«Ντουλέμ αρέ χαμένι»

Κακόβατος Άρτας, 1961. Η οικογένεια του Σπύρου Γκαρτζονίκα (Τολάκα) σε αναμνηστική φωτογραφία. Αρχείο Βασιλικής Γκαρτζονίκα-ΜαυροκέφαλουΜέχρι και τη δεκαετία του 1960 πολλά Συρρακιωτόπoυλα στον κάμπο της Άρτας είχαν ως μητρική τους γλώσσα τα βλάχικα.

 


Όσα πήγαιναν νηπιαγωγείο ήταν τυχερά γιατί εκεί τους δινόταν η ευκαιρία να μάθουν τα ελληνικά. Όσα όμως πηγαίναν κατευθείαν στην Α' Δημοτικού δυσκολεύονταν πολύ και αντί να μαθαίνουν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική, μάθαιναν πρώτα να μιλάν Ελληνικά. 'Έτσι οι πρώτοι μήνες στο σχολεία ήταν βασανιστικοί. Από τότε έχει περάσει μισός αιώνας περίπου, όμως μερικά κωμικοτραγικά περιστατικά της δύσκολης εκείνης περιόδου έχουν μείνει χαραγμένα ανεξίτηλα στη μνήμη των συμπατριωτών μας, όπως το παρακάτω:

Μια μέρα του Φθινόπωρου του 1961 ο Μιχάλης Γ. Μαθητής της Α' Τάξης του Δημοτικού Σχολείου Ράχης είχε φοβερή ενόχληση και πόνο στο αυτί. Κάποιο ζουζούνι είχε μπει μέσα την ώρα που κοιμόταν κατάχαμα στη βλαχοκαλύβα του και όσο περνούσε η ώρα πήγαινε όλα και πιο βαθιά. Κάποια στιγμή την ώρα του μαθήματος δεν άντεξε άλλο και άρχισε να κλαίει. Η κυρία Πόπη, μια έξυπνη και καλή δασκάλα, τον ρώτησε γιατί κλαίει  και όταν ο μικρός Μιχάλης της έδειξε το αυτί, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό στους μαθητές της. Γι' αυτό είχε έτοιμη τη λύση του προβλήματος με πολύ πρακτικό τρόπο.

 

 

- Να πεις στη μαμά σου, όταν πας σπίτι, να σου βάλει στο αυτί ζάχαρη με λάδι . Κατάλαβες Μιχαλάκη;
- Όχι, είπε ο Μιχαλάκης κουνώντας το κεφάλι προς τα πάνω.

Η ζάχαρη ήταν λέξη γνωστή, έτσι την έλεγαν και οι γονείς του, το λάδι όμως, τι ήταν αυτό;
Τότε η δασκάλα απευθύνθηκε στο ξάδελφό του Γιώργο Σ. που ήταν τρίτη τάξη και ήξερε τα Ελληνικά καλά.

- Εξήγησε του Γιωργάκη.

Ο Γιώργος με το ανάλογο κόρδωμα που του έδινε η εξουσιοδότηση της δασκάλας και η γνώση της Ελληνικης γλώσσας, άδραξε την ευκαιρία για να επιπλήξει με αυστηρό ύφος τον ξάδελφό του.

- Ντουλέμ αρε χαμένε! (Λάδι ρε χαμένε) (Σ' αυτή τη λέξη δεν μπορούσε να επέμβει η δασκάλα του και δεν θα την άλλαζε ποτέ.)

Ο Μιχαλης ντροπιασμένος πήγε στη μούμα του.

- Μούμ! Μπαγκνιι ζάχαρη κου ντουλέμ του βριάκλιι! (Μάνα! Βάλε μου ζάχαρη με λάδι στο αυτί!)
- Τσι βριάκλιι τζ'τσι άρε φιτσιόρου,  του π'νι βέρι ιτζ'τσι (τι αυτί λες παιδί μου στο ψωμί θες να πεις).
- Του βριάκλιι τσ τζ'σου, ας' τζ'σι δασκάλα, τρι λιάτ μπουμπουλίκλου (Στο αυτί σου είπα, έτσι είπε η δασκάλα για να βγει το ζουζούνι)

Αφού της τα εξήγησε όλα θέλοντας και μη η κυρα Μάρω έβαλε ζάχαρη και λάδι στην άκρη του αυτιού. Το "μπουμπουλίκο" οσμιζόμενο τη ζάχαρη και το λάδι βρήκε επιτέλους την έξοδο.
Έτσι ο Μιχαλάκης ήταν διπλά χαρούμενος, όχι μόνα γιατί ανακουφίστηκε, αλλά και γιατί έμαθε μιά νέα λέξη, το λάδι.
Από τότε, αν και έχουν περάσει πενήντα περίπου χρόνια τα δύο ξαδέλφια όταν βρίσκονται το καλοκαίρι στο Συρράκο, χαιρετιούνται και αγκαλιάζονται λέγοντας ταυτόχρονα «Ντουλέμ αρε χαμένε!»

 

Του Ιωσήφ Ε. Ζιώγα

Αναζήτηση