Τα παλιά τα χρόνια οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν για φωτισμό δαδί. Κάθε νοικοκύρης πήγαινε σε τοποθεσία του δάσους που υπήρχαν πεύκα και έκοβε χοντρούς κορμούς που μετέφερε στο σπίτι του. Εκεί τους τεμάχιζε σε μικρές σχίζες, τις οποίες τοποθετούσαν το βράδυ στο φεγγίτη που τον είχαν κοντά στο τζάκι για να τραβάει ο «μπουχαρής» τον κατάμαυρο και πυκνό καπνό που προερχόταν από το κάψιμό τους.
Τη φροντίδα της τοποθεσίας του φεγγίτη με σχίζες για δαδιού για συνεχή φωτισμό την είχε συνήθως η νοικοκυρά του σπιτιού. Επίσης το δαδί το χρησιμοποιούσαν και για προσάναμμα της φωτιάς. Αργότερα είχανε για επίσημο φωτισμό των δωματίων τις λάμπες που έκαιγαν καθαρό πετρέλαιο και για τους βοηθητικούς χώρους τα γκαζοκάντηλα.
Οι λάμπες που χρησιμοποιούσαν ήταν φτιαγμένες από γυαλί όπως τα λαμπόγυαλα και οι επίσημες ήταν χαλκωματένιες με ανάγλυφες παραστάσεις. Κάθε βράδυ ένα χλωμό φως που προερχόταν από το τοποθετημένο στο εικονοστάσι καντήλι συντρόφευε τον ύπνο των μικρών παιδιών.
Ο ηλεκτροφωτισμός του χωριού από το δίκτυο της ΔΕΗ καθυστέρησε αρκετά, όπως συνέβη σε όλα τα χωριά της περιοχής μας, και τούτο γιατί δεν υπήρχε μόνιμη διαμονή του πληθυσμού για όλο το χρόνο, πραγματοποιήθηκε δε το έτος 1985.
Το χωριό μας όμως δενστερήθηκε το αγαθό αυτό της προόδου και του πολιτισμού, γιατί από το έτος 1952 υπήρχε ηλεκτροφωτισμός μόνο εξωτερικός (στους δρόμου του χωριού), φαινόμενο μοναδικό για όλη την περιοχή μας. Αυτό πραγματοποιήθηκε από δυο πατριώτες μας προοδευτικούς με θέληση και τόλμη, που πραγματικά λάτρευαν το χωριό μας. Με την πρωτοβουλία λοιπόν του Παύλου Κώστα Δογάνη και του Τάκη Βασιλείου Μπουσιόπουλου και με ερανική χρηματική εισφορά συμπατριωτών μας είχε αγοραστεί μια γεννήτρια στην Αθήνα, η οποία μεταφέρθηκε με φορτηγό αυτοκίνητο στην κωμόπολη του Μετσόβου. Η μεταφορά της στο χωριό μας με ζώα ήταν αδύνατη, γιατί ζύγιζε συνολικά 130 οκάδες και γι’ αυτό ο ηλεκτρολόγος Γεώργιος Παπαγιάννης από το Κατάφυτο την αποσυναρμολόγησε.
Έτσι αποσυναρμολογημένη και φορτωμένη σε δυο μουλάρια του Απόστολου Μπούμπα μεταφέρθηκε στο χωριό, όπου τοποθετήθηκε μέσα σε ένα κτίσμα κατασκευασμένο πλάι στο νερόμυλο του χωριού. Λειτουργούσε με τη δύναμη που προερχόταν από την πτώση του νερού. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε το παλιό μυλαύλακο και μέσα από μια σιδερένια καρούτα πέφτοντας το νερό με δύναμη γύριζε τη φτερωτή που μετέδιδε τη κίνηση στη γεννήτρια με τη βοήθεια ιμάντα.
Το παραγόμενο ρεύμα δεν ήταν αρκετό για να χρησιμοποιηθεί και για οικιακή χρήση. Με αυτό τον τρόπο το χωριό μας ηλεκτροφωτίστηκε μέχρι το έτος του 1980. Οι λάμπες και τα γκαζοκάντηλα παραμένουν στην εφεδρεία για χρήση σε περίπτωση διακοπής ρεύματος και εκτός απ’ αυτό και για λόγους παραδοσιακούς. Στο χωριό μαζί με το ρεύμα ήρθε και ο πολιτισμός. Τα σπίτια εφοδιάστηκαν με ηλεκτρικά ψυγεία, ηλεκτρικά σίδερα σιδερώματος, ηλεκτρικά πλυντήρια και ηλεκτρικές κουζίνες.
Αυτό που τελικά έχει γράψει η ιστορία είναι το γεγονός ότι αυτό το παραδοσιακό και ορεινό χωριό είχε δει φως σε καιρούς που δεν είχαν φως αρκετά μεγάλα χωριά της πατρίδος μας. Η επιτυχία εκείνη παίρνει μεγαλύτερη σημασία σήμερα που η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργεί και χρηματοδοτεί προγράμματα για παραγωγή με άλλες μορφές (νερό, αέρα, ήλιο) ηλεκτρικής ενέργειας σαν αυτή που το χωριό μας από μόνο του είχε πετύχει πριν από 50 περίπου χρόνια.
Από το site της Λιπινίτσας (Ανθούσας Τρικάλων)
www.lipinitsa.gr