Στις ανθρωπογεωγραφικές ανιχνεύσεις του βορειοελλαδικού χώρου αλλά και ευρύτερα του νοτιοβαλκανικού περίγυρου επισημαίνεται συχνά η παρουσία των Βλάχων ως μια περίπτωση πληθυσμού, ο οποίος κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου αναπτύσσει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μοντέλα διαχείρισης του ορεινού χώρου.
Παλαιότερες περιηγητικές αφηγήσεις καθώς και νεότερες ιστορικές και εθνογραφικές αναφορές επισημαίνουν τους οικισμούς των Βλάχων ως συμβολικούς τόπους ενός πληθυσμού, όπου η κτηνοτροφία αποτελεί μια καθολική και διαρκής δομή των κοινωνιών τους. Η επιστημονική τεκμηρίωση αυτής της εικόνας αποτέλεσε το έναυσμα για μία ανθρωπολογική προσέγγιση του γεωγραφικού χώρου της «μεγάλης κτηνοτροφίας». Αυτή η προσπάθεια, επικεντρωμένη αρχικά στην οροσειρά της Πίνδου, παλαιά κοιτίδα αυτού του πληθυσμού, αν και επιβεβαίωσε τη δομική και διαχρονική σχέση του με την κτηνοτροφική δομή δεν επαλήθευσε την καθολικότητά της τόσο ως προς το μέγεθος της ενασχόλησης όσο και ως προς τις ακολουθούμενες μεθόδους.
Παράλληλα, ανέδειξε ότι στον ίδιο χώρο επιβίωνε κατά το παρελθόν και ένας γεωργικός πληθυσμός, η δράση του οποίου δεν είχε ως τότε επισημανθεί και αξιολογηθεί1. Εντοπίστηκε, δηλαδή, μια οικονομική δομή, η οποία ωστόσο είχε καταστεί δύσκολα ανιχνεύσιμη, εφόσον είχε εγκαταλειφθεί. Η ανάδειξή της ως διακριτή δομή του αγροτικού κόσμου της Πίνδου, απαιτούσε μία βαθύτερη και ουσιαστική εκτίμηση των όρων λειτουργίας της και κυρίως της σημασίας που είχε αποκτήσει ως οικονομίας, στη σχέση της με την κοινωνία του ορεινού κόσμου. Κατέστη, λοιπόν, αντιληπτό ότι η διερεύνηση της συνολικής διάστασης αυτού του πολιτισμού απαιτούσε γνώση των αφετηριακών του δομών και των διαφοροποιήσεων, που επήλθαν κατά την μακρά διάρκεια της παρουσίας του.
Ο χώρος της Μακεδονίας μας προσφέρει ένα από τα πιο ολοκληρωμένα πεδία για μια συνολική επαλήθευση των ανωτέρω διαπιστώσεων. Φυσικά στο πλαίσιο μιας ανακοίνωσης δεν είναι εφικτή η διαχρονική παρουσίαση της κοινωνικοοικονομικής φυσιογνωμίας και εξέλιξης των Βλάχων αυτού του χώρου. Κρίθηκε, λοιπόν, σκόπιμο να επικεντρωθούμε στην ανάλυση των δεδομένων μίας πρώιμης ιστορικής φάσης. Βασικός άξονας αυτής της πραγμάτευσης είναι η ανίχνευση ορισμένων δομικών σταθερών των κοινωνιών τους αγνοημένων ως τώρα από την επιστημονική έρευνα.
Παρά το γεγονός ότι διάφορες μεσαιωνικές μαρτυρίες εμφανίζουν τους Βλάχους, ήδη από την απαρχή της ιστορικής τους παρουσίας, ως κτηνοτρόφους που νέμονται τα βουνά της περιοχής2, η γλωσσολογική ανάλυση τους υπόδειξε ως φορείς μιας πιο πολύμορφης αγροτικής οικονομίας3. Η επαλήθευση της, ως μια δομή μακράς διάρκειας, κατέστησε απαραίτητη την χρονική εμβάθυνση. Η διάσταση της ιστορικότητας που αναδύθηκε ως προβληματική, αποτέλεσε στο εξής βασικό μεθοδολογικό εργαλείο για μία συνολική μελέτη των κοινωνιών τους. Η τεκμηρίωση του χρονικού βάθους, ως μιας μεγάλης συνέχειας στο μακεδονικό αλλά και ευρύτερο βαλκανικό χώρο, κατέστησε τη μελέτη των οθωμανικών απογραφικών καταστίχων του 15ου και 16ου αιώνα βασική παράμετρο στην προσπάθεια διερεύνησης αυτού του κόσμου. Προερχόμενα από μια εποχή πλήρης ανάπτυξης του τιμαριωτικού συστήματος συνιστούν το πιο ολοκληρωμένο αρχειακό υλικό αναφορικά με την ανίχνευση της αγροτικής φυσιογνωμίας αυτού του πληθυσμού σε μια πρώιμη ιστορική φάση.
Διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με την τεκμηρίωση της χωρικής και χρονικής συνέχειας των κοινωνιών τους στον συγκεκριμένο χώρο, μας υποχρεώνουν να παρακάμψουμε αναφορές σε ιδρυτικούς μύθους οικισμών καθώς και εγκαταστάσεις σε διάφορα κέντρα του δυτικού μακεδονικού χώρου και να περιοριστούμε σε υφιστάμενους ή ερημωμένους οικισμούς που καταγράφονται ιστορικά ως οικήσεις Βλάχων.
Ο Τούρκος Hadschi Chalfa στο οδοιπορικό του για τη Βαλκανική Χερσόνησο (μέσα του 17ου αι.) μεταξύ άλλων αναφέρει ότι τα βουνά ανάμεσα στην Καστοριά και Φλώρινα κατοικούνταν από Σέρβους και Βλάχους4. Κατά μία περίεργη σύμπτωση στην ίδια περιοχή καταγράφεται για πρώτη φορά, στα τέλη του 10ου αιώνα, η ύπαρξη των Βλάχων ως διακριτή πληθυσμιακή ομάδα 5. Σήμερα στον ευρύτερο γεωγραφικό περίγυρο όπου κυριαρχούν οι ορεινοί όγκοι του Μουρικίου, του Βιτσίου και του Βαρνούντα ελάχιστοι οικισμοί συγκροτούνται από έναν αμιγή βλαχικό πληθυσμό. Ωστόσο, δεν αποκλείεται μια εντονότερη παρουσία τους στο παρελθόν.
Η πρώτη οθωμανική απογραφή του δυτικομακεδονικού χώρου, η οποία διενεργείται το έτος 1445 στο βιλαέτι της Καστοριάς, καταγράφει στα απώτατα βόρεια και ανατολικά όρια της λεκάνης, που περιβάλει την ομώνυμη λίμνη, τους οικισμούς Λογγά και Κότορι 6. Κατά τη γνώμη διαφόρων ερευνητών αυτά τα ερημωμένα σήμερα χωριά αποτελούσαν οικήσεις Βλάχων7. Από τη μελέτη των τιμαριουχικών προσόδων που αποδίδουν, σύμφωνα πάντα με την ανωτέρω απογραφή, συνάγεται ότι και τα δύο χωριά συνιστούσαν οικήσεις γεωργών. Έχοντας υπόψη το γεγονός ότι η απογραφή του 1445 αποτελεί μια χρονικά στατική καταγραφή, υποθέτουμε εύλογα ότι οι θεμελιακοί παραγωγικοί άξονες του αγροτικού συστήματος των δύο οικισμών είχαν δομηθεί σε μια προγενέστερη μεσαιωνική περίοδο. Ως διαπίστωση αναδεικνύει μια σχετικά άγνωστη διάσταση του αγροτικού κόσμου των μεσαιωνικών κοινωνιών των Βλάχων στον χώρο της Δυτικής Μακεδονίας. Η επαλήθευσή της, ωστόσο, απαιτεί την πλαισίωση της ιστορικής κατάδυσης από μια συγκριτική γεωγραφική μελέτη.
Το 1481 ένα μεγάλο τμήμα της ορεινής ζώνης, που εκτείνεται βόρεια και ανατολικά των προαναφερόμενων οικισμών, εμφανίζεται ως περιοχή υπαγμένη στον ναχιγιέ της Φλώρινας. Η οθωμανική απογραφή, που διενεργείται το ίδιο έτος, εντοπίζει σε αυτά τα βουνά τρεις βλαχικούς οικισμούς που υφίστανται ακόμη και σήμερα. Το Πισοδέρι, τη Νέβεσκα (σημερινό Νυμφαίο) και την Κλεισούρα8. Το Πισοδέρι διαθέτει μόλις 12 νοικοκυριά και ο συνολικός φόρος που αποδίδει στους τιμαριούχους είναι μόνο 108 άσπρα. Αυτός προέρχεται από τη δεκάτη, που επιβαρύνει την παραγωγή σιταριού και κριθαριού, καθώς και από δασμούς γάμων. Την ίδια εποχή η Νέβεσκα βρίσκεται στα όρια της δημογραφικής επιβίωσης, εφόσον διαθέτει μόλις 6 νοικοκυριά. Ωστόσο, σε σχέση με το Πισοδέρι πληρώνει υπερδιπλάσιο φόρο και διαθέτει μια πιο διευρυμένη αγροτική παραγωγή. Οι πρόσοδοι που αποδίδει, επιβαρύνουν την παραγωγή σιταριού, κριθαριού, βρώμης, οσπρίων, την καλλιέργεια λαχανοκήπων και την χοιροτροφία.
Οι συγκριτικά ελάχιστοι φόροι που αποδίδει το Πισοδέρι. ενδεχομένως να υποκρύπτουν ειδική μεταχείριση. Η απογραφή του 1481 χαρακτηρίζει τον οικισμό ως δερβένι συνεπώς οι κάτοικοί του έχουν αναλάβει την ευθύνη για την ασφάλεια και τη συντήρηση μιας σημαντικής ορεινής διάβασης, γεγονός που τους εξασφαλίζει φορολογικές απαλλαγές. Αντίθετα η Νέβεσκα λόγω του πολύ μικρού αριθμού κατοίκων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αγροικία. Η ποσοστιαία αναγωγή των επιμέρους φόρων στη συνολική πρόσοδο φανερώνει ότι το σιτάρι κυρίως και σε μικρότερο βαθμό το κριθάρι, κατέχουν μία υψηλή αναλογία μεταξύ των παραγόμενων προϊόντων. Τα σημερινά υψομετρικά δεδομένα των δύο οικισμών, οι οποίοι εδράζονται σε μια ορεινή ζώνη που κυμαίνεται μεταξύ των 1.300 και 1.400 μ. καθιστούν ανέφικτη την καλλιέργεια του σιταριού. Μπορούμε συνεπώς να υποθέσουμε ότι το 1481 κατείχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις σε χαμηλότερα υψόμετρα ή ακόμη ότι βρίσκονταν σε κάποια χαμηλότερη θέση. Ανεξάρτητα πάντως από τις αντιφάσεις μεταξύ των υψομετρικών και απογραφικών δεδομένων το στοιχείο που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι ότι στα τέλη του 15ου αιώνα υπήρχαν στα βουνά του δυτικομακεδονικού χώρου βλαχικοί οικισμοί που διέθεταν μια αξιοσημείωτη γεωργική δομή.
Η περίπτωση της Κλεισούρας αποτελεί το ποιο ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της επισήμανσης. Κτισμένη περίπου στα 1.200 μ. εμφανίζεται στην απογραφή του 1481 ως ένας δημογραφικά και οικονομικά ακμαίος οικισμός. Διαθέτει 76 νοικοκυριά και μια αναπτυγμένη γεωργική οικονομία. Από το συνολικό ποσό των 5.452 άσπρων που αποδίδει ως τιμαριουχική πρόσοδο9 τα 2.448 άσπρα προέρχονται από την παραγωγή σιταριού και τα 2.030 άσπρα από τη δεκάτη των αμπελιών. Αυτά τα ποσά αγγίζουν το 45% και 37% αντίστοιχα του συνολικού αποδιδόμενου φόρου. Ένα ακόμη στοιχείο ενδεικτικό ύπαρξης σημαντικής δημητριακής παραγωγής, είναι και η ύπαρξη 4 νερόμυλων.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην απογραφή του 1481, οι τρεις προαναφερόμενοι βλαχικοί οικισμοί, δεν αποδίδουν προσωπικούς φόρους. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό αποτελεί ένδειξη ειδικής φορολογικής μεταχείρισης. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι η Κλεισούρα καταγράφεται σε οθωμανικά απογραφικά κατάστιχα του 1530/31 ως νέο δερβένι, όπως και το Πισοδέρι το 1481. Στο οθωμανικό θεσμικό πλαίσιο οι περιοχές που χαρακτηρίζονται ως δερβένια, υπάγονται σε ειδικό φορολογικό καθεστώς10.
Η επισήμανση μίας γεωργικής δραστηριότητας, ως οικονομική δομή των Βλαχικών κοινωνιών του μεσαίωνα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον δεδομένου ότι συνδέεται με την ερμηνεία της κοινωνικής εξέλιξης και της οικιστικής παρουσίας αυτού του πληθυσμού. Ως διαπίστωση μάς εισαγάγει στη κεντρική προβληματική της παρούσας εργασίας. Γνωρίζουμε ότι οι Βλάχοι εμφανίζονται ιστορικά ως φορείς της κατούνας, δηλαδή της μετακινούμενης κτηνοτροφικής κοινότητας. Ως ίδια μορφή κοινοτικής οργάνωσης, αναδεικνύει ζητήματα υλικής, οικονομικής και κατ’ επέκταση κοινωνικής και πολιτισμικής διαφοροποίησης των μεσαιωνικών τους κοινωνιών από τον υπόλοιπο αγροτικό κόσμο των Βαλκανίων11. Ωστόσο, η τεκμηρίωση μιας διαρκούς ενασχόλησής τους με την γεωργία αναιρεί αυτήν την αντίληψη και θέτει θέματα εσωτερικής διαφοροποίησης των κοινωνιών τους. Συγκεκριμένα η κατοχή γεωργικής γης και αντίστοιχα η ανάπτυξη των καλλιεργητικών μεθόδων απαιτούν την ύπαρξη μόνιμα εγκατεστημένου πληθυσμού. Η δομή ενός σταθερού οικισμού διαφοροποιεί τις προϋποθέσεις της υλικής και κατά συνέπεια και της κοινωνικής οργάνωσης του πληθυσμού του σε σχέση με αυτόν της κτηνοτροφικής κοινότητας. Αυτή η διαφοροποίηση ενδεχομένως να αποτελεί το υπόβαθρο για τις κοινωνικοοικονομικές διεργασίες, που καταγράφονται στις βλαχικές κοινωνίες των νεότερων χρόνων. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το Πισοδέρι, η Νέβεσκα και πολύ περισσότερο η Κλεισούρα μετεξελίσσονται σε κοιτίδες ενός εμποροβιοτεχνικού πληθυσμού12.
Ένα ακόμη στοιχείο, που θέλουμε ιδιαίτερα να επισημάνουμε αναφορικά με τις προαναφερόμενες απογραφές του 1445 και του 1481, είναι η απουσία κτηνοτροφικών προσόδων. Για τους οικισμούς Κότορι και Λογγά μπορούμε να το αποδώσουμε στους περιορισμούς που θέτει το ημιορεινό ανάγλυφο, αν και αυτή η ερμηνεία δεν αιτιολογεί την απουσία μιας εδραίας ζωοτροφίας. Ακόμη περισσότερο μας προβληματίζει η μη καταγραφή κτηνοτροφικής προσόδου στους οικισμούς Πισοδέρι, Νέβεσκα και Κλεισούρα. Εκτός του ότι εδράζονται σε μια εδαφοκλιματική ζώνη όπου υφίστανται ορεινοί βοσκότοποι, στους επόμενους αιώνες καταγράφονται και ως οικήσεις κτηνοτρόφων. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η απουσία των κτηνοτροφικών φόρων από τα κατάστιχα των τιμαριουχικών προσόδων οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί είχαν πάντοτε αποδέκτη το κράτος, δηλαδή αποδίδονταν απευθείας στην κεντρική διοίκηση13. Πράγματι, αυτή η διαδικασία ακολουθούνταν στην περίπτωση του φόρου που πλήρωναν τα μεγάλα κοπάδια. Το οθωμανικό κράτος, θέλοντας να καλύψει άμεσα τι ανάγκες του σε ορισμένα κτηνοτροφικά προϊόντα, καθιερώνει το τζελεπικό (resm-i agnam-i celebkeşan), δηλαδή έναν ειδικό φόρο για τα μεγάλα κοπάδια. Η καταβολή του σε είδος και η είσπραξή του αποκλειστικά από το κράτος, οδηγεί στη σύσταση ειδικού μηχανισμού διεκπεραίωσής του 14. Ωστόσο, το προβατονόμιο (adet-i agnam ή resm-i agnam ή resm-i koyum), δηλαδή ο φόρος που επιβάλλονταν σε κάθε μορφή προβατοτροφίας, πληρώνονταν αδιακρίτως από τους μετακινούμενους ή μόνιμους κτηνοτρόφους. Το προϊόν αυτό ανήκε στις εισπράξεις του δημοσίου, αλλά παραχωρούνταν και στους τιμαριώτες και τους саncak bey15.
Ενδεικτική ως προς αυτό το ζήτημα είναι η πρώτη οθωμανική απογραφή του σαντζακιού των Τρικάλων που διενεργήθηκε το 1454/55. Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην περίπτωση των οικισμών Χλαποί, Βελόνι και Πάλτινο16. Ευρισκόμενοι κοντά στο όρος Κράτσοβο17, ιστορική ονομασία της δυτικής απόληξης της οροσειράς των Χασίων, και σε μια υψομετρική ζώνη που κυμαίνεται μεταξύ των 800-1000 μέτρων, υπάγονταν τότε διοικητικά στο σαντζάκι των Τρικάλων. Σήμερα αυτή η περιοχή αποτελεί τμήμα της νοτιοδυτικής ζώνης του νομού Γρεβενών, ενώ από τους τρεις οικισμούς δεν υφίσταται παρά μόνο το Πάλτινο, μετονομασμένο πλέον σε Καλλιθέα. Ωστόσο, στην οθωμανική απογραφή του 1454/55 οι Χλαποί ήταν δημογραφικά και οικονομικά ο ακμαιότερος οικισμός της περιοχής, γεγονός που επιβεβαιώνει τις παλαιότερες μεσαιωνικές αναφορές καθώς και τα διάφορα ανασκαφικά δεδομένα 18.
Η ποσοστιαία αναγωγή των αγροτικών προσόδων που απέδιδαν στους τιμαριούχους, αναδεικνύει και πάλι τη γεωργία ως βασικό παραγωγικό άξονα του αγροτικού τους συστήματος. Η παραγωγή σιταριού παρουσιάζει την μεγαλύτερη αναλογία και ακολουθούν σε μικρότερο βαθμό η παραγωγή κριθαριού και η αμπελουργία. Το στοιχείο, ωστόσο, που διαφοροποιεί αυτήν την απογραφή από αυτές που ήδη παρουσιάστηκαν αναφορικά με τον δυτικομακεδονικό χώρο, είναι η καταγραφή προσόδων προερχόμενων από την προβατοτροφία. Γνωρίζοντας ότι ο κτηνοτροφικός φόρος πληρώνονταν αδιακρίτως από τους μετακινούμενους ή μόνιμους κτηνοτρόφους, η αυξημένη συμμετοχή του προβατονομίου στη συνολική πρόσοδο δεν μας επιτρέπει να έχουμε μια ασφαλή εικόνα για το είδος της κτηνοτροφίας που ασκούνταν. Η επικρατούσα αντίληψη που θέλει τους Βλάχους να ακολουθούν αποκλειστικά τη μέθοδο μιας υπερτοπικής εποχικής μετακίνησης των ποιμνίων, αναιρείται από διάφορες πηγές, οι οποίες υποδεικνύουν ότι αυτοί ήδη από τον μεσαίωνα, ανάλογα με τις περιβαλλοντολογικές παραμέτρους των περιοχών που κατοικούν, ακολουθούν διαφοροποιημένες κτηνοτροφικές μεθόδους19. Η επιτόπια έρευνα έδειξε ότι έως και τον 20ο αιώνα οι πληθυσμοί της κοιλάδας του άνω Πηνειού, οικιστικό υποσύστημα της οποία συγκροτούν και οι οικισμοί του Κρατσόβου, επιδίδονταν κυρίως στη γεωργία διατηρώντας ταυτόχρονα μικρά κοπάδια ζώων, τα οποία έβοσκαν περιφερειακά των οικισμών ακόμα και κατά τη χειμερινή περίοδο 20.
Η υψηλή αναλογία του προβατονομίου επί του συνόλου των εισφορών του κάθε οικισμού μαρτυρεί μία αναπτυγμένη κτηνοτροφική οικονομία, η οποία δικαιολογείται μόνο από την ύπαρξη μεγάλων ποιμνίων. Αυτή η διαπίστωση ελάχιστα μας εκπλήσσει, εφόσον αναφερόμαστε σε οικισμούς Βλάχων, δηλαδή μία πληθυσμιακή ομάδα με μεγάλη εξειδίκευση σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο της οικονομικής, οικιστικής και κοινοτικής εξέλιξης των μεσαιωνικών τους κοινωνιών. Η καταγραφή γεωργικών και κτηνοτροφικών εισφορών ως υποσύνολα κοινών φορολογικών μονάδων, αποδεικνύει ότι οι κτηνοτροφικοί καταυλισμοί και οι γεωργικές οικήσεις ανήκαν σε ενιαίες κοινότητες. Την ίδια περίοδο οι οθωμανικές απογραφές των Βλάχων των βορειοδυτικών Βαλκανίων και αντιστοίχως των Αρβανιτών της ελλαδικής χερσονήσου εκλαμβάνουν τις κτηνοτροφικές τους κατούνες ως αυτοτελείς κοινότητες 21. Η ανυπαρξία τέτοιων διακρίσεων στον χώρο της βορειοδυτικής Ελλάδας δεν πρέπει να εκληφθεί ως άγνοια του θεσμού αλλά ως ένδειξη μεταβολής της λειτουργίας τους. Προφανώς οι κατούνες του πινδαϊκού χώρου καθώς και του ευρύτερου ορεινού περίγυρου έχουν χάσει την κοινοτική τους διάσταση ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια, γεγονός που αντανακλά μία κινητικότητα στο εσωτερικό των κτηνοτροφικών κοινωνιών του, διόλου άσχετη με το δημογραφικό και οικιστικό υπόβαθρο αυτών των βουνών. Η μακροχρόνια συμβίωση του κτηνοτροφικού κόσμου με πληθυσμιακές ομάδες συνηθισμένες σε μία σταθερή διαβίωση, ίσως να συνέβαλε σε μία μεταβολή στη διαχείριση του κτηνοτροφικού βίου. Μπορεί οι κτηνοτροφικές ομάδες των Βλάχων να ζουν ακόμη κατά τους πρώτους οθωμανικούς αιώνες σε προσωρινούς καταυλισμούς, ωστόσο αυτοί δεν συνιστούν πλέον αυτόνομες κοινότητες όπως στον μεσαίωνα22, αλλά έχουν ενσωματωθεί στην οικιστική - κοινοτική δομή των γεωργικών οικισμών του ορεινού χώρου. Η οικιστική ενσωμάτωση του κτηνοτροφικού στοιχείου αποτέλεσε το υπόβαθρο σημαντικών διεργασιών αναφορικά με την κοινωνική και οικιστική εξέλιξη των βλαχικών κοινωνιών της οθωμανικής περιόδου. Οι κατούνες, που υπόκεινται σε περιορισμούς, ενσωματώνονται τελικά στο αγροτικό-οικιστικό σύστημα των γεωργών. Ωστόσο, σημειώνονται και περιπτώσεις, όπου οι κατούνες συνιστούν τον πυρήνα ανάπτυξης οικισμών κτηνοτροφικού τύπου23, οι οποίοι λειτουργούν αφομοιωτικά ως προς τις προγενέστερες αγροτικές δομές. Αυτή η μόνιμη εγκατάσταση αλλάζει την υλική τους υπόσταση. Δεν αποτελούν πλέον κτηνοτροφικά καλυβοχώρια αλλά οικοδομικά σύνολα μόνιμων κατοικιών.
Στην κορυφή αυτής της διεργασίας τοποθετούμε την εμφάνιση του «απόλυτα κτηνοτροφικού χωριού». Αναφερόμαστε σε οικισμούς, όπου η κτηνοτροφική δομή της οικονομίας τους ανάγκαζε το σύνολο του πληθυσμού τους να μετακομίζει κατά τη διάρκεια του χειμώνα σε πεδινές περιοχές. Το μοντέλο αυτό εντοπίζεται κυρίως στους οικισμούς Σαμαρίνα, Αβδέλα, Περιβόλι και Σμίξη, που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά της Πίνδου, στον σημερινό νομό Γρεβενών. Στις οικιστικές τους παραδόσεις καταγράφεται πάντα ένα γεωργικό παρελθόν24, το οποίο εγκαταλείπεται πλήρως χάριν της κτηνοτροφικής “ευμάρειας”. Πλέον το σύνολο του πληθυσμού “υπηρετεί’’ τη μεγάλη μετακινούμενη κτηνοτροφία, γεγονός που επηρεάζει καίρια όχι μόνο την οικονομική αλλά και την κοινωνική τους φυσιογνωμία25.
Η αναζήτηση ενός ιστορικού πλαισίου, που να ερμηνεύει αυτή τη διαδικασία παραπέμπει στις γενικότερες εξελίξεις στον χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ευρύτερα του ευρωπαϊκού κόσμου26, όπου η κτηνοτροφία αποκτά διαστάσεις σημαντικής οικονομικής δραστηριότητας στα πλαίσια του ανερχόμενου καπιταλισμού27. Η προστασία της από τις αποδιαρθρώσεις που εντοπίζουμε συνήθως στους υπόλοιπους αγροτικούς κλάδους του οθωμανικού κόσμου 28, η εμπορευματική και βιοτεχνική φύση του προϊόντος της, τα δημογραφικά περισσεύματα, η κινητικότητα και οι μεταφορικές δυνατότητες των πληθυσμών που την υπηρετούν, συνιστούν ορισμένους βασικούς παράγοντες για τη μετεξέλιξη των οικονομικών τους δομών. Παράλληλα, πάντα στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, οι μεσαιωνικής καταβολής οικισμοί της κτηνοτροφικής ζώνης εξελίσσονται σε αναπτυγμένες ορεινές πολίχνες του Οθωμανικού κόσμου.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις που διαθέτουμε, αυτή η διεργασία δεν μπορεί να αναχθεί πριν από τα τέλη του 16ου αιώνα. Η οθωμανική απογραφή του Σαντζακίου των Ιωαννίνων, που διενεργήθηκε το 1564/65, μας αποκαλύπτει ότι οι οικισμοί Σαμαρίνα, Αβδέλλα, Περιβόλι και Σμίξη, οι οποίοι κατά τους μεταγενέστερους αιώνες μετεξελίσσονται σε οικισμούς πρότυπο όσον αφορά την μελέτη του φαινομένου που αποκαλέσαμε «απόλυτα κτηνοτροφικό χωριό», διατηρούν ακόμη τον μεσαιωνικό τους αγροτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η Σαμαρίνα διαθέτει 128 νοικοκυριά και πληρώνει στους τιμαριούχους συνολική πρόσοδο 4.695 άσπρα, από τα οποία τα 468 αποδίδονταν ως δεκάτη για την παραγωγή δημητριακών, η Αβδέλλα διαθέτει 35 νοικοκυριά και πληρώνει στους τιμαριούχους συνολική πρόσοδο 2.002 άσπρα, από τα οποία τα 1.001 αποδίδονταν ως δεκάτη για την παραγωγή δημητριακών, το Περιβόλι διαθέτει 37 νοικοκυριά και πληρώνει στους τιμαριούχους συνολική πρόσοδο 3.700 άσπρα, από τα οποία τα 2.340 αποδίδονταν ως δεκάτη για την παραγωγή δημητριακών και η Σμίξη διαθέτει 76 νοικοκυριά, πληρώνοντας στους τιμαριούχους συνολική πρόσοδο 6.200 άσπρα, από τα οποία τα 3.390 αποδίδονταν ως δεκάτη για την παραγωγή δημητριακών 29. Συνεπώς, τον 16ο αιώνα αυτοί οι οικισμοί δεν έχουν μεταστραφεί απόλυτα στην κτηνοτροφική οικονομία, αλλά διατηρούν ακόμη ένα μικτό αγροτικό σύστημα. Επίσης, το Μπιθούλτσι και η Μπίγκα, δύο εξαφανισμένοι σήμερα οικισμοί, οι κάτοικοι των οποίων, σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, μετακινήθηκαν αντίστοιχα στους οικισμούς Περιβόλι και Σμίξη 30, εμφανίζονται στην ανωτέρω απογραφή σχεδόν ως γεωργικοί οικισμοί. Συγκεκριμένα, το Μπιθούλτσι διαθέτει 49 νοικοκυριά και πληρώνει στους τιμαριούχους συνολική πρόσοδο 5.499 άσπρα, από τα οποία τα 3.993 αποδίδονταν ως δεκάτη για την παραγωγή δημητριακών, ενώ η Μπίγκα διαθέτει 53 νοικοκυριά και πληρώνει στους τιμαριούχους συνολική πρόσοδο 5.700 άσπρα, από τα οποία τα 3.828 αποδίδονταν ως δεκάτη για την παραγωγή δημητριακών31. Από τα ανωτέρω στοιχεία αντιλαμβανόμαστε ότι οι βλαχικοί οικισμοί, ακόμη και αυτοί που βρίσκονται στην υψηλή ορεινή ζώνη και αργότερα μεταστρέφονται πλήρως προς την κτηνοτροφική οικονομία, ως τα μέσα του 16ου αιώνα ενδεχομένως και αργότερα διατηρούν ακόμη την κληρονομημένη από τις βλαχικές κοινωνίες του μεσαίωνα γεωργική δομή.
Μία ολοκληρωμένη ιστορική τεκμηρίωση αυτής της διαπίστωσης μας υποχρεώνει να παραθέσουμε μερικά ακόμη στοιχεία. Ενδεικτικές περιπτώσεις αποτελούν οι οικισμοί Λινοτόπι και Γράμμοστα. Ευρισκόμενοι στον ορεινό όγκο του Γράμμου, σε μια υψομετρική ζώνη που κυμαίνεται μεταξύ 1.200-1.400 μέτρων, απογράφονται το 1568/69 από τους Οθωμανούς ως οικισμοί που υπάγονται στον ναχιγιέ της Χρούπιστας32.
Το Λινοτόπι, αν και ερημώνεται κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα33, στα μέσα του 16ου αιώνα αποτελεί έναν δημογραφικά ακμαίο ορεινό οικισμό και παράλληλα έδρα μιας σημαντικής τεχνικής ομάδας 34. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1568/69 διαθέτει 203 νοικοκυριά και αποδίδει στους τιμαριούχους γεωργικούς φόρους που αντιστοιχούν περίπου στο 42% της συνολικά αποδιδόμενης προσόδου. Αυτό σημαίνει ότι το αγροτικό σύστημα του οικισμού βασίζονταν κυρίως στη γεωργική παραγωγή. Η περίπτωση του Λινοτοπίου ενισχύει ερευνητικές διαπιστώσεις που αξιολογούν τη γεωργία ως μια σημαντική συμπληρωματική δραστηριότητα βλαχικών οικισμών που ανέδειξαν τεχνικές αλλά και εμπορικές ομάδες 35.
Την ίδια εποχή η γειτονική Γράμμοστα διαθέτοντας 500 νοικοκυριά συνιστά μια πραγματική ορεινή πολίχνη. Μεταξύ των προσόδων που αποδίδει καταγράφεται και δεκάτη θερινών βοσκοτόπων, κάτι που αποτελεί σαφή ένδειξη μετακινούμενης κτηνοτροφίας. Ωστόσο, αποτελεί μόνο το 0,62% των συνολικά αποδιδόμενων προσόδων, ενώ αντίθετα οι γεωργικοί πρόσοδοι αγγίζουν το 15%. Ο γεωργικός χαρακτήρας του αγροτικού συστήματος της Γράμμοστας τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι διαθέτει 12 νερόμυλους, στοιχείο που καταδεικνύει μια μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση αλλά και μια αξιόλογη γεωργική παραγωγή. Μαρτυρίες του 17ου αιώνα εμφανίζουν τη Γράμμοστα ως πατρίδα μετακινούμενων κτηνοτρόφων αλλά και τεχνιτών και εμπόρων 36. Σήμερα δεν αποτελεί παρά έναν μικρό εποχικό οικισμό μετακινούμενων κτηνοτρόφων.
Μία συνολική αξιολόγηση των ερευνητικών δεδομένων αναδεικνύει ότι οι κοινωνίες των Βλάχων καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα συνιστούν έναν αγροτικό πληθυσμό, ο διττός χαρακτήρας του οποίου δεν περιοριζόταν μόνο στο πεδίο της οικονομίας, αλλά επεκτεινόταν ταυτόχρονα και στον γεωγραφικό, οικιστικό χώρο, δηλαδή στην οικιστική συμπεριφορά των κοινωνιών. Μία πλευρά του συνιστά τον κόσμο της μετακινούμενης κτηνοτροφικής κοινότητας, που ιστορικά καταγράφεται ως «κατούνα». Ο περιβαλλοντικός, οικονομικός και οικιστικός χώρος αυτής της ομάδας ορίζεται από τα υψίπεδα της οροσειράς και πάντα σε μία εποχική βάση. Η άλλη πλευρά συγκροτείται από τον «κόσμο της ορεινής αγροικίας», ο οποίος συνιστά έναν κατά βάση γεωργικό πληθυσμό. Κύρια χαρακτηριστικά του, η σταθερή διαβίωσή του εντός των ορεινών κοιλάδων της οροσειράς, οι οποίες ορίζουν κατά έναν απόλυτο τρόπο τα όρια της αγροτικής του δράσης. Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, περίοδο που το τιμαριωτικό σύστημα βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, στον χώρο της Δυτικής Μακεδονίας αλλά και του ευρύτερου ορεινού περίγυρου, ο κτηνοτροφικός και γεωργικός κόσμος των Βλάχων βρίσκεται ήδη σε μια διαδικασία συνάρθρωσης. Μέσα από αυτή διαμορφώνονται μακροχρόνιες ισορροπίες ως προς τη χρήση και τη διαχείριση της γης, προϋπόθεση απαραίτητη για τη μελλοντική οικιστική τους ενοποίηση και τη συγκρότηση της ενιαίας διάστασης του πολιτισμού τους. Σε αυτή τη διαδικασία η κτηνοτροφική δομή δεν αποτέλεσε παρά μία από τις εκφάνσεις του αγροτικού τους χαρακτήρα, ενώ η κυριαρχία της σε ορισμένους οικισμούς συνιστά ένα φαινόμενο που εντάσσεται στην ιστορική περιοδολόγηση του οθωμανικού κόσμου.
Βέβαια το ανωτέρω ιστορικό σχήμα αφήνει αναπάντητο ένα ζήτημα. Αφορά την απαρχή και τον λόγο της παρουσίας στον ορεινό χώρο της Δυτικής Μακεδονίας ενός γεωργικού πληθυσμού Βλάχων. Μπορεί για τις κτηνοτροφικές ομάδες να αποδεχόμαστε την εκμετάλλευση των ορεινών βοσκοτόπων ως αιτία διεύρυνσης των ορίων της οικιστικής τους παρουσίας, ωστόσο αυτή η ιστορική διεργασία δεν ερμηνεύει την ύπαρξη των γεωργικών οικισμών. Ας έχουμε υπόψη ότι ως το τέλος του μεσαίωνα εντοπίζουμε ακόμη σε πεδινά μέρη γεωργικούς πληθυσμούς Βλάχων37. Ως φαινόμενο δεν αφορά μόνο τις κοινωνίες των Βλάχων αλλά το σύνολο του αγροτικού κόσμου τη περιοχής και ενδεχομένως να αποτελεί απόρροια της εντεινόμενης φεουδαλοποίησης των παραγωγικών σχέσεων της βυζαντινής και ευρύτερα της βαλκανικής υπαίθρου.
Kοινωνίες Βλάχων στον δυτικομακεδονικό χώρο: δομικές συνάφειες και αποκλίσεις στη διάρκεια του χρόνου
Φάνης Δασούλας
Διδάκτωρ Λαογραφίας, μέλος ΕΔΙΠ Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Η Δυτική Μακεδονία στους Νεότερους Χρόνους
Πρακτικά Α ́ Συνεδρίου Ιστορίας Δυτικής Μακεδονίας
Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών
Γρεβενά 2-5 Οκτωβρίου 2014
Ο παλιός νερόμυλος του Γκίνα στο Μέτσοβο. photo: Μιχάλης Βακάρος πηγή: photoioannina.blogspot.gr
1 Βλ. Θ. Δασούλας, Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου κατά την οθωμανική περίοδo.Ο γεωργικός κόσμος της «Χώρας Μετζόβου» ( 18ος-19οςαι.), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τομέας Λαογραφίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2009.
2 Σε βυζαντινή πηγή των μέσων του 11ου αιώνα αναφέρεται ότι κτηνοτροφικές ομάδες Βλάχων μετακινούσαν από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο οικογένειες και ποίμνια στα βουνά της Μακεδονίας· βλ. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, εκδ. Άγρωστις, Αθήνα 1993, σ. 225. Αυτή η μαρτυρία, που αφορά κτηνοτροφικές ομάδες Βλάχων του θεσσαλικού χώρου, προσδιορίζει ως τόπο θερινής μετακίνησης των οικογενειών και των ποιμνίων τους «τα όρη Βουλγαρίας». Ασφαλώς δεν αναφέρεται στα όρη της σημερινής Βουλγαρίας αλλά στην Πίνδο και κυρίως στα βουνά του μακεδονικού χώρου. Η περιοχή αυτή μόλις μερικές δεκαετίες πριν την καταγραφή αυτής της μαρτυρίας αποτελούσε τμήμα του πρώτου βουλγαρικού κράτους και κατόπιν μετά τη διάλυσή του από τον Βασίλειο τον Β΄ ανήκε στο θέμα της Βουλγαρίας. Για τη θεματική οργάνωση του κατακτηθέντος βουλγαρικού κράτους βλ. G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. Β΄, μτφ. Ι. Παναγόπουλος, εκδ. Στεφ. Βασιλόπουλος,, Αθήνα 1978, σ. 195 και σημ. 232, 233.
3 Βλ. Φ. Δασούλας, «Οι μεσαιωνικές κοινωνίες των Βλάχων», Βαλκανικά Σύμμεικτα (υπό δημοσίευση)· του ιδίου, Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου, σ. 56.
4 M. B. A. Hadschi Chalfa, RumeliundBosnageographischbeschrieben, ausdemTürkischen übersetxt von Joseph von Hammer, Wien 1812, σ. 97-98.
5 Η πρώτη ιστορική καταγραφή του εθνωνυμίου Βλάχος στον χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου σχετίζεται με ένα επεισόδιο που λαμβάνει χώρα μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών. Συγκεκριμένα το 976 ή κατά μία άλλη άποψη το 980 μ.Χ. Βλάχοι οδίτες δολοφονούν στην προαναφερόμενη περιοχή τον Δαβίδ αδελφό του Βουλγάρου τσάρου Σαμουήλ· βλ. Ι. Σκυλίτσης, Synopsis Historiarum, vol. V, ed.J. Thurn, CFHB, Berlin-N.York 1973, σ. 329· A. Αrmbruster, Romanitatea Românilor, ed. Enciclopedică, Bucureşti 21993 σ. 18 (σημ. 2).
6 М. Соколоски, Турски Документи за историјата на македонскиот народ, опширни пописни дефтери од XV век, том II, Архив на македонија Скопје 1973, σ. 373, 396· V. Kravari, Villes et villages de Macédoine occidentale, Réalités Bzyantiés, éd. P. Lethielleux, Paris 1989, σ. 285.
7 Για τον οικισμό Λογγά βλ. Γ. Τσότσος, Ιστορική Γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας. Το oικιστικό δίκτυο 14ος -17 ος αιώνας, εκδ. Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 131, 132, 135, 398. Ο Ν. Μουτσόπουλος τον ταυτίζει με τον βυζαντινό οικισμό Λογγά· βλ. Ν. Μουτσόπουλος, «Κάστρον ο Λογγάς», Κληρονομιά 18Β (1986), σ. 305-336. Στα νεότερα χρόνια η περιοχή όπου βρίσκονταν ο οικισμός Κότορι υπήρξε τόπος παραχείμασης κτηνοτροφικών οικογενειών της Κλεισούρας. Οι οικιστικές παραδόσεις του τελευταίου οικισμού συμπεριλαμβάνουν και το Κότορι ως τόπο προέλευσης των κατοίκων τоυ· βλ. Ν. Σιώκης, Η πνευματική κίνηση και ζωή στη Δυτική Μακεδονία. Η Κλεισούρα κατά τον 19 ο αιώνα επί τη βάσει ανεκδότων εκκλησιαστικών κωδίκων, εγγράφων και λοιπών πηγών, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεολογική Σχολή, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2009, σ. 36, 38· Ι. Τζιώγος, Συνοπτική ιστορία της Κλεισούρας Δυτικής Μακεδονίας και το ιστορικόν αυτής μνημείον της χριστιανοσύνης της Ιεράς Μονής Παναγίας-Γεννήσεως της Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1962 σ. 15-16· Γ. Τσότσος, Ιστορική Γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας, σ. 398.
8 М. Соколоски, ТурскиДокументизаисторијатанамакедонскиотнарод, σ. 328, 367, 393· V. Kravari, Villes et villages de Macédoine occidentale, σ. 270, 281, 304.
9 Η συνολική πρόσοδος που σημειώνεται στην ανωτέρω απογραφή, εκτιμάται σε 6.432 akçe, ωστόσο αυτό το ποσό αποκλίνει από το αποτέλεσμα του αθροίσματος των επιμέρους ποσών, το οποίο εκτιμάται σε 5.452 akçe.
10 Βλ. Α. Stojanovski, Dervedžistvoto vo Mkedonija, Institut za Nadzionalna Istorija, Skopje 1974, σ. 212, Ν. Δ. Σιώκης, Η πνευματική κίνηση και ζωή στη Δυτική Μακεδονία, σ. 41.
11 Βλ. Θ. Δασούλας, Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου, σ. 50, υποσ. 19 · του ιδίου, «Οι με- σαιωνικές κοινωνίες των Βλάχων» (υπό δημοσίευση).
12 Στα μέσα του 17ου αιώνα οι κάτοικοι της Κλεισούρας ασκούν την τέχνη των γουνοποιού ενώ κατά τον 18ο και 19ο αιώνα πρωτοστατούν στην ίδρυση εμπορικών παροικιών στον χώρο της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης· βλ. Β. Δημητριάδης, Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, (εισαγωγή -μετάφραση-σχόλια) Μακεδονική Βιβλιοθήκη Νο 39, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη, 1973, σ. 176, Ν. Δ. Σιώκης, Η πνευματική κίνηση και ζωή στη Δυτική Μακεδονία., σ. 43, 59-200.
13 Βλ. Κ. Καμπουρίδης, «Η περιοχή των Γρεβενών σε οθωμανικές πηγές, 16ος αιώνας», Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου Τοπικής Ιστορίας, Κοζάνη 600 χρόνια Ιστορίας, Γένεση και Ανάπτυξη μιας Μακεδονικής Μητρόπολης, (Κοζάνη 20-30 Σεπτεμβρίου 2012), Κοζάνη 2014, σ. 79· C. Kambouridis, «The region of Grevena in the 16th century according to Ottoman tahrir sources», στο Evangelia Balta, Georgios Slakidis, Theoharis Stavrides (eds), Festschrift in Honor of Ioannis P. Theoharides. Studies on the Ottoman Empire and Turkey, vol. II, The Isis Press, Instanbul 2014, σ. 200.
14 Τα πρόσωπα που τον συγκροτούν αποκαλούνται τζελεπήδες (celep). Η ανάγκη ύπαρξης ενός ευέλικτου σώματος, για την προμήθεια και παράδοση του απαιτούμενου προς κατανάλωση αριθμού ζώων σε λογικούς χρόνους, εμπλέκει σταδιακά τους κτηνοτροφικούς πληθυσμούς στον μηχανισμό απόδοσης αυτού του φόρου. Μέσω αυτής της διαδικασίας μετατρέπονται σε παραγωγική δύναμη της αυτοκρατορίας, ενώ η ιδιότητα του τζελεπή ταυτίζεται σταδιακά με τους ιδιοκτήτες κοπαδιών που έχουν αναλάβει να εφοδιάσουν τον κρατικό μηχανισμό· βλ. Β. Cvetkova, «Les Celep et leur rôle dansla vie économique des Balkans à l'époque Ottomane (XVe-XVIIe s.)», στο M. A. Cook, Studies in the Economic History of the Middle East, from the rise of Islam to the present day, Οξφόρδη 1970, σ. 172-192· της ιδίας, «Le service des "celep" et le ravitaillement en bétail dans l'Empire Ottoman (XVe-XVIIIe s.)», Études Historiques 3 (Σόφια 1966), σ. 145-150· Β. Μουταφτσίεβα, Αγροτικέςσχέσειςστηνοθωμανικήαυτοκρατορία (15ος – 16οςαι.),μτφ. Ο. Αστρινάκη - Ε. Μπαλτά, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1990, σ. 274, σημ. 205· Β. Ρόκου, Ορεινές κοινωνίες κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, εκδ. Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 81-106.
15 Σύμφωνα με τον Kanunname του Mehmed II, ο φόρος για τα πρόβατα εισπράττονταν σε χρήμα ή είδος αντιστοίχως: ένα ackçe ανά τρία πρόβατα ή ένα πρόβατο στα πενήντα βλ. Ö. L. Barkan, XVveXVI īncï asïrlardaOsmanliimparotorluğundaziraî ekonominn hukukî vemalî esaslarī I: Kanunlar, Istambul 1945, σ. 289§ 8, 389 § 3, 390 § 10, 393 § 5· Σ. Ασδραχάς, Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην τουρκοκρατία (ΙΕ΄-ΙΣΤ΄αι.), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1978, σ. 38.
16 M. Delilbaşi - M. Arikan, Sûret - iDefter-iSancak -iTirhalaI, Türk Tarih Kurum Basimevi, Ankara 2001, σ. 35,36, 88.
17 Το γνωστό στους παλαιούς περιηγητές όρος Κράτσοβο, Κράτζοβα ή Κράτζιοβα που συνδέει την Πίνδο με την οροσειρά των Χασίων, σήμερα καταγράφεται στους χάρτες ως τμήμα των Χασίων· βλ. W. M. Leake, TravelsinnorthernGreece, vol. 4, Α.Μ.Ηakkert-Publisher (φωτογραφική ανατύπωση Amsterdam 1967), σ. 265· Α. Philippson, Τhessalienund Epirus, Berlin 1897, σ. 175· F.Stählin, Η αρχαία Θεσσαλία, μτφ. Γ. Παπασωτηρίου-Α. Θανοπούλου, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 209. Σε οθωμανικό χοτζάτιο του 1674 γίνεται αναφορά στον οθωμανό ιεροδικαστή του διαμερίσματος Κριατζόβου· βλ. Π. Τζιόβας, «Ένα ανέκδοτο χοτζάτιο του 1674», ΗΕ 336-337 (1980), σ. 417- 419· Θ. Δασούλας, Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου, σ. 136, σημ. 24.
18 Σε χρυσόβουλο του 1336, όπου γίνεται περιγραφή των ορίων της επισκοπής Σταγών μεταξύ άλλων αναφέρεται και το «των Χλαπών σύνορον». Σε μια άλλη έκδοση του ίδιου χρυσόβουλου γίνεται αναφορά και «εις το Χλαπών Μπόζοβον». Ο οικισμός Μπόζοβο, μετονομασθείς σήμερα σε Πριόνια, είναι όμορος με το Πάλτινο (νυν Καλλιθέα Γρεβενών), η κοινοτική έκταση του οποίου συμπίπτει με αυτή του μεσαιωνικού οικισμού Χλάπι. Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων ερευνητών το Χλάπι βρίσκονταν στη θέση Παλαιοχώρι, μία τοποθεσία ανάμεσα από το Πάλτινο και το Μπόζοβο, όπου υπάρχουν ερείπια παλιού οικισμού· βλ. Στ. Αριστάρχης, «Έκθεσις επί των διαγωνισμάτων Θεσσαλίας και Ηπείρου»,Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος 13-15 (1867), σ. 33· L. Heuzey - H.Daumet, Missionarh éologiquedeMacédoine, Paris 1876, σ. 452-454· Δ. Σοφιανός, «Αcta Stagorum. Tα υπέρ της Θεσσαλικής επισκοπής Σταγών παλαιά βυζαντινά έγγραφα (των ετών 1163, 1336 και 1393)», Τρικαλινά 13 (1993), σ. 27-54· Ι. Κ. Βογιατζίδης, «Το χρονικόν των Μετεώρων», ΕΕΒΣ 2 (1925), σ. 149-155· L.Heuzey, Οδοιπορικό στην Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1858, μτφ. Χ. Δημητρουλόπουλος εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 223· Ν. Μουτσόπουλος, Γρεβενά. Αρχαιότητες, Κάστρα, Οικισμοί, Μοναστήρια και Εκκλησίες του Νομού Γρεβενών, εκδ. Univesrity Studio Press, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 37-42, 82-89.
19 Μπορεί οι Βλάχοι να διακρίθηκαν στον Βαλκανικό χώρο ως οι κατ’ εξοχήν φορείς της μεγάλης μετακινούμενης κτηνοτροφίας, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ασκούσαν μόνο μια μεταβατικού τύπου κτηνοτροφία (transhumance inverse ή transhumance directe). Η επιτόπια έρευνα διαπίστωσε ότι η αγροτική φυσιογνωμία των οικισμών τους, τα γεωμορφολογικά, εδαφοκλιματολογικά και υψομετρικά δεδομένα του χώρου που κατείχαν καθώς και ο αριθμός των εκτρεφόμενων κτηνών καθόριζαν και τις μεθόδους διαχείρισης του ζωικού κεφαλαίου. Τα στοιχεία που διαθέτουμε από μεσαιωνικές πηγές πιστοποιούν ότι ήδη από τότε εκτός από μια μεταβατικού τύπου κτηνοτροφία, επιδίδονταν και σε μια εδραία ή περιορισμένης έκτασης κτηνοτροφία· βλ. P. Lemerle-A. Guillou-N. Svoronos, Αctes de Lavra Premier partie des origines a 1204 (Archives de l’ Athos V), Paris 1970, σ. 341-345 · G. Rouillard - P. Collomp, Αctes de Lavra tome 1er (897-1178) (Archives de l’ Athos I), Paris 1937, σ. 124-127· Ph. Meyer, Die Haupturkuden, für die Geschichte der Athos klöster, V.A. M. Hakkert, Amsterdam 1965, σ. 163-165.
20 Για τους κατοίκους αυτών των χωριών η εικόνα των μεγάλων τσελιγκάτων ήταν γνωστή μόνο από τα κοπάδια που διακινούσαν οι κτηνοτρόφοι της Χώρας Μετσόβου και ορισμένων οικισμών του Ασπροποτάμου, τα οποία χρησιμοποιούσαν την κοιλάδα του Πηνειού ως δίαυλο καθόδου προς το Θεσσαλικό κάμπο, όπου παραχείμαζαν. Το αγροκτηνοτροφικό τους μοντέλο, αρκετά διαδομένο στους οικισμούς της νότιας Πίνδου, απέτρεπε μεγάλες συγκεντρώσεις πληθυσμού, γι’ αυτό και δεν παρατηρούμε εδώ τη δημογραφική ανάπτυξη που είχαν οι κτηνοτροφικοί οικισμοί. Θ. Δασούλας, Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου, σ. 107-108.
21 Βλ. Ν. Βeldiceanu, I. Βeldiceanu - Steinherr et P. Năsturel, «Les recensements ottomans effectués en 1477, 1519 et 1533, dans provinces de Ζvornik et d’Herzégovine», ΤR 20 (1988), σ. 168· Δ. Καρύδης-Μ. Κiel, «Σαντζάκι του Ευρίπου 15ος -16ος αιών (συνθήκες και χαρακτηριστικά αναπτυξιακής διαδικασίας των πόλεων και χωριών), ανάτυπο από τα Τετράμηνα 28-29 (1985), σ. 1880, 1883-1884.
22 Διατυπώθηκε η άποψη ότι η μη αναφορά του όρου «κατούνα» σε μεσαιωνικές πηγές που αναφέρονται στους Βλάχους των νοτιοδυτικών Βαλκανίων αποτελεί ένδειξη ανυπαρξίας του θεσμού σε αυτούς·βλ. S. Dragomir, Vlahiidinnordulpeninsulei Balcanice înevulmediu, EARPR, Bucureşti 1959, σ. 14. Ωστόσο, η αποδοχή αυτής της άποψης αντίκειται σε μία μεσαιωνική μαρτυρία, η οποία όχι μόνο τεκμηριώνει την κατούνα ως θεσμό των Βλάχων του νότιου βαλκανικού χώρου, αλλά και την τοποθετεί χρονικά σε μία προγενέστερη χρονική περίοδο σε σχέση με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε για τον βορειοδυτικό χώρο της χερσονήσου· βλ. Θ. Δασούλας, Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου, σ. 65, υποσ. 56· του ιδίου, «Οι μεσαιωνικές κοινωνίες των Βλάχων» (υπό δημοσίευση).
23 Στα ΝΑ της αγοράς της σημερινής Σαμαρίνας βρίσκεται κρήνη, η οποία είναι γνωστή στους περιοίκους ως Κατούν. Η ονομασία αυτή αποδεικνύει ότι αρχικά υπήρχε εκεί οικισμός κτηνοτρόφων, που αποτέλεσε τον πυρήνα του σημερινού οικισμού· βλ. Α. Βακαλόπουλος, «Ιστορικαί έρευναι εν Σαμαρίνη Δυτικής Μακεδονίας», Γρηγόριος. Παλαμάς 21 (1937), σ. 365. Αν και οι κατούνες έπαιξαν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην οικιστική συγκρότηση της βαλκανικής υπαίθρου ως αρχικοί πυρήνες πολλών μεταγενέστερων οικισμών, ιδίως του ορεινού χώρου, η σημασία τους δεν έχει ακόμα διερευνηθεί. Για παράδειγμα, αναφέρω ότι στον καζά της Λειβαδιάς το 1466 υπήρχαν 24 ελληνικά χωριά με 1.096 εστίες (νοικοκυριά), 3 μουσουλμανικά χωριά με 26 εστίες και 28 αρβανίτικες κατούνες με 760 εστίες. Ένα αιώνα μετά στα 1570 υπήρχαν στον ίδιο καζά 60 χωριά με 4.947 εστίες, αλλά δεν αναφέρονται πλέον κατούνες, που σημαίνει ότι είχαν εγκαταλείψει τον νομαδικό βίο και οι παλιές κατούνες μετεξελίχθησαν σε εδραίους οικισμούς, δηλαδή σε κανονικά «χωριά»· βλ. Δ. Καρύδης-Μ. Κiel, «Σαντζάκι του Ευρίπου 15ος -16ος αιών», σ. 1883-1884.
24 Θ. Σαράντης, Το χωριό Περιβόλι Γρεβενών, Αθήνα 1977, σ. 56· Γ. Τσότσος, Ιστορική Γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας, σ. 439-445,506· Γ. Νασίκας, Το χωριό μας Σμίξη, Ιστορία, Ήθη και Έθιμα του Ν. Γρεβενών, 1971, σ. 12, 15, 21-24· A. Wace – M. Thompson, O ι νομάδες των Βαλκανίων, μτφ. Π. Καραγιώργος, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 171.
25 Η βιωσιμότητα των ορεινών οικισμών απαιτούσε οικονομική σταθερότητα, κάτι που ήταν εφικτό μόνο μέσω της ισορροπημένης εκμετάλλευσης των διαφόρων τομέων της αγροτικής παραγωγής των βουνών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «μη συνετής» χρήσης των ορεινών πόρων αποτέλεσαν οι οικισμοί της βορείου Πίνδου, που μεταστράφηκαν αποκλειστικά στην κτηνοτροφία. Μπορεί να τους παρείχε αυξημένα πλούτη, ωστόσο, απορροφώντας τους γεωργικούς πληθυσμούς της περιοχής, η απώλεια του κτηνοτροφικού κεφαλαίου τους σε περιόδους πολιτικών και πολεμικών κρίσεων οδηγούσε σε οικονομική κατάρρευση ολοκλήρου του οικισμού. Παρόμοια οικονομική μετεξέλιξη υπέστησαν και ορισμένοι οικισμοί του Ασπροποτάμου, η οποία ,όμως, δεν είχε πάντα επιτυχία· βλ. Θ. Δασούλας,Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρο, σ. 114-115·W. M. Leake, Travelsinnorthern Greece, vol. 1, σ. 287.
26 Βλ. Β. Ρόκου, Ορεινές κοινωνίες κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, σ. 107-122.
27 Αυτή η όψη της ανάπτυξης της κτηνοτροφίας συνδέεται με την εμπορευματοποίηση του μαλλιού, πρώτης ύλης της εκβιομηχάνισης της παραγωγής στα ευρωπαϊκά υφαντουργεία· βλ. D. Sella, «Les mouvements longues de l’ industrie lainière à Venise aux XVIe-XVIIe siècles», Annales, 12 (1957), σ. 29-45· Σ. Μάξιμου, Ηαυγήτουελληνικούκαπιταλισμού. Τουρκοκρατία 1685-1789, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 19733, σ. 99-102.
28 Βλ. Σ. Ασδραχάς,, Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην τουρκοκρατία, σ. 57-58· Ν. Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη, τόμ. Α΄, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986, σ. 66, 68-69, 127.
29 Βλ. C. Kambouridis, «The region of Grevena», σ. 209-2015, 222-227.
30 Βλ. Γ. Νασίκας, Το χωριό μας Σμίξη, Ιστορία, Ήθη και Έθιμα του Ν. Γρεβενών, 1971, σ. 12-15· Θ. Σαράντης, Το χωριό Περιβόλι, σ. 62-63· A. Wace – M. Thompson, Oι νομάδες των Βαλκανίων, σ. 171, 174-175,
31 Βλ. C. Kambouridis, ό.π. Η ανωτέρω απογραφή συνιστά ίσως τη μοναδική μαρτυρία για την ύπαρξη του οικισμού Μπίγκα (Bika στις οθωμανικές πηγές), ενώ αντίθετα η ύπαρξη του οικισμού Μπιθούλτσι ή Μπυθουλκαίοι (Bisulki στις οθωμανικές πηγές) επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές· βλ. Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών του Αλιάκμονα κατά την Τουρκοκρατία: ο κώδικας αρ. 201 της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2000, σ. 137· Κ. Σπανός, «Οι θεσσαλικοί οικισμοί και τα ονόματα των αφιερωτών τους στην πρόθεση 421 του Μεγ. Μετεώρου 1592/93-19ος αι.», ΘΗ 32 (1997), σ. 17-56 .
32 Βλ. А. Стојановски, ТурскиДокументизаисторијатанамакедонскиотнарод, опширенпописендефтерзаказитегорица, биглишта иХрупиштаод 1568/1569година, том VII, книга I, Архив македонија Матича Македонска, Скопје 1997, σ. 373, 396.
33 Βλ. Θ. Γεωργιάδης, Μοσχόπολις, Αθήνα 1975, 88-92· Κ. Σκενδέρης, Ιστορία της αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως, Αθήνα 1928, σ. 34-38· Κ. Βακαλόπουλος Η ιστορία της Ηπείρου από τις αρχές της Οθωμανοκρατίας ως τις μέρες μας, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 306-307.
34 Βλ. Α. Τούρτα, Οι ναοί του Αγίου Νικολάου στη Βίτσα και του Αγίου Μηνά στο Μονοδένδρι.Προσέγγιση στο έργο των ζωγράφων από το Λινοτόπι, εκδ. Υπουργείου Πολιτισμού, 1991, της ιδίας, «Εικόνες Ζωγράφων από το Λινοτόπι (16 ος – 17ος αιώνας). Νέα στοιχεία και διαπιστώσεις για τη δραστηριότητά τους», ΔΧΑΕ ΚΒ΄ (2001), σ. 341-356· Ν. Σιώκης, «Η άγνωστη καλλιτεχνική δραστηριότητα λινοτοπιτών ζωγράφων στο Λέχοβο Φλώρινας», Πρακτικά Συνεδρίου, Φλώρινα 1912-2002, Ιστορία και Πολιτισμός, Φλώρινα 2004, σ. 435-456· Θ. Τσαμπούρας, Τα καλλιτεχνικά εργαστήρια από την περιοχή του Γράμμου κατά τον 16ο και 17ο, αιώνα. Ζωγράφοι από το Λινοτόπι, τη Γράμμοστα, τη Ζέρμα και το Μπουρμπουτσκό, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 25-26, 62-109.
35 Βλ. Θ. Δασούλας, Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου, σ. 271-285.
36 Βλ. A. Hâciu, Aromânii, Focşani 1936, σ. 134-141· Γ. Τσότσος, Ιστορική Γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας, σ. 329· Ν. Σιώκης, Η πνευματική κίνηση και ζωή στη Δυτική Μακεδονία, σ.83-84· Θ. Τσαμπούρας, Τα καλλιτεχνικά εργαστήρια από την περιοχή του Γράμμου, σ. 27-29, 35-61.
37 Βλ. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, σ. 226· Ά. Κομνηνή, Alexiade, tome II, livre V, texte etabli et traduit par B. Leib, ed. «Les belles lettres», Paris 1943, σ. 24· M. Delilbaşi - M. Arikan, Sûret - iDefter- iSancak-iTirhala, σ.8-9· Ν. Βeldiceanu-P. Nasturel, «Η Θεσσαλία στην περίοδο 1454/55–1506», μτφ. Α. Αγγελοπούλου, ΘΗ 19 (1991), σ. 105, 106, 110.