Ο Στράβων και οι Βλάχοι της Πίνδου

Στράβων, ΓεωγραφικάΕν κάμπτω τα μέσα του 84 έτους της ηλικίας μου προς το 85 και ησχολούμην περί το πότισμα του κηπαρίου της οικίας μου, ωλίσθησα και πεσών εις την μικράν αυλήν εκτύπησα την κεφαλήν μου και έπαθον εγκεφαλικήν διάσεισιν, ης ένεκα ο ιατρός μοι απηγόρευσε διανοητικήν εργασίαν κτλ. Αλλ' επειδή δεν θέλω να απουσιάσω από την επιστημονικήν εορτήν του καθηγητού κ. Φαίδωνος Κουκουλέ, τον οποίον τιμώ και αγαπώ πολύ, καταθέτω ενταύθα ολίγας σκέψεις περί του επί κεφαλής θέματος, το οποίον αποδίδει σαφέστερον η ερώτησις: «Είδεν ο Στράβων Βλάχους εις την Πίνδον ;»
Γνωρίζομεν αορίστως, ότι ο Στράβων αυτός προσωπικώς περιώδευσε την Πινδον, τα Καμβούνια, τον Όλυμπον και τας υπό τα όρη ταύτα εκτεινομένας χώρας, ας περιγράφει. Δεν εφρόντισε μεν κατά τινα τρόπον να δηλώση την παρουσίαν του εν ταις χώραις ταύταις, ως πράττει αλλαχού1. Αλλά μετά πλήρους πίστεως αποδεχόμεθα τας γεωγραφικάς ειδήσεις και διδασκαλίας του, αφορώσας εις μέρος της γης, όπερ έπεσκέφθη αυτός, ως δηλοί εν 117, 11:

«Ἐροῦμεν δὴ τὴν μὲν ἐπελθόντες αὐτοὶ τῆς γῆς καὶ θαλάττης, περὶ ἧς δὲ πιστεύσαντες τοῖς εἰποῦσιν ἢ γράψασιν. Ἐπήλθομεν δὲ ἐπὶ δύσιν μὲν ἀπὸ τῆς Ἀρμενίας μέχρι τῶν κατὰ Σαρδόνα τόπων τῆς Τυρρηνίας, ἐπὶ μεσημβρίαν δὲ ἀπὸ τοῦ Εὐξείνου μέχρι τῶν τῆς Αἰθιοπίας ὅρων...».

Τα χαρακτηριστικά των Βλάχων είναι:
α) Το όνομά των τούτο.
β) H λατινογλωσσία (βλαχογλωσσία) των.
γ) Η στολή των.
δ) Ο ποιμενικός και ημινομαδικός βίος των, διαμενόντων αλλαχού τον χειμώνα και αλλαχού το θέρος.

α) Το πρώτον γνώρισμα, ήτοι το όνομα Βλάχοι, ουδαμού των Γεωγραφικών του Στράβωνος απαντά, αγνοούμεν δ' αν είχε διαδοθή2 κατά τον χρονον, καθ' ον ο Στράβων εγνώρισε την Ελλάδα. Πιθανώς όχι.

O Στράβων εγεννήθη εν Αμασεία της Μικράς Ασίας τω 63 π.Χ., εγνώρισε δε την κυρίως Ελλάδα, πιθανώς ότε ήτο 34 ετών, τω 29 π.Χ. Τοτε εταξίδευσεν εις Ρώμην και Αίγυπτον και διήλθε δι' Ελλάδος, τότε το πρώτον, όσον γινώσκομεν. Εκ τούτου όμως δεν προκύπτει, ότι το όνομα Βλάχος ήτο άγνωστον τότε, αφ' ου τούτο ήτο από των Μακεδονικών χρόνων λαϊκή ονομασία εν Αιγύπτω των λιμιτανέων (οροφυλάκων), αλλ' ίσως ακόμη δεν είχε διαδοθή και γενικευθή.

Δεν είναι δε παράδοξον να είχε συμβή περί τους Βλάχους ανάλογον τι προς ο,τι λέγει ο Στράβων, 254, περί των Λευκανών, των Βρεττίων και των Σαυνιτών: «οὕτω δ' εἰσὶ κεκακωμένοι τελέως οὗτοι καὶ Βρέττιοι καὶ αὐτοὶ Σαυνῖται οἵ τούτων ἀρχηγέται, ὥστε καὶ διορίσαι χαλεπὸν τὰς κατοικίας αὐτῶν· αἴτιον δέ, ὅτι οὐδὲν ἔτι σύστημα κοινὸν τῶν ἐθνῶν ἑκάστου συμμένει, τά τε ἔθη διαλέκτων τε καὶ ὁπλισμοῦ καὶ ἐσθῆτος καὶ τῶν παραπλησίων ἐκλέλοιπεν, ἄλλως τε ἄδοξοι παντάπασίν εἰσιν αῖ καθ' ἕκαστα καὶ ἓν μέρει κατοικίαι». Av δε τοιαύτα τινα συνέβαινον περί τους ιστορικους τούτους λαούς, πολλώ περισσότερα ηδύναντο να συμβώσι περί τους αγνώστους Βλάχους3.

Προς τούτοις πρέπει να λάβωμεν προ οφθαλμών, ότι η Δακία δεν είχε κυριευθή ακόμη, ίνα ονομασθή Βλαχία, ούτε τα νότια της Αυστρίας ή άλλης τινός χώρας της Δυτικής Ευρώπης4 θα είχον προσλάβει βλαχικάς προσωνυμίας τόσον ενωρίς. Το όνομα δεν θα είχε διαδοθή άκόμη.
Αλλ', ως πιστεύω, το όνομα Βλάχος εσχηματίσθη εν Αιγύπτω κατά βάσιν υπό των αυτόσε ένεκα πείνης προσφευγόντων Εβραίων αποίκων, οίτινες ωνώμασαν εαυτούς γεωργούς (σημιτιστί φαλάχ), επειδή εγεώργουν τους παραμεθορίους αγρούς, ους ελάμβανον παρά του κράτους της Αιγύπτου προς ζωρκειαν, υποχρεούμενοι να προστατεύουν τα σύνορα της κρατικής χώρας. Τούτους διεδέχθησαν επί των Πτολεμαίων οι Έλληνες Μακεδόνες, οίτινες θα είχον μετακληθή κατά το πλείστον εξ Εορδαίας, πατρίδος των Πτολεμαίων, ως έρεισμα της δυναστείας και εκαλούντο οι παραμεθόριοι ούτοι άποικοι επισήμως μεν γεωργοί, λαϊκώς δε με το ήδη γνωστόν και διαδεδομένον εξ Αιγύπτου όνομα φαλάχ, αφ' ου όμως προσέθηκαν την ελληνικήν κατάληξιν -ος (φαλάχ-ος) και μετέβαλον το αρκτικόν δασύ φ εις το αντίστοιχον του μέσον β, ώστε εμόρφωσαν αυτό ως βαλάχος (πρβλ. Φάλακρος-Βάλακρος, Φερενίκη-Βερενίκη, κεφαλά-κεβαλά), όπερ εγένετο έπειτα Βλάχος (πρβλ. Βαλάσης - Βλάσης, Καρανίκος - Κρανίκος, μαλακός- (μ)βλάξ, Καραβάν-σαράϊ - Καρβασαράς)5.

Τον τύπον Βαλάχος εγνώρισαν έπειτα οι Ρωμαίοι, ότε τω 48 π.Χ. ο Πομπήϊος και μετ' αυτόν ο Καίσαρ ήλθον εις Αίγυπτον και κατέλαβον αυτήν, ο δε Οκταβιανός Αύγουστος τω 31 π.Χ. μετέβαλεν αυτήν εις Ρωμαϊκην επαρχίαν6. Έκτοτε εισάγεται εις την διοίκησιν του Ρωμαϊκού κράτους το όνομα Vlachus (όχι Blachus) και μεταρρυθμίζεται πιθανώς και ο θεσμός του αποικισμού ακτημόνων Ρωμαίων εις τας χώρας, ας κατελάμβανεν η Ρωμη επεκτείνουσα το κράτος της με ταύτα τα propugnacula imperii.

Μνείαν όμως του ονόματος των Βλάχων η παραμορφώσεις αυτού ευρίσκομεν πολύ ύστερον (π.χ. τον 8ον αι..), ότε δηλ. το Ρωμαϊκόν κράτος είχε διαλυθή προ πολλού, η δε Ρωμη δεν είχε την δύναμιν να υποτάσση χώρας εις τα δυτικά ή τα κεντρικά μέρη της Ευρώπης, ένθα ευρίσκομεν βλαχώδεις αναμνήσεις7. Επομένως αι αναμνήσεις αύται δέν προέρχονται εκ των πρώτων ετών της ρωμαϊκής επεκτάσεως, ότε τα λαϊκά praesidia propugnacula imperii εσχηματίζοντο εις τα σύνορα δι' αλλοίων αποικιών8, αλλ' ουχί πάλιν εκ των χρόνων της παρακμής.

Ακριβέστερον δεν δύναμαι να ορίσω τον χρόνον· λέγω όμως, ότι της Βρεταννίας και επομένως της Ουαλίας (= Βλαχίας) η άλωσις χρονολογείται από των χρόνων του Καίσαρος9 ότε δεν είχεν ακόμη γνωσθή εις τον ρωμαϊκόν κόσμον το όνομα Βλάχος και η εσωτερική έννοια αυτού, ως ξένου προς την ρωμαϊκήν πολιτείαν. Αφ' ότου δε εν τη εφαρμογή εγνώσθη η ιστορική πραγματική του σημασία, έκτοτε δεν εγκαθίσταντο εις τα σύνορα Ρωμαίοι πολίται, οσονδήποτε πτωχοί και αν ήσαν· επειδή η εν τη πολιτεία θέσις των Βλάχων ήτο κατωτέρα και του ατελεστάτου Ρωμαίου πολίτου, νομίζω. Το χρονικόν λοιπόν σημείον, καθ' ο οι παραμεθόριοι άποικοι (limitanei) ελαμβάνοντο έξω των Ρωμαίων πολιτών, είναι σπουδαίον ιστορικόν σημείον· έκτοτε οι limitanei ηδύναντο ακωλύτως να καλώνται Βλάχοι, έκτοτε εδόθη το όνομα εις τους Vallons (βλαχώνες) και εις την Ουαλίαν (= Βλαχίαν). Πάντα δε ταύτα μετά το 31 π.Χ., ότε οι Ρωμαίοι αφωμοίωσαν διοικητικώς την υποτεταγμένην Αίγυπτον και εγνώρισαν τους Βλάχους εκεί.

Εάν δ' αληθώς ο Στράβων εγνώρισε την Ελλάδα το πρώτον τω 29 π.Χ., δεν ήτο δυνατόν, λαμβανόμενον το όνομα Βλάχος, να διαδοθή εις την Πίνδον εντός δύο ετών, ώστε να ακούση αυτό ο Στράβων ως κύριον και μόνιμον όνομα του λαού των λατινογλώσσων Βλάχων.

β) Το δεύτερον γνώρισμα των Βλάχων, η λατινογλωσσία, αν όντως είναι, ως δέχομαι, αποτέλεσμα της ρωμαϊκής κυριαρχίας, αν δηλ. επεβλήθη κατά τινα τρόπον εις τους Βλάχους υπ' αυτής η εξοικείωσις προς την λατινικήν γλώσσαν, δεν ήτο δυνατόν να είχεν αποβή μόνη γλώσσα των εντός δύο ετών, ήτοι από του 31 π.Χ. μέχρι του 29 π.Χ., ότε εγνώρισε την Ελλάδα ο Στράβων. Άλλως ο Στράβων θα έλεγε τι περί της γλώσσης αυτών, ως κάμνει αλλαχού10.

γ) Τρίτον γνώρισμα είναι η στολή των Βλάχων. Αύτη διακρίνεται της των άλλων συνοίκων η γειτόνων. Πλην των εσωτερικών, συνήθως βαμβακερών «κατασαρκίων» ενδυμάτων, κατεσκευασμένων δια βαμβακίνης κλωστής λευκής κατ' οίκον εις τον αργαλειόν (ιστόν) υπό των γυναικών των Βλάχων, όλα τα άλλα, τα εξωτερικά ενδύματα είναι μάλλινα εξ υφασμάτων παχέων, υφαινομένων επίσης υπό των γυναικών κατ' οίκον. Φορούσι δ' αυτά πάντοτε, χειμώνος και θέρους. Ποικίλλονται και κοσμούνται δε δια «γαϊτανίων» ερυθρών (ή κυανών και πρασίνων), συρραπτομένων κατά κοσμητικά σχήματα σύνθετα, κυρίως εμπρός τα των ανδρών, των δε γυναικών και επί των νώτων. Η απεικόνισις και περιγραφή των ιδιορρύθμων ενδυμάτων τούτων είναι ειδικόν έργον, προς ο δεν είμαι αρμόδιος. Γυνή τις πρέπει να αναλάβη αυτό και δη και επειγόντως, επειδή η δύναμις της εξελίξεως και των διαφόρων επιδράσεων εις τον αιώνα του αυτοκινήτου και του ραδιοφώνου θα μεταβάλη ταχέως και ριζικώς την τε ανδρικήν και την γυναικείαν στολήν.

Πιστεύω, ότι η συντηρητικότης των Βλάχων εις σύμπαντα τον βίον αυτών επιτρέπει να πιστεύωμεν ισχυρώς, ότι η στολή των ανθρώπων τούτων είναι κατά παράδοσιν η αυτή από παναρχαίων χρόνων, επομένως δε θα την είχεν ιδεί και ο Στράβων, αν όντως είδε Βλάχους, και θα ηδύνατο να την μνημονεύση ως έπραξε περί άλλων λαών11 όχι άνευ εξαιρέσεων.

δ) Τέταρτον γνώρισμα των Βλάχων είναι ο ποιμενικός και ήμινομαδικος η μεταναστευτικός βίος των, διαμενόντων τον μεν χειμώνα εις πεδινά και σχετικώς θερμά εύκρατα μέρη, το δε θέρος εις δροσερά ορεινά, ένθα δεν ξηραίνονται αι νομαί των ποιμνίων. Τούτο γίνεται σήμερον ακόμη, των Βλάχων επιδιωκόντων να επιδημώσι μετά των ποιμνίων των εκεί, ένθα ακμάζουσιν αι βοσκαί, ήτοι εις τα ορεινά το θέρος, εις τα πεδινά δε τον χειμώνα.
Αυτό τούτο επιδιώκουσι και οι νομάδες, αλλ' ούτοι δεν έχουσι μόνιμον τινα κατοικίαν, ούδέ προσωρινήν, είναι ανέστιοι. Οι πεδινοί κατοικούσιν επί των αμαξών των, είναι αμάξοικοι, και θα κοιμηθώσι καθ' εκάστην εκεί, όπου θα εύρη αυτούς μετά των ποιμνίων των η νυξ. Τρέφονται δε εκ του γάλακτος, του τυρού και του κρέατος αυτών. Όσοι δεν κατοικούν επί αμαξών έχουσι σκηνάς, είναι σκηνίται, ότε συμπίπτουσι νομάδες και σκηνίται12.

Άλλοι είναι οι δια διαφόρους λόγους εγκαταλείποντες την πατρίδα των και πηγνύοντες αλλαχού πατρίδα. Ούτοι δεν είναι νομάδες ούτε σκηνίται, αλλά «μετανάσται»13.

Μεταναστεύουσι δε είτε εφάπαξ, εγκαταλείποντες την πρώτην πατρίδα, η κατ' επανάληψιν δι' ωρισμένους λόγους και εν ωρισμένη εποχή του έτους συνήθως.

Τοιούτοι μετανάσται σήμερον είναι οι Βλάχοι των ορέων, κυρίως της Πίνδου και του Ολύμπου, ων αι πατρίδες ευρίσκονται εις υψηλόν και ψυχρόν υψόμετρον. Ούτοι κατά το θέρος και το έαρ κατοικούσιν επί ψυχρών ορέων, εν ω κατά τον χειμώνα εγκαταλείπουσι τα ορεινά και ψυχρά χωρία των, ίνα καταβώσι και διαχειμάσωσι μετά των ποιμνίων των εις πεδινά και θερμότερα χωρία. Ούτω π.χ. οι κάτοικοι της ορεινής κώμης Σαμαρίνης κατά τον χειμώνα κλειδώνουν τας οικίας των και, αφίνοντες ως φύλακας αυτών 4-5 άνδρας, κατέρχονται εις ευκρατέστερα και θερμότερα χωρία, ένθα ενοικιάζουσι κατοικίας δι' εαυτούς και βοσκάς δια τα ποίμνιά των.
Οι Βλάχοι ούτοι είναι «μετανάσται»14.

Ο Στράβων δις ονομάζει τους Περραιβούς μετανάστας.

α) 61,21 : «καὶ αὐτοὶ δὲ Περραιβοὶ μετανάσται τινές· πλήρης δέ ἐστι τῶν τοιούτων παραδειγμάτων ἡ νῦν ἐνεστῶσα πραγματεία, τινὰ μὲν οὖν καὶ πρόχειρα τοῖς πολλοῖς ἐστιν· αἱ δὲ τῶν Καρῶν καὶ Τρηρῶν καὶ Τεύκρων μεταναστάσεις καὶ Γαλατῶν, ὁμοῦ δὲ καὶ τῶν ἡγεμόνων οἷ ἐπὶ πολὺ ἐκ τοπισμοὶ Μάδυός τε... οὐχ ὁμοίως ἐν ἑτοίμῳ πᾶσίν εἰσιν».
β) 434,12 : «ἡ δὲ Πίνδος ὄρος ἐστὶ μέγα, πρὸς ἄρκτον μὲν τὴν Μακεδονίαν, πρὸς ἑσπέραν δὲ Περραιβούς μετανάστας ἀνθρώπους (ἔχον), πρὸς δὲ μεσημβρίαν Δόλοπας, (πρὸς ἔω δὲ..) αὕτη δ’ ἐστὶ τῆς Θετταλίας· ἐπ’ αὐτῇ δὲ τῇ Πίνδῳ, ᾤκουν Τάλαρες Μολοττικὸν φῦλον, τῶν περὶ τὸν Τόμαρον ἀπόσπασμα, καὶ Αἴθικες, (εἰς) οὓς ἑξελαθῆναί φησιν ὑπὸ Πειρίθου τοὺς Κενταύρους ὁ ποιητής, ἐκλελοιπέναι δὲ νῦν ἱστοροῦνται». O Στράβων ενταύθα υπονοεί τον Όμηρον, Ιλ. Β, 738: «Οἳ δ᾽ Ἄργισσαν ἔχον καὶ Γυρτώνην ἐνέμοντο | Ὄρθην Ἠλώνην τε πόλιν τ᾽ Ὀλοοσσόνα λευκήν, | τῶν αὖθ᾽ ἡγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης | υἱὸς Πειριθόοιο τὸν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς· | τόν ῥ᾽ ὑπὸ Πειριθόῳ τέκετο κλυτὸς Ἱπποδάμεια | ἤματι τῷ ὅτε Φῆρας ἐτίσατο λαχνήεντας, | τοὺς δ᾽ ἐκ Πηλίου ὦσε καὶ Αἰθίκεσσι πέλασσεν· | οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε Λεοντεὺς ὄζος Ἄρηος...».

Θα ήτο κατά την γνώμην μου μάταιον έργον το να επιχειρήση τις σήμερον να διακρίνη διαφοράς φυλετικάς μεταξύ των σημερινών κατοίκων των ορέων της οριζομένης χώρας. Ο παρελθών μακρός χρόνος και αι κοιναί ιστορικαί τύχαι των ορεινών τούτων λαών αφωμοίωσαν αυτούς και παρήγαγον λαόν ενιαίον, ενέχοντα εν λανθανούση καταστάσει στοιχεία Αιθίκων ή Ταλάρων κλ. της παλαιάς καταγωγής δυσδιάγνωστα η αδιάγνωστα, ώστε δεν δυνάμεθα να διακρίνωμεν απογόνους των Αιθίκων ή των Δολόπων ή των Ταλάρων κλ.

Μονοι είναι διακριτοί οι Περραιβοί δια τον ιδιάζοντα βίον των· είναι μετανάσται. Αλλά μετανάσται εις τα αύτά μέρη είναι σήμερον οι Βλάχοι. Τι εμποδίζει να ταυτίσωμεν τους δύο λαούς; Ευρίσκονται εις τα αυτά όρη και εις την πεδιάδα της Θεσσαλίας. Ο Στράβων ουδενός άλλου λαού το όνομα αναφέρει τόσον συχνά όσον το των Περραιβών είς τε τα όρη και τας πεδιάδας· διότι ένεκα του μεταναστευτικού χαρακτήρος αυτών, ευρίσκονται πολλαχού και επί των ορέων και επί των πεδιάδων. Τινές εκ των κατερχομένων εις τας πεδιάδας προσαρμόζονται προς το εν αυταίς περιβάλλον, αγοράζουσιν οικίας, νυμφεύουσι τα τέκνα των, γηράσκουσιν, αρέσκονται εις τον εκεί βίον, εκπαιδεύουσι τα τέκνα των και έπειτα δεν δύνανται να αποχωρισθώσιν από του εν ταις πεδιάσι βίου και του περιβάλλοντος και μένουσιν εκεί μονίμως. Ούτω γίνεται εις την εν τη Δυτική Μακεδονία πατρίδα μου Βλάστην (το Βλάτσι), ένθα τώρα οι διοικούντες την κοινότητα είναι απόγονοι Βλάχων εγκαταμεινάντων ή προς εκπαίδευσιν των τέκνων των ή δια γήρας ή δι' ασθένειαν ή και δια συνήθειαν και προτίμησιν του βίου των πεδινών μερών. Ούτω συνέβη να σπουδάζη ιατρικήν υιός Βλάχου, ότε και εγώ ήμην ήδη φοιτητής του Πανεπιστημίου.

Ηρωτήσαμεν ανωτέρω, τι εμποδίζει να ταυτίσωμεν τους Περραιβούς και τους Βλάχους· λοιπόν απαντώμεν, ότι εμποδίζει η γλώσσα, ην ομιλούσι τώρα οι Βλάχοι.

Δεν γνωρίζομεν τίνα γλώσσαν ωμίλουν πάλαι οι Περραιβοί. Πιστεύομεν, ότι ωμίλουν την Ελληνικήν. Η λατινογενής γλώσσα, ην έχουν σήμερον οι Βλάχοι, επεδήμησεν εις την Μακεδονικήν ή Ηπειρωτικήν ή Θεσσαλικήν κοινήν ορεινήν ή την πεδινήν χώραν επί της Ρωμαιοκρατίας, ήτοι μετά το 168, και δη και το 146 π.Χ.15 . Τότε υπετάχθησαν πλήρως οι Μακεδόνες. Η ελληνική γλώσσα δε ήτο, ως πιστεύομεν, γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων, ων οι βασιλείς, αι εορταί, οι μήνες έχουσιν από παναρχαίων χρόνων ελληνικά ονόματα. Ούτε θα ήτο η Θεσσαλική διάλεκτος τόσον καθαρώς ελληνική, αν η Μακεδονική ήτο βάρβαρος. Ελληνικήν λοιπόν γλώσσαν έδει να ομιλούν και οι Περραιβοί προ της Ρωμαιοκρατίας16.

Προσέλαβον έπειτα την λατινικήν ή λατινογενή γλώσσαν και ονομασίαν επί της Ρωμαιοκρατίας, ως περιέγραψα ανωτέρω και αλλαχού17.

Οι Έλληνες δηλ. των υποταχθεισών ελληνικών χωρών εστρατεύοντο 18ετείς η 20ετείς και διετέλουν εστρατευμένοι επί 20 έτη εις τους λεγεώνας ή 25 εις τα Auxilia, διαμένοντες συνήθως έξω και μακράν της πατρίδος των, εις τας ακραίας συνήθως χώρας του παγκοσμίου ρωμαϊκού κράτους, μετ' αλλοφύλων και αλλογλώσσων συστρατιωτών του αυτού ρωμαϊκού κράτους εν τω αυτώ λεγεώνι, ώστε να έχωσιν ανάγκην άμεσον εν πάση ώρα κοινής συνεννοήσεως μετά των συστρατιωτών, ήτις ήτο δυνατή μόνον δια της γλώσσης του κράτους, δι' ης εγίνετο και η στρατιωτική εκπαίδευσις υπό των αξιωματικών, όντων Ρωμαίων. Πολλοί δε εξ ορεινών και αγόνων τόπων καταγόμενοι στρατιώται, ευρισκόμενοι εστρατευμένοι μακράν της πατρίδος εις χώρας ευφόρους, ας ενδεχομένως είχον αγαπήσει, αν μάλιστα είχον εκεί νυμφευθή και γεννήσει τέκνα, κατέμενον εκεί, απολυόμενοι εκ του στρατού, και ελάμβανον κλήρον γης ως praemia militiae. Άλλοι όμως υπηρέτουν επί των ορέων, τηρούντες εκεί την τάξιν και ασφάλειαν της τε χώρας εν γένει και μάλιστα των οδών και της συγκοινωνίας. Κατά την διάρκειαν δε της εικοσαετίας, εξεμάνθανον την λατινικήν γλώσσαν ως όργανον γενικής συνεννοήσεως και εγίνοντο λατινόγλωσσοι, ως εγίνοντο και οι κάτοικοι της χώρας, άνδρες και γυναίκες, μεθ' ων συνέζων (π.χ. εν Δακία). Είναι δε δευτερεύον ζήτημα, αν η λατινογλωσσία αύτη επήρχετο εις την δευτέραν, την τρίτην ή την τετάρτην γενεάν ή στρατολογίαν.
Τοιουτοτρόπως έγιναν και οι Περραιβοί λατινόγλωσσοι18.
Εάν δε όντως τω 29 π.Χ. ήλθεν ο Στράβων εις τας Ελληνικάς χώρας, μόλις 2 έτη είχον παρέλθει από της ημέρας, καθ' ην είχε γίνει Provincia Romana η Μακεδονία.

Αλλά και πεντήκοντα έτη αν είχον παρέλθει από της πρώτης καταλήψεως της Μακεδονίας και Θεσσαλίας υπό των Ρωμαίων, πάλιν δεν θα ήσαν αρκετά, ίνα διαδοθή και εντοπισθή η λατινική γλώσσα και αποβή οικογενειακή των Περραιβών γλώσσα. Θα εχρειάσθη να παρέλθωσιν 150 έτη και ίσως περισσότερα, ίνα γίνη αύτη μητρική και οικογενειακή, εκλίπη δε η ελληνική.
Επομένως οι ορεινοί κάτοικοι της Πινδου, του Ολύμπου και των Καμβουνίων, οι μεταναστεύοντες μετά των ποιμνίων των τον χειμώνα εις ευκραέστερα, πεδινώτερα κλίματα, οι φέροντες πάλαι το όνομα Περραιβοί, δεν είχον ακόμη προσλάβει την λατινογενή βλαχικήν γλώσσαν, ότε έζη ο Στράβων και έγραφε την εικόνα της ανθρωπογεωγραφίας των ημερών του.
Αναμφιβόλως δε και το όνομα Βλάχος δεν θα είχε κατανοηθή ούτε διαδοθή ακόμη εις τας νεοκτήτους χώρας του Ρωμαϊκού κράτους, ώστε οι Περραιβοί θα διετήρουν ακόμη το παλαιόν τούτο όνομά των και δεν θα ειχον ονομασθή ακόμη Βλάχοι.

 

Α. Δ. ΚΕΡΑΜΟΠΟΥΛΛΟΣ
Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Έτος ΚΓ, 65-73.
Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών, 1953
πηγη: Ιδρυματικό Αποθετήριο Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

 

1. Πρβλ. 200, 2. 223, 6. 478, 10. 499, 18. 547, 15-16. 557, 33. 560, 38. 561, 39. 568, 2. 706, 45. 719, 73. 733, 15. 757, 24. 774, 15. 775, 15. 816. 837, 20.
2. Όρα διάλεξίν μου γενομένην εν τη Εταιρ. Μακεδονικών Σπουδών εν Θεσσαλονίκη τω 1952, εν Μακεδονική λαϊκή Βιβλιοθήκη αριθ. 7, σελ. 10, 12, 13 εξ.
3. Πρβλ. και Στράβ., 285, 10.
4. Όρα Zeitschrift für Ortsnamenforschung (= ZONF), I, 1925, σελ. 51 εξ., 91 εξ.
5. Όρα Χατζηδάκιν, εν Αθήνα, τομ. 22, 1910, σελ. 253 εξ.
6. Όρα και Μακεδονική λαϊκή βιβλιοθήκη αριθ. 7, Κεραμοπούλλου, Αρχαία Ιστορία των Εβραίων κλ., σελ. 15 εξ.
7. Όρα ZONF, I, 1925, σελ. 51 εξ., 91 εξ.
8. Όρα Ρau1y - Wissοwa, RE, άρθρ. ager publicus, colonia (Kοrnemann). Bερτολίνη - Λάμπρoυ, Ρωμαϊκή Ιστορία, τομ. Α', 1893, σελ. 378 εξ.
9. Caesar, De Bel. Gall., V, 10-23.
10. Πρβλ. 101. 102. 138. 139, 6. 151, 15. 176, 1. 186, 12. 189, 2. 231, 4. 305. 327. 333. 492 - 494. 498, 16. 500, 3, 5. 501, 1. 503, 6. 528, 5. 533, 1, 2. 534, 2. 542, 4. 565, 6. 572, 3. 661, 27-28. 662 εξ . 663. 678, 23. 679, 26.
11. Όρα 164, 17. 167, 20. 168, 1. 196, 3. 197, 5. 202, 2. 225, 7. 500, 3. 506, 8. 520. 525, 9. 526, 9. 530, 12. 712, 58 (guelebia) 719, 71. 734, 19. 746, 20. 784, 26. 822, 3. 828, 7. 831, 11.
12. Όρα κεφ. 4, 6. 33, 27. 39, 32 (και σκηνίται). 75, 17. 126, 26 (αμάξοικοι). 130, 32 (σκηνίται). 170, 5. 175, 11. 291, 3. 300, 7. 302, 9. 303, 9. 306, 17. 307, 17 (βίος, διαμονή, τροφή). 311, 6. 492, 2. 493, 2, 3. 494, 4. 500, 5. 502, 5. 506, 8. 507, 2. 508, 7. 509, 2. 511, 1, 2, 3. 513, 7. 515, 2, 10 (νέμονται νομάδες). 517, 2. 550, 22. 553, 2. 747, 26. 748, 27 - 28. 749, 12. 753, 11. 765, 1. 767, 2. 770, 7. 772, 13. 775, 17. 776, 18. 777. 787. 821, 1 - 2. 828, 7. 832, 15. 833, 15. 837, 22. 839, 24. Άξιον παραθέσεως δια την περιγραφικήν του αρτιότητα είναι εκ των ανωτέρω χωρίων το 307, 17 περί των νομάδων της νοτίου Ρωσίας υπέρ την Μαιώτιν : «τῶν δὲ νομάδων αἱ σκηναὶ πιλωταὶ πεπήγασιν ἐπὶ ταῖς ἁμάξαις, ἑν αἷς διαιτῶνται· περὶ δὲ τὰς σκηνὰς τὰ βοσκήματα, ἀφ’ ὧν τρέφονται καὶ γάλακτι καὶ τυρῷ καὶ κρέασιν· ἀκολουθοῦσι δὲ ταῖς νομαῖς μεταλαμβάνοντες τόπους ἀεὶ τοὺς ἔχοντας πόαν, χειμῶνος μὲν ἑν τοῖς ἕλεσι τοῖς περὶ τὴν Μαιῶτιν, θέρους δὲ καὶ ἔν τοῖς πεδίοις». Πρβλ. και τα χωρία 2, 962. 300, 7.
13. Όρα. Στράβ., 61, 19 (μετανάσται, μεταναστάσεις), 187, 13 (απαναστάσεις), 196, 2 (μεταναστάσεις), 201, 5 (εκτοπισμός), 291, 3 (μετανέστησε, μεταναστάσεις), 365, 5 (μετανέστησαν), 434, 12 (μετανάστας), 440, 19 (απανέστησαν), 465, 5. 515, 3 (μετανάσται και ληστρικοί), 539, 9 (αναστάτους ποιείν), 572, 4 (μεταναστάσεις γίνεσθαι), 621, 3 (έθνος ταχύ προς απαναστάσεις), 627, 6 (τους εν Τροία μεταναστάντας εις Συρίαν), 670, 4 (μετωκίσθησαν εις Σελεύκειαν), 681 (η μετανάστασις), 829, 8 (μετανάστας λωτοφάγους), 833, 15 (πλάνητα και μετανάστην βίον ζην = νομάδας είναι). Πρβλ. προσέτι 442, 21 (μεταστάσεις και μεταλλάξεις των πολιτών), 446, 4 (ανασπασθέντες ενθένδε), 445, 3 (εις Μακεδονίαν μεταστήναι), 447, 8 (αποικίας έστειλαν), 451, 4 (την νεωτέραν Πλευρώνα συνώκισαν, αφέντες την παλαιάν), 321, 2 (εκβαλόντες τούτους -τους Λέλεγας- οι Ίωνες, αυτοί την χώραν κατέσχον, έτι δε πρότερον οι την Τροίαν ελόντες εξήλασαν τους Λέλεγας εκ των τόπων) κλ.
14. Περί αυτών έγραψεν ο Ηammond, Annual of the British School at Athens, XXXII, 1931 - 1932, σελ. 140 (πρβλ. και Βeguignon, La Vallée de Spercheios, 1937, σελ. 145. Ηπειρωτ. Χρονικά, 9, 1934, σελ. 162, 251. Ηeurtley, Prehist. Macedonia, 1939, 131. Κεραμοπούλλου, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, σελ. 88 - 94), ότι και κατά την εποχήν του χαλκού έζων «νομαδικοι» πληθυσμοί επί της Πινδου, καθ' ον τρόπον οι Κουτσόβλαχοι· συνεφώνησα δε και εγώ (ε.α.), πιστεύων, ότι η φύσις των ορέων ή της χώρας εν γένει και του κλίματος παράγει τον ιδιάζοντα βίον. Οι φυσικοί νόμοι ρυθμίζουν τον βίον των ανθρώπων πανταχού, χωρίς να είναι ανάγκη μιμήσεως του ενός υπό του άλλου, εφ' όσον διατηρείται η αυτή κτηνοτροφία. Όρα και Ηaufe, Vierteljahrschrift für Südosteuropa, 3, 1939, 122 (πρβλ. Στράβ., 307, 18. 311, 6. 829, 8. Ηerbert Louis, Albanien, Stuttgard 1927. Ιορδάν., Γετ., κεφ. 5, παρ. 37. Πορφυρογ., ΙΙΙ, 74 : «ὅτι καὶ οἱ Πατσινακΐται ἐκεῖθεν τοῦ Δανάπρεως ποταμοῦ μετὰ τὸ ἔαρ διέρχονται, καὶ ἀεὶ ἐκεῖσε καλοκαιρίζουσι». O Marquart, εν Isvestia ή Bullet. de l' Inst. Russe a, Constantinople, τόμ. XV, 1911, Sofia, λέγει: «Bekanntlich pflegen die nomaden im Sommer, wenn die Steppe verdorrt, die Weiden an den Quellen der Flüsse Aufzusuchen». Και εν βορείω Αλβανία το γένος Hoti διαχειμάζει εις την κοιλάδα Mati μετά των ποιμνίων του· πρβλ. Leipz. Vierteljahrschrift für Südosteuropa, 4, 1940, σελ. 82. Αλλά και άλλα ποιμενικά φύλα εν Αλβανία ποιούσιν ανάλογον αλλαγήν διαμονής χάριν των ποιμνίων, ως εκθέτει ο Η. Louis εν τω βιβλίω του «Albanien».
15. Κεραμοπούλλου, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, σελ. 80 εξ.
16. Όρα Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, σελ. 68, Πολυβ. Δεν εκτείνομαι εις το ζήτημα περί των άλλων ορεινών φυλών της Πινδου, τας οποίας ο Beloch, εν Griech. Gesch.", 12, I, σελ. 60 εξ., παραπέμπει εις το βασίλειον των μύθων μετά των Κενταύρων, των Αμαζόνων και των Λαπιθών (σελ. 64). 17. Π.χ. Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, σελ. 80 εξ. Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες, σελ. 190, σημ. (Μακεδονική λαϊκή βιβλιοθήκη αριθ. 7). Αρχαία ιστορία των Εβραίων, η Αίγυπτος και οι Βλάχοι, όπερ είναι διάλεξίς μου του 1952 εν τη μεγάλη αιθούση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών εν Θεσσαλονίκη.
18. Πρβλ. Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, σελ. 65 εξ., 77 εξ., 80 εξ., 83 εξ., 86 εξ., 93 εξ., 95 εξ., 100.

Αναζήτηση