«Νυκτών' η Παραμονή, αγαπημένε μου. Άλλους καιρούς, — θυμάσαι, — τα στενά και τα σταυροδρόμια μας εγιόμοζαν κόσμον από 'δω από την πόλη και από τα χωριά όξω.
Η Καλούτσασμη σήμερα, η Λούτσα, η Καμάρες, το Κουρμανιό, η Σκάλα, το Σταυροπάζαρο, ο Πλάτανος, τα Γάλατα, όλα είν' έρμα κι' άλαλα σήμερα. Τα γυναικόπεδα μοναχά της φτωχολογιάς σωριασμένα στρυμώνονται στα παραπόρτια των Ελεών. Καρτερούν το μικρό το Χριστουγεννιάτικο μοίρασμα. Κι' η βροχή που απ' την αυγή ασταμάτηγη πέφτει με το δρυμόνι, δέρνει τ' ασκέπαστα τα κεφάλια τους, κι' από τα τρυπημένα τους ρούχα ζώνεται ως μέσα στα ζόρκα κορμιά τους και τα καταποντιάζει. Τα δύστυχα!...
Αραδαριά στο παζάρι οι αργαστηριαρέοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια, χωρίς δουλιά, κι' άλλοι με σκυφτά τα κεφάλια, λες κι' ακαρτερούν βοήθεια από τον ουρανό. Μα ο ουρανός ρίχνει την συγκρατούμενη βροχή του σκεπασμένος πέρα ως πέρ' από σύγνεφα. Επελάγωσαν οι δρόμοι μας όλοι, μούσκεψαν οι τοίχοι κι' η σκέπες των σπιτιών. Νοτίζουν όλα τα πράμματά μας. Και μια μεγάλ' υγρασία, που περνάει την σάρκα μας ως το κόκκαλο, μας εζάρωσε ολότελα. Τα βουνά πέρα είνε τυλιγμένα σε μπόρα και δεν φαίνονται. Βρέχ' εδώ και χιονίζει εκεί.
Έχει περάσει από δυο ώρες το δειλινό και σήμαντρο κανένα δεν εδιαλάλησε την αγιότη της αυριανής μέρας, κι' οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Η εκκλησίες είνε κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κι' οι παπάδες. Η αυλές και τα κατώφλια εχορτάριασαν. Η αράχνες κλώθουν τα υφάδια τους και διάζονται στες πόρτες και στα παραθύρια. Μέσα σκουριάζουν άπλυτα τα πολύφωτα κι' οι κηροστάτες, μουχλιάζουν η εικόνες, ιδρώνουν νοτιά οι τοίχοι κι' οι μεσανοί οι στύλοι, παγώνει το λάδι στα σβυστά ασημοκάντηλα και τα δισκοπότηρα μένουν δίχως μεταλαβιά απάνου στην Προσκομιδή και στην Άγια Τράπεζα.
***
Ξέρεις το μυρολόι της Πόλης, όταν την έπαιρνε ο Τούρκος. Σ' άκουσα πολλές φορές να το λες όξω που βγαίναμε τες ηλιοφανιές κι' έβλεπα να νοτίζουν από δάκρυο τα ματόφυλλά σου όντας έλεες και ξανάλεες με θλιβερό σκοπό το πικρό γύρισμά του: «Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί!» Ήρθε καιρός τώρα οπού το μοιρολόι και τ' απόφωνο τούτο το λέμε και το ξαναλέμε εδώ οι Χριστιανοί όλοι. Το λέμε και κλαίμε όλοι με πυρωμένα δάκρυα.
Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είνε πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι' αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα.
Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πώφτακεν ώρα οπού τα Γιάννινα ώμιαζαν κοιμητήρι, κι' ας είμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι' ας είμασταν ξύπνηγοι όλοι. Νεκρίλα, μωρέ αδερφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη. Όξω στα καλτερίμια βροντούσαν ακόμα κάπου κάπου η σταλαματιές κι' η κάναλες των κεραμιδιών και συχναπόκοβαν την ερημιά και την σιγαλιά τα πατήματα του παζάρμπαση και του καρακολιού.
Είχαν σκολάσ' η νοικοκυρές τα πλυσίματα και τ' ασπρίσματα των σπιτιών τους κι' έλαμπαν τούτ' από την παστράδα και το νοικοκυριό. Εφώτιζε την ανατολική γωνιά της σπιτομάννας η αναμμένη καντήλα των εικονισμάτων. Έκαιγε στην εστιά η φωτιά η Χριστουγεννιάτικη, καμωμένη από τετραπάνωτα σύδαυλα κι' εζέσταινε το σπίτι όλο. Είχαμεν γευτή τον απλό σαρακοστιανό δείπνο μας και συμμαζωγμένοι γύρα της όλοι, από τα παιδιά ως τους γέρους, εκαρτερούσαμαν τα Χριστούγεννα. Του κάκου αγρυπνούσαμαν. Χριστός δεν εγεννιώνταν για εμάς την νύχτα τούτη. Κι' αν γεννιώνταν, ποιος θα να μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν θα νάτουν βολετό να 'δούμε ποτέ τ' αστέρι που τώδειξε μια φορά στους Μάγους. Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν, κι' οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Η εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα 'κονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας.
«Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί!»
***
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα παιδιά ξεδειλιασμέν' από την φωτιά κι' αποσταμέν' από τα παιγνίδια, αποκοιμιώνταν ένα ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς.
Ήρθεν η ώρα του όρθρου. Εβουβαθήκαμαν μονοκοπανιάς όλοι. Λόγος δεν έσκαε τότε στα χείλια μας. Εμείναμε ασάλευτοι κι' ακαρτερούσαμε μήπως ακούσωμεν σήμαντρο πουθενά ή κράχτην. Ξέρεις τι ώρα γιομάτη μυστήριο ιερό και θρησκευτικό γήτεμμα είνε τούτη που ακαρτεράς άγρυπνος τόση νυχτιά ν' ακούσης ν' άρχεται ο κράχτης στη γειτονιά σου χτυπώντας παντού στες αυλόπορτες το βροντερό εκείνο μπαμ-μπαμ-μπαμ! με το ξύλινο το τσοκάνι του. Πετιέσαι τότες όξω στην κρεββάτα σου ή στο παραθύρι κι' ακούς να τρικυμίζουν τον αγέρα και τα σκοτάδια οι γλυκύτατοι και μαγικοί ήχοι του σημανταριού, ποιοι μακρυνοί και ποιοι κοντινοί. Και βλέπεις τότε ν' ανοίγουν πόρτες και να γιομόζουν οι δρόμοι από κόσμον οπού πηγαίνουν ν' ακούσουν στην εκκλησιά τα Χριστούγεννα.
Συνειθισμένος απ' αυτά, σαν εκαρτέρεσα βουβός τόσην ώρα και δεν ακουρμάστηκα πουθενά κράχτην, απετάχτηκα στην κρεββάτα. Πίσα το σκοτάδι όξω και το κρύο φαρμακερό. Στηλώνω τ' αυτί κι' ακαρτερώ κι' εκεί ολόρθος ωσάν μαρμαρωμένος. Δεν άκουσα τίποτε ο μαύρος. Ως που μ' ανάγκασαν η φωνές της μανούλας μου να μπω μέσα να μην παγώσω.
— Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσης αυτού, και Χριστούγεννα δεν έρχονται για εμάς φέτο.
Κι' εγώ μπαίνοντας στον οντά εμουρμούρισα θλιβερά:
— Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί!
Κι' έννοιωσα να νοτίζη δάκρυ τα ματόφυλλά μου.
***
Εξημέρωσεν. Η δέηση έγεινε μπροστά στα 'κονίσματα των σπιτιών μας. Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ». Κι' ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια, να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων η όψες η ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψι, ώμοιαζαν τον μυσοσυγνεφιασμένον κι' αγέλαστον ουρανό μας.
Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι' εκεί τίποτε δεν ειξέρουν. Ο Δεσπότης ορμηνεύ' ησυχία κι' υπομονή. Η υπομονή μας ήταν μεγάλη μέσ' την καρδιά μας, μα η ησυχία που καταΐσκιωνε σαν θείο χέρι ως τώρα τα γαληνεμένα μας στήθια, άρχεψε να τραβιέται απάνου και ν' αφανίζεται σαν την αντάρα της λίμνης μας την πρωινή, κι' ο βοργιάς της στέρησης της εκκλησιάς άρχιζε ν' αναταράζη τα βάθητά μας.
— Πώς θα περάσουμε χωρίς εκκλησιά τέτοιες μέρες!
Αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι' αυτός ο λόγος άναφτε μέσα στα σπλάχνα μας. Οι τούρκοι είχαν γίν' άφαντοι την αυγή τούτη. Εφοβήθηκαν από ταραχές. Γιατί κι' όλοι μας, δεν ακαρτερούσαμεν, παρά ταραχές.
— Τα χωριά δε θα λα το νταγιαντίσουν.
Έλεγαν άλλοι.
— Εκκλησιά πουθενά δε θα λ' ανοίξη με το στανιό, αν είμεστε Χριστιανοί κι' αν έχουμε Πατριάρχην.
— Τα χωριά αρματωμένα θαρθούν μέσα στα Γιάννινα να φοβερίξουν.
— Από την Πόλη θα λ' αρχινήση ο χαλασμός, αν θα λ' αρχινήση.
Τέτοιες κουβέντες ελέγονταν, ως που σίμωσε το γιώμα. Κι' όλοι μας δεν καρτερούσαμε πλια τώρα παρά χαλασμό.
Επεινάσαμεν κι' αλειτούργητοι οι μαύροι εστρώσαμαν το γιώμα να φάμε. Άλλους καιρούς επασχάζαμαν κι' εμείς νύχτα, σαν εγυρνούσαμαν από την εκκλησιά το πρωί. Φέτο, οπού δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας την νύχτ' απ' ώρα 'ς ώρα το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι' από την αγρύπνια αύτη μας εγένονταν αγγλέουρας το φαΐ μέσα και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας.
***
Άξαφνα, μέσ' στο φαΐ απάνου, έν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.
— Κάτι κακό θάρχεψε, λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά στό στόμα του.
— Χστός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάννα.
Εμείς τα παιδιά επανιάσαμαν.
Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους.
Πετιούμαστε με τον πατέρα στό δρόμο να μάθουμε.
Όλ' έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται.
— Ανοίγουν η εκκλησιές, μας λέγουν.
— Και πώς ανοίγουν; Με το στανιό;
— Μωρ' τι με το στανιό, που νικήσαμαν. Πήραμαν τα προνόμια.
— Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια!....
Τώρα αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι' όλοι ετρέχαμαν κατά τη Μητρόπολη. Εκεί ηύραμαν ολάνιχτες της εκκλησιάς τες πόρτες κι' αναμμένα τα καντήλια και τα πολύφωτα και τους κηροστάτες. Είχε γιομόσει κόσμον η εκκλησία και μέσα και στην αυλή ακόμα. Η εικόνες δεν πρόφταιναν να πάρουν ανασπασμούς.
Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζη απάνου. Ξεσυγνέφιασαν και η όψες των Χριστιανών, οπ' έλαμπαν τώρα τηρούμενες κι' αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα. Και μέσ' από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική δέηση τούτη:
— Θε μου, δόσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνη από ολούθε νικήτρα, δόσε κι' εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδιά να φτουράμε της σκλαβιάς μας τους κατατρεγμούς και τες καταφρόνησες, ως που να σωθούν καμμιά μέρα η αμαρτίες μας κι' ως που να δούμε άστρο ελευθεριάς το Χριστουγεννιάτικο τ' άστρο».
***
Την φιλική τούτη γραφή ανοίγοντάς σας σήμερα ελεύθερα εβουλήθηκα να σας γυρίσω μ' αυτήν δυο χρόνια πίσω, να σας γυρίσω με τον νου στα Χριστούγεννα της μαυρισμένης χρονιάς με το κλείσιμο των εκκλησιών.
Δάκρυσ' αλήθεια διαβάζοντες τότες του φίλου μου την γραφή και γέρνοντας κι' εγώ κατά τον ουρανό τα μάτια εδεήθηκα τέτοια:
— Δόσε, Θεέ, δύναμη της εκκλησιάς μας να βγαίνη απ' ολούθε νικήτρα· όμως δόσε και κάθε τόσο τέτοιες στο τόπο μας ταραχές, για να ξυπνάν κάπου κάπου τα σαπημένα μας αίματα και για να ξεσκουριάζη η πατσαβουριασμένη μας η καρδιά· μπέλκιμ και βγούνε καμμιά βολά για καλλίτερο. (1892)
ΠΡΟΠΕΡΣΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
(ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ)
(Φιλική Γραφή από τα Γιάννινα]
Κώστας Κρυστάλλης
ΕΡΓΑ ποιήματα - πεζά
Τόμος δεύτερος
Εν Αθήναις 1912
Εκδότης Ιωάννης Δ. Κολλάρος