Φούρκα, το χωριό του Σμόλικα που «έζησε» τη μάχη της Πίνδου

ΦούρκαΧωμένη και χαμένη στις δασοσκέπαστες βορινές πλαγιές του Σμόλικα, σε υψόμετρο 1360 μέτρων και σ’ απόσταση 42 χιλιομέτρων από την Κόνιτσα, η Φούρκα είναι το χωριό που «έζησε» περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο, την εποποιία του αποσπάσματος της Πίνδου και τη συντριβή της φημισμένης Μεραρχίας των Ιταλών αλπινιστών Τζούλια στον πόλεμο του 40.
Αποκομμένο ουσιαστικά το μικρό χωριό απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, μ’ όλη την ύπαρξη ενός πανάθλιου αμαξόδρομου που το δένει τον καιρό της καλοσύνης με το Κεράσοβο, μ’ ένα ψυχομέτρι από μεσοκαιρίτες και γέροντες που δε φτάνουν μήτε στους εκατό, ζει τη δική του σιωπηλή και στερημένη απ’ τ’ αγαθά του πολιτισμού ζωή κι αφουγκράζεται με τις ώρες τους απόηχους της πρόσφατης δόξας του. Της δόξας που κέρδισε τις πρώτες μέρες του πολέμου του 40, όταν ανυποψίαστο γίνονταν το επίκεντρο της μεγάλης μάχης της Πίνδου, δόξας για την οποία και τιμήθηκε απ’ το Έθνος με τον Πολεμικό Σταυρό, τιμή που σπάνια απονέμεται σε χωριό για το σύνολο των εθνικών του υπηρεσιών.

 Οι ίδιοι ωστόσο οι Φουρκιώτες, ντόμπρα, απλά κι ανεπιτήδευτα θα ομολογήσουν πως δεν έκαναν δα τίποτα το σπουδαίο για ν’ αμειφτεί απ’ την Πολιτεία το χωριό τους με τούτη την ανώτατη διάκριση. «Δεν κάναμαν τίπουτα του παραπανίσιου. Οι Ιταλοί μπήκαν στου χουριό μας κι μεις τ’ς κλείσαμαν τη μπόρτα. Τι έπρεπε δηλαδής να τ’ς πούμε; Κουπιάστε να πάρ’τε ένα γλυκό; Αντίθετα βουηθήσαμαν τουν Νταβάκ’ με τα παλικάρια τ’ γιατί ήταν θ’κοί μας ανθρώπ’. Πουλεμούσανε για μας κι για τ’ Μπατρίδα μας. Κι τ’ άλλα τα χουριά απ’ βρέθ’καν στη θέσ’ μας του ίδιου έκαμαν». Μιλάει για την ανεκτίμητη βοήθεια που πρόσφεραν άντρες και γυναίκες της Φούρκας στο στρατό μας ο 78χρονος Φλώρος Ζώης μ’ έναν τρόπο που απομυθοποιεί τη συμβολή του χωριού του στην εποποιία του 40, με μια φυσικότητα κι ένα αφτιασίδωτο λόγο που ξεχωρίζει όπως η μέρα απ’ τη νύχτα απ’ τα λαμπρά φραστικά σχήματα και τις μεγαλοστομίες των επηρμένων ρητόρων των εθνικών μας γιορτών.

Όλα όμως είναι απλά, αφτιασίδωτα και φυσικά εδώ πάνω στη Φούρκα. Φύση κι άνθρωποι. Κι αυτά τα τρομερά απ’ τις πολεμικές περιγραφές κι αιματοβαμμένα υψώματα που την περιτριγυρίζουν, και που έσωσαν το 40 την τιμή της Ελλάδας, μοιάζουν λουσμένα στην αχλή της λιόχαρης μέρας τόσο ειρηνικά, τόσο καλόβουλα και τόσο ξένα κι άσχετα μ’ εκείνα που έβαλαν στη θέση τους κάποιοι ευφάνταστοι κοντυλοφόροι.

Μας τα δείχνει ένα-ένα από μακριά ο Κώστας Μαράκης, ο πρώτος Φουρκιώτης που συναντήσαμε να ψάχνει στο δάσος για τα «φορτηγά» του -έτσι λένε εκεί τα υποζύγια- «που να τα φάει η αρκούδα»:

- «Εκείνο το μισοκρυμμένο είναι η Γύφτ’σα και τ’ άλλο του κουντινότερου του Ταμπούρ’. Έπεσαν πουλλά κουρμιά εκεί πάν’. Στου βάθους εκείνου μέσα στουν αχνό είναι του Κούτσουρου κι παραπέρα του Βούζιου. Απού κει, απ’ του διάσελου Ρουμιός θέλ’σαν προυπαντός να περάσ’νε οι Ιταλοί για τ’ Σαμαρίνα κι τ’ς έφαγε η μαρμάγκα. Κι αυτά εδώ κουντά τα χαμπλά είναι· απάν’ απ’ του χουριό, αυτό του φαλακρό, ου Προυφήτ’ς Ηλίας, που τουν πήρανε δυό φουρές οι φαντάρ’ του Νταβάκ’ απ’ τ’ς Ιταλοί κι απέναντι εκείν’ η πράσιν’ πλαϊά είναι η Τσούκα απ’ σκουτώθ’κε ου Διάκους».

- Εσύ μπάρμπα-Κώστα ήσουν τότε εδώ στο χωριό; Τις είδες αυτές τις μάχες, τις θυμάσαι;

- «Αμ κι τ’ς είδα κι τ’ς θ’μάμαι. Ξιχνιόνται πουτές αυτά τα πράματα. Άλλουστε ήμ’να τότε 20 χρουνού παλικάρ’. Σα χτες ήταν, θ’μάμαι, απ’ μπήκαν μια μέρα βρουχερή οι Ιταλοί μπλούκια-μπλούκια στου χουριό. Κρατούσανε κάτ’ κουντάρια μεγάλα, είχανε κι κάτ’ χλαίνες απ’ μοιάζαν σαν κάπες κι φουρούσαν άρβυλα με σίδερα απού κάτ’. Δε μας π’ράξανε αλλά κι μεις, εξόν από καμπόσοιν απ’ φύγανε και κρύφ’κανε στου δάσους, δεν τ’ς πουλυφουβ’θήκαμαν. Κάτ’σαν καναδυό μερόνυχτα στου χουριό μέσα σ’ αντίσκοινα ώσπου τ’ς πήραν φαλάγγ’ οι θ’κοί μας. Ακόμα ακούου του «αέρα» απ’ τ’ς φαντάρ’ μας στουν Προφήτ’ Ηλία. Τ’ς ίδιες μέρες σκουτώθ’κε στ’ Τσιούκα-Τσιότα κι οι Διάκους με τουν Ντάσκα. Θ’μάμαι απ’ βλέπαμε τ’μάχ’ απ’ τα παραθύρια. Θεός σχωρέστ’ τα παλικάρια μας. Τα πήραν τ’ν επαύριου κι τα κατέβασαν κι τα θάψανε στ’ Ζούζουλ’. Μήνες υστερότερα βρήκαμαν στου μέρους εκείνου κι τα κουφάρια απού 6 Ιταλοί απ’ δεν πρόκαναν να σ’θάψ’νε οι θ’κοί τ’ς».

Tο ίδιο όμως ντόμπρος κι ανεπιτήδευτος θα σταθεί λίγο αργότερα κι ο λόγος του Βασίλη Πάπαρη, σαν τον βρίσκουμε στην είσοδο του χωριού και του ζητάμε να θυμηθεί κάτι απ’ τα γεγονότα εκείνα του 40 πο’χαν σαν επίκεντρο το χωριό του.

- «Ήμ’να 13 χρονού τότε κι βρίσκουμνα στου Μουναστήρ’», θα μας πει: «Εκεί -είναι καμιά ώρα ανατολικά απ’ του χουριό - ήρθε ου Νταβάκ’ς κι απού κει ξεκίν’σε η επίθεσ’ στουν Προφήτ’ Ηλία. Πιο πριν θ’μάμαι ήταν στου χουριό του Τάγμα τ’ Πανταζή που πισθουχώρ’σε στου Βούζιου. Ύστερα απ’ τ’ς μάχες απ’ κάνανε οι θ’κοί μας στουν Προυφήτ’ Ηλία, στ’ Τσιούκα και στου Ταμπούρ’ οι Ιταλοί κλείσ’κανε στ’ Φούρκα σα μέσα στου κλουβί. Θ’μάμαι ένα φαντάρου μας απ’ κουβαλούσε κι σαλάγαγε σαν τα πρόβατα 300 Ιταλοί αιχμάλωτ’. Πάντους οι Ιταλοί δεν π’ράξανε του χουριό για τ’ αυτό κι ύστερα απ’ τ’ νίλα απ’ πάθανε ου κόσμους τ’ς συμπάθ’σε κι μοίρασε μ’ αυτούς του ψουμί τ’. Ήτανε για λύπισ’ οι φουκουράδες...»

- Για τον υπολοχαγό Διάκο μήπως έμαθες πώς σκοτώθηκε;

- Μας τα ΄λεγε αργότερα στου καφενείου ου μακαρίτ’ς ου Νίκους ου Σαρμανιώτ’ς. Ήτανε στου λόχου τ’ στ’ς 31 Οκτουβρίου κι βοηθούσε αν και πουλίτ’ς όπους κι πουλλοί άλλ’ χουριανοί μ’. Του ΄λεγε μάλιστα ου μακαρίτ’ς οι Διάκους τ’ μέρα αυτήν: «Πρέπ’ να τ’ς σταματήσουμε Νίκου, με κάθε θυσία. Θα πρέπ’ να πουλεμήσουμε όλ’ όμως, στρατιώτες και πουλίτες, σαν τα λιουντάρια». Τ’ν άλλ’ μέρα του προυί ου Σαρμανιώτ’ς έφυγε για τ’ Φούρκα κι τ’ν ίδια ώρα ξεκ’νούσε κι ου Διάκους για τ’ Τσιούκα. Ενώ ου Σαρμανιώτ’ς βρίσκουνταν όξου απ’ τη θέσ’ «Παλιουχώρ’» ακούσ’κανε στ’ Τσιούκα οι πρώτες ριπές. Σαν έφτασε στ’ Φούρκα τ’ απόγεμα έμαθε πως ου Διάκους είχε σκουτουθεί στ’ θέσ’ «Βακατσιάτα», πουλύ κουντά στου «έλατου τ’ Κίτσ’». Εκεί δίπλα στη βρύσ’ τ’ς «Βακατσιάτας», ου ίδιους βρήκε ύστερα απού λίγες μέρες απ’ πήγε να ιδεί που σκουτώθ’κε του παλικάρ’, 4 Ιταλοί σκουτουμέν’».

- Και για το Δαβάκη τι θυμάσαι, μπάρμπα-Βασίλη;

- «Τουν θ’μάμαι απ’ ήρθε στου μουναστήρ’ καβάλα στ’ άλουγου. Αλλά πλειότερα θα σας πει γι αυτόν ου Αλέξ’ς ου Μουτσούλ’ς απ’ έκανε οδηγός τ’ ούλες εκείνες τ’ς μέρες».

- Ο Αλέξης Μουτσούλης είναι ίσως ο πιο διάσημος σήμερα Φουρκιώτης όχι μόνο γιατί χρημάτισε οδηγός του Δαβάκη αλλά γιατί πρόσφερε κι ο ίδιος πολλαπλές υπηρεσίες στον αγώνα του Αποσπάσματος της Πίνδου. Τόσες που η Πολιτεία να του έχει απονείμει τον Πολεμικό Σταυρό κι η Τηλεόραση να τον επισκέπτεται συχνά για συνεντεύξεις κάθε φορά που γυρίζεται κι ένα καινούριο ντοκιμαντέρ με θέμα την εποποιία της Πίνδου. Η διασημότητα όμως είναι φανερό πως δεν άλλαξε καθόλου το συμπαθέστατο 83χρονο γεροντάκο. Τον βρίσκουμε την ώρα που σκαλίζει τα «κηπολόια» του κι αφού μας καλωσορίζει και μας μπάζει μ’ απροσποίητη ευγένεια στο φτωχικό του, όπου δεχόμαστε άφθονες τις περιποιήσεις της κυράς του Αθηνάς, δέχεται πρόθυμα να διηγηθεί και μας διηγείται με μια απλότητα τόσο φυσική που μοιάζει μ’ αφύσικη τα γεγονότα εκείνα του 40 που τα έζησε συνειδητά αντάμα με το Δαβάκη κι ανυποψίαστα συντροφιά με τη Δόξα.

- «Όταν πλάκουσε ου πόλεμους εγώ δούλευα λουτόμους στου μουναστήρ’ Παναγιά Αγία Κλαδόρμ’ απ’ πέφτ’ καμιά ώρα όξου απ’ του χουριό (πρόκειται για το ίδιο μοναστήρι που αναφέρεται και στη διήγηση του Πάπαρη). Ήμν’α ακόμα εκεί όταν έφτασε του κακό χαμπάρ’ πως οι Ιταλοί είχανε μυρμηγκιάσ’ μέσα στ’ Φούρκα κι στα γύρου υψώματα. Τ’ς 30 του μηνός του προυί έφτασε στου μουναστήρ’ ένας λόχος του Νταβάκ’ με του λουχαγό Κόκκινου. Ρώτ’σε ποιος ξέρ’ καλά τ’ μπεριουχή κι όταν τ’ ούπα πως τ’ν ξέρου με κλειστά τα μάτια μ’ γύρεψε να τουν κατατοπίσου για τουν Προφήτ’ Ηλία. Του ΄πα ό,τ’ ήξερα κι τουν πήγα του απόγεμα κουντά. Τ’νύχτα ου Κόκκινους έκανε επίθεσ’ και κατά τ’ς 10 του πήρε του ύψουμα. Του ίδιου βράδ’ έφτασε αργά στου μουναστήρ’ κι ου Νταβάκ’ς που όταν έμαθε πως ου Κόκκινους επιτέθ’κε στουν Προυφήτ’ Ηλία μας είπε: «Βάλτε στραβά τ’ σκούφια σας. Ου Κόκκινους του πήρε του ύψουμα». Το ΄πανε οι άλλ’ πως εγώ οδήγ’σα τουν Κόκκινου κι με συγχάρ’κε. Ύστερα μ’ έβαλε και του ΄πα με το νι και με το σίγμα τ’ς δρόμου’, τα μουνουπάτια κι τα υψώματα γύρου απ’ τ’ Φούρκα. Στου τέλους γυρίζ’ κι μ’ λέει:

- Βρέ Αλέκου, ξέρ’ς τι θέλου απού σένα τώρα;

- Τι θέλ’ς, καπετάνιου; τ’ λέου.

- Μπουρείς, μ’ λέει, να πας ταχιά του προυί στου χουριό σ’ να ιδείς με τρόπο πόσοιν και πού είναι οι Ιταλοί και να βρεις πάλι τρόπου να έρθ’ς αδιταχιά να μ’ πεις;

- Μετά χαράς τ’ λέου, καπετάνιου. Έβαλα απ’ λένε του κεφάλι μ’ στουν ντουρβά και ήρθα. Γύρ’σα τ’ς γειτουνιές ούλες κι ούλα τα κατάμερα τ’ς Φούρκας μ’ ένα καπίστρ’ στου χέρ’ τάχα πως έψαχνα για του ζουντανό μ’. Κανένας απ’ τ’ς Ιταλοί δεν μ’ είπε τι κάνου και πού πάου. Ξαναγύρ’σα πριν απ’ το γιόμα στου μουναστήρ’ κι είπα στου Νταβάκ’ χαρτί και καλαμάρ’ τι είδα. Μ’ αγκάλιασε και με φίλ’σε.

- Θα ιδείς Αλέκου, μ’ είπε, πώς θα τ’ς μαντρώσου σαν τα πρόβατα. Φουβάμαι μουναχά να μη χαλάσ’νε του χουριό.

- Τ’ νύχτα ήρθε κι άλλους στρατός κι ου Νταβάκ’ς ξαγρύπνησε με τουν υπουδιοικητή τ’ Καραβία δίνουντας διαταγές. Τ’ν επαύριου του προυί οι θ’κοί μας βαρέσανε απού παντού τα υψώματα γύρου στ’ Φούρκα. Άναψε ου τόπους απ’ του τ’φεκίδ’. Εμένα μ’ έστειλε ου Νταβάκ’ς σαν οδηγό στου Ταμπούρ’. Εκεί έμαθα τ’ν επαύριου τ’ απόγεμα πως ου καπετάνιους ανεβαίνουντας στουν Προυφήτ’ Ηλία, απ’ τον είχαν ξαναπάρ’ οι φαντάρ’ μας, λαβώθ’κε στου στήθους. Τα παράτ’σα ούλα κι έτρεξα να τουν προυλάβου καθώς τουν κατέβαζαν με φουρείου στου Εφταχώρ’. Μ’ είδε κι δάκρυσε.

- Τι έπαθες, καπετάνιου μ’, τ’ λέου.

- Δεν είναι τίπουτα, Αλέκου, μ’ λέει. Αλλά συ μη χάνεσαι εδώ μαζί μ’. Τράβα απάν’ κι παρουσιάσ’ στουν Καραβία γιατί είσαι απαραίτητος εκεί. Άντε, γεια σου και καλή αντάμωση.

- Ξαναγύρ’σα κι μπήκα στ’ν υπηρεσία τ’ Καραβία μέχρι απ’ ξεπαστρεύ’κε η περιουχή απ’ τ’ς Ιταλοί κι ου στρατός μας προυχώρ’σε προς τα πάν’. Τουν Νταβάκ’ όμους δεν τουν ξαναείδα. Θεός σχωρέστον. Ήταν μεγάλου παλικάρ’.»

Τα δάκρυα έπνιξαν τον αγαθό Φουρκιώτη γέροντα στην ανάμνηση του καπετάνιου της Πίνδου, μα κι η δική μας συγκίνηση για τον ήρωα που χάθηκε μα και για τούτον που ΄χαμε ολοζώντανο μπροστά μας δεν ήταν λιγότερη.

Και τώρα ακόμα που αναθυμάμαι τη λιτή αλλά τόσο αποκαλυπτική διήγηση του γερο-Φουρκιώτη Αλέξη Μουτσούλη η συγκίνηση ξαναγυρίζει αψιά στην καρδιά μου, ενώ στοχάζομαι πόσο ανεπιτήδευτη μπορεί να 'ναι κάποτε-κάποτε η αλήθεια, πόσο απλά κι ανθρώπινα γράφεται στην πραγματικότητα η Ιστορία, πόσο φυσικό στάθηκε και το γεγονός εκείνο που οι μεγαλόσχημοι κοντυλοφόροι μας συνήθισαν να τ’ ονομάζουμε «εποποιία της Πίνδου».

Του Κώστα Λιάπη
"Επιθεώρηση Χωροφυλακής"
Πηγή: http://www.fourka.gr

Αναζήτηση