Δεν είχα σκοπό να σας μιλήσω για τους Καλαρρύτες, το αρχοντοχώρι της Πίνδου. Πιέζω τον εαυτό μου να μη κουβεντιάζω πια γι’ αυτό γιατί αν αρχίσω δε σταματάω. Το ‘χω κληρονομημένο πατέρα, πάππου, προπάππου το κουσούρι, όπως εξάλλου όλοι οι Καλαρρυτιώτες να μιλάνε συνέχεια για τους Καλαρρύτες λες και δεν υπάρχουν άλλα δοξασμένα ορεινά χωριά στην Ήπειρο και την Ελλάδα.
Με ξέρουν Μαργαριτιώτη. Είμαι λόγω γέννησης και μάλιστα «φανατικός». Οι ρίζες όμως είναι εκεί ψηλά στης Πίνδου της κορυφές, στους Καλαρρύτες όπου είναι γεννημένοι ο πατέρας και η μάνα μου. Ραφτάδες οι Μπακαγιανναίοι (Τσαλέκιδες για να ξεχωρίζουν από τους Μπουρικιώτες, τον άλλο κλάδο των Μπακαγιανναίων), Αργυροχρυσοχόοι οι Σιαμαίοι. Το άλλο όμως μπορεί να ήταν αφού δεν ήταν κτηνοτρόφοι;
Πως βρέθηκαν οι Μπακαγιανναίοι στο Μαργατίτη;
Ξέρω καλά αυτή την ιστορία κι έχω και κάποια γραπτά ντοκουμέντα.
Στην Κορώνη του Φαναριού ξεχειμώνιαζαν οι Μπακαγιανναίοι και ό,τι έβγαζαν από την τέχνη το στελναν σε είδος (Λάδι, ρύζι, όσπρια, δημητριακά) για εφοδιασμό του μαγαζιού στους Καλαρρύτες. Δεν είχαν ελευθερωθεί τότε από τον Τουρκικό Ζυγό και δεν είχαν εξαπλωθεί, όπως τώρα, προς τη Θεσσαλία οι Καλαρρύτες.
Στα τέλη του προηγουμένου αιώνα ο νεαρός τότε Χρήστος Μπακαγιάννης
(Χρήστο Βαγγέλης), ο πάππους μου, πήγε στο φημισμένο παζάρι της Πέμπτης του οικονομικά εύρωστου τότε Μαργαριτιού. Εντυπωσιάστηκε από την κίνηση. Μήλο να ‘ριχνες δεν έπεφτε κάτω, τόσο πολύς ήταν ο κόσμος.
-Θ’ ανοίξω μαγαζί στο Μαργαρίτι, πατέρα.
-Τι λες παιδί μου. Τι δουλειά έχεις εσύ ν’ ανοίξεις μαγαζί στο Τσιάμικο. Πως μπορεί να κάνει ένας αετός της Πίνδου στα καμποχώρια. Άνοιξε την κασέλα ο παππούς πήρε το μερτικό του από τις οικονομίες και άφησε το σημείωμα: «Αν μ’ αξιώσει ο Θεός θα τα επιστρέψω πολλαπλά, διαφορετικά έχασα το μερτικό μου». Με τους Ματαίους από το Λάμποβο του Ζάπα άνοιξε το πρώτο μαγαζί. Μια προβολή αυτοί τσαρουχάδικο την άλλη τούτος ραφτάδικο.
Ήταν η γη γόνιμη αλλά και ο δουλευτής καλός και πρόκοψε κι έφτιαξε την ονομαστή από Αλβανία μέχρι Πρέβεζα βιοτεχνία του Χρήστου Βαγγέλη στο Μαργαρίτι. Κάθετη η εκμετάλλευση του μαλλιού: μαλλί – γνέμα – ύφασμα – ρούχο.
Πηγαινοέρχονταν οι κερατζίδες από Μαργαρίτι στους Καλαρρύτες. Γεννήματα και λάδι πήγαιναν, βιλάρια φέρνανε. Νύχτα (τα περίφημα νυχτέρια), μέρα δούλευαν οι Καλαρριώτες γυναίκες και άντρες (ο προπάππους μου Βαγγέλης έγνεθε στο τρερίκι) να φτιαχτούν τα δίμιτα, τα σκαλτσερά, τα σαμαροσκούτια αλλά τα τράγια για τις κάπες και τα καπότα.
Και στο Μαργαρίτι καθισμένοι, στην αρχή, σταυροπόδι πάνω στο μπάγκο οι Καλαρρυτιώτες τεχνίτες τάραβαν και τα πλούμιζαν με οτράδες και συρίτια κι’ έφτιαχναν φορεσιές αγάδων και μπέηδων αλλά και του κοσμάκη τα ρούχα, και γυναικεία σιγγούνια αλλά και κάπες και καπότα από τράγιο και ταλαγάνια από πρόβιο μάλλινο ύφασμα συνήθως κεντημένο γύρα-γύρα.
Δύσκολη όμως η επικοινωνία με την πατρώα γη τους Καλαρρύτες. Πολλά τα καρτέρια των ληστών στο δρόμο με πρώτο στο πηγάδι του Ζούπα πάνω από το Μαργαρίτι, κι έτσι κατέφυγαν σε επιτόπιες πηγές. Βλάχισες και Σαρακατσάνες για βιλάρια Ποποβίτες για ραφτάδες.
Ένας φασούλας από τους Καλαρρύτες, σόγαμπρος στο Πόποβο, (πρόγονος της σημερινή οικογένειας Βλάχου του Ποπόβου) έφτασε για να διδάξει την τέχνη της κάθετης εκμετάλλευσης του μαλλιού στους Ποποβίτες, όπως λέει στο βιβλίο του «ΠΟΠΟΒΟ», και ο αείμνηστος Σπύρος Μουσελίμης.
Στο μεταξύ η ραπτική και το κέντημα βιομηχανοποιήθηκαν για τα περισσότερα ρούχα και οι τεχνίτες αντί για σταυροπόδι στο μπάγκο κάθισαν στη μηχανή SINGΕR με το ειδικό για το κέντημα ποδαρικό. Πραγματικές ζωγραφιές έβγαιναν από τα χέρια των ποποβιτών Τσέλη Πόντου, Γιάννη Τούλα και του νεαρού Πρόκου Γκάτζια, για ν’ αναφερθώ στους τελευταίους προπολεμικούς τεχνίτες που δούλευαν στο μαγαζί μας μέχρι το 1941 και ήταν ενσωματωμένοι στην οικογένεια μας. Στην πρώτη θέση στο τραπέζι, δίπλα στον παππού, ο Τσίλης που ξεπέρναγε σε μισθό τον τότε καλοπληρωμένο ειρηνοδίκη του Μαργαριτιού. Αλλά η δουλειά δουλειά. Στις δύσκολες περιόδους ζεστό έβρισκαν το πρωί το λαμπογιάλι γιατί δεν είχε προλάβει να κρυώσει από το βράδυ που έσβηναν τη λάμπα. Λειψός ο ύπνος για να προλάβουν τις παραγγελιές.
Στενοί οι δεσμοί της οικογένειας μου με τους Ποποβίτες. Δεύτερους Καλαρρύτες θεωρούσαμε το Πόποβο.
Πριν από κάμποσα χρόνια μου μολόγαγε βάβω Ποποβίτισα . «Την τελευταία μέρα του Λάμποβου έφερνε γύρα ο Χρήστος και μάζευε όλες τις κάπες που δεν είχαν πουληθεί, για να μη γυρίσει καμιά Ποποβίτισα παραπονεμένη στο χωριό».
Σ’ όλη τη Θεσπρωτία είχαν ξαπλωθεί οι Καλαρρυτιώτες ραφτάδες. Άλλοι δύο Μπακαγιανναίοι (οι Τόλης και Γιώργος Τσαλέκης). Οι Μπαϊκουσαίοι στη Σενίτσα, οι Αντωνίου (Μαρδήσιδες) στην Πάργα, άλλοι στο Φιλιάτι και την Παραμυθιά και τ’ άλλα χωριά.
Πλήθος οι καλφάδες και μαστόροι που βγήκαν απ’ τα χέρια τους. Τα σόια, τις φάρες του βλάχου, του Ράφτη, του Πάντου, του Ρόβη, του Καρακίτιου αναφέρει μόνο στο Πόποβο ο Σπύρος Μουσελίμης. Σήμερα όπως χάθηκαν οι Καλαρρύτες και το Πόποβο χάθηκε και η τέχνη τους. Ο Ποποβίτης Κίτσιο Ράφτης, στο Μαργαρίτη δε μπορεί πια να ράψει και να κεντήσει. Τελευταίο δείγμα οι στολές των χορευτικών της Θεσπρωτίας που βγήκαν από τα χέρια του σπουδαγμένου στο Μαργαρίτι, Καστριώτη Θωμά Κάπου.
Θαυμάστε τες όταν σας δοθεί η ευκαιρία.
Ας μαζέψουμε τουλάχιστο ότι απέμεινε απ’ αυτή την τέχνη και να τα βάλουμε στα μουσεία….
Του Ευαγγέλου Μπακαγιάννη
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Άπειρος» (τ. 2, Καλοκαίρι 1999)
πηγή: http://apeirosgaia.wordpress.com
Το χωριό Πόποβο (Αγ. Κυριακή) βρίσκεται σε υχόμετρο 670μ. στην επαρχία Παραμυθιάς του Νομού Θεσπρωτίας και πανυγηρίζει στις 26 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Παρασκευής.