Η 21η Ιουνίου του 1913 αποτέλεσε ορόσημο για τη Μακεδονία αφού μετά την ομώνυμη νικηφόρα σφοδρή μάχη του ελληνικού στρατού κατά των Βουλγάρων στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, απελευθερώνεται όχι μόνο η πόλη του Κιλκίς αλλά ταυτόχρονα δέχονται σημαντικότατο πλήγμα οι βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της ελληνικής Μακεδονίας.
Ένα περίπου μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου του 1913, στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας μια άλλη μάχη δίνονταν, διπλωματική αυτή τη φορά, η οποία θα καθόριζε και τη τύχη της Μακεδονίας που γεωγραφικά θα φθάσει έως και το Νέστο ποταμό. Πρωταγωνιστές αυτής της μάχης εκτός των Βουλγάρων, Σέρβων και Ρουμάνων,(οι οποίοι φιλοξενούσαν και τη συνδιάσκεψη) στο μεν προσκήνιο, ο τότε πρωθυπουργός και αρχηγός της ελληνικής διπλωματικής αποστολής Ελευθέριος Βενιζέλος, στο δε παρασκήνιο ένας ελληνόβλαχος από το ηρωικό Κρούσοβο [1], ιστορικό προπύργιο του βλαχόφωνου ελληνισμού στη Πελαγονία της σημερινής Π.Γ.Δ.Μ.
Στις 18 Ιουνίου 1961 ο Γεώργιος Ρούσος δημοσιεύει στην εφημερίδα «Βήμα» των Αθηνών ιστορικό αφήγημα με τίτλο «Ο Βενιζέλος και η εποχή του». Στο συγκεκριμένο αφήγημα το οποίο αναπαράγει ο Τηλέμαχος Κατσουγιάννης στο δίτομο έργο του «Περί των Βλάχων των Ελληνικών Χωρών» ο ίδιος αναφέρεται στον καθοριστικό ρόλο που φέρεται να έπαιξε υπέρ των ελληνικών θέσεων στη συνδιάσκεψη αυτή, ο ελληνόβλαχος Μίσσιος από το Κρούσοβο, τότε Γενικός Διευθυντής του Ρουμανικού Υπουργείου των Εξωτερικών και γραμματέας της Συνόδου του Βουκουρεστίου.
Αναφέρει λοιπόν ο Γ. Ρούσος στο «Βήμα» της 18ης Ιουνίου 1961:
“O ελληνικός στρατός αγωνιζόμενος κατά των βουλγάρων και προελαύνων προς τη Σόφια υπέστη μια απροσδόκητη ατυχία. Τέσσερις μεραρχίες κοντά στην Κρέσνα και την Τζουμαγιά βρέθηκαν στην ανάγκη να υποχωρήσουν. Το περιστατικό αυτό συνέβαινε ακριβώς την ίδια ημέρα όπου στο συμβούλιο είχε ωμά τεθεί στην Βουλγαρία το ζήτημα της αποδοχής της ανακωχής. Οι Βούλγαροι ενημερωμένοι για την κατάσταση ωρύονταν ότι είχαν τσακίσει τέσσερις μεραρχίες.
Ο Βενιζέλος διέψευδε αυτό κατηγορηματικά, και μη υπαρχούσης καμιάς επιβεβαίωσης του ισχυρισμού των βουλγάρων από τη μεριά των ρουμανικών αρχών (σ.σ. οι οποίοι Ρουμάνοι προήδρευαν της συνδιάσκεψης), ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας με απειλές πειθανάγκασε τη βουλγαρική αντιπροσωπεία να αποδεχθεί ανακωχή. Ήταν μεγάλη η επιτυχία του Βενιζέλου αλλά το αξιοπερίεργο είναι ότι κατά μεγάλο μέρος το χρωστούσε σε έναν μυστηριώδη συνεργάτη και άγνωστο φίλο της Ελλάδος τον Γενικό Διευθυντή του Ρουμανικού Υπουργείου των Εξωτερικών, Μίσσιο.
Αυτός ο ανώτατος υπάλληλος του βασιλιά της Ρουμανίας Καρόλου, είχε αποκρύψει όλα τα τηλεγραφήματα τα οποία ανήγγειλαν ότι οι μεραρχίες μας υποχωρούσαν. Έδωσε δε αυτά προς δημοσίευση μετά πολλές ώρες και έτσι οι επιτυχίες των βουλγάρων έμμειναν άγνωστες επί τόσες κρίσιμες ώρες. Όταν ο Βενιζέλος έμαθε ότι αυτή την επιτυχία την χρωστούσε κατά μέγα μέρος στον Μίσσιο κάλεσε τον απροσδόκητο φίλο μας στην ελληνική πρεσβεία για να του απονείμει ανώτατο παράσημο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Του εξέφρασε τις βαθύτερες ευχαριστίες της Ελλάδος μιλώντας βέβαια στη γαλλική. Τότε ο Μίσσιου διακόπτει τον Βενιζέλο και σε άπταιστη ελληνική του λέγει: « Σ ε β α σ τ έ μ ο υ κ ύ ρ ι ε π ρ ό ε δ ρ ε , δ ε ν έ κ α μ α
π α ρ ά τ ο κ α θ ή κ ο ν μ ο υ π ρ ο ς τ η ν π α τ ρ ί δ α μ ο υ » .
Ήταν έλληνας όπως εξήγησε αμέσως στον κατάπληκτο Βενιζέλο, Κουτσόβλαχος από το Κρούσοβο με ριζωμένη ελληνική συνείδηση, είχε σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία και κατόπι γύρισε στο χωριό του όπου όλοι οι συγγενείς του βρέθηκαν σύμφωνοι να κατέβει ο νεαρός επιστήμονας στην Αθήνα και να σταδιοδρομήσει. Πράγματι ήρθε στη Αθήνα και πήρε μέρος στον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών. Έγραψε άριστα και απάντησε σωστά στα προφορικά. Αλλά η θέση ήταν μία και προτιμήθηκε ο επιλαχών.
«Ποιος ήταν ο επιλαχών;» ρώτησε ο Βενιζέλος. «Ο γιος του τότε πρωθυπουργού, ο Νικόλαος Θεοτόκης».
Απογοητευμένος τότε, πληγωμένος στην φιλοπατρία του, ο νέος αναγκάσθηκε να καταφύγει στη Ρουμανία προς ανεύρεση της τύχης του. Άλλαξε το επίθετό του από Μιχαήλ σε Μίσσιου, προσελήφθη στο Υπουργείο Εξωτερικών, σταδιοδρόμησε γρήγορα και έγινε πρεσβευτής (προ μηνών τότε Πρεσβευτής στο Λονδίνο και τώρα Γενικός Διευθυντής του Ρουμανικού Υπουργείου των Εξωτερικών).Οι νίκες μας είχαν ξαναζεστάνει τον πατριωτισμό του και ένιωσε τη φλογερή ανάγκη να βοηθήσει και αυτός την πρώτη του πατρίδα. Απέκρυψε τα τηλεγραφήματα τα οποία ανήγγειλαν τις αποτυχίες μας δίνοντας κατά αυτό τον τρόπο καιρό στον Βενιζέλο να υποκλέψει και αυτός την τόσο πολύτιμη ανακωχή.
Τα μάτια του Βενιζέλου λάμπανε από δάκρυα και περηφάνια καθώς άκουγε το παραμύθι της αιώνιας Ελλάδας ζωντανεμένο σ΄αυτόν τον Κουτσόβλαχο - πατριώτη. Τον αγκάλιασε άρχισε να τον φιλάει στα μάγουλο στο μέτωπο στα χέρια και να του λέει: « Π α ι δ ί μ ο υ σ ’ έ σ τ ε ι λ ε ο Θ ε ό ς τ η ς Ε λ λ ά δ ο ς γ ι α ν α π ρ ο σ φ έ ρ ε ι ς σ ή μ ε ρ α τ έ τ ο ι α α ν ε κ τ ί μ η τ η υ π η ρ ε σ ί α » .
Ένας ελληνόβλαχος λοιπόν από τα σημερινά Σκόπια είχε τη δική του συμβολή ώστε σήμερα εμείς (οι περισσότεροι από εμάς με αυταρέσκεια), να έχουμε το δικαίωμα να αποκαλούμαστε Μακεδόνες. Αν και θύμα της αειφόρου ως τις μέρες μας ρουσφετολογικής πατρίδας μας έκανε το χρέος του προς αυτήν. Χωρίς να της έχει ουδεμία υποχρέωση. Πότε όμως αλήθεια αυτή θα κάνει το δικό της χρέος προς αυτούς τους λίγους, έστω ελάχιστους «Μίσσιους» που ακόμη και σήμερα, πολίτες πλέον στη γειτονική μας χώρα, προσδοκούν από την Ελλάδα μια αναγνώριση. Έστω ηθική.
Πηγή:
Τηλέμαχου Κατσουγιάννη,
«Περί των Βλάχων των Ελληνικών χωρών Β’ τόμος». Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη 1966.
Φώτης Κιλιπίρης,
Κοινοτάρχης Λιβαδίων N. Kιλκίς,
πρώην προέδρου της
Πανελλήνιας Ένωσης Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων.
[1] Το Κρούσοβο βρίσκεται 60 περίπου χιλιόμετρα βόρεια του Μοναστηρίου στα γειτονικά Σκόπια.
Το 1913 είχε 10.000 περίπου κατοίκους κυρίως ελληνόβλαχους με μια μικρή μειοψηφία βουλγάρων, και ήταν έδρα της Μητρόπολης "Πρεσπών και Αχριδών" όταν η τελευταία μεταφέρθηκε στο Κρούσοβο από την Αχρίδα μετά την ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας το 1878.
Η οικονομική ευμάρεια των κατοίκων, η οποία προερχόταν από επιχειρήσεις που είχαν στις μεγάλες πόλεις της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας , της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής (Αίγυπτο, Συρία) είχε μεταμορφώσει το Κρούσοβο σε μία όμορφη πόλη με μεγάλα και πολυώροφα σπίτια και δημόσια κτίρια όπως αυτά στις φωτογραφίες που βλέπουμε.
Μετά την ήττα και αποχώρηση των Οθωμανών το 1912 (Α’ Βαλκανικός πόλεμος), και την υπαγωγή της περιοχής στο νεοσύστατο Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, που αργότερα ονομάστηκε Γιουγκοσλαβία, η κατάσταση του βλαχόφωνου ελληνισμού άλλαξε δραματικά. Οι Σέρβοι έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και τις ελληνικές εκκλησίες, κατήργησαν την Μητρόπολη Πρεσπών και Αχριδών και απαγόρευσαν την χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Την ίδια περίοδο μεγάλο μέρος των ελληνοβλάχων του Κρουσόβου αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Πελαγονίας μετανάστευσε στο ελληνικό έδαφος, κυρίως στην Φλώρινα και στην Θεσσαλονίκη αλλά και βορειότερα στα Σκόπια και το Βελιγράδι . Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και αργότερα επί βουλγαρικής παρουσίας έως και σήμερα μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαυίας. Σήμερα η πόλη βρίσκεται σε μαρασμό με το βλαχόφωνο στοιχείο να μην ξεπερνά τις 1000 ψυχές σε μια κωμόπολη 4000 περίπου κατοίκων. Το κοιμητήριο, όσο και η μητρόπολη του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της κωμόπολης αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα διαχρονικής ιστορικής παρουσίας του βλαχόφωνου ελληνισμού στην περιοχή.