Η καταστροφή του Γαρδικίου Ασπροποτάμου

Γαρδίκι, Παρέα στην άκρη της πλατείας (1926)Ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος που συντάραξε την ανθρωπότητα και είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων, όπως ήταν φυσικό έκρουσε και τα ιερά σύνορα της πατρίδος μας, με τους ηρωικούς αγώνες πάνω στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, τα τραγικά γεγονότα της κατοχής και την ευλογημένη ώρα της Λευτεριάς.
Μετά την ανατίναξη της σιδηροδρομικής γέφυρας του Γοργοποτάμου και τις παραπλανητικές επιχειρήσεις των συμμάχων μας κατά την περίοδο Μαΐου – Ιουλίου 1943, οι Γερμανοί άρχισαν από τον Αύγουστο του ιδίου έτους τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους, πρώτα από τα νησιά μας και την Πελοπόννησο και στη συνέχεια προς τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία μας.



Περί τα μέσα του Οκτώβρη του ’43, άρχισαν και οι πρώτες συγκεντρώσεις Γερμανικών τμημάτων προς τη Δυτικά Θεσσαλία, αλλά και στις περιοχές γύρω από το Μέτσοβο και την Άρτα. Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν και οι πρώτες επιθετικές ενέργειες προς τις περιοχές Καστανιά – Καλαμπάκα, Χαλίκι – Ασπροπόταμος και Άρτα – Ιωάννινα, έχοντας ως σκοπό τον αφανισμό των αντάρτικων ομάδων. Περί την 20η Οκτωβρίου, άλλα τμήματα βάδισαν προς το χωριό Καλλεντίνη (που βρίσκεται στο δρόμο προς το Βουλγαρέλι) και άλλα ξεκίνησαν από το Μέτσοβο προς το Χαλίκι, αιφνιδιάζοντας τα εκεί μακαρίως αναπαυόμενα τμήματα των Ελληνικών αντάρτικων ομάδων.

Στο μεταξύ, αυτά τα πεζοπόρα τμήματα του στρατού συνόδευε ένα δικινητήριο βομβαρδιστικό Γερμανικό αεροπλάνο, το οποίο πληροφορούσε για πιθανές κινήσεις ανταρτών, ενώ βομβαρδίζοντας με μικρές βόμβες, προκαλούσε τον πανικό στα διάφορα χωριά.

Το δολοφονικό αυτό αεροπλάνο (όπως το είχε ονομάσει ο λαός την εποχή εκείνη) έριξε μια βόμβα στο Νεραϊδοχώρι στις 10 το πρωί της 20ης Οκτώβρη χωρίς καμία ζημιά, ενώ στη συνέχεια κατευθύνθηκε και βομβάρδισε τα χωριά Γαρδίκι και Μουτσιάρα. Στο Γαρδίκι ευτυχώς δεν υπήρξανε θύματα, παρά μόνο σημαντικές υλικές ζημιές στα σπίτια των Κ. Μπρουζούκη, Δημ. Γουλίση και των αδελφών Καλαντζή. Έντεκα ημέρες μετά όμως και λόγω της μεγάλης συγκίνησης από τα γεγονότα, πέθανε στο Γαρδίκι η Ευτέρπη Γ. Μπαταγιάννη, η οποία και κηδεύτηκε την 1η Νοεμβρίου του 1943, λίγο πριν εισέλθουν οι Γερμανοί στο χωριό. Στη Μουτσιάρα δε, σκοτώθηκαν δύο περαστικοί αντάρτες και προξενήθηκαν σοβαρές ζημιές στα σπίτια των αδελφών Μπελούκα και Γ. Βασδέκη.

Οι πληθυσμοί των Ασπροποταμίτικων χωριών δεν είχαν ενημερωθεί από καμία αρμόδια πηγή για τον επερχόμενο σοβαρότατο κίνδυνο. Το μόνο που αντιλήφθηκαν και τους έβαλε σε σκέψεις ήταν το πανικόβλητο πέρασμα των ατάκτων ενόπλων δυνάμεων, οι συχνές εμφανίσεις του αεροπλάνου και οι μακρινές εκρήξεις όλμων. Στη μνήμη όλων άρχισαν να στριφογυρίζουν παλιές συμφορές…

Αφήνοντας τη Μουτσιάρα, οι Γερμανοί κατευθύνθηκαν προς το Γαρδίκι, του οποίου οι κάτοικοι είχαν καταφύγει σε δύο σημεία: οι μεν διαμένοντες και το χειμώνα εις το χωριό κάτοικοι είχαν καταφύγει προς το δύσβατο οροπέδιο «Παλλέντζι», από το οποίο κανένας δρόμος ή μονοπάτι δεν περνούσε, οι δε παραθεριστές, προς την όχι και τόσο ασφαλή τοποθεσία «Μοναστήρι – Βρύσες – Βρύση Τσίκου» από την οποία και πέρασε ένα μικρό Γερμανικό τμήμα. Ορισμένοι Γερμανοί, φτάνοντας στην έξοδο της Μουτσιάρας ανηφόρισαν απότομα προς τον επάνω δρόμο που οδηγεί στο νεκροταφείο Γαρδικίου και από εκεί προς το χωριό.

Κατά τις δύο η ώρα το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου 1943, καταφτάνει στο Γαρδίκι το κύριο τμήμα του Γερμανικού στρατού προερχόμενο από τη Μουτσιάρα, με έναν στρατιώτη στην αρχή για εμπροσθοφυλακή, δύο στη συνέχεια, κατόπιν εφτά και τέλος ακολουθούν και οι υπόλοιποι. Ψυχή δεν τόλμησε να μείνει στο χωριό και να υποδεχτεί τους βαρβάρους...

Συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας. Αργότερα σκορπούνε στο απέραντο και ερημωμένο από τους Γαρδικιώτες χωριό, παραβιάζοντας τις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών, λεηλατώντας με βουλιμία τα πάντα. Στα καλύτερα από τα σπίτια, εγκαθίστανται για διανυκτέρευση.

Στις 04:30 το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1943, αρχίζουν την πυρπόληση του χωριού μας… Έκαψαν τα σπίτια των Δημ. Αθ. Μπαταγιάννη, Βασ. Βούκια, Γρηγ. Γκαγκανάτσιου, των αδελφών Κων. Χολέβα, Θεοδ. Μπέσσα, Κων. Μπέσσα, Χρ. Λύτρα, Βας. Λύτρα, των αδελφών Σωτ. και Γεωργ. Σκούρου, αδελφών Γρηγ. και Αποστ. Παπακωσταντίνου, Γεωργ. Βράκα, αδελφών Αθαν. Ακρίβου, καθώς και τα καταστήματα των Δημ. Αθ. Μπαταγιάννη, Πέτρου Τηλομένου, Γεργ. Τηλομένου, αδελφών Βας. Μπαταγιάννη, Κων. Αθαν. Τσαμάρα και αδελφών Κων. Χολέβα. Κατά την πυρπόληση των κεντρικών καταστημάτων της πλατείας, κάηκε και ένα μέρος του ενός από τα δύο αιωνόβια πλατάνια του χωριού, ονομαστών σε όλη την περιοχή για την μεγαλοπρέπειά τους. Τελευταίο καίγεται το τριώροφο, περικαλέστατο σπίτι του Τάκου Μπαταγιάννη.

Την ίδια νύχτα, οι Γερμανοί εκτέλεσαν με ριπές αυτόματων όπλων καθώς επιχειρούσαν να δραπετεύσουν, τον ατυχή Βασίλη Λόζιο, γνωστό στο χωριό και ως Τσίλη της Γαρέφως, τον οποίο είχαν συλλάβει στο δρόμο Μουτσιάρας – Γαρδικίου καθώς επέστρεφε από τη δουλειά του, και τον υπενομωτάρχη Κώστα Λαμ. Ευθυμίου, αντάρτη, τον οποίον είχαν αιχμαλωτίσει στα Θοδώριανα. Επίσης στη θέση «Βελούσι» Μουτσιάρας, σκοτώσανε τον 28χρονο Βασίλη Αθ. Καρατζούνη, τσοπάνη, τον οποίον πέρασαν για αντάρτη. Πιο τυχερός ήταν ο βοσκός Αποστόλης Μπακώσης, ο οποίος παρότι είχε συλληφθεί στην ίδια περίπου θέση, κατάφερε να δραπετεύσει τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας.

Οι κάτοικοι του χωριού από τα γύρω υψώματα, έβλεπαν περίλυποι και τρομοκρατημένοι τις φλόγες και τους καπνούς από τα σπίτια και τα μαγαζιά που καίγονταν, ανήμποροι να κάνουν το παραμικρό. Εκείνη τη στιγμή, μια φθινοπωρινή ψιλή βροχή άρχισε. Ήταν 6 το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1943 όταν οι βάρβαροι έφυγαν προς τη γέφυρα Αλεξίου, για να συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο και στα άλλα Ασπροποταμίτικα χωριά…

Κατά τον ίδιο τρόπο οι Γερμανοί Ναζί τρομοκράτησαν, λεηλάτησαν, καταστρέψανε, σκότωσαν αθώους ανθρώπους και έσβησαν από το χάρτη την ομορφιά και το ειδυλλιακό των χωριών της ευρύτερης περιοχής: Καστανιά, Αμάραντο, Δολιανά, Κρανιά, Πολυθέα, Χαλίκι, Ανθούσα, Κατάφυτο, Καλλιρόη, Παλιοχώρι, Καμνιάι, Δέση, Τυφλοσέλι, Πύρρα, Νεραϊδοχώρι, Περτούλι, Τύρνα.

Κι όμως, με μόνο όπλο τη θέληση και την ιδιωτική πρωτοβουλία των Ασπροποταμιτών, όλα αυτά τα χωριά ΞΑΝΑΝΑΣΤΗΘΗΚΑΝ. Σε μια εποχή όχι και τόσο πολύ μακρινή από σήμερα, σε μια εποχή που όλα έδειχναν να σβήνουν… Αλλά δεν έσβησαν! Είναι εκεί και μας περιμένουνε. Είναι εκεί και αδημονούν να επιστρέψουμε σε αυτά και να τους δώσουμε ξανά αυτή τη χαμένη ζωντάνια.


Βασισμένο στο άρθρο του Αχιλλέα Γρηγ. Καρανάσιου (Άλκη Περαστικού) «Σελίδες από την ιστορία μας – Η καταστροφή του Ασπροποτάμου και του Γαρδικίου», από το βιβλίο του ιδίου «Ιστορικά – Λαογραφικά – Παραδόσεις Γαρδικίου Αθαμάνων».

Αναζήτηση