Η μάχη της Βωβούσας

Μνημείο προς τιμή των αγώνων της Μεραρχίας Ιππικού το 1940-41

«Με γοργότατο ρυθμό ο Στανωτάς πραγματοποιεί την συγκέντρωση των δυνάμεων του στο Μέτσοβο. Από την 31 Οκτωβρίου έχει διατάξει την προώθηση του 1/7 Τάγματος Παπαδημητρίου στον Κουκουρούντζο, βορειοδυτικός του Μετσόβου. Η κίνηση όμως του τμήματος αυτού, που δεν αποτελεί αξιόμαχη δύναμη, παρουσιάζει ανωμαλίες. Τη νύχτα προς την 3η Νοεμβρίου, το 11/4 προωθείται ολοταχώς προς Βωβούσα. Οι στιγμές είναι δραματικές. Ο εχθρός έχει καταλάβει το Δίστρατο και προελαύνει προς νότον. Είναι άδηλον αν το 11/4 θα φτάσει εγκαίρως στη γραμμή ενισχύσεως που έχει καθορίσει το Γενικό Στρατηγείο. 
Στις 3 Νοεμβρίου, το πρωί, ένα απροσδόκητο τηλεφώνημα πληροφορεί το διοικητή της Μεραρχίας Ιππικού ότι ο 3ος Λόχος του 1/51 (Απόσπασμα Δαβάκη) υπό τον Παππά βρίσκεται στη Βωβούσα. Καβάλα στον Αώο είναι χτισμένη η Βωβούσα. Ο μοναδικός μουλαρόδρομος, που έρχεται από το Δίστρατο, ακολουθεί την ανατολική όχθη του ποταμού, περνάει χάρη σ’ ένα πέτρινο γεφύρι στη δυτική όχθη και τραβάει προς Μέτσοβο.

 


Έχει ήδη αναφερθεί, ότι η πρώτη φροντίδα του λοχαγού Α. Παππά, μόλις έφθασε στη Βωβούσα, στις 3 Νοεμβρίου το πρωί, ήταν να συνδεθεί στο τηλέφωνο με το Μέτσοβο.
Από τους άνδρες του Σταθμού Χωροφυλακής, ο διοικητής του 3ου λόχου του 1/51 είχε μάθει πως κάποια μεγάλη Μονάδα είχε εκεί στο Μέτσοβο την έδρα της. Πραγματικά, στην κλήση του απάντησε ο επιτελάρχης Ιππικού, αντισυνταγματάρχης Γκίκας.
— Εδώ 3ος λόχος του 1/51, τον πληροφόρησε ο Παππάς. Σας μιλάει ο διοικητής του λόχου Παππάς Αναστάσιος, λοχαγός. Δεν μπορούσατε να γνωρίζετε την παρουσία μου κ. επιτελάρχα, γιατί μόλις τώρα έφτασα. Ανήκω στο Απόσπασμα Δαβάκη, από το οποίο όμως έχω αποκοπεί. Τρεις ημέρες τώρα κινούμαι υποχρεωτικώς και σε διαρκή σχεδόν επαφή με τον εχθρό.
— Πού βρίσκεται ο εχθρός; ήταν η ανήσυχη ερώτηση.
— Δεν πρέπει να απέχει μακριά. Χτες το απόγευμα βρισκόταν στο Δίστρατο. Σήμερα μόλις ξημέρωσε συνέχισε την προχώρηση του προς νότον. Δεν θ’ αργήσει να φανεί…
— Είσαι βέβαιος;
— Περίμενε μια στιγμή, κ. Παππά…

Χωρίς ν’ αφήσει το τηλέφωνο, ο αντισυνταγματάρχης Σινώκας συνεννοήθηκε με τον στρατηγό διοικητή της Μεραρχίας Ιππικού.
— Σε ποια κατάσταση βρίσκεται το τμήμα σου; ρώτησε κατόπι τον Παππά.
— Παρά τις ταλαιπωρίες, την κόπωση και την πείνα, το ηθικό αξιωματικών και φαντάρων είναι ακμαίο, ήταν η απάντηση.
— Μπορείς να κρατήσεις τους Ιταλούς στη Βωβούσα;
— Μάλιστα, αν μου στείλετε πυρομαχικά — και ψωμί…
— Άκουσε κ. Παππά. Από τη στιγμή αυτή υπάγεσαι στη Μεραρχία Ιππικού. Πρέπει ν’ αναχαιτίσεις οπωσδήποτε τον εχθρό στη Βωβούσα. Εντός της ημέρας θα λάβεις ενισχύσεις. Έχεις ήδη ξεκινήσει από τη νύχτα για τη Βωβούσα το 11/4 τάγμα. Σε πέντε ή έξι, το πολύ ώρες θα βρίσκεται αυτού.Για πυρομαχικά θα συνεννοηθείς με τον ίλαρχο Κανελλάκη, που το συνοδεύει.
— Μάλιστα κ. Επιτελάρχα. Μπορείτε να είσθε ήσυχος, θα κρατήσω τους Ιταλούς.
Ο Παππάς ανέπτυξε και εγκατέστησε το λόχο του στην αριστερή όχθη του Αώου.

Ο καλύτερος και ασφαλέστερος τρόπος να αναχαιτισθεί ο εχθρός ήταν ν’ απαγορευθεί με πυκνά πυρά ο δρόμος που έφερνε από το Δίστρατο, πριν φτάσει στη Βωβούσα και περάσει το ποτάμι.
Η διαμόρφωση του εδάφους διευκόλυνε πολύ την εφαρμογή του αμυντικού αυτού σχεδίου. Γιατί, καθώς ο μοναδικός μουλαρόδρομος ξετυλίγεται, ακολουθώντας τη δεξιά όχθη, δεσπόζεται απόλυτα από την αριστερή όχθη, που υψώνεται κατάφυτη.

Ο Παππάς εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημα που του παρείχε το έδαφος. Εγκατέστησε το δεξιό του απέναντι ακριβώς στο γεφύρι και εξέτεινε τη διάταξη του στα δασωμένα υψώματα της δυτικής (αριστερής) όχθης, που διαφεντεύουν την ανατολική όχθη και το δρόμο. Μια διμοιρία υπό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Λαζάνη, ενισχυμένη με μιαν ομάδα πολυβόλων κατέλαβε την αμυντική θέση κοντά στο γεφύρι. Ακολουθούσαν από τα δεξιά προς τα αριστερά οι διμοιρίες Κρεμμύδα, Νίνου και Τσισάνη. Ο Παππάς ενίσχυσε το αριστερό του με την άλλη ομάδα των πολυβόλων του. Η ώρα πλησίαζε δύο, όταν φάνηκε η πρωτοπορία της Ιταλικής φάλαγγος, που έσπευδε προς τη Βωβούσα.

Απόλυτη ησυχία βασίλευε. Το χωριό ήταν τελείως έρημο. Οι εμπροσθοφυλακές του εχθρού προχώρησαν γοργά και είχαν σχεδόν φθάσει στα πρώτα σπίτια της ανατολικής όχθης, όταν δέχτηκαν τα πυρά του 3ου λόχου. Οι Αλπίνι, ξαφνιασμένοι, ανέκοψαν την κίνηση τους και, αμέσως κατόπι αποτραβήχτηκαν προς τις ραχούλες που υψώνονται στις ανατολικές και βορειοανατολικές παρυφές του χωριού.
Στιγμή ιστορική, που σημειώνει μιαν αποφασιστική καμπή στον αγώνα του ελληνικού στρατού εναντίον του εισβολέα: ο εχθρός δεν πρόκειται να κάνει ούτε βήμα προς το Μέτσοβο.

Ο κύριος όγκος της ιταλικής φάλαγγας δεν άργησε να προβάλει. Ο εχθρός προώθησε γρήγορα τμήματα για να ενισχύσει το πρώτο κλιμάκιο του και να εισδύσει στο χωριό. Η μάχη άναψε. Μάταια ο εχθρός προσπαθεί να χρησιμοποιήσει δραστικά τα πυρά των αυτομάτων όπλων του! Το έδαφος και η πυκνή βλάστησης εξασφάλιζαν πλήρη κάλυψη στις διμοιρίες του Παππά.
Γρήγορα οι Ιταλοί έστησαν το πυροβολικό τους σε απόσταση 300 ή 400 μέτρων από τις θέσεις μας και με άμεση καταιγιστική βολή εναντίον της δυτικής όχθης βάλθηκαν να κάμψουν την αντίσταση που τους έφρασε το δρόμο. Και αυτή η προσπάθεια τους όμως έμεινε άκαρπη. Τ’ αυτόματα όπλα του Παππά και τα μάλινχερ των φαντάρων εξηκολούθησαν να τσακίζουν αμείλικτα κάθε απόπειρα διεισδύσεως των Αλπίνι στο χωριό και προσπελάσεως της αμυντικής μας τοποθεσίας.
Τελικά ο εχθρός υποχρεώθηκε ν’ αποσύρει και τα κανόνια του που ακάλυπτα, όπως ήταν, αποτελούσαν πρώτης τάξεως στόχο για τα πολυβόλα μας…

Έγερνε πια ο ήλιος και τα πυρά είχαν αρχίσει ν’ αραιώνουν, όταν ένας φαντάρος ήρθε τρέχοντας να ειδοποιήσει τον Παππά, που διηύθυνε τον αγώνα στη γραμμή της μάχης, ότι ο διοικητής του 11/4 τάγματος και ένας επιτελής της Μεραρχίας Ιππικού είχαν φθάσει και ζητούσαν να τον ιδούν.
Σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από τη Βωβούσα, επάνω στο δρόμο προς το Μέτσοβο, ο Παππάς συναντήθηκε με το διευθυντή του III Γραφείου της Μεραρχίας Ιππικού, Ίλαρχον Κανελλάκη και τον ταγματάρχη Χατζηδάκη, που είχε προλάβει το τάγμα του στο δρόμο.
Η ώρα θα ήταν πεντέμισι.
Ο Παππάς κατατόπισε και προσανατόλισε στην κατάσταση τους δύο αξιωματικούς, που είχαν ακούσει μπροστά τους το τουφεκίδι και δεν ήξεραν ούτε τί ακριβώς συνέβαινε στη Βωβούσα, ούτε ποιο τμήμα μας μπορούσε να βρίσκεται εκεί και να έχει εμπλακεί σε τόσο σφοδρό αγώνα.
— …Και τώρα χρειάζονται πυρομαχικά —και κουραμάνα για τους φαντάρους μου, που είναι τρεις μέρες νηστικοί, κατέληξε ο διοικητής του 3ου Λόχου. Αλλά πριν από κάθε τι άλλο, πυρομαχικά.

Ο ίλαρχος Κανελλάκης τον βεβαίωσε ότι γρήγορα θα έφταναν και πυρομαχικά και τρόφιμα από το Μέτσοβο. Άλλωστε, η άφιξη του τάγματος Χατζηδάκη αποτελούσε αποφασιστική ενίσχυση του αμυντικού μετώπου στη Βωβούσα. Οι φαντάροι του 11/4 είχαν πετάξει ακόμα και τους γυλιούς τους στο δρόμο, για να μπορούν να βαδίσουν ταχύτερα. Τώρα μια-μια οι διμοιρίες κατέφθαναν και αναπτύσσονταν αμέσως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να επέμβουν στον αγώνα.
Στο μεταξύ το τουφεκίδι και οι ριπές των αυτομάτων όπλων είχαν σταματήσει τελείως. Ο εχθρός το είχε πάρει απόφαση, φαίνεται, ότι δεν θα κατόρθωνε εκείνο το απόγευμα να μπει στη Βωβούσα. Τα προωθημένα τμήματα του είχαν αποσυρθεί στις πλαγιές, έξω από το ανατολικό τμήμα του χωριού, κι’ έμειναν εκεί ταμπουρωμένοι.
Γρήγορα απλώθηκε το κρύο χειμωνιάτικο σκοτάδι.
Για τη νύχτα ο Παππάς προώθησε προφυλακές κάτω στο γεφύρι και πέρα από αυτό, στο έρημο ανατολικό τμήμα της Βωβούσας.
Όλοι όμως γενικώς, αξιωματικοί και φαντάροι, αγρυπνούσαν, παρά την εξάντλησίν τους. Κανείς δεν είχε όρεξη να κλείσει μάτι. Ο Παππάς είχε μάθει από το στόμα του Κανελλάκη και του Χατζηδάκη την ευχάριστη εξέλιξη των επιχειρήσεων επάνω στο μέτωπο που αποτελούσε άλλοτε τον τομέα του αποσπάσματος Πίνδου. Τα πράγματα πάγαιναν καλά και στη ζώνη επιχειρήσεων του Γ’ Σώματος Στρατού. Για να σωθεί όμως η Ήπειρος δεν έπρεπε να περάσουν οι Ιταλοί προς το Μέτσοβο.
Ευχάριστες ειδήσεις είχαν κυκλοφορήσει μέσα στις διμοιρίες του 3ου Λόχου και τώρα σχολιαζόταν η σπουδαιότητα του αγώνα στη Βωβούσα. Οι συνάδελφοι του αποσπάσματος Πίνδου είχαν νικήσει.
—… Η σειρά μας να τσακίσουμε τους Ιταλούς!., έλεγαν οι φαντάροι του Παππά. Και τα μάτια έμειναν καρφωμένα στα φώτα που άναβαν κάθε τόσο και έσβηναν στις απέναντι πλαγιές. Ήταν τα ηλεκτρικά φαναράκια των Ιταλών.

Η νύχτα πέρασε ήσυχη χωρίς να πέσει τουφεκιά.
Στο μεταξύ όμως οι ιταλικοί ασύρματοι δούλευαν-δούλευαν αδιάκοπα.
Και οι ειδήσεις που μετέδιδαν δεν ήταν καθόλου ευχάριστες για τον Ιταλό Αρχιστράτηγο. Το αμυντικό κέρας, που το σοφό σχέδιο του προέβλεπε επάνω στο Γράμμο, είχε καταρρεύσει. Και κάτι χειρότερο ακόμη: Στη θέση του αμυντικού αυτού κέρατος είχε ξαφνικά προβάλει θανάσιμη η ελληνική απειλή που σε σχήμα αιχμής είχε χωθεί βαθιά στο πλευρό του, προς το Κεράσοβο, προς το Σμόλικα και τις διαβάσεις του. Η Φούρκα, ο Ρωμηός, η Σαμαρίνα, βρίσκονταν πάλι στα χέρια των Ελλήνων. Άλλη δαμόκλειος σπάθη απειλούσε από τις ράχες της Γκαμήλας, τις οδεύσεις της κοιλάδας του Αώου, από το Πεκλάρι στο Δίστρατο. Και τώρα η πρωτοπορία της III Αλπινικής Μεραρχίας έβρισκει το δρόμο προς το Μέτσοβο κλεισμένο στη Βωβούσα.

Ο Πράσκα άρχισε να νοιώθει έναν αμείλικτο κλοιό να σφίγγει την υπέροχη λεγεώνα των αλπινιστών του, που με τόση ορμή είχαν ριχτεί μέσα στις χαράδρες της Πίνδου.
Η «Τζιούλια» έπρεπε να ενισχυθεί το ταχύτερο – να σωθεί, σκεφτόταν ο Πράσκα αλλά δεν του έκαμε ακόμα καρδιά να το πει.
Στο μεταξύ όμως θα ήταν τρέλα να επιμείνει στην ενέργεια προς Μέτσοβο. Ο ασύρματος του Ιταλικού Στρατηγείου διεβίβασε τη μοιραία διαταγή στη διοίκηση της «Τζούλια». Η προέλαση προς το Μέτσοβο σταματούσε. Τα προωθημένα σ’ αυτή την κατεύθυνση τμήματα διατάσσονταν ν’ απαγκιστρωθούν ν’ αναδιπλωθούν προς βορρά και να εγκατασταθούν ισχυρώς πάνω στο δρόμο προς Δίστρατο προστατεύοντας τη συγκέντρωση της αλπινικής Μεραρχίας στο χώρο μεταξύ Σμόλικα, Γκαμήλας και Γομάρας, μέχρις ότου επέμβουν νέες δυνάμεις στον αγώνα.
Μέσα στη νύχτα οι αλπίνι άρχισαν να μετακινούν το πυροβολικό τους επάνω στο δρόμο της υποχωρήσεως. Θ’ ακολουθούσε η απαγκίστρωση των τμημάτων πεζικού, που έπρεπε να πραγματοποιηθεί πριν ξημερώσει.

Ο ουρανός μόλις είχε αρχίσει να γαλακτώνει, όταν οι άνδρες του Νίνου και του Τσιτσάνη, που αγρυπνούσαν στις ψηλές πλαγιές της δυτικής όχθης του ποταμού, παρατήρησαν κινήσεις απέναντι στο δρόμο του Διστράτου.
— Σα να φεύγουν οι λεβέντες… Ήταν η γενική εντύπωση. Άγριο ξέσπασε αμέσως το τουφεκίδι και πολυβόλα και οπλοπολυβόλα αναστάτωσαν με το μανιασμένο κροτάλισμά τους, τους αντίλαλους των βουνών.
Η κίνηση απαγκιστρώσεως των Ιταλών δεν άργησε να μεταβληθεί σε άτακτη υποχώρηση. Υποχρεωμένες να περάσουν από τον ακάλυπτο στενό μουλαρόδρομο. Οι εμπροσθοφυλακές του εχθρού θερίζονταν από τις καταιγιστικές ριπές των «Χότσκις». Άνδρες και μουλάρια σωριάζονταν φράσσοντας το πέρασμα σ’ εκείνους που έρχονταν πίσω.
Στο μεταξύ ο Παππάς γρήγορα προωθούσε το δεξιό του πέρα από το ποτάμι, στο ανατολικό τμήμα του χωριού. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι λόχοι του 11/4.
Οι Ιταλοί φεύγουν!
Μια θριαμβευτική ιαχή γέμισε τον αέρα. Και οι Ιταλοί ακούοντάς την, ετάχυναν το βήμα.

Όταν έφεξε καλά, οι Ιταλοί είχαν πια απομακρυνθεί. Μικρές ομάδες του 3ου λόχου τους κατεδίωξαν σε αρκετό διάστημα κι έτσι το τουφεκίδι συνεχίστηκε αραιό ως το μεσημέρι.
Σκέψη όμως γι’ άμεση καταδίωξη του εχθρού με ολόκληρη τη δύναμη, που διέθεταν ο Παππάς και ο Χατζηδάκης, δε μπορούσε καν να γίνει. Οι άνδρες του 3ου Λόχου είχαν φτάσει στο τελευταίο όριο της εξαντλήσεως και τα πυρομαχικά τους είχαν σωθεί πια. Όσο για το 11/4 ήταν απαραίτητο να συγκεντρωθεί και ν’ ανασυγκροτηθεί ύστερα από την τρελή πορεία της περασμένης ημέρας και να περιμένει την άφιξη των στοιχειωδώς αναγκαίων εφοδίων του.
Στο μεταξύ, το χαρμόσυνο γεγονός έπρεπε ν’ αναγγελθεί στο Μέτσοβο, στη Διοίκηση της Μεραρχίας Ιππικού.
Η είδηση φάνηκε στην αρχή απίστευτη στον Επιτελάρχη της Μεραρχίας.
— Υποχωρούν οι Ιταλοί; Υπεχώρησαν; Έφυγαν;
— Μάλιστα. Προς το Δίστρατο. Ήταν η απάντηση του Παππά. Σας τηλεφωνώ μέσα από τη Βωβούσα. Θέλουμε πυρομαχικά και ψωμί για να καταδιώξουμε τον εχθρό.
— Σας στέλνουμε ό,τι χρειάζεσθε. Και προωθούμε και άλλες δυνάμεις. Μην αφήσετε τον εχθρό να ξανασάνει…

Απίστευτη φάνηκε η είδηση και στον διοικητή του 11/5, Ταγματάρχη Παπαβασιλείου, που έτυχε συμπτωματικά να συνδεθεί με τον Παππά στο τηλέφωνο.
Την στιγμήν εκείνη ο Παππάς προσπαθούσε ν’ αποκαταστήσει πάλι την επαφή με το Μέτσοβο.
— Εδώ Βωβούσα, άκουσε ο Παπαβασιλείου στο ακουστικό. Εδώ Βωβούσα.
Ο διοικητής του 11/5 ήξερε ότι οι Ιταλοί είχαν φτάσει στη Βωβούσα από το προηγούμενο απόγευμα και υπέθετε ότι είχαν καταλάβει το χωριό.
— Ποιος είναι αυτού; ρώτησε. Ποιος μιλάει από τη Βωβούσα;
— Ο λοχαγός Παππάς, διοικητής του 3ου λόχου του 1/51…
Ο διοικητής του 11/5 γνώριζε τον Παππά.
— Τάσο, εσύ είσαι; Εδώ ο ταγματάρχης Παπαβασιλείου, από το Βρυσοχώρι. Τί συμβαίνει; Πού βρίσκεται ο εχθρός;
— Ο εχθρός έχει υποχωρήσει προς Δίστρατο.
Ο εχθρός είχε υποχωρήσει! Μια φοβερή υποψία πέρασε από την σκέψη του Παπαβασιλείου.
— Τάσο μ’ ακούς; Μήπως μιλάς υπό την απειλή περιστρόφου αυτή τη στιγμή; Μήπως είσαι αιχμάλωτος των Ιταλών;
Το γέλιο που ήχησε στο ακουστικό τον καθησύχασε.
— Όχι κ. Ταγματάρχα! τον βεβαίωσε ο Παππάς. Οι Ιταλοί υποχωρούν ατάκτως. Θέλω πυρομαχικά για να τους κυνηγήσω.
Ο Παπαβασιλείου ενθουσιασμένος τώρα, του υποσχέθηκε να του στείλει και αυτός αμέσως ό,τι μπορούσε να διαθέσει από τα δικά του πυρομαχικά.
Το τόσο ενθαρρυντικό άγγελμα μεταδόθηκε αμέσως από το Μέτσοβο στο Γενικό Στρατηγείο, που διέταξε το Στανωτά να χτυπήσει με όλες τις δυνάμεις του τον εχθρό που υποχωρούσε και συγχρόνως έδωσε, όπως γνωρίζουμε, στο Β’ Σώμα την εντολή να εξακοντίσει την Ταξιαρχία του Δημάρατου προς το Δίστρατο.

Στη Βωβούσα, μετά την υποχώρηση των Ιταλών, το απόγευμα διατέθηκε για ανασυγκρότηση των τμημάτων και την κατάστρωση σχεδίου ενεργείας προς Δίστρατο. Ύστερα από συνεννόηση με τη διοίκηση της Μεραρχίας, ο Χατζηδάκης, Κανελλάκης και ο Παππάς αποφάσισαν να κινηθούν την επομένη, 5 Νοεμβρίου, μόλις θα ξημερώσει, εναντίον του εχθρού. Ο 3ος Λόχος του 1/51 ενισχυμένος με τη διμοιρία Πιερουτσάκου, του 6ου Λόχου του 4 Συντάγματος, θα αποτελούσε το πρώτο κλιμάκιο.
Στο διάστημα του απογεύματος έφτασαν, επιτέλους και τα πυρομαχικά.
Άνεμος αισιοδοξίας έπνεε και το επιθετικό πνεύμα είχε κυριέψει όλους. Οι φαντάροι είχαν μπροστά τους χειροπιαστή την απόδειξη της νίκης τους. Ήταν τα κουφάρια των Αλπίνι και των ιταλικών μεταγωγικών, που κείτονταν στο μήκος του δρόμου έξω από το χωριό, και οι τάφοι των σκοτωμένων της προηγουμένης επάνω στις πλαγιές.
Έναν αξιωματικό και τριάντα τέσσερες οπλίτες νεκρούς είχαν αφήσει άταφους πίσω τους οι Ιταλοί. Και στη βιασύνη τους είχαν εγκαταλείψει και τις σκηνές των πρόχειρων χειρουργείων στημένες και όλο το υγειονομικό υλικό μέσα. Παντού ολόγυρα έβλεπες πεταμένους επιδέσμους, κόκκινους από το αίμα, που φανέρωναν ότι πολλοί, ανάλογα με τις δυνάμεις που είχαν εμπλακεί, ήταν και οι τραυματίες.

Τελειώνοντας την εξιστόρηση της φάσεως αυτής του αγώνα νοτίως του Σμόλικα αν ρίξουμε μια γενική ματιά στη ζώνη επιχειρήσεων της Μεραρχίας Ιππικού, βλέπουμε ότι και εδώ το μέτωπο συγκροτείται με ταχύτητα θαυμαστή. Τα τμήματα που αποτελούσαν τη δύναμη του Στανωτά για να φτάσουν από το χώρο της επιστρατεύσεως και της συγκροτήσεως τους στο χώρο της ενεργείας τους, πρέπει να διανύσουν αποστάσεις μεγάλες, στις περισσότερες περιπτώσεις εκατοντάδες χιλιόμετρα. Και τα μεταγωγικά μέσα του ελληνικού στρατού είναι πενιχρότατα. Και το Μέτσοβο δεν είναι παρά ένας σταθμός ή μάλλον η αφετηρία, πέρα από την οποία αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια. Μια θάλασσα από βουνά και από χαράδρες είναι το πεδίο της μάχης στην Πίνδο. Πολλές φορές χρειάζεσαι μέρα ολόκληρη για να διανύσεις απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων. Και είναι χειμώνας. Ωστόσο, το θαύμα επιτελείται και εδώ.

Στις 4 Νοεμβρίου, η διαταγή του Γενικού Επιτελείου για τη δημιουργία μετώπου, που να καλύπτει τον άξονα Γιάννινα-Καλαμπάκα, έχει εκτελεσθεί. Το 1/7 τάγμα είναι συγκροτημένο, συνεχίζει την κίνηση προς Κουκουρούντζα, όπου η πρωτοπορία του έχει επί τέλους φτάσει. Στο κέντρο ο Παππάς και το 11/4 έχουν αποσπάσει την πρώτη νίκη κι ετοιμάζονται να εξορμήσουν προς το Δίστρατο.
Προς τη Βωβούσα, η Μεραρχία προωθεί και άλλες δυνάμεις, κυρίως τμήματα του 3ου Συντάγματος Ιππικού και του 4ου Συντάγματος πεζικού. Ανατολικότερα, πέραν από τον Αώο, τμήματα του Μηχανοκινήτου Συντάγματος Ιππικού, που ξεκίνησαν από το Μέτσοβο στις 2 Νοεμβρίου το βράδυ, εξασφαλίζουν το αριστερό της Μεραρχίας, με την εγκατάσταση τους στο Μαυροβούνι και στη Σαλατούρα.
Ο ανεφοδιασμός των μαχητών σε τρόφιμα και πυρομαχικά αποτελεί κι εδώ το δυσκολότερο πρόβλημα, που έχει ν’ αντιμετωπίσει η υπεύθυνη Διοίκηση. Το ίδιο όμως υπέροχο ξέσπασμα πατριωτισμού των χωρικών, που έσωσαν την κατάσταση στο Εφταχώρι, επιτρέπει στον υποστράτηγο Στανωτά να στείλει τις σφαίρες, τις οβίδες και τη λίγη κουραμάνα που ζητάνε οι στρατιώται του».

 

Στην εφημερίδα «Ασύρματος» του 1945 δημοσιεύτηκε το παραπάνω κείμενο του Κ. Τριανταφυλλίδη. Πρόκειται για ένα χρονικό της νικηφόρας για τον Ελληνικό στρατό μάχης της Βωβούσας, το φθινόπωρο του 1940. Μια μάχη που έκρινε πολλά στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, αφού σήμαινε την αρχή τόσο της Ελληνικής αντεπίθεσης όσο και της άτακτης φυγής των Ιταλικών δυνάμεων. Το κείμενο αυτό το αναδημοσίευσε η εφημερίδα «το Ζαγόρι μας» τον Οκτώβριο του 1990

 

πηγή: http://apeirosgaia.wordpress.com

Αναζήτηση