«Το όνομα Πίνδος φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε χωρίς μεγάλη σαφήνεια, μερικές φορές για σημαντική έκταση της οροσειράς και περιστασιακά μόνο για κάποιο βουνό ή ομάδα βουνών…»*.
Έως και τον 20ο αιώνα οι μετακινήσεις μεταξύ των ανατολικών και δυτικών περιοχών της ελλαδικής χερσονήσου, ιδίως στο βόρειο τμήμα της, εμπεριείχαν πάντα ένα στοιχείο περιπέτειας. Συγκεκριμένα η μετάβαση από τις ανοιχτές κοιλάδες της Μακεδονίας και του Θεσσαλικού κάμπου προς τη Δυτική Ελλάδα προσέκρουε σε ένα συμπαγές ορεινό τείχος η διάσχιση του οποίου συνιστούσε ορειβατική προσπάθεια. Μέχρι την δεκαετία του 1930, που κατασκευάστηκε ο πρώτος αυτοκινητόδρομος[1], οι ταξιδιώτες ήταν αναγκασμένοι να διασχίζουν τις ορεινές κοιλάδες αυτών των βουνών, πάντα κατά μήκος κακοτράχαλων παραποτάμιων οχθών, προκειμένου να προσεγγίσουν την ζώνη των πηγών τους κάτω από τις κορυφές αναζητώντας τον αυχένα που θα τους εξασφάλιζε το πέρασμα στην άλλη πλευρά.
Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών. Ωστόσο το φθινόπωρο και την άνοιξη τα ρυάκια μεταβάλλονταν σε αδιαπέραστα ποτάμια ενώ το χειμώνα το χιόνι σκέπαζε τα πάντα στα ψηλότερα σημεία. Φρόνιμο ήταν λοιπόν ο οδοιπόρος να ακολουθήσει τις καθορισμένες από αιώνες διαδρομές. Μόνο αυτές διέθεταν ένοπλες φρουρές και καταλύματα για την προστασία του από τις κακές καιρικές συνθήκες και τους ληστές καθώς και ανθρώπους ικανούς να τους οδηγήσουν μέσα από τις χιονισμένες διαβάσεις. Κάθε απόκλιση επομένως από αυτές τις συγκεκριμένες διαδρομές ήταν επικίνδυνη, συχνά δε μοιραία για τους ταξιδιώτες.
Οι δυσκολίες προσπέλασης αυτών των βουνών αποτελούν συμβολικό στοιχείο της ταυτότητάς τους δεδομένου ότι συνιστούν τη κύρια αιτία ένταξης τους στις αφηγήσεις γεωγράφων, συγγραφέων, περιηγητών και ιστορικών κάθε εποχής. Στην πραγματικότητα αυτό το στοιχείο αποτελεί μία από τις συνέπειες που παρήγαγε η τεκτονική διάταξη του συγκεκριμένου ορεινού συστήματος: διχοτομώντας κάθετα την ελλαδική χερσόνησο, πέραν των δυσχερειών που προκαλούσε στις επικοινωνίες, συνιστούσε ουσιαστικό εμπόδιο στην εξέλιξη των ηγεμονιών που αναπτύχθηκαν ανά τους αιώνες στην περιοχή, συμβάλλοντας έτσι στην διαμόρφωση της ιστορικής και πολιτισμικής φυσιογνωμίας των κεντρικών και βόρειων περιοχών του ελλαδικού χώρου.
Σύμφωνα με την επικρατούσα γεωγραφική αντίληψη αυτά τα βουνά συνιστούν το ορεινό σύστημα της Πίνδου. Πέραν αυτής της άποψης ωστόσο είναι αναγκαία η επισήμανση ότι πίσω από τις αναγνώσεις αυτού του γεωγραφικού προσδιορισμού υποκρύπτεται συχνά μία ασάφεια. Αρκεί η αναζήτηση μίας τοπογραφικής ερμηνείας για να αντιληφθούμε ότι αυτή η ονομασία αναφέρεται σε μία ορεινή περιοχή τα όρια της οποίας εμφανίζουν σημαντικές αποκλίσεις ανά τους αιώνες.
Κατά αρχήν θα πρέπει να επισημάνουμε ότι για τους ίδιους τους κατοίκους της οροσειράς πρόβλημα κοινού ονοματολογικού προσδιορισμού του χώρου τους δεν υφίστατο. Μόλις πρόσφατα «αντιλήφθηκαν» ότι κατοικούν στην Πίνδο. Μερικές δεκαετίες νωρίτερα η ονομασία αυτή ήταν κτήμα μόνο των μορφωμένων και παντελώς άγνωστη για την πλειοψηφία των κατοίκων της οροσειράς[2]. Η επισήμανση αυτή αποκαλύπτει μία διάσταση της αντίληψης του γεωγραφικού χώρου μεταξύ των τοπικών πολιτισμών και της λόγιας παράδοσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κάτοικοι της Πίνδου ποτέ δεν θεώρησαν τα βουνά πάνω στα οποία κατοικούσαν ως ενιαίο ορεινό σύστημα, δεν αξιολόγησαν δηλαδή αυτόν τον χώρο με κριτήρια μιας συνολικής γεωγραφίας ή μιας πολιτικής ενότητας, ούτε διατύπωσαν την αναγκαιότητα προσδιορισμού της ταυτότητάς τους, κάτω από μία κοινή γεωγραφική ονομασία. Αντίθετα γι’ αυτούς το κάθε διακριτό σύμπλεγμα βουνών της οροσειράς ήταν και είναι ένας αυτοτελής ορεινός όγκος συνάμα δε και διαφορετικός τόπος[3], στον οποίο διέμεναν και διακινούνταν και άρα αυτός ήταν ο πεπερασμένος χώρος, με το περιεχόμενο της δικής τους ζωής.
Από την άλλη πλευρά λόγιοι και περιηγητές προγενεστέρων εποχών γνώριζαν καλά ότι η ορεινή ζώνη που διαχωρίζει την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου από τις αντίστοιχες περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, συμπίπτει ως ένα βαθμό με την Πίνδο των αρχαίων γεωγράφων, αν και ούτε οι ίδιοι είχαν ακριβή επίγνωση των ορίων της[4]. Συνήθως με αυτήν την ονομασία περιέγραφαν την ορεινή ζώνη που ξεκινάει βορείως των Αγράφων και τελειώνει στον Γράμμο κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Τα ανατολικά όρια της είναι σαφέστατα καθώς το ορεινό τοπίο διαδέχονται με ξεκάθαρο τρόπο οι λόφοι της Μακεδονίας είτε ο Θεσσαλικός κάμπος, ενώ τα δυτικά της όρια παραμένουν σχετικά ασαφή δεδομένης της συνέχειας του ορεινού ανάγλυφου με σημαντικές ορεινές προεκτάσεις που ξεχωρίζουν από την βασική οροσειρά είτε μέσω ενός ορεινού αυχένα είτε μέσω μίας πολύ στενής ορεινής κοιλάδας. Αυτή η αοριστία έλαβε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στις σύγχρονες γεωγραφικές πραγματείες που, αναπαράγοντας αντιλήψεις των διοικητικών μηχανισμών, προσδίδουν στην οροσειρά διαστάσεις αποκλίνουσες από την ιστορική και γεωλογική της διάσταση. Γεωλογικά η οροσειρά της Πίνδου αποτελεί μία συνέχεια των Δειναρικών Άλπεων που κυριαρχούν σε όλη την δυτική ζώνη της Βαλκανικής Χερσονήσου, της οποίας ως βόρειο άκρο της μπορεί να οριστεί το οροπέδιο της Κορυτσάς στην νοτιοανατολική Αλβανία και ως νοτιότερο σημείο της ο Κορινθιακός κόλπος. Όλο αυτό το ατελείωτο σύμπλεγμα βουνών, κορυφών, υψιπέδων, κοιλάδων και φαραγγιών που διασχίζει την ηπειρωτική Ελλάδα με κατεύθυνση Β.Δ-Ν.Α έχει μήκος που υπερβαίνει τα 150 χιλιόμετρα ενώ καταλαμβάνει μία έκταση 9.000.000 περίπου με το σύνολο των κορυφών της να ξεπερνά τα 2000 μέτρα και να φθάνουν μέχρι τα 2637 μέτρα η ψηλότερη[5]. Οι σύγχρονες γεωγραφικές αναφορές αν και ταυτίζουν το προαναφερόμενο ορεινό σύστημα με την Πίνδο συχνά ορίζουν ως την βορειότερη προέκτασή του το όρος Γράμμος επί της ελληνοαλβανικής μεθορίου και όχι τα γεωλογικά του όρια που εντοπίζονται στο οροπέδιο της Κορυτσάς. Δεν μπορούμε εδώ να μην αναγνωρίσουμε μία αντίληψη η οποία διαπνέεται από την έννοια ενός εθνικού χώρου οι γεωγραφικές διαστάσεις του οποίου ορίζονται βάση μίας χωροχρονικής οπτικής που διαμορφώνεται μέσα από συγκεκριμένη εθνική ιδεοληψία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μία άκριτη, συχνά δε ατυχή επαναφορά αρχαίων ονομασιών. Συνεπώς τόσο η ονομασία Πίνδος όσο και οι ονομασίες Τύμφη, Λύγκος, Λάκμος, Κερκέτιον, κ.λ.π. που φέρουν οι επιμέρους ορεινοί όγκοι που συγκροτούν ή πλαισιώνουν την μεγάλη οροσειρά, αποτελούν κληρονομιά της λόγιας παράδοσης που επιβλήθηκε μέσω των διοικητικών και εκπαιδευτικών μηχανισμών επιτείνοντας έτσι μία υπαρκτή εδώ και αιώνες σύγχυση αναφορικά με αυτόν τον χώρο[6].
Η ασάφεια αυτή αποτέλεσμα, όπως ήδη αναφέραμε, πολλαπλών ερμηνειών και συγκεκριμένων ιδεοληψιών αποτέλεσε επαρκή λόγο για τη διερεύνηση και την εκ νέου μελέτη των αρχαίων και μεσαιωνικών πηγών προκειμένου να επιτευχθεί μία ακριβέστερη αντίληψη των ανθρωπογεωγραφικών διαστάσεων της οροσειράς στην διαχρονία τους.
Σκοπός αυτής της αναδίφησης δεν είναι να προσδιοριστούν με πλήρη ακρίβεια οι γεωγραφικές συντεταγμένες της, άλλωστε αυτές δεν διευκρινίστηκαν ποτέ, αλλά να θέσει ένα ζήτημα ιστορικής και γεωγραφικής δεοντολογίας για τους ερευνητές και τις αναφορές στην Πίνδο.
ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙOY ΚΟΣΜΟΥ.
Γεωγραφικές και εθνολογικές επισημάνσεις
Οι γεωγραφικές και εθνολογικές επισημάνσεις των αρχαίων γεωγράφων είναι σημαντικότατες για το θέμα του προσδιορισμού της οριοθέτησης και της χρήσης των όρων. Είναι άλλωστε αυτοί που μας κληρονόμησαν την ονομασία Πίνδος, συνεπώς οι αναφορές τους στην οροσειρά εκφράζουν πιστότερα το γεωγραφικό της στίγμα. Βασική πηγή πληροφόρησης παραμένει πάντα ο Στράβωνας και το έργο του «Γεωγραφικά», εφόσον αποτελεί την πιο πλούσια και ολοκληρωμένη αρχαία πηγή αναφορικά με την οροσειρά της Πίνδου[7]. Σημαντικές ωστόσο είναι και οι πληροφορίες που εντοπίζονται σε έργα διαφόρων αρχαίων συγγραφέων σχετικά με την περιοχή. Άλλωστε ο ίδιος ο Στράβωνας αντλεί συχνά τις πληροφορίες του από έργα προγενέστερων Ελλήνων συγγραφέων[8] και αυτό σημαίνει ότι οι αναφορές του στην Πίνδο αντανακλούν τις εθνολογικές και γεωγραφικές αντιλήψεις της κλασσικής αρχαιότητας ή και προγενέστερων εποχών, παρά την πραγματικότητα της εποχής του (1ος αιώνας μ.Χ.) στην οποία, όπως ο ίδιος αναφέρει κατηγορηματικά, η εθνολογική κατάσταση στην οροσειρά είχε μεταβληθεί ριζικά. Εντούτοις η παράθεση από τον Στράβωνα προγενεστέρων πηγών προσφέρει τη δυνατότητα μίας συνολικής προσέγγισης των αντιλήψεων της αρχαίας γραμματείας αναφορικά με την Πίνδο.
Επιχειρώντας μία αναδίφηση του έργου του αρχίζουμε με την παράθεση ενός αποσπάσματος ενδεικτικού της αντίληψής του για την ορεινή ζώνη, που ξεκινάει από τα σημερινά Ελληνοαλβανικά σύνορα και καταλήγει στην Στερεά Ελλάδα, « Ἡ δ᾿ Ὀρεστὶς πολλὴ καὶ ὄρος ἔχει μέγα μέχρι τοῦ Κόρακος τῆς Αἰτωλίας καθῆκον καὶ τοῦ Παρνασσοῦ περιοικοῦσι δ᾿ αὐτοί τε καὶ Τυμφαῖοι καὶ οἱ ἐκτὸς Ἰσθμοῦ Ἓλληνες οἱ περὶ Παρνασσὸν καὶ τὴν Οἴτην καὶ Πίνδον. Ἑνὶ μὲν δὴ κοινῷ ὀνόματι καλεῖται Βοῖον τὸ ὄρος, κατὰ μέρη δὲ πολυώνυμὸν ἐστιν. »[9].
Αυτό που αντιλαμβανόμαστε από την ανάγνωση του ανωτέρω κειμένου είναι ότι το ορεινό σύστημα που οι σημερινοί γεωγραφικοί άτλαντες ορίζουν ως οροσειρά της Πίνδου ο Στράβωνας το αποκαλεί Βοῖον ὄρος. Παρατηρούμε βέβαια στο ανωτέρω απόσπασμα ότι αναφέρεται και στην Πίνδο. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο παραθέτει αυτήν την ονομασία μας κάνει να υποθέσουμε ότι τη θεωρεί τμήμα του Βοίου δηλαδή τμήμα της σημερινής Πίνδου. Η επαλήθευση αυτής της υπόθεσης προϋποθέτει οπωσδήποτε μία ασφαλέστερη τεκμηρίωση. Χρήσιμη σε αυτήν την περίπτωση είναι η παράθεση ενός ακόμα αποσπάσματος από το έργο του Στράβωνα στο οποίο αναφέρει ότι «Ἡ δ᾿ Πίνδος ὄρος ἐστὶ μέγα, πρὸς ἄρκτον μὲν τήν Μακεδόνων, πρὸς ἑσπέραν δὲ Περραιβοὺς μετανάστας ἀνθρώπους [ἔχον], πρὸς δὲ μεσημβρίαν Δόλοπας, [πρὸς ἕω δὲ…αὕτη δ’ ἐστὶ τῆς Θετταλίας · »[10]. Αυτή η μαρτυρία μας δίνει σίγουρα ένα ευκρινέστερο στίγμα της οροσειράς. Ωστόσο ελάχιστα βοηθάει στην ταύτιση αρχαίας Πίνδου με κάποια από τα σημερινά βουνά δεδομένου ότι τα εθνολογικά και γεωγραφικά τεκμήρια που παραθέτει ο συγγραφέας απευθύνονται στους αναγνώστες της αρχαιότητας. Αποτελεί ευτύχημα ωστόσο το γεγονός ότι σε άλλα σημεία του έργου του δίνοντας πληροφορίες σχετικά με αυτούς τους λαούς και τις περιοχές που ζουν μας παρέχει έμμεσα στοιχεία ικανά να προσδιορίσουμε γεωγραφικά την Πίνδο. Συγκεκριμένα αναφερόμενος στην αρχαία Θεσσαλία μας πληροφορεί ότι διαιρούνταν σε τέσσερα τμήματα μεταξύ των οποίων και η Εστιαιώτιδα η οποία καταλάμβανε «…τὰ ἑσπέρια καὶ τὰ μεταξὺ Πίνδου καὶ τῆς ἄνω Μακεδονίας·» [11] . Επίσης σε άλλο του απόσπασμα για την ίδια περιοχή αναφέρει ότι «Καλοῦσι δὲ καὶ [αὐτὴν καὶ] τὴν Δολοπίαν τὴν ἄνω Θετταλίαν, ἐπ᾿ εὐθείας οὖσα[ν τῇ ἄνω] Μακεδονίᾳ, καθάπερ καὶ τὴν κάτω τῇ κάτω. » [12]. Συνεπώς έχουμε μία περιοχή που αποκαλούνταν άνω Θεσσαλία βρίσκονταν ακριβώς κάτω από την Άνω Μακεδονία και συμπεριλάμβανε την Εστιαιώτιδα και την Δολοπία. Η άνω Μακεδονία (τα όρια της οποίας μας δίνει ο Στράβωνας σε άλλο του απόσπασμα) συμπίπτει περίπου με το έδαφος της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας έχοντας ωστόσο ως δυτικό και νότιο όριο τον ποταμό Αλιάκμονα [13]. Η Εστιαιώτιδα που βρισκόταν ανάμεσα από την Πίνδο και την άνω Μακεδονία συμπίπτει περίπου με την περιοχή του σημερινού νομού Τρικάλων εξαιρουμένης της ορεινής ζώνης στα δυτικά. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την αναφορά του Στράβωνα στις πόλεις της Εστιαιώτιδας όπως για παράδειγμα η Τρίκη (τα σημερινά Τρίκαλα), που ήταν «…ὅμορος τοῖς τε Δόλοψιν καὶ τοῖς περὶ τήν Πίνδον τόποις. »[14].
Με βάση λοιπόν τα μέχρι τώρα στοιχεία η Πίνδος των αρχαίων ήταν μία ορεινή περιοχή που ορίζονταν βόρεια από την άνω Μακεδονία ανατολικά από την Θεσσαλική περιοχή της Εστιαιώτιδας και νότια από την επίσης θεσσαλική περιοχή της Δολοπίας. Η αναγωγή αυτών των στοιχείων στην σημερινή γεωγραφική πραγματικότητα οδηγεί στο να τοποθετήσουμε αυτήν την περιοχή στα βουνά που απλώνονται δυτικά του κάμπου που κατέχει σήμερα ο νομός Τρικάλων εκτεινόμενα βόρεια έως ένα σημείο της ορεινής ζώνης του νομού Γρεβενών στην οριογραμμή μεταξύ Ηπείρου και Μακεδονίας.
Ποια ήταν ωστόσο η Δολοπία που όριζε από τα νότια την Πίνδο; Ο Όμηρος, όπως αναφέρει ο Στράβωνας σε ένα σημείο του έργου του, τοποθετεί τους Δόλοπες να κατοικούν στις εσχατιές της Φθίας η οποία «Γειτνιᾷ δὲ τῇ Πίνδῳ…»[15] και καταλάμβανε πάντα σύμφωνα με τον Στράβωνα «.. τα νότια παρὰ τὴν Οἴτην ἀπὸ τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου καὶ Πυλαϊκοῦ μέχρι τῆς Δολοπίας καὶ τῆς Πίνδου διατείνοντα, πλατυνόμενα δὲ μέχρι Φαρσάλου καὶ τῶν πεδίων τῶν Θετταλικῶν »[16]. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η αρχαία Φθία καταλάμβανε μία γεωγραφική ζώνη η οποία ξεκινούσε νότια από την περιοχή του μαλιακού κόλπου κοντά στην σημερινή Λαμία και εκτείνονταν βορειοδυτικά μέχρι και την ημιορεινή και ορεινή ζώνη της δυτικής Θεσσαλίας. Συνεπώς το όριο μεταξύ Πίνδου και Δολοπίας τοποθετείται εντός του θεσσαλικού χώρου, στην ορεινή ζώνη που κλείνει από δυτικά τους σημερινούς νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων. Δηλαδή για τους αρχαίους η Πίνδος δεν εκτείνονταν νοτιότερα του σημερινού θεσσαλικού χώρου.
Παρόλο που σε γενικές γραμμές έχουμε προσδιορίσει την περιοχή στην οποία οι αρχαίοι τοποθετούσαν το ὄροςΠίνδος δύσκολα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε τις ακριβείς γεωγραφικές της συντεταγμένες. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι ανέφικτο δεδομένου ότι υπερβαίνει τη λογική των γεωγράφων και δη της αρχαιότητας. Ωστόσο αν συνδυάσουμε με κατάλληλο τρόπο τις εθνολογικές και υδρολογικές περιγραφές του Στράβωνα μπορούμε να σχηματίσουμε μία σαφέστερη εικόνα σχετικά με την έκταση που καταλάμβανε η Πίνδος.
Σύμφωνα λοιπόν με τον αρχαίο γεωγράφο το δυτικό όριο της αρχαίας Θεσσαλίας το περικλείουν οι «…Αἰτωλοὶ καὶ Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι καὶ τῶν Ἠπειρωτῶν Ἀθαμᾶνες καὶ Μολλοτοὶ καὶ ἡ τῶν Αἰθίκων ποτὲ λεγομένη γῆ καὶ ἁπλῶς ἡ περὶ Πίνδον …» [17]. Τα έθνη που απαριθμεί στο παραπάνω απόσπασμα θεωρεί ότι βρίσκονταν εκτός της Θεσσαλικής επικράτειας. Εκείνο όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία για την μελέτη μας είναι η σειρά με την οποία τα αναφέρει στο έργο του θέτοντας πάντα τους Αθαμάνες πριν του Αίθικες και τους τελευταίους πριν τους Τάλαρες. Επίσης πάλι κατά τον Στράβωνα από αυτά τα φύλλα «… ἐπ᾿ αὐτῇ δὲ τῇ Πίνδῳ ᾤκουν Τάλαρες Μολοττικὸν φῦλον, τῶν περὶ τὸν Τόμαρον ἀπόσπασμα, καὶ Αἴθικες, [εἰς] οὓς ἐξελαθῆναί φησιν ὑπὸ Πειρίθου τοὺς Κενταὺρους ὁ ποιητής ·»[18]. Θεωρεί δηλαδή πραγματικούς κατοίκους της Πίνδου μόνο τους Τάλαρες και τους Αίθικες παρόλο που, όπως αναφέρει, κατέφυγαν εκεί τόσο οι μυθικοί Κένταυροι όσο και αποσπάσματα Περραιβών όπως θα δούμε στην συνέχεια. Όσον αφορά τους Αθαμάνες δεν μας παρέχει κάποια ένδειξη ότι συνιστούν ένα από τα έθνη της Πίνδου αντίθετα διαχωρίζει την περιοχή τους από αυτήν όπως μας δείχνει το παρακάτω απόσπασμα που αφορά τους Περραιβούς οι οποίοι «...καταδυναστευθέντες ὑπὸ τῶν Λαπιθῶν εἰς τὴν ὀρεινὴν ἀπανέστησαν οἱ πλείους τὴν περὶ Πίνδον καὶ Ἀθαμᾶνας και Δόλοπας,…» [19] κάτι που το επαναλαμβάνει όταν μας λέει ότι λίγοι Περραιβοί έμειναν στην αρχική τους πατρίδα ενώ «..τὸ δὲ πολὺ μέρος εἰς τὰ περὶ τὴν Ἀθαμανίαν ὄρη καὶ τὴν Πίνδον ἐξέπεσε·» [20]. Οδηγούμαστε έτσι στο συμπέρασμα ότι η αρχαία Πίνδος τοποθετούνταν όχι μόνο βορείως των Δολόπων αλλά και βορείως της περιοχής των Αθαμάνων. Η τελευταία σύμφωνα με τους μελετητές τοποθετείται μεταξύ του Αράχθου ποταμού και της λεκάνης του Άνω Αχελώου δηλαδή κάπου στα νοτιοανατολικά και ανατολικά όρια των σημερινών νομών Ιωαννίνων και Άρτας όπου δεσπόζουν τα Τζουμέρκα ή Αθαμανικά όρη και στις αντίστοιχες ορεινές προεκτάσεις προς τα Θεσσαλικά Άγραφα στον νομό Καρδίτσας [21]. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν για το θέμα μας και οι πληροφορίες περί εγκατάστασης στην Πίνδο φυγάδων Περραιβών. Ο Στράβων όπως είδαμε παραπάνω τους θέλει να καταφεύγουν τόσο στην Πίνδο όσο και στις περιοχές των Αθαμάνων και των Δολόπων. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η Πίνδος ανήκε στους Περραιβούς[22]ενώ ο Σοφοκλής σε μία αναφορά του για τον ποταμό Ίναχο την οποία διασώζει ο Στράβωνας μας λέει ότι « ῥεῖ γὰρ ἀπ᾿ ἄκρας Πίνδου…Λάκμου τ᾽ ἀπὸ Περραιβῶν εἰς Ἀμφιλόχους καὶ Ἀκαρνᾶνας, μίσγει δ᾿ ὕδασιν τοῖς Ἀχελώου.»[23]. Συνεπώς οι Περραιβοί [24] κατέφυγαν σε κάποια όρη που βρίσκονται μεταξύ των νότιων και νοτιοδυτικών απολήξεων της Πίνδου, που κατά ένα μέρος ή και στο σύνολό τους αποκαλούνταν Λάκμος, και των ορέων των Αθαμάνων τα οποία αποτελούν μία άμεση αλλά διακριτή ορεινή συνέχεια της βορειότερα κείμενης πινδαϊκής οροσειράς.
Ο γεωγραφικός ρόλος της υδρογραφικής παραμέτρου..
Η αναφορά του Σοφοκλή στους ποταμούς ΄Ιναχο και Αχελώο και γενικά οι αναφορές στα ποτάμια συστήματα της περιοχής που θα ακολουθήσουν, μας προσφέρουν μία καλύτερη βάση για την κατανόηση των αντιλήψεων των αρχαίων αναφορικά με το ορεινό σύστημα της Πίνδου. Την άποψη του Σοφοκλή για το Λάκμο και τον Ίναχο ποταμό συμμερίζεται και ο Εκαταίος ο Μιλήσιος ο οποίος σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο ισχυρίζεται ότι «Λάκμων ἄκρα τοῦ Πίνδου ὄρους, ἐξ ἧς ὁ Ἴναχος καὶ Αἴας ῥεῖ ποταμός, ὡς Ἑκαταῖος ἔν πρὼτω…» [25] Παρατηρούμε εδώ ότι ο Εκαταίος όχι μόνο τις πηγές του Ινάχου αλλά και του ποταμού Αίαντα τοποθετεί στο όρος Λάκμος. Ο Στράβωνας σχολιάζοντας το παραπάνω απόσπασμα του Εκαταίου μας διευκρινίζει ότι « Τὸν δ᾿ δ’ Ἄωον Αἴαντα καλεῖ Ἑκαταῖος καί φησιν ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ τόπου τοῦ περὶ Λάκμον, μᾶλλον δὲ τοῦ αὐτοῦ μυχοῦ, τόν τε Ἴναχον ῥεῖν εἰς Ἄργος πρὸς νότον καὶ τόν Αἴαντα πρὸς ἑσπέραν καὶ πρὸς τόν Ἁδρίαν . »[26]. Την κατάληξη αυτών των ποταμών την επαναλαμβάνει και σε άλλο απόσπασμά του όπου μας λέει ότι άλλοι χύνονται στο Ιόνιο και άλλοι « … ἐπὶ τὰ νότια μέρη, ὅ τ᾿ Ἴναχος καὶ ὁ Ἄρατθος καὶ ὁ Ἀχελῶος καὶ ὁ Εὔηνος ὁ Λυκόρμας πρότερον καλούμενος, ὁ μὲν εἰς τὸν κόλπον τὸν Ἀμβρακικὸν ἐμβάλλων ὁ δὲ εἰς τὸν Ἀχελῷον, αὐτὸς δὲ ὁ Ἀχελῷος εἰς τὴν θάλατταν καὶ ὁ Εὔηνος,… »[27]ενώ θεωρεί την άποψη του Εκαταίου την καλύτερη όλων «… ὅς φησι τὸν ἐν τοῖς Ἀμφιλόχοις Ἴναχον ἐκ τοῦ Λακμοῦ ῥέοντα, ἐξ οὗ καὶ ὁ Αἴας ῥεῖ, ἕτερον εἶναι τοῦ Ἀργολικοῦ, ὠνομὰσθαι δ᾿ ὑπὸ Ἀμφιλόχου τοῦ καὶ τὴν πόλιν Ἄργος Ἀμφιλοχικὸν καλέσαντος τοῦτον μὲν οὖν οὗτός φησιν εἰς τὸν Ἀχελῶον ἐκβάλλειν, τὸν δὲ Αἴαντα εἰς Ἀπολλωνίαν πρὸς δύσιν ῥεῖν. »[28]. Επίσης και ο Ηρόδοτος συμμερίζεται την ίδια άποψη για τις πηγές του Αίαντα ή Αώου ποταμού «…ὅς ἐκ Λάκμονος ὄρεος ῥέει διὰ τῆς Ἀπολλωνίης χώρης εἰς θάλασσαν παρ᾿ Ὤρικον λιμένα,…» [29].
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι η γνώμη που είχαν οι αρχαίοι για τις πηγές του Ινάχου και του Αώου προέρχονται από μία κοινή πηγή πληροφόρησης και αυτή μάλλον είναι ο Εκαταίος που προηγήθηκε και του Σοφοκλή και του Ηροδότου και φυσικά του Στράβωνα [30]. Συνοπτικά ο Εκαταίος μας λέει ότι από τον Λάκμο που είναι κορυφή της Πίνδου πηγάζουν δύο ποτάμια ο Αίας που ταυτίζεται με τον Αώο και εκβάλει δυτικά στην Αδριατική και ο Ίναχος που χύνεται στον Αχελώο δηλαδή αποτελεί ένα παραπόταμό του. Έχουμε βέβαια και ένα απόσπασμα του Στράβωνα που παρουσιάζει μία διαφορετική άποψη για τις εκβολές του Ίναχου. Αναφερόμενος στον Έφορο και τον μύθο για την ίδρυση του Αμφιλοχικού Άργους, κάπου μεταξύ της σημερινής Αμφιλοχίας και Άρτας, λέει ότι το ποτάμι που ρέει την περιοχή και αποκαλεί Ίναχο χύνεται στον κόλπο[31] εννοώντας προφανώς τον Αμβρακικό. Οι αντιφατικές πληροφορίες του Στράβωνα σχετικά με τον Ίναχο προβλημάτισαν πολλούς ερευνητές στο παρελθόν [32]. Ο μοναδικός τρόπος για να διασαφηνιστεί αυτό το θέμα είναι να εντοπίσουμε την θέση του όρους Λάκμος όπου και τοποθετούνται από τους αρχαίους γεωγράφους οι πηγές του όπως και αυτές του ποταμού Αίαντα. Η αδιαμφισβήτητη ταύτιση του δευτέρου ποταμού με τον σημερινό Αώο αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο όχι μόνο για τον εντοπισμό του Λάκμου αλλά και συνολικά για τον γεωγραφικό προσδιορισμό του ορεινού συστήματος της Πίνδου.
Ο σχηματισμός της αρχικής κοίτης του Αώου[33] λαμβάνει χώρα στο οροπέδιο της Πολιτσιάς μερικά χιλιόμετρα βορειοδυτικά του οικισμού του Μετσόβου[34]. Μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε ως τμήμα των πηγών του Αώου και το ποτάμι που κατέρχεται από την κοιλάδα της Βάλε Κάλντα λίγα χιλιόμετρα βορειοανατολικά του οροπεδίου της Πολιτσιάς[35]. Συνεπώς αυτές οι τοποθεσίες μαζί με τα υπερκείμενα υψώματα της Κατάρας, του Αυγού, της Τσιούκα Ρόσια και κυρίως του Μαυροβουνίου που αποτελεί τον βασικό υδάτινο τροφοδότη του δικτύου των πηγών του Αώου συγκροτούν το όρος Λάκμος των αρχαίων. Είναι βέβαια λίγο δύσκολο να ταυτιστεί η προαναφερόμενη περιοχή με το όρος Λάκμος δεδομένου ότι δεν συγκροτεί συγκεκριμένο ορεινό όγκο αλλά μία γεωγραφική ζώνη με αρκετά πολύπλοκη γεωμορφολογία, όπου μεταξύ των πολλών της κορυφών σχηματίζονται εκτεταμένα οροπέδια, κοιλάδες και φαράγγια με διαφορετικό γεωγραφικό προσανατολισμό. Ίσως όμως για τους αρχαίους γεωγράφους η λέξη όρος να μην είχε την σημερινή της στενή σημασία αλλά να αποδίδονταν σε ευρύτερες ορεινές ζώνες κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι περικλείουν όλο το δίκτυο των υδάτινων ρευμάτων που συγκλίνουν στον σχηματισμό συγκεκριμένων ποτάμιων συστημάτων. Αν λοιπόν αποδεχτούμε ότι όντως αυτή η ορεινή περιοχή είναι ο Λάκμος, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε εκεί και τις πηγές του Ίναχου, ο οποίος κατά τους αρχαίους συγγραφείς πήγαζε από τη ίδια περιοχή και μάλιστα από τον ίδιο μυχό όπως ισχυρίζεται ο Εκαταίος. Ωστόσο περιμετρικά της περιοχής των πηγών του Αώου ποταμού και σε πολύ κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους βρίσκονται οι πηγές πολλών ποταμών κάτι που δυσχεραίνει την αναζήτηση του Ίναχου. Συγκεκριμένα στα ίδια βουνά απαντώνται οι απαρχές του Αράχθου, του Πηνειού, του Αχελώου καθώς και ορισμένες από τις πηγές του Βενέτικου ποταμού ενός σημαντικού παραπόταμου του Αλιάκμονα κάτι που την καθιστά τον υδροκρίτη της Ελλαδικής χερσονήσου [36]. Αυτή η πληθώρα των ποταμών αντανακλά και την πολυπλοκότητα του ανάγλυφου αυτών των βουνών που στέλνουν τα νερά τους σε όλα τα σημεία του ορίζοντα. Αν εξαιρέσουμε τις πηγές του Αχελώου, που βρίσκονται μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα από το οροπέδιο της Πολιτσιάς και εν γένει από την περιοχή των πηγών του Αώου, τα άλλα τρία ποτάμια ο Άραχθος, ο Πηνειός και ο παραπόταμος του Αλιάκμονα βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτή. Υπάρχει όμως μία σαφής διαφορά μεταξύ των δύο τελευταίων υδάτινων δικτύων και του Αράχθου. Συγκεκριμένα αν και μερικές από τις πηγές του Βενέτικου και του Πηνειού απέχουν μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από τις αντίστοιχες του Αώου διακρίνονται σαφέστατα μεταξύ τους επειδή τα νερά του Αώου ξεκινούν από τις βόρειες και δυτικές πλαγιές αυτών των ορέων ενώ οι πηγές του Βενέτικου και του Πηνειού από τις νότιες και ανατολικές ακολουθώντας έτσι διαφορετικές κατευθύνσεις. Αντίθετα μεταξύ των πηγών του Αώου και του Αράχθου δεν παρεμβάλλεται κανένα ύψωμα απλά η γεωλογική ιδιομορφία του οροπεδίου της Πολιτσιάς και των χαραδρών που το πλαισιώνουν από δυτικά, βόρεια και νότια έδωσαν στα νερά που πηγάζουν εκεί αντίθετη κατεύθυνση δημιουργώντας έτσι δύο διαφορετικούς ποταμούς. Συγκεκριμένα ο Άραχθος σχηματίζεται από την συνένωση δύο επιμέρους υδάτινων ρευμάτων, του Μετσοβίτικου που πηγάζει στην περιοχή του Μετσόβου και του ποταμού Βάρδα που πηγάζει στο Ανατολικό Ζαγόρι [37]. Η παράλληλη πορεία των δύο ρευμάτων καθορίζεται, πριν τη σμίξη τους, από μία οροσειρά η οποία εκτείνεται από δυτικά προς βορειανατολικά έως το οροπέδιο της Πολιτσιάς που αποτελεί μία φυσική του συνέχεια. Την ίδια κατεύθυνση από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειανατολικά έχουν και οι δύο κοιλάδες που μέσα τους ρέουν ο Βάρδας και ο Μετσοβίτικος. Η κοιλάδα του Βάρδα ξεκινάει μερικά χιλιόμετρα δυτικά του οροπεδίου της Πολιτσιάς[38] αντίθετα η κοιλάδα του Μετσοβίτικου ποταμού συνδέεται άμεσα με αυτό[39].
Κρίνοντας λοιπόν από την αναφορά του Εκαταίου ότι ο Ίναχος πηγάζει από το όρος Λάκμος και μάλιστα από τον το ίδιο μυχό του όρους Λάκμου από όπου πηγάζει και ο Αώος τότε η περιγραφή που προηγήθηκε μας οδηγεί στο ταυτίσουμε τον Ίναχο με τον σημερινό Άραχθο εφόσον είναι το μόνο ποτάμι του οποίου οι πηγές του όντως βρίσκονται στον ίδιο μυχό με αυτές του Αώου. Η ταύτιση του Ίναχου με τον σημερινό Άραχθο ενισχύεται και από την άποψη του Έφορου ότι ο Ίναχος εκβάλει στον Αμβρακικό κόλπο όπως και ο Άραχθος. Όμως αυτή η υπόθεση ανατρέπεται από τον συχνά επαναλαμβανόμενο ισχυρισμό του ίδιου του Εκαταίου ότι ο ποταμός Ίναχος πηγάζει μεν από το όρος Λάκμος ωστόσο χύνεται μέσα στον Αχελώο. Συνεπώς δεν αποτελεί ξεχωριστό ποτάμι και έτσι δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον Άραχθο ποταμό. Άλλωστε ο ίδιος ο Στράβωνας δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι ο σημερινός Άραχθος είναι ο αρχαίος Άρατθος. Αυτός όχι μόνο τοποθετεί τις εκβολές του στον Αμβρακικό κόλπο, όπως είδαμε πιο πάνω, αλλά μας δίνει και μία περιγραφή της πορείας του όταν μιλώντας για την πόλη της Αμβρακίας δηλαδή την σημερινή Άρτα αναφέρει ότι « …παραρρεῖ δ᾿ αὐτὴν ὁ Ἄρατθος ποταμὸς ἀνάπλουν ἔχων ἐκ θαλάττης είς αὐτὴν ὀλίγων σταδίων, ἀρχόμενος ἐκ Τύμφης ὄρους καὶ τῆς Παρωραίας..» [40]. Πέραν του ότι ο αρχαίος γεωγράφος μας ξεκαθαρίζει ότι ο Άραχθος ρέει δίπλα από την Άρτα σημαντική είναι η πληροφορία του ότι πηγάζει από δύο διαφορετικές περιοχές την Τύμφη και την Παρωραία. Γνωρίζοντας ότι οι μελετητές τοποθετούν την Παρωραία στην ευρύτερη ζώνη της περιοχής Ζαγορίου [41], δεν μπορούμε παρά να ταυτίσουμε την εκεί πηγή του Αράχθου με τον Βάρδα και τον Ζαγορίτικο. Λογικά η άλλη του πηγή, που ξεκινάει από το όρος Τύμφη, πρέπει να ταυτιστεί με τον Μετσοβίτικο ποταμό. Θα υποθέσω και σε αυτήν την περίπτωση ότι ο Στράβωνας, όταν αναφέρεται στο όρος Τύμφη, εννοεί όλο το σύμπλεγμα των ορέων που περικλείουν την λεκάνη αποστράγγισης των υδάτινων ρευμάτων που συγκροτούν την ζώνη των πηγών του Μετσοβίτικου ποταμού[42]. Αν και ο Στ. Βυζάντιος αποκαλεί την Τύμφη Θεσπρωτικό βουνό, κάτι που απηχεί μία παλιότερη εθνολογική πραγματικότητα της περιοχής της Πίνδου, οι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν ότι οι Τυμφαίοι, που πήραν το όνομα τους από το ομώνυμο βουνό, ζούσαν στην περιοχή των πηγών του Αώου πριν επεκταθούν προς την Θεσσαλία. Μεταξύ Αθαμανών και Τυμφαίων τοποθετεί ο Στράβωνας τους Αίθικες[43] οι οποίοι, όπως είδαμε, ήταν οι κατ’ εξοχήν κάτοικοι της αρχαίας Πίνδου ενώ ο Στ. Βυζάντιος αναπαράγοντας μία μαρτυρία του Μαρσύα αναφέρει ότι «ἐν θετταλίᾳ δ᾿ᾤκουν ἐν τῷ Πίνδῳ ὄρει. Μαρσύας δε μέσον της Τυμφαίας καὶ Ἀθαμανὶας κεῖσθαι φησι τὴν χώραν » [44] επιβεβαιώνοντας έτσι ότι η χώρα των Αιθίκων κάπου στην περιοχή των πηγών του Πηνειού βρίσκονταν μεταξύ των Τυμφαίων στα βόρεια και των Αθαμάνων στα νότια. Παραμένει ωστόσο το ερώτημα πού είναι τελικά οι πηγές του Ινάχου, εφόσον δίπλα στις πηγές του Αώου βρίσκονται οι πηγές του Αράχθου που όμως δεν πηγάζουν από τον Λάκμο, όπως ο Αώος, αλλά από την Τύμφη. Δεν μένει παρά να αποδεχτούμε την άποψη ότι ο Ίναχος αποτελεί έναν παραπόταμο του Αχελώου, κάτι που με σαφήνεια διατείνονται πολλοί από τους αρχαίους συγγραφείς, εφόσον δεν εντοπίστηκε στις ποταμιές που βρίσκονται σε άμεση επαφή με την περιοχή των πηγών του Αώου που είναι η ευρύτερη ζώνη του οροπεδίου της Πολιτσιάς. Τόσο η αναφορά του Στράβωνα ότι ο Αχελώος περνάει ανάμεσα από τους όμορους Αιτωλούς και Ακαρνάνες «ῥέοντα ἀπὸ τῶν ἄρκτων καὶ τῆς Πίνδου πρὸς νότον διά τε Ἀγραίων Αἰτωλικού ἔθνους καὶ Ἀμφιλόχων,…»[45]όσο και αυτή του Θουκυδίδη όπου «ὁ γὰρ Ἀχελῷος ποταμὸς ῥέων ἐκ Πίνδου ὄρους διὰ Δολοπίας καὶ Ἀγραίων καὶ Ἀμφιλόχων καὶ διὰ τοῦ Ἀκαρνανικοῦ πεδίου,…» [46] αρκούν για να διαπιστώσουμε ότι ο αρχαίος Αχελώος και ο σημερινός ομώνυμος ποταμός ταυτίζονται. Εκείνο που αξίζει να επισημανθεί σχετικά με τα δύο προαναφερόμενα αποσπάσματα είναι ότι για πρώτη χρησιμοποιείται η ονομασία Πίνδος ως τόπος εκπήγασης κάποιου ποταμού. Έτσι μας δίδεται ένα πρώτο ακριβές στοιχείο αναφορικά με τμήμα της περιοχής που στην αρχαιότητα έφερε αποκλειστικά αυτήν την ονομασία. Πρόκειται για τμήμα της ορεινής ζώνης στο βορειοδυτικό άκρο του σημερινού νομού Τρικάλων. Εδώ εντοπίζονται οι πρώτες πηγές του Ασπροποτάμου ή Αχελώου όπως αποκαλείται σήμερα, επί των ανατολικών και νότιων πλαγιών του όρους Περιστέρι κοντά στο χωριό Χαλίκι. Η απορροή τους εντός μίας ορεινής κοιλάδας με νοτιοανατολική κατεύθυνση και το σμίξιμο αυτής της πρώτης κοίτης με τον Σκληνιασώτικο ή Κρανιώτικο, ένα σημαντικό παραπόταμο που κατέρχεται από ανατολικά, συνιστά την αρχική και βασική ζώνη των πηγών του Αχελώου. Από εδώ και πέρα το διαμορφωμένο πλέον ποτάμι ρέει προς μία καθαρά νότια πορεία. Μεταξύ των πολλών άλλων μικρών και μεγάλων υδάτινων ρευμάτων που δέχεται σε αυτή του την διαδρομή ξεχωρίζουν από δυτικά ο Μουτσιαρίτικος και από ανατολικά ο Καμναίτικος ή Περτουλώτικος και λίγο νοτιότερα το Βαθύρεμα. Στην συνέχεια ακολουθεί μία τεράστια πορεία προς τα νότια αρχικά στα όρια νομών Άρτας Τρικάλων και Καρδίτσας και στην συνέχεια στα όρια των νομών Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας όπου στρέφεται ελαφρώς προς τα νοτιοδυτικά εντός του νομού Αιτωλοακαρνανίας και τερματίζει στο Ιόνιο. Στον νομό Ευρυτανίας ο Αχελώος δέχεται από ανατολικά και τα νερά του σημαντικού παραποτάμου Μέγδοβα ή Ταυρωπού που πηγάζει από τα θεσσαλικά Άγραφα. Ο τελευταίος ποταμός λίγο πριν σμίξει με τον Αχελώο δέχονταν [47] τα νερά του Αγραφιώτικου ενώ από τα βορειοδυτικά στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας δέχεται τα νερά του ποταμού Μπιζάκου ο οποίος πηγάζει μεταξύ του Μακρυνόρους και των βουνών του Βάλτου κοντά στον νομό Άρτας. Το περίεργο είναι ότι αυτός ο τελευταίος παραπόταμος αποτελεί για ορισμένους σύγχρονους μελετητές τον ποταμό Ίναχο των αρχαίων κάτι που εγείρει πολλά ερωτηματικά[48]. Αν όντως ο ποταμός Μπιζάκος είναι ο Ίναχος, τότε το όρος Λάκμος έπρεπε να επεκτείνεται ως τον Αμβρακικό κόλπο κατέχοντας μία τεράστια έκταση πολύ μεγαλύτερη της Πίνδου. Αυτό όμως έρχεται σε αντίφαση με την άποψη των αρχαίων πηγών ότι αποτελούσε «άκρα» της Πίνδου δηλαδή ένα τμήμα της. Η υιοθέτηση αυτής της άποψης θα είχε ως αποτέλεσμα να αποδεχτούμε τα σημερινά Τζουμέρκα ή Αθαμανικά όρη που αποτελούσαν το δυτικό τμήμα της Αθαμανίας καθώς και τα όρη του Βάλτου και το Μακρυνόρος δηλαδή η βόρεια ορεινή περιοχή του νομού Αιτωλοακαρνανίας ως τμήμα του Λάκμου. Αυτό θα σήμαινε ότι οι Αθαμάνες και οι Αμφίλοχοι, που βρίσκονταν νοτιότερα, κατοικούσαν επί του όρους Λάκμου, ωστόσο οι αρχαίες πηγές αναφέρουν σαφέστατα ως κατοίκους του Λάκμου αποκλειστικά τους Περραιβούς. Επιπλέον αν ο σημερινός παραπόταμος του Αχελώου Μπιζάκος είναι πράγματι ο Ίναχος των αρχαίων δεν είναι κατανοητό το γεγονός ότι οι αρχαίες πηγές κάνουν συχνή μνεία σε ένα τόσο μικρό ποταμό ενώ αγνοούν πολύ μεγαλύτερους παραποτάμους είτε του Αχελώου είτε του Αράχθου που είχαν τις πηγές τους στον Λάκμο. Τέλος προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι οι πηγές του Αράχθου δεν καταγράφονται στον Λάκμο αλλά στην Τύμφη αν και στην πραγματικότητα βρίσκονται πιο κοντά στις αντίστοιχες του Αώου παρά σε αυτές του Αχελώου και ακόμα περισσότερο των παραποτάμων του.
Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι οι πρώτες πηγές του Αχελώου εντοπίζονται στις ανατολικές και νότιες πλαγιές του σημερινού όρους Περιστέρι. Στις βόρειες και δυτικές απολήξεις του εντοπίζουμε μερικές από τις σημαντικότερες πηγές του Μετσοβίτικου ποταμού, πρωταρχικής κοίτης του Αράχθου, ενώ στα νοτιοδυτικά αντερείσματά του ρέει ένας ακόμα σημαντικός παραπόταμος του Αράχθου ο Καλαρίτικος. Αν θέλαμε δηλαδή να κατανοήσουμε την γεωγραφική σχέση του ποτάμιου συστήματος της περιοχής θα αρχίζαμε με τις πηγές Αώου που σχεδόν αγγίζουν αυτές του Μετσοβίτικου ποταμού στις νότιες παρυφές του οροπεδίου της Πολιτσιάς και στην βορειοδυτική ζώνη της Κατάρας αλλά και αυτές του Βάρδα στις νότιες παρυφές του οροπεδίου της Πολιτσιάς. Στην ίδια περιοχή λίγο νοτιότερα ο Μετσοβίτικος ποταμός δέχεται τα ρέοντα ύδατα της ράχης του Ζυγού καθώς και αυτά του Περιστερίου. Το τελευταίο βουνό αποτελεί ταυτόχρονα και τόπος εκπήγασης του Αχελώου. Συνοψίζοντας, με βάση τα προαναφερόμενα, μπορούμε να σχηματίσουμε μία καλύτερη άποψη για την θέση του Ινάχου ποταμού. Κατά την γνώμη των αρχαίων γεωγράφων ο Ίναχος και ο Αώος πηγάζουν από το όρος Λάκμος. Σύμφωνα πάντα με αυτούς σε αυτό το βουνό ή σε αυτές τις κορυφές κατοικούσαν οι Περραιβοί οι οποίοι κατείχαν την δυτική πλευρά της Πίνδου και μέχρι τα Αθαμανικά όρη ποτέ όμως νοτιότερα. Συνεπώς αφού αποδείξαμε ότι ο Μετσοβίτικος ποταμός και γενικά ο Άραχθος δεν είναι ο Ίναχος δεν απομένει παρά να ταυτίσουμε τον Ίναχο με τον Αχελώο και να θεωρήσουμε ότι το πρώτο του τμήμα που πηγάζει από το όρος Περιστέρι έφερε αυτό το όνομα. Στην συνέχεια, αφού έσμιγε και με τους παραποτάμους που κατέρχονταν από τα ανατολικά υψώματα, έπαιρνε το όνομα Αχελώος, αν και, όπως είδαμε πιο πάνω, η μαρτυρία ότι ο Ίναχος ρέει στην περιοχή των Αμφιλόχων έκανε πολλούς σύγχρονους να τον ταυτίσουν με τον σημερινό παραπόταμο Μπιζάκο. Στην ουσία είναι εντελώς αντιφατικό ο΄Ιναχος να πηγάζει από το ίδιο βουνό που πηγάζει ο Αώος να είναι παραπόταμος του Αχελώου και να διασχίζει ταυτόχρονα την χώρα των Αμφιλόχων κοντά στον Αμβρακικό κόλπο. Χωρίς αμφιβολία οι αρχαίοι γεωγράφοι, με προεξάρχοντα τον Εκαταίο που είναι η πηγή αυτών των πληροφοριών, είχαν επίγνωση ότι η γεωγραφική ζώνη που περιβάλει την περιοχή του Μετσόβου ήταν ο υδροκρίτης της ελληνικής χερσονήσου όμως δεν πρέπει να είχαν ακριβή αντίληψη της πολυπλοκότητας του ορεινού ανάγλυφου που περιέγραφαν αλλά ούτε και την ακριβή θέση των πηγών, διαφορετικά δεν θα περιέπλεκαν τόσο πολύ τα πράγματα. Προφανώς η σχετική με τα όρη ονοματολογία των αρχαίων γεωγράφων αφορούσε περισσότερο τις ορεινές κοιλάδες που έλεγχαν οι διάφορες φυλές και όχι στο σύνολο του ανάγλυφου που καταλαμβάνει ο κάθε ορεινός όγκος. Υπό αυτήν την οπτική γωνία θεωρώ ότι η ονομασία Λάμκος δεν αναφερόταν σε συγκεκριμένο βουνό αλλά στο σύνολο μίας ορεινής έκτασης που αποτελούσε την ζώνη διαμόρφωσης των ποτάμιων συστημάτων του Αώου και του Ινάχου δηλαδή του αρχικού τμήματος του Αχελώου. Τμήμα αυτής της ζώνης αποτελούσε και η Τύμφη εφόσον αναφέρεται ως τόπος εκπήγασης του Αράχθου. Συνεπώς όλη αυτή η ορεινή περιοχή ανήκε στην Πίνδο υπό την ευρεία έννοια. Αυτό το τελευταίο ο Στράβωνας το επαναλαμβάνει συνεχώς όταν μας λέει ότι «῾Ρεῖ δ᾿ὁ Πηνειὸς ἐκ τοῦ Πίνδου ὄρους διὰ μέσης τῆς θετταλίας πρὸς ἕω…»[49] ή «…ὁ Πηνειὸς ποταμός, ῥέων διὰ τῶν Τεμπῶν, καὶ ἀρχόμενος ἀπὸ τοῦ Πίνδου ὄρους, …»[50], μία γνώμη που ασπάζεται και ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος [51]. Η πρώτη κοίτη του Πηνειού σχηματίζεται εντός της ορεινής κοιλάδας που ιστορικά υπήρξε ο ανατολικός βραχίονας της σημαντικής διάβασης του Ζυγού. Από τα υψώματα, που περιβάλλουν την κοιλάδα, ξεκινά ένα εκτεταμένο δίκτυο ρεμάτων και ποταμών τα οποία ανοίγονται σαν βεντάλια από τα βορειοανατολικά μέχρι τα νοτιοδυτικά σχηματίζοντας τον Μαλακασιώτικο ποταμό όπως καταγράφεται στους σημερινούς χάρτες η αρχική κοίτη Πηνειού[52]. Η βόρεια πλευρά αυτής της κοιλάδας μετά το ύψωμα της « Πάντεα α Κέτριλορ», σημείο όπου σήμερα συγκλίνουν τα διοικητικά σύνορα της Μακεδονία της Θεσσαλίας και της Ηπειρου, ορίζεται από την ορεινή ζώνη των Χασίων[53]. Αυτή επεκτείνεται ανατολικά μέχρι τον παραπόταμο του Πηνειού Μουργκάνη ( ο Ίων των αρχαίων) η κύρια πηγή του οποίου εντοπίζεται βόρεια στην ορεινή ζώνη των Αντιχασίων. Επίσης από τα υψώματα που κλείνουν την κοιλάδα από νότια πηγάζουν δύο ακόμη παραπόταμοι ο Καστανιώτικος και ο Κλεινοβίτικος. Αυτοί ρέουν προς τα βορειοανατολικά όπου και συναντούν τον Μαλακασώτικο λίγο πριν αυτός σμίξει με τον Μουργκάνη βορειοδυτικά της σημερινής Καλαμπάκας. Από αυτό το σημείο και μετά ο Πηνειός αφήνει την ορεινή ζώνη των πηγών του και εισέρχεται πλέον στον Θεσσαλικό κάμπο. Σίγουρα αυτή ήταν η χώρα των Αιθίκων και των Τάλαρων που ήταν και οι πραγματικοί κάτοικοι της Πίνδου κατά την αρχαιότητα. Ο Στράβωνας θέλοντας να μας δώσει το γεωγραφικό στίγμα του Αιγίνιου, μίας πόλης των Τυμφαίων, αναφέρει ότι ήταν «… ὅμορον Αἰθικίᾳ καὶ Τρίκκῃ·πλησίον δ᾿ ἤδη τῆς τε Μακεδονίας καὶ τῆς Θετταλίας περὶ τὸ Ποῖον ὄρος καὶ τὴν Πίνδον Αἴθικές τε καὶ τοῦ Πηνειοῦ πηγαί, ᾧν ἀμφισβητοῦσι Τυμφαῖοι τε καὶ [ο]ἱ ὑπὸ τῇ Πίνδῳ Θετταλοί. »[54]. Συγκρίνοντας την θέση του Αιγινίου (το οποίο ταυτίζεται με την σημερινή Καλαμπάκα) [55] με τα δεδομένα του παραπάνω αποσπάσματος, συμπεραίνουμε ότι αναφέρεται στην ορεινή κοιλάδα που λαμβάνει χώρα ο σχηματισμός του Πηνειού. Αυτή περικλείεται δυτικά και βορειοδυτικά από τα βουνά του Μετσόβου(Περιστέρι-Ζυγός-Κατάρα) στην οριογραμμή μεταξύ των σημερινών νομών Ιωαννίνων- Τρικάλων και βόρεια από τα Χάσια [56], το όρος Ποίον του ανωτέρου κειμένου, που αποτελεί την οριογραμμή μεταξύ των νομών Τρικάλων και Γρεβενών. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι τα όρια μεταξύ της αρχαίας άνω Μακεδονίας και άνω Θεσσαλίας βρίσκονταν περίπου στο ίδιο σημείο όπου και τα σημερινά. Κάπου εκεί πρέπει να κατοικούσαν και οι Τάλαρες προφανώς βορείως των Αιθίκων, αφού πάντα μετά από αυτούς τους αναφέρει ο Στράβωνας, ωστόσο όχι πολύ μακριά τους εφόσον, όπως είδαμε στην εποχή του Στράβωνα, είχαν και αυτοί απορροφηθεί από τους Θεσσαλούς και όχι από τους Μακεδόνες.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν βλέπουμε ότι στις γεωγραφικές περιγραφές του Στράβωνα, που αναπαράγουν σε μεγάλο βαθμό τις γνώμες παλαιοτέρων Ελλήνων γεωγράφων και κυρίως αυτές του Εκαταίου, Πίνδος είναι η ορεινή ζώνη που περιλαμβάνει τις ορεινές λεκάνες απορροής των υδάτινων ρευμάτων που συμβάλουν στον σχηματισμό του Πηνειού και του Αχελώου . Οι δύο όμορες ορεινές κοιλάδες καταλαμβάνουν συγκεκριμένη περιοχή στην οποία σημαντικός όγκος των υδάτων που συμβάλουν στον σχηματισμό των δύο ποταμών απορρέουν από κοινά βουνά. Αυτή η ζώνη ορίζεται βόρεια από τις νότιες πλαγιές των Χασίων και νότια από το ρου των ποταμών Μουτσιαρίτικο και Καμναίτικο(ή Περτουλώτικο) συνιστώντας ένα νοητό όριο που ξεκινάει δυτικά από τις νότιες πλαγιές της κορυφής Κακαρδίτσα και επεκτείνεται ανατολικά μέχρι το περτουλιώτικο οροπέδιο στις δυτικές πλαγιές του Κόζιακα, το Κερκέτιον όρος των Αρχαίων. Επίσης βορειοδυτικά και δυτικά αυτή η ζώνη ορίζεται από τις ανατολικές πλαγιές των υψωμάτων της Κατάρας του Ζυγού και τις νότιες και ανατολικές πλαγιές του όρους Περιστέρι. Αυτό αγγίζει νότια την κορυφή Κακαρδίτσα, που αποτελεί ένα συνδετικό κρίκο μεταξύ του όρους Περιστέρι και του ορεινού όγκου των Τζουμέρκων. Τέλος ανατολικά ορίζεται από την βόρεια προέκταση του όρους Κόζιακα και την κοιλάδα του παραποτάμου του Πηνειού Μουργκάνη που χωρίζει τα Χάσια από τα Αντιχάσια. Ανάμεσα σε αυτές τις κορυφές υψώνονται πλήθος άλλες καθιστώντας την μία από τις ορεινότερες περιοχές της Ελλάδας. Οι βαθιές χαράδρες που τις χωρίζουν αποτελούν την φυσική διέξοδο των εκατοντάδων υδάτινων ρευμάτων που κατέρχονται από αυτές. Αυτή ήταν η χώρα των Αιθίκων και των Τάλαρων των μόνων λαών που ο Στράβωνας ταυτίζει αποκλειστικά με την λέξη Πίνδο. Παρατηρούμε λοιπόν για μία ακόμα φορά ότι για τους αρχαίους γεωγράφους τα όρη ορίζονται από τα έθνη που τα κατοικούν και τις ορεινές λεκάνες απορροής των ποταμών που αυτοί έλεγχαν. Η περιοχή που κατά τους αρχαίους έφερε αποκλειστικά το όνομα Πίνδος είναι σχετικά μικρή σε σύγκριση με την σημερινή ομώνυμη οροσειρά. Από εκεί και πέρα οι αρχαίες πηγές ενίοτε εντάσσουν στον γεωγραφικό όρο Πίνδος και τα όρη Λάκμος και Τύμφη. Αυτά όπως είδαμε σχετίζονται με μία ορεινή ζώνη που ξεκινά βόρεια κάπου στην κοιλάδα της Βάλε Κάλντα και προεκτείνεται νοτιοδυτικά μέχρι τις νότιες και δυτικές πλαγιές του όρους Περιστέρι. Στην ουσία μιλάμε για κάποια βουνά της σημερινής κεντρικής και βόρειας Πίνδου τα οποία εμφανίζονται στους γεωγράφους της κλασσικής αρχαιότητας ως Λάκμος και Τύμφη, όταν γίνεται αναφορά στις δυτικές και βόρειες πλαγιές τους, και ως Πίνδος, όταν γίνεται αναφορά στις ανατολικές και νότιες πλαγιές τους.
Οι Τυμφαίοι κατοικώντας αρχικά κάπου μεταξύ του σημερινού Μετσόβου, Ανατολικού Ζαγορίου και της Βάλε Κάλντα, απλώνουν αργότερα την επικράτειά τους ανατολικά έως και τη σημερινή Καλαμπάκα. Αυτή η επέκτασή τους στον Θεσσαλικό κάμπο δεν έγινε μέσω της κοιλάδας του Πηνειού. Σε μία τέτοια περίπτωση θα είχαν καταλάβει άμεσα τα εδάφη των Αιθίκων που κατοικούσαν ανατολικά του Ζυγού και νότια των Χασίων επί των πηγών του Πηνειού. Ωστόσο το γεγονός ότι διεκδικούσαν την χώρα των Αιθίκων, ενώ κατείχαν ήδη το Αιγίνιο( την σημερινή Καλαμπάκα), δείχνει ότι η επέκταση προς τον Θεσσαλικό χώρο ακολούθησε αρχικά μία βορειοανατολική πορεία προς τον κάμπο των Γρεβενών πιθανόν μέσω των κοιλάδων του Περιβολίου, της Μηλιάς και του Βενέτικου ποταμού και στην συνέχεια μία νότια πορεία μέσω των κλιτυών των Χασίων προς την κατεύθυνση του ποταμού Μουργκάνη.
Λίγο πριν οι Ρωμαίοι καταλάβουν αυτά τα βουνά οι μόνοι κάτοικοι που είχαν αναπτύξει αξιόλογη δύναμη ήταν οι Αθαμάνες. Αρχικά κατείχαν μία περιοχή νότια των Αιθίκων και της ζώνης των πηγών του Αχελώου κάπου στην περιοχή των σημερινών Τζουμέρκων. Αργότερα επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το Κερκέτιον όρος (ο σημερινός Κόζιακας ) και νότια μέχρι την παλιά χώρα των Δολόπων κάπου στα σημερινά Άγραφα και τις ανατολικές απολήξεις τους. Επίσης στα νοτιοδυτικά εντοπίζονται βορείως του Αμβρακικού κόλπου και στην περιοχή του Βάλτου όπου και συνόρευαν με τους Αμφιλόχους και τους Αιτωλούς. Φυσιολογικά οι Περραιβοί, που κατοικούσαν στα δυτικά της Πίνδου και γειτνίαζαν με τους Αθαμάνες, πρέπει να κατείχαν τις δυτικές και νότιες πλαγιές του Περιστερίου, όπου δεσπόζει ο ρους του Αράχθου, ενδεχομένως δε και ορισμένες περιοχές εντός των πηγών του Αχελώου.
Η ΠΙΝΔΟΣ ΩΣ ΤΟΠΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ.
Ελληνική και Ρωμαϊκή αρχαιότητα – Η ανάδειξη του γεωπολιτικού παράγοντα.
Παρατηρήσαμε ήδη ότι από το σύνολο των ορεινών όγκων που σήμερα αποκαλούμε οροσειρά της Πίνδου οι αρχαίες πηγές επικεντρώνονται κατεξοχήν στην κεντρική της περιοχή. Το απόλυτα ορεινό της ανάγλυφο και η περιφερειακή γεωγραφική θέση σε σχέση με τα κέντρα του αρχαϊκού και κλασσικού κόσμου της Ελλάδας συνετέλεσαν στο να κατέχει ένα καθαρά περιθωριακό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι εκείνης της εποχής. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι λογικό η συγκεκριμένη περιοχή να μην απασχολεί την αρχαία γραμματεία. Ωστόσο αν κρίνουμε από τις πηγές που ήδη παρατέθηκαν αυτή η επισήμανση μάλλον δεν επιβεβαιώνεται. Αντίθετα η σχετικά καλή περιγραφή του ανάγλυφου της κεντρικής Πίνδου υποδεικνύει μία ουσιαστική τοπογραφική αντίληψη της περιοχής από τους αρχαίους Έλληνες γεγονός που επιζητεί την ερμηνεία του. Ασφαλώς δεν ήταν το ενδιαφέρον για τις πηγές του Αώου του Άράχθου του Αχελώου και του Πηνειού που ώθησε την αρχαία γραμματεία να αναφερθεί στην Πίνδο τον Λάκμο και την Τύμφη. Το πιθανότερο είναι η περιγραφή των προαναφερόμενων ποτάμιων συστημάτων από τους συγγραφείς της αρχαιότητας να σχετίζεται με την ανάγκη να προσδιοριστεί το γεωγραφικό στίγμα μίας περιοχής που συνιστά μία σημαντική και πανάρχαια διάβαση. Προφανώς γνώριζαν καλά ότι οι κοιλάδες-περάσματα αυτών των βουνών όρισαν καίρια τις τύχες του Βορείου Ελλαδικού κόσμου καθώς και την εμπορική πολιτική των νοτίων Ελλήνων[57]. Συνεπώς δεν μπορούσαν να αγνοήσουν αυτή την σημαντική γεωγραφική ζώνη η οποία άλλωστε είχε καταγραφεί στην ιστορική τους μνήμη ως κοιτίδα φύλλων που κατά την εποχή τους διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα ιστορικά δρώμενα του ελληνικού κόσμου.
Ωστόσο παρά τις αναφορές της αρχαίας γραμματείας στην συγκεκριμένη περιοχή αυτές ελάχιστα βοηθούν την ιστορική γνώση. Εκτός του ότι κινούνται στα πλαίσια μίας ανθρωπογεωγραφικής περιγραφής, οι ελάχιστες εθνολογικές πληροφορίες που μας παρέχουν αναπαράγουν απόψεις γεωγράφων της απώτατης αρχαιότητας και όχι της εποχής τους. Στην πραγματικότητα η Πίνδος παραμένει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έξω από την ιστορία του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Αυτή η κατάσταση θα μεταβληθεί μόνο όταν στον περίγυρο της μεγάλης οροσειράς αναδειχθούν κράτη οι αξιώσεις των οποίων θα υπερβούν κατά πολύ τα όρια των ορεινών κοιλάδων που κατείχαν ως τότε και θα διεκδικήσουν δυναμικά ρόλο στην ευρύτερη τάξη πραγμάτων του αρχαίου κόσμου. Αυτή η εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα να καταστούν οι ορεινοί όγκοι της Πίνδου πεδία σύγκρουσης οργανωμένων δυνάμεων γεγονός που την αναδεικνύει, για πρώτη ίσως φορά, ως σημείο ιστορικής αναφοράς.
Αναζητώντας την απαρχή αυτής της διεργασίας είμαστε υποχρεωμένοι να προσεγγίσουμε ένα γεγονός οι διαστάσεις του οποίου κινούνται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηροδότο υπήρχε ένα φύλο το οποίο «…ἐκ δὲ τῆς Ἱστιαιώτιδος ὡς ἐξανὲστη ὑπὸ Καδμείων, οἴκεε ἐν Πίνδῳ Μακεδνὸν καλεόμενον. » [58] δηλαδή μετακινήθηκε από την περιοχή των Τρικάλων προς την Πίνδο και συγκεκριμένα προς την περιοχή του Λάκμου. Προφανώς η διαμονή του εκεί συνέβαλε στο να διαμορφώσει μία νέα ταυτότητα εφόσον όπως μαρτυρεί ο Έλληνας ιστορικός αποκαλείται πλέον Μακεδνόν. Αυτή η διήγηση αρχίζει να αγγίζει τα όρια της ιστορίας όταν όπως μαρτυρεί πάντα ο Ηρόδοτος αυτό το φύλλο αρχίζει να εγκαταλείπει την Πίνδο. Ένα τμήμα του θα κατευθυνθεί νότια προς τις περιοχές της ελλαδικής χερσονήσου όπου μέχρι τότε δέσποζαν τα μεγάλα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου. Φαίνεται ότι σε αυτή τη πορεία του ανασυγκροτεί την φυλετική του βάση γι’ αυτό και απαντάται πλέον με την ονομασία Δωριείς. Ως γνωστό αυτή η ομάδα θα διαδραματίσει αργότερα σημαντικότατο ρόλο στην διαμόρφωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ένα άλλο απόσπασμα των Μακεδνών ακολουθώντας μία μικρότερη πορεία προς τα βορειοανατολικά εγκαθίσταται στην Ελίμεια και την Ορεστίδα. Πρόκειται για περιοχές της δυτικής Μακεδονίας που προσεγγίζουν τις ανατολικές πλαγιές Πίνδου. Εδώ δημιουργούν τον αρχικό πυρήνα ενός κράτους το οποίο κατά τους κατοπινούς αιώνες θα καταστεί μία τεράστια αυτοκρατορία. Αναφερόμαστε φυσικά στο Μακεδονικό βασίλειο που ως γνωστό υπό την ηγεσία του Αλεξάνδρου θα αναδειχθεί σε παγκόσμια δύναμη. Παρά ωστόσο το γεγονός ότι το οικουμενικό του κράτος θρυμματίζεται σύντομα από τους επιγόνους του δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι οι αλλαγές που θα επιφέρει θα ανατρέψουν οριστικά τα γεωπολιτικά δεδομένα του τότε γνωστού κόσμου. Στα πλαίσια αυτών των εξελίξεων ο ελλαδικό χώρος θα περιέλθει στα χέρια του Κάσσανδρου η επικράτεια του οποίου περιελάμβανε εκτός από την ιστορική κοιτίδα του Μακεδονικού κράτους την νότια Ελλάδα, την Ήπειρο και την νότια Ιλλυρία μέχρι το ύψος της Επιδάμνου. Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε εδώ ότι για πρώτη φορά υπάγονται σε ένα κοινό κέντρο εξουσίας τόσο οι οργανωμένες πολιτείες της νοτίου Ελλάδας όσο και τα αρχαϊκά φυλετικά κράτη της βορείου Ελλάδας καθώς και τμήματος της Βαλκανικής χερσονήσου. Αυτή η επισήμανση έχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα μας δεδομένου ότι αυτό το κέντρο βρίσκεται κοντά στην Πίνδο. Είναι φυσικό οι εξελίξεις αυτές να προσδώσουν στην οροσειρά έναν διαφορετικό γεωπολιτικό ρόλο και να την φέρουν για πρώτη φορά στο ιστορικό προσκήνιο εφόσον έχει καταστεί ένα από τα θέατρα του αδυσώπητου αγώνα για την κατάληψη του Μακεδονικού θρόνου. Εδώ λαμβάνει χώρα η φυσική εξόντωση του Ηρακλή νόθου γιου του Αλεξάνδρου και της Βαρσίνης κόρης του Αρτάβαρζου. Δράστης αυτής της πράξης η οποία υποδείχθηκε από τον ίδιο τον Κάσσανδρο ήταν ο Πολυπέρχων. Πρόκειται για έναν ανώτερο αξιωματούχο του Αλεξάνδρου που είχε πολεμήσει μαζί του μέχρι και την Ινδία ενώ μετά τον θάνατο του επιστρέφει στην Μακεδονία και πρωταγωνιστεί στο παιχνίδι της κατάληψης του Μακεδονικού θρόνου. Κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η εξόντωση του Ηρακλέα λαμβάνει χώρα στην Τυμφαία[59]. Στο ίδιο γεγονός αναφέρεται και ο τραγικός ποιητής και ιαμβογράφος Λυκόφρονας ο Χαλκιδέας. Μάλιστα στο γριφώδη ποίημα του με τίτλο Αλεξάνδρα ή Κασσάνδρα θεωρεί ως τόπο δολοφονίας του Ηρακλέα την ορεινή πόλη Τράμπυα, ενώ χαρακτηρίζει τον Πολυπέρχοντα Τυμφαίο και αρχηγό των Αιθίκων [60]. Σύμφωνα με τις πηγές που ήδη παραθέσαμε η αρχική κοιτίδα των Τυμφαίων βρίσκονταν στη γεωγραφική ζώνη όπου εντοπίζονται οι πηγές του Αώου και του Αράχθου. Στην ίδια περιοχή και μάλιστα κοντά στο σημερινό Μέτσοβο τοποθετείται από τους μελετητές και η αρχαία Τράμπυα όπου έλαβε χώρα η δολοφονία του Ηρακλέα [61]. Αυτή η ουσιαστική ανάμιξη των Τυμφαίων στην Μακεδονική περιπέτεια αποτελεί ένδειξη ότι είχαν ήδη κυριαρχήσει γεωπολιτικά σε μία ευρύτερη γεωγραφική ζώνη. Πράγματι όπως είδαμε παραπάνω σε μία προγενέστερη εποχή είχαν επεκταθεί βορειοανατολικά της αρχικής τους κοιτίδας αγγίζοντας τον ρου του Αλιάκμωνα στον κάμπο των Γρεβενών. Κατόπιν απλώνονται νοτιοανατολικά μέχρι το Αιγίνιο δηλαδή την σημερινή Καλαμπάκα. Από εκεί όπως αναφέρει ο Στράβωνας αμφισβητούσαν την περιοχή των Αιθίκων που βρίσκονταν στις πηγές του Πηνειού ποταμού δηλαδή την γεωγραφική ζώνη που απλώνεται βορειοδυτικά της Καλαμπάκας και μέχρι την κορυφογραμμή που εκτείνεται μεταξύ της Κατάρας και του Ζυγού. Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν όχι μόνο άμεση γειτονία Τυμφαίων και Αιθίκων αλλά και ότι μετά τον 4ο αιώνα τα δύο φύλα καθώς και οι Τάλαρες που βρίσκονταν ανάμεσα τους αν δεν είχαν αφομοιωθεί μεταξύ τους είχαν τουλάχιστον ενοποιηθεί πολιτικά εφόσον ο Πολυπέρχων όπως είδαμε παραπάνω εμφανίζεται ως Τυμφαίος αλλά και ως αρχηγός των Αιθίκων. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα αυτή η περιοχή όχι μόνο είχε περιέλθει στο Μακεδονικό κράτος αλλά και έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου συγκροτώντας την «τυμφαία τάξη» ένα από τα έξι σώματα της φάλαγγας των πεζεταίρων δηλαδή του καθαρά Μακεδονικού τμήματος του εκστρατευτικού σώματος του Αλεξάνδρου [62].
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι τα γεγονότα εκείνης της περιόδου καθιστούν τους κατοίκους της Πίνδου για πρώτη φορά συμμέτοχους στο νέο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Ταυτόχρονα οδηγούν στην συρρίκνωση και τελική εξαφάνιση όχι μόνο των φυλετικών κρατιδίων που βρίσκονταν ένθεν και ένθεν των οροκοιλάδων της αλλά και των οργανωμένων δυνάμεων του νότου που είχαν συγκροτηθεί κατά το πρότυπο της πόλης-κράτους. Επιβιώνουν πλέον μόνο διευρυμένοι κρατικοί σχηματισμοί οι οποίοι διαθέτουν δυνάμεις που τους επιτρέπουν να συμμετάσχουν στο νέο γεωπολιτικό παιχνίδι που έχει πλέον υπερβεί τα στενά ελλαδικά πλαίσια και έχει διεθνοποιηθεί τηρουμένων πάντα των αναλογιών της εποχής. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από αυτό της Ηπείρου όπου από μία κλειστή ορεινή περιοχή που νέμονταν διάφορα φύλα με αρχαϊκές δομές μετεξελίχτηκε υπό την ηγεσία του φύλου των Μολοσσών σε ένα ισχυρό κράτος που όχι μόνο διεκδίκησε την ηγεμονία του ελλαδικού χώρου αλλά συγκρούστηκε και με την τότε ισχυρότερη δύναμη της Ιταλικής χερσονήσου τους Ρωμαίους. Αυτή η μετεξέλιξη των περιθωριακών φυλετικών κρατιδίων της δυτικής και βορείου Ελλάδας αλλά και βορειότερα των Ιλλυρικών περιοχών σε ισχυρά κράτη που αναμιγνύονται στις γεωπολιτικές συγκρούσεις της εποχής αποτελεί ασφαλώς πολιτική κληρονομιά του Μακεδονικού κράτους όπου ο ανταγωνισμός των διαδόχων του Αλεξάνδρου διεγείρει τις φιλοδοξίες των τοπικών ηγετών για ευρύτερη κυριαρχία. Οι Μολοσοί ηγεμόνες της Ηπείρου όταν κατάλαβαν ότι κατείχαν τις δυνάμεις να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο στα δρώμενα της εποχής όχι μόνο αμφισβήτησαν την εξουσία του Κασσάνδρου αλλά ως στενοί συγγενείς του Αλέξανδρου εμπλέκονται δυναμικά στον αγώνα για την διεκδίκηση του Μακεδονικού θρόνου [63]. Κατά την διάρκεια αυτών των γεγονότων τα περάσματα της Πίνδου διασχίζονται συνεχώς από Μακεδονικά ή Ηπειρωτικά στρατεύματα που συγκρούονται μεταξύ τους. Ο ισχυρός ηγεμόνας των Ηπειρωτών Πύρρος αποσπάει τους Τυμφαίους και τους Παραυαίους από την Μακεδονία και τους εντάσσει στην ηπειρωτική ομοσπονδία αποκτώντας έτσι τον έλεγχο των σημαντικών ορεινών διαβάσεων της Κεντρικής και βόρειας Πίνδου προς την Μακεδονία και Θεσσαλία. Παράλληλα αποκτώντας τον έλεγχο της κοιλάδας του Αώου περιορίζει την εντός των Ιλλυρικών εδαφών Μακεδονική επικράτεια ανατολικά του ρου του Αώου. Τα νέα δεδομένα καθιστούν για πρώτη φορά την οριογραμμή της Πίνδου και την εντός της σημερινής Αλβανίας κοιλάδα του Αώου ένα διακριτό γεωγραφικό και πολιτικό σύνορο μεταξύ των Ηπειρωτικών χωρών στην δύση και των Μακεδονικών ανατολικά.
Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι τα φύλα που κατοικούσαν στην Πίνδο εκείνη την περίοδο δεν μπόρεσαν να θέσουν αξιώσεις σοβαρής κρατικής οργάνωσης. Σίγουρα η απομόνωση που επέβαλε το εξαιρετικά ορεινό και περίπλοκο ανάγλυφο της οροσειράς υπήρξε ο μέγιστος αρνητικός παράγοντας μίας τέτοιας εξέλιξης. Από την άλλη πλευρά ωστόσο η ορεινή γεωμορφολογία τους εξασφάλιζε ένα γεωπολιτικό πλεονέκτημα απέναντι στις ισχυρές δυνάμεις που τους περιτριγύριζαν. Ελέγχοντας σημαντικά ορεινά περάσματα τα καθιστούσε απαραίτητους σύμμαχους των δυνάμεων που συμμετείχαν στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό που διαδραματίζονταν γύρω από την οροσειρά. Δεν υπάρχει ίσως καλύτερο παράδειγμα από αυτό των Αθαμάνων. Είναι το μόνο από τα αρχαία φύλα της σημερινής Πίνδου που εμφανίζονται ως ένας σημαντικός πολιτικός και στρατιωτικός παράγοντας εφόσον εμπλέκονται στους πολέμους μεταξύ Ρώμης και Μακεδονίας. Συγκεκριμένα το 200 π.χ όταν οι Ρωμαίοι αποβιβάζονται στην Απολλωνία, κοντά στην σημερινή Αυλώνα της Αλβανίας, οι Αθαμάνες προστρέχουν να κλείσουν συμμαχία μαζί τους δημιουργώντας έτσι σοβαρά προβλήματα στους μέχρι τότε σύμμαχους τους Μακεδόνες. Με την ληστρική τακτική τους μπορούσαν να εξουδετερώσουν τόσο τους Ηπειρώτες, πιστούς σύμμαχους των Μακεδόνων, όσο και να ελέγξουν Αιτωλούς και Θεσσαλούς πολλές πόλεις των οποίων καταλαμβάνουν. Τον Ιούνιο του 198 π.χ ο Φίλιππος ο Ε΄ βασιλιάς των Μακεδόνων κυκλωμένος με τον στρατό του από τους ρωμαίους στα «στενά του Αώου» κοντά στην σημερινή Κλεισούρα της νοτίου Αλβανίας καταφέρνει να διασπάσει τον ρωμαϊκό κλοιό να ανασυντάξει το διαλυθέν στράτευμα και να προχωρήσει νότια μέχρι τα όρη των Λυγκών. Σύμφωνα με την περιγραφή του Λίβιου που αποτελεί πηγή των ανωτέρω πολεμικών γεγονότων, τα όρη των Λυγκών, αν και ανήκουν στην Ήπειρο, παρεμβάλλονται μεταξύ Μακεδονίας και Θεσσαλίας, έχοντας την ανατολική πλευρά τους προς τη Θεσσαλία και την βόρεια προς την Μακεδονία. Επίσης όπως μαρτυρεί ο Ρωμαίος Ιστορικός είναι καλυμμένα με πυκνά δάση ενώ στις ψηλότερες κορυφές τους απλώνονται πεδιάδες όπου ρέουν συνεχώς νερά[64]. Εδώ στρατοπέδευσε ο βασιλιάς Φίλιππος ταλαντευόμενος επί αρκετές μέρες αν έπρεπε να αναχωρήσει ευθύς για το βασίλειο του στην Μακεδονία ή να προτιμήσει να χτυπήσει τον αντίπαλό του στην Θεσσαλία. Τελικά αποφάσισε να κατεβάσει το στράτευμα στην Θεσσαλία ορμώντας προς την Τρίκκη, δηλαδή τα σημερινά Τρίκαλα, από τον πιο σύντομο δρόμο. Το ανωτέρω απόσπασμα του Λίβιου αποτελεί την πιο ακριβή περιγραφή που μας έχει διασώσει ως τώρα η αρχαία γραμματεία αναφορικά με κάποια περιοχή της Πίνδου. Μόνο ένα μέρος από όλη την οροσειρά συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά που μας δίνει ο Ρωμαίος ιστορικός. Πρόκειται για την περιοχή που έχει ως κέντρο την Πολιτσιά δηλαδή το μεγάλο οροπέδιο του Μετσόβου. Είναι ο μόνος τόπος που προσφέρει δυνατότητα στρατοπέδευσης πολυάριθμων στρατευμάτων, διασχίζεται από πλήθος υδάτινων ρευμάτων που αποτελούν όπως είδαμε το δίκτυο των πηγών του Αώου ενώ στα γύρω υψώματα εκτείνονται πυκνά και απέραντα δάση. Επιπλέον αυτή η περιοχή είναι το μοναδικό σημείο της Πίνδου όπου από την αρχαιότητα μέχρι και τις αρχές του 20ου συγκλίνανε οι βασικότεροι οδοί επικοινωνίας από Μακεδονία και Θεσσαλία προς την Ήπειρο και αντίστροφα ενώ οι πλαγιές των υψωμάτων που την περιβάλουν αντικρίζουν οι μεν βόρειες την Μακεδονία οι δε ανατολικές την Θεσσαλία όπως ακριβώς αναφέρει ο Λίβιος. Μόνο από αυτό το σημείο της Πίνδου είχε ο Μακεδόνας βασιλιάς δυνατότητα άμεσης επιστροφής στην Μακεδονία μέσω του ορεινού περάσματος Μηλιάς-Κρανιάς το οποίο θα τον οδηγούσε στην περιοχή των Γρεβενών. Επίσης μόνο από αυτό το σημείο της Πίνδου μπορούσε να χτυπήσει άμεσα τους εχθρούς του παίρνοντας τον δρόμο πάνω από την οροκοιλάδα του Πηνειού που θα τον έβγαζε στην Τρίκκη προστατεύοντας έτσι και τους κατοίκους της Θεσσαλίας από τις επιδρομές των Αθαμάνων και των Αιτωλών που ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων. Λίγο αργότερα τα ρωμαϊκά στρατεύματα του ύπατου Φλαμίνιου από την Ήπειρο φθάνουν μέσα σε τέσσερις μέρες στη Θεσσαλία. Εδώ στρατοπεδεύουν στο Κερκέτιον όρος (σημερινός Κόζιακας) που βρίσκεται νοτιοδυτικά της Καλαμπάκας και συναντάται με τον Αμύνανδρο βασιλιά των Αθαμάνων. Η πορεία του Φλαμίνιου δείχνει ότι ρωμαϊκός στρατός διέσχισε την Πίνδο ακολουθώντας συγκεκριμένη διαδρομή. Μέσω της κοιλάδας του Μετσοβίτικου ποταμού προσέγγισε την αυχένα του Ζυγού κοντά στο οροπέδιο της Πολιστιάς και στην συνέχεια όπως ο Φίλιππος πιο πριν ακολούθησε την κοιλάδα του Πηνειού για να καταλήξει στο Κερκέτιον όρος οι βόρειες πλαγιές του οποίου την προσεγγίζουν από τα νότια. Ο Φλαμίνιος παράλληλα με την πορεία του προς την Θεσσαλία είχε διατάξει να σταλούν φορτηγά πλοία στην Αμβρακία δηλαδή στην σημερινή Άρτα με εφόδια. Ο ίδιος είχε προωθήσει τον στρατό του κοντά στους Γόμφους (στο σημερινό Μουζάκι Τρικάλων) στους πρόποδες της Πίνδου και από εκεί στέλνει απεσταλμένους να παραλάβουν τις προμήθειες από τις Αμβρακία. Ασφαλώς οι μεταφορείς των εφοδίων διέσχισαν την ορεινή περιοχή των Αθαμάνων έναν σύντομο αλλά αρκετά δύσκολο και ενοχλητικό δρόμο όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λίβιος. Τα ίδια βουνά των Αθαμάνων χρησιμοποιεί το 171 π.χ. μία ακόμη ρωμαϊκή στρατιά με τον Πρόξενο Λικίνιο Κράσσο όπου από τις βόρειες περιοχές της Ηπείρου προωθήθηκε μέσω της κοιλάδας των Ιωαννίνων από την Ήπειρο και πάλι στους Θεσσαλικούς Γόμφους. Και αυτήν τη φορά, σημειώνει ο Λίβιος, το πέρασμα από την χώρα των Αθαμάνων έγινε με πολύ δυσκολία. Ακόμα και ο Καίσαρας στην διάρκεια της σύγκρουσής του με τον Πομπήιο χρησιμοποίησε την ίδια διάβαση για να μεταβεί το καλοκαίρι του 48 π.χ. από την Ήπειρο στους Γόμφους. Όπως λέει στα απομνημονεύματα του είναι η πρώτη πόλη της Θεσσαλία ως προς τους ερχόμενους από την Ήπειρο[65]. Τέλος ο Λεύκιος Κάσσιος Λογγίνος σταλθείς από τον Καίσαρα πριν την άφιξη του στην Θεσσαλία με μία λεγεώνα και φοβηθείς χτύπημα από τον πεθερό και συνύπατο του Πομπηίου, Κόντιο Καικίλιο Μέτελλο Πίο Σκιπίωνα εστράφη προς τα όρη τα οποία περικλείουν την Θεσσαλία και από εκεί άρχισε να πορεύεται προς την Αμβρακία ασφαλώς μέσα από την νότια Πίνδο. Φαίνεται ότι ο κόλπος της Αμβρακίας όντας για τη Θεσσαλία το κοντινότερο αγκυροβόλιο του Ιονίου, χρησιμοποιούνταν ως βάση των στρατευμάτων που επιχειρούσαν από δυτικά προς ανατολικά και ιδίως από τους Ρωμαίους που διεξήγαν στην περιοχή της Θεσσαλίας ορισμένες από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις τους στον ελλαδικό χώρο. Ο Διονύσιος του Καλλιφώντος συγγραφέας της Αλεξανδρινής εποχής αναφέρει ότι « Ἀπ᾽ Ἀμβρακίας εἰς Θετταλίαν τριῶν ὁδός ἔσθ᾿ἡμερῶν » [66] . Από αυτήν την μαρτυρία αντιλαμβανόμαστε ότι η διαδρομή μέσα από τα όρη των Αθαμάνων ήταν εκείνη την περίοδο ένας γνωστός και συχνά χρησιμοποιούμενος δρόμος. Προφανώς τον ακολουθούσαν όσοι ήθελαν να πάνε από την νότια Ήπειρο στην Θεσσαλία και φυσικά από τους ταξιδιώτες που αγκυροβολούσαν στον κόλπο της Αμβρακίας και ήθελαν να μεταβούν στην Θεσσαλία. Πολλούς αιώνες αργότερα, όταν η Άρτα θα γίνει πρωτεύουσα ενός Ηπειρωτικού κράτους του ύστερου Μεσαίωνα, συνήθως γνωστό ως Δεσποτάτο της Ηπείρου, αυτή η διαδρομή απέκτησε και πάλι μεγάλη σημασία.
Η σπουδαιότητα των περασμάτων της Πίνδου κατά την διάρκεια των πολέμων μεταξύ Μακεδονικού Βασιλείου και Ρώμης μαρτυρείται σε ένα ακόμη απόσπασμα του Λίβιου. Βρισκόμαστε στο 169 π.χ. και ο τρίτος Μακεδονικός πόλεμος βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Ο Περσέας τελευταίος βασιλιάς των Μακεδόνων, στην προσπάθειά του να αποκόψει τους ρωμαίους από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους στην δυτική Ελλάδα, ξεκινάει μία ταχύτατη πορεία με σκοπό να καταλάβει τον Στράτο στο σημερινό νομό Αιτωλοακαρνανίας. Αποφασίζει λοιπόν τότε να διασχίσει κατευθείαν την Πίνδο ώστε να βρεθεί κοντά στα σημερινή πεδιάδα των Ιωαννίνων και στην συνέχεια να κατευθυνθεί νότια προς την Αμβρακία και τον Στράτο. Με μία δύναμη 10.000 ανδρών ξεκινάει από την περιοχή της Ελιμμαίας, δηλαδή από τα πεδινά των Γρεβενών, και την τρίτη ημέρα φθάνει στο βουνό Κίτιον που δυσκολεύτηκε να το περάσει και να στρατοπεδεύσει λόγω του ύψους του χιονιού. Η εκστρατεία έγινε αρχές Μαρτίου μία εποχή που για την Πίνδο είναι ακόμα χειμώνας. Οι ειδικοί συμφωνούν ότι το Κίτιον όρος βρίσκεται στα περάσματα του Μετσόβου. Τα γεωγραφικά δεδομένα της περιοχής μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Περσέας ακολούθησε την στενοπορία της Μηλιάς, κατόπιν αναρριχήθηκε στην αυχενοδιάβαση της Τζιαν Χορταρά[67] που βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του Μαυροβουνίου, και κατέληξε στο οροπέδιο της Πολιτσιάς όπου και προσπάθησε να στρατοπεδεύσει. Στην συνέχεια μέσω της κοιλάδας του Μετσοβίτικου ποταμού κατευθύνθηκε προς την λεκάνη των Ιωαννίνων όπου και στράφηκε νότια.
Η κατάλυση του βασιλείου των Μακεδόνων από τους Ρωμαίους, μετά την οδυνηρή ήττα του Περσέα στην Πύδνα τον Ιούνιο του 168 π.χ., σηματοδοτεί μία νέα σελίδα για την τύχη του ελλαδικού και ευρύτερου βαλκανικού χώρου, εφόσον εκλείπει το Μακεδονικό κέντρο που επί ενάμιση αιώνα αποτέλεσε παράγοντα εξελίξεων στην περιοχή. Οι Ρωμαίοι προκειμένου να αποδυναμώσουν τους Μακεδόνες αποσπούν τις εξωτερικές κτήσεις τους και διαιρούν την ίδια την Μακεδονία σε τέσσερις «μερίδες» δηλαδή σε τέσσερα αυτόνομα και αβασίλευτα ομοσπονδιακά κράτη. Στην τέταρτη «μερίδα», που συγκροτούνταν περίπου από την σημερινή δυτική Μακεδονία, την νοτιοανατολική Αλβανία και την νοτιοδυτική περιοχή της F.Y.R.O.M., ανήκε και η Τυμφαΐδα ενώ κατά μερικούς πιθανότατα και η Παραυαία[68] δηλαδή και οι δύο πλευρές της σημερινής βόρειας Πίνδου. Αυτή η περιοχή, όπως μας πληροφορεί ο Λίβιος, είχε πάντα ψυχρό κλίμα, ήταν τραχιά και δύσκολη για καλλιέργεια ενώ η φύση των κατοίκων της ήταν ίδια με την γη τους, δίνοντάς μας έτσι ένα αρχαίο σχόλιο για την φύση αυτών των ορεινών περιοχών [69]. Παραμένει βέβαια το ερώτημα τι έγιναν έθνη που κατοικούσαν στην Πίνδο κατά την αρχαιότητα. Ο Στράβωνας αναφέρει σε ένα απόσπασμά του ότι « Διὰ γὰρ τὴν ἐπιφάνειάν τε καὶ τὴν ἐπικράτειαν τῶν Θετταλῶν καὶ τῶν Μακεδόνων οἱ πλησιάζοντες αὐτοῖς μάλιστα τῶν Ἠπειρωτῶν, οἱ μὲν ἑκόντες οἱ δ᾿ ἄκοντες, μέρη καθίσταντο Θετταλῶν ἤ Μακεδόνων, καθάπερ Ἀθαμᾶνες καὶ Αἴθικες καὶ Τάλαρες Θετταλῶν, Ὀρέσται δὲ καὶ Πελαγόνες καὶ Ἐλιμιῶται Μακεδόνων . »[70] Βέβαια η παραπάνω άποψη αντανακλά περισσότερο την κατοπινή πολιτική ένταξη των ορεινών φυλών σε ευρύτερα πολιτικά σύνολα που κατά καιρούς μεταβάλλονταν γι’ αυτό και αντιφάσκει όταν σε άλλο του απόσπασμα αναφέρει τους Αθαμάνες τους Αίθικες και τους Τυμφαίους, που τους θεωρεί πάντα Ηπειρωτικά φύλα, να πλησιάζουν προς την Μακεδονία [71]. Άλλωστε την εποχή του Αλεξάνδρου οι Τυμφαίοι υπήρχαν ακόμη και μάλιστα είχαν συγκροτήσει στρατιωτικό σώμα ενώ οι Αθαμάνες πρωταγωνιστούσαν όπως είδαμε στις συγκρούσεις μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων. Ασφαλώς οι Τάλαρες και οι Αίθικες είχαν εξαφανισθεί νωρίτερα γι’ αυτό και ο Στράβωνας αναφέρει ότι στην εποχή του αυτοί οι λαοί είχαν χαθεί. Θέλοντας να δώσει κάποια εξήγηση αναφέρει δύο εκδοχές. Η μία ότι εξαφανίσθηκαν και ερήμωσε τελείως η χώρα τους και η δεύτερη ότι δεν διατήρησαν το εθνικό τους όνομα και το πολιτικό τους καθεστώς μεταβλήθηκε[72]. Το πιθανότερο είναι όπως είδαμε και πάνω να αποτέλεσαν τμήμα των Τυμφαίων οι οποίοι πολιτικά εντάχθηκαν στην Μακεδονία. Ο Πλίνιος συγγραφέας σχεδόν σύγχρονος του Στράβωνα στο έργο του Naturalis Historia μας αναφέρει ότι η Μακεδονία στα δυτικά της σύνορα απλώνεται πάνω σε Ηπειρωτικά γένη [73]εκφράζοντας την ίδια με τον Στράβωνα άποψη ότι οι λαοί στις ανατολικές πλαγιές και υπώρειες της Πίνδου ήταν Ηπειρώτες. Επίσης θεωρεί την Πίνδο βουνό που ανήκει στους Περραιβούς[74], την τοποθετεί στον Θεσσαλικό χώρο, τη διαχωρίζει από το Κερκέτιον όρος[75] ενώ αναφέρει τους Τυμφαίους ως λαό της Μακεδονίας [76]. Είναι εμφανές ότι ο Πλίνιος επαναλαμβάνει μαρτυρίες προγενεστέρων συγγραφέων χωρίς διάκριση χρόνου μεταξύ τους ή κάποια κριτική τους προσέγγιση. Δυστυχώς αυτή η στείρα επανάληψη των αρχαίων πηγών θα αποτελέσει τον κανόνα για τους συγγραφείς όχι μόνο της ρωμαϊκής περιόδου αλλά και όλου σχεδόν του Μεσαίωνα. Το αποτέλεσμα είναι οι γεωγραφικές και ανθρωπολογικές πληροφορίες για την περιοχή να είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Ίσως η μόνη σύγχρονη μαρτυρία του Πλίνιου για την Πίνδο είναι ότι στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τυμφαϊκό γύψο αντί για κιμωλία δίνοντας έτσι και μία πληροφορία για τα προϊόντα που παρήγαγε η περιοχή [77]. Οι αναφορές του Οβίδιου είναι καθαρά ποιητικές στα πλαίσια μίας παράθεσης βουνών γνωστών στις πηγές της αρχαιότητας. Συνήθως αναφέρει την Πίνδο σε σχέση με τα βουνά του Θεσσαλικού χώρου [78] γεγονός που ενισχύει την αντίληψη των αρχαίων ότι η Πίνδος ήταν κυρίως η ορεινή ζώνη του σημερινού νομού Τρικάλων στην Θεσσαλία όπου και απαντώνται οι πηγές του Πηνειού και του Αχελώου. Αντίθετα οι ονομασίες Λάκμος,Τύμφη και Λυγκών όρη που τις συναντήσαμε ως ονομασίες των δυτικών και βόρειων πλευρών αυτών των βουνών έχουν σχεδόν εκλείψει και ίσως να μην τις γνωρίζαμε αν δεν τις ανέφεραν ο Στράβωνας και ο Λίβιος.
Η εδραίωση της Pax Rοmana επιφέρει αλλαγές στην διοικητική συγκρότηση των περιοχών της ελλαδικής χερσονήσου που βρίσκονται ανατολικά και δυτικά της Πίνδου. Επί Αυγούστου η Θεσσαλία και ένα τμήμα της Ηπείρου που μέχρι τότε ανήκαν στην επαρχία της Μακεδονίας αποτέλεσαν τμήμα της συγκλητικής επαρχίας της Αχαΐας[79]. Υπό την ονομασία Θεσσαλία νοείται πλέον μία ευρύτερη γεωγραφική περιοχή σε σχέση με αυτή της εποχής των Τετράδων[80] η οποία όπως μας πληροφορεί ο Στράβωνας κάλυπτε «τὸ μεταξὺ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Πηνειοῦ καὶ τῶν Θερμοπυλῶν ἕως τῆς ὀρεινῆς τῆς κατὰ Πίνδον» [81]. Παρουσιάζεται λοιπόν η Πίνδος ως ένας ορεινός όγκος που κλείνει από δυτικά την Θεσσαλία αποκτώντας τον ρόλο συνόρου. Τον δεύτερο αιώνα μ.χ. σύμφωνα με τους καταλόγους του Πτολεμαίου η Θεσσαλία προσαρτάται στην Μακεδονία και η Ήπειρος μετατρέπεται σε αυτοκρατορική επαρχία[82]. Περιγράφοντας ο Έλληνας επιστήμονας την γεωγραφική θέση της Μακεδονίας αναφέρει ότι « ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τῇ ἐντεῦθεν γραμμῇ, παρὰ μὲν τὴν Ἤπειρον ἕως πέρατος οὗ θέσις ………ἐφ᾽ ἧς γραμμῆς διατείνει τὸ Πίνδον ὄρος, οὗ τὸ μέσον ἐπέχειν μοίρας »[83] Επιβεβαιώνεται εδώ ότι η Πίνδος αποτελεί το φυσικό γεωγραφικό όριο μεταξύ Ηπείρου και Μακεδονίας που τότε συμπεριλάμβανε και την Θεσσαλία. Αξίζει να επισημανθεί ότι για πρώτη φορά η ονομασία Πίνδος περιλαμβάνει το σύνολο των βουνών που διαχωρίζουν τις παραπάνω περιοχές.
Η διοικητική αναδιοργάνωση του Ρωμαϊκού κράτους από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό επιφέρει διάσπαση των τότε διοικητικών περιφερειών σε ακόμα μικρότερα τμήματα. Στα πλαίσια αυτών των αλλαγών η επαρχία της Μακεδονίας χάνει τα νότια εδάφη της τα οποία συγκροτούν πλέον την επαρχία της Θεσσαλίας. Λίγο αργότερα προφανώς επί Κωνσταντίνου αποσπώνται από δυτικά τα εδάφη της που βρίσκονται στον χώρο της σημερινής νότιας Αλβανίας και συγκροτούν την επαρχία της Νέας Ηπείρου (Epirus Nova). Η ήδη υπάρχουσα επαρχία της Ηπείρου συγκροτεί πλέον την επαρχία της Παλαιάς Ηπείρου(Epirus Vetus). Όλες οι ανωτέρω περιοχές ανήκαν στην διοίκηση των Μοισιών που μαζί με την διοίκηση των Θρακιών καταλάμβαναν το σύνολο της Χερσονήσου του Αίμου. Λίγο αργότερα η διοίκηση των Μοισιών διασπάστηκε στην διοίκηση της Δακίας και την διοίκηση της Μακεδονίας με την τελευταία να περιλαμβάνει τις επαρχίες της Μακεδονίας της Θεσσαλίας και των δύο Ηπείρων[84] Μέχρι και τα μέσα του Ζ΄ αιώνα οι ονομασίες Παλαιά Ήπειρος, Νέα Ήπειρος, Θεσσαλία και Μακεδονία αποδίδονται σταθερά σε επαρχίες που βρίσκονται ανατολικά και δυτικά της Πίνδου, ανεξάρτητα από τις τυχόν αλλαγές κυρίως μεταξύ των συνόρων Θεσσαλίας και Μακεδονίας και την υπαγωγή τους στην νεοσυσταθείσα «υπαρχία του Ιλλυρικού»[85].
Μεσαιωνική περίοδος- Η ανάδειξη μίας εθνολογικής πραγματικότητας.
Παρά την σχετική αφθονία των πηγών εκείνης της περιόδου αναφορικά με την διοικητική διαίρεση των περιοχών που εφάπτονται της Πίνδου η ίδια η οροσειρά περνάει ξανά στο περιθώριο της ιστορίας. Η μετατροπή της σε εσωτερικό σύνορο του ρωμαϊκού και πρώιμου βυζαντινού κράτους αφαιρεί τον γεωπολιτικό ρόλο που κατείχε όσο διαχώριζε διαφορετικές επικράτειες γεγονός που επιφέρει παύση των αναφορών για αυτήν. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί μία μαρτυρία του Σωκράτη του Σχολαστικού ο οποίος αναφερόμενος στις επιδρομές του Αλάριχου(τέλη του 4oυ αιώνος) μας πληροφορεί ότι οι Θεσσαλοί αντιστάθηκαν «περὶ τὰς ἐκβολἀς ταῦ Πηνειοῦ ποταμοῦ, ὄθεν δι ὄρους Πίνδου ἐπὶ Νικόπολιν τῆς ᾿Ηπείρου διαβῆναι ἔστι.» [86].Προφανώς ο συγγραφέας από παραδρομή αναφέρθηκε στις εκβολές του Πηνειού αντί στις πηγές. Η μαρτυρία αυτή αναφέρεται σαφέστατα στην περιοχή που βρίσκεται ανατολικά του περάσματος Ζυγού-Κατάρας που όπως είδαμε βρίσκονται οι πηγές του Πηνειού. Η πληροφορία αυτή έχει την αξία της εφόσον αποτελεί μία ένδειξη για την παλαιότητα και την σημασία του συγκεκριμένου ορεινού περάσματος ως οδός επικοινωνίας μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας.
Η ρωμαϊκή περίοδος της Βαλκανικής Ιστορίας ξεκινώντας με την εμφάνιση των Ρωμαίων στην περιοχή (2ο π.χ. αιώνας) και συνεχίζοντας με την σταδιακή υπαγωγή της χερσονήσου στο Imperium Romanorum (με αποκορύφωμα την κατάκτηση της Δακίας από τον Τραϊανό τον 2ο μ. χ. αιώνα) μπορούμε να θεωρήσουμε ότι λήγει τον Ζ΄ αιώνα, όταν η Αβαροσλαβική πίεση, που είχε ξεκινήσει ένα αιώνα πιο πριν, σπάει οριστικά το σύνορο του Δούναβη. Η προώθηση και οριστική εγκατάσταση μετά τον Ζ΄ αιώνα διάφορων σλαβικών φύλων στο εσωτερικό της βαλκανικής χερσονήσου και η συγκρότηση του πρώτου μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους σηματοδοτεί το τέλος ρωμαιοβυζαντινής κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Αν εξαιρέσουμε κάποιες παράκτιες περιοχές της βαλκανικής χερσονήσου που η Κωνσταντινούπολη ασκούσε ακόμη ουσιαστική κυριαρχία οι υπόλοιπες στο εσωτερικό της χερσονήσου βρίσκονται υπό Βυζαντινό έλεγχο μόνο κατ’ όνομα. Αν και είναι αδύνατο να ανιχνεύσουμε πληροφορίες σχετικά με την Πίνδο κατά την εποχή που λαμβάνουν χώρα οι σλαβικές μετακινήσεις, στοιχεία που αφορούν όμορες περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας δεν αφήνουν αμφιβολία ότι η μεγάλη οροσειρά βρέθηκε εκτός διοικητικού ελέγχου για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που την κατέστησε πέρασμα αλλά ίσως και υποδοχέα καινοφανών πληθυσμιακών ομάδων [87]. Η κατά θέματα οργάνωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αντικατοπτρίζει αυτήν τη κατάσταση αλλά και την σταδιακή αποκατάσταση τη βυζαντινής κυριαρχίας στα Βαλκάνια [88]. Στο τέλος του Η΄ αιώνα ιδρύθηκε το θέμα της Μακεδονίας το οποίο περιλάμβανε περιοχές της δυτικής Θράκης ενώ στις αρχές του Θ΄ αιώνα έχουμε την σύσταση των θεμάτων της Θεσσαλονίκης στην κοιλάδα του κάτω Αξιού, του Δυρραχίου στα αλβανικά εδάφη και της Νικοπολέως στην περιοχή της νοτίου Ηπείρου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Βυζαντινή κυριαρχία επεκτείνονταν εκείνη την περίοδο στο εσωτερικό ορεινό τμήμα αυτών των περιοχών.[89] Μπορεί η οροσειρά της Πίνδου [90] να αποτελεί το φυσικό και θεωρητικά το διοικητικό όριο μεταξύ των θεμάτων της Νικοπολέως της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδος ωστόσο δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ασκούνταν εκεί κάποια μορφή θεματικής εξουσίας. Ο χρονογράφος Σκυλίτσης αναφέρει ότι οι ηττημένοι στον Σπερχειό Βούλγαροι του Σαμουήλ αφού ξέφυγαν στα όρη των Αιτωλών μπόρεσαν από τις κορυφές αυτών των βουνών να διέλθουν την Πίνδο και έτσι να διασωθούν στην Βουλγαρία [91]. Το επεισόδιο αυτό φανερώνει αδυναμία της βυζαντινής διοίκησης να ελέγξει στρατιωτικά συνεπώς και διοικητικά την οροσειρά κατά την περίοδο των βυζαντινοβουλγαρικών συγκρούσεων.
Οι πολιτικές, εθνικές και πολιτισμικές διεργασίες που έλαβαν χώρα στον Βαλκανικό χώρο στο χρονικό διάστημα μεταξύ της πρώτης εμφάνισης των ρωμαίων και της οριστικής εγκατάστασης των σλάβων υπήρξαν καθοριστικές για την μελλοντική φυσιογνωμία της περιοχής. Μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση η ελλαδική χερσόνησος χάνει πλέον το πολιτικό ρόλο που έπαιζε στα ιστορικά δρώμενα του τότε γνωστού κόσμου και μετατρέπεται σε επαρχία του ρωμαϊκού και αργότερα του βυζαντινού κράτους που υπήρξε ο διάδοχος του πρώτου στην ανατολική μεσόγειο. Η στρατιωτική μηχανή της Ρώμης μετατοπίζει σταδιακά το κέντρο βάρους των δραστηριοτήτων της βορειότερα, στις σχετικά άγνωστες μέχρι τότε περιοχές των κεντρικών και βόρειων Βαλκανίων. Αυτές αποκτούν πλέον στρατηγική σημασία για την πολιτική της Ρώμης στον χώρο της κεντροανατολικής Ευρώπης, τον Εύξεινο πόντο και την Ανατολή [92]. Για πρώτη φορά η βαλκανική χερσόνησος αποκτά γεωγραφική, πολιτική και οικονομική ενότητα. Οι κάθετοι και οριζόντιοι δρόμοι που κατασκεύασαν οι ρωμαίοι, κυρίως για στρατιωτικούς λόγους, διευκολύνουν την επικοινωνία και τις συναλλαγές στο σύνολο της χερσονήσου και μαζί με την στρατολόγηση πολλών ντόπιων στις λεγεώνες που εδρεύουν στα σύνορα αλλά και στο εσωτερικό της χερσονήσου συμβάλουν στην υιοθέτηση στοιχείων του ρωμαϊκού πολιτισμού μεταξύ των οποίων και τη λατινική γλώσσα κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατοπινή πολιτιστική φυσιογνωμία της Πίνδου[93]. Μπορεί ο γλωσσικός εξελληνισμός της βυζαντινής αυτοκρατορίας να οδήγησε στην κατάργηση της λατινικής ως κρατικής γλώσσας ωστόσο πηγές του ΣΤ΄ και Ζ΄ αιώνα μαρτυρούν επιβίωσή της σε πληθυσμιακές ομάδες της Βαλκανικής χερσονήσου[94]. Φυσικά δεν ομιλούν την κλασική λατινική η οποία αποτελεί πλέον ένα γλωσσικό απολίθωμα για όλο τον λατινόφωνο κόσμο αλλά την βαλκανική εκδοχή των ρομανικών διαλέκτων που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται τότε στον ευρωπαϊκό χώρο[95]. Μετά τις εισβολές των σλάβων το ρομανικό στοιχείο των Βαλκανίων συρρικνώνεται δεδομένου ότι στις βόρειες και δυτικές περιοχές της χερσονήσου όπου και πλειοψηφούσε σημειώνονται οι μαζικότερες εγκαταστάσεις σλαβικών φύλων. Ωστόσο, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, δεν εξαφανίστηκε οριστικά [96]. Τα γεγονότα που επαναφέρουν στο ιστορικό προσκήνιο της Βαλκανικής ορισμένους από αυτούς τους πληθυσμούς είναι οι βυζαντινοβουλγαρικές συγκρούσεις που λήγουν με την οριστική διάλυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους το 1018 μ.χ. Αυτοί καταγράφονται πλέον στις πηγές με την νεοφανή ονομασία Βλάχοι[97] και παρά την επιγονική τους σχέση με τους λατινόφωνους των Βαλκανίων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου[98], δεν αποτελούν πλέον ένα ακαθόριστο πολιτισμικό-γλωσσικό σύνολο, αλλά μία διακριτή εθνοτική ομάδα. Μια από τις περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου που η παρουσία αυτής της ομάδας υπήρξε ανά τους αιώνες πολυπληθής και αδιάλειπτη είναι η Πίνδος. Συγκεκριμένα οι πρώτες περί Βλάχων αναφορές των πηγών (10ος-11ος αιώνας) τους εμφανίζουν να περιφέρονται σε περιοχές που ανήκουν στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη της οροσειράς [99]. Μάλιστα από τα μέσα του 12ου αιώνα και για περισσότερο από τρεις αιώνες, το ορεινό σύστημα της Πίνδου οριοθετούσε από δυτικά τη Βλαχία ή Μεγάλη Βλαχία [100] δηλαδή όριζε μία γεωγραφική ζώνη με έντονη παρουσία βλαχικού πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που κατά κοινή αντίληψη των πηγών εκείνης της εποχής η Πίνδος αποτελούσε μία από τις περιοχές του Βαλκανικού χώρου που κατοικούνταν αποκλειστικά από Βλάχους[101].
Ύστερος Μεσαίωνας – Η αποκρυστάλλωση ενός κόσμου.
Η δυναμική παρουσία αυτού του πληθυσμού στην Πίνδο κατά τους τελευταίους αιώνες του μεσαίωνα, δεν οφείλεται αποκλειστικά στην κτηνοτροφική δομή των κοινωνιών του όπως πολλοί μπορούν να υποθέσουν αλλά προέκυψε μέσα από την διαχρονική προσπάθειά του να εντάξει τον συγκεκριμένο ορεινό χώρο στο ευρύτερο πλαίσιο των αγροτικών του δομών, των οποίων υπήρξε φορέας ήδη κατά τους προγενέστερους αιώνες. Είναι δύσκολο βέβαια να συλλάβουμε την εικόνα των πρώιμων οικισμών τους, όμως δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τη μεσαιωνική τους ύπαρξη. Μεταξύ των τοπωνυμιών που καταγράφονται σε χρυσόβουλο του 1336 σχετικά με τα όρια της επισκοπής Σταγών αναγνωρίζουμε, ήδη από τότε, ορισμένους από τους μεταγενέστερους οικισμούς της οροσειράς [102]. Επίσης, από άλλες πηγές σχετικές με μοναστηριακές κτήσεις γνωρίζουμε την ύπαρξη και άλλων οικισμών της Θεσσαλικής Πίνδου έναν αιώνα, πριν την εμφάνιση των Οθωμανών στην περιοχή [103] Αν και μας διαφεύγουν πολλά στοιχεία για την κοινοτική και οικονομική συγκρότηση αυτών των μεσαιωνικών οικήσεων, φαίνεται ότι οι δομές τους δεν διέφεραν ριζικά, σε σχέση με αυτές που εντοπίζουμε στους επόμενους αιώνες. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε κάθε ορεινή κοιλάδα κοντά στο υδάτινο ρεύμα που τη διέσχιζε, θα υπήρχαν μικρές ή μεγάλες συγκεντρώσεις αγροικιών, ενώ στα σημεία που δέσποζαν επί των οδών επικοινωνίας, ενδεχομένως να υπήρχε και κάποιο μοναστήρι, το οποίο ήταν o μεγάλος γαιοκτήμονας της περιοχής. Αυτή η πιθανότητα σχετίζεται με την παρουσία μονών στην οροσειρά. Στο ήδη αναφερόμενο χρυσόβουλο των Σταγών από τα τρία μονύδρια-μετόχια της επισκοπής, τα δύο, η μονή της Θεοτόκου στο Λιμπόχοβο και η μονή της Θεοτόκου στον Ασπροπόταμο [104] βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά της νότιας Πίνδου. Επίσης το 1380 ανάμεσα στα πολλά θύματα των αυθαιρεσιών του Θωμά Preljubovic δεσπότη των Ιωαννίνων, συγκαταλέγεται και ο «τιμιώτατος» ή «οσιώτατος» καθηγούμενος του Μετζόβου[105]. Ας σημειωθεί εδώ η έως τις αρχές του 19ου αιώνα διαφοροποιημένη γεωγραφική αντίληψη για την περιφέρεια και το κέντρο του τελευταίου οικισμού, κάτι που σχετίζεται με την οργάνωση του χώρου και το θεσμικό σύστημα εκμετάλλευσης αυτού[106] Στην ίδια αντίληψη εντάσσεται και η διάκριση της φεουδαλικής υπόστασης της περιοχής. Το Χρονικό των Ιωαννίνων με αφορμή το ανώτερο περιστατικό της σκληρής κακοποίησης του καθηγούμενου Μετζόβου από τον σερβικής καταγωγής ηγεμόνα των Ιωαννίνων αναφέρεται και στους πάροικους της τοπικής εκκλησίας [107] Συνεπώς, στην κεντρική ζώνη της Πίνδου κοντά στο σημερινό Μέτσοβο ή και στον ίδιο τον χώρο της σημερινής κωμοπόλεως, υπάρχει εκκλησιαστικό ίδρυμα, το οποίο κατέχει περιουσία και ανθρώπους, ενδεικτικό στοιχείο μιας φεουδαλικής κοινωνίας[108] Λίγο βορειότερα επί των δυτικών κλιτυών της οροσειράς, εντοπίζουμε τη μονή της Βουτσάς η ίδρυση της οποίας ανάγεται επίσης στα μεσαιωνικά χρόνια [109] Κτισμένη στην αριστερή κοίτη του ποταμού Βάρδα οφείλει την ονομασία της σε ομώνυμο μεσαιωνικό οικισμό.
Η επιβεβαιωμένη παρουσία μερικών εξ αυτών από τα μεσαιωνικά χρόνια έως και σήμερα σε μία υψομετρική ζώνη, που κυμαίνεται μεταξύ των 800 και 1100 μέτρων, αποδεικνύει την αδιάλειπτη συνέχεια της γεωργικής οικονομίας της οροσειράς. Σημαντικές πληροφορίες για αυτό το θέμα μας παρέχει η οθωμανική φορολογική απογραφή του Σαντζακιού των Τρικάλων, που διενεργήθηκε το 1453. Μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνει και τις περιοχές Μετσόβου, Πηγών Πηνειού, Ασπροποτάμου και τμήμα των Γρεβενών, οι οποίες καλύπτουν την κεντρική και μεγάλο τμήμα της νότιας Πίνδου [110]. Το πρώτο στοιχείο που αποκαλύπτεται εδώ είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ιστορικών ονομάτων των σημερινών οικισμών της οροσειράς, καταγράφεται ήδη στην προαναφερόμενη απογραφή. [111] Αυτό σημαίνει ότι το σημερινό οικιστικό δίκτυο της οροσειράς είναι παλαιότατο και έχει συγκροτηθεί πολύ πριν τον 15ο αιώνα.
Πηγές του 14ου και 15ου αιώνα εμφανίζουν τους Βλάχους της Πίνδου αναμιγμένους σε πολεμικές συγκρούσεις. Τα χρονικά των Ιωαννίνων αναφέρονται στους Μαλακασίους ή με σαφήνεια στους Βλάχους που στα τέλη του 14ου αιώνα συμμαχούν με τους Αλβανούς ηγεμόνες της Άρτας και διενεργούν επιθέσεις κατά των Ιωαννίνων[112]. Υπάρχει επίσης, αναφορά για σύγκρουση Μαλακασίων και Τούρκων κοντά στη μονή Βουτσάς, στα όρια των περιοχών Μετσόβου-Ζαγορίου [113]. Ενδεχομένως αυτή η πληροφορία να επαληθεύετε μέσα από την ιστορική αφήγηση. Το 1444 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεσπότης τότε του Μυστρά οργανώνοντας αντεπίθεση εναντίον των Οθωμανών που είχαν εισβάλει στην ελλαδική χερσόνησο, επεκτείνει την κυριαρχία του πάνω στους Βλάχους της Πίνδου, και τους επιβάλλει δικό του αρχηγό, σε μία χρονική στιγμή που αυτοί ήδη πολεμούσαν τους Τούρκους της Θεσσαλίας[114] Μάλιστα στην οθωμανική απογραφή του 1454, αναγράφεται σε σχετική σελίδα η παρατήρηση ότι η περιοχή Μετσόβου φορολογείται τότε για πρώτη φορά. Γνωρίζοντας ότι η Θεσσαλία βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων από τα τέλη του 14ου αιώνα και τα Γιάννινα από το 1431, υποθέτουμε ότι η Πίνδος έως και τα μέσα του 15ου αιώνα δεν είχε ακόμα ενταχθεί στο Οθωμανικό κράτος. Το γεγονός άλλωστε ότι οι Οθωμανοί παραχωρούν εκείνη την εποχή στους Μαλακασίους της Πίνδου ορισμένα προνόμια ενισχύει τη μαρτυρία που θέλει τους Βλάχους της οροσειράς, αρχικά να συγκρούονται και τελικά να διαπραγματεύονται με τους Οθωμανούς το καθεστώς που θα διέπει την πολιτική και οικονομική τους θέση στα πλαίσια της νέας οθωμανικής πραγματικότητας [115] Οι πληθυσμοί αυτοί διέθεταν στρατιωτικές παραδόσεις, γι’ αυτό και οι τούρκοι αντί ενός φθοροποιού πόλεμου σε ορεινές περιοχές, προτίμησαν να τους αξιοποιήσουν στρατιωτικά εντάσσοντάς τους στο δικό τους στρατιωτικό σύστημα, υπό την μορφή παραστρατιωτικών βοηθητικών ομάδων, παραχωρώντας τους ειδικό καθεστώς [116] Η καλύτερη αξιοποίησή τους ήταν να τους ανατεθεί η διαφύλαξη αυτών των περιοχών, ειδικά σε όσους κατοικούσαν δίπλα από σημαντικές διαβάσεις[117]Είναι λοιπόν φανερό ότι, όταν στα μέσα του 15ου οι Οθωμανοί επέκτειναν την εξουσία τους στην Πίνδο [118], αυτή αποτελούσε ήδη μία παλαιά πατρίδα για τους εκεί βλαχικούς πληθυσμούς. Όντας καλά εδραιωμένοι σε αυτά τα βουνά διατηρούν μόνιμους αγροτοκτηνοτροφικούς οικισμούς αλλά και κτηνοτροφικές κατούνες, εκμεταλλευόμενοι όση γεωργική γη μπορούσε να τους προσφέρει αυτός ο ορεινός τόπος και φυσικά, τα μεγάλα βοσκοτόπια της οροσειράς. Συνεπώς κατά τους πρώτους οθωμανικούς αιώνες η οροσειρά κατέστη ο χώρος που κληρονόμησε και διέσωσε σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές και πολιτικές δομές των βλαχικών πληθυσμών του μεσαίωνα[119]
ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΤΑΘΕΙΕΣ - ΧΩΡΙΚΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ.
Όπως διαπιστώσαμε παραπάνω ο γεωγραφικός όρος Πίνδος εμφανίζεται καθ’ όλη την διάρκεια του μεσαίωνα σε διάφορες γραπτές πηγές της εποχής. Ωστόσο αυτές οι αναφορές δεν αποτελούν ένδειξη επιβίωσης της αρχαίας ονομασίας της οροσειράς. Οι συγγραφείς του μεσαίωνα κατά την προσφιλή τους τακτική χρησιμοποιούσαν γεωγραφικούς αλλά και εθνικούς προσδιορισμούς της αρχαιότητας συχνά μη συμβατούς με την πραγματικότητα της εποχής τους. Σήμερα η χρήση του όρου Πίνδος δεν ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις της αρχαιότητας αναφορικά με τα γεωγραφικά όρια αυτής της περιοχής. Ουσιαστικά έχουμε μία επαναφορά αυτής της αρχαίας ονομασίας αρχικά μέσω των λογίων των νεοτέρων χρόνων και κατόπιν μέσω της διοικητικού και εκπαιδευτικού συστήματος. Η ανάγκη ωστόσο να δηλωθεί η συγκεκριμένη ορεινή ζώνη από τους ανθρώπους του Μεσαίωνα και της οθωμανικής περιόδου ήταν πάντα υπαρκτή γεγονός που καθιστά πιθανή την ύπαρξη μίας παράλληλης λαϊκής ονομασίας. Φυσικά το πρόβλημα αυτό δεν αφορούσε τους ίδιους τους πληθυσμούς της οροσειράς, οι οποίοι (όπως ήδη αναφέρθηκε) μέχρι πρόσφατα δεν την αντιλαμβάνονταν ως ενιαία γεωγραφική ζώνη, αλλά τους περίοικους, τους συντάκτες διοικητικών αναφορών καθώς και τους λογίους που δεν «αγνοούσαν» την πολιτισμική πραγματικότητα της εποχής τους.
Ο P. Sustal αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Ιωάννη Τζέτζη (βυζαντινό συγγραφέα του 12oυ αιώνα), Μέτζοβον αποκαλούσαν εκείνη την εποχή την οροσειρά της Πίνδου[120]. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ισχύει αυτή η μαρτυρία σίγουρα όμως υποδεικνύει μία λαϊκή ονομασία της οροσειράς η οποία επιβεβαιώνεται και σε νεώτερες πηγές. Συγκεκριμένα ο Αναστάσιος Γόρδιος παραφράζοντας(μεταξύ των ετών 1682/83 και 1689) σε δημώδη γλώσσα το αρχικό εγκώμιο του αγίου Βησσαρίωνος, το οποίο είχε συντάξει στα 1552 ο Παχώμιος Ρουσάνος, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Ένα βουνί είναι, οπού ονoμάζεται από τους Έλληνες Πίνδος, και τούτο είναι εκείνο, οπού λέγεται βαρβαρικά Μέτζοβον·» και παρακάτω στο ίδιο κείμενο αναφέρει «χωρίζει το βουνί τούτο το Μέτζοβον, τα μέρη των Ιωαννίνων και τα μέρη της Θεσσαλονίκης» [121]. Η ίδια άποψη εκφράζεται και σε πατριαρχικό σιγίλιο του 1818 στο οποίο, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε «Επειδή τοίνυν και το κατ’ Ήπειρον κείμενον υπερύψηλον όρος της Πίνδου, όπερ κοινότερον Μέσσοβον εκλήθη…» [122]. Επίσης σε βενετικά αρχεία του 1500 έχουμε αναφορά στα «βουνά του Μετσόβου», μία περιγραφική ονομασία που, όπως θα δούμε παρακάτω, χρησιμοποιούνταν στους επόμενους αιώνες για να δηλώσουν την οροσειρά της Πίνδου [123]. Συγκεκριμένα σε γεωγραφικό σύγγραμμα του 1791 στο κεφάλαιο περί των βουνών της Ηπείρου αναφέρεται « Όρη διάσημα είναι η Πίνδος, το οποίο λαμβάνει διάφορες ονομασίαις κατά τους διάφορους τόπους, ως επί το πλείστον όμως λέγεται του Μετζόβου τα βουνά· »[124]. Παρομοίως σε γεωγραφική περιγραφή της Ηπείρου που συντάχτηκε στις αρχές του 19ου αιώνα αναφέρονται «του Μετζόβου τα Βουνά (ο ποτέ Πίνδος) » [125]. Tέλος, ο Αραβαντινός στην χρονογραφία του που εκδόθηκε το 1856, στο λήμμα Πίνδος αναφέρει «Πίνδος- κοινώς Ζυγός και βουνόν του Μετζόβου καλούμενον» [126] . Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η λέξη Πίνδος αποτελεί κληρονομιά της λόγιας παράδοσης, ενώ η λαϊκή ονομασία της οροσειράς από τα μεσαιωνικά χρόνια έως και τον 19o αιώνα ήταν, είτε «Μέτσοβο» είτε η περιγραφική «βουνά του Μετσόβου» Πιθανόν αυτή η ονομασία δεν πρέπει να συμπεριλάμβανε όλη την σημερινή οροσειρά, αλλά το κεντρικό της τμήμα μεταξύ της περιοχής του Ασπροποτάμου και των πηγών του Αώου[127]. Είναι δε αξιοπαρατήρητο ότι αυτό το τμήμα συμπίπτει με την ορεινή ζώνη που προσδιόριζαν οι αρχαίοι έλληνες ως Πίνδο. Ενδεχομένως αυτό να μην είναι τυχαίο. Η αναδρομή σε πηγές της αρχαίας και μεσαιωνικής γραμματείας που προηγήθηκε ανέδειξε ορισμένα χαρακτηριστικά της οροσειράς τα οποία υπήρξαν πάντοτε σιωπηλοί αλλά σταθεροί παράγοντες διαμόρφωσης μίας γεωγραφικής αντίληψης καθώς και του ιστορικού γίγνεσθαι στην περιοχή. Ήδη από την αρχαιότητα η Πίνδος και συγκεκριμένα το κεντρικό της τμήμα επισημαίνεται ως περιοχή υδροκρίτης της Ελλαδικής χερσονήσου. Από εκεί όχι μόνο πηγάζει η πλειοψηφία των σημαντικότερων ποταμών της Ελλάδας αλλά ταυτόχρονα λόγω της πολύπλοκης γεωμορφολογίας της οροσειράς καθορίζεται και η πορεία τους προς το Αιγαίο το Ιόνιο και την Αδριατική. Αυτή η διάχυση των ποτάμιων συστημάτων από τα σημεία των πηγών τους προς τα ανατολικά βόρεια και νότια μέρη της Ελλαδικής χερσονήσου υπήρξε καθοριστική για το σύστημα εσωτερικής και εξωτερικής επικοινωνίας στην Πίνδο και κατ’ επέκταση για το δίκτυο των επικοινωνιών στην βόρεια και κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα κατά το παρελθόν. Οι ορεινές κοιλάδες εντός των οποίων ρέουν αυτοί οι ποταμοί από την φύση τους είναι τα πιο βατά περάσματα σε μία ορεινή ζώνη. Είναι κατανοητό λοιπόν ότι οι κοιλάδες των ποταμών που διασχίζουν Πίνδο και ιδιαίτερα την κεντρική της περιοχή κατείχαν σημαντική θέση στο δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Φαίνεται ότι οι αρχαίοι έλληνες χρησιμοποίησαν αυτές τις ποταμιές ως περάσματα γι αυτό και έχουμε μία σχετικά καλή πληροφόρηση για τις πηγές τους και τους λαούς που ζούσαν εκεί [128]. Σίγουρα η συγκεκριμένη γεωμορφολογία της περιοχής ήταν ένας από τους λόγους που συνέβαλε στο να εξελιχτούν οι κάτοικοι της Πίνδου σε μεταφορείς και φύλακες.
Μία δεύτερη εικόνα που δίνουν τα αρχαία κείμενα για την Πίνδο είναι ότι οι φυλές που κατοικούσαν εκεί ουσιαστικά καταλάμβαναν γεωγραφικές ζώνες που περιέκλειαν περιοχές όπου λαμβάνει χώρα η διαμόρφωση των ποτάμιων συστημάτων της. Ο έλεγχος εκ μέρους των κοινοτήτων της Πίνδου των ποτάμιων κοιλάδων υπήρξε έως πρόσφατα ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους ως μόνιμων ορεινών οικισμών εφόσον είναι οι μόνες εδαφικές ζώνες που προσφέρονται για καλλιέργειες. Σχετικές μελέτες έχουν ήδη επισημάνει ότι οι ορεινές κοιλάδες της οροσειράς αποτέλεσαν τον πυρήνα ανάπτυξης των μόνιμων οικισμών της Πίνδου κατά τα μεσαιωνικά και νεώτερα χρόνια και όχι τα θερινά βοσκοτόπια όπως πολλοί πιστεύουν [129]. Δεν νομίζουμε ότι κατά την αρχαιότητα ίσχυε κάτι διαφορετικό τουλάχιστον για τους πληθυσμούς που εμφανίζονται να κατοικούν επί αιώνες σε συγκεκριμένες ζώνες τις οροσειράς. Η αναφορά των πηγών στις χώρες των Αιθίκων, των Τυμφαίων ή των Αθαμάνων πάνω στην Πίνδο υπονοεί την ύπαρξη μόνιμων οικισμών και μόνιμος οικισμός σημαίνει πρώτα από όλα γη για καλλιέργεια. Προφανώς τα φύλα της οροσειράς συγκρούονταν μεταξύ τους για τον έλεγχο των εύφορων παραποτάμιων ορεινών κοιλάδων. Μάλιστα αν παρατηρήσουμε επεκτείνονται πάντα προς την κατεύθυνση των ποταμών που πηγαίνουν προς την Μακεδονία και Θεσσαλία και όχι προς την Ήπειρο από όπου κατάγονταν. Το ίδιο και κατά τα νεώτερα χρόνια ο οικονομικός χώρος των κατοίκων της Πίνδου συμπεριλάβανε πολλαπλές δράσεις προς τις Θεσσαλικές και Μακεδονικές περιοχές και όχι προς την κτηνοτροφική Ήπειρο η οποία αποτελεί μία πανομοιότυπη δυτική συνέχεια του ορεινού της τοπίου. Άλλωστε η συγκεκριμένη γεωμορφολογία, όπως ήδη επισημάναμε, δεν ενοποιούσε αλλά διασπούσε το ανθρωπογενές περιβάλλον της οροσειράς. Συνεπώς ένα ακόμη χαρακτηριστικό της οροσειράς από την αρχαιότητα έως σήμερα ήταν η διάσπαση των κατοίκων της σε μικρότερες γεωγραφικό-πολιτισμικές ομάδες. Στα νεώτερα χρόνια αναφερόμαστε συχνά σε Τζουμερκιώτες, Παλιοχωρίτες, Ασπροποταμίτες, Μετσοβίτες, Ζαγορίσιους και άλλους αλλά ποτέ σε «Πίνδιους».Λίγο-πολύ οι περιοχές τους αντιστοιχούν σε αυτές των Αθαμάνων, των Δολόπων, των Αιθίκων των Τυμφαίων κ.λ.π.
Ένα τρίτο χαρακτηριστικό της οροσειράς, σχετικό και αυτό με την ορεινή της μορφολογία, ωστόσο ευρύτερης ιστορικής σημασίας, είναι ότι αποτελεί ένα άκαμπτο φυσικό-γεωγραφικό σύνορο μεταξύ των ανατολικών και δυτικών περιοχών της ελληνικής χερσονήσου. Συνεπώς οποιαδήποτε κυριαρχία επί αυτής προϋπόθετε έλεγχο των διαβάσεών της και συμμαχία των λαών που κατοικούσαν γύρω από αυτές. Είναι ενδεικτική η στάση των Οθωμανών κατά τα νεότερα χρόνια. Η Πίνδος αποτελεί μία από τις περιοχές της αυτοκρατορία τους όπου δημιουργούν ορισμένα από τα πρώτα αρματολίκια γεγονός που συνδέεται άμεσα και με την κατά καιρούς παραχώρηση προνομιακών καθεστώτων στους κατοίκους της.
Υπάρχει τέλος ένα χαρακτηριστικό της Πίνδου το οποίο σπάνια καταγράφεται στην επίσημη ιστορία ωστόσο αποτελεί μία διαρκή συνιστώσα του ιστορικού γίγνεσθαι στον Ελλαδικό χώρο. Η μεγάλη οροσειρά από την προϊστορική εποχή και μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα υπήρξε ένας ορεινός δίαυλος που ανάλογα απομόνωνε ή συνέδεε την Βαλκανική ιστορική περιπέτεια με τον χώρο της κλασσικής Ελλάδας είτε συγκρατώντας για κάποια χρονικά διαστήματα τους λαούς που ξέβραζε στις βουνοκορφές της το βαλκανικό ντόμινο, πριν τους παραδώσει τελικά στον ελληνισμό, είτε στρέφοντας την ελλαδική ιστορική περιπέτεια βόρεια προς την Βαλκανική χερσόνησο. Για παράδειγμα τα σημαντικότερα φύλα, που αποτέλεσαν αργότερα τον κύριο κορμό των Ελλήνων των ιστορικών χρόνων, ερχόμενα κατά την προϊστορική περίοδο από τα βορειότερα σημεία της Βαλκανικής χερσονήσου είχαν εγκατασταθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην νοτιοδυτική Ιλλυρία, την δυτική Μακεδονία, την βορειοδυτική Θεσσαλία και την Ήπειρο σε περιοχές που βρίσκονταν επί της σημερινής κεντρικής ή βόρειας Πίνδου ή εφάπτονταν αυτής. Εδώ έλαβε χώρα η διαλεκτική διαφοροποίησή τους μία διαδικασία που συνδέεται άμεσα με την φυλογένεση τους και έτσι πλέον ως Ίωνες, Αιολείς, Αρκάδες , Βοιωτοί, Δωριείς, καθώς και πλήθος άλλων ονομάτων κατέκλυσαν αργότερα την Ελλάδα [130]. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και κατά του σκοτεινούς αιώνες του μεσαίωνα δηλαδή μεταξύ του 7ου και 10ου αιώνα, μία εποχή αρκετά φειδωλή από πλευράς ιστορικών πηγών καθοριστική ωστόσο για την εθνογέννηση της πλειοψηφίας των σημερινών λαών της Βαλκανικής χερσονήσου.
Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα γεωγραφικά όρια της οροσειράς από την αρχαιότητα έως σήμερα δεν μας εξασφαλίζουν μία γεωγραφική σταθερά. Οι κεντρικές περιοχές της ταυτίζονται πάντα με την Πίνδο των αρχαίων ωστόσο οι κατοπινές της γεωγραφικές διαστάσεις ποικίλουν ανάλογα με τις αντιλήψεις και τις ερμηνείες των λογίων αρχικά και των διοικητικών μηχανισμών αργότερα. Συνεπώς κάθε ιστορική αναφορά στην Πίνδο ανάλογα με την εποχή απαιτεί και ανάλογη γεωγραφική διευκρίνιση. Ενδεχομένως επακριβής καθορισμός των ορίων της οροσειράς να μην υπάρξει ποτέ [131]. Ωστόσο εκείνο που έχει σημασία για μία μελέτη που επιχειρεί να προσεγγίσει την οροσειρά μέσα από την διάσταση της ιστορικότητας δεν είναι η επακριβής οριοθέτηση του γεωγραφικών της συντεταγμένων αλλά οι χωρικές και χρονικές διαστάσεις της ανθρώπινης δράσης επί αυτής. Από αυτήν την άποψη η «έννοια» Πίνδος αποκτάει μεγαλύτερη σαφήνεια. Η αναφορά στο βουνό, πέραν της συμβολικής του διάστασης, έχει μία πραγματική σημασία. Το ορεινό οικοσύστημα καθορίζει με έναν απόλυτο τρόπο τις περιβαλλοντικές συντεταγμένες των πολιτισμών που αναπτύσσονται εντός αυτού. Η «ορεινότητα» λειτουργώντας ως βασικός παράγων διαμόρφωσης του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της οροσειράς της προσδίδει μία ομοιογένεια. Ωστόσο αυτή η οικολογική σταθερά δεν παραπέμπει απαραίτητα σε κοινό ανθρωπολογικό τόπο. Παράγοντες όπως ο γεωγραφικός κατακερματισμός, οι πολιτισμικές καταβολές, οι ιστορικές εμπειρίες, οι διευθετήσεις και βιώσεις του χώρου και οι κοινωνικές πρακτικές, συνέβαλαν στο να αποτελέσει η οροσειρά μία συνάρθρωση πολλών και παραλλήλων ορεινών κόσμων. Σε αυτήν την περίπτωση η ανάγνωση του χώρου παραπέμπει σε ένα μωσαϊκό τοπικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, χωρικών και κοινωνικών διαφοροποιήσεων [132].
Φάνης Δασούλας
Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, τόμος ΛΑ', Ιωάννινα 2012
Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Α.Ε.Γ: Αρχαία Ελληνική Γραμματεία.
ΑΑΕΣ: Άπαντα Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων
BCH: Bulletin de correspondance hellénique
B.S. G.R.T: Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana
C.B: Colection Byzantine
CFHB: Corpus Fontium Historiae Byzantinae
C.S.H.B: Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae
E.A.R.P.R: Editura Academiei Republicii Populare Romîne
Ε.Ε.Β.Σ: Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών
Ε.Η.Μ: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών
Ε.Μ.Σ: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
Ε.Μ. Α: Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου
G.G.M: Geographi Graeci .Minores,
G.L.M: Geographi Latini Minores,
Ε Μ Α: Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου
ΗΕ: Ηπειρωτική Εστία
ΗΗ: Ηπειρωτικό Ημερολόγιο
Η. Μ: Ηπειρωτικά Μελετήματα
Η.Ζ: Ηπειρωτική Ζωή
Η.Χ: Ηπειρωτικά Xρονικά
Ι.Β.Μ.Τ: Ιδρυμα Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα
Ι.Ε.Ε: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
MNE: Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά
PG: Patrologiae Graecae, εκδ.J.-P.Migne,
RΕ: Realencyclopädie der Klassischen Altertumswissenschaft .
R.E.B: Revue des Études Byzantines
R.H.A: Recherches d’ Histoire et d’ Archéologie,
SCIV: Studii şi Cercetări de Istorie Veche,
SRH: Scriptores Rerum Hungaricarum veteres ac genuini
T.I.B: Tabula Iimberii Byzantini
TR: Τurcica Revue d’ etudes turques
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. ΠΗΓΕΣ
Συλλογές και εκδόσεις πηγών
Corpus Iuris Civillis, Novellae, vol III, eds.R. Schoell - G.Kroll, Berlin 1899
Delibaşi Μ., - Arikan M.,Sûret-i Defter-i Sancak-i Tirhala I, Türk Tarih Kurumu,Ankara 2001.
Divisio Orbis Terrarum: στο GLM, collegit, recensuit,prolegomenis instruxit Α. Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964)
Dimensuratio Provinciarum [Hieronymi Presbyteris], στο GLM, collegit, recensuit,prolegomenis instruxit Α. Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964)
Expozitio Totius Munti et Gentium στο GLM, collegit, recensuit,prolegomenis instruxit Α. Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964)
Nomina Provinciarum Omnium στο GLM, collegit, recensuit,prolegomenis instruxit Α. Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964)
Notitia dignitatum, Notitia urbis Constantinopolitanae et laterculi provinciarum, edidit Ο. SeecK, Berlin 1876
Αγίου Δημητρίου Θαύματα, Οι Συλλογές Αρχιεπισκόπου Ιωάννου και Ανωνύμου, ο βίος τα θαύματα και η Θεσσαλονίκη του Αγίου Δημητρίου, Επιμέλεια-Σχόλια Χ. Μπακιρτζής, μτφ. Α. Σιδέρη, εκδ. Άγρα , Θεσσαλονίκη 1997
Συγραφείς
Αnonymus, Bele regis notarius, Gesta Hungarorum, IX, ed.Popa –Lisseanu, Βucureşti 1934,
Βενιανιμ ο εκ Τουδέλης:The Itinerary of Benjamin of Tudela, Critical text, Translation and Commentary by Μ Αdler, H. Frowde, Oxford University Press ,London 1907.
Caesar Gaius Julius, Commentarii de bello civilli: Γ. Ι. Καίσαρος, Απομνημονεύματα περί του εμφυλίου πολέμου, επιμ.-μτφ. Δαυίδ Αντωνίου, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1974.
Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική, Diodori, bibliotheca Historica, Vol. V, ed. C.TH. Fischer, 1906, ( ανατ. Stuttgart 1964.).
Διονυσίου του Καλλιφώντος,Αναγραφή της Ελλάδος, Dionysii Calliphontis Filli, Descriptio Craecia, στο G. G. M , Vol. I, έκδ. C Müllerus, Parisiis 1855, ( ανατ. Hildesheim 1966)
Ζωσιμου,Ιστορία νέα: Zosimi, Historia Nova, ed. Mendelssohn, Leipzig 1887 ( ανατ. Hildeshein 1963).
Ηροδότου,Ιστοριών: Herodoti, Historiae, recognovit brevique adnotatione critica instruxit C.Hude, 3rd ed, Oxonii, E. typographeo Clarendoniano: Oxford University Press, New York 1927.
Θεοφάνης,Χρονογραφία: Theofanis, Chronographía, recensuit Carolus de Boor, Lipsiae 1883, ( ανατ. Hildesheim 1966.)
Θουκυδίδης, Ιστοριών, Τhucydidis, Historiae, recognovit brevique adnotatione critica instruxit H. S.Jones, Apparatum Criticum Correxit Et Auxit J.Ε.Powell, Oxonii: E typographeo Clarendoniano : New York Oxford University Press, 1942.
Ιεροκλέους Γραμματικού,Συνέκδημος, Hieroclis Grammatici, Synecdemus στο PG, εκδ.J.-P.Migne, Τomus posterior, 1864.
Κεκαυμένος,Στρατηγικόν, εκδ. Άγρωστις, Αθήνα 1993.
Κομνηνή Άννα, Αλεξιάς: Αnne Comnène, Alexiade, στο C.B., Tome I- III, texte etabilet traduit par B. Leib, « Les belles lettres», Paris 1943.
Kωνσταντινος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Πρός τον ίδιον υιόν μου Ρωμανόν: Constantinus Porphyrogenitus, De thematibus et de administrado Imperio, στο C.S.H.B: ed. I. Bekkerus, Bonnae 1840,
Livius Τitus, ab urbe condita: Livy, The History of Rome, with an English translation in 14 volumes, Vol IX, XIII, trans. by E. T. Sage, Α.C. Schlesinger, Cambridge: Harvard University Press and London: W. Heinemann, 1961.
Λυκόφρονος, Αλεξάνδρα, Lycofronis Alexandra, στο BSGRT, edidit L. Mascialino, Lipsiae in aedibus B.G.Teubneri, 1964.
Οvidius Publius Naso, Metamorphoses: P. Ovidii Nasοnis, Metamorphoses, στο BSGRT., edidit W. S.Anderson, .Leipzic B.G. Teubner 1982
Orosii : Pauli: Historiarum adversus paganos, libri Primi caput Alterum, στο GLM, collegit, recensuit,prolegomenis instruxit Α. Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964)
Plinius Gaius Secundus, Naturalis Historiæ: Pliny, Natural History, with an English translation in 10 volumes, Vol. II, IX, trans. by H . Rackham, Cambridge: Harvard University Press and London: W. Heinemann,1961.
Ρresbyter Diocleatis,Regnum Slavorum,, στο SRH, tomus III, εκδ. I.G. Schwandtner, Viennae 1748.
Προκοπίου Καισάρεως,Περί Κτισμάτων, εκδ. Λ. Γεωργιάδης, Αθήνα 1996.
Πτολεμαίου Κλαύδιου,Γεωγραφική Υφήγησις, Claudii Ptolemaei, Geoghrafica, edidit C.F.A. Nobbe, Lipsiae 1845, (ανατ. Hildesheim1966).
Σκυλίτζης Iωάννης,Σύνοψις Ιστοριών: Ioannis Scylitzae, Synopsis Historiarum, στο C.F.H.B., ed. Ι. Thurn, Berlin-N.York 1973. — , Χρονογραφία, νεοελληνική μετάφραση με τις μικρογραφίες του κώδικα της Μαδρίτης, μτφ. Δ.Ι. Μούσουρας, εκδ. Μίλητος.
Σιμοκάττη Θεοφύλακτου,Ιστορίαι: Τheοphylacti Simocattae Historiarum, libri opcto, στο C. S. H. B. ed. I. Bekker, Bonnae 1834,
Στράβωνoς,Γεωγραφικά, 1) ΑΑΕΣ, μτφ. Κ.Θ. Αραπογλου, Τομ 3, εκδ. Πάπυρος. 2) Α.Ε.Γ, μτφ. Π. Θεοδωριδης, εκδ. Κακτος, Aθήνα 1994.
Τζέτζης Ιωάνης,Βιβλίον Iστορικής, Ioannis Tzetzae, Chiliades, instruxit Th. Kieslingius, Lipsiae 1826, (ανατ.. Hildesheim 1963)
Τζέτζης Iσαάκιος,Λυκόφρονος του Χαλκιδέως Αλεξάνδρα, Isacii Tzetzis Lycofronis Chalcidensis Alexandra, excudebat Paulus Stephanus 1601.
Φραντζής Γεωργιος: Χρονικόν: Georgius Frantzes, Ioannes Cananus, Ioannes Anagnostes , στο C.S.H.B, ed. I. Bekker, Bonnae, 1838..
Χαλκοκονδύλης Λαόνικος, Αποδείξεις Ιστοριών Δέκα: Laonici Chalcocondylae Atheniensis, Historiarum Libri Decem, στο C.S.H.B, ed. I. Bekker, Bonnae 1843.
Χωνιάτης , Χρονική Διήγησις: Νicetas Choniatae, Histotria, στο CSHB, ed. I. Bekker, Bonnae 1835.
Στέφανος Βυζάντιος,Εθνικά, Stephan von Byzanz, Ethnika, ex recens A. Meineke, Berlin,1849, ( ανατ. Graz, 1958).
Sextus Rufius Festus.:Breviarum rerum Gestarum Populi Romani, ed. C. Wagner, Leipzig1886.
Σωκράτους Σχολαστικού,Ερμείου Σωζομενου Εκκλησιαστική Ιστορία, Socratis Sholastici, Hermiaie Sozomeni Historia Ecclesiastica, στο PG, εκδ.J.-P.Migne, Τomus 67, 1859.
Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ.
Αβραμέα Α.Π., «Η Βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204», διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1974, ΕΚΠΑ-Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου 27, εν Αθήναις 1974,
Anhegger R ., «Martoloslar hakkinda», Türkiyat Mecmuasi 7-8 ( 1942 ),σ. 283-287, Αριστάρχης Στ., «Έκθεσις επί των διαγωνισμάτων Θεσσαλίας και Ηπείρου», Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος 13-15 (1867), σ. 31-39
Αραβαντινός Π.,Χρονογραφία της Ηπείρου, τομ. Β΄, εκδ. Κουλτούρα, [χ.χ.], Αθήνα.,— , Περιγραφή της Ηπείρου, μέρος Α΄, εκδ. ΕΗΜ , Ιωάννινα 1984.
Αrmbruster,Romanitatea Românilor, ed. Enciclopedică, Bucureşti 21993.
Βακαλόπουλος Α.,Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1961. —, Ιστορία του Ν. Ελληνισμού, τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 21976.
Βέης Ν., «Σερβικά και βυζαντιακά γράμματα του Μετεώρου», Βυζαντίς 2 ( 1910- 1911).
Beldiceanu N., Le Monde Ottoman des Balkans, 1402-1566, Institutions, société, économie, Variorum Reprints London, 1976.
Βengtson Η.,Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μτφ. A. Γαβρίλης, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα 1991
Βογιατζίδης Ι. Κ., «Το χρονικόν των Μετεώρων», ΕΕΒΣ 2 (1925), σ.149-162.
Βρανούσης Λ.,Χρονικά της μεσαιωνικής και τουρκοκρατούμενης Ηπείρου, εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1962. — , «Το Χρονικόν των Ιωαννίνων κατ’ ανέκδοτον δημώδην», ΕΜΑ 12 (1962), Αθήνα 1965, σ. 84-93.
Brandis G C, άρθρο «Achaia 2 », στο RΕ, εκδ. Paulys-Wissona, Εrster Halbband, Aal bisAlexandros, Stuttgart 1893.
Δασούλας Θ., «Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου κατά οθωμανική περίοδο, Ο γεωργικός κόσμος της Χώρας Μετζόβου (18ος αι – 19ος αι.)», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2009.
Dölger F.,Regesten der kaiserurkunden des oströmischen reiches von 565-1453,
Verlag R. Oldenburg, München-Berlin 1924 .
Dragomir S.,Vlahii din nordul peninsulei Balcanice în evul mediu, EARPR, Bucureşti 1959.
Dümmler F., άρθρo «Aoos»,στο RΕ, εκδ. Paulys-Wissona, Zweiter Halbband., Alexandros bis- Apollokrates, Stuttgart 1894
Δεσποτοπουλος Α., «Το εκστρατευτικό σώμα του Μ. Αλεξάνδρου», στο Ι.Ε.Ε, τόμ. Δ, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1973.
Ευαγγελίδης Δ., Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου, έκδοση Β΄, Ε. Η. Μ. Ιωάννινα 1962.
Glykatzi-Ahrweiler Η., «Recherches sur l’administration de l’Empire byzantin aux IXe – XIe siècles», BCH 84 (1960)
Φιλιππίδης Δ. - Κωσταντάς Γ.,Γεωγραφία Νεωτερική (επιμ. Α. Κουμαριανού), εκδοτική Ερμής Ε.Π.Ε, Αθήνα 1970.
Hammond N.,Ήπειρος, τόμ. A΄, τόμ. Β΄, τόμ. Γ΄, μτφρ. Αθανασίου Γιάγκα, εκδ. Ηπειρωτική Βιβλιοθήκη, Αθήναι 1971 — , Epirus, Clarendon Press, Oxford 1967.
Ηartmann Α.,Untersuchungen über die sagen vom Tod des Odysseus, ed. C.H. Beck, München 1917.
Χατζηαγγελάκης Λ., « Αθαμανία–Αργιθέα ( Κνίσοβο) », Αρχαιολογία 34 (1990), σ. 76–84
Heuzey L .,Οδοιπορικό στην Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1858, μτφρ. Χ. Δημητρουλόπουλος, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991.
Heuzey L . – H.Daumet, Mission arhéologique de Macédoine, Paris 1876.
Ηοlland Η,Ταξίδι στη Μακεδονία και Θεσσαλία (1812-1813 ), μτφρ. Γ. Καραβίτης, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1989.
Χρήστου Κ., Οι Αρωμούνοι στο Βυζάντιο εως τον 11ο αιώνα, ΗΗ 13 (1991), σ. 9-22.
Χρυσού E., « Συμβολή στην ιστορία της Ηπείρου κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή », ΗΧ 23 (1981) σ. 9-113.
Ivănescu G.,Istoria Limbii Române, ed. Junimea, Ιași2 2000
Jireček C.,Die Romanen in den Städten Dalmatiens Während des Mittelatters, Vol I-III, Wien 1901-1903 (Denkenschriften der Kaiserlichen Akademie der Wissenschaften in Wien (phil.-hist. Klasse 48-49 ). .
Jones A.H.M. ,The Later Roman Empire, 284-602. A Social, Economic, and Administrative Survey, Vol. 1-3, Oxford 1964
Κανελόπουλος Π., « Η προσωπικότης του Μ. Αλεξάνδρου» Ι.Ε.Ε, τόμ. Δ, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1973.
Καραγιανόπουλος Ι.,Το βυζαντινό διοικητικό σύστημα στα Βαλκάνια ( 4 oς - 9oς αι. ), Αθήνα 1994.
Κατσουγιάννη Τ.,Περί των βλάχων των ελληνικών χωρών, Θεσσαλονίκη 1964
Κεραμόπουλος A. K.,Τι είναι οι κουτσόβλαχοι, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, πρώτη έκδοση 1939.
Κίγκα Ε., «Η μεσαιωνική και νεότερη ονοματολογία του ποταμού Αώου», ΗΧ 32 (1997), σ. 179-229.
Κόλια Γ., Τόρνα, «επιχώριος γλώσσα », ΕΕΒΣ 14, 1938, 295 – 299.
Κορδώση Μ.,Ιστορικογεωγραφικά πρωτοβυζαντινών και εν γένει παλαιοχριστιανικών χρόνων , Αθήνα 1996.
Κουκουλές Φ.,Θεσσαλονίκης Ευσταθίου τα Λαογραφικά, τόμ. Β΄, ΕΜΣ, Αθήνα 1950
Κουτσογιάνης Δ. - Μαμάσης Ν., «Μέτσοβο: Η Υδρολογική καρδιά της Ελλάδας», στο συλλογικό Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για το Μέτσοβο. Πρακτικά του 1oυ διεπιστημονικού διαπανεπιστημιακού συνεδρίου 1995 , πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1998, σ. 209-229.
Κυριακίδης Στ.,Οι Σλάβοι εν Πελοποννήσω, Βυζαντιναί Μελέται VI, Ε.Μ.Σ, Θεσσαλονίκη 1947.
Κρυστάλλης Κ., Οι Βλάχοι της Πίνδου, εκδ. Δαμιανός, Αθήνα 1986 (φωτογραφική ανατύπωση από την έκδοση του 1915).
Katičik R., «Οι αρχές της Κροατικής παρουσίας στην Αδριατική προβλήματα ιστορικά ,φιλολογικά και γλωσσικά» ΗΧ 24 (1982) σ. 37- 72
Koder J., « Προβλήματα της σλαβικής εποίκισης και τοπωνυμίας στη μεσαιωνική Ήπειρο» ΗΧ 24 (1982) σ. 10-35.
Λαζάρου Α., « Η κατάλυση του Βασιλείου των Μακεδόνων», Ι. Ι. Ε, τόμος Ε, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1974.
— ,«Επίγραμμα Ευγενίου του Αιτωλού και η Λατινοφωνία Ελλήνων» ανάτυπο από Πρακτικά Συνεδρίου (Καρπενήσι, 12-14 Οκτωβρίου 1984), Αθήναι 1986.
— , Η Αρωμουνική, Αθήνα 2,1986.
Λαμπρίδης Ι., «Μαλακασιακά», ΗΜ 4 (1888), εν Αθήναις και εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1993.
— , «Μαλακασιακά», ΗΜ 5 (1888), εν Αθήναις και εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1993.
— , «Ζαγοριακά», ΗΜ 8 (1888), εν Αθήναις και εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1993.
— , «Ζαγοριακά», ΗΜ. 9 (1888), εν Αθήναις και εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1993.
Λιάκος Σ., «Μακεδονικός αρματωλισμός», ανάτυπο από Αριστοτέλης 3, 4, 5 (1957). — , Η καταγωγή των Αρμονίων, Θεσσαλονίκη 1965.
Λυμπερόπουλος Γ., «Τράμπυα – Βούνειμα», ΗΕ 336-337 (1980), σ.209-216.
Leake W. M.,Travels in northern Greece , Vol. 4, Α.Μ. Ηakkert-Publisher, (ανατ. Amsterdam 1967).
Lemerle P.,Tα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου και η ιστορία των Βαλκανίων, στο Αγίου Δημητρίου Θαύματα, μτφ. Α. Σιδέρη, εκδ. Άγρα , Θεσσαλονίκη 1997.
— , .Philippes et la Macédoine orientale à la époque chrétienne et byzantine,
R.H. A., Παρίσι 1945.
— , « La Chronique improprement dite de Monemvasie : le contexte historique
et légendaire », REB 21, ( 1963 )
Μαλιγκούδη Φ., Σλάβοι στη Μεσαιωνική Ελλάδας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1988.
Mέρτζιος. K., «Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον», ΗΧ 11 (1936).
Μολοσσός. Ζ., «Αρχαιολογικόν, ιστορικόν, γεωγραφικόν, στρατιωτικόν, στατιστικόν και εμπορικοί δρόμοι», ΗΜ. 4 (1878).
Năsturel. P., «Torna, torna, fratre. O problemă de istorie şi de lingvistică» SCIV 7,(1956 ), σ. 179-188.
Nicol D.Το δεσποτάτο της Ηπείρου 1267-1479, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα
1991.
Obolensky D.,Η Βυζαντινή κοινοπολιτεία, τομ. Α΄, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
Ostrogorsky G.,Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μτφ. Ι.Παναγόπουλος, εκδ. Στεφ. Βασιλόπουλος, τόμ. Β΄, Αθήνα 1978.
Ποτηρόπουλος Π., «Πολιτισμικές ταυτότητες στην Πίνδο», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2007.
Philippson Α.,Thessalien und Epirus, Reisen und forschungen im nördlichen Griechenland, W.H. Kühl, Berlin 1897.
Pouqueville F.C.H.L,Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος, μτφρ. Π. Κώτσου, εκδ. Αφων Τολίδη , Αθήνα 1994. ,Ταξίδι στην Ελλάδα, ΤαΗπειρωτικά , τόμ. Ι, μτφρ. Κ. Βλάχος, εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1994.
Rosetti Α.,Istoria Limbii Române, Βουκουρεστι 1968.
Σακελαρίου M. «Οι γλωσσικές και Εθνικές ομάδες της ελληνικής Προϊστορίας» στο Ι.Ε.Ε, τόμ. Α, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1970.
Σάρρος Γ.Ν.- Στρατής Α.Δ.,Ιστορία της Κουτσούφλιανης (Παναγία Καλαμπάκας), εκδ. Αδελφότητα Παναγίας, Αθήνα 1997.
Σούλης Γ., «Βλαχία - Μεγάλη Βλαχία, Η εν Ελλάδι Βλαχία» αφιέρωμα στο Γ.Σούλης 927-1966, Ιστορικά Μελετήματα, Αθήναι 1980.
Σοφιανός Δ., «Ο άγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527-1540) και κτήτορας της μονής Δουσικού», ΜΝΕ 4 (1992). Σ.
— , «Αcta Stagorum, Tα υπέρ της Θεσσαλικής επισκοπής Σταγών παλαιά βυζαντινά
— έγγραφα (των ετών 1163, 1336 και 1393)», Τρικαλινά 13 (1993), σ. 7-67.
Seston W.,Dioclétien et la tetrarchie, I. Guerres et réformes, (284-300), Paris, E. de Boccad, 1946, (bibliothèque des École françaises d’ Athènes et de Rome, fasc. 162),
Stählin F.,Η αρχαία Θεσσαλία, μτφ. Γ.Παπασωτηρίου-Α. Θανοπούλου, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2002.
Steinherr - Βeldiceanu Ι - Năsturel P., «Les recensements ottomans effectués en 1477, 1519 et 1533, dans provinces de Ζvornik et d’ Herzégovine», ΤR 20 (1988), σ. 159-171.
Sustal P., (με τη συνδρομή του J. Koder), Nikopolis und Kephallenia (TIB 3), ed Η. Hunger, Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 981.
Θεσπρωτός Κοσμάς - Ψαλίδας Αθ., Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1964.
Τοντόρωφ Ν.,Η Βαλκανική πόλη, τόμ. Α΄, τόμ. Β΄, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986.
Τρίτος Μ.,Η Πατριαρχική εξαρχία Μετσόβου (1659-1924). Η θρησκευτική κ΄κοινωνική της προσφορά , εκδ. ΙΒΜΤ, Ιωάννινα 1991.
Τζουβάρα-Σούλη Χ.,Η λατρεία των γυναικείων Θεοτήτων εις την Αρχαίαν Ήπειρο, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1979.
Ζιάγκος Ν.,Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας, Αθήνα 1974.
* Η.Ηοlland, Ταξίδι στη Μακεδονία και Θεσσαλία (1812-1813 ), εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1989, σ. 55.
[1] Πρόκειται για τον αυτοκινητόδρομο Τρικάλων-Ιωαννίνων ο οποίος παραδόθηκε στην κυκλοφορία το 1936.
[2] Είναι χαρακτηριστική η συνομιλία που άκουσα πριν πολλά χρόνια σε κάποιον οικισμό της Πίνδου μεταξύ ενός τουρίστα και ενός ντόπιου. Ο τουρίστας σίγουρος γι αυτό που διδάχθηκε στο σχολείο τον ρωτά αν οι κορυφές που δέσποζαν απέναντι από τον οικισμό είναι η Πίνδος πιστεύοντας φυσικά ότι θα λάβει καταφατική απάντηση. Φυσικά έμεινε έκπληκτος όταν ο ντόπιος του απάντησε ότι: «εγώ αυτήν την Πίνδο δεν την ξέρω αλλά ξέρω ότι αυτά τα βουνά τα λένε…». και άρχισε έτσι να του λέει τις ονομασίες που χρησιμοποιούσε η τοπική κοινωνία για να τα προσδιορίσει.
[3] Έτσι για παράδειγμα ο Σμόλικας στον βορά ή ο Κόζιακας πολύ πιο νότια είναι γι’ αυτούς δύο βουνά που συγκροτούν παντελώς διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες και μόνο στην σχολική γεωγραφία έμαθαν ότι αποτελούν κομμάτια ενός ενιαίου ορεινού συνόλου που ονομάζεται Πίνδος.
[4] Ο Ηο lland στις αρχές του 19ου αιώνα αναφέρει: « Χρησιμοποιώ το όνομα Πίνδος για τη κεντρική αυτή ράχη για ευκολία και μόνο, αφού κανένα όνομα της οροσειράς δε φέρει πια αυτό το όνομα και ακόμη κι από τους αρχαίους φαίνεται να χρησιμοποιούνταν για ένα μέρος της. Η σημερινή ονομασία των διαφόρων βουνών, που την απαρτίζουν δεν έχουν κάποια σαφή σχέση με τα ονόματα ή τις διαιρέσεις της αρχαίας γεωγραφίας και δεν φαίνονται να προσδιορίζονται με μεγάλη ακρίβεια. Δε χρειάζεται παρά να αναφέρω λίγα μόνο τα πιο αξιόλογα σημεία αυτού του τμήματος της οροσειράς, που συνδέονται πιο άμεσα με τη σύγχρονη Αλβανία ». Διαπιστώνοντας παρόμοια ασάφεια και στις απόψεις των αρχαίων γεωγράφων δηλώνει: « Το όνομα Πίνδος φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε χωρίς μεγάλη σαφήνεια, μερικές φορές για σημαντική έκταση της οροσειράς που μόλις περιγράψαμε και περιστασιακά μόνο για κάποιο βουνό ή ομάδα βουνών .». Βλ. Η.Ηο lland, ό.π., σ. 53-55.
[5] Πρόκειται για τον Σμόλικα στα όρια Ηπείρου Μακεδονίας στο βόρειο τμήμα του Νομού Ιωαννίνων).
[6] Αν εξαιρέσουμε την γενική ονομασία Πίνδος η οποία έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή οι υπόλοιπες εκτός του ότι βασάνισαν και ακόμη βασανίζουν πολλούς γεωγράφους και ερευνητές στο να τις ταυτίσουν με τις σημερινές λαϊκές ονομασίες δύσκολα μπορούμε να ισχυριστούμε ακόμη και σήμερα ότι έχουν γίνει δεκτές στον καθημερινό λόγο.
[7] Ο Στράβωνας (63 π. χ έως και μετά το 23 μ. χ.), στο έργο του «Γεωγραφικά», το σημαντικότερο γεωγραφικό εγχειρίδιο που διασώζεται από την αρχαιότητα, αναφέρεται σε όλο το φάσμα των λαών και των χωρών, γνωστών στους Έλληνες και τους Ρωμαίους την εποχή του Αυγούστου και παραθέτει πλήθος χωρίων από έργα άλλων συγγραφέων παρέχοντας έτσι πληροφορίες για το γνωστικό εύρος των γεωγράφων της αρχαιότητας.
[8] . Οι αναφορές του για το εσωτερικό της Ηπείρου και την Πίνδο αντλούνται κυρίως από τον Εκαταίο τον Μιλήσιο (545-475 π.χ.). Βλ. Ν. Hammond , Ήπειρος, τόμ. Γ΄, εκδ. Ηπειρωτική Βιβλιοθήκη, Αθήναι 1971 σ. 136-168..
[9] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Ζ ( Epit. Vat., 6), εκδ. Πάπυρος, σ. 944.
[10] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 12), ό.π., σ. 1266.
[11] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 3 ), ό.π., σ. 1254.
[12] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 17), ό.π., σ. 1276
[13] Αυτή η άποψη του Στράβωνα προφανώς αντανακλά κάποια αρχαιότερη περίοδο όπου τα έθνη που κατοικούσαν στις ανατολικές πλευρές της σημερινής Πίνδου διατηρούσαν ακόμη την Ηπειρωτική τους ταυτότητα και δεν είχαν ακόμη απορροφηθεί από τους Μακεδόνες και τους Θεσσαλούς όπως είχε συμβεί στην εποχή του. Φαίνεται πως εκείνη την εποχή το όριο μεταξύ Ηπειρωτών, Μακεδόνων και ενδεχομένως και των Θεσσαλών βρίσκονταν στην καμπή του ποταμού Αλιάκμονα εντός του σημερινού νομού Γρεβενών.
[14] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 17), ό.π., σ. 1276. Ως βουνό που ορίζει από δυτικά την Θεσσαλία αναφέρει την Πίνδο και ο Ηρόδοτος. Βλ. Ηροδότου, Ιστοριών, Βιβλ.. Η (VΙΙ. 129, 1), Oxonii, 3rd ed., Τοm. Posterior, New York 1927.
[15] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ.Θ (5, 11), ό.π., σ.1266.
[16] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 3), ό.π., σ.1254.
[17] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 1), ό.π., σ. 1252.
[18] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 12), ό.π., σ. 1266.
[19] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 19), ό.π., σ. 1282.
[20] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 22), ό.π., σ. 1290.
[21] Βλ. Λ. Χατζηαγγελάκης, «Αθαμανία–Αργιθέα ( Κνίσοβο) », Αρχαιολογία 34 (1990), σ. 76–84.
[22] G. Plinius Secundus, Naturalis Historiæ, Lib. IV( I,2), Harvard University Press - W. Heinemann, Vol. II Cambridge - London , 1961 , σ .118.
[23] Βλ . Στράβωνος , Γεωγραφικά, Βιβλ . ΣΤ ( 2,4) ,εκδ . Κάκτος, 94.
[24] Για την αρχική κοιτίδα των Περραιβών βλ. Στράβωνας, Γεωγραφικά, Θ (5, 19), εκδ. Πάπυρος, σ. 1282.
[25] Βλ. Στ. Βυζαντίου, Εθνικά, ed. A. Meinekki, Berlin,1849, ( ανατ. Graz, 1958)σ .408.
[26] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Ζ ( 5, 8.) ό.π., σ. 906.
[27] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Ζ ( 7, 8) ό.π., σ. 936.
[28] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. ΣΤ (2, 4.), εκδ. Κάκτος, σ 94-95.
[29] Βλ. Ηροδότου, Ιστοριών, Lib. I (IX. 93, 1). ό.π., O Αώος στις αρχαίες πηγές απαντάται και με τις ονομασίες Aὖος, Αἴας, Ἄνας. Βλ. F. Dümmler, άρθρo «Aoos»,στο RΕ, band ( I,2) , Stuttgart 1894, στήλη 2658.
[30] Ο Ν. Hammond θεωρεί ότι ο Σοφοκλής όπως και Στράβων στο σχετικό απόσπασμα είχε αντλήσει αυτήν την γνώμη από τον Εκαταίο. Βλ. Ν. Hammond , ό.π., τομ. Γ΄σ. 156.
[31] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Ζ (7, 7), εκδ. Πάπυρος , σ. 932
[32] Βλ. Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, τομ. Β΄, εκδ. Κουλτούρα, [χ.χ.], Αθήνα, σ 13-14, 19-20, 68, F. C. H. L Pouqueville, Ταξίδι στην Eλλάδα, Ήπειρος, εκδ. Αφων Τολίδη , Αθήνα 1994, σ . 352 –354, W.M. Leake, Travels in Northern Greece, εκδ . Α. Hakkert, Amsterdam 1967, Vol. 4, σελ. 239 –243.
[33] Η ονομασία Αώος άρχισε να επικρατεί κυρίως κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Αργότερα ωστόσο χάνεται γι’ αυτό από τον Μεσαίωνα όπου διαθέτουμε τα πρώτα στοιχεία έως τα μέσα του 20 oυ αιώνα όπου καθιερώθηκε ξανά η αρχαία του ονομασία η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούσε το υδρώνυμο Βοώσα ή Βοούσα ή Βιώσα ή Βωβούσα. Παράλληλα η Αλβανική χρησιμοποιεί τους τύπους Vijosë ή Vjosë η δέ Βλαχική τους τύπους Bă easă ή Bueá să . Σχετικά με την προέλευση του μεσαιωνικού και νεώτερου ονόματος του Αώου καθώς και τους τύπους του ονόματος που διασώζουν η ελληνική η Ιταλική και εν γένει η δυτική παράδοση, η Αλβανική, η σερβοκροατική καθώς και η Βλαχική ή Αρουμανική δείτε σχετική μελέτη της κυρίας Ελένης Κίγκα. Βλ. Ε. Κίγκα, «Η μεσαιωνική και νεότερη ονοματολογία του ποταμού Αώου», ΗΧ 32 (1997), σ.179-229.
[34] Από τα δυτικά και βόρεια υψώματα που περικλείουν το οροπέδιο της Πολιτσιάς πηγάζουν πολλά μικρά ποτάμια που συγκλίνουν προς ένα κεντρικό ρεύμα που κατέρχεται από την περιοχή της Κατάρας στα ανατολικά του οροπεδίου και κατευθύνεται προς τα βορειοδυτικά.
[35] Αυτός ο δεύτερος βραχίονας σχηματίζεται από υδάτινα ρεύματα που ρέουν από τα υψώματα που περικλείουν την κοιλάδα της Βάλε Κάλντα σχηματίζοντας έτσι το ομώνυμο ποτάμι το οποίο βρίσκει διέξοδο στο φαράγγι που σχηματίζεται μεταξύ του όρους Μαυροβούνι που κλείνει από τα νοτιοδυτικά την κοιλάδα και του όρους Αυγού που την κλείνει από βόρεια. Από εκεί αφού κατευθυνθεί μερικά χιλιόμετρα προς τα δυτικά συναντά τον βασικό ρεύμα του Αώου που κατέρχεται από το οροπέδιο της Πολιτσιάς το οποίο ρέει προς τα βόρεια στο φαράγγι που σχηματίζεται μεταξύ της των ανατολικών πλαγιών του όρους Τσιούκα Ροσια και των βόρειοδυτικών πλαγιών του όρους Μαυροβούνι.
[36] Βλ. Δ. Κουτσογιάνης, Ν. Μαμάσης, «Μέτσοβο: Η Υδρολογική καρδιά της Ελλάδας», στο συλλογικό Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για το Μέτσοβο, Πρακτικά του 1 oυ διεπιστημονικού διαπανεπιστημιακού συνεδρίου 1995, πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1998, σ. 209-229.
[37] Ο ποταμός Βάρδας ακολουθώντας μία νότια πορεία πριν σμίξει με τον Μετσοβίτικο ενισχύεται από τα δυτικά με τα νερά του Ζαγορίτικου ο οποίος πηγάζει στο κεντρικό Ζαγόρι. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας στη γεωγραφική του περιγραφή της Ηπείρου που συντάχτηκε στις αρχές του 19ου αιώνα αναφέρει ότι « Από δε τα βουνά του Μετζόβου, πηγάζει ο ποταμός Άραχθος κοινώς Διπόταμο, ένα κλωνάρι από Μέτζοβον…..και άλλο από Ζαγόρι…..» Βλ. Κοσμάς Θεσπρωτός-Αθ. Ψαλίδας, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, εκδ. Ε.Η.Μ , Ιωάννινα 1964, σελ. 56. Θα πρέπει να τονιστεί ότι με τον όρο « βουνά του Μετζόβου » όπως το επισημαίνει και ο ίδιος ο Ψαλίδας εννοεί την Πίνδο κάτι που επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές της εποχής όπως θα δούμε παρακάτω. Βλ. Κοσμάς Θεσπρωτός-Αθ. Ψαλίδας, ό.π. σ. 52, 55 ).
[38] Το οροπέδιο της Πολιτσιάς επικοινωνεί με την κοιλάδα του Βάρδα μέσω ενός κατηφορικού αντερείσματος πολλών χιλιομέτρων το οποίο είναι κατάφυτο από δάση ορεινής πέυκης και από Οξιές στα ψηλότερα σημεία. Από αυτό το αντέρεισμα που στην ουσία αποτελεί την νοτιοδυτική απόληξη του όρους Τσιούκα Ρόσια ρέουν μερικά από τα υδάτινα ρεύματα που συμβάλουν στο σχηματισμό του ποταμού Βάρδα ο οποίος δέχεται και τα νερά των άλλων υψωμάτων που τον περιτριγυρίζουν.
[39] Συγκεκριμένα η νότια πλευρά του οροπεδίου της Πολιτσιάς βυθίζεται απότομα σχηματίζοντας μία χαράδρα η οποία κλείνεται δυτικά και βόρεια από τα πρανή του οροπεδίου και τα δυτικά του υψώματά ενώ στα ανατολικά φράζεται από τα υψώματα της Κατάρας και της ράχης του Ζυγού. Εδώ αποστραγγίζεται πλήθος των υδάτινων ρευμάτων που σχηματίζουν την πρώτη κοίτη του Μετσοβίτικου ποταμού. Οι πρώτες του πηγές εντοπίζονται στο οροπέδιο της Πολιτσιάς ή και μερικές δεκάδες μέτρα πιο χαμηλά εντός των πλαγιών της χαράδρας.
[40] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Ζ (7, .6), ό.π., σ. 930.
[41] Βλ. Δ. Ευαγγελίδη, Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου, Ε.Η. Μ., Ιωάννινα 1962. σ. 24, Ν. Hammond , ό.π., τομ Γ΄σ. 179.
[42] Η ζώνη των πηγών του Μετσοβίτικου ποταμού όπως είδαμε βρίσκεται εντός μίας χαράδρας μήκους αρκετών χιλιομέτρων που από τα γύρω υψώματά της ρέει πλήθος ρεμάτων και ποταμών που συμβάλουν στον σχηματισμό του. Αυτή η χαράδρα ξεκινάει βορειοδυτικά του σημερινού Μέτσόβου στο σημείο όπου τελειώνει το μεγάλο οροπέδιο της Πολιτσιάς συνεχίζει ανατολικά, νότια και νοτιοδυτικά του Μετσόβου πριν λάβει την τελική νοτιοδυτική πορεία όπου και κατευθύνεται για να συναντήσει τον κλάδο του Αράχθου που κατέρχεται από το Ζαγόρι .
[43] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Ζ (7, 8 ) ό.π., σ. 932
[44] Βλ Στ. Βυζάντιος, ό.π., σ. 47.
[45] Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ Ι( 2, 1 ), εκδ. Κάκτος, σ. 56.
[46] Βλ Θουκυδίδης, Ιστοριών, , Βιβλ. B (II.102,2) Oxonii, Τomus Prior, New York ,1942.
[47] Λέω δέχονταν επειδή σήμερα η δημιουργία του φράγματος των Κρεμαστρών έχει αλλάξει την υδρογραφία της περιοχής..
[48] Ο Ν. Hammond ταυτίζει τον ποταμό Μπιζάκο (ή Σιντικιώτικο όπως τον αποκαλεί ο ίδιος) με τον αρχαίο Ίναχο (Βλ. Ν. Hammond, ό.π., τομ Β΄, σ. 74 ) ενώ ποταμό της Αμφιλοχίας θεωρεί τον Ίναχο και ο Π. Αραβαντινός. Βλ. Π. Αραβαντινός, ό,π., σελ 68.
[49] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Ζ ( Ε pit. Vat., 14.), εκδ. Πάπυρος, σ. 948.
[50] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ., Z .( Epit. Ed , 15. ) ό.π., σ . 950
[51] P. N. Ovidius , Metamorphoses, Lib. I (569, 570), στο BSGRT, B.G. Teubner, Leipzic 1982, σ .19.
[52] Από τα Μεσαιωνικά χρόνια αιώνα μέχρι και τον 20ο αιώνα η ονομασία Πηνειός εμφανίζεται μόνο στα γραπτά των λόγιων αντίθετα η επικρατούσα λαϊκή ονομασία ήταν για τους μεν Ελληνόφωνους κατοίκους της περιοχής Σαλαμπριά ή Σαλαμπριάς για τους δε Βλαχόφωνους Să lă mbrí e. Ως Σαλαβρίας ή Σαλαβριάς καταγράφεται συχνά και σε μεσαιωνικά κείμενα. Βλ. Φ. Κουκουλές, Θεσσαλονίκης Ευσταθίου τα Λαογραφικά, τόμ. Β΄, ΕΜΣ, Αθήνα 1950, σ. 322, Α. Κομνηνή, Αλεξιάδα, Tome ΙΙ, Liv. V, στο CB, ed. « Les belles letters », Paris 1943 σ . 31, Ι . Τζέτζης , Chiliades, ΙΧ . ( Hist. 279.280, στ. 706), Th. Kiesling, Lipsiae 1826, ( ανατ.. Hildesheim 1963), σ.350.
[53] Όταν λέω Χάσια εννοώ την οροσειρά που αρχίζει δυτικά από την Πίνδο (ανατολικά του σημερινού χωριού Πλατάνιστος πρώην Κουτσιούφλεανη) στο σημείο που συνορεύουν οι νομοί Ιωαννίνων, Τρικκάλων και Γρεβενών και εκτείνεται ανατολικά μέχρι την δυτική πλευρά του ποταμού Μουργκάνη που είναι παραπόταμος του Πηνειού. Η διευκρίνηση είναι απαραίτητη επειδή οι κάτοικοι της περιοχής στην ονομασία Χάσια συμπεριλαμβάνουν και την οροσειρά των Αντιχασίων που αρχίζει από την ανατολική πλευρά του ποταμού Μουργκάνη και συνδέεται με τα Καμβούνια όρη και τον Όλυμπο. Τα Χάσια χωρίζουν την λεκάνη αποστράγγισης του ποταμού Αλιάκμονα από την αντίστοιχη του ποταμού Πηνειού. Στους παλιούς περιηγητές η οροσειρά των Χασίων ιδιαίτερα η δυτική της πλευρά αναφέρεται ως όρος Κράτσοβο, Κράτζοβα ή Κράτζιοβα. Βλ. W. M. Leake, ό.π., Vol. 4, σ. 265, Α. Philippson, Τhessalien und Epirus, W . H . K ü hl , Berlin 1897 , σ.175, F. Stä hlin, Η αρχαία Θεσσαλία, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 209.
[54] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Z (7, 9), ό.π., σ.936
[55] Βλ.. W. M. Leake, ό.π., σ. 421-422, F. Stä hlin, ό.π., σ. 222-226.
[56] Ο Ν. Hammond θεωρεί ότι λανθασμένα έγραψε όρος Ποῖον αντί για Βοῖον ο Στράβων (Βλ. Ν. Hammond , ,ό.π., τομ. Γ΄, σ. 157) ωστόσο θεωρούμε ότι ο αρχαίος γεωγράφος ακριβολογεί δεδομένου ότι το μοναδικό όρος που συνδέεται με την Πίνδο αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και το όριο μεταξύ Μακεδονίας και Θεσσαλίας όπως αναφέρει στο παραπάνω απόσπασμα είναι τα σημερινά Χάσια ενώ το Βόιον όρος αντιστοιχούσε για τον Στράβωνα με την οροσειρά που σήμερα αποκαλούμε Πίνδο. Βλ. Στράβωνος, ό.π. Βιβλ. Ζ (Ε pit. Vat., 6) σ. 944.
[57] Βλ. Ν. Hammond , ό.π., τομ. Γ΄, σ. 178.
[58] Βλ. Ηροδότου, Ιστοριών, Βιβλ.Α (Ι. 56, 1) ό.π.,
[59] Βλ. Διόδωρος, Βιβλιοθήκη Ιστορική, C. T. Fischer, Vol. V, 1906, (ανατ. S tu t tgar t 1964.), σ. 211-212.
[60] « μάντιν δὲ νεκρὸν Εὐρυτὰν στρέψει λεώς / ὅ τ᾿αἰπὺ ναίων Τραμπύας ἐδέλθιον,/ ἐν ἧ ποτ᾽ αὖθις Ηρακλῆ φθίσει δράκων / Τυμφαῖος ἐν θοίναισιν Αἰθίκων πρόμος, / τὸν Αἰακοῦ τε κἀπὸ Περσέως σπορᾶς καὶ Τημενείων οὐκ ἄπωθεν αἱμάτων. ». Βλ. Λυκόφρονος, Αλεξάνδρα, στιχ. 799-803, στο BSGRT, L. Mascialino, Lipsiae 1964, σ. 36-37,
[61] Σύμφωνα με την παράδοση η Τράμπυα ήταν πόλη της Ηπείρου πλησίον της πόλης των Βουνείμων η δε ίδρυσή τους αναγάγετε στον Οδυσέα. Οι Ισαάκιος και Ιωάννης Τζέτζης γραμματικοί και λόγιοι του δωδεκάτου αιώνα μ.Χ. σχολιάζοντας το προανοφερόμενο απόσπασμα από το ποίημα του Λυκόφρονα αναφέρουν : « Τράμπυα ] πόλις Ηπείρου ἔνθα μετά νόστον Οδυσσέως ἀπῆλθε, καθὰ καὶ Ομηρος γράφει. Εἰς ὅ κε τοὶς αφίκηαι οὐκ ἴσασι θάλασσαν. ἐτιμᾶτο δὲ ἐν τῇ Τραμπύῃ Οδυσσεύς. ἐν ἧ ποτ᾽ αὖθις] ἐν ἧ τινι . Τραμπύα ποτὲ αὖθις αν τὶ τοῦ δὴ. οὐ γοὺν καὶ ἕτερος Ηρακλῆς ἐκεῖ αἴηρέθη. φθίσει καὶ φθεὶρει, ἐν θοίνεισι καὶ ευωχίαις, ὁ δράκων ὁ τυμφαῖος καὶ ἠπειρώτης, ἤτοι ο πολυσπέρχων, ὁ πρόμος καὶ πρόμαχος, τῶν Αἰθίκων καὶ ἠπειρωτῶν. τίνα φθίσει; τὸν Ηρακλῆ, τὸν ἀπὸ τῆς σπορᾶς τοῦ Αἰακοῦ καὶ, οὐ πόρρω τῶν αἱμάτων τοῦ Τημενοῦ. Αλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος καὶ Μαρσίνης τῆς Περσίδος, υἱὸς ἐγίγνετο καλούμενος Ηρακλῆς ὅν αφ᾽εῖλε καλέσας εἰς δεῖπνον Πολυσπέρχων ὁ Τυμφαῖος, Αἰθίκων βασιλεύς χαριζόμενος Κασάνδρω. Τυμφαῖος ἠπειρωτικὸν ἔθνος, καὶ Αἴθικες ὁμοίως, ὧν καὶ Ομηρος μέμνηται λέγων ׁ», βλ. Ισαακ. Τζέτζης, Λυκόφρονος του Χαλκιδέως Αλεξάνδρα, P. Stephanu s 1601, σ. 127. Ο Στ .Βυζάντιος τοποθετεί και αυτός την Τράμπυα « πλησίον Βουνείμων » τα οποία θεωρεί « Κτίσμα Οδυσσέως ».Βλ. Στ. Βυζάντιος, ό.π., σ. 31, 47.182. Επίσης βλ. και Α.. Η a rtmann, Untersuchungen über die sagen vom Tod des Odysseus, ed. C. H. Beck, Mü nchen 1917, σ. 92, σημ., Χ. Τζουβάρα-Σούλη, «Η λατρεία των γυναικείων Θεοτήτων εις την Αρχαίαν Ήπειρο», διδ. διατριβή, Παν/μιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1979, σ. 31, 107, 152 σημ. 231 και 197 σημ. 683. Ο N. Hammond τοποθετεί τα Βούνειμα στην Βουτσά και την Τράμπυα στο Βοτονόσι θέσεις κοντά στο Μέτσοβο. Βλ. N. Hammond , Epirus , Oxford 1967, σ. 708. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν και άλλοι μελετητές ενώ υπάρχουν και απόψεις που θέλουν τις δύο αρχαίες πόλεις στην περιοχή της Κόνιτσας. Βλ. Γ. Λυμπερόπουλος, «Τράμπυα-Βούνειμα», ΗΕ 336-337 (1980), σ. 209-216..
[62] Βλ. Α. Δεσποτόπουλος, «Το εκστρατευτικό σώμα του Μ. Αλεξάνδρου», στο Ι.Ε.Ε, τόμ. Δ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1973, σ. 47.
[63] Ας μην ξεχνούμε ότι η μητέρα του Αλεξάνδρου Ολυμπιάδα κατάγονταν από τον Βασιλικό οίκο των Μολοσσών. Βλ. Π. Κανελόπουλος, « Η προσωπικότης του Μ. Αλεξάνδρου» στο Ι.Ε.Ε, τόμ. Δ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1973, σ. 10.
[64] T. Livius, ab urbe condita, lib. XXXII( xiii.2-6), Harvard University Press - W. Heinemann, Vol IX, Cambridge - London , 1961, σ . 188..
[65] J. G. Caesar, Commentarii de bello civilli: Lib. III (78, 5 και 80, 1), Γρηγόρη, Αθήνα 1974, σ. 284, 286.
[66] Βλ. Διονυσίου του Καλλιφώντος, Αναγραφή της Ελλάδος, στιχ. 40-41, στο G.G. M., Vol. I, C Müller, Paris1855, (ανατ. Hildesheim 1966), σ. 239.
[67] O Π. Αραβαντινός σχολιάζοντας την παραπάνω διαδρομή αναφέρει ότι «… αι αλλεπάλληλοι επιθέσεις και αντεπιθέσεις των Ηπειρωτών και Μακεδόνων επί της εποχής του Αιακίδα και Πύρρου του μεγάλου, του τε Κασσάνδρου και των διαδόχων του, δίοδον είχον την Πινδίαν θέσιν, καλουμένην τανύν Τσαν Χορταρά… ». Βλ.. Π. Αραβαντινός, Περιγραφή της Ηπείρου, μέρος Α΄, εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1984, σ. 65. Προφέρεται και Τζιάνχορτα, ενώ είναι γνωστή και ως Zυγός της Μηλιάς. Η συγκεκριμένη ράχη αποτελούσε το υψηλότερο σημείο της σημαντικότερης διάβασης μεταξύ Ηπείρου και Μακεδονίας. Λόγω του υψομέτρου για πολλούς μήνες ήταν καλυμμένη με χιόνια, ενώ δυνατές χιονοθύελλες μπορούσαν να επιφέρουν το θάνατο στους οδοιπόρους. Ο Ζώτος Μολοσσός αναφερόμενος στο σημαντικότατο χάνι που υπήρχε στη δυτική πλευρά του αυχένα, αναφέρει ότι « .. ο ξενών λοιπόν ωνομάσθη ούτως από την όντως ψυχικήν σωτηρίαν, ην δίδει τοις οδοιπόροις εν καιρώ χειμώνος, ότε χάνοντες την οδόν από την χιόνα, φωνάζουν δυνατά διά να φεύγουν από το χάνι να τους οδηγούν ».. Bλ. Ζ. Μολοσσός, «Αρχαιολογικόν, ιστορικόν, γεωγραφικόν, στρατιωτικόν, στατιστικόν και εμπορικοί δρόμοι», ΗΜ. 4 (1878). Προς διευκρίνηση προσθέτουμε ότι η ονομασία Τζιαν Χορταρά προέρχεται από την τουρκική φράση cankurtaran (τζανκουρταραν), όπου, μεταξύ των πολλών της ερμηνειών, επισημαίνουμε το «σωτηρία της ψυχής ή εκεί που σώζεται η ψυχή». Για την σημασία του περάσματος της Μηλιάς κατά την νεώτερη εποχή βλ. Θ. Δασούλας, «Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου κατά οθωμανική περίοδο, Ο γεωργικός κόσμος της Χώρας Μετζόβου (18ος αι – 19 ος αι.)», διδ. διατριβή, Παν/μιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2009, σ.197-204.
[68] Βλ. Α. Λαζάρου, « Η κατάλυση του Βασιλείου των Μακεδόνων», στο Ι. Ι. Ε, τόμος Ε, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1974, σ. 127 .
[69] T. Livius, Lib. XLV (xxx.6-8), ó.π., Vol. ΧΙΙ I, σ. 352.
[70] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ ( 5, 11). ό.π, σ.1266
[71] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Ζ ( 7,8) ό.π., σ.932
[72] Βλ. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 12 ), ό.π , σ . 1266.
[73] G. Plinius Secundus , Naturalis Historiæ, Lib. IV ( X, 33), ό.π., Vol. II σ .142.
[74] G. Plinius Secundus , Naturalis Historiæ, Lib. IV( I,2 ), ό.π., Vol. II σ .118.
[75] G.Plinius Secundus , Naturalis Historiæ, Lib. IV( VII, 30) ό.π., Vol. II σ . 140
[76] G.Plinius Secundus , Naturalis Historiæ, Lib. IV( Χ , 33) ό.π., Vol. II σ . 144.
[77] G.Plinius Secundus Pliny, Naturalis Historiæ, Lib. ΧΧΧ V (LVII, 198) ό.π., Vol. IΧ σ . 406.
[78] P. N. Ovidius , Metamorphoses, Lib. II (225), Lib. VII (225), ό.,π ., σ . 33, 153
[79] Βλ . Στράβωνος , ό.π, .ΙΖ , 3, 25 , C. G. Brandis, άρθρο « Achaia 2 » , στο RE , . Paulys- Wissona, band ( I,1), Stuttgart 1893, στήλες 193-194.
[80] Η ιστορική περιοχή της Θεσσαλίας κατά την αρχαιότητα καταλάμβανε την πεδινή κυρίως χώρα η οποία διαιρούνταν σε τέσσερις περιοχές την Εστιαιώτιδα, την Φθιώτιδα, την Θεσσαλιώτιδα, και την Πελασγιώτιδα. Αυτές οι περιοχές αναφέρονται και ως Τετράδες. Βλ. Στράβωνα, Γεωγραφικά, Βιβλ. Θ (5, 3), εκδ. Πάπυρος, σ. 1254. Μετά το 196 π. χ οι ρωμαίοι συνενώνουν τις Τετράδες και δημιουργούν το Κοινόν των Θεσσαλών. Επί Αυγούστου υπάγονται στο Κοινόν των Θεσσαλών και τα κοινά των περιοίκων λαών γι’ αυτό και η ονομασία Θεσσαλία προσδιόριζε τότε μία πιο διευρυμένη περιοχή από ότι στην αρχαιότητα .
[81] . Βλ. Στράβωνα, Γεωγραφικά, Βιβλ. E (2,4), εκδ. Κάκτος, σ. 72.
[82] Πτολεμαίου Κλαύδιου, Γεωγραφική Υφήγησις, Lib III, Cap. 13, C.F.A. Nobbe, Lipsiae 1845, (ανατ. ildesheim1966), σ. 193, 201.
[83] Κλαύδιου Πτολεμαίου, Lib III, Cap. 13, ό.π., σ. 193.
[84] Βλ. Ζώσιμος, Ιστορία Νέα, Ε´, Mendelssohn, Leipzig 1887(ανατ. Hildeshein 1963), σ. 222, Dimensuratio Provinciarum, Recensuit, στο GLM, Α. Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964) σ.11, Divisio Orbis Terrarum, στο GLM, Α. Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964) σ. 17, Expozitio Totius Munti et Gentium, στο GLM, Α. Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964), σ. 118-119, Nomina Provinciarum Omnium, στο GLM, Α. Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964), σ. 127, Notitia Dignitatum, Ο. SeecK, Berlin 1876, σ. 8-10, 248-249, 257., Pauli Orosii, Historiarum adversus paganos, libri Primi caput Alterum,(στ.24 ), στο GLM, Α Riese, Heilbronnae 1873, (ανατ. Hildesheim 1964) σ. 63, R. Sextus, Breviarum rerum Gestarum Populi Romani, C. Wagner, Leipzig1886. Επίσης βλ. W. Seston, Dioclétien et la tetrarchie, I. Guerres et réformes, (284-300), Paris, 1946, σ. 320-351, A. H Jones, The Later Roman Empire284-602, A Social , Economic and Administrative Survey, Vol. 1, Οξφόρδη 1964, σελ. 42-43, του ιδίου τομ. Γ΅, Αppendix III, σ. 386, Μ. Κορδώση, Ιστορικογεωγραφικά πρωτοβυζαντινών και εν γένει παλαιοχριστιανικών χρόνων, Αθήνα 1996, σ. 183- 200. Στο Divisio Orbis Terrarum όπου δίνονται σε γενικές γραμμές τα όρια της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Αχαΐας και Αττικής αναφέρεται ως όριο μεταξύ αυτών των επαρχιών και της Μακεδονίας τα όρη Πήλιο, Όλυμπος και Κερκέτιον. Αν εννοεί το σημερινό βουνό Κόζιακα τότε η περιοχή των πηγών του Πηνειού κατά συνέπεια και το τμήμα της Θεσσαλικής Πίνδου όπου εντοπίζονται αυτές υπάγονταν στην Μακεδονία. Επίσης οι γραπτές πηγές της ρωμαϊκής περιόδου και ιδίως οι λατινικές όταν περιγράφουν πολεμικά γεγονότα τα οποία σχετίζονται με τον χώρο της δυτικής Θεσσαλίας ή κάνουν γεωγραφικές αναφορές στα όρια της δυτικής Θεσσαλίας αναφέρονται περισσότερο στο όρος Κερκέτιον και σπανιότερα στην Πίνδο. Αυτή η διαπίστωση μας κάνει να υποθέσουμε ότι αυτή η ονομασία προσδιόριζε ένα μεγάλο μέρος των βουνών της νότιας Πίνδου και όχι το όρος Κόζιακας με το οποίο ταυτίζεται σήμερα. Βέβαια δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι αυτό βουνό που υψώνεται απότομα στο τέρμα του Θεσσαλικής πεδιάδας και αποτελεί την αφετηρία μίας εκτεταμένης ορεινής ζώνης στα δυτικά. Αυτή του η θέση καθόριζε καίρια τις οδούς επικοινωνίας μεταξύ του θεσσαλικού κάμπου και της ορεινής ενδοχώρας συνεπώς μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου. Οι νότιες πλαγιές του οι οποίες ορίζουν τα στενά της Πόρτας προσδιόριζαν την αφετηρία μίας σημαντικής ορεινής διάβασης η οποία οδηγούσε από την Θεσσαλία στην νότια περιοχή Ηπείρου. Επίσης οι βόρειες πλαγιές του οι οποίες προσεγγίζουν την κοιλάδα του Πηνειού όριζαν την απαρχή της οδού που κατευθύνονταν προς στην σημαντικό πέρασμα του Ζυγού στο Μέτσοβο.
[85] Σχετικά με την πολιτική γεωγραφία κατά τον ΣΤ΄ βλέπε Ιεροκλέους Γραμματικού, Συνέκδημος, στο PG, Τ omus posterior σ. 144-145. Η διαίρεση αυτή παρουσιάζεται και στα κείμενα των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου. Πρόκειται για αφηγήσεις οι οποίες περιέχουν μαρτυρίες ιστορικών γεγονότων που διαδραματίζονται στην περιοχή της Θεσσαλονίκη και ευρύτερα στον Βαλκανικό χώρο κατά τον Ζ΄ αιώνα. Βλ. Αγίου Δημητρίου Θαύματα, εκδ. Άγρα, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 188 § [ 126 ] και σημ. 1. Στο επίμετρο της ίδιας έκδοσης δίδεται από τον P. Lemerle το γεωγραφικό και διοικητικό της Βαλκανικής κατά τον Ζ’ αιώνα όπως συνάγεται από τα κείμενα των Θαυμάτων. Βλ. P. Lemerle, Tα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου και η ιστορία των Βαλκανίων, σ. 443 -448. Επίσης βλ. Ι. Καραγιανόπουλος, Το βυζαντινό διοικητικό σύστημα στα Βαλκάνια ( 4oς - 9oς αι. ), Αθήνα 1994, σελ .5-6 .
[86] Σωκράτους Σχολαστικού , Εκκλησιαστική Ιστορία, J.- P. Migne, P. G, Τ omus 67, σ. 756.
[87] Αναφορά για επέλαση των Σλάβων στην Ήπειρο και την Θεσσαλία έχουμε στο Χρονικό της Μονεμβασιάς . Βλ . Στ . Κυριακίδης , Οι Σλάβοι εν Πελοποννήσω , Βυζαντιναί Μελέται VI, Ε .Μ .Σ , Θεσσαλονίκη 1947, σ . 45 και P. Lemerle « La Chronique improprement dite de Monemvasie : le contexte historique et l é gendaire » REB 21, (1963 ) σελ . 9-10. Eπίσης βλ. , Αγίου Δημητρίου Θαύματα, ό. π., σ. 236 § 179, 289 § 254. Σχετική βιβλιογραφία βλ. E. Χρυσού, «Συμβολή στην ιστορία της Ηπείρου κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή», ΗΧ 23 (1981), σ. 63-80, J. Koder, «Προβλήματα της σλαβικής εποίκισης και τοπωνυμίας στη μεσαιωνική Ήπειρο», ΗΧ 24, (1982), σ. 10 – 35, P. Sustal, (με την συνδρομή του J. Koder ), ό.π., σελ. 50-52.
[88] Το θέμα της Θράκης που περιελάμβανε το νοτιοανατολικό τμήμα της Θρακικής πεδιάδας και το θέμα της Ελλάδος που αρχικά περιοριζόταν στην Αττική και την Βοιωτία και αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα σημεία της Ελλαδικής χερσονήσου όπως η Θεσσαλία και σε τμήμα της Στερεάς Ελλάδος είναι οι μόνες περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου που έλεγχε πλήρως το Βυζάντιο στα τέλη του 7ου αιώνα. Στα επόμενα εκατό χρόνια δεν ιδρύθηκαν άλλα θέματα ωστόσο κατά περιόδους υπήρχε αυτοκρατορική επικυριαρχία και σε άλλες παράκτιες πόλεις της Βαλκανικής χερσονήσου.
[89] Α.Π. Αβραμέα, «Η Βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204», διδ. διατριβή, Αθήνα 1974, σ.28-33. Επίσης βλ. Φ. Μαλιγκούδη, Σλάβοι στη Μεσαιωνική Ελλάδας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1988, σελ 55, G Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. Β΄, Αθήνα 1978. σ. 64-65, D. Obolensky, Η Βυζαντινή κοινοπολιτεία , εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, τομ. Α΄ σ . 132-134.
[90] Βλ Lemerle P., Philippes et la Macédoine orientale à la époque chrétienne et byzantine. R.H.A., Paris 1945, σ . 129,
[91] βλ . Σκυλίτζης Iωάννης , Χρονογραφία , μτφ . Δ.Ι. Μούσουρας, εκδ. Μίλητος, σ. 388, P. Sustal, (με την συνδρομή του J. Koder ), Nikopolis und Kephallenia, στο T . I . B . 3, ed. Η . Hunger , Wien 1981σ . 55.
[92] Ο ποταμός Δούναβης στην ανατολή όπως και ο Ρήνος στην δύση, από τον 1 μ.χ. αιώνα σηματοδοτεί όχι μόνο το πολιτικό αλλά και το πολιτισμικό και ψυχολογικό σύνορο μεταξύ των «Ρωμαίων» και των «βαρβάρων» που συνωθούνται στις βόρεια πλευρά του ποταμού αν και κατά καιρούς διασπούν αυτό το σύνορο δημιουργώντας τρομερή αναστάτωση στους πληθυσμούς της χερσονήσου.
[93] Ο Ιουστινιανός σε διάφορα σημεία του κειμένου των «Νεαρών» αποκαλεί συχνά την λατινική γλώσσα «πάτριον φωνήν » ή «πάτριον γλώτταν» Βλ. Corpus Iuris Civillis, Novellae, vol III, 13( praef.), 15 ( praef.), 22 (cap. 2), 69 ( praef.), 146( cap. 1), eds.R. Schoell - G.Kroll, Berlin 1899 σ . 99 στιχ . 22, 109 στιχ. 17, 148 στιχ. 11, 349 στιχ. 17-18, 715 στιχ. 117. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ιουστινιανός κατάγονταν από το χωριόΤαυρήσιον της περιοχής Βεδεριάνα η οποία βρίσκονταν κοντά στη σημερινή πόλη των Σκοπίων. Βλ. Προκοπίου Καισάρεως, Περί Κτισμάτων, εκδ. Λ. Γεωργιάδης, Αθήνα 1996, σελ. 238, Σχετικά με την γεωγραφικά όρια της λατινοφωνίας στα Βαλκάνια βλ. C. Jireček, Die Romanen in den Städten Dalmatiens Während des Mittelatters, Vol. I, Wien 1901, σ . 13 .
[94] Ο Ιστορικός Προκόπιος παραθέτοντας τον κατάλογο των στρατιωτικών κτισμάτων που κατασκεύασε ή επισκεύασε ο Ιουστινιανός σε όλη την Βαλκανική καταγράφει ένα σημαντικό αριθμό ονομασιών λατινικής προέλευσης. Αναφέρω ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: Βουλπιανσός , Πισκιναί, Κάστελος Πέρβυλα, Πριμονιανά, Λογγίανα, Λουποφαντάνα, Καστελλόνοβο, Πόντη, Λακκόβουργο, Σεπτέκασαι, Γεμελλομούντες, Φοσσάτο, Μοντερεγγίνε, Μανροβάλε, Αλτίνα κ.λ. π. Βλ. Προκοπίου Καισάρεως, ό. π, σελ.. σ. 233-330. Επίσης και στα κείμενα των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου αναφέρονται στρατιώτες που μιλούν λατινικά, ονόματα φυλάρχων με λατινική ρίζα όπως Περβούνδος και Μαύρος (το τελευταίο πρόσωπο αναφέρεται ως γνώστης της ελληνικής, σλαβικής, καθώς και της γλώσσας των Ρωμαίων δηλαδή την Λατινική), και «σλαβικά» φύλα με λατινογενές φυλετικό όνομα όπως οι Σαγουδάτοι κ. λ. π . Βλ. Αγίου Δημητρίου Θαύματα, ό. π., σ. 113 § 49 σημ. 2 , σ. 274 § 231,235, σ. 311 § 291, σ. 236 § 179, σ. 280 § 240. Βλ. Κ. Χρήστου, Οι Αρωμούνοι στο Βυζάντιο έως τον 11ο αιώνα, ΗΗ 13 (1991), σ. 13-15.
[95] Σημαντική ως προς αυτό το θέμα είναι η μαρτυρία του βυζαντινού χρονογράφου Θεοφάνη αναφορικά με κάποιο επεισόδιο που έλαβε χώρα στην περιοχή της Θράκης κατά την διάρκεια εκστρατείας των Βυζαντινών κατά των Αβάρων(579-582 μ.Χ.). Συγκεκριμένα η ανατροπή του φορτίου ενός ζώου ο οδηγός του οποίου δεν την αντιλήφθηκε αναγκάζει τον συνάδελφό του να φωνάξει « τῇ πατρῴᾳ φωνῇ ‘‘ τόρνα, τόρνα, φράτερ’’ ». Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί σύγχυση στο βυζαντινό στρατό εφόσον αυτή η φράση εκλήφθηκε ως παράγγελμα υποχώρησης. Βλ. Θεοφάνης, Χρονογραφία, C. de Boor, Vol I, Lipsiae 1883, (ανατ. Hildesheim 1966.), σ. 258. Το ίδιο επεισόδιο περιγράφει και ο χρονογράφος Θεοφυλάκτος Σιμοκάττης o οποίος μάλιστα χαρακτηρίζει την ανωτέρω φράση ως «..ἐπιχωρίῳ τε γλώττῃ..». ως Βλ. Σιμοκάττη Θεοφύλακτου, Ιστορίαι:, II.15, στο C. S.H. B., I. Bekker, Bonnae 1834, σ. 99. Η φράση αυτή η οποία θεωρείται το αρχαιότερο δείγμα χρήσης ρωμανικών διαλέκτων από πληθυσμούς των Βαλκανίων απασχόλησε πλήθος ερευνητών. Βλ. ενδεικτικά: P. Năsturel, « Torna, torna, fratre. O problemă de istorie şi de lingvistică», SCIV 7, 1956, σ. 179-188, Γ. Κόλια, Τόρνα, «επιχώριος γλώσσα », ΕΕΒΣ 14, 1938, 295 – 299, Α. Rosetti, Istoria Limbii Române, Βουκουρεστι 1968, σ. 353 και 612-613, G. Ivănescu Istoria Limbii Române, ed. Junimea, Ιaşi2 2000, σ. 181-182., A. Λαζάρου, Η Αρουμανική, Αθήνα2 1986, σελ. 161-164, A. Κεραμόπουλος, Τι είναι οι κουτσόβλαχοι, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 39-40, Τ. Κατσουγιάννη, Περί των βλάχων των ελληνικών χωρών, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 30-31, Σ. Σ. Λιάκου, Η καταγωγή των αρμονίων, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 36-37, σ. 299, σημ. 181 ,182 κ.λ.π..
[96] Χαρακτηριστική για την τύχη αυτών των πληθυσμών είναι μία μαρτυρία του Πορφυρογέννητου αναφορικά με τους λατινόφωνους των βορειοδυτικών Βαλκανίων οι οποίοι μετά από συνεχείς συγκρούσεις με τους Αβαροσλάβους απωθούνται στην δαλματική ακτή. Μεταξύ άλλων ο λόγιος αυτοκράτορας αναφέρει ότι οι λατινόφωνοι της Δαλματίας «. Ῥωμᾶνοι προσηγορεύθησαν διὰ τὸ ἀπὸ Ῥώμης μετοικισθῆναι, καὶ ταύτην μέχρι τῆς σήμερον τὴν ἐπωνυμίαν ἐναποφέρονται. ». Βλ. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Administrando Imperio, στο C. S. H. B, κεφ. 29, I. Bekker, Bonnae 1840, σ. 125-128, R. Katič ik, «Οι αρχές της Κροατικής παρουσίας στην Αδριατική προβλήματα ιστορικά ,φιλολογικά και γλωσσικά», ΗΧ 24 (1982), σ.39-45, . ..
[97] Αποκαλούμε το εθνονύμιο «Βλάχοι» νεοφανές, επειδή η πρώτη του ιστορική καταγραφή (τέλη του 10ου αιώνα) δεν αποτελεί ένδειξη ότι ο συγκεκριμένος πληθυσμός είναι νεοφερμένος στον χώρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα, διάφορες τοπωνυμικές και φιλολογικές μαρτυρίες πιστοποιούν μία πολύ παλιότερη παρουσία του στην Βαλκανική χερσόνησο.
[98] Το σλαβικό χρονικό ενός ανώνυμου συγγραφέα που εμφανίζεται με τον τίτλο Πρεσβύτερος Διοκλείας ( περίπου η σημερινή περιοχή του Μαυροβουνίου) το οποίο συντάχθηκε μεταξύ των ετών 1160-1170 σχολιάζοντας τον ερχομό των βουλγάρων στην βαλκανική χερσόνησο αναφέρει ότι « Bulgari ceperunt totam provinciam latinorum, qui illo tempore Romani vocabantur, modo vero Morovlachi, hoc est nigri Latini vocantur» . Για τον χρονογράφο οι σύγχρονοι του Μαυρόβλαχοι οι Μορλάκοι των Βενετών που ζούσαν μέχρι και τον περασμένο αιώνα στις Δαλματικές ακτές και την περιοχή του Μαυροβουνίου ήταν αυτοί που παλιά ονομάζονταν « Ρομάνοι» και κατοικούσαν στην « provinciam latinorum » δηλαδή μία δική τους Λατινική περιοχή την οποία κατέλαβαν οι βούλγαροι. Βλ . Ρ resbyter Diocleatis . Regnum Slavorum,, στο SR H , tomus III, I . G . Schwandtner , Viennae, 1748, σ . 478. Τόσο αυτή η μαρτυρία όσο και η προγενέστερη του Πορφυρογέννητου δείχνουν ότι αυτοί οι πληθυσμοί είχαν συνείδηση της καταγωγής τους από τους Λατινόφωνους των Βαλκανίων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου. Πάντως ανεξάρτητα από το αν οι Ρομάνοι του Πορφυρογέννητου ήταν άποικοι από την Ρώμη ή πληθυσμοί των Βαλκανίων που λατινοφώνησαν σημασία έχει ότι μέχρι και την εποχή του (περίπου το 950 π. χ ) προσαγορεύονταν « Ρομάνοι » δηλαδή 26 χρόνια πριν εμφανιστούν στις βυζαντινές πηγές οι Βλάχοι. Σημειώνουμε εδώ ότι οι τελευταίοι αυτοαποκαλούνται Armîńi ή Rămeńi λέξεις που αποτελούν ιδιωματικές παραλλαγές του όρου Ρομάνοι που αναφέρει ο Πορφυρογέννητος αλλά και ο Πρεσβύτερος Διοκλείας . Μία τρίτη μαρτυρία που αφορά την σχέση βλάχων και των λατινόγλωσσων πληθυσμών της Βαλκανικής της ρωμαϊκής εποχής προέρχεται από ένα ουγγρικό μεσαιωνικό χρονικό το οποίο αφηγούμενο την έλευση των Ούγγρων στην Πανονία δηλαδή την σημερινή Ουγγαρία κατά το τέλος του 9 oυ αιώνα αναφέρει ότι αυτή η περιοχή κατοικούνταν από « Sclaui, bulgari et Blachii ac pastores Romanorum» δίνοντας έτσι και μία διαφορετική πέραν της στρατιωτικής εκδοχή της σχέσης μεταξύ ρώμης και εκρωμαϊσμένων πληθυσμών της Βαλκανικής χερσονήσου. Βλ . Α nonym us, Bele regis notarius , Gesta Hungarorum , IX , Popa -Lisseanu, Β ucure şti 1934, σ . 32, Α rmbruster , Romanitatea Românilor , ed. Enciclopedic ă, Bucureşti 21993, σ. 36- 45. ..
[99] Η πρώτη γραπτή αναφορά για τους Βλάχους καταγράφει την παρουσία τους στην περιοχή μεταξύ της Καστοριάς και Πρέσπας το 976 μ.Χ. Βλ I. Σκυλίτζης , Σύνοψις Ιστοριών, στο C. F. H. B., Vol. 5, I. Thurn, Berlin- N. York 1973. σ. 329. Περισσότερο ενδεικτική μαρτυρία για την παρουσία των Βλάχων στην Πίνδο και τις ορεινές προεκτάσεις της, είναι η αναφορά του Κεκαυμένου (μέσα 11 oυ αιώνα) σε Βλάχους κτηνοτρόφους του θεσσαλικού χώρου, που το καλοκαίρι ανέβαιναν με τα ποίμνιά τους και τις οικογένειές τους «Εις τα όρη Βουλγαρίας». Βλ. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, εκδ. Άγρωστις, Αθήνα 1993, σ. 225. Δεν αναφέρεται, βέβαια, στα βουνά της σημερινής Βουλγαρίας αλλά στην βόρεια Πίνδο, το Γράμμο ή και βορειότερα. Βρισκόμαστε μόλις μερικές δεκαετίες μετά τη διάλυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους, όπου τα νότια όριά του έφθαναν έως την Πίνδο και τη Θεσσαλία συμπεριλαμβάνοντας ένα μέρος της Ηπείρου και όλη τη Μακεδονία. Με τη διάλυση του από τον Βασίλειο το Β΄ οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές αποτέλεσαν το θέμα της Βουλγαρίας. Ο Ι. Τζέτζης συγγραφέας του 12ου αιώνα αναφέρει ότι παλαιά οι Βούλγαροι κατείχαν «από του Πίνδου όρους δε και των μερών της Λαρίσης». Βλ . Ι . Τζέτζης , Chiliades,Χ .( Hist . 316.317, στ . 193) Th. Kiesling, Lipsiae 1826, ( ανατ . . Hildesheim 1963), σ. 370. Επίσης, σύμφωνα με ένα σιγίλιο του Βασιλείου του Β΄, περιοχές γύρω από την κεντρική και βόρεια Πίνδο όντας παλιότερα τμήμα του διαλυθέντος Βουλγαρικού κράτους υπάγονταν πλέον στη δικαιοδοσία της αρχιεπισκοπής Αχριδών. Βλ . F. Dölger, Regesten der kaiserurkunden des oströmischen reiches von 565-1453, Teil I: 565-1025, R. Oldenburg, München-Berlin 1924, σ .102,104. Για τη θεματική οργάνωση του κατακτηθέντος βουλγαρικού κράτους, βλ. G. Ostrogorsky, ό.π., σ. 195 και σημ. 232, 233.
[100] Η Βλαχία ή Μεγάλη Βλαχία ή Βλαχία της Ελλάδας συμπεριλάμβανε τη σημερινή Θεσσαλία διευρυμένη προς νότο μέχρι τη σημερινή Λαμία. Βλ. Γ.Σούλης, «Βλαχία-Μεγάλη Βλαχία, Η εν Ελλάδι Βλαχία», Ιστορικά Μελετήματα, Αθήναι 1980, σ.489-497, Α.Π. Αβραμέα, ό.π. σ. 37- 38.
[101] . Βλ. L. Chalcocondylae, Αποδείξεις Ιστοριών Δέκα, στο C. S. H. B., Lib. I, VI, I. Bekker , Bonnae, 1843, σ. 35, 319.
[102] Κατά την περιγραφή του βορειοδυτικού ορίου της επισκοπής γίνεται αναφορά «..εις το των Χλαπών σύνορον ..» το οποίο «..και ανέρχεται εις δυσμάς εις την Μηλέαν και εις τον Ζυγόν και καταβαίνοιπρος νότον εις χωρίον το λεγόμενον Χαλίκι και αναβαίνοι εις τα Λευκά Όρη και εις Βουνόν της Μοτζάρας ..». Βλ. Δ. Σοφιανός, «Α cta Stagorum. Tα υπέρ της Θεσσαλικής επισκοπής Σταγών παλαιά βυζαντινά έγγραφα (των ετών 1163, 1336 και 1393) », Τρικαλινά 13 (1993), σ. 27-54, Στ. Αριστάρχης, «Έκθεσις επί των διαγωνισμάτων Θεσσαλίας και Ηπείρου», Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος 13-15(1867), σ. 32-34, L. Heuzey – H. Daumet, Mission arhéologique de Macédoine, Paris 1876, σ. 452-454, Ι. Κ. Βογιατζίδης, «Το χρονικόν των Μετεώρων», ΕΕΒΣ 2 (1925), σ. 149-155. Ακόμη και σήμερα στις ίδιες ακριβώς τοποθεσίες υπάρχουν τα χωριά Μηλιά και Χαλίκι. Εντύπωση προκαλεί η ονομασία Λευκά Όρη, η οποία είναι άγνωστη σήμερα. Με βάση τα περιγραφόμενα αυτό του βουνό ταυτίζεται με το σημερινό Περιστέρι (ο Λάκμος των αρχαίων ). Μελετώντας τα σχετικά με το προνομιακό καθεστώς του Μετσόβου σουλτανικά φιρμάνια, τα οποία συντάχθηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα, ανάμεσα στα τοπωνύμια, που καθόριζαν τα σύνορα της περιοχής αναφέρεται και το « Άσπρο Βουνί », πάλι για το όρος Λάκμος. Tέλος, η αναφορά στο Βουνό της Μοτζάρας δεν είναι παρά μία περιφραστική ονομασία του σημερινού όγκου της Κακαρδίτσας, που αποτελεί την προς νότο φυσιολογική συνέχεια του Περιστερίου, ακριβώς πάνω από το χωριό Μουτσιάρα (μεταπολεμικά μετονομάστηκε Αθαμανία).
[103] Συγκεκριμένα, η Μονή Αγίου Γεωργίου των Ζαβλαντίων, ανάμεσα στις κτήσεις της περιλαμβάνει και «μερισμόν», δηλαδή μερίδια φεουδαλικής κτήσης «εκ των χωρίων Κλεινοβίτσης και Γουλήνου», τα οποία βρίσκονταν κοντά μεταξύ τους. Η Κλεινοβίστα, πιθανόν, είναι ο μεταγενέστερος Κλινοβός (νυν Κλεινός) του Ασπροποτάμου. Επίσης, το ίδιο μοναστήρι κατέχει την «Βοτούραν» που είναι «λειβάδιον περί την Βοξίσταν», δηλαδή την Βεντίστα (νυν Αμάραντος), άλλος ένα μεταγενέστερος οικισμός του Ασπροποτάμου. Βλ. Ν. Βέης, «Σερβικά και βυζαντιακά γράμματα του Μετεώρου», Βυζαντίς 2 ( 1910-1911), σ. 55-58.
[104] Έχουμε εδώ, ίσως, για πρώτη φορά, το γεωγραφικό προσδιορισμό Ασπροπόταμος, ονομασία που αφορά την περιοχή της Πίνδου, η οποία περιλαμβάνει το δίκτυο των πηγών του Αχελώου ποταμού και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη παλιών και αξιόλογων κατά το παρελθόν βλαχικών οικισμών, όπως το Χαλίκι του προαναφερόμενου χρυσόβουλου. Βέβαια, είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε αν η μονή Θεοτόκου αναφέρεται σε κάποια από τα σημερινά μοναστήρια της περιοχής ή σε κάποιο που δεν υπάρχει. Το δεύτερο μοναστήρι της Θεοτόκου στο Λιμπόχοβο σωζόταν ως το 20 o αιώνα στην περιοχή των πηγών του Πηνειού ποταμού σε υψόμετρο 800 μ. Στη θέση όπου βρίσκονταν το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1903 η νέα Κουτσούφλιανη (νυν Παναγιά). Από παλιά υπήρχε εκεί μικρός οικισμός κτηνοτρόφων, το Λιμπόχοβο ή Καλυβοχώρι, που ήταν εξαρτημένος από το μοναστήρι. Επίσης, η μονή κατείχε πολλά κτήματα, τα οποία ενοικίαζε προς καλλιέργεια στα γύρω χωριά. Στο σημείο που βρίσκονταν η μονή διασταυρώνονταν παλιά ο δρόμος από τη Θεσσαλία προς Ήπειρο, μέσω της διάβασης του ζυγού και ο δρόμος από τον κοιλάδα του άνω Αχελώου προς τον άνω Αλιάκμονα. Κατά τον Ν. Hammond η θέση αυτή ήταν τοποθεσία στρατηγικής σπουδαιότητας, γι’ αυτό και υπάρχουν εκεί ίχνη αρχαίας εγκατάστασης και ακρόπολης. Το Μοναστήρι καταστράφηκε σταδιακά από το 1940 και μετά. Βλ. Γ. Σιάρος – Α. Δ. Στράτης, Ιστορία της Κουτσούφλιανης Παναγία Καλαμπάκας, εκδ. Αδελφότητας Παναγιάς, Αθήνα 1997, σ. 442- 464, Ν. Hammond , Ήπειρος , τόμ. Β΄, σ. 88-89.
[105] Βλ. Λ. Βρανούση, «Το Χρονικόν των Ιωαννίνων κατ’ ανεκδοτον δημώδην», ΕΜΑ 12 (1962), σ. 91-92, Αθήνα 1965.
[106] Δεν είμαστε βέβαιοι αν ο καθηγούμενος του Μετζόβου σχετιζόταν με μία μόνο μονή ή με μία ευρύτερη περιοχή της Πίνδου που είχε ως κέντρο τον ομώνυμο οικισμό. Βλ. σχετικά παρακάτω σ. 50-51.
[107] Βλ. Λ. Βρανούση, ό.π. .
[108] Από τη βυζαντινή ιστοριογραφία είναι γνωστό ότι το κράτος της Ηπείρου στο οποίο κατά πάσα πιθανότητα υπάγονταν η περιοχή του Μετσόβου συνιστούσε μία φεουδαλικά οργανωμένη κοινωνία. Ακόμη και πριν τον 13ο αιώνα η Ήπειρος και η Θεσσαλία ήταν γνωστές, για τις μεγάλες αγροτικές περιουσίες, οι οποίες ήταν, στην ουσία, οι ιδιωτικές περιουσίες των ηγετικών βυζαντινών οικογενειών. Έργο των εκάστοτε Βυζαντινών, Σέρβων και Ιταλών κυβερνητών αυτού του κράτους ήταν να εξασφαλίζουν την υπακοή των γαιοκτημόνων, οι οποίοι αποτελούσαν την άρχουσα κοινωνική κατηγορία. Βλ. Nicol D., Το δεσποτάτο της Ηπείρου 1267-1479, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991, σ. 306.
[109] Από χρονικό που κατείχε αυτή η μονή αντλούμε πληροφορίες όχι μόνο για την κατάσταση των πραγμάτων στην περιοχή κατά την ύστερη μεσαιωνική και πρώτη οθωμανική περίοδο, αλλά και για τους οικισμούς που υπήρχαν, πολλοί εκ των οποίων υφίστανται ακόμη και σήμερα. Βλ. Ι. Λαμπρίδης, «Ζαγοριακά» Ηπειρωτικά Μελετήματα 8 (1888), εν Αθήναις 1888 και εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1993 σ. 22-41 και Λ. Βρανούσης, Χρονικά της μεσαιωνικής και Τουρκοκρατούμενης Ηπείρου, εκδ. ΕΗΜ , Ιωάννινα 1962, σ . 190-201.
[110] Βλ . M . Delilba ş i – M . Arikan , Sûret - i Defter-i Sancak-i Tirhala I , T ü rk Tarih Kurum , Ankara 2001.
[111] Σύμφωνα πάντα με τη ανωτέρω δημοσιευμένη μελέτη των M. Delilbaş i – M. Arikan μεταξύ των χωριών που καταγράφονται αναγνωρίζουμε τα εξής: Περιοχή Μετσόβου : Miç ova (σημ. Μέτσοβο), Tiravatista (σημ. Ανθοχώρι), Mila (σημ. Μηλιά ), Vutinos (σημ. Βοτονόσι). Περιοχή πηγών Πηνειού: Malakaş (σημ. Μαλακάσι), Boraviko (σημ. Αμπελοχώρι), Libohova (σημ. Παναγιά), Kuklas (σημ. Ματονέρι ), Koç ofilani(σημ. Πλατάνιστος), Cenerat (σημ. Κορυδαλός) Osturuje (σημ. Πεύκη), Liziste (σημ. Ελάφι ), Kastaniya (σημ. Καστανιά ), Vendista (σημ. Αμάραντος), Pirnagos Epano (σημ. Χρυσομηλιά ), Pirnagos Kato (σημ. Γλυκοληλιά), Klinova, (σημ. Κλεινός ), Yuvan, (σημ. Αηδόνα ), Hutino (σημ. Χωτιάνα εγκατελειμένο). Περιοχή Aσπροποτάμου: Halik (σημ. Χαλίκι), lepenica (σημ. Ανθούσα), Kotori (σημ.Κατάφυτο), Mila (σημ Μηλιά) Viliç ani (σημ.Καλλιρόη), Drogoviz (σημ. Πολυθέα ), Kiranya (σημ. Κρανιά ), Dolyana, (σημ.Δολιανά ), Gardik (σημ. Γαρδίκι), Muç ara, (σημ. Αθαμανία ), Pirtuli (σημ. Περτούλι ), Vetirniko (σημ. Νεραϊδοχώρι ), Pira (σημ. Πύρρα), Kamas (σημ Άγιος Νικόλαος), Tiflosili, (σημ. Δροσοχώρι). Περιοχή Γρεβενών: Baltinos (σημερινή Καλιθέα), Halapos(σημ. Πριόνια), Viloni (σημ.Βελόνι εγκατελειμένο). Επίσης, καταγράφονται ορισμένες ονομασίες, ανύπαρκτων σήμερα οικισμών, οι οποίοι διαλύθηκαν στο παρελθόν και διασώζονται μόνο στην μνήμη των ντόπιων.
[112] Βλ. Λ. Βρανούση, «Το Χρονικόν…, ό.π., σ. 88-92. Ο Pouqueville αναφέρει ότι οι κάτοικοι του Μέτσοβου του Συρράκου των Καλαριτών και άλλων 40 χωριών, όλων βλαχικών, καταχωρήθηκαν στα αυτοκρατορικά αρχεία της Κωνσταντινουπόλεως. με το ειδικό όνομα Μαλακάσιοι. Βλ. F. Pouquevi lle, Ταξίδι στην Ελλάδα, ΤαΗπειρωτικά, τόμ. Ι, μτφ. Κ. Βλάχος, εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1994, σ. 91), Κατά τους Λαμπρίδη και Αραβαντινό η περιοχή Μαλακασίου αποτελούσε γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου και πολύ μικρό τμήμα της Θεσσαλίας η οποία πριν το 1321- 1333 ονομαζόταν Σμόκοβο. Κατά την οθωμανική περίοδο το Μαλακάσι αποτέλεσε μία από τις τέσσερις διοικητικές διαιρέσεις (ναχιγιέ) του καζά Ιωαννίνων και περιελάμβανε την γεωγραφική ζώνη του σημερινού νομού Ιωαννίνων, που συνορεύει στα βορειοδυτικά με την περιοχή των Ζαγοροχωρίων, βορειοανατολικά και ανατολικά με την Μακεδονία και Θεσσαλία, νότια με την περιοχή των Τζουμέρκων και δυτικά έφτανε ως την ανατολική και νότια ζώνη της λίμνης Παμβώτιδας. Το βόρειο τμήμα του Μαλακασίου, που κατοικούνταν αποκλειστικά από Βλάχους, καταλάμβανε τη δυτική πλευρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου ενώ έως τα μέσα του ΙΖ΄αιώνα περιελάμβανε και το σημερινό ανατολικό Ζαγόρι. Βλ. Ι. Λαμπρίδης, «Μαλακασιακά»,Ηπειρωτικά Μελετήματα 4 (1888), σ. 10-11, εν Αθήναις 1888 και εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1993, Ι. Λαμπρίδης, «Ζαγοριακά», Ηπειρωτικά Μελετήματα 8 (1888), σ. 39-40) και Π. Αραβαντινός,. Χρονογραφία της Ηπείρου, τομ. Β΄, σ. 55, 102, 231. Η τελευταία άποψη των Ηπειρωτών λογίων διαψεύδεται ωστόσο, από τους οθωμανικούς απογραφικούς καταλόγους του 1564 όπου τα χωριά του ανατολικού Ζαγορίου απογράφονται στο Ζαγόρι και όχι στο Μαλακάσι (τους καταλόγους αυτούς μου έθεσε υπ’ όψιν η κ. Delilbaş i καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Άγκυρας ).
[113] Βλ. Ι. Λαμπρίδης, «Ζαγοριακά», Ηπειρωτικά Μελετήματα 9 (1888), σ. 5., Ν Ζιάγκος., Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας, Αθήνα 1974, σ. 198.
[114] Βλ. Λ. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ. 319., M. Delilbaş i - M. Arikan, ό.π., σ 26. Η υποταγή τους στον τελευταίο Παλαιολόγο, στην οποία αναφέρεται ο Χαλκοκονδύλης αποτελεί σαφή ένδειξη ότι αποτελούν μία αυτοδιάθετη ομάδα που ελέγχει το δικό της χώρο. Άλλωστε, ο ίδιος Βυζαντινός συγγραφέας αναφέρει ότι το 1449 « η δε εκός Χώρα του Βασιλέως ( του Βυζαντίου) αυτίκα μετά την του Ισθμού (της Κορίνθου) άλωσιν προσεχώρησε εν τω Βασιλεί (Αμουράτ) το τε Πίνδον και η άλλη Χώρα του Βασιλέως ( του Βυζαντίου ) ». Η ειδική μνεία της Πίνδου αποτελεί ένδειξη ότι η οροσειρά συγκροτεί μία γεωγραφική ζώνη με ξεχωριστό ρόλο σε εκείνα τα γεγονότα. Βλ. Λ. Χαλκοκονδύλης, ό.π. , σ. 349-50.
[115] Κατά τον Pouqueville οι Βλάχοι της Πίνδου βλέποντας ότι ήταν αδύνατον να συνεχίσουν να ζουν ελεύθεροι πάνω στα βουνά τους έχοντας εχθρικούς απέναντι τους τούρκους, οι οποίοι αργά ή γρήγορα θα τους υπότασσαν, είχαν την οξυδέρκεια και την τόλμη να δεχτούν την κυριαρχία του Σουλτάνου και να έρθουν μαζί του σε ένα συμβιβασμό, που θα τους εξασφάλιζε καλύτερη ζωή ανάμεσα στους άλλους υπόδουλους χριστιανούς. Έτσι, για καλή τους τύχη βρέθηκαν κάτω από την προστασία της Βασιλομήτορος του Σουλτάνου και προσέφεραν στο θησαυροφυλάκιο ένα ετήσιο δόσιμο, το οποίο ήταν περισσότερο εισφορά υποτέλειας παρά φόρος δουλείας. Βλ. F. K. H. L. Pouqueville, Ταξίδι στη Ελλάδα, Ήπειρος, μτφ. Π. Γ .Κώτσου, εκδ. Aφων Τολίδη, Αθήνα 1994, σ. 295. Ο Λαμπρίδης αναφέρει ότι οι κάτοικοι 45-50 χωριών του βορείου τμήματος του Μαλακασίου (δηλαδή τα Βλαχοχώρια της κεντρικής Πίνδου) διατήρησαν την ανεξαρτησία τους 48 έτη μετά την πτώση των Ιωαννίνων και το 1480 υποτάχθηκαν αυθορμήτως με το όνομα Μαλακάσιοι υπό την προστασία της τότε Βασιλομήτορος (Βαλιδέ Σουλτάν ), επειδή αδυνατούσαν να διατρέφουν τα ζώα τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα στα βουνά. Έτσι, διατήρησαν την αυτονομία και αυτοδιοίκησή τους πληρώνοντας μόνο τρία είδη φόρων : το προσωπικόν ( τζεζιέ Γκερμπάν), το προβατονόμιο και τον φόρο υποτέλειας. Το καθεστώς αυτό της υπαγωγής στην βασιλομήτορα δόθηκε από τους τούρκους και σε χωριά των περιοχών Ζαγορίου και Κουρέντων Ιωαννίνων. Βλ. . Ι. Λαμπρίδης, «Μαλακασιακά», Ηπειρωτικά Μελετήματα 5 (1888), σ. 8 εν Αθήναις 1888 και εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1993, σ. 26-28, Ι. Λαμπρίδης, «Ζαγοριακά», Ηπειρωτικά Μελετήματα 8 (1888), σ. 42-43 εν Αθήναις 1888 και εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1993, Π. Αραβαντινός, ό.π., τόμ. A΄, σ. 186-187, Κ. Κρυστάλλης, Οι Βλάχοι της Πίνδου, εκδ. Δαμιανός, Αθήνα 1986 (φωτογραφική ανατύπωση από την έκδοση του 1915). σ. 96-98.
[116] Κατά τον ίδιο τρόπο οι τούρκοι μετά την κατάκτηση των σερβικών εδαφών, προκειμένου να διαφυλάξουν το δρόμο, που από την Κων/πολη οδηγούσε στην Βοσνία, εποικίζουν την περιοχή με Βλάχους, στους οποίους, όπως και στην περίπτωση των Βλάχων της Πίνδου, αναγνωρίστηκε ειδικό καθεστώς, που αντιστοιχούσε στις ημιστρατιωτικές υπηρεσίες τους, δηλαδή απαλλάσσονταν από πολλούς φόρους και είχαν δικαίωμα μεγαλύτερης αυτοδιοίκησης από τους υπολοίπους ραγιάδες. Βλ. Ν.Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη, τόμ. Α΄, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986. σ. 67-70. Ο Ν. Beldiceanu έχοντας μελετήσει οθωμανικά αρχεία αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν βλάχοι από τους Τούρκους ως βοηθητικά στρατεύματα σε δύσκολες στιγμές γι αυτούς όπως, για παράδειγμα, από τον Βαγιαζήτ στην μάχη της Άγκυρας το 1402 εναντίον του των Μογγόλων του Ταμερλάνου. Βλ . Ν . Beldiceanu , Le Monde Ottoman des Balkans, 1402-1566, London, 1976 . σ . 113.
[117] Σίγουρα, υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των martolos, που καταγράφονται τον 15ου αιώνα ως χριστιανικά βοηθητικά σώματα των τούρκων και, κυρίως, στο δεύτερο μισό του 15 ου αιώνα ως στρατιωτικά σώματα στα σύνορα του Δούναβη, με τους κατοπινούς αρματολούς, δηλαδή τους μόνιμους τοπικούς φρουρούς σε διάφορα ορεινά μέρη. Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε την παρουσία πολλών Βλάχων, ενώ πολλά από τα κατοπινά αρματολίκια, που καθιέρωσαν οι τούρκοι στον ελλαδικό χώρο βρίσκονταν σε ορεινούς όγκους κατοικούμενους ακόμα και σήμερα από Βλάχους. Πιθανόν η άποψη κάποιων ιστορικών, σύμφωνα με την οποία κάποιο σχετικό θεσμό βρήκαν στα βαλκανικά εδάφη οι Τούρκοι και το αναδιοργάνωσαν, αγγίζει και τα ειδικά καθεστώτα που αναγνωρίσθηκαν στους Βλάχους της Βαλκανικής ήδη από τον μεσαίωνα. Ο Αλέξιος ο Κομνηνός σε μία από τις εκστρατείες του, ευρισκόμενος κοντά στην Αγχίαλο της Βουλγαρίας ειδοποιείται για τη διαπεραίωση των Κουμάνων δια του Δουνάβεως από τον Πουδίλο έναν «έκκριτο των Βλάχων », ενώ οι Κομάνοι μαθαίνουν τις διαβάσεις του Αίμου μέσα από τις οποίες θα ξεχύνονταν στην Θρακική πεδιάδα από του Βλάχους. Ήταν άραγε οι παραπάνω Βλάχοι απλοί κτηνοτρόφοι ή μήπως φρουροί των διαβάσεων, όπως αργότερα οι βλαχικοί πληθυσμοί της Πίνδου. Βλ. Α. Κομνηνή, Αλεξιάδα, Tome II, Liv. Χ, ό.π., σ. 193, 194. Για τους αρματολούς, βλ. R. Anhegger, «Martoloslar hakkinda», Türkiyat Mecmuasi 7-8 ( 1942 ),σ . 283-287, Α . Βακαλόπουλος , Ιστορία του Ν. Ελληνισμού , τόμ . Α΄, Θεσσαλονίκη2 1976, σ. 212–217, τόμ. Β΄, σ. 364 – 383, K. Κεραμόπουλος, ό.π., σ. 96, σημ. 3, Σ. Λιάκος, «Μακεδονικός αρματωλισμός» ανάτυπο από Αριστοτέλης 3, 4, 5 (1957 ).
[118] Ο ορεινός όγκος που προσδιορίζεται σήμερα γεωγραφικά ως Πίνδος δεν ταυτίζεται απόλυτα με την παραδομένη ιστορική αντίληψη για τη μεγάλη οροσειρά, εφόσον οι λόγιοι προγενεστέρων εποχών κάτω από αυτήν την ονομασία περιελάμβαναν την ορεινή ζώνη, που ξεκινάει βορείως των Αγράφων μέχρι τον Γράμμο κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα υπονοώντας τον ορεινό όγκο, που διαχωρίζει την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου από τις αντίστοιχες περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, αλλά όχι την περιοχή των Αγράφων. Αυτή, λοιπόν, η ιστορική Πίνδος ακόμα και σήμερα κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από βλάχους. Υπάρχουν, όμως, μαρτυρίες ότι τον 15ο αιώνα κατοικούνταν από Βλάχους το σύνολο της οροσειράς, που σήμερα ονομάζουμε Πίνδο, δηλαδή μέχρι και τις νότιες απολήξεις των Αγράφων στην περιοχή του Καρπενησίου, κάτι διόλου απίθανο αν σκεφτούμε ότι βλαχικοί πληθυσμοί καταγράφονται παλιότερα και στην Στερεά Ελλάδα. Ο Βυζαντινός ιστορικός Γ. Φραντζής το 1463 αποκαλεί την Αιτωλία Φλάμπουρο της Μικράς Βλαχίας, μία ονομασία που προφανώς δείχνει την εθνολογική σύσταση της περιοχής. Βλ. Φραντζής Γεωργιος : Χρονικόν: Lib. IV. Cap. XX., στο C. S. H. B., I. Bekker, Bonnae, 1838, σ. 414. Αυτή η ονομασία, προφανώς, είχε δοθεί σε αντιδιαστολή προς τη Μεγάλη Βλαχία, που ήταν η Θεσσαλία των μεσαιωνικών χρόνων, ενώ ο Pouqueville αποκαλεί τη Πίνδο Άνω Βλαχία. Σχετικά με την ύπαρξή βλαχικών πληθυσμών στην οροσειρά της Πίνδου νοτίως του Ασπροποτάμου, βλ. L. Heyzey, Οδοιπορικό στην Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, μτφ. Χ. Δημητρουλόπουλος, εκδ. Αφοι Κυριακίδη 1991, σ. 133, Σ. Λιάκος, Η καταγωγή των Αρμονίων, Θεσσαλονίκη 1965, σ.16 σημ. 68, 69, Αχ. Λαζάρου, «Επίγραμμα Ευγενίου του Αιτωλού και η Λατινοφωνία Ελλήνων», ανάτυπο από Πρακτικά Συνεδρίου (Καρπενήσι, 12-14 Οκτωβρίου 1984), Αθήναι 1986, Α. Βακαλόπουλος, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 366.
[119] Βασικό γνώρισμα του π oλιτικού συστήματος των βλαχικών κοινωνιών του μεσαίωνα είναι η σύναψη ειδικής σχέσης με τους εκάστοτε επικυρίαρχούς τους. Ήδη το 980 η Κωνσταντινούπολη διόρισε κάποιο πρόσωπο ως «αρχήν των Βλάχων της Ελλάδος». Τέτοιου είδους καθεστώτα παραχωρούνταν συνήθως από το Βυζαντινό κράτος σε ξένους πληθυσμούς, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα εδάφη του και συνεπάγονταν υποχρέωση από μέρος αυτών των πληθυσμών να διατηρούν κάποιο στρατιωτικό σώμα, που θα επιχειρεί μαζί με τον υπόλοιπο Βυζαντινό στρατό ή θα εκτελεί άλλους είδους στρατιωτικές και παραστρατιωτικές υπηρεσίες. Βλ . Η . Glykatzi-Ahrweiler, Recherches sur l’ administration de l’ Empire byzantin aux Ixe-XIe siècles, BCH 84 (1960), σ . 33, 38, 39, Κεκαυμένος , ό.π., σ . 231, 236, 255. Επίσης ο Λέων ο Μοναστηριώτης βυζαντινός «κριτής» μέμφονταν τον αυτοκράτορας Ισαάκιο Άγγελο, επειδή δεν έλαβε υπόψη τα προνόμια, τα οποία είχε παραχωρήσει ο Βασίλειος ο Β΄ στους Βλάχους της Βουλγαρίας, με αποτέλεσμα αυτοί να εξεγερθούν εναντίον των Βυζαντινών. Χωνιάτης , Χρονική Διήγησις : lib I στο C. S. H. B., I. Bekker , Bonnae 1835.
σ. 488 Ο Βενιαμίν της Τουδέλης περνώντας περί το 1166 από την ανατολική ακτή της Ελλάδας αναφέρει ότι κανείς δεν σπεύδει να πολεμήσει τους Βλάχους, ούτε κανένας βασιλιάς μπορεί να τους υποτάξει. Όσο υπερβολική και αν είναι αυτή η αναφορά, σίγουρα, απηχεί μία κατάσταση όπου οι Βλάχοι ενεργούσαν με μία σχετική αυτονομία. Βλ . The Itinerary of Benjamin of Tudela. Critical text, Translation and Commentary by Μ . Α dler , London 1907, σ . 11. Αυτή η ειδική σχέση στο τέλος του μεσαίωνα έχει καταστεί στοιχείο του πολιτικού συστήματος των εκάστοτε επικυρίαρχων. H Oθωμανική απογραφή της Βοσνίας το 1477 αναφέρεται στην ύπαρξης ενός « eflaqiyye ‘ā deti ü zere», δηλαδή ενός εθιμικού δικαιώματος των βλάχων, κάτι αντίστοιχο με το νόμο των βλάχων « zakon vlahom» της μεσαιωνικής Σερβίας. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε την εφαρμογή ειδικής φορολογικής μεταχείρισης των Βλάχων. Την ίδια ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση διαπιστώνουμε και αργότερα στους βλαχικούς οικισμούς της Πίνδου. Φαίνεται, λοιπόν, πως αποτελεί πάγια τακτική των Βλαχικών πληθυσμών να επιδιώκουν ειδική αντιμετώπιση από τις αρχές. Βλ . Ι . Steinherr - Β eldiceanu – P . N ă sturel ., « Les recensements ottomans effectu é s en 1477, 519 et 1533, dans provinces de Ζ vornik et d ’ Herz é govine », ΤR 20 (1988), σ . σ . 166, 167, S . Dragomir , Vlahii din nordul peninsulei Balcanice în evul mediu , EARPR , Bucure ş ti 1959.
[120] Βλ . P. Sustal, ó.π ., σ . 207.
[121] Βλ. Δ. Σοφιανού, «Ο άγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527-1540) και κτήτορας της μονής Δουσικού», ΜΝΕ 4 (1992), σ. 275.
[122] Βλ. Μ. Τρίτος, Η Πατριαρχική εξαρχία Μετσόβου (1659-1924). Η θρησκευτική κ΄ κοινωνική της προσφορά, εκδ. ΙΒΜΤ, Ιωάννινα 1991, σ. 179
[123] Βλ. K. Mέρτζιος, «Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον», ΗΧ 11(1936), σ. 25.
[124] Βλ Δ. Φιλιππίδης-Γ. Κωσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική (επιμ. Α. Κουμαριανού), εκδοτική Ερμής Ε.Π.Ε, Αθήνα 1970, σ. 125.
[125] Βλ. Κοσμάς Θεσπρωτός-Αθανασίος Ψαλίδας, ό.π., σ. 52 αλλά και 55 και 56.
[126] βλ. Π. Αραβαντινός, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 131.
[127] Οι ανωτέρω μαρτυρίες μας οδηγούν να αναλογιστούμε ότι το όνομα της σημερινής ομώνυμης κωμόπολης ενδεχομένως να προσδιόριζε μία ευρύτερη γεωγραφική ζώνη αυτού του ορεινού τόπου στα κεντρικά σημεία της οποίας δέσποζε ο συγκεκριμένος οικισμός.
[128] Βλ . Ν . Hammond, ό.π., τομ . Γ΄, σ. 134, 178, Δ. Ευαγγελίδη, ό.π., σ. 39-48.
[129] Βλ. Θ. Δασούλας, ό.π.,
[130] Ο Χ. Μπενγκτσον χαρακτηρίζει την Πίνδο ορόσημο των λαών. Βλ. Η. Βengtson, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μτφ. A. Γαβρίλης, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα 1991, σ. 38. Επίσης βλ. M. Σακελαρίου « Οι γλωσσικές και Εθνικές ομάδες της ελληνικής Προϊστορίας» στο Ι.Ε.Ε, τόμ. Α, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1970, σ. 356-379.
[131] Σχετικά με αυτό το ζήτημα βλ. Π. Ποτηρόπουλος, Πολιτισμικές ταυτότητες στην Πίνδο, διδ. διατριβή, Παν/μιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2007, σ.88-90.
[132] Ακολουθώντας μόνο τον διαμήκη άξονα από βορά προς νότο εντοπίζουμε τα σλαβόφωνα και αλβανόφωνα χωριά του Γράμμου, τις κοινωνίες των Βλάχων που καταλαμβάνουν τον βασικό άξονα της οροσειράς, τους τόπους των Ζαγορισίων και των Τζουμερκιωτών δυτικά του κεντρικού άξονα, τα χωριά των Κουπατσιαραίων ανατολικά, των Παλιοχωριτών και των Αγραφιωτών στον νότο και τέλος τις νομαδοκτηνοτροφικές κοινωνίες των Αρβανιτοβλάχων και των Σαρακατσαναίων οι οποίες διαχέονται σε ολόκληρο τον χώρο της οροσειράς.