H λατινοφωνία των Κουτσόβλαχων της Ελλάδος, σε συνδυασμό με την ανάδυση των εθνικών κρατών κατά τον 19ο αιώνα και την συνακόλουθη άσκηση μεγαλοϊδεατικών και μειονοτικών προγραμμάτων, αποτέλεσε την αιτία αμφισβήτησης της ελληνικότητας αυτής της ομάδας και τη διεκδίκηση της από το νεοσύστατο ρουμανικό κράτος. Στόχος της παρούσας δημοσίευσης είναι να καταδείξει, όσο το δυνατόν καλύτερα, τα αίτια και τους παράγοντες που καθόρισαν την εξέλιξη της ρουμανοιταλικής προπαγάνδας από την εμφάνιση της το 1860 έως και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εισαγωγή – Η ονοματοθεσία
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την ουσία και το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η προπαγάνδα, θα ήταν χρήσιμο να εξηγήσουμε την ονοματοθεσία κάποιων όρων, οι οποίοι θα μας βοηθήσουν να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τους βλαχόφωνους πληθυσμούς των νοτίων Βαλκανίων.
Ψάχνοντας να βρούμε στοιχεία για την ιστορία αυτού του λατινόφωνου πληθυσμού μέσα από την ονομασία του, θα παρατηρήσουμε το εξής φαινόμενο: Ότι αλλιώς αυτοαποκαλούνται οι ίδιοι κι αλλιώς τους αποκαλούν όλοι ο υπόλοιποι. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται ως Αρωμούνοι (Αrmani), ονομασία που προέρχεται από τον όρο Romanus και υποδήλωνε, κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, όπως αυτή καθορίσθηκε από το Διάταγμα του Καρακάλα (Constitutio Antoniniana) το 212 μ.Χ., με το οποίο δόθηκε σε ευρεία χρήση το δικαίωμα απόκτησης της ιδιότητας αυτής. Συνεπώς, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως ο όρος Ρωμιός, ονομασία που υποδηλώνει ως τις μέρες μας τους Έλληνες, είναι συνώνυμη του Αrmani, γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη ότι αυτή η ομάδα ανθρώπων είναι φορέας του κοινού ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.[1]
Σημαντικό είναι να ερευνήσουμε και την προέλευση του όρου ‘’Ρωμανία’’. Με την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την εισβολή των διαφόρων γερμανικών φύλων, ο όρος Romanus απέκτησε υποτιμητική σημασία, καθώς υποδήλωνε την έννοια του δούλου. Αντίθετα, το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας επιβίωσε ως το 1453 και, σταδιακά, εξελληνίστηκε με αποτέλεσμα οι όροι Ρωμιός και Ρωμανία να υποδηλώνουν, κυρίως, τον ελληνικό πληθυσμό, είτε ελληνόφωνο είτε λατινόφωνο. Τον όρο ‘‘Ρωμανία’’ χρησιμοποίησαν οι κάτοικοι των παραδουνάβιων ηγεμονιών το 1859, για την ονομασία του νέου αυτόνομου κράτους τους (Ρουμανία), με στόχο να παρουσιαστούν ως συνεχιστές της βυζαντινής κληρονομιάς και του ρωμαϊκού ιδεώδους και να δώσουν έμφαση στη λατινική τους καταγωγή. Η πρώτη αναφορά στην περιοχή με αυτό το όνομα μαρτυρείται στα 1820 από το Θεσσαλό Δανιήλ Φιλιππίδη.[2]
Το όνομα με το οποίο αποκαλούν οι υπόλοιποι τους Αρωμούνους είναι ‘‘Βλάχοι’’. Η ονομασία αυτή προκαλεί πολλά προβλήματα και πολλές συγχύσεις, καθώς και πληθυσμοί της Ρουμανίας αποκαλούνται με το ίδιο όνομα. Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την προέλευση του όρου αυτού. Το πιο πιθανό είναι ότι προήλθε από την παλαιοσλαβική λέξη Vlah που σημαίνει τον μη Σλάβο αλλά λατινόφωνο ή ότι προήλθε από το γερμανικό Walechen (ξένος, μη Γερμανός, λατινόφωνος).[3] Ο Τ. Κατσουγιάννης εκτιμά ότι τον όρο δανείστηκαν οι Σλάβοι από τους Γερμανούς, ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης συμβίωσης των δύο πληθυσμών. Με την κάθοδο των Σλάβων στην Βαλκανική, οι Βυζαντινοί δανείστηκαν την λέξη για να χαρακτηρίσουν έτσι τους δικούς τους λατινόφωνους, καθώς έβλεπαν ομοιότητες στη γλώσσα.[4]
Με βάση τα παραπάνω και γνωρίζοντας πως οι Ρωμαίοι κατά τις εκστρατείες τους εγκαθιστούσαν λεγεώνες στις κατακτημένες περιοχές συχνά αποτελούμενες από γηγενείς εκλατινισμένους πληθυσμούς, μπορούμε να κάνουμε τις παρακάτω παρατηρήσεις[5]. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι ο όρος Βλάχος, αρχικά, δεν είχε εθνικό περιεχόμενο αλλά υποδήλωνε κάποια γλωσσική διαφοροποίηση από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Παραπλήσια ονόματα βρίσκουμε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες που υπήρξαν τμήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η βόρεια Ιταλία αποκαλείται ως Walachen(land). Οι Ιταλόφωνοι της Πολωνίας Vlochi, στα Βόσγια όρη της Γαλλίας μένουν ο Wallais, στο Βέλγιο οι Wallons, στην Ελβετία οι Wallis, ενώ στην Μεγάλη Βρετανία οι Wales (Ουαλοί).[6] Το όνομα Βλάχος, οι κάτοικοι του Δούναβη, πιθανώς, το υιοθέτησαν διότι με τον καιρό ο όρος ‘‘Ρωμαίος’’ απέκτησε υποτιμητική σημασία.[7]
Οι ίδιοι οι Ελληνόβλαχοι, πάντως, αποκαλούν τους Ρουμάνους ως Βλαχούτς ή Vlachi[8], κάτι που τους διαφοροποιεί πλήρως από τους ίδιους. Διαφορές υπάρχουν και μεταξύ των Βλαχομογλενιτών της Αλμωπίας, οι οποίοι κατήλθαν στην περιοχή κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. και ακολούθησαν διαφορετική ιστορική πορεία από τους υπόλοιπους Αρωμούνους. Οι Βλαχομογλενίτες ονομάζουν τους εαυτούς τους Vlashi.[9] Ο Ντούσαν Πόποβιτς στο έργο του ‘‘O Cincarima’’, αναφέρει ότι οι Σέρβοι ονομάζουν Τσιντσάρους τους Βλάχους της Νότιας Βαλκανικής, όνομα το οποίο προήλθε από το λατινικό 5 (τσίντσι) και , πιθανώς, υποδήλωνε την 5η Μακεδονική Φάλαγγα που επάνδρωσαν οι Ρωμαίοι με αυτόχθονες Μακεδόνες.[10] Για να αποφευχθεί η σύγχυση και η ταύτιση της Ρουμανίας με τους Αρωμούνους επινοήθηκε από τους Οθωμανούς, ο όρος Κουτσόβλαχοι, ο οποίος χαρακτηρίζει αυτούς που κατοικούν στη Μικρή Βλαχία (Κιουτσούκ–Βαλαχί ), τον ελληνικό χώρο δηλαδή, έναντι αυτών που έμεναν στη Ρουμανία, την Μεγάλη Βλαχία ( Μπουγιούκ – Βαλαχί ).[11]
Στο παρόν πόνημα, για να αποφευχθούν οι συγχύσεις, οι όροι που θα χρησιμοποιηθούν για να ονομαστούν οι Βλάχοι της Νότιας Βαλκανικής είναι Ελληνόβλαχοι ή Κουτσόβλαχοι.[12]
Η εξέλιξη της Προπαγάνδας
Το ‘‘Κουτσοβλαχικό ζήτημα’’ εμφανίστηκε την δεκαετία του 1850 και πήρε σημαντικές διαστάσεις μετά την ένωση των ηγεμονιών σε ένα αυτόνομο κράτος το 1859. Η προσπάθεια σύνδεσης των Κουτσόβλαχων της Ελλάδας με τους Βλάχους της Ρουμανίας βασίστηκε αρχικά στην θεωρία ότι υπάρχει γλωσσική συγγένεια μεταξύ των δύο ομάδων, θεωρία η οποία, στη συνέχεια, υποστήριξε και τη φυλετική σχέση.[13]
Θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμο να προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τα αίτια αυτής της κίνησης. Καταρχήν, οι λόγοι ήταν λαοπαιδευτικοί. Από την ίδρυση του το 1859 το ρουμανικό κράτος ένιωσε όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη ενεργοποίησης του ρουμανικού μεγαλοϊδεατισμού και επιδόθηκε σε μια πολιτική αλυτρωτισμού. Η επιλογή του ονόματος του κράτους τους, αλλά και η αναγωγή του έθνους στους αρχαίους, εκλατινισμένους από τον Τραϊανό, Δάκες αποδεικνύει την ανάγκη της οικοδόμησης της εθνικής τους ταυτότητας με βάση την ιστορική συνέχεια στο πνεύμα του ρομαντισμού που χαρακτήριζε τα έθνη τον 19ο αιώνα.[14] Οι αλύτρωτοι Ρουμάνοι, όμως, βρισκόταν στη Τρανσυλβανία και την Βεσσαραβία, οι οποίες αποτελούσαν τμήματα της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας αντίστοιχα.[15] Το Βουκουρέστι, μη διαθέτοντας τις απαραίτητες δυνάμεις ώστε να εμπλακεί σε πολεμικές διαμάχες με τις δύο μεγάλες αυτοκρατορίες, αποπροσανατόλισε τον ρουμανικό λαό και εστίασε το ενδιαφέρον του στα νότια, όπου ζούσαν ‘‘αδελφοί πέραν του Δουνάβεως’, γεγονός που προκάλεσε συγκίνηση στον απλό ρουμανικό λαό. Επίσης, η Ρουμανία προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τους Ελληνόβλαχους ως διπλωματικό μέσο για να πετύχει ρυθμίσεις συνόρων κυρίως με την Οθωμανική αυτοκρατορία και, αργότερα, με τη Βουλγαρία, ώστε να αποσπάσει περιοχές όπου ζούσε πολυάριθμο το ρουμανικό στοιχείο, όπως η Δοβρουτσά και το Τιμόκ. Με βάση τα παραπάνω μπορούν να ερμηνευτούν οι ρουμανικές αντιδράσεις στην απόδοση της Θεσσαλίας, περιοχής που κατοικούσαν πολλοί Ελληνόβλαχοι, στην Ελλάδα το 1881.[16] Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το νέο κράτος βλέποντας τις επιτυχίες των Αρωμούνων στις τέχνες, την πολιτική και το εμπόριο, τους διεκδίκησε, έτσι ώστε αργότερα να βοηθήσουν με την εμπειρία τους στην στελέχωση του κρατικού μηχανισμού.[17]
Πέρα από τις κινήσεις της ρουμανικής πολιτείας υπήρχαν πολλοί φορείς που υποστήριζαν αυτή την προσπάθεια. Μόνιμη σύμμαχος ήταν η Αυστροουγγαρία, η οποία ήθελε να αποπροσανατολίσει τους Ρουμάνους από το ζήτημα της Τρανσυλβανίας, εκμεταλλευόμενη την ρουμανική απογοήτευση μετά την παραχώρηση της Βεσσαραβίας στη Ρωσία. Άλλωστε, η Αυστροουγγαρία επεδίωκε να καταστήσει τη Ρουμανία σύμμαχο για να σταθεί εμπόδιο στα ρωσικά επεκτατικά σχέδια, στο πλαίσιο της παρεμβατικής πολιτικής που διεξήγε τον καιρό εκείνο στα Βαλκάνια. Τέλος, οι Αψβούργοι στήριζαν την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία στην προσηλυτιστική της πολιτική στο χώρο των Βαλκανίων (Επίσκοπος Φαβεριάλ, Λαζαριστές[18]) και στην προσπάθεια της να μειώσει την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, από την άλλη, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο θέμα, καθώς είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότερα μειονοτικά προβλήματα. Έβλεπε το ζήτημα μόνο σαν μέσο αποδυνάμωσης του Ελληνισμού αλλά και σαν όπλο εναντίον του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και των αξιώσεων του. Με την διαμάχη των χριστιανικών δυνάμεων η Πύλη εφάρμοζε, άλλωστε, την πολιτική του ‘‘διαίρει και βασίλευε’’. Περιστασιακά, και ανάλογα με τα συμφέροντα τους βοηθούσαν στην προσπάθεια αυτή η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία.[19] Τέλος, η Ιταλία ενεπλάκη στο ζήτημα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο, δεν εφάρμοσε συνειδητή πολιτική. Η εμφάνιση της ως προστάτιδα των Κουτσόβλαχων συνδέεται με τον ιταλοαυστριακό οικονομικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο των ακτών της Αδριατικής, με την προσπάθεια προσεταιρισμού του αλβανικού στοιχείου αλλά και με την πολιτική παρέμβασης της Ρώμης στα εσωτερικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.[20]
Η προπαγάνδα είχε πολιτιστικούς σκοπούς, καθώς δεν μπορούσε να ασκηθεί πλήρης πολιτική αλυτρωτισμού, αφού Ρουμανία και Μακεδονία δεν είχαν κοινά σύνορα. Η ιδέα για τους ‘‘ αλύτρωτους αδελφούς’’ ξεκίνησε μετά την επανάσταση του 1848 από Ρουμάνους που ζούσαν στη Γαλλία. [21] Το 1853 οι Ρουμάνοι Ιωάννου Ηλιάδη Ραντουλέσκου και Δημήτρης Μπολιντεάνου πραγματοποίησαν μορφωτικό ταξίδι στην Μακεδονία, όπου ήρθαν σε επαφή με το αλβανικό στοιχείο και ‘‘ ανακάλυψαν ’’ την ύπαρξη Ρουμάνων ‘‘ομοεθνών’’ τους. Πρέπει να σημειωθεί πως η Πύλη είχε δώσει εντολές στον Βαλή της Μακεδονίας Ρεσέτ Πασά να τους βοηθήσει σε ό,τι χρειαστούν. Μόλις επέστρεψαν στο Βουκουρέστι έγραψαν άρθρα που ενημέρωναν τους Ρουμάνους για τους αδελφούς στα νότια ενώ προχώρησαν και στην ίδρυση της ‘‘Αλβανικής Εταιρείας’’. Την ίδια περίοδο, Γάλλοι ιερωμένοι εκδιώκονται από τη Βουλγαρία και μετακινούνται δυτικότερα για να συνεχίσουν την προπαγάνδα τους. Βλέποντας την έλλειψη της εθνικής συνείδησης των Αλβανών και τις λατινικές επιδράσεις στην γλώσσα των Κουτσόβλαχων, έκριναν πως αυτοί οι πληθυσμοί αποτελούσαν πρόσφορο έδαφος για προσηλυτισμό.[22]
Ουσιαστικό ενδιαφέρον από τους Ρουμάνους ξεκινά μετά την ένωση των ηγεμονιών, το 1859. Έτσι, το 1860 ιδρύεται στο Βουκουρέστι το ‘‘Μακεδονορουμανικό κομιτάτο’’ που ως στόχο είχε την ίδρυση ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών σε περιοχές της Μακεδονίας όπου ζούσε λατινόφωνος πληθυσμός, με απώτερο στόχο τη δημιουργία ρουμανικής συνείδησης. Το 1862 εμφανίζεται ως ‘Εθναπόστολος’ του ρουμανισμού ο δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης[23], καταγόμενος από τη Βλαχοκλεισούρα, όπου και ιδρύθηκε το πρώτο ρουμανικό σχολείο. Ο Μαργαρίτης, με τις περιοδείες του, προσπαθούσε να πείσει το βλαχόφωνο πληθυσμό της περιοχής για την ρουμανική καταγωγή του. [24].Το 1864 ιδρύθηκε ρουμανικό σχολείο στο Τίρνοβο. Το επίκεντρο της προπαγάνδας ήταν η Πελαγονία, της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Μοναστήρι. Οι πρώτες κινήσεις του Μαργαρίτη ήταν οι επαφές με τον αρχηγό του καθολικού τάγματος των Λαζαριστών, επίσκοπο Φαβεριάλ,[25] στον οποίο υποσχέθηκε την προσχώρηση των Ελληνόβλαχων στην Ουνία, ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη που παρείχε το Τάγμα στο έργο της προπαγάνδας. Άλλος συνεργάτης του Μαργαρίτη ήταν ο ιερέας Αβέρκιος, καταγόμενος από την Αβδέλα. Οι ρουμανίζοντες Βλάχοι πίστευαν πως, λόγω της ιερατικής αμφίεσης του, ο Αβέρκιος θα γινόταν περισσότερο προσιτός στο λαό. Πάντως, μόλις αποκαλύφθηκε ο ρόλος του, ο ιερέας διώχτηκε από τους κατοίκους του χωριού του. Επίσης, υποστήριξή ερχόταν από τους Αλβανούς και τη Βουλγαρική Εξαρχία, οι οποίοι έψαχναν τρόπο να υποσκάψουν την δράση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.[26]
Μετά τα γεγονότα του 1878 και την αναγνώριση ανεξάρτητου ρουμανικού κράτους, η πίεση των Ρουμάνων αυξάνεται. Το 1877 ο Μαργαρίτης διορίζεται Γενικός Επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων ενώ νωρίτερα καλεί, με προκήρυξη του, Αλβανούς και Ελληνόβλαχους να ζήσουν μαζί σε ένα κράτος, υπό ρουμανική κηδεμονία. Την ίδια χρονιά καταγράφονται μόλις 11 σχολεία στην περιοχή, τη δεκαετία του 1880 24 και το 1892 63. Τα ποσά που στέλνονταν από το Βουκουρέστι ήταν υπέρογκα για τους μισθούς των δασκάλων και τη συντήρηση των σχολείων , ενώ τα αποτελέσματα πενιχρά.[27] Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος στο ρουμανικό κοινοβούλιο του υπουργού Δημοσίας Εκπαίδευσης της Ρουμανίας Χάρετ που κατηγόρησε το κόμμα των Φιλελευθέρων για υπερβολική σπατάλη, τη στιγμή που ο ρουμανικός λαός εντός των ορίων της χώρας είχε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την ομιλία:
‘‘ …Το ζήτημα της Μακεδονίας είναι δημιούργημα του κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο προϋπολογισμός των σχολείων στην Μακεδονία ποικίλε από τα 1870 έως τώρα μεταξύ δέκα και πεντακοσίων χιλιάδων φράγκων. Επί υπουργού Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Τάκε Ιονέσκου οι δαπάνες υπερέβησαν το μισό εκατομμύριο και ποια αποτελέσματα απέδωσε; Σχεδόν τίποτα. Αυξήθηκε μόνο ο αριθμός των σχολείων στη Μακεδονία. Γίνονται μυθώδεις δαπάνες εκεί αφού ο προϋπολογισμός όριζε 450.000 φράγκα, ενώ το κεφάλαιο είχε ανέλθει στα 700.000. Υπήρχε άραγε ποτέ απόλυτη ανάγκη για τέτοια δαπάνη, τη στιγμή που ο λαός μας εδώ πεθαίνει της πείνας; Έπειτα ο τρόπος με τον οποίο διορίζονταν το διδακτικό σώμα ήταν περίεργος. Έτσι, κάποιος καφεπώλης του Βουκουρεστίου διορίστηκε δάσκαλος στη Μακεδονία….’’[28]
Όσοι δέχονταν να φοιτήσουν σε ρουμανικά σχολεία ή στην εμπορική σχολή του Μοναστηρίου, τους παρεχόταν δωρεάν φοίτηση σε οικοτροφεία, στέγη, βιβλία, υγειονομική περίθαλψη και πανεπιστημιακές σπουδές στη Ρουμανία. Οι οικογένειες των μαθητών λάμβαναν ένα μηνιαίο επίδομα και εξασφάλιζαν προστασία από τους ρουμανίζοντες, με αντάλλαγμα να ενεργούν υπέρ των συμφερόντων του Βουκουρεστίου. Εντούτοις, το ποσοστό αυτών που υπέκυψαν στις ρουμανικές προτάσεις ήταν πολύ μικρό.[29] Σε αυτό βοήθησε σημαντικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις σημαντικές παρεμβάσεις που έκανε στην Πύλη για τις κινήσεις των ρουμανιζόντων.[30] Έτσι, σε περιοχές όπως το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, το Μεγάροβο, το Τίρνοβο και το Γκόπεσι τα ρουμανικά σχολεία σχεδόν υπολειτουργούσαν, λόγω έλλειψης μαθητών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθούν οι μέθοδοι της ρουμανικής πολιτικής και να παρατηρηθούν εκφοβισμοί Ελληνόβλαχων, κλοπές περιουσιών, λεηλασίες εκκλησιών, απειλές, δολοφονίες αλλά και συκοφαντίες στις τουρκικές αρχές.[31]
Το 1881, ο Μαργαρίτης, προσπαθώντας να εμποδίσει πιθανή παραχώρηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου στην Ελλάδα συγκέντρωσε πλαστές υπογραφές Ελληνόβλαχων. Μπροστά σε όλη αυτή τη κατάσταση, 300 πρόκριτοι της Αβδέλλας, της Σμίξης και της Σαμαρίνας δήλωσαν εγγράφως ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τον Μαργαρίτη και διεκήρυξαν την Ελληνικότητα τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κουτσούφλιανης , βλαχοχωριού των Τρικάλων, όπου, όταν το 1881 δεν περιελήφθη στο ελληνικό κράτος, οι κάτοικοι έκαψαν το χωριό και έκτισαν τη Νέα Κουτσούφλιανη εντός της ελληνικής επικράτειας.[32]Εκεί που είχε, αρχικά, επιτυχία η προπαγάνδα σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις υπόλοιπες περιοχές ήταν η Βόρεια Ήπειρος, κι αυτό γιατί δεν υπήρχε έντονη παρουσία των ελληνικών προξενικών αρχών στην περιοχή.[33]
Το δεύτερο αίτημα των ρουμανιζόντων ήταν η ίδρυση ρουμανικών εκκλησιών. Συχνές ήταν οι εκκλήσεις ρουμανιζόντων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για ίδρυση εκκλησιών, οι οποίες συνεχώς απορρίπτονταν. Το 1881 ο Μαργαρίτης έστειλε διάβημα στους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων για το θέμα. Παράλληλα, ερχόταν σε επαφή με τη Βουλγαρική Εξαρχία. Με τις απόπειρες ίδρυσης ρουμανικών εκκλησιών στα Βελεσσά και στο Μοναστήρι, δημιουργήθηκαν εντάσεις και βίαιες καταλήψεις ναών. Το 1892 καταγράφονται 25 εκκλησίες ρουμανιζόντων. Την ίδια χρονιά η Πύλη, αφού δωροδοκήθηκε από το ρουμάνο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Τρανταφίλ Τζουβάρα με 100.00 χρυσά φράγκα, συμφώνησε στη ίδρυση δύο κουτσοβλαχικών επισκοπών στη Μακεδονία και το 1895 στην τοποθέτηση του Ανθίμου ως Κουτσόβλαχου Μητροπολίτη. Ωστόσο, χάρη στην αντίδραση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και της Ρωσίας αυτό απεφεύχθη. Η αποτυχία του εγχειρήματος οφειλόταν και στο γεγονός ότι η Πύλη ζήτησε ως αντάλλαγμα τη σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας με τη Ρουμανία, κάτι που η τελευταία αρνήθηκε, εφόσον ακολουθούσε φιλοαυστριακή πολιτική εκείνη την εποχή.[34]
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εκτός του ρουμανικού παράγοντα, στην περιοχή δρούσαν και καθολικοί ιερωμένοι. Οι επιτυχίες τους ήταν ελάχιστες , καθώς μικρός είναι ο αριθμός των Ουνιτών Ελληνόβλαχων. Η δύναμη και το κύρος του Μαργαρίτη σε μερίδα των κατοίκων της περιοχής του έδινε τη δυνατότητα να συνεργάζεται και με τους Καθολικούς και με τους Ρουμάνους. Όπως ήταν φυσικό, η σύγκρουση των συμφερόντων των δύο πλευρών ήταν αναπόφευκτη, με αποτέλεσμα η Ρουμανία να αφαιρέσει από τον Μαργαρίτη την ιδιότητα του Επιθεωρητή. Ο Απόστολος Μαργαρίτης πέθανε το 1903 στη Ρουμανία.[35]
H εξέλιξη του Κουτσοβλαχικού ζητήματος και η επίδραση που αυτό ασκούσε στους Ρουμάνους καθόρισε και την πορεία των διμερών ελληνορουμανικών σχέσεων. Αφορμή υπήρξε η περιουσία του Ελληνόβλαχου Ευαγγέλου Ζάππα, ο οποίος έδρασε στη Ρουμανία, όπου και πέθανε το 1865. Τα προβλήματα εμφανίστηκαν μετά τον θάνατο και του μετέπειτα διαχειριστή της περιουσίας του, Κωνσταντίνου Ζάππα, το 1892. Ενώ η διαθήκη προέβλεπε, παραχώρηση της περιουσίας στο ελληνικό κράτος, η ρουμανική κυβέρνηση προχώρησε στην κατάσχεση της. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, οι σχέσεις των δύο κρατών διεκόπησαν και, αποκαταστάθηκαν ξανά το 1896, καθώς η ρήξη αυτή κατέστη ζημιογόνος για τις ελληνικές παροικίες της Ρουμανίας. [36]
Η δεινή οικονομική θέση της Ελλάδος μετά την έκβαση του πολέμου του 1987 και η κρίση που επήλθε στις σχέσεις της Βουλγαρίας και των Κεντρικών Δυνάμεων το 1903, ενίσχυσαν την διαπραγματευτική θέση της Ρουμανίας στο θέμα. Τον Μάιο του 1901 πραγματοποιήθηκε στην Αμπάτζια της Αυστρίας, συνάντηση των δύο βασιλιάδων, του Καρόλου της Ρουμανίας και του Γεωργίου της Ελλάδος. Μεταξύ άλλων, ο Κάρολος δήλωσε πως η προπαγάνδα είχε πολιτιστικό χαρακτήρα και ότι χρησίμευε σαν πολιτικό αντίβαρο στις επεκτατικές διαθέσεις της Βουλγαρίας. Τόνισε την ανάγκη διορισμού Κουτσόβλαχου Μητροπολίτη και τάχθηκε υπέρ μιας κοινής ελληνορουμανικής στάσης στην αναχαίτιση των βουλγαρικών αξιώσεων. Ο Γεώργιος, ωστόσο, φοβούμενος πως μια τέτοια κίνηση θα εξασθενούσε τις ελληνικές θέσεις στη μεσαία ζώνη της Μακεδονίας, έναντι των Εξαρχικών, απέφυγε να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση.[37]
Κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα (1904–1908), τα ελληνικά ανταρτικά σώματα, περνώντας τα σύνορα συνάντησαν ομάδες ρουμανιζόντων, οι οποίες συνεργάζονταν με τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες στον αγώνα για τη επικράτηση στη Μακεδονία. Μπροστά στο κίνδυνο να προσχωρήσουν οι Κουτσόβλαχοι στην Εξαρχία, ο ρουμανικός παράγοντας κινητοποιήθηκε. Μετά από εκκλήσεις του Βουκουρεστίου προς την Αυστροουγγαρία, ο Αμπντούλ Χαμίτ εξέδωσε στις 22 Μαΐου 1905, σουλτανικό ιραδέ που προέβλεπε αναγνώριση της κουτσοβλαχικής κοινότητας ως ισότιμης εθνότητας στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ενισχυμένη η ρουμανική πλευρά, έκανε λόγο, μέσω του ρουμάνου πρέσβη στην Αθήνα, για εθνοκάθαρση της βλαχικής μειονότητας στην περιοχή της Μακεδονίας από τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Η παραπληροφόρηση του ρουμανικού λαού είχε ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση ανθελληνικών διαδηλώσεων τον Αύγουστο του 1905 στο Βουκουρέστι και στο Γιούργεβο και την απαγόρευση της κυκλοφορίας της ελληνικής εφημερίδας ‘‘Η Πατρίς’’. Τον Σεπτέμβριο του 1905 οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας–Ρουμανίας διεκόπησαν de facto, με την ανάκληση των πρεσβευτών τους. Μετά από διαμεσολάβηση της Ρωσίας, η Οθωμανική αυτοκρατορία ξεκίνησε έρευνα για να εξακριβώσει τις ρουμανικές κατηγορίες για τις ‘‘ωμότητες’’ των Ελλήνων εναντίον των Κουτσόβλαχων. Το 1906, Ρουμάνοι υποχρέωσαν τον ιερέα της εκκλησίας της ελληνικής πρεσβείας του Βουκουρεστίου να λειτουργήσει στα ρουμανικά, ενώ μέχρι το καλοκαίρι του ιδίου έτους σημειώθηκαν διωγμοί Ελλήνων από τις εστίες τους, οι οποίες θεωρήθηκαν ως αντίποινα για τα ‘‘εγκλήματα’’ στη Μακεδονία. Όλα αυτά συνέβαλλαν και στη de jure διακοπή των ελληνορουμανικών σχέσεων στις 13 Ιουνίου του 1906. Στις 3 Ιουλίου , οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέβαλαν διάβημα προς την Ελλάδα σχετικά με τις δράση των ανταρτικών σωμάτων εναντίον των Κουτσόβλαχων. Η ελληνική απάντηση ήταν πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για θέματα εκτός της επικράτειας της. Οι απελάσεις των Ελλήνων της Ρουμανίας ευαισθητοποίησαν και την ελληνική κοινή γνώμη. Όταν, στις 12 Ιουνίου 1910, το ρουμανικό σκάφος ‘‘Αυτοκράτωρ Τραϊανός’’ προσάραξε στον Πειραιά, Έλληνες εισέβαλλαν στο πλοίο, γι’ ασήμαντη αφορμή, και προκάλεσαν υλικές ζημίες. Οι διμερείς σχέσεις, τελικά, αποκαταστάθηκαν το 1911.[38]
Στη Μακεδονία, οι εντάσεις συνεχίστηκαν με αποκορύφωμα την πυρπόληση ελληνικής εκκλησίας στα Άνω Πορρόια Σερρών το 1907, ενώ το ίδιο έτος είχαμε αιματηρά γεγονότα στη Βέροια και επεισόδια σε κηδεία ρουμανίζοντα στο Μέτσοβο. Σε ποιο βαθμό ενέδωσαν οι Ελληνόβλαχοι στις πιέσεις των ρουμανιζόντων αποδεικνύεται, μέσα από τις γραπτές διαμαρτυρίες των κουτσοβλαχικών κοινοτήτων τα έτη 1904–1907 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για τις κινήσεις των προπαγανδιστών, οι οποίες κατά καιρούς, δημοσιεύονταν στην εφημερίδα Εκκλησιαστική Αλήθεια.[39]
Το Κουτσοβλαχικό ζήτημα συζητήθηκε για πρώτη φορά στην Οθωμανική βουλή το 1909, στα πλαίσια του Μακεδονικού ζητήματος. Την εποχή εκείνη, η ρουμανική κυβέρνηση παρουσίαζε υπέρογκα στοιχεία για την επιτυχία της προπαγάνδας. Το 1912, αλβανικό σώμα προέτρεψε τους Κουτσόβλαχους της Κόνιτσας να πολεμήσουν μαζί τους στην αλβανική εξέγερση, ενώ στις εκλογές του ίδιου έτους οι Νεότουρκοι στην προσπάθεια να μειώσουν την ελληνική επιρροή διέγραψαν τους Ελληνόβλαχους των Γρεβενών από τους εκλογικούς καταλόγους.[40]
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου συχνές ήταν οι ρουμανικές αναφορές που έκαναν λόγο για εξόντωση του Κουτσοβλαχικού στοιχείου της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό. Το Βουκουρέστι, άλλωστε, συνετάχθη με τη Βουλγαρία και την Αυστροουγγαρία, κατά της παραχώρησης της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος. Για να κερδίσει την ρουμανική εύνοια στο θέμα των Νέων χωρών, αλλά και για να εξασφαλίσει μια συμμαχία εναντίον του αναθεωρητισμού της Βουλγαρίας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναγνώρισε στις 15 Μαΐου 1913 την λειτουργία και την αυτονομία ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών για τους Κουτσόβλαχους στις Νέες Χώρες. Ουσιαστικά, με την κίνηση του αυτή ο Βενιζέλος αναγνώριζε την ύπαρξη ρουμανικής μειονότητας στο εσωτερικό της Ελλάδας. Χαρακτηριστικές είναι οι επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού και του Ρουμάνου ομολόγου του, Μαγιορέσκου στις 28 Ιουλίου του 1913 γι’ αυτό το θέμα.[41] Η στάση του Βενιζέλου δίχασε την κουτσοβλαχική κοινότητα και ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως.[42] Πολλοί είναι αυτοί που τον κατηγορούν για προδοσία. Ο Α. Λαζάρου, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την κίνηση του έλληνα πολιτικού υποστηρίζει πως ο Βενιζέλος ήξερε ότι οι Ελληνόβλάχοι δεν επρόκειτο ποτέ να ενδώσουν στη ρουμανική προπαγάνδα και γι’ αυτό τους χρησιμοποίησε ως άρμα για την επίτευξη της εθνικής ενοποίησης. Κατά τις διαπραγματεύσεις ο Βενιζέλος γνώρισε τον Γενικό Γραμματέα του ρουμανικού υπουργείου Εξωτερικών, τον ελληνοβλαχικής καταγωγής Μιχάλη Μίσιου, του οποίου η βοήθεια ήταν σημαντική για την επιτυχία των ελληνικών διεκδικήσεων.[43]
Το 1917 ο ιταλικός παράγοντας είναι αυτός που εισχωρεί στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, καθώς τα ιταλικά στρατεύματα επεξέτειναν την κατοχή τους από τα αλβανικά εδάφη στην Ήπειρο. Τότε εμφανίζεται και ο Αλκιβιάδης Διαμάντης[44] από τη Σαμαρίνα, ο οποίος μαζί με μία ομάδα ρουμανιζόντων προπαγάνδιζε υπέρ της λατινικής καταγωγής των Κουτσόβλαχων και της ανάγκης δημιουργίας ενός ιταλορουμανικού κράτους. Ο Διαμάντης ζητούσε να συσταθεί ένα αυτόνομο καντόνι Κουτσόβλαχων στην περιοχή της Βωβούσας, υπό ιταλική αιγίδα. Η Ιταλοί επιχείρησαν να εγκαταστήσουν προξένους στα βλαχοχώρια, αλλά συνάντησαν την αντίδραση των Ελληνόβλαχων. Το φθινόπωρο του 1918 έγινε ανακήρυξη της ‘‘Δημοκρατίας της Πίνδου’’ από Βλάχους της Κορυτσάς, οι οποίοι εμπόδισαν τον ελληνικό στρατό να πάρει τη Βωβούσα από τους αποχωρούντες Ιταλούς. Η συγκεκριμένη Δημοκρατία έζησε για μία μόνο ημέρα, ενώ 10 οικογένειες των προπαγανδιστών αναγκάστηκαν να μετοικήσουν, από το φόβο αντιποίνων, στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Κατά την Συνδιάσκεψη Ειρήνης το 1919 οι ρουμανίζοντες έστειλαν επιστολή, επαναλαμβάνοντας το αίτημα για ανεξάρτητο καντόνι. Ως απάντηση, οι Ελληνόβλαχοι της περιοχής έστειλαν νέα επιστολή που αποκήρυτταν τις παραπάνω αξιώσεις. Ο Διαμάντης, αν και διέφυγε στην Αλβανία, καταδικάστηκε σε θάνατο. Το 1927, ωστόσο, αμνηστεύτηκε από το ελληνικό κράτος.[45]
Η πορεία του Κουτσοβλαχικού ζητήματος στο Μεσοπόλεμο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μετριοπαθής, αν και οι δεσμεύσεις που απέρρεαν από τη συμφωνία Βενιζέλου-Μαγιορέσκου και το νέο διεθνές σύστημα μειονοτικής προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών, ευνοούσαν τη στήριξη των ρουμανικών διεκδικήσεων. Αυτό δεν έγινε γιατί οι δύο χώρες δήλωναν υπέρμαχοι του status quo και διότι είχαν σοβαρότερα μειονοτικά προβλήματα. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε το ζήτημα των Σλαβοφώνων και των Τσάμηδων. Από την άλλη, οι μειονότητες στο νέο ρουμανικό κράτος αντιπροσώπευαν το 30% του συνολικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα το Βουκουρέστι να εστιάσει το βάρος στην χάραξη της μειονοτικής πολιτικής στο εσωτερικό της χώρας. Τα 26 σχολεία ρουμανιζόντων που λειτουργούσαν στην Μακεδονία και την Ήπειρο, τα οποία αυξήθηκαν σε 29 μέχρι το 1939, παρά τις σχολικές παροχές που εξασφάλιζαν, δεν κατάφεραν να προσελκύσουν το βλαχόφωνο στοιχείο της περιοχής. Ελάχιστα παράπονα υποβάλλονταν στον κρατικό μηχανισμό και από τις δύο πλευρές. Διαμαρτυρίες είχαμε , όμως, από εθνικιστικούς κύκλους της Ρουμανίας, οι οποίοι μιλούσαν για καταπίεση των Κουτσόβλαχων και, παράλληλα, κατέκριναν τη ρουμανική κυβέρνηση διότι θυσίασε τους πληθυσμούς αυτούς στο βωμό των καλών σχέσεων με την Ελλάδα. Οι συγκεκριμένοι κύκλοι είχαν ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τις βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις (V.M.R.O.) της περιοχής, των οποίων η δράση ήταν ιδιαιτέρως αναπτυγμένη την εποχή εκείνη στη Μακεδονία.[46]
Το 1925 η Ρουμανία ζήτησε τη συγκατάθεση της Ελλάδος ώστε να μεταναστεύσει ένας αριθμός Κουτσόβλαχων στη χώρα. Βασικός στόχος του Βουκουρεστίου ήταν ο εποικισμός της Δοβρουτσάς, στην οποία υπερίσχυε, μέχρι τότε, το βουλγαρικό στοιχείο.Mε τις μεταναστεύσεις της περιόδου 1925 – 1929 περίπου 2.000 οικογένειες έφυγαν για την Ρουμανία, γεγονός που απάλλαξε την Ελλάδα από σημαντικό αριθμό ρουμανιζόντων. Η αθρόα μετανάστευση που συνεχίστηκε οφειλόταν στην προπαγάνδα που ασκούσε μερίδα του ρουμανικού Τύπου, στην οικονομική στένωση που υπήρχε, στην έλλειψη βοσκότοπων, καθώς μέρος από τα πρώην τουρκικά τσιφλίκια παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες του 1922, αλλά και στην οικονομική εκμετάλλευση ντόπιων που είδαν τη μετανάστευση από κερδοσκοπική σκοπιά. Δυστυχώς, όμως, οι μετανάστες απογοητεύτηκαν με το νέο τόπο εγκατάστασης τους, διότι ήλπιζαν πως θα βρουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Αντιθέτως, έμεναν σε σκηνές για μήνες, ενώ πολλοί επιχείρησαν να επιστρέψουν στο ελληνικό κράτος. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η εικόνα που παρουσίαζαν οι μεσάζοντες κερδοσκόποι για τη Δοβρουτσά ήταν ειδυλλιακή. Έτσι, ενώ η Ρουμανία δήλωνε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί άλλες οικογένειες, η μετανάστευση συνεχίζονταν, γεγονός που έφερε την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση. Την ίδια περίοδο η δολοφονία ενός Κουτσόβλαχου από τη Βέροια, που προπαγάνδιζε κατά της μετανάστευσης, και η προσπάθεια των Ρουμάνων να πιέσουν την κυβέρνηση Βενιζέλου για μεγαλύτερα εκπαιδευτικά προνόμια, παρά τις χλιαρές, αντιδράσεις, δεν στάθηκαν ικανά να διαταράξουν το καλό κλίμα στις ελληνορουμανικές σχέσεις.[47]
Το 1936 ο Μεταξάς απαγόρευσε τη χρήση οποιασδήποτε ξένης διαλέκτου και επέβαλλε παρακολούθηση ελληνικών νυκτερινών σχολείων ακόμα και στους γέροντες. Έτσι, τοπικές αρχές πίεζαν για την απαγόρευση της βλαχικής διαλέκτου, με την απειλή της φυλάκισης, ενώ στράφηκαν εναντίον των οικογενειών που έστελναν τα παιδιά τους στα σχολεία των ρουμανιζόντων. Όπως ήταν φυσικό, οι αντιδράσεις των ρουμανιζόντων ήταν έντονες και παρατηρήθηκαν συγκρούσεις μεταξύ των δύο ομάδων. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι τα εν λόγω μέτρα είχαν περισσότερο αντισλαβική αιχμή, κυρίως, λόγω της έξαρσης που γνώριζε το Μακεδονικό ζήτημα εκείνο τον καιρό. Αλλά και στην Ρουμανία η εμφάνιση της Σιδηράς Φρουράς, σε συνδυασμό με την άνοδο των ολοκληρωτικών και εθνικιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη, αποτέλεσε πόλο έλξης για τους Κουτσόβλαχους που είχαν μεταναστεύσει στην Δοβρουτσά. Έτσι, εκκολάπτονταν ξανά η ιδέα ενός ιταλορουμανικού κράτους στην νότια Βαλκανική. Η θέση αυτή προπαγανδίστηκε εντονότερα μετά την εισβολή των Ιταλών στην Αλβανία το 1939. [48]
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου πολλοί ήταν οι ρουμανίζοντες που συνεργάστηκαν με το φασιστικό στρατό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν και να εκτοπιστούν από τις ελληνικές αρχές όσοι θεωρούνταν ύποπτοι για συνεργασία με τους Ιταλούς. Μετά την γερμανική εισβολή οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου περιήλθαν στην ιταλική ζώνη κατοχής. Τότε επανεμφανίστηκε ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, ο οποίος τώρα ήρθε ως υπέρμαχος της ρουμανικής πολιτικής, υπό την προστασία των Ιταλών. Ο Ε. Αβέρωφ, από τη Λάρισα, με υπόμνημα του τον Σεπτέμβριο του 1941 προς τους Ι. Πολίτη, Α. Κύρου και Α. Σβώλο, έκρουε τον κίνδυνο για τις κινήσεις του Διαμάντη.[49]
Τον Μάιο του 1941, ο Διαμάντης ίδρυσε γραφείο προπαγάνδας του ‘‘ Αυτόνομου Κράτους της Πίνδου’’. Τον επόμενο μήνα, προχώρησε στη σύσταση ‘‘Κοινοτήτων Κουτσόβλαχων’’ στο Μέτσοβο και τα Γιάννενα. Τον Αύγουστο ίδρυσε στα Γρεβενά την ‘’Ένωση Ρουμανικών Κοινοτήτων’’. Το έμβλημα της σημαίας του ήταν η λύκαινα με τα λυκόπουλα και ο ίδιος αυτοανακηρύχθηκε ‘‘Πρίγκιπας της Πίνδου’’. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1941, έστειλε υπόμνημα στον κατοχικό Πρωθυπουργό, Γεώργιο Τσολάκογλου, στον οποίο συστήθηκε ως ‘‘ Εκπρόσωπος των Βλαχικών Κοινοτήτων της Πίνδου και του βλαχικού στοιχείου της Νοτίου Βαλκανικής’’. Το υπόμνημα αυτό θεωρείται και ως η γενέθλια πράξη για τη προσπάθεια ίδρυσης του ‘‘ Πριγκιπάτου της Πίνδου’’, το όποιο θα εκτεινόταν, με την ιταλική ανοχή, σε περιοχές όπου ζούσε ο βλαχόφωνος πληθυσμός. Μεταξύ άλλων, ο Διαμάντης ζήτησε στο υπόμνημα, να συμμετέχει στην επιλογή Νομαρχών και Δημάρχων στις περιοχές αυτές, διδασκαλία της λατινικής γλώσσας, ίδρυση βλαχικών σχολείων, χορήγηση πιστώσεων για αποκατάσταση ζημιών σε περιουσίες βλαχόφωνων και τιμωρία όσων συνέβαλλαν στον εκτοπισμό των Βλάχων κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Η προσπάθεια του να συγκεντρώσει αρκετές υπογραφές για το υπόμνημα απέβη άκαρπη στη συνάντηση των συνέδρων στο Πραιτώρι Ελασσόνας. Στις ομιλίες του παρότρυνε τους δημοσίους υπαλλήλους να συνεργαστούν με τους κατακτητές, εφόσον η κατάρρευση του ελληνικού κράτους ήταν αναπόφευκτη. Η έντονη δραστηριότητα του Διαμάντη θορύβησε τον Τσολάκογλου, ο οποίος έστειλε υπόμνημα σε όλα τα υπουργεία και τις κρατικές αρχές, τονίζοντας την ελληνικότητα των Ελληνόβλαχων και ζητώντας από τις αρχές να αποτρέψουν την άσκηση οποιαδήποτε προπαγάνδας κατά του πληθυσμού αυτού.[50]
Στις αρχές του 1942 ο Διαμαντής εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου ίδρυσε τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα. Πρόεδρος της ορίστηκε ο Νικόλαος Ματούσης. Τα μέσα που χρησιμοποιούσαν για τον προσεταιρισμό των Ελληνόβλαχων σε αυτή ήταν απειλές, εκφοβισμοί, λεηλασίες, καθώς έβλεπαν πως το βλαχόφωνο στοιχείο της περιοχής δεν ενέδιδε στις πιέσεις. Οι προσπάθειες στρατολόγησης είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ομάδας μόλις 2000 ανυπόληπτων ατόμων αμφιβόλου προελεύσεως. Χαρακτηριστικό είναι πως σε συνάντηση του Διαμάντη με Ελληνόβλαχους επιστήμονες, τους απείλησε πως αν δεν συνεργαστούν μαζί του, θα τους έστελνε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Δομοκό. Ενδιαφέρον παρουσίαζε και η οικονομική πολιτική της Λεγεώνας. Στην προσπάθεια να ελέγξουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής προσπάθησαν να συγκεντρώσουν τον όγκο των αγροτικών, κτηνοτροφικών και δασοκομικών προϊόντων και να ελέγξουν τη διακίνηση τους. Τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά, καθώς οι κάτοικοι ελάχιστα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Διαμάντη, φανερά δυσαρεστημένοι από την οικονομική αφαίμαξη που τους επιβαλλόταν. Σε αυτό συνέβαλλε και η σύσταση της ‘‘Ένωσης Ελλήνων Κουτσόβλαχων’’ μιας αντιαυτονομιστικής ομάδας, αποτελούμενης από προσωπικότητες κουτσοβλαχικής καταγωγής όπως του Αβέρωφ, του Ράπτη κ.α. , η οποία συνέβαλε τα μέγιστα, ώστε να αποτραπεί η κυριαρχία του Διαμάντη στην περιοχή και ο προσηλυτισμός των Κουτσόβλαχων στο ρουμανισμό. Την ίδια στιγμή, η κίνηση του Διαμάντη δέχτηκε ένα ακόμα πλήγμα. Στις 16, 17 και 18 Ιανουαρίου 1942 δημοσιεύτηκε το άρθρο του Τάκη Οικονομάκη, διευθυντή της εφημερίδας Θεσσαλία του Βόλου, για τους Κουτσόβλαχους, στο οποίο τους χαρακτήριζε καθαρή ελληνική φυλή. Ο εκδότης συνελήφθη από τις ιταλικές αρχές, ενώ η εφημερίδα του έπαυσε να εκδίδεται για 5 ημέρες. Βλέποντας πως χάνει έδαφος ο Διαμάντης, τον Απρίλιο του 1942, έστειλε τη δική του προκήρυξη στην εφημερίδα Θεσσαλία , η οποία δημοσιεύτηκε σε ολόκληρο τον Τύπο της εποχής, υπερασπίζοντας την λατινική καταγωγή των Βλάχων.[51]
Γεγονός είναι πάντως πως οι Ελληνόβλαχοι δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτό, καθώς συχνά υπέβαλλαν παράπονα στον Τσολάκογλου. Απόδειξη είναι ότι πολλοί από αυτούς κατετάγησαν στα σώματα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ .Ο ίδιος ο κατοχικός πρωθυπουργός, σε συνομιλίες που είχε με ιταλούς και γερμανούς στρατιωτικούς αξιωματούχους, θεωρούσε επικίνδυνη την δράση του Διαμάντη, διότι άφηνε την εντύπωση στον ελληνικό λαό, πως, σε περίπτωση νίκης του Άξονα, θα κατακερματιζόταν το ελληνικό κράτος και θα εξαφανιζόταν η ελληνική φυλή. Οι Ιταλοί φαίνεται πως δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τον Διαμάντη. Κατά τα πρώτα έτη συνιστούσαν περιορισμό της δύναμης του. Η συνεργασία μαζί του οφειλόταν, κυρίως, στο γεγονός πως βοηθούσε στη φύλαξη των στενών της Πίνδου. Το 1942, η ρουμανική κυβέρνηση, φοβούμενη για πιθανή αλλαγή πλεύσης της πολιτικής του Διαμάντη προς τους Ιταλούς, αλλά και για μια προσπάθεια προπαγάνδας αποδεσμευμένης από το ρουμανισμό και λιγότερο ανθελληνικής, τον κάλεσε στο Βουκουρέστι, όπου και του απαγόρευσε την έξοδο από τη χώρα. Με την εξαφάνιση του Διαμάντη από το προσκήνιο, αποχώρησε και ο Ματούσης. Συνεχιστής της Λεγεώνας ήταν ο Βασίλης Ραποτίκας. Με την αποχώρηση τον ιταλικών στρατευμάτων το 1943, η οργάνωση ξέπεσε σε παρακμή, καθώς οι Γερμανοί αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί της. Τα μέλη της διέφυγαν στη Γερμανία, τη Ρουμανία , στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία.[52]
Συμπέρασμα
Όπως είδαμε, η ρουμανική προσπάθεια να αναγνωριστούν οι Κουτσόβλαχοι ως μειονότητα απέδωσε πενιχρά αποτελέσματα. Οι Ρουμάνοι έκαναν το λάθος να θεωρήσουν τη γλωσσική διαφοροποίηση ως απόλυτο κριτήριο για την αναγνώριση εθνικής μειονότητας, χωρίς παράλληλα να υπολογίσουν τον υποκειμενικό παράγοντα που ήταν η εθνική συνείδηση των Κουτσόβλάχων. Για να χαρακτηριστεί ως εθνική μειονότητα μια ομάδα ανθρώπων θα πρέπει να συντρέχουν πολλοί λόγοι. Στην προκειμένη περίπτωση, εξέλειπε η εσωτερική κατάφαση των Ελληνόβλαχων πως δεν ανήκουν στο εθνικό σύνολο του κράτους που ζουν. Οι Ρουμάνοι θεώρησαν τους Ελληνόβλαχους ομάδα με ρευστή συνείδηση, η οποία θα διαμορφωνόταν αναλόγως των περιστάσεων. Έτσι, προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις και τους παράγοντες για την δημιουργία ρουμανικής συνείδησης. Επίσης, εκτός της γλώσσας και του υποκειμενικού παράγοντα, άλλοι παράγοντες που μπορούν να ορίζουν και να διαμορφώνουν μια μειονότητα είναι η θρησκεία, η ιδέα του ‘‘ανήκειν’’ σε κάποιο άλλο κοινωνικό σύνολο και η διαφορετική πολιτιστική και ιστορική παράδοση. Όλα αυτά τα στοιχεία λειτουργούν ως αλληλένδετα στη διαμόρφωση της διαφορετικότητας, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να μπορεί να θεωρηθεί ως απόλυτο κριτήριο.[53] Οι Ελληνόβλαχοι διεκδικήθηκαν ως εθνική μειονότητα, με μόνο κριτήριο τη γλώσσα, παρόλο που οι ίδιοι, εκτός του ότι ήταν δίγλωσσοι, αρνήθηκαν να φοιτήσουν στα ρουμανικά σχολεία. Επίσης, παρά την σταδιοδρομία τους στις διάφορες ελληνικές παροικίες της Ευρώπης, χρηματοδοτούσαν την ίδρυση ελληνικών, και όχι κουτσοβλαχικών σχολείων, είτε στη Διασπορά, είτε στις γενέτειρες τους. Γεγονός είναι, άλλωστε, πως οι Ελληνόβλαχοι ευεργέτες έκαναν δωρεές και δρούσαν για τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους, χωρίς ποτέ να συνδράμουν σε κάποιο ‘‘εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα’’ του βλαχικού ‘‘έθνους’’.[54]
Η προσπάθεια για αναγνώριση μειονότητας ήταν έξωθεν υποκινούμενη. Η ανταπόκριση στο εσωτερικό της κουτσοβλαχικής κοινότητας προήλθε από άτομα που είδαν το ζήτημα καιροσκοπικά και σαν ευκαιρία προσωπικής ανέλιξης και αύξησης γοήτρου. Η πολιτική του Μαργαρίτη και του Διαμάντη δεν βασιζόταν σε κάποια εθνική ιδεολογία ή θεωρία, αλλά σε καθαρό τυχοδιωκτισμό. Η έλλειψη σταθερής και συνεπούς πολιτικής φαίνεται και από το γεγονός ότι και οι δύο παραπάνω προπαγανδιστές προωθούσαν τον ρουμανισμό, μέχρι το σημείο που το Βουκουρέστι ικανοποιούσε τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Ο Μαργαρίτης απαλλάχθηκε των καθηκόντων του γιατί είχε επαφές και με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ ο Διαμαντής κατηγορήθηκε για προσπάθεια απορουμανοποίησης του ζητήματος και στροφής προς την Ιταλία.
Μιχαήλ Παλάγκας
Μεταπτυχιακό Βαλκανικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ 1859 – 1944
Βιβλιογραφία
1) Αβέρωφ, Ευάγγελος , Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος, Εκδόσεις Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων, Τρίκαλα 1987.
2) Ανθεμίδης, Αχιλλέας , Οι Βλάχοι της Ελλάδος, Εκδόσεις Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη 2002.
3) Διβάνη, Λένα ‘‘ Το θνησιγενές πριγκιπάτο της Πίνδου. Γιατί δεν ανταποκρίθηκαν οι Κουτσόβλαχοι της Ελλάδος στην ιταλό – ρουμανική προπαγάνδα ’’. Μακεδονία και Θράκη 1941 – 1944. Κατοχή – αντίσταση – απελευθέρωση, Διεθνές Συνέδριο ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 189 – 210.
4) Έξαρχος, Γιώργος, Αυτοί είναι οι Βλάχοι. Εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 1994.
5) Ηλιάδου – Τάχου, Σοφία & Μιχαήλ Δόμνα ‘‘Συγκρότηση ταυτοτήτων την εποχή του εθνικισμού: H Περίπτωση των Βλάχων’’, Πρακτικά Λ’ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου. 29 – 31 Μαιου 2009., Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 2010., σσ. 151 – 169.
6) Καϊμακάμης, Βασίλης, ‘‘ Η προσφορά των βλαχόφωνων Ελλήνων στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Πίστη στον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, άθλια προπαγάνδα σε βάρος των Βλαχόφωνων, Χριστιανισμός – Αθλητισμός ’’, Θεσσαλονίκη 2002.
7) Καστελλάν Ζορζ, Ιστορία των Βαλκανίων. ( Μτφ. Αλιβέρη Βασιλική) Εκδόσεις Γκοβόστης, Αθήνα 1991.
8) Κεραμόπουλος, Αντώνιος, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι;, Αθήνα, 1939.
9) Κολτσίδας, Αντώνης, Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό χώρο ( 1850 – 1913 ). Η εθνική και κοινωνική διάσταση., Εκδόσεις Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994.
10) Κολτσίδας, Αντώνης, Κουτσόβλαχοι. Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες. Εθνολογική, Λαογραφική και Γλωσσολογική μελέτη. Εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993.
11) Λαζάρου, Αχιλλέας, Βλέψεις Ρουμανίας και ελληνικότητα Βλάχων–Αρωμούνων, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσού, Αθήνα 1993.
12) Νυσταζοπούλου–Πελεκίδου, Μαρία, Οι Βαλκανικοί λαοί από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση. Εκδόσεις Bάνιας, Θεσσαλονίκη 2000
13) Παπαβασιλείου, Αλέξανδρος, Ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους, Βέροια, 1972
14) Παπαγιάννης, Σταύρος, Βλάχοι και Βλαχόφωνοι Έλληνες. Δυο ξεχωριστές και εχθρικές, μεταξύ τους, εθνοτικές ομάδες, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2003.
15) Πόποβιτς, Ντούσαν, Αρμάνοι Βλάχοι στα Βαλκάνια. O Cincarima.. (Mτφ. Καρακώστα Κωνσταντίνα), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2010.
16) Παπούλια Βασιλική, Από τον αρχαίο στο νεότερο πολυμερισμό, τόμος Β΄: Από τη θεοκρατική απολυταρχία στην εθνική κυριαρχία.Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006
17) Σφέτας Σπυρίδων, ‘‘Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνο–ρουμανικών πολιτικών σχέσεων’’, Μακεδονικά 33 ( 2001-2002), σσ.23 – 48.
18) Τρίτος, Μιχαήλ, ‘‘Η Ρουμανική προπαγάνδα στην περιοχή της Πελαγονίας ’’, Χριστιανική Μακεδονία ( Πελαγονία ) – Μια άλλη Ελλάδα. Θεσσαλονίκη – Αχρίδα, (επιμ. Αγγελόπουλος Αθανάσιος ), Εκδόσεις University studio press, Θεσσαλονίκη 2004, σσ.227 – 243.
19) Χρήστου Κωνσταντίνος, Αρωμούνοι., Θεσσαλονίκη 1996
[1] Α. Κολτσίδας, , Κουτσόβλαχοι.Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες. Εθνολογική, Λαογραφική και Γλωσσολογική μελέτη. Εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993. σ. 19.
[2] Α. Λαζάρου, Βλέψεις Ρουμανίας και ελληνικότητα Βλάχων – Αρωμούνων, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσού, Αθήνα 1993, σσ. 183 – 184.
[3] Ενδιαφέρον είναι το λήμμα ‘‘ Welche’’ ή ‘‘ Welchen’’ στον 7ο τόμο της Nouveae Lurausse Illustre που θεωρεί ότι ο όρος προέρχεται από το λατινικό Gallicus και αποδόθηκε με υποτιμητική χροιά στο γαλλικό λαό και στη συνέχεια στις υπόλοιπες λατινόφωνες φυλές. Ο Καρολίδης θέλει τον όρο να προέρχεται εκ του γερμανικού ‘‘ Welsch’’ όπως ονομάζουν οι γερμανικοί λαοί τους λατινόφωνους λαούς ως βαρβαρίζοντες.. Ο Κολτσίδας πιστεύει ότι ο όρος είναι γερμανικός αλλά προέρχεται από τους Ουόλκους (Volcue) μια κελτική φυλή που συνόρευε με αυτούς και έτσι αποκαλούσαν κάθε λατινόφωνο. Αντίθετα, οι Κεραμόπουλος και ο Κορομηλάς πιθανολογούν ότι η λέξη προήλθε από το φελάχο, λέξη που σήμαινε το βοσκό στην αραβική γλώσσα ή από το ‘‘βλήχημα’’ ( βέλασμα ). Βλ. Α. Παπαβασιλείου , Ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους., Βέροια, 1972, σ. 11, Α. Κολτσίδας, Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό χώρο ( 1850 – 1913 ). Η εθνική και κοινωνική διάσταση. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 1994, σ. 29 και Γ. Έξαρχος, Αυτοί είναι οι Βλάχοι. Αθήνα, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1994, σ. 27.
[4] Η Άννα Κομνηνή, η οποία παίρνει πληροφορίες από τον Σκυλίτζη, λέει ότι όσοι ακολουθούν το νομαδικό βίο, ο λαός τους ονομάζει Βλάχους. Η άποψη αυτή όμως είναι εσφαλμένη. Οι Βλάχοι της εποχής 1100–1125 ήταν νομάδες. Οι Σλάβοι που είχαν κατέλθει από τα βόρεια στη Βαλκανική χερσόνησο είχαν δανειστεί τον όρο Βλάχος από τα γερμανικά φύλα για να χαρακτηρίσουν τον κάθε λατινόφωνα. Οι Βυζαντινοί και κυρίως οι λόγιοι υπέπεσαν στο σφάλμα να θεωρήσουν ως Βλάχο αυτόν που ασκεί τον νομαδικό βίο, συμπεριλαμβάνοντας και άλλους πληθυσμούς στον όρο αυτό. Βλ. Α. Παπαβασιλείου, ό.π., σ. 11, σσ., 7, 12 – 13.
[5] Αυτή είναι η επικρατέστερη άποψη για τους την καταγωγή των Ελληνόβλαχων. Σχετικά με τις θεωρίες προέλευσης βλ. Α. Κεραμόπουλος, ‘‘ Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι;’’, Αθήνα 1939.
[6] Γ. Έξαρχος, ό.π., σ. 29.
[7] Α. Λαζάρου, ό.π., σ. 184.
[8] Α. Παπαβασιλείου, ό.π., σ. 11.
[9] Οι Βλαχομογλενίτες ή Πετσενέγιοι ή Πατσινάκοι Βλάχοι εγκαταστάθηκαν τον 11ο αιώνα στα Μογλενά της Αλμωπίας, κάπου στη σημερινή Αριδαία. Περί της εγκαταστάσεως τους στην περιοχή υπάρχουν πολλές απόψεις.. Πολλοί πιστεύουν ότι τους εγκατέστησε το 1091 ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός εκεί, ενώ άλλοι, όπως ο Χωνιάτης, θεωρούν ότι τους έφερε εκεί ο γιος του Αλεξίου, Ιωάννης Β΄. Το αποδεκτό από όλους τους ιστορικούς και συγγραφείς είναι ότι η λατινοφωνία τους είναι πολύ διαφορετική από αυτή των Βλάχων του Ελληνικού χώρου καθώς οι Πετσενέγκοι ήταν τουρκικής καταγωγής και έζησαν πολλά χρόνια στη Δακία. Χαρακτηριστική είναι η πορεία που ακολούθησαν τους δύο τελευταίους αιώνες. Οι περισσότεροι εξισλαμίστηκαν τον 19ο αιώνα, ενώ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δέχτηκαν την ανταλλαγή και πήγαν στην Μικρά Ασία και τη Βουλγαρία. Μικρό κομμάτι τους εξελληνίστηκε.. Ουσιαστικές διαφορές , όμως, μεταξύ Κουτσόβλαχων και Μογλενιτών υπάρχουν και στον τρόπο που αποκαλούν τη γλωσσά τους. Επίσης, οι Μογλενίτες ακολούθησαν γεωργικά επαγγέλματα, διέφεραν στις στολές, ενώ ενδεικτικό είναι ότι δεν μαρτυρείται καμία επιγαμία μεταξύ αυτών των δύο ομάδων. Βλ. Γ. Έξαρχος, ό.π., σ. 27. και Α. Παπαβασιλείου, ό.π. σσ. 81 – 83.
[10] Ντ. Πόποβιτς, Αρμάνοι Βλάχοι στα Βαλκάνια. O Cincarima.. (Mτφ. Καρακώστα Κωνσταντίνα), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 68 – 84.
[11] Γ. Έξαρχος, ό.π., σ. 27
[12] Επιμέρους χαρακτηρισμοί και ονομασίες των Ελληνόβλαχων ή Γραικόβλαχων είναι οι εξής:
1) Τσιντσάροι : Κυρίως οι Βλάχοι της Άνω Μακεδονίας. Το όνομα προέρχεται είτε από τη Μακεδονική Φάλαγγα, είτε από τον ιδιόρρυθμο τρόπο που προφέρουν το πέντε ( Cinqui).
2) Aρβανιτόβλαχοι της Βορείου Ηπείρου. Ονομάζονται και Φρασεριώτες από το χωριό Φρασερί της Αλβανίας ή και Καραγκούνηδες.
3) Βόρεια της Κορυτσάς βρίσκονται οι Μεσαρρέτες Βλάχοι
4) Τέλος, οι Μεγαλόβλαχοι στην περιοχή του Συρράκου.
Στο γενικότερο βαλκανικό χώρο, ως Βλάχους συναντάμε τους Μογλενίτες, τους Gici στην περιοχή της Ιστρίας στα ιταλοσλοβενικά σύνορα και τους Μορλάκους ή αλλιώς Μαυρόβλαχους, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Μαυροβουνίου. Ο όρος Μαυρόβλαχος χαρακτηρίζει τον Ελληνόβλαχο που διέμενε στην περιοχή του Μαυροβουνίου. Η μετάφραση του στην τουρκική είναι Καράβλαχος, λέξη που στις μέρες μας έχει υποτιμητική σημασία, καθώς χαρακτηρίζει τον άξεστο. Βλ. Α. Κολτσίδας, Ιδεολογική συγκρότηση,ό.π., σσ. 30 – 31. και Γ. Έξαρχος, ο.π., σ. 26.
[13] Κ. Χρήστου, Αρωμούνοι, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 69.
[14] Κ. Χρήστου, ό.π., σ. 71
[15] Μ.Γ. Τρίτος, ‘‘ Η Ρουμανική προπαγάνδα στην περιοχή της Πελαγονίας ’’, Χριστιανική Μακεδονία (Πελαγονία)–Μια άλλη Ελλάδα. Θεσσαλονίκη – Αχρίδα, ( επιμ. Αγγελόπουλος Αθανάσιος ), Εκδόσεις University studio press, Θεσσαλονίκη 2004, σσ.227 – 243
[16] Κ. Χρήστου, ό.π., σ. 71
[17] Α. Λαζάρου, ό.π. σ. 188
[18] Οι Λαζαριστές ήταν ένα από τα μοναχικά τάγματα της Καθολικής Εκκλησίας. Ιδρύθηκε το 1625 από το Λατίνο Άγιο Βικέντιο ντε Πωλ και το αναγνώρισε ο Πάπας Ουρβανός Η΄ το 1632 με την ονομασία ‘‘ Εταιρεία των ιερέων της Ιεραποστολής’’. Το 1626 εγκαταστάθηκε στη Νάξο καταργήθηκε κατά τη Γαλλική Επανάσταση και ανασυγκροτήθηκε το 1816. Αριθμούσε 2.000–3.000 πιστούς. Στην προσπάθεια του Βατικανού να προσηλυτίσει Ορθόδοξους εγκατέστησε μέλη του τάγματος στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα, κάτι που κρίθηκε επιζήμιο για τον Ελληνισμό. Βλ. Μ.Γ. Τρίτος, ό.π. σ. 228.
[19] Α. Λαζάρου, ό.π., σ. 183. και Ε. Αβέρωφ , Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος., Εκδόσεις Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων, Τρίκαλα 1987, σσ. 200 – 206
[20] Α. Σ. Παπαγιάννης, Βλάχοι και Βλαχόφωνοι Έλληνες. Δυο ξεχωριστές και εχθρικές, μεταξύ τους, εθνοτικές ομάδες., Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2003, σσ. 60 – 61.
[21] Α. Λαζάρου, ό.π., σ. 183.
[22] Ε. Αβέρωφ , ό.π., σσ. 27 – 29..
[23] Ο Απόστολος Μαργαρίτης, γεννημένος στη Βλαχοκλεισούρα, αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Σχολή και ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου. Αφού δελεάστηκε από τις προσφορές της ρουμανικής προπαγάνδας, διορίστηκε επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων της αυτοκρατορίας και ξεκίνησε μια εκστρατεία αλλοίωσης του εθνικού φρονήματος των Ελληνόβλαχων Μετά το 1862, όταν διορίστηκε δάσκαλος στην Κλεισούρα ο Ελληνόβλαχος Αναστάσιος Πηχεώνας, ο Μαργαρίτης συνεργάστηκε με τον Αβέρκιο για να εμποδίσει το διδασκαλικό του έργο. Γεγονός, πάντως, είναι ότι με τις κινήσεις αυτές η Κλεισούρα είχε διχαστεί σε δύο ομάδες :Tην ελληνοβλαχική και τη ρουμανίζουσα. Βλ. Α. Κολτσίδας, Ιδεολογική συγκρότηση,ό.π., σσ. 179 – 180
[24] Κ. Χρήστου, ό.π., σ. 70
[25] Την ίδια περίοδο, μαρτυρείται ελάχιστη παρουσία Ουνιτών, κυρίως βουλγαροφώνων , στην περιοχή του Κιλκίς. Βλ. Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί λαοί από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση. Εκδόσεις Bάνιας, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 217.
[26] Α. Κολτσίδας, Ιδεολογική συγκρότηση, ό.π., σ. 183. Μετά το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1877 οι διεθνείς δυνάμεις αγνόησαν το αλβανικό έθνος, καθώς σημαντικό μέρος του εντασσόταν σε ένα δυτικό βουλγαρικό εγιαλέτι. Έτσι οι Αλβανοί βρέθηκαν στο εξής δίλλημα : έπρεπε να πολεμήσουν τους γείτονες τους ή τον Σουλτάνο. Έτσι, στην προσπάθεια τους να μην επιτρέψουν άλλη απόσπαση, υποβοηθούσανε τη ρουμανική προπαγάνδα, έτσι ώστε να μην έχει κυριαρχικά δικαιώματα το ελληνικό κράτος πάνω στους Βλάχους.. Βλ. Ζ Καστελλάν, Ιστορία των Βαλκανίων. ( Μτφ. Αλιβέρη Βασιλική) Εκδόσεις Γκοβόστης, Αθήνα 1991, σ. 437, 502.
[27] Κ. Χρήστου, ό.π., σσ. 72 – 73
[28] Βλ. Μ.Γ. Τρίτος, ό.π., σσ. 231 – 232.
[29] Α. Κολτσίδας, Κουτσόβλαχοι. Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες., ό.π , σσ. 102 – 104.
[30] Σε εργασία τους οι Σ. Τάχου – Ηλιάδου και η Δ. Μιχαήλ υποστηρίζουν πως η αποτυχία της προσπάθειας του Μαργαρίτη οφείλεται στην καθυστέρηση ίδρυσης ρουμανοφώνων σχολείων έναντι των ελληνόφωνων, στην έλλειψη σχολείων θηλέων, ιερατικών σχολών, νηπιαγωγείων κτλ., στο γεγονός ότι οι Ελληνόβλαχοι μιλούσαν και την ελληνική και, τέλος, στην αίγλη που ασκούσε ο ελληνικός μύθος της αρχαιότητας. Βλ. Σ. Ηλιάδου – Τάχου & Δ. Μιχαήλ, ‘‘Συγκρότηση ταυτοτήτων την εποχή του εθνικισμού: H Περίπτωση των Βλάχων’’, Πρακτικά Λ’ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου. (29 – 31 Μαιου 2009.), Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 151 – 169.
[31] Στο Μοναστήρι υπήρχαν 72 οικογένειες ρουμανιζόντων. Στο Κρούσοβο 372 ρουμανίζοντες από τους 2.500 Ορθόδοξους Έλληνες. Στο Μεγάροβο, από τους 2.416 βλαχόφωνους έλληνες μαρτυρούνται μόνο 8 μαθητές να φοιτούν στη σχολή των ρουμανιζόντων την περίοδο 1877 – 1878. Στο Τιρνοβο, που κατοικούσαν 2480 βλαχόφωνοι, μόνο 10 φοιτούσαν στη σχολή του Αντανέσκου. Παρόμοιες ήταν οι αναλογίες και σε άλλες περιοχές. Βλ. Μ.Γ. Τρίτος, ό.π., σ. 231 – 236.
[32] Α. Κολτσίδας, Ιδεολογική συγκρότηση, ό.π., σσ. 185, 195 – 196.
[33] Α. Κολτσίδας, Ιδεολογική συγκρότηση, ό.π., σσ. 200 – 201.
[34] Ε. Αβέρωφ, ό.π., σσ. 35 – 42
[35]Ο Σ. Παπαγιάννης αναφέρει πως οι αδερφοί Γιαννάκης και Μιλτιάδης Μανάκη, οι πρώτοι κινηματογραφιστές των Βαλκανίων ανήκαν στον κύκλο των ρουμανιζόντων. Σε αυτό, κατά το συγγραφέα, οφείλεται και η άρνηση του ελληνικού κράτους να δεχτεί το φωτογραφικό και κινηματογραφικό αρχείο τους. Βλ. Α. Σ. Παπαγιάννης, ό.π., σσ. 65 – 68 και Ε. Αβέρωφ, ό.π., σσ. 43 – 48.
[36].Για την εξέλιξη των διμερών ελληνορουμανικών σχέσεων κατά την περίοδο αυτή βλ. Σπ. Σφέτας, ‘‘Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνορουμανικών πολιτικών σχέσεων’’, Μακεδονικά 33 ( 2001-2002), σσ. 23 – 48.
[37] Σπ. Σφέτας, ό.π., σσ. 23 – 48.
[38] Ε. Αβέρωφ, ο.π., σσ. 53 -63 και Σπ. Σφέτας, ό.π., σσ. 23 – 48.
[39] Α. Κολτσίδας, Ιδεολογική συγκρότηση, ό.π., σσ. 281 – 283,290.
[40] Α. Κολτσίδας, Ιδεολογική συγκρότηση, ό.π., σσ. 254 – 257.
[41] Α. Ανθεμίδης, Οι Βλάχοι της Ελλάδος, Εκδόσεις Μαλλιάρη, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 155 – 162.
[42] Ο Μητροπολίτης Βεροίας και Ναούσης προέτρεψε τους Ελληνόβλαχους να υποχωρήσουν, χάριν της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, και να παραχωρήσουν εκκλησία και σχολείο στους ρουμανίζοντες. Όπου δεν υπήρχε διαθέσιμη δεύτερη εκκλησιά πρότεινε την εκ περιτροπής τέλεση λειτουργιών, ενώ όπου δεν υπήρχε διαθέσιμος χώρος για σχολείο, να χωριστεί το ήδη υπάρχον στα δύο. Βλ. Λ. Διβάνη, ‘‘ Το θνησιγενές πριγκιπάτο της Πίνδου. Γιατί δεν ανταποκρίθηκαν οι Κουτσόβλαχοι της Ελλάδος στην ιταλό – ρουμανική προπαγάνδα ’’. Μακεδονία και Θράκη 1941 – 1944. Κατοχή – αντίσταση – απελευθέρωση, Διεθνές Συνέδριο ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1998, σσ. 189 – 210.
[43] Β. Καϊμακάμης, ‘‘ Η προσφορά των βλαχόφωνων Ελλήνων στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Πίστη στον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, άθλια προπαγάνδα σε βάρος των Βλαχόφωνων, Χριστιανισμός – Αθλητισμός ’’, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 134 – 136.
[44] Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης γεννήθηκε στη Σαμαρίνα το 1894 . Αφού τελείωσε τις γυμνασιακές τους σπουδές, φοίτησε σε Πανεπιστήμιο της Ρουμανίας, απ’ όπου επέστρεψε το 1916.Μετά τα γεγονότα του 1917, για να αποφύγει την ποινική του δίωξη, κατέφυγε στην Αλβανία, όπου ήλθε σε επαφή με τον Φαν Νόλι. Μετά από κάποια ταξίδια του στην Ιταλία και τη Ρουμανία, εμφανίστηκε στην Ελλάδα ως έμπορος ρουμανικής εταιρείας ξυλείας το 1930, καθώς είχε αμνηστευτεί το 1927 από το ελληνικό κράτος. Αυτό του έδινε την ευκαιρία να προπαγανδίζει ελεύθερα την λατινική καταγωγή των Κουτσόβλαχων στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας. Ξαναπήγε στην Ιταλία παραμονές του πολέμου του 1940 και επέστρεψε ακολουθώντας τα ιταλικά στρατεύματα το 1941. Πέθανε στις φυλακές της Ρουμανίας τα πρώτα έτη του κομμουνιστικού καθεστώτος. Βλ. Α. Σ. Παπαγιάννης, ό.π., σσ. 73 – 74
[44] Ε. Αβέρωφ, ό.π., σσ. 50 -52.
[45]Λ. Διβάνη, ό.π., σσ. 189 – 210.
[46] Λ. Διβάνη, ό.π., σσ. 189 – 210.
[47]Αυτόθι
[48] Αυτόθι
[49] Ε. Αβέρωφ, ο.π., σσ. 75 – 95.
[50] Α. Ανθεμίδης, ό.π., σσ. 184 – 191.
Συμφώνα με τη Λ. Διβάνη, ο Διαμάντης δεν απέστειλε ποτέ υπόμνημα στον Τσολάκογλου αλλά τύπωσε ψεύτικο με σκοπό να προσεταιριστεί τους Κουτσόβλαχους. Βλ. Λ. Διβάνη, ο.π., σσ., 189 – 210.
[51] Ε. Αβέρωφ, ό.π., σσ. 107 – 154
[52] Ο Σ. Παπαγιάννης καταθέτει επώνυμες μαρτυρίες για την δράση των ρουμανιζόντων και της Λεγεώνας κατά την διάρκεια της Κατοχής. Σύμφωνα με τα Ειδικά Δικαστήρια Δωσίλογων 615 λεγεωνάριοι παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία για συνεργασία με τους κατακτητές. 152 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές και 319 αθωώθηκαν. 89 απαλλάχτηκαν των κατηγοριών λόγω δεδικασμένου και για 55 έπαυσε η ποινή του θανάτου. Ωστόσο, κανένας δεν καταδικάστηκε σε θάνατο. Βλ. Σ. Παπαγιάννης, ό.π., σσ. 103 – 145 και Λ. Διβάνη, ό.π., σσ. 203 – 208.
[53] Β. Παπούλια , Από τον αρχαίο στο νεότερο πολυμερισμό, τόμος Β΄: Από τη θεοκρατική απολυταρχία στην εθνική κυριαρχία. Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006 σσ. 427 – 430, 438 – 440.
[54] Μ.Γ. Τρίτος, ό.π., σσ. 237 – 238.