, [Δημόσια Βιβλιοθήκη Φλώρινας “Βασιλικής Πιτόσκα-Βαρνά”], Φλώρινα 1994, σ. 17, 32-33 (εγγρ. 9), 48.
22. Για τους Μουσουλμάνους του Μαυρόβου και της Κορησού βλ. εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881· Α. Βήτας, Η ελληνική παιδεία στην Κορησό, [Σύλλογος των Απανταχού Κορησιωτών Θεσσαλονίκης «Ο Άγιος Γεώργιος»], Θεσσαλονίκη 1992, σ. 41· Χρ. Σ. Παπασταύρος, Δήμος Μακεδνών. Το Μαύροβο και η Ιστορία του, εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 2002, σ. 40-41, 73-74· Ν. Γ. Δασκαλάκης, Η Κορησός στη διαδρομή του χρόνου, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 32-33, 95-96.
23. Από τους στατιστικούς πληθυσμιακούς πίνακες που παραθέτει ο Ν. Σχινάς το 1887, διαπιστώνεται ότι στον καζά της Καστοριάς και στο μουδιρλίκι Χρούπιστας υπήρχαν στην πραγματικότητα 17 χωριά με μικτό πληθυσμό (χριστιανικό και οθωμανικό) και 22 χωριά με αμιγή μουσουλμανικό πληθυσμό. Στα μικτά θα πρέπει να συμπεριληφθεί και το Σκλήθρο (Ζέλενιτς), που μέχρι σήμερα ανήκει εκκλησιαστικώς στη μητρόπολη Καστοριάς· Νικ. Θ. Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας, Μακεδονίας, τεύχος Γ΄, Αθήνα 1887, σ. 806, 813-817. Στη μεταγενέστερη εθνολογική στατιστική του Χαλκιόπουλου ο καζάς Καστοριάς περιλάμβανε 14 μικτά χωριά και 12 αμιγή·. Α. Χαλκιόπουλος, Η Μακεδονία. Εθνολογική στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, Αθήνα 1910, σ. 100-106.
24. Το 1887 ο μητροπ. Καστοριάς διαποίμανε σε όλη την επαρχία 100.000 ψυχές. Η σερβική στατιστική του 1889 καταγράφει στον ομώνυμο καζά 17 χωριά με μικτό πληθυσμό και 10 χωριά με αμιγή μουσουλμανικό πληθυσμό, εξαιρουμένου του Σκλήθρου, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στα χωριά της Φλώρινας· Ζώτος Μολοσσός, Δρομολόγιον, σ. 256· Gopćević, Makedonien, σ. 427-431.
25. Για τους τουρκαλβανούς μπέηδες της Καστοριάς Σαχίν και Αράμ βλ. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική, σ. 165-189.
26. Με τις ονομασίες Παλαιό και Νέο Τσιφίκι αναφέρονται δύο μικροί οικισμοί στη βόρεια όχθη της λίμνης Ορεστιάδας. Το Παλαιόν Τσιφλίκιον, που στα 1886 κατοικούνταν από 70 χριστιανούς, προσαρτήθηκε στην κοινότητα Καστοριάς το 1918 (ΦΕΚ 259Α/29.12.1918) και καταργήθηκε το 1928 (ΦΕΚ 269Α/20.12.1928). Το Νέον Τσιφλίκιον, που στα 1886 κατοικούνταν από 40 χριστιανούς, αναγνωρίστηκε ως οικισμός και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Καστοριάς το 1962 (ΦΕΚ 16Β/19.1.1962) και το 1963 μετονομάστηκε Χλόη (ΦΕΚ 91Α/13.6.1963). Περί το 1889 το Άνω και Κάτω Τσιφλίκι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η σερβική στατιστική του Gopćević, κατοικούνταν από 90 και 36 οικογένειες αντίστοιχα· Νικ. Θ. Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας, Μακεδονίας τεύχος Β΄, Αθήνα 1886, σ. 245, 249, και τεύχος Γ΄, Αθήνα 1887, σ. 815· Gopćević, Makedonien, σ. 428. Πβ. Τodor H. Simovski, Naselenite Mesta vo Egejska Makedonija, kn. 2, [Institut za Nacionalna Istorija], Σκόπια 1998, σ. 34, 43.
27. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881.
28. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881· Φιλάρ. Βαφείδης μητροπ. Διδυμοτείχου, «Κώδιξ της Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας και τινα εκκλησιαστικά βιβλία αποκείμενα εν τισι των εκκλησιών αυτής», Εκκλησιαστική Αλήθεια 24 (1900) 124· Τρ. Ευαγγελίδης, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας (Ελληνικά Σχολεία από της Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου), τ. 1, Αθήνα 1936, σ. 118-120· Τσαμίσης, Η Καστοριά , σ. 78-83· Γ. Κουρνούτος, «Σχολεία της Τουρκοκρατούμενης Καστοριάς», Γέρας Αντωνίου Κεραμοπούλλου, Αθήνα 1953, σ. 444-450, 456-458· Ι. Κ. Βασδραβέλλης, «Τα πρώτα σχολεία της Καστοριάς και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος», Ημερολόγιον Δυτικής Μακεδονίας 1 (1960) 114· Τσολάκης,Η οικιστική εξέλιξη, σ. 27· Ευστ. Πελαγίδης, Ο κώδικας της Μητροπόλεως Καστοριάς, 1665-1769 (Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος 2753), [ΕΜΣ, Μακεδονική Βιβλιοθήκη 73], Θεσσαλονίκη 1990, σ. 41-43· Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 168· Παντ. Ζάττας,Σχολεία, διδάσκαλοι, λόγιοι της τουρκοκρατούμενης Καστοριάς, εκδ. Καστοριανή Εστία, Καστοριά 1996, σ. 12-17· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 48-49, 64-68.
29. Για τις ιδρυτικές και κανονιστικές διατάξεις της Σχολής και την επικύρωσή τους από τον αρχιεπίσκοπο Αχριδών Ζωσιμά βλ. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881· Α. Αλεξούδης, «Γ. Καστριώτης και η εν Καστορία σχολή», Εκκλησιαστική Αλήθεια 1 (1880-1881) 175-176, 205-207, 220-221· H. Gelzer, Der Patriarchat von Achrida, Geschichte und Urkunden, Scientia Verlag, Άαλεν 21980, σ. 120-121· Βαφείδης, «Κώδιξ», σ. 124· Μ. Γεδεών, «Ελληνικά σχολεία Καστοριάς», Εκκλησιαστική Αλήθεια 24 (1904) 461-463· Καλλ. Δελικάνης, Πατριαρχικών εγγράφων τόμος τρίτος ήτοι τα εν τοις κώδιξι του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακίου σωζόμενα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα τα αφορώντα εις τας σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τας Εκκλησίας Ρωσσίας, Βλαχίας και Μολδαβίας, Σερβίας, Αχριδών και Πεκίου 1546-1863, οις προστίθεται ιστορική μελέτη περί της Αρχιεπισκοπής Αχριδών , Κωνσταντινούπολη 1905, σ. 822-831· Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 11, 72-77, 82-83, 93· Κ. Δ. Μέρτζιος, Μνημεία μακεδονικής ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1947, σ. 467-471· Κουρνούτος, «Σχολεία», σ. 438-444, 450-456, 464-468· Σ. Παπαβασιλείου, «Γ. Καστριώτης και η εν Καστορία Σχολή αυτού», Αριστοτέλης [περιοδ. Φιλεκπ. Συλλ. Φλωρίνης ο “Αριστοτέλης”] 55 (1966) 9-17· Τσολάκης, Η οικιστική εξέλιξη, σ. 27· Πελαγίδης, Ο κώδικας, σ. 40-41· Ζάττας, Σχολεία, σ. 9-12, 16-17, 55-61· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 48, 54-63.
30. Ο Γεώργιος Καστριώτης γεννήθηκε στην Καστοριά στα μέσα του 17ου αιώνα και περί το 1697-1698 υπήρξε ο πρώτος ποστέλνικος του πρίγκιπα της Βλαχίας Κωνσταντίνου Μπραγκοβάνου. Με έξοδά του εκδόθηκε στα 1703 το βιβλίο Δογματική Διδασκαλία του Σεβαστού Κυμινήτη. Από το 1704 κατείχε τον τίτλο του μεγάλου κομίσου. Περί το 1706 με χορηγία του (2.650 ασλάνια) προς τον πατριάρχη Ιεροσολύμων κατέστη δυνατή η λειτουργία μικρών σχολείων για ελληνόφωνους και αραβόφωνους νέους της Παλαιστίνης. Βλ. γι’ αυτόν Α. Ε. Καραθανάσης, Οι Έλληνες λόγιοι στη Βλαχία (1670-1714). [ΙΜΧΑ], εκδ. Α/φοί Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 22000, σ. 87, 98 σημ. 5, 160, 175-178.
31. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881· Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 85-86· Τσολάκης, Η οικιστική εξέλιξη, σ. 27 · Ζάττας, Σχολεία, σ. 18, όπου ως έτος ίδρυσης αναφέρεται το 1844· Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, «Η κοινοτική εκπαίδευση στην εκκλησιαστική επαρχία Καστοριάς», Μακεδονικά 31 (1997-1998) 300, 306· η ίδια, Η εκπαίδευση στη Δυτική και Βόρεια Μακεδονία (1840-1914) από τα αρχεία των Μητροπόλεων Σερβίων-Κοζάνης, Σισανίου, Καστοριάς, Μογλενών, Πελαγονίας, Πρεσπών και Αχριδών. Συμβολή στην ιστορία της εκπαίδευσης του μείζονος Μακεδονικού χώρου , εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 113, 139· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 53, 77-97· Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική, σ. 226-233.
32. Το Κυριακό σχολείο, που είχε αρχίσει να λειτουργεί από το 1876 χάρη στο κληροδότημα των αδελφών Ιωάννη και Θεοδώρου Αϊβάζη στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, διέθετε την εποχή εκείνη 45 μαθητές, που διδάσκονταν τα μαθήματα από τρεις δασκάλους της Δημοτικής Σχολής· εφημ. Φάρος της Μακεδονίας , φ. 589/18.8.1881· Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 86· Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 169, όπου ως έτος ίδρυσής του αναφέρεται το 1874· Γ. Τ. Αλεξίου, Η παιδεία στην Καστοριά κατά τον ΙΘ΄ αιώνα. Σχολεία-Δάσκαλοι-Μέθοδοι διδασκαλίας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 7-10· Ζάττας, Σχολεία, σ. 19· Ηλιάδου-Τάχου, Η εκπαίδευση, σ. 148· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 144-149.
33. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881· Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 86· Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 169· Τσολάκης, Η οικιστική εξέλιξη, σ. 28· Ζάττας, Σχολεία, σ. 18, όπου ως έτος ίδρυσης αναφέρεται το 1890· Ηλιάδου-Τάχου, «Η κοινοτική εκπαίδευση», σ. 300, 302· η ίδια, Η εκπαίδευση, σ. 112-113, 115, 145-147, όπου αναφέρεται η λειτουργία του Παρθεναγωγείου από το 1860· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 49, 98-120· Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική, σ. 234-235.
34. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881· Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 86· Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 169· Τσολάκης, Η οικιστική εξέλιξη, σ. 28· ο ίδιος, Η αρχιτεκτονική, σ. 232, όπου ως έτος ίδρυσης του Νηπιαγωγείου αναφέρεται το 1871. Πβ. Ηλιάδου-Τάχου, «Η κοινοτική εκπαίδευση», σ. 304· η ίδια, Η εκπαίδευση, σ. 115 σημ. 19, 120, 147-148, όπου ως έτος ίδρυσης αναφέρεται το 1871 και ως έτος λειτουργίας το 1872· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 121-141.
35. Ζάττας, Σχολεία, σ. 17· Ηλιάδου-Τάχου, Η εκπαίδευση, σ. 145-146, 149.
36. Για την προσωπικότητα και το έργο του ηγουμένου Γρηγορίου καθώς και για την ίδρυση του Ορφανοτροφείου βλ. Εμμ. Η. Κουτσιαύτης,Η Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου (Κορησού) Καστοριάς, [Ι. Μ. Αγίου Νικολάου (Κορησού)], Καστοριά 2004, σ. 28-67· ο ίδιος, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 223-224.
37. Για τη νεότερη ιστορία της μονής βλ. Αναστ. Ν. Δάρδας, Τα Μοναστήρια της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης, [ΕΜΣ, Μακεδονική Βιβλιοθήκη 76], Θεσσαλονίκη 1993, σ. 302-309· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 223.
38. Τσολάκης, Η οικιστική εξέλιξη, σ. 29· ο ίδιος, Η αρχιτεκτονική, σ. 207-208. Στον κατάλογο κτισμάτων και γαιών του βιλαετίου Μοναστηρίου του έτους 1891, και πιο συγκεκριμένα στην πόλη της Καστοριάς, που εκείνη την εποχή διέθετε 1.290 οικίες, καταγράφηκαν 2 μεδρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία), 1 αστική σχολή, 3 νηπιαγωγεία, 1 προκαταρκτική σχολή των Εβραίων και 1 προκαταρκτική σχολή των Ελλήνων. Ο ναχιγιές της Κλεισούρας διέθετε 1.235 οικίες και ο πληθυσμός του ανερχόταν σε 3.366 κατοίκους. Στην ομώνυμη κωμόπολη λειτουργούσαν 1 αστική σχολή και 4 προκαταρκτικές σχολές, ενώ παράλληλα καταγράφηκαν 63 καταστήματα, 8 χάνια και 4 εκκλησίες. Αναστ. Κ. Ιορδάνογλου, «Οθωμανικές επετηρίδες (σαλναμέ) του Βιλαετίου Μοναστηρίου», Μακεδονικά 29 (1993-1994) 308-338.
39. Τσολάκης, Η οικιστική εξέλιξη, σ. 29.
40. Παπαϊωάννου, Άργος, σ. 237.
41. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881.
42. Τσολάκης, Η οικιστική εξέλιξη, σ. 29.
43. Πβ. Ηλιάδου-Τάχου, «Η κοινοτική εκπαίδευση», σ. 301-303· η ίδια, Η εκπαίδευση, σ. 114, 116-117.
44. Πβ. Ηλιάδου-Τάχου, «Η κοινοτική εκπαίδευση», σ. 310-311· η ίδια, Η εκπαίδευση, σ. 126· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 185-190.
45. Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 84· Ζάττας, Σχολεία, σ. 35· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 48, 71, 151.
46. Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 84.
47. Για τον βίο και την εθνική δράση του ιατρού Ι. Σιώμου βλ. Βήτας, Η ελληνική παιδεία, σ. 143-144· Δασκαλάκης, Η Κορησός, σ. 274-277· Β. Κ. Χριστόπουλος, «Ιωάννης Σιώμος (1835-1890) (Ένας μεγάλος Κορησώτης), εφημ. Η Κορησός, φ. 241-242 (Ιαν.-Φεβ. 2011) 5.
48. Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 108-112.
49. Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 168.
50. Ν. Δ. Σιώκης, Η πνευματική κίνηση και ζωή στη Δυτική Μακεδονία: η Κλεισούρα κατά τον 19ο αιώνα επί τη βάσει ανέκδοτων εκκλησιαστικών κωδίκων, εγγράφων και λοιπών πηγών, Διδακτ. διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τμ. Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 210, 245.
51. Περί το 1853 η «μικρά» σχολική βιβλιοθήκη της Καστοριάς αριθμούσε 1.500 περίπου τόμους βιβλίων· Π. Ιωάννου, «Περιγραφή της εν Μακεδονία Καστορίας, εκ της του Πουκεβίλλου περιηγήσεως εις την Ελλάδα ερανισθείσα, και μετά τινων προσθηκών αυξηθείσα», Νέα Πανδώρα 4/87 (1 Νοεμ. 1853) 385-388· Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 95-96· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 208-220, όπου παρατίθεται κατάλογος 734 βιβλίων που διέθετε η βιβλιοθήκη της Ελληνικής Σχολής τον Ιούλιου του 1870.
52. Για τη ζωή και το έργο του ιατρού Κων. Μιχαήλ βλ. Γ. Ι. Ζαβίρας, Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, Αθήνα 1872, σ. 411-412· Ανδρ. Δημητρακόπουλος,Επανορθώσεις σφαλμάτων παρατηρηθέντων εν τη Νεοελληνική Φιλολογία του Κ. Σάθα μετά και τινων προσθηκών, Τεργέστη 1872, σ. 43· Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 88-89· Γ. Γκολομπίας, «Τα σημειώματα των εκκλησιαστικών βιβλίων Καστοριάς», Μακεδονικά 25 (1985-1986) 298 σημ. 4· Λ. Ε. Βλαδίμηρος ‒ Α. Χρ. Ριζόπουλος, «Η πρώτη συγγραφή Ιστορίας της Ιατρικής στα ελληνικά από τον Κ. Μιχαήλ το 1794»,18ο Ετήσιο Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο, τόμος περιλήψεων, Αθήνα 1992, σ. 138· Δ. Καραμπερόπουλος, Η πρώτη ιστορία της Ιατρικής στην ελληνική γλώσσα, Παράρτημα: Κωνσταντίνου Μιχαήλ, Συνοπτική ιστορία της ιατρικής, Βιέννη 1794, εκδ. Σταμούλη, Αθήνα-Πειραιάς 1994· Π. Τσολάκης, «Οι λόγιοι της Καστοριάς», Καστοριά: η βυζαντινή και μεταβυζαντινή πόλη, ένθετο Επτά Ημέρες της Καθημερινής, Κυριακή 3 Δεκ. 1995, σ. 28· Ζάττας, Σχολεία, σ. 47-48· Δ. Καραμπερόπουλος ‒ Σπ. Μαρκέτος, «Έντυπα ελληνικά ιατρικά βιβλία από Μακεδόνες συγγραφείς κατά την εποχή του νεοελληνικού διαφωτισμού (1750-1821)», Πρακτικά «Ιατρικά Παλαίτυπα Περιόδου 1525-1900», Θεσσαλονίκη 27-11-1997 (ανάτυπο), Αθήνα 1997, σ. 47-49· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 301· Κων. Μιχαήλ, Διαιτητικής παραγγέλματα: προς την υγιεινήν δίαιταν αφορώντα; Ιστορία συντοπτική: περί αρχής και προόδου της ιατρικής τέχνης, και τινων περί αυτήν ευδοκιμησάντων ανδρών , εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα 2006· Δ. Καραμπερόπουλος, «Ελληνική ιατρική ορολογία. Οι απαρχές της κατά το νεοελληνικό διαφωτισμό»,Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 25.2 (2008) 244-247· Ασπασία Τόγια,Βιβλιογράφηση ελληνικών παλαιτύπων Παθολογίας: Η εξέλιξη της ιατρικής σκέψης από τον 18ο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, Διδακτ. διατριβή, Ιατρική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 73-78.
53. Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 172· Σιώκης, Η πνευματική κίνηση, σ. 210, 258-265.
54. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881· Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 169· Ηλιάδου-Τάχου, «Η κοινοτική εκπαίδευση», σ. 311-312· η ίδια, Η εκπαίδευση, σ. 127· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 165-168, 261-278, 306-310.
55. Σιώκης, Η πνευματική κίνηση, σ. 201-246.
56. Για την εκπαίδευση στη Δάρδα βλ. Σπ. Ζέγκος ιερέας, Βιογραφία Πολυκάρπου του Δαρδαίου, Μητροπολίτου Λαρίσης, καρατομηθέντος υπό του Μαχμούτ-Πασά τω 1821 – Σύντομος περιγραφή της Δάρδας μετά εικόνων , Αθήνα 1927, σ. 110-113.
57. Οι συσσωματώσεις αυτές συνέβαλαν στην κοινωνική και εθνική χειραφέτηση του υπόδουλου Γένους. Ο μετεπαναστατικός αλύτρωτος ελληνισμός με την ίδρυση και την οργάνωση συλλόγων, εταιριών, αδελφοτήτων, συνδέσμων, λεσχών επεδίωξε τη διατήρηση της θρησκείας και της γλώσσας, καθώς και την εξομοίωση με τους ελεύθερους αδελφούς του. Πβ. Μ. Ι. Γεδεών, Κανονικαί διατάξεις, επιστολαί, λύσεις, θεσπίσματα των Αγιωτάτων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από Γρηγορίου του Θεολόγου μέχρι Διονυσίου του από Αδριανουπόλεως , τ. 2, Κωνσταντινούπολη 1889, σ. 207-209· Μπελιά, «Ο Σύλλογος», σ. 141-146· Κυριακή Μαμώνη ‒ Λήδα Ιστικοπούλου, Σύλλογοι Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922), [Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων], Αθήνα 2009, 11-16.
58. Για τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Καστοριάς βλ. Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 170· Κουτσιαύτης,Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 295-297· ο ίδιος, Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Καστοριάς (1872-1876). Εκπαιδευτική κατάσταση, κανονισμός, αλληλογραφία, προσωπικότητες, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 60-138.
59. Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 172· Σιώκης, Η πνευματική κίνηση, σ. 228-229.
60. Ματθ. Παρανίκας, Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ’) εκατονταετηρίδος , Κωνσταντινούπολη 1867, σ. 53· Αλ. Πέκιος, Πνευματική άποψις της τουρκοκρατουμένης Ελλάδος: ήτοι περιεκτικόν διάγραμμα της επί τουρκοκρατίας διανοητικής του ελληνικού έθνους καταστάσεως , Κωνσταντινούπολη 1880, σ. 77· Ευαγγελίδης, Η παιδεία, σ. 118· Αθ. Γιομπλάκης, «Ο Καστοριανός Μανωλάκης. Ένας πρόδρομος του πνεύματος της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος», Χρονικά της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας 3 (1981) 37-50· Πελαγίδης, Ο κώδικας, σ. 25-27· Ζάττας, Σχολεία, σ. 6-9· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 35-36, 302-303.
61. Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 93· Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 169· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 298-302.
62. Για τον μητροπ. Καστοριάς Νικηφόρο (1841-1874) και την ποιμαντορία του βλ. Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 70-71· Ηλιάδου-Τάχου, «Η κοινοτική εκπαίδευση», σ. 304, 307· η ίδια, Η εκπαίδευση, σ. 121-123· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 280-281· ο ίδιος, Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Επίσκοποι Μητροπόλεως Καστοριάς. 150 χρόνια (1850-2006), [Ι. Μητροπολιτικός Ναός Καστοριάς], Καστοριά 2006, σ. 99-101, 104, 128-133.
63. Ηλιάδου-Τάχου, Η εκπαίδευση, σ. 160-164· Κουτσιαύτης, Η ελληνική εκπαίδευση, σ. 204-207.
64. Εφημ. Φάρος της Μακεδονίας, φ. 589/18.8.1881.
65. Στην έκθεση του 1884 επισημαίνεται ότι η μονή Αγίων Αναργύρων «ουδέ την ελάχιστην χορηγεί συνδρομήν» προς ενίσχυση των εκπαιδευτηρίων του παρακείμενου χωριού Μελισσότοπου.
66. Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 171-172· Σιώκης, Η πνευματική κίνηση, σ. 255-258, 266-274, 425-426.
67. Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα, σ. 154.
68. Στα 1884 ο Πηχιών αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι κάτοικοι των χωριών Γιαννοβένη, Τούχολι και Σλήμνιτσα είχαν εκπατριστεί λόγω των ληστρικών επιδρομών.
69. Για την ίδρυση και τη λειτουργία βουλγαρικού σχολείου στην Κορησό την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. βλ. Γρ. Π. Κώνστας, Ενέργειαι και δολοφονικά όργια του Βουλγαρικού Κομιτάτου εν Μακεδονία και ιδία εν τη επαρχία Καστορίας κ.τ.λ., Αθήνα 1902, σ. 34-35, σημ. 1· Βήτας, Η ελληνική παιδεία, σ. 115-116· Δασκαλάκης, Η Κορησός, σ. 269-273.
70. M.-V. Cordescu, Istoricul şcoalelor române din Turcia, Sofia şi Turtucaia din Bulgaria şi al seminariilor de limba română din Lipsca, Viena şi Berlin, Βουκουρέστι 1906, σ. 170-177. Σιώκης, Η πνευματική κίνηση, σ. 96-97, 135-136, 152, 210-243 σημ. 890, 394.
71. Cordescu, Istoricul şcoalelor, σ. 124-127.
72. Cordescu, Istoricul şcoalelor, σ. 87-88· Παπαϊωάννου, Άργος, σ. 155-156, 237.
73. Πρόκειται για τον αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Μπεϊντώβ από την Ιεροπηγή, ο οποίος το 1882 διορίστηκε καθηγητής της σχολής και μέχρι το 1890 ήταν πρόεδρος της βουλγαρικής κοινότητας Καστοριάς· Κώνστας, Ενέργειαι και δολοφονικά όργια, σ. 13· Зл. Каратанасов, Черковно-училищната борба (1868 ‒ 1903), [Материяли из миналото на Костурско, Костурско благотворително братство ‒ София], Νο 1, Σόφια 1935, σ. 10, 13, 16-18, 29-30, 32· Τσαμίσης, Η Καστοριά, σ. 51-53· T. Поповски, Македонски дневник, спомени на отец Търпо Поповски , Издателство „Фама“, Σόφια 2006, σ. 45-47, 54.
74. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν ο ιερέας Τ. Ποπόφσκη από το Κωστενέτσι. Για τη ζωή και τη δράση του βλ. Каратанасов, Черковно-училищната борба, σ. 12, 31· Поповски, Македонски дневник.
75. Βούρη, Πηγές για την ιστορία της Μακεδονίας. Πολιτική και εκπαίδευση, σ. 72-73.
76. Η ορθόδοξη μερίδα του Τριβούνου επιθυμούσε τον διορισμό έλληνα δασκάλου, αλλά στερούνταν πόρων συντήρησής του.
77. Ο προσηλυτισμός των κατοίκων του Βέργα επετεύχθη από τον συντοπίτη τους Πέτρο Δημητριάδη, ο οποίος είχε εκπαιδευθεί στην Αθήνα.
78. Πρόκειται για τον αγιορείτη μοναχό Γεράσιμο Τράιτσεφ (1823-1889), γνωστό με το κοσμικό όνομα Τράικο Ποπαναστάσοβ Κούσλεβ, που το 1863 ίδρυσε το βουλγαρικό σχολείο του Τριβούνου· Каратанасов, Черковно-училищната борба, σ. 31· Поповски, Македонски дневник, σ. 23-27.
79. Ил. Г. Патеров, Загоричани . По случай 25 годишнината от клането , извършено от гръцки банди . , Издание на Загорицкото дружество “Илинден”, Σόφια 1930, σ. 6· Каратанасов, Черковно-училищната борба, σ. 10-15, 30· Й. Ванчев, Новобългарската просвета в Македония през Възраждането, Σόφια 1982, σ. 84-100· Българската възрожденска интелигенция ( енциклопедия), ДИ „Д-р Петър Берон“, Σόφια 1988, σ. 658· Поповски, Македонски дневник, σ. 31, 47.
80. Каратанасов, Черковно-училищната борба, σ. 12, 15· Българската възрожденска, σ. 192· Б. Й. Николов, Вътрешна македоно-одринска революционна организация. Войводи и ръководители (1893-1934). Биографично-библиографски справочник, Σόφια 2001, σ. 121.
81. Παπαϊωάννου, Άργος, σ. 157, 237, όπου αναφέρεται η λειτουργία βουλγαρικού σχολείου από το έτος 1885.
82. Каратанасов, Черковно-училищната борба, σ. 27, 32· Българската възрожденска, σ. 177.

Αναζήτηση