Πότε ακριβώς ιδρύθηκε το χωριό Δίστρατο (πρώην Μπριάζα ή Βριάζα) αγνοούμε. Πρέπει όμως να ήταν εδώ παλιός οικισμός, διότι στη Ρωμαϊκή εποχή υπήρχε παραποτάμιος δρόμος που ερχόταν κατ ευθείαν από την Κόνιτσα μέσα από τα στενά του Στομίου και του Αώου και πήγαινε προς την Σμίξη και τα Γρεβενά. Η παράδοση λέει πως υπήρχαν και μεταλλεία χρυσού στη γειτονική περιοχή Περιβολιού που εκμεταλλευόταν οι Ρωμαίοι.
Στον Κάτω Μαχαλά του Διστράτου βρέθηκαν τάφοι βυζαντινής καθώς και ρωμαϊκής ή αρχαίας εποχής στους οποίους ήταν θαμμένοι πολεμιστές με τα όπλα τους τα οποία φυσικά έπεσαν σε χέρια αρχαιοκάπηλων και εξαφανίστηκαν. Συγκεκριμένα δε στα θεμέλια του σπιτιού του Αλέξη Θώμου στο μεσαίο μαχαλά, βρέθηκαν περί το 1930 : δόρατα, αγγεία κλπ. που είχαν βέβαια την ίδια τύχη.
Οι πρώτες αναμνήσεις και παραδόσεις γύρω από την ύπαρξη του χωριού αρχίζουν μετά την καταστροφή Γράμμοστας. Τότε, πιθανόν στις αρχές του 18ου αιώνα, ήρθε φυγάδας κάποιος Θύμιος Μπριάζας, πρόγονος των οικογενειών Νίκου, Ευθυμίου και Αθανασίου και κατοίκησε κοντά στην περιοχή του Αηλιά. Αυτός λοιπόν καθώς και άλλοι φυγάδες από την Γράμμοστα και το Λιανοτόπι που ήρθαν μετά από αυτόν, έχτισαν και την εκκλησία του Προφήτου Ηλία.
Άλλη παράδοση-ανάμνηση έχουμε από την άφιξη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στη Μπριάζα, όπως λεγόταν τότε το Δίστρατο. Κατά τις αφηγήσεις του γερο-Γούλα και του Αντ. Τάσιου (που τα είχε ακούσει από τον υπέργηρο Δημήτρη Τσόνο), ο Άγιος Κοσμάς ήρθε από τα Άρματα (Αρμάτοβο) καβάλα σε ένα γαιδουράκι. Φορούσε σκούφο κατεβασμένο χαμηλά και κρατούσε ραβδί που είχε σχήμα σταυρού στην κορυφή. Τον υποδέχτηκαν οι κάτοικοι κάτω στην τοποθεσία που είναι ο Άγιος Γεώργιος ο οποίος δεν υπήρχε τότε και εκεί έκανε τότε το κήρυγμά του. Μεταξύ άλλων είπε : Εδώ που μιλώ θα φυτρώσει ένα δέντρο και θα χτιστεί μία εκκλησιά . Και πραγματικά φύτρωσε η μεγάλη βελανιδιά που υπάρχει σήμερα και χτίστηκε και ο Άγιος Γεώργιος που τον πυρπόλησαν οι Ούνοι επιδρομείς και ξαναχτίστηκε μεταπολεμικά. Είπε επίσης : Φέρτε μου χαρτί και μελάνη να σα γράψω το τι θα γίνει στο χωριό σας και πόσα ονόματα και σπίτια θα χαθούν . Έγραψε πραγματικά και πολλά από τα γραφόμενά του πραγματοποιήθηκαν.
Τα χαρτιά αυτά βρίσκονταν στο σπίτι της οικογένειας Παπαμάνου που ήταν ιερέας στην εποχή του Αγίου Κοσμά αλλά κάηκαν επί κατοχής όταν το σπίτι πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς.
Κατά την αφήγηση της πρεσβυτέρας του παπα-Στέργιου Πίσπα (όπως άκουσε από την προγιαγιά της), ο Άγιος Κοσμάς ήταν κοντός στο ανάστημα και ανέβηκε πάνω σε μία κρανιά όταν μίλησε. Είπε μεταξύ άλλων ότι ο τόπος θα ζωστεί με χελιδρονιές (αγράμπελες), εννοώντας πιθανόν τα καλώδια του τηλεφώνου και της ΔΕΗ, θα μιλούν στη πόλη και θα ακούτε εδώ. Ο κόσμος θα βάλει σίδερα στα ποδάρια. Εννοούσε τις πρόκες που έβαλαν στα παπούτσια και στα τσαρούχι και που στην εποχή του ήταν άγνωστες.
Οι Αρματοβίτες του έκλεψαν τα υποδήματά του και τους καταράστηκε να μην υπερβαίνει το χωριό τους τα σαράντα σπίτια. Και πραγματικά. Όταν γίνονται περισσότερα καίγονται... Οι Παλιοσελίτες όμως λένε ότι τα τσαρούχια του τού τα έκλεψαν οι Γριζμπανίτες.
Την εποχή της Επανάστασης του 1821, αρκετά Βραζιώτικα παλικάρια κατέβηκαν στη Ρούμελη και πολέμησαν στο Μεσολόγγι αλλά τα ονόματά τους λησμονήθηκαν, δε διασώθηκαν. Ούτε και τα γεγονότα της εποχής του Αλή Πασά διατηρήθηκαν στη μνήμη των γεροντότερων.
Στα 1835-1840 μνημονεύει ο ιστορικός Ιωαν. Λαμπρίδης, έναν λήσταρχο Θύμιο Μπριάζα που δρούσε στο Ζαγόρι. Πιθανόν να ήταν ένας πρώην αγωνιστής του 1821.
Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την επανάσταση του 1878 αρκετοί νέοι της Μπριάζας βγήκαν στα βουνά και πολέμησαν τους Τούρκους. Κάπου 40 παλικάρια με αρχηγούς τους περίφημους αδερφούς Γκαρελαίους Νικόλα και Θύμιο. Συνέπραξαν με τα σώματα του Λεωνίδα του Νταβέλη και άλλων οπλαρχηγών και έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες. Να και μερικά ονόματά τους που διασώθηκαν στη μνήμη των γερόντων του χωριού εκτός των Γκαρελαίων : Γιώργης Καλόγηρος πρωτοπαλίκαρό τους, Νικόλας Τσιολέκης ψυχογιός, Νικόλας Οικονόμου, Κώστας Μάιπας, Γιώργης Γώγος ή Γιωργίτσης, Στέργιος Γεράσης, Νικόλας Παπαευθυμίου, Γιάννης Μαργαρίτης, Στέργιος Ευθυμίου, Βαγγέλης Μάκου, Βασίλης Σιαμπαρίνας, Θύμιος Καλαμπάκας, Γιώργης Σιαμπαρίνας, Γιάκος Παπαευθυμίου, Νικόλας Σταλίκας, Γιώργης Τέγος, Νάκος Τέγος, Κώστας Γεράσης, Γιάννης Ζάρας, Νικόλας Τόπης, Θύμιος Καραγιάννης κ.α.
Πολλοί είναι οι άθλοι των Γκαρελαίων και πολλές οι μάχες που δώσανε, αλλά η παράδοση μας φέρνει λίγο συγκεχυμένα τα γεγονότα. Ο γιος του καπετάν Νικόλα, ο Κωνσταντίνος Ν. Γκαρέλιος που πέθανε εδώ και αρκετά χρόνια υπέργηρος στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας και με τον οποίο είχαμε αλληλογραφήσει σχετικά κατ επανάληψη, μας έγραφε πως έγιναν στο Δίστρατο (Μπριάζα) τρεις μάχες κατά το έτος 1878.
Την πρώτη φορά ήρθαν 128 Τουρκαλβανοί με τρεις Αξιωματικούς από την Κόνιτσα και ξέροντας πως οι αρματωλοί και κλέφτες γλεντούσαν μέσα στο χωριό, έριξαν μια μπαταριά από πέρα από τη θέση Σταυρός για να εκφοβίσουν. Κατεβαίνοντας δε προς το ποτάμι, είδαν τέσσερα παλικάρια και τα πυροβόλησαν. Αμέσως και οι αρματωλοί σκόρπισαν και με πονηριά κύκλωσαν τους Τούρκους και σχεδόν τους εξόντωσαν. Μόνο 33 γύρισαν πίσω στην Κόνιτσα.
Δεύτερη μάχη έγινε κι αυτή στα 1878 και κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες. Γινόταν στη Βριάζα ο γάμος ενός παλικαριού των ανταρτών, όταν έξαφνα - κατόπιν προδοσίας κατέφθασαν δύο σώματα Τουρκαλβανών ένα από την Κόνιτσα και ένα από τα Γρεβενά. Ήταν νύχτα όταν περικύκλωσαν το χωριό,. Οι αντάρτες όμως τους κατάλαβαν κι αμέσως σκόρπισαν κι έπιασαν τις κατάλληλες θέσεις.
Όλη τη νύχτα γινόταν αψιμαχίες και η κυρίως μάχη άρχισε το πρωί. Οι Τούρκοι νικήθηκαν και διαλύθηκαν, αφήνοντας πολλούς νεκρούς, καθώς και 24 τραυματίες και 38 αιχμαλώτους στα χέρια των καπεταναίων, για τους οποίους ο αφηγητής δε μας διευκρίνισε τι απέγιναν...
Η τρίτη μάχη που έγινε στη Μπριάζα, κράτησε τρία ημερόνυχτα. Τελικά ο Μπερατινός Μπίμπασης (Χιλίαρχος) Νταουλάπης που είχε έρθει από την Κόνιτσα με 300 Τουρκαρβανίτες νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε μαζί με 68 άντρες του. Οι αντάρτες οδηγήθηκαν στη τοποθεσία Κουμπλιά-Κολοκυθιά (Κουρκουμπέτου στα βλάχικα) και τους εκτέλεσαν όλους μαζί με σπαθιές και κυλώντας τους δεμένους στον κρημνό. Ο Ντουλάπ Βέης ζήτησε να ανταλλάξει τη ζωή του με πέντε χιλιάδες λίρες αλλά ο καπετάν Νικόλας Γκαρέλιος στάθηκε ανένδοτος και τον εκτέλεσε και αυτόν.
Εδώ σταματούν οι έγγραφες αφηγήσεις του μακαρίτη Κων/νου Γκαρέλιου, ο οποίος -όπως προαναφέραμε- ήταν πρωτοπαλίκαρο του πατέρα του, του καπετάν Νικόλα Γκαρέλιου.
Λίγο συγκεχυμένες και κάπως εξογκωμένες οι παραπάνω αφηγήσεις. Εμείς αμφιβάλλουμε αν έγιναν τρεις μάχες μέσα στην Βριάζα. Κατά πάσα πιθανότητα θα έγιναν δύο.
Μετά τα παραπάνω γεγονότα -όπως μου έλεγε ο γέρο-Γούσιας Γεράσης- ήρθε πολύς τούρκικος στρατός και το χωριό ερημώθηκε, οι κάτοικοι πήραν τα βουνά. Τέλος με δώρα και μπαξίσια μαλάκωσαν οι Τούρκοι και ξαναγύρισαν οι Βριαζιώτες στα σπίτια τους.
Και τώρα ερχόμαστε σε άλλον αφηγητή στο μπάρμπα-Γιώργη το Γούλα που ήταν η ζωντανή ιστορία του Διστράτου. Ό,τι μας είχε αφηγηθεί, τα άκουσε από ανθρώπους που τα έζησαν οι ίδιοι.
Μια φορά, διηγείται ο γερο-Γούλας, ήρθαν από την Κόνιτσα 300 Τουρκαλβανοί με επικεφαλής ένα μπίμπαση (ταγματάρχη) και κατέκλυσαν το Αρμάτοβο. Στην Μπριάζα ήταν όλοι οι καπεταναίοι : Λεωνίδας, Νταβέλης, Κούσιος, Γκαρελαίοι και λοιποί. Γενόταν ο γάμος ενός παλικαριού και γλεντούσαν. Μόλις πληροφορήθηκαν από τους δικούς τους ανθρώπους πως οι Τούρκοι βρίσκονταν στο Αρμάτοβο, κάλεσαν τους πρόκριτους της Βριάζας και τους είπαν να ειδοποιήσουν τους Τούρκους να μην προχωρήσουν, διότι οι κλέφτες είναι πάρα πολλοί και αποφασισμένοι να τους βαρέσουν. Θα γίνει πόλεμος μέσα στην Μπριάζα και θα χαλαστεί το χωριό.
Πραγματικά λοιπόν οι Μπραζιώτες έστειλαν αγγελιοφόρους και ειδοποίησαν τους Τούρκους και τους παρακάλεσαν να μην προχωρήσουν αμέσως, αλλά να περιμένουν να φύγουν οι κλέφτες που ήταν πολλοί και κατόπι να μπούνε. Ο μπίμπασης όμως (που ασφαλώς ήταν ο Τουαλάπ βέης) τους απάντησε πως δεν φοβότανε από εκατόν πενήντα κατσικοκλέφτες. Και το πρωί προχώρησε και έφτασε απέναντι από το Δίστρατο στην τοποθεσία Σταυρός. Απ εκεί αγνάντεψε με το κυάλι τους αντάρτες που χόρευαν ψηλά στον Αηλιά συνεχίζοντας το γλέντι του γάμου και άρχισε ο πυροβολισμός.
Οι κλέφτες αντέδρασαν αμέσως. Είχαν πιασμένα όλα τα επίκαιρα σημεία, είχαν και εφεδρείες.
Οι Τούρκοι συνάντησαν άκαμπτη αντίσταση, καθηλώθηκαν. Οι αντάρτες έκαναν το ακόλουθο στρατήγημα. Ο Νταβέλης με τα παλικάρια του πέρασε το ποτάμι πιο ψηλά από το Σαμαρινιώτικο, ανέβηκε πιο ψηλά ακόμη προς τα υψώματα και τους έπιασε τις πλάτες. Οι Τούρκοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δυο φωτιές, δεν είχαν ούτε διέξοδο να οπισθοχωρήσουν. Τρομοκρατημένοι τότε άρχισαν να φωνάζουν αρβανίτικα : Έρδι Νταβέλη γκα σίπερ . Ήρθε ο Νταβέλης από πάνω.
Σε λίγο διάστημα η μάχη κατέληξε σε πανωλεθρία των Τούρκων. Οι κλέφτες του Νταβέλη τους χτυπούσαν από πάνω και οι άλλοι από μπροστά. Τρέχαν οι Τούρκοι πέρα στ ασπροχώματα για να περάσουν και οι αντάρτες από την Αγία Παρασκευή τους θέριζαν και κυλιόταν νεκροί και τραυματίες στο ποτάμι.
Προσπαθώντας να γλιτώσουν κρύβονταν στ αμπέλια, στους θάμνους και ψηλά στα δέντρα. Οι έμπειροι κλέφτες όμως τους ανακάλυπταν και τους ξεκαθάριζαν. Εκεί ένας κρυμμένος Τούρκος παρ ολίγο να σκοτώσει τον καπετάν- Νικόλα Γκαρέλη. Τον αντιλήφθηκε όμως ο μικρός ψυχογιός του ο Νικόλας Τσιολέκης τη στιγμή που σήκωνε το όπλο του και πρόλαβε τούτος και του ριξε πρώτος και τον άφησε στον τόπο. Και έτσι γλίτωσε τον καπετάνιο του όπως ο Κλείτος τον Μέγα Αλέξανδρο.
Τέλος καμιά ογδονταριά Τούρκοι κατόρθωσαν να καταφύγουν και να οχυρωθούν στο σπίτι του αρχιτσέλιγκα Νάκα, απ όπου πυροβόλησαν και τραυμάτισαν σοβαρά έναν κλέφτη στο σαγόνι. Άλλος σύντροφός του όμως έβαλε τα σφυρίγματα και κατέβηκαν πολλοί και περικύκλωσαν το σπίτι. Τους ζήτησαν να παραδοθούν, αλλά οι Τούρκοι αρνιόταν. Τρύπησαν λοιπόν οι αντάρτες τον τοίχο, έβγαλαν την οικογένεια έξω και έβαλαν φωτιά στο σπίτι. Κινδυνεύοντας τότε οι Τουρκαλβανοί να καούν ζωντανοί πήδησαν από τα παράθυρα και παραδόθηκαν. Αλλά μανιασμένοι οι κλέφτες -επειδή τους είχαν αναγκάσει να κάψουν το σπίτι- τους οδήγησαν στην τοποθεσία Κουρκουμπέτι όπου ο Νικόλα Γκαρέλιος έσφαξε σαράντα από δαύτους με το γιατιγάνι του, ώσπου τον έπιασε το αίμα και άφριζε. Τον σκέπασαν με την κάπα του για να συνέλθει και τους άλλους σαράντα τους πήγαν στην Κορομηλιά όπου ο Θύμιος Γκαρέλιας και οι σύντροφοί του τους κύλησαν στον κρημνό. Τα κόκαλά τους σωζόταν ακόμα ως το 1913-15 και τα θυμούνται οι παλιοί γέροντες. Η δε τοποθεσία όπου ο Γκαρέλιος έσφαξε τους σαράντα ονομάστηκε Κουρκουμπέτι = κολοκύθα, διότι κυλούσαν τα κεφάλια των Τούρκων σαν κολοκύθια.
Όπως είδαμε, ο Κων/νος Γκαρέλιος αναφέρει ότι εκτελέστηκαν 68 Τουρκαλβανοί, ο δε Γ. Γούλας τους ανεβάζει σε 80. έχουμε όμως και μία τρίτη πηγή και μαρτυρία. Έχουμε το Φουρκιώτη δάσκαλο Γεώργιο Τσιούμη που έγραψε και εξέδωσε κατά το έτος 1931 την Ιστορία της Φούρκας και ήταν νεαρός ή έφηβος την εποχή που συνέβησαν αυτά τα γεγονότα. Ας παραθέσουμε λοιπόν το σχετικό κείμενό του :
Κατά το θέρος εκείνο (του 188) ο αρχιληστής Γκαρέλιος εκ Βριάζης μετά της ομάδας του, συμπλακείς μετά τουρκικού αποσπάσματος μεταξύ Σαμαρίνης και Περιβολιού, κατετρόπωσε αυτό συλλαβών περί τους τεσσαράκοντα αιχμαλώτους, τους οποίους επέρασεν εν στόματι μαχαίρας .
Όπως παρατηρούμε εδώ ο Τσιούμης περιορίζει τον αριθμό των σφαγέντων σε 40 και αυτός κατά την γνώμη μας θα ήταν ο πιθανότερος. Όσον αφορά για την τοποθεσία της μάχης, γράφοντας ύστερα από μισό αιώνα δεν ακριβολογεί. Το γεγονός είναι ότι η μάχη έγινε στη Βριάζα.
Και ερχόμαστε στο ζήτημα, πόσες μάχες έγιναν μέσα στο χωριό. Ο Κων/νος Γκαρέλιος μου έγραφε για τρεις, όπως τις περιγράψαμε. Ο Γ. Γούλας και ο Τσιούμης αναφέρουν μόνο μία. Κατά τη γνώμη μας έγιναν δύο. Η πρώτη με τους 128 Τούρκους που γύρισαν μόνο 33 στην Κόνιτσα και η άλλη που οι αντάρτες επέρασαν τους σαράντα ή και περισσότερους αιχμαλώτους, εν στόματι μαχαίρας. Η δεύτερη και η τρίτη μάχη που αναφέρει ο Κων/νος Γκαρέλιος -που τότε ήταν νήπιο- είναι μία και αυτή, όπως πιστεύουμε εμείς και έτσι πρέπει να είναι.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στις αφηγήσεις του μπάρμπα-Γουλά. Από όλους αυτούς τους 300 Τουρκαλβανούς μόνο ένας γλίτωσε και τον έκρυψε μία γριά στου Αγόρου το σπίτι.
Μαθεύτηκε φυσικά (και ειδοποίησαν) στην Κόνιτσα το τι είχε γίνει και ξεκίνησε ο Ζαλιόμπεης Μπουρντάνης με ισχυρή δύναμη και με εντολή να καταστρέψει το χωριό. Οι πρόκριτοι όμως τον κατεπράυναν με υποσχέσεις να του δώσουν μπαχτσίτσια ενώ παράλληλα ειδοποίησαν και τους κλέφτες, ζητώντας τη γνώμη τους και παρακαλώντας τους να μην τον χτυπήσουν. Οι καπεταναίοι απάντησαν Δώστε ότι σας ζητήσουν και θα σας βοηθήσουμε κι εμείς με χρήματα αρκεί να μην πάθει κακό το χωριό .
Και πραγματικά. Με διακόσια χρυσά ναπολεόνια και τέσσερα φορτώματα βούτυρο, εξαγοράστηκε ο Ζαλιόμπεης και εκτός από τρόφιμα και λοιπά που πήρε, δε έκανε άλλη ζημιά στους κατοίκους. Φεύγοντας πήρε φυσικά μαζί του και τον στρατιώτη που είχε κρύψει η γριά κι ο οποίος επιβεβαίωσε στους μεγάλους στην Κόνιτσα ότι το χωριό δεν έφταιγε καθόλου, αφού προειδοποίησε το Μπίμπαση στο Αρμάτοβο και αυτός δεν το έλαβε σοβαρά υπ όψη του.
Κατόπιν ερχόταν τακτικά τουρκικά αποσπάσματα στη Μπριάζα και εγκατέστησαν και νταμπότι (φυλάκιο) ψηλά στο Παλιομάρι. Το χειμώνα όμως κατέβαιναν στο χωριό και έμεναν σε οίκημα που είχαν χτίσει απάνω από τα Καραγάτσια. Όταν έριχνε πολλά χιόνια, το χωριό ήταν υποχρεωμένο να τους ταΐζει κι αυτούς και τα ζώα τους, να ξεχιονίζει το δρόμο ως τα Άρματα και να κάνει διάφορες αγγαρείες. Πολλοί από τους κατοίκους για να αποφεύγουν τα δεινά, έφευγαν μαζί με τα ζώα τους και ξεχείμαζαν στη Θεσσαλία.
Εκτός από τις μάχες της Μπριάζας (Διστράτου) πολέμησαν και σε άλλα μέρη του Τούρκους. Στη μάχη της Βωβούσας στα 1879 που σκοτώθηκε ο περίφημος Φέζο-Ντερβέναγας, πρωτοστάτησαν μαζί με τα παλικάρια τους. Πολέμησαν επίσης σε δύο μάχες έξω από το Τσοτύλι, όπου ο καπετάν Νικόλας άρπαξε λάφυρο το ωραίο ψαρί άλογο του μπίνμπαση. Επίσης και στο Τσερνέσι, στο Ντομπρίνοβο, στη Λάιστα, στη Λεσνίτσα (Βρυσοχώρι) και στο Παλιοχώρι όπου αιχμαλώτισαν 47 Τούρκους. Και σε πολλές άλλες μάχες ασφαλώς θα πήραν μέρος πολεμώντας με το Λεωνίδα Χατζημπύρο, του Νταβελαίους και λοιπούς καπεταναίους.
Έκανα πολλούς άθλους πατριωτικούς στην αρχή και ληστρικούς κατόπιν, διότι με τον τερματισμό του Ρωσοτουρκικού πολέμου παρέμειναν στο κλαρί και τριγυρίζανε στα βουνά της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, ληστεύοντας αδιάκριτα και χριστιανούς και Τούρκους. Συνέχισαν λοιπόν τη δράση ως τον Ιούλιο του1881που ο Σουλτάνος έδωσε αμνηστία και πήγαν στη Σαμαρίνα στο σπίτι του Παγίτσα και προσκύνησαν. Το τέλος τους όμως υπήρξε άδοξο και δραματικό. Το ακούσαμε βέβαια από το στόμα των παλαιών γερόντων αλλ ας αφήσουμε να μας το περιγράψει ο Φουρκιώτης δάσκαλος Γεώργ. Τσιούμης που προαναφέραμε .
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΛΗΣΤΩΝ ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΚΙΚΑ ΚΑΙ ΑΔΕΡΦΩΝ ΓΚΑΡΕΛΙΑ
Κατά το θέρος του 1881 η τουρκική κυβέρνησις εκήρυξεν ότι όσοι των ληστών θα προσήρχοντο και θα προσεκύνουν, θα συνεχωρούντο και θα ημνηστεύοντνο. Ανώτατος δε αξιωματικός άγων δύο λόχους στρατού εξήλθεν εξ Ιωαννίνων προς τα περί την Πίνδον χωρία και ελθών εις Σαμαρίναν εκάλεσε του ληστάς εις προσκήνυσιν. Ομάς τότε εκ πεντήκοντα ληστών υπό τους αρχηγούς αυτών Γκίκαν, Κούσιον και δύο αδελφούς Γκαρέλια, προσήλθεν εις Σαμαρίναν και εζήτησε συγχώρησιν από τον Τούρκον αξιωματικόν, φέροντα και τίτλον του Πασιά. Ο Πασιάς εδέχθη αυτούς φιλοφρόνως και τους προσέφερεν αναψυκτικά, θέσας όμως αυτούς υπό κράτησιν του είπεν ότι έπρεπε να τον ακολουθήσωσι εις Ιωάννινα κατ ανωτέραν διαταγήν. Την άλλην ημέραν παραλαβών αυτούς πάντας μετέβη μετά του στρατού εις Φούρκαν. Οι λησταί εις τους οποίους είχον παραχωρηθεί καταλύματα υπό την φύλαξιν των στρατιωτών, είχον εννοήσει ότι έπεσαν εις παγίδα αλλ ήτον πλέον αργά.
Την πρωία της επομένης ο στρατός μετά πάντων των ληστών εκίνησαν δια τα Ιωάννινα αφού ο Πασιάς παρέλαβε και μερικούς Φουρκιώτας οδηγούς του δρόμου. Αφού δε ανήλθον απί του αυχένος Βέργου εσταμάτησαν κατά διαταγή του Πασιά. Το πρόγραμμά των ήτον να φονεύσωσιν εκεί τους τρεις αρχηγούς Γκίκαν και τους δύο αδερφούς Γκαρέλια, οίτινες, ως προαναφέραμεν, είχον φονεύσει άλλοτε τους τεσσαράκοντα αιχμαλώτους Τούρκους. Αφού λοιπόν ο στρατός εσχημάτισε κύκλον εις το επί Βέργου επίπεδον μέρος, ετέθησαν εις το μέσον οι τρεις κατάδικοι με τα χείρας όπισθεν δεδεμένας και εφονεύθησαν, υβρίζοντες εις την στιγμήν εκείνην την τουρκική ανανδρίαν. Οι παρόντες Φουρκιώται επιστρέψαντες έφερον την είδησιν εις το χωρίον, πόθεν εξήλθον κάτοικοι και τους ενεταφίασαν εις την ίδια θέσιν την έκτοτε φέρουσαν το όνομα Γκαρέλια .
Και τα παλικάρια των Γκαρελαίων όμως δεν είχαν καλύτερη τύχη. Ο Τσιούμης συνεχίζει : Το πρόγραμμα του Πασιά ήτο να τους φονεύσει όλους μέχρις ότου φθάσει εις τα Ιωάννινα εις διάφορα σημεία της οδού, όπως κάτωθι του Κερασόβου επί του τάφου του υπό ληστών άλλοτε φονευθέντος βέη (του Μουσλήμμπεη Φράσιαρη τσιφλικούχου του Κερασόβου όπως γνωρίζομε από άλλες πηγές), είχε σκοπόν να φονεύσει τον Κούσιον, λήσταρχον Σαμαριναίον και μερικούς άλλους, αλλά εις τον κατήφορον Κερασόβου έφθασεν επιστολή του Βαλή (Γενικού Διοικητού) Ιωαννίνων, διατάττοντος να προσαχθώσι πάντες οι ληστές ενώπιόν του. Αφού τους επήγεν εις Ιωάννινα έθεσαν εις τας χείρας εκάστου σιδηράς πέδας και τους εφυλάκισαν εις τας βορείας φυλακάς του φρουρίου (μπουδρούμια). Εκεί προϊόντος του χρόνου απέθανον σχεδόν όλοι. Ο λεοντόκαρδος όμως Κούσιος επέζησε και μετά τριάκοντα έτη απελύθη γέρων ών και επανήλθεν εις Σαμαρίναν όπου απόθανεν .
Κι έτσι όπως είδαμε το τέλος των Γκαρελαίων, καθώς και των συντρόφων τους, υπήρξε τραγικό και άδοξο. Μπορεί βέβαια σαν ληστές να διέπραξαν κακουργήματα (όπως και οι Νταβελαίοι, Γιαννούλη Ζέρμας , Λιάκος κλπ.) προσέφεραν όμως και εθνικές υπηρεσίες σαν οπλαρχηγοί. Ο λαός τους θεώρησε σαν συνεχιστές του έργου των αρματωλών και κλεφτών και η δημοτική μούσα τους αποθανάτισε με το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι που μας έστειλε γραμμένο ο γιος του καπετάν Νικόλα ο Κων/νος Ν. Γκαρέλιος (που προαναφέραμε) και το δημοσιεύσαμε στην εφημερίδα Πρωινός Λόγος των Ιωαννίν στις 8-9-1961.
Υπάρχει και μια παράδοση πάλι που αναφέρει, ότι στη μάχη της Βριάζας σκοτώθηκε και ο αδερφός του καπετάν Γεωργίου Νταβέλη ο Ηλίας, δεν είναι όμως τόσο θετική.
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό, ας αναφέρουμε και ένα-δύο γεγονότα που συνέβησαν αργότερα.
Ο Νικόλα Σταλίκος που είχε χρηματίσει παλικάρι των Γκαρελαίων- και τα δύο αδέρφια του, ήταν άνθρωποι πολύ ζόρικοι και καβγατζήδες μέσα στο χωριό, κανένας δεν τολμούσε να τους αντιμιλήσει. Έκαναν αναφορά τότε οι χωριανοί στο Βαλή (Τούρκο Γεν. Διοικητή) και τους εξόρισε στην Υεμένη. Οι δύο χάθηκαν εκεί. Ο τρίτος αδερφός και κατάρτισε ληστρική συμμορία για να εκδικηθεί τους εχθρούς του. Προσπάθησε να προσελκύσει και το γιο του Νικόλα Γκαρέλιου λέγοντάς του πως οι ίδιοι οι συγχωριανοί τον είχαν συκοφαντήσει και τον πατέρα του στους Τούρκους και πως έπρεπε να εκδικηθούν, εκείνος όμως δεν τον ακολούθησε δεν παρασύρθηκε.
Ήρθε λοιπόν μια νύχτα ο Σταλίκος στη Μπριάζα μαζί με τέσσερις συντρόφους και σκότωσε τον Αναγνώστη Μπάρμπα και το Μουχτάρη (Πρόεδρο) Χρήστο Χασιώτη, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν πρωτοστατήσει όταν τους στείλανε στην εξορία. Ο άτυχος Χασιώτης φώναζε ζητώντας βοήθεια : Ελάτε μωρέ χωριανοί, πέντε είναι μοναχά .
Αλλά δυστυχώς κανένας δεν τόλμησε να τα βάλει με τους ληστές για χατίρι του. Έσπασαν την πόρτα του με τα τσεκούρια και μπήκαν μέσα και τον σκότωσαν.
Και ένας ακόμη από τους οπαδούς των Γκαρελαίων που επέζησαν , ο Νικόλα Τσόπης βγήκε λήσταρχος στο κλαρί γύρω στα 1895-1900 και λυμαινόταν την περιοχή. Είχε στη συμμορία του νομίζω και το γιο του και τρεις άλλους Μπριαζιώτες : το Βασίλη Σιαμπαρίνα και τα δύο αδέλφια Γούλαν και Γιάννη Τέγον Ζάραγκα και άλλους, από πέντε έως εφτά περίπου νομάτους. Νταμπορτζής, σταθμάρχης δηλαδή της Μπριάζας γύρω στα 1895 με 1900 ήταν κάποιος Ζεινέλ Τσιαούσης που συναπαντιώτανε στα κρυφά με τον Τόπη και έπαιρνε το μεράδι του από τα προϊόντα των ληστών του τελευταίου. Σιγά-σιγά όμως ο κόσμος τον κατάλαβε τι ρόλο έπαιζε διότι όταν συνέβαινε καμία ληστεία, ρωτούσε να μάθει λεπτομερώς πόσα χρήματα ή κοσμήματα κλπ. πήραν οι ληστές. Και όταν έπαιρνε τις πληροφορίες που ήθελε, μουρμούριζε αρβανίτικα : ε κέμι τε γκιούσμετ , δηλαδή : έχομε τα μισά .
Αλλά αυτές οι κρυφές συναντήσεις του Ζαινέλ Τσιαούση με το Νικόλα Τόπη έγιναν κοινό μυστικό, όπως είπαμε και οι κάτοικοι της περιοχής έκαναν αναφορές στο Βαλή (Γεν. Διοικητή). Εκείνος κατόπι έστειλε αυστηρή διαταγή στο Ζεινέλ Τσιαούση και του έλεγε : Θέλω ζωντανόν ή πεθαμένον το Νικόλα Τόπη διαφορετικά κινδυνεύει όχι μόνον η θέση σου αλλά και το κεφάλι σου .
Μπροστά στο φοβερό αυτό δίλημμα ο Ζεινέλ Τσιαούσης αποφάσισε να ξεκάνει με απιστία το φίλο του το λήσταρχο. Συμφώνησαν να ανταμωθούν στην τοποθεσία Φρίγκα του Διστράτου επάνω στο βουνό. Πέντε ήταν οι ληστές, πέντε ήταν και οι Τούρκοι. Αλλ αντί για πέντε πήρε δέκα κι αυτός έντεκα.
Έψησαν αρνιά, ήπιαν και μέθυσαν. Ένας από τους ληστές, ο Βασίλης, κάτι υποψιάστηκε και το σκασε με τρόπο. Τους άλλους τέσσερις τους χτύπησαν προδοτικά. Ο Ζούλφο Περάτης καυχόταν πως σκότωσε το ληστή Γιάννη Ζάραγκα. Ο γιος του Ζάραγκα, Νικόλας -αντάρτης στα 1913- συνάντησε το Ζούλφο στη Μεσσαριά και εκδικήθηκε φονεύοντάς τον.
Ας σημειώσουμε εδώ στην προκήρυξη της Επαναστάσεως του 1878 που έγινε στο Λιτόχωρο, υπόγραψαν και μερικοί Μπριαζιώτες και πολέμησαν, όπως είδαμε, του Τούρκους. Το ότι αργότερα ετράπησαν πολλοί από αυτούς στο ληστρικό βίο δεν είναι διόλου παράξενο, διότι ανέκαθεν οι Έλληνες το έκανα αυτό. Άλλοτε ως Αρματωλοί φυλάγανε τα χωριά και τους διαβάτες, ταξιδιώτες κλπ. κι άλλοτε σαν κλέφτες τους ελήστευαν.
Παλαιά έγγραφα και χειρόγραφα από το Δίστρατο δεν στάθηκε δυνατόν να ανακαλύψουμε, διότι όπως μας είπαν -και προαναφέραμε- κατεστράφησαν από την πυρπόληση των Γερμανών.
Παραθέτουμε μόνο εδώ του έτους 1859 που βρέθηκε στην Βούρμπιανη.
Μια δημοπρασία (πλειστηριασμός) του έτους 1859, από έλιψιν χαρτοσήμου, έγινε εις απλούν χαρτί δια του παρόντος πουλητηρίου γράματος δηλοποιούμεν οι υποφαινόμενοι μπραζιότες κοινόν ότι ευχαρίστως σήμερον επί δημοπρασία επουλήσαμεν ει τον μήχον Καρατζήμον τα κάτωθεν.
2 δ υο κομάτια χωράφια των ραμαντάνηδων εις την Κορομηλιάν και το άλλο υποκάτω δια γρόσια 360 τριακόσια εξήντα, και ένα κομάτι αμπέλι του γιάνη αδάμου εις το ράνγι δια γρόσια 610 εξακόσια δέκα τα οποία γρόσια ελάβαμεν σήμερον επί χείρας σώα και ανελειπή, και από την σήμερον και εις το εξής θέλει ήναι τέλειος εξουσιαστής των κτημάτων αυτών και να τα εξουσιάση ως βούλεται και αν κανένας ήθελεν τον ενοχλήση τίποτες ή ζημιώσει υποσχόμεθα οι υποφαινόμενοι κοινώς να τον αποζημιώνομεν, και υποφαινόμεθα και ο κόστας ραμαντάνη δεν έχει να καριστήση τίποτες ως άνω.
ΙΕΡΕΙΣ
Γνωστοί ιερείς της Μπριάζας (Διστράτου) είναι οι εξής: Παπαμάνος την εποχή του Αγίου Κοσμά, Παπαδημήτριος Κούσιος ή Παπαχούστας, Παπαέξαρχος Πίσπας περί το 1800, Παπα-Ευστάθιος 1842, Παπαθύμιος Νίκου Οικονόμος, τον απαντούμε στα 1850, Παπαγιάννης, Παπαχρήστος Ρόφσιας, Παπα-Χρόνης, Παπαδημήτριος Πίσπας, Παπχρήστος Πίσπας, Παπαθανάσιος Πίσπας που απεβίωσε επί κατοχής και είχε αξιόλογη εθνική δράση. Υπήρξαν και Παπαδημήτριος Καραγιάννης και Παπαδημήτρης Αγόρου. Τελευταίος Διστρατιώτης ιερέας ήταν ο αείμνηστος Παπαστέργιος Παπαθανασίου Πίσπας που απεβίωσε στα τέλη του 1977, αφού λίγους μήνες ενωρίτερα μας έδωσε αρκετές πληροφορίες σχετικά με την ιστορία του χωριού του.
Η ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Όπως σε όλα τα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, έτσι και στη Μπριάζα, η ρουμανική προπαγάνδα άπλωσε τα πλοκάμια της από τα χρόνια της τουρκοκρατίας και προσπάθησε να παρασύρει τους κατοίκους της να προσκολληθούν και να προσχωρήσουν σ αυτήν. Δεν κατόρθωσε όμως να αρπάξει παρά μόνο μερικούς φτωχούς στους οποίους μοίραζε χρήματα και ελάχιστους αργυρώνητους στους οποίους υπόσχονταν να σπουδάσει δωρεάν τα παιδιά τους στη Ρουμανία. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων όμως στάθηκε πιστή στις προαιώνιες Ελληνοχριστιανικές παραδόσεις της και έτσι δεν δέχτηκε με κανέναν τρόπο την αλλαγή της γλώσσας ούτε στο σχολείο ούτε στην εκκλησία.
Γύρω στα 1906 κατόρθωσε η ρουμανική προπαγάνδα ξοδεύοντας αφειδώς τα χρήματα να ιδρύσει ρουμανικό σχολείο στη Μπριάζα, με δάσκαλο τον Αθανάσιο Τσιαμπραγκάνη στο οποίο συγκεντρώσαν μόλις πέντε έξι φτωχόπαιδα όλα και όλα.
Οι πιο σοβαροί νοικοκυραίοι και δημογέροντες του χωριού αντέδρασαν αμέσως. Ο Γούλας Νίκου, ο Νάκας Ευθυμίου, ο Παπαθανάσης Πίσπας και άλλοι, σηκώθηκαν και πήγαν στον Καιμεκάμη (διοικητή) στην Κόνιτσα και του είπαν :
Εμείς καιμεκάμ εφέντη είμαστε Ρωμιοί υπήκοοι του Σουλτάνου. Από ανέκαθεν Ρωμέικες έχομε τις εκκλησίες μας, Ρωμέικα και τα σχολεία μας. Τι μας χρειάζεται εμάς η ρουμανική γλώσσα; Αν είναι να μάθουν μια άλλη ακόμα γλώσσα τα παιδιά μας, το καλύτερο είναι να μάθουν τα τουρκικά που μπορεί να τους χρειαστούν μια μέρα. Αν θέλετε στείλτε μας ένα δάσκαλο να διδάξει τα τουρκικά στα παιδιά μας και απαλλάξτε μας από τον ρουμάνο δάσκαλο .
Έτσι και έγινε. Ο Καιμεκάμης έστειλε ένα γέρο Χότζα που ήξερε και τα ελληνικά και το ρουμανικό σχολείο ατόνησε εντελώς σιγά-σιγά. Έφυγε κατόπι και ο δάσκαλος της τουρκικής αφού εδίδαξε δυο-τρία χρόνια στο σχολείο της Μπριάζας.
Μόλις άρχισε ο Βαλκανοτουρκικός πόλεμος και ενωρίτερα ακόμη, εμφανίστηκε στην περιοχή της Πίνδου ο αιμοβόρος Ρουμάνος αρχιλστής Τραγιάν, αλλά σύντομα εξουδετερώθηκε όπως θα δούμε στη συνέχεια του παρόντος.
Στα 1914, όμως, ύστερα από τη συμφωνία που έκανε ο Βενιζέλος με τη Ρουμανία, εμφανίστηκε και πάλι η ρουμανική προπαγάνδα. Ξανάρθε ο ίδιος Ρουμανοδιδάσκαλος στη Βριάζα μαζί με κάποιον Λεωνίδα Πούπη από την Αβδέλα και ίδρυσαν και πάλι ρουμανικό σχολείο το οποίο όπως πάντα φυτοζωούσε. Στα 1929 π.χ. ενώ το ελληνικό σχολείο είχε 180 μαθητές και μαθήτριες και 60 νήπια στο νηπιαγωγείο, οι ρουμανίζοντες δεν είχαν στο δικό του παρά μόνο 12-13.
Μετά τον Πούπη ήρθε γύρω στα 1934 ρουμανοδιδάσκαλος ο Αθανάσιος Παπαθανασίου από το Περιβόλι και μια δασκάλα Αβδελιώτισσα η Μαρίτσα και αργότερα η Κορνηλία και η Δέσπω.
Τελευταίος ρουμανοδιδάσκαλος στην εποχή του Μεσοπολέμου, γύρω στα 1936-37 ήταν κάποιος Πρεβέντζος από την Αβδέλα. Αυτός υπέβαλε μήνυση κατά του Προέδρου της Κοινότητας Γεωργίου Γούλα και των Προκρίτων Στεργίου Γώγου και Κώστα Τσιολέκη, διότι παρεμπόδιζαν το έργο του ...
Είχαν διοργανώσει κάποια θεατρική παράσταση οι ρουμανίζοντες και οι μηνυθέντες την σαμποτάρισαν. Ο Πρόεδρος επίσης έβγαλε έξω από την εκκλησία τα παιδιά του ρουμανικού σχολείου που αποπειράθηκαν να ψάλλουν ρουμανικά.
Ο Γενικός Διοικητής κάλεσε τον Πρόεδρο τυπικά σε απολογία, αλλά τελικά τον συνεχάρη και του έδωσε και χίλιες δραχμές να τις μοιράσει στα άπορα παιδιά του χωριού. Στο δε δικαστήριο συμβιβάστηκαν.
Στις 2 Νοεμβρίου του 1940 που κατέλαβαν προσωρινά οι Ιταλοί το Δίστρατο, μερικοί από τους κατοίκους ακολούθησαν τον υποχωρούντα ελληνικό στρατό. Ο γέρο-Γούσια Γεράσης ο παλιός αντάρτης του 1912 οδήγησε το λόχο του λοχαγού Παππά προς τη Βωβούσα και πάλι ξαναγύρισε μαζί του με την ιταλική υποχώρηση. Οι άλλοι κάτοικοι κάθισαν κρυμμένοι (γέροντες και γυναικόπαιδα) μέσα στα σπίτια τους και μόνο ολίγοι μετρημένοι στα δάχτυλα, όπως οι : Α.Μ.Νικ.Γ. και μερικοί άλλοι με επικεφαλής το Νικόλα Τσιαπραγκάνη, βγήκαν και τους υποδέχτηκαν. Ο Τσιαπραγκάνης μάλιστα έσχισε και ποδοπάτησε την ελληνική σημαία και ύψωσε την ιταλική στο κοινοτικό κατάστημα ζητωκραυγάζοντας υπέρ της Ιταλίας.
Αλλά Μωραίνει Κύριος όν βούλεται απωλέσαι . Όταν στις 8 Νοεμβρίου ανεκατελήφθη το Δίστρατο από τον ελληνικό στρατό και οι Ιταλοί υποχώρησαν, αυτός δεν κατόρθωσε να διαφύγει και να τους ακολουθήσει. Συνελήφθη από τον ελληνικό στρατό και στάλθηκε δεμένος στις φυλακές Μεσολογγίου, όπου παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.
Αργότερα επί κατοχής η ρουμανική προπαγάνδα, ηγέτης της οποίας ήταν ο περίφημος Διαμαντής, με την υποστήριξη των Ιταλών ξαναδιοργανώθηκε. Ο ρουμανοδιδάσκαλος Πρεβέντζος ξαναεμφανίστηκε στο Δίστρατο και καταλαμβάνοντας δια της βίας (και με την υποστήριξη του Σταθμάρχη της ιταλικής Καραμπινερίσα του μπριγκαντιέρη Βάκα που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό) το ελληνικό σχολείο άρχισε να διδάσκει ρουμανικά. Τριάντα τέσσερις μαθητές και μαθήτριες παρέμειναν μόνο στο ελληνικό σχολείο που στεγάστηκε αλλού με δάσκαλο το Γεώργιο Παπαπαύλου.
Αλλά όταν όμως στις αρχές του 1943 οι Ιταλοί περιορίστηκαν στην Κόνιτσα και στην ύπαιθρο επικράτησε το Ε.Α.Μ., οι ρουμανόφιλοι έφυγαν και οι μαθητές ξαναγύρισαν στο ελληνικό σχολείο. Δάσκαλος ήταν τώρα ο Δημήτριος Καπρίτσιος.
Έκανα και άλλα έκτροπα στο Δίστρατο οι ρουμανίζοντες. Πρωτοστατούσαν δε σ αυτά οι Κώστας Ρ., Δημήτριος Τ. και ο ρουμανοδιδάσκαλος Νικόλας Τζημούλας.
Επειδή ο ιερέας Αθανάσιος Πίσπας αντιδρούσε δυναμικά στους σκοπούς των, του έβαλαν (έκρυψαν) ένα πολυβόλο μέσα στην εκκλησία και κάνοντας δήθεν έρευνα οι Ιταλοί το βρήκαν και τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στην Κόνιτσα. Εκεί όμως τον βοήθησε ο εργολάβος Γιώργη Πάππας. Τον πήρε στο σπίτι του, τον περιποιήθηκε και ειδοποίησε και το Δεσπότη Σπυρίδωνα για ότι συνέβη. Οι πονηροί Ιταλοί όμως τον πέρασαν νύχτα και κρυφά στα Γιάννενα, τον πήγαν στο Αγρίνιο και από εκεί στο Μεσολόγγι. Πέρασε από Στρατοδικείο, αλλά απαλλάχθηκε, διότι μεσολάβησε ο δυναμικός Σπυρίδων, που του έστειλε μάλιστα και τρόφιμα μέσα από στη φυλακή για να μην πεθάνει από την πείνα. Πέθανε κατόπι στο χωριό έπειτα από ένα χρόνο περίπου. Αυτά κατ αφήγηση του γιου του τού αείμνηστου Παπαστέργιου Πίσπα.
Με κατάτρεξαν και μένα , μου έλεγε. Με κατηγορούσαν πως είχα κρυμμένα 150 ντουφέκια και κάθησα κρυμμένος επί οχτώ μέρες στο ταβάνι της εκκλησίας ώσπου έφυγαν οι Ιταλοί και μαζί μ αυτούς και οι φίλοι τους, οι οπαδοί τους Διαμαντή.
Κι έτσι λοιπόν τελείωσε οριστικά η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας.
Η ΗΡΩΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΑΖΙΩΤΩΝ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1912-1913
Μόλις ο ελληνικός στρατός προήλασε στη Μακεδονία και κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, αμέσως τότε κατά το Νοέμβριο του 1912, όλα σχεδόν τα ορεινά χωριά της Επαρχίας Κόνιτσας, επαναστάτησαν.
Στη λάκκα του Αώου πρώτη-πρώτη ξεσηκώθηκε η ηρωική Βριάζα με αρχηγούς και πρωτοστάτες το Μουχτάρη (Πρόεδρο) της Νικόλα Γούλα, τον ιερέα Παπαθανάση Πίσπα, το Τζήμο Γεράση και το δάσκαλο Ξενοφώντα Παπάζογλου από τη Ντοβρά. Με μερικούς γκράδες που τους είχαν κρυμμένους στο Κοιμητήριο της εκκλησίας από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνος και με άλλους που έφερε ο δάσκαλος από την Κοζάνη, οπλίστηκαν εκατό περίπου Βραζιώτικα παλικάρια και με επικεφαλής τους : Χρήστο Ρόφσια, Νικόλα Καραγιάννη, Γούσια Μάιπα και Γούλαν Κατσίμπαρην, έπιασαν τους γύρω από το χωριό λόφους. Άναψαν δε πολλές φωτιές τη νύχτα και με διάφορα στρατηγήματα ανάγκασαν τον αποσπασματάρχη Τζιαφέρ Τσιαούση και τον απαίσιο Ρουμάνο αρχιληστή Τραγιάν να φύγουν δια νυκτός από το χωριό τους.
Οργισμένοι όμως τώρα οι Τουρκαλβανοί ξεκίνησαν αμέσως στις 6-7 Νοεμβρίου από την Κόνιτσα και εξεστράτευσαν εναντίον της Βριάζας. Αλλά συνάντησαν σθεναράν αντίστασιν , όπως γράφει κάποια εφημερίδα της εποχής και ετράπησαν προς τη Βωβούσα.
Το ηθικό των Μπραζιωτών αναπτερώθηκε και ακολουθώντας το παράδειγμά τους επαναστάτησαν και τα άλλα χωριά της Λάκκας Αώου : το Αρμάτοβο με αρχηγό το Γιάννη Γκρόσο, οι Πάδες με επικεφαλής το Μουχτάρη τους Θανάση Παπόνη, το Παλαιοσέλι με τον ηρωικό Τενεκέ κλπ. Ήρθαν επίσης και οι οπλαρχηγοί : Κανιζιέλος αξιωματικός των Γαριβαδινών, Γεωργ. Τσιοκαντάνας και Νικ. Μπλατσής με τα παλικάρια τους και όλοι μαζί αποτέλεσαν μία υπολογίσιμη δύναμη. Ο Διοικητής Χωροφυλακής Κονίτσης Φετή εφένδης προσπάθησε με γράμματα και απεσταλμένους να τους κάνει να υποταχθούν, αλλά τίποτε δεν κατόρθωσε. Πολυάριθμα εξόρμησαν και πάλι αργότερα άτακτα τουρκαλβανικά στίφη. Δεν μπόρεσαν όμως να προχωρήσουν πέρα από τον αυχένα της Σιουσνίτσας, όπου οι αντάρτες είχαν οχυρωθεί μόνιμα.
Από τις 15 έως τις 25 Ιανουαρίου 1913 οι Βριαζιώτες αντάρτες έλαβαν μέρος στις διάφορες μάχες και αψιμαχίες που έγιναν γύρω από το Κεράσοβο, χτυπώντας τους Τούρκους από το δεξιό πλευρό τους από τα υψώματα του Σμόλικα. Αφού οι Τούρκοι πυρπόλησαν το απόγευμα της 25ης Ιανουαρίου το Κεράσοβο, αποσύρθηκαν στην Κόνιτσα αφήνοντας μόνο δύο λόχους, έναν στη Σταρίτσιανη (Πουρνιά) και ένα στη Μόλιστα.
Οι αντάρτες σχεδίαζαν να κατέβουν από τη σιουσνίτσα, Ζάροση και Τσιομπάνι και να τους αποκόψουν, διαλύσουν και αιχμαλωτίσουν.
Κάποιος άγνωστος κατάσκοπος όμως πρόδωσε τα σχέδιά τους στον περίφημο Τζιαβήτ πασιά που έμενε στην Κόνιτσα κι αμέσως εκείνος ετοίμασε δυο σώματα από 300 άντρες το καθένα και έστειλε το ένα μέσω Πεκλαδρίου (Πηγής) και το άλλο από τα στενά του Αώου και Ι. Μονή Στομίου, με εντολή να περικυκλώσουν και να εξοντώσουν τους κομμίτες .
Το μόνο που κατόρθωσαν τα δύο αυτά σώματα, ήταν να καταλάβουν -ύστερα από αρκετές απώλειες- και να λεηλατήσουν το χωριό Γκριζμπάνι (Ελεύθερο). Αποπειράθηκαν να προχωρήσουν και προς το Παλαιοσέλι αλλά αποκρούσθηκαν και καθηλώθηκαν. Ο Τζιαβήτ Πασιάς λύσσαξε τότε από το κακό του και ξεκίνησε τότε με όλες του της τις δυνάμεις 4.000 άντρες και με τα κανόνια και πολυβόλα του επετέθη κατά της διλοχίας Παπανικολάου που βρισκόταν στη Μόλιστα την οποία είχε απελευθερώσει στις 9 Φεβρουαρίου και κατά των ανταρτών που προάσπιζαν το Παλαιοσέλι. Επί έξι μέρες κάνουν επιθέσεις οι Τούρκοι, αλλά οι Έλληνες είναι ακλόνητοι. Τα Μπραζιώτικα παλικάρια ανδραγαθούν παλεύοντας -όπως ο Χρήστος Κ. Ευθυμίου- σώμα με σώμα με τους Τούρκους.
Τέλος στις 21 Φεβρουαρίου το απόγευμα ο Τζιαβήτ λαβαίνει τη θλιβερή γι αυτόν είδηση της πτώσεως των Ιωαννίν και υποχωρεί πανικόβλητος, αφού πυρπόλησε προηγουμένως αρκετά σπίτια του χωριού Γκριζμπάνι.
Οι αντάρτες κυνηγούν τους Τούρκους και φθάνουν στα υψώματα της Σιουσνίτσας και Κόνιτσας στην Καψάλα, όλου και διανυκτέρευσαν.
Την επομένη το πρωί στια 22-2-1913, οι Τούρκοι υποχωρούν προς το Μπουραζάνι εγκαταλείποντας την Κόνιτσα. Οι Έλληνες όμως δεν εμφανίζονται να καταλάβουν την πρωτεύουσα της Επαρχίας. Οι ντόπιοι Τουρκοκονιτσιώτες που είχαν όπλα είχαν αρχίσει κάπως να αναθαρρεύουν. Ο Δεσπότης Σπυρίδων και οι πρόκριτοι, έστειλαν στις 23 Φεβρουαρίου στην επιτροπή στη Μόλιστα όπου έδρευε το Τάγμα Παπανικολάου και εκάλεσαν το διοικητή του να σπεύσει να καταλάβει την Κόνιτσα που είχε εκκενωθεί από τους Τούρκους.
Αυτός όμως τους απάντησε ότι περίμενε διαταγή από τον συνταγματάρχη Καλογερά για να κινηθεί και γύρισαν άπρακτοι.
Βλέποντας ο Δεσπότης Σπυρίδων ότι ο τακτικός στρατός δεν φαινόταν και τους ντόπιους Τούρκους να αναθαρρεύουν, στεναχωριόταν. Κυκλοφόρησε μάλιστα και μια φήμη -όχι αληθινή- πως ο ηγούμενος του Τεκέ της Κόνιτσας ο διαβόητος μπαμπά-Χαιντάρης είχε κρυμμένους Κολωνιάτες κακούργους μέσα στον Τεκέ, που θα έβγαιναν τη νύχτα να λιμουριάσουν την Κόνιτσα και οι κάτοικοί της σχεδόν άοπλοι όπως ήταν, άρχισαν να φοβούνται.
Έστειλε τότε κατά το δειλινό της 23ης Φεβρουαρίου 1913 ο Μητροπολίτης ένα σύνδεσμο και προσκάλεσε τους αντάρτες που ήταν στις γύρω κορυφές και κοντά στο ηλιοβασίλεμα φάνηκαν κιόλας αυτοί να κατεβαίνουν από το Κουρί. Ήταν καμιά εικοσαριά οι πρώτοι και οι περισσότεροι Μπριαζιώτες με τους καπεταναίους : Γούσια Μάιπαν, Μπλατσήν, Ρόφσιαν, Μπατσιοτέλον, Καραγιάννην κλπ.
Πρώτος τους αντελήφθη ο Αγησίλαος Παπαχρηστίδης και άρχισε να κρούει χαρμόσυνα την καμπάνα και να ζητωκραυγάζει. Οι αντάρτες έρριξαν δυο-τρεις ομοβροντίες στον αέρα ζητωκραυγάζοντας κι αυτοί και ο σημαιοφόρος των Γούσια Γεράσης, που θαλερός γέροντας μας αφηγήθηκε το 1977 στο Δίστρατο τα γεγονότα, σκαρφάλωσε στο κωδωνοστάσιο του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Νικολάου και ύψωσε την ελληνική σημαία.
Οι Χριστιανοί με επικεφαλής το Δεσπότη και τους Πρόκριτους τούς υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες και τους φιλοξένησαν, οι δε Τουρκοκονιτσιώτες ζάρωσαν στο καβούκι τους.
Οι αντάρτες ήθελαν να χαλάσουν τα σπίτια των μπέηδων και άλλων κακών Τούρκων, όπως του Χριστιανομάχου Σουλεϊμάν Εφέντη, τον Τεκέ του μπαμπά-Χαιντάρη και άλλα. Δεν τους άφησε όμως ο Δεσπότης.
Θα σας πω εγώ , τους είπε, που θα πάτε να κάνετε τέτοια πράγματα .
Και πραγματικά. Αφού την επόμενη κατέφθασε το Τάγμα του Παπανικολάου από τη Μόλιστα και κατέλαβε επισήμως την Κόνιτσα στις 24-2-1913 και σταμάτησε μη έχοντας διαταγή να προχωρήσει παραπέρα φώναξε με τρόπο ο Σπυρίδων τους αρχηγούς των ανταρτών και τους εξαπέστειλε να καταδιώξουν τους πανικόβλητους Τούρκους.
Τότε κατέστρεψαν και το Τουρκαλβανικό χωριό Μεσσαριά δίπλα από τη Μολυβδοσκεπαστή. Ήταν πατρίδα του στρατηγού Χασάν Ταξίν Πασιά που είχε παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στον Κωνσταντίνο αλλά είχε τους πιο φανατικούς και χριστιανομάχους τσιφλικούχους μπέηδες και αγάδες. Γύρισαν δε οι Μπριαζιώτες αντάρτες φορτωμένοι με πλούσια λάφυρα και ικανοποιημένοι.
Νομίζω πως αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ και τα ονόματα όσων απ αυτούς μας μετέδωσε η μνήμη των γερόντων. Ήταν λοιπόν εκτός από τους αρχηγούς που προαναφέραμε οι εξής : Χρήστος Κ. Ευθυμίου, Δημήτριος (Τούσια) Παγανιάς, Νικόλαος Ζάραγκας, Βαγγέλης Μάρκου, Δημήτριος (Τούσιας) Τσιολέκης, Γούσιας Γεράσης, Γούσιας Τσαρούχης, Μανώλης Τσαρούχης, Γεώργιος Γκόκος, Γεώργιος Οικονόμου, Σωτήρης Μίχου, Δημήτριος Τσώνας, Κώστας Τσιολέκης, Ευάγγελος Τσιάρας, Ιωάν. Χρ. Κατσίμπαρης, Στέργιος Τάσιος, Χρήστος Αναγνώστου, Παπαθανάσιος Πίσπας Ευθύμιος Γιαννούσης, Στέργιος Χρ. Ευθυμίου και άλλοι που τα ονόματά τους δεν τα θυμόταν πλέον οι σύντροφοι και συμπολεμιστές τους.
Εκτός από τα ανταρτικά σώματα, μερικοί Βριαζιώτες είχαν καταταχθεί ως εθελοντές και στον ελληνικό στρατό. Γνωρίζουμε και έναν από αυτούς που εφονεύθει, είναι ο Βασίλειος Πίσπας ο οποίος έπεσεν υπέρ πατρίδος το 1913 στο Πρεντέλ Χαν.
Άλλοι γνωστοί φονευθέντες, εξαφανισθέντες ή αποβιώσαντες από τις κακουχίες του πολέμου στρατιώτες από τη Βριάζα μέχρι το 1922 είναι οι εξής :
Εμμανουήλ Τέγος εφονεύθη το έτος 1916 εις Καβάλαν, Νικόλαος Ι. Νίκος απεβίωσε στις 23-10-1918 στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων, Αθανάσιος Αλεξ. Πίσπας απεβίωσε στις 9-2-1920 εις Α.Σ.Ν. διακομιδής, Αδάμ Στεργ. Αναγνώστου απεβίωσε στις 5-3-1920 στο Α΄ στρατιωτικό νοσοκομείο διακομιδής, Εμμαν. Στεργ. Αναγνώστου εφονεύθη το 1921 εις Μ. Ασίαν, Δημήτριος Στεργ. Παγανιάς εφονεύθη το 1921 εις Μ. Ασίαν , Αθανάσιος Στυλιανού Γκόκος εφονεύθη στις 12-8-1921 εις Σαχιχλή Μ.Ασίας, Ευθύμιος Αθ. Αναγνώστου εφονεύθη στις 12-8-1921 εις Ταμπούρ Ογλού Μ. Ασίας, Χρήστος Γ. Κουτσομύτης εφονεύθη στις 23-8-1921 εις Μπαιμπούρ Μ. Ασίας, Αθανάσιος Γκόκος εφονεύθη το 1922 εις Μ. Ασίαν, Ιωάννης Νικ. Γκόκος εφονεύθη το 1922 εις Μ. Ασίαν, Θεόδωρος Κ. Σπανός εφονεύθη στις 18-8-1922 εις Κιουτάχειαν, Νικόλαος Αθ. Μάιπας εξηφανίσθη εις Μ. Ασίαν, Χρήστος Τέγου Νάκας εξηφανίσθη εις Μ. Ασίαν.
Τα παραπάνω ονόματα τα πήραμε από τους καταλόγους του Γ.Ε.Σ. Συμπίπτουν όμως και μερικά απ αυτά με εκείνα που έχομε παρμένα από προφορικές πηγές.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΚΑ
Επειδή δεν γράφομε ούτε είναι δυνατό σ εμάς να γράψομε την πλήρη ιστορία και λαογραφία του Διστράτου, διότι και οι πηγές και ο χρόνος μας λείπουν, θα αναφέρουμε εδώ προς χάριν εκείνου που θα καταπιασθεί μ αυτό το έργο και που θα πρέπει αυτός να είναι Διστρατιώτης (Μπραζιώτης), ότι σχετικό σημείωμα υπάρχει στο αρχείο και τις σημειώσεις μας.
Γύρω στα 1909 αναφέρεται ότι οι Μπραζιώτες εσκότωσαν έναν Τούρκο δασικό (ορμάν μεμούρ) που τους είχε κάψει την κάπα, κάνοντας τους κάθε λίγο μηνύσεις για λαθροϋλοτομία. Το πτώμα του βρέθηκε στον Περιβολιώτικο τόπο και οι Περιβολιώτες τραβήχτηκαν αρκετά με τους Τούρκους.
Έτος 1911. σκοτώθηκε στο Τσερνέσι του Ζαγορίου ο αποσπασματάρχης Ισμαήλ αγάς που μιλούσε και έγραφε καλά τα ελληνικά, διότι είχε φοιτήσει χρόνια στο σχολείο της Βριάζας όπου ο πατέρας του ήταν σταθμάρχης.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας γραφόταν το όνομα του χωριού Μπριάζα κάποτε όμως και Βριάζα. Μετά την απελευθέρωση ονομάστηκε Κοινότης Βριάζας και στα 1927-28 μετονομάστηκε Δίστρατο.
Έτος 1915. Στον πρώτο εκλογικό κατάλογο του Διστράτου (Βριάζης) του έτους 1915 είναι εγγεγραμμένοι 281 άρρενες ψηφοφόροι. Απ αυτούς ήταν ταξιδεμένοι : 28 στην Αμερική και από το ένας στη Ρουμανία, στην Αγγλία και Βραζιλία.
Στις 15-6-1924 παραδόθηκε εθελουσίως στους αποσπασματάρχες Περιστέρην και Κολοβόν ο εκ Βριάζης καταγόμενος ληστής Γκόγκος.
Στις 30 11-1926 συνελήφθη ο Βασίλειος Γκόγκος εκ Βριάζης, διωκόμενος δια κατηγορίαν επί ληστεία.
Σε μα απογραφή του έτους 1938, το Δίστρατο ανεφέρεται ότι είχε 669 κατοίκους. Αλλά σε άλλη του 1945 υπήρχαν 10033 κάτοικοι.
Σε απογραφή ζώων του 1941 αναφέρεται ότι υπήρχαν στο Δίστρατο : 50 αγελάδες, 14 ταύροι, 31 φοράδες, 101 μουλάρια, 15 όνοι, 459 οικόσιτα πρόβατα και 53 γίδια.
Και λίγες ειδήσεις από την εποχή των πολέμων και της κατοχής 1940-1949.
Το Νοέμβριο του 1940 σκοτώθηκαν από τους υποχωρούντες Ιταλούς : ο Στέργιος Χρ. Ευθυμίου και ο Ηλίας Ραμαντάνης.
Το Δίστρατο πυρπολήθηκε δύο φορές από τους Γερμανούς, την πρώτη τον Οκτώβριο του 1943 και τη δεύτερη τον Ιούλιο του 1944. κάηκαν 220 σπίτια, το σχολείο και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν δε από τους Γερμανούς οι εξής : Γεώργιος Σβάρνας, Δέσπω Κουτσομύτη, Ελένη Γκαρέλη τους εκτέλεσαν στο χωριό Περιβόλι, Νικόλαος Καραγιάννης, Βασιλική Γ. Κατσίμπαρη, σουλτάνα Οικονόμου ή Μαργαρίτη του έκαψαν ζωντανούς.
Από τους Γερμανούς εφονεύθη επίσης στη μάχη της Αραχωβίτσας 19-10-1943 ο αντάρτης Βασίλης Πίσπας.
Και τώρα μερικά θύματα του εμφυλίου πολέμου.
Τον Αύγουστο του 1944 οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εκτέλεσαν τους Χρήστο Κ. Καραγιάννη και Ηλία Γιαννούση με την κατηγορία του προδότου.
Ο λοχίας του ελληνικού στρατού Αντώνιος Στ. Τάσιος εφονεύθη στον Πύργο της Στράτσιανης και ο οπλίτης Βασίλης Παπευθυμίου στο Βίτσι.
Από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού 1946-1949 εκτελέστηκαν οι εξής : Χρήστος Ιωαν. Κουτσομύτης, Χρήστος κ. Κουτσομύτης, Στέργιος Γκόγκος, Ευθύμιος Γιάκας. Επίσης και ο Γεώργιος Γκόγκος παλιός μακεδονομάχος και αντάρτης του 1912-1913 και η σύζυγός του Δέσποινα και η Γιαννούλα Αδάμ. Μαργαρίτη εκτελέστηκαν με την κατηγορία ότι κατέδιδαν στον ελληνικό στρατό, όπου υπηρετούσαν τα παιδιά τους, τις κινήσεις των ανταρτών.
Από βόμβες και ρουκέτες των ελληνικών στρατιωτικών αεροπλάνων φονεύθηκαν μέσα στο χωριό η Ζωίτσα Αθ. Πίσπα και η Φραγκούλα Κ. Γεράση.
Έχουμε επίσης και τους αντάρτες που σκοτώθηκαν σε διάφορες μάχες του εμφυλίου πολέμου : Θεόδωρος Γκόγκος, Θεόδωρος Τσιάρας, Χρήστος Ρουσιάκης, Στέργιος Γκαρέλης, Κώστας Γώγος, Κώστας Καραγιάννης, Ελευθέριος Κατσίμπαρης, Ηλίας Γκόγκος. Και μια αντάρτίνα η Ζωίτσα Ι. Αγόρου-Μυτογιάννη.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Τα κυριότερα επαγγέλματα με τα οποία ασχολούντα οι παλιοί Μπραζιώτες ήταν του υλοτόμου, του κατρανά, του κτηνοτρόφου και του κερατζή (αγωγιάτη).
Το να φτάσει κανείς και να εγκαταστήσει ένα υδροπρίονο (νεροπρίονο) απαιτούσε τέχνη, δεν ήταν εύκολη δουλειά. Υπήρχαν όμως αρκετοί τεχνίτες στο Δίστρατο και θα απαριθμήσουμε εδώ τα ονόματα όσων διέδωσε η παράδοση, αρχίζοντας από τους παλαιότερους και καταλήγοντας σ εκείνους (δυο-τρεις) που επιζούν ακόμη του 1980 : Αλέξιος Πίσπας, Γεράσης Γώγος, Ιωάννης Παναγιώτου, Δημήτριος Τσιάρας, Μανώλης Τσαρούχης, Γούλας Κατσίμπαρης, Τέγος Ευθυμίου, Ευάγγελος Αγόρου, Νούλης Μπάρμπας, Αδάμος Μαργαρίτης, Γιώργη Ζήσης, Γεώργιος Γούλας, Ιωάννης Κατσίμπαρης, Ευθύμιος Καρατζήμος, Πέτρος Οικονόμου.
Κατρανάδες που έφτιαχναν κατράνι ή κατράμι, θερμαίνοντας με ειδικό τρόπο το δαδί, ήταν αρκετοί. Το χρησιμοποιούσαν τότε σαν επουλωτικό για πληγές ζώων και ανθρώπων, σαν βάλσαμο, κατάπλασμα κλπ.
Άλλοι πάλι πήγαιναν χαμηλά στα χωριά που υπήρχε πουρνάρι και έβγαζαν φλοιό από τις ρίζες των πουρναριών και πουλούσαν στα Βυρσοδεψεία της Θεσσαλίας, ιδίως στο Βόλο.
Εκείνοι που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία ήταν λίγοι, τέσσερις-πέντε οικογένειες.
Οι κερατσήδες πάλι ήταν αρκετοί και έφτανα με τα μουλάρια τους από την Πρέβεζα, Σαγιάδα, Αγίους Σαράντα και Αυλώνα ως την Κορυτσά, τα Μπιτώλια, τη Θεσσαλονίκη και το Βόλο, κουβαλώντας και μεταφέροντας : ταξιδιώτες, εμπορεύματα και ξυλείες. Να λοιπόν και τα ονόματα των κυριοτέρων από αυτούς : Χρήστος Παπαευθυμίου, Νικόλας Στ. Αθανασίου, Αθανάσιος Μάιπας, Ιωαν. Αδ. Γκόγκου, Θύμιος Τσιάρας, Αθαν. Παναγιώτου, Κώστας Μαργαρίτης, Γιάννης Οικονόμου, Αναστάσης Οικονόμου, Γεώργ. Γαλάνης, Νικόλας Μίχου, Χρήστος Κατσίμπαρης, Νικ. Καραγιάννης, Κώστας Κουτσομύτης, Μαργαρίτης Γιαννούσης, Κώστας Σπανός, Στέργιος Σπανός, Νικόλαος Μάιπας, Θανάσης Τσιολέκης κ.α.
Με άλλα επαγγέλματα λίγοι Μπριαζιώτες ασχολούνταν στα παλιά χρόνια.
Στον πρώτο εκλογικό κατάλογο που προαναφέραμε, το έτος 1915 το χωριό είχε 281 ψηφοφόρους και όλοι σχεδόν ήταν : υλοτόμοι, ανθρακείς (καρβουνιάρηδες και κατρανάδες), αγωγείς κλπ. Μόνο τρεις υπήρχαν δάσκαλοι. Ήταν όπως είδαμε και 30 ξενιτεμένοι στο εξωτερικό, 28 στις ΗΠΑ, ένας στη Βραζιλία και ένας στην Αγγλία. Υπήρχε τον περασμένο αιώνα και ένας χρυσοχόος στη Μπριάζα ο Αναγνώστης Μπάρμπας -που όπως προαναφέραμε- τον σκότωσε ο Σταλίκος.
Είναι και αυτά δύο συμπαθητικά και συνυφασμένα με την ζωή του κάθε χωριού επαγγέλματα και πρέπει να τα αναφέρουμε.
Παλιοί αγροφύλακες (ντραγάτηδες) του χωριού υπήρξαν οι εξής, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα (1980) : Δημήτρης Κουτσομύτης, Γιάννης Μακρυδήμας, Θανάσης Παπαευθυμίου, Γιάννης Γκρόσος-Καρακώστας μέχρι το 1913. Μετά την απελευθέρωση και πάλι ο Θανάσης Παπαευθυμίου και συνέχεια ο Γιάννης Αναστ. Πίσπας, ο Τέγος Πίσπας, Αθανάσιος Τσιολέκης μέχρι το έτος 1950. κατόπι ο Μιχαήλ Μιχώτας από το Παλαιοσέλι και τελευταίος ο Χρήστος Ντασταμάνης που υπηρετεί ακόμη 1990.
Και τώρα οι μύλοι και μυλωνάδες.
Κάτω χαμηλά στο ποτάμι ήταν ο μύλος του Τσιαπραγκάνη, που είχε και μαντάνια για να κατεργάζονται τις φανέλες και τα σαμαροσκούτια, καθώς και νεροτροβιά (ντριστέλα) για τα φλοκωτά : βελέντζες, σαισματα, κάπες και ταλαγάνια. Μυλωνάδες ήταν ο Τέγος Τσιαπραγκάνης και αργότερα ο γιος του Θανάσης.
Δεύτερο μύλος ήταν πιο απάνω στη γέφυρα και τον είχαν τρία αδέρφια : Κώστας, Νάκας και αναγνώστης Ευθυμίου. Είχε κι αυτός μαντάνια και νεροτροβιά.
Υπήρχε και τρίτος μύλος στο ποτάμι, πιο ψηλότερα ακόμη, επίσης με μαντάνια και νεροτροβιά. Μυλωνάδες δε σ αυτόν ήταν : ο Δημήτρης οικονόμου και ο Διονύσης Ρόφσιας.
Απάνω στο χωριό υπήρχαν άλλοι μύλοι, χωρίς μαντάνια και νεροτροβιές, που άλεθαν μονάχα το Χειμώνα και την Άνοιξη, όσο υπήρχε αρκετό νερό στα λακκώματα (χείμαρρους). Παλαιότερος ήταν ο μύλος του Θανάση Τσιπραγκάνη που δεν σώζεται ίχνος του. Άλλος ήταν του Τζήμου Γεράση. Τρίτος του Γιώργη Γκόγκου και κατόπι του γιου του Στυλιανού. Τέταρτος του Νικόλα Γούλα. Και πέμπτος του Αναγνώστη Μπάρμπα και των παιδιών του Δημήτρη και Σωτήρη που σώζεται ακόμη ερειπωμένος. Από το 1970 περίπου και δώθε κανένας πλέον μύλος δεν λειτουργεί στο Δίστρατο.
Από την ιστοσελίδα της Κοινότητας Διστράτου: www.distrato.gr
Του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ