Το ιστορικό της απαγωγής της Βασιλαρχόντισσας του Μετσόβου

Το Σημειωματάρι ενός Μετσοβίτη του Γεωργίου Πλατάρη“1884 ιουλίου 27. σιμίοσι κάνο ότι σίμερον κλέφτες άρπαξαν τι
Δούκο του Κουλάκι κε τι Λινούσιο του Θοδορί.
Ιουλίου 31. ι κλέφτες ίταν σααρκατσιάνι κε από δικί μας πατριότε
ο γιόργι ντάλας κε ο φλέγκας κε ο γιφτοστρατίς με τι μεγάλι σι-
μουρία ο ντουνιάς δε βγένι ντιπ όξο. Μόνο τασκέρια γιρίζουν.”

Για τον Φλέγκα ούτε είχαμε ακούσει ούτε είχαμε διαβάσει τίποτε. Αποταθήκαμε στον κ. Ευάγγελον Αβέρωφ-Τοσίτσαν, που είχε ακούσει γι αυτόν, όχι βέβαια από τη θεία του τη Βασιλαρχόντισσα (=Βασίλισσα κι αρχόντισσα), γιατί όσες φορές τη ρωτούσε ταραζόταν και ερχόταν σε άσχημη κατάσταση με την ανάμνηση αυτής της μεγάλης δοκιμασίας, αλλά από πρόσωπα πάλι συγγενικά:
Οι αρχοντάδες του Μετσόβου καθόντανε στο Κουλτούκι, όπου όχι μόνο απαγορευόταν να μπουν άνθρωποι της δεύτερης τάξης σ' εκείνη την πλατεία, αλλά και να περάσουν ακόμα απ' τον διπλανό δρόμο.



Πιο πέρα μια παρέα από νεαρούς Μετσοβίτες συζητούσαν και λέγανε, πως κανενός δεν του κρατάει να περάσει απ' το δρόμο τώρα που όλοι τους ήταν μαζεμένοι στο Κουλτούκι. Κι ώσπου ν' αποσώσουν το λόγο πετάγεται ο πιο αράθυμος κι ο πιο αβντάλικος της παρέας ο Φλέγκας και λέει: εγώ ωρέ θα περάσω απ' εμπροστά τους και θα το δείτε.
Και πράγματι περνάει επιδειχτικά κι αβντάλικα (=επαναστατικά) απ' το δρόμο. Τον είδε ο Κουλάκης του Χάλη (=Νικολάκης Μιχάλη Αβέρωφ) και τον φώναξε να πάει κοντά του. Ο Φλέγκας πήγε. Ο Κουλάκης που ήταν θεριό ολόκληρο, ψηλός ως εκεί απάνω του τραβάει ένα μπάτσο κι ο νεαρός Φλέγκας πέφτει κάτω. Σαν σηκώθηκε κοίταξε βαθιά στα μάτια τον Κουλάκη και με κατάκαρδο μίσος του είπε: θα μου το πληρώσης πολύ ακριβά αυτό, και του γύρισε την πλάτη. Ο Φλέγκας, λέγει ο κ. Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, έγινε αιτία κι άνοιξε τα μάτια στον Τακοβαγγέλη και Θυμιογάκη και τους βοήθησε στην οργάνωση της ληστείας της Δούκως. (.....)

“Τρεις περδικούλες κάθονταν, ψηλά στην Τσούκα Ρόσια
η μια τηράει τα Γιάννενα κι η άλλη το Ζαγόρι,
- Στον Άγιγιώργη, Δούκω μου, στη Γκούρα να μη βγείτε
ακαρτερεί η κλεφτουριά, Δούκω, κυρά Δούκω μου,
Τακοβαγγέλης καρτερεί μαζί κι ο Θυμιογάκης.
Την προδοσιά την έκαμε, Δούκω, κυρά Δούκω μου,
ο Γιώργης Ντάλας σ' έδωκε, αυτός σε πρόδοσε.
Ήταν μια μέρα πίσημη, μία γιορτή μεγάλη
όλος ο κόσμος στο χορό, όλοι μικροί μεγάλοι,
κι η Δούκω τότες έβγαινε μαζί με τη Λενούσιω,
κατά την Γκούρα τράβηξαν, πέρα κατά τις μπάλτες
κι οι κλέφτες την αγνάντευαν ψηλά από τ' Αλούνια.
Στάχτη απάνου έρριξαν, αντάρα και ντουμάνια
τη Δούκω τότες άρπαξαν μαζί με τη Λενούσιω”.

Πράγματι μαζί με τη Δούκω, την μονάκριβη κόρη του άρχοντα Νικολάκη Αβέρωφ, νιόπαντρη με τον Στέργιο Τζωαννόπουλο, αιχμαλώτισαν και τη Λενούσιω του Θοδωρή, όμορφη και ταλιάνα (=κόφτρα) γυναίκα, κι αυτή νιόπαντρη τότε με τον Γιώργη Καραγιάννη, στην τοποθεσία και με τις συνθήκες που αναφέρει το δημοτικό τραγούδι.
Απ' την πρώτη μέρα οι κλέφτες με γράμμα τους, που στείλανε στο Νικ. Αβέρωφ ξέκοψαν το παζάρι: “Το βάρος της Δούκως σε χρυσό και το βάρος της Λενούσιως σε ασήμι”.
Χρόνια πολλά ο Στέργιος Βράκας ήταν ο επιστάτης του Αβέρωφ, αφοσιωμένος στο αφεντικό του, και άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του. Αυτόν διάλεξε ο Κουλάκης για να συγκεντρώσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε το ποσό της ξαγοράς. Ξαπόλυσε λοιπόν τον Βράκα στα Τρίκαλα, Καρδίτσα και Γιάννινα. Σ' αυτά τα μέρη είχε μεγάλα τσιφλίκια και δικούς του ανθρώπους, που πρόθυμα θα άνοιγαν το κεμέρι τους να τον βοηθήσουν.
Ύστερα από 15 μέρες μαζεύτηκαν οι 10.000 χρυσές λίρες. Στις 17 μέρες ο Νικολάκης φόρτωσε το θησαυρό σε μούλα και τον συνόδεψαν ως τη Βάλια Κάλντα, όπου ήταν το ληστρικό λημέρι, ο Νικόλας Μήτσιας κι ο Κυριάκος Τέτσιος, μπεσαλήδες άνθρωποι.

 

“Δεν είναι κρίμα κι άδικο δεν είναι κι αμαρτία,
νάναι η Βασίλω σ' ερημιά, σε κλέφτικα λημέρια,
να στρώνει μπάτσες στρώματα κι οξυές προσκεφαλάκια.
Τακοβαγγέλης τη ρωτά και τη συχνοξετάζει,
κι ο Θυμιογάκης στο πλευρό σιγά την κουβεντιάζει:
- Σήκω, Βασίλω μ', κι έφεξε, και πάει η πούλια γιόμα,
σήκω να πάρεις τον καφέ τ' αφράτο παξιμάδι
να σου περάσει ο καϋμός να φύγει η στεναχώρια
κι η ξαγορά μας έρχεται σε μούλα φορτωμένη”.

 

Κατά τον Β. Σκαφιδά ο Ν. Μήτσιας “εμέτρησε τες λίρες και δια τες δύο γυναίκες μία προς μία εις τον Θύμιον Γάκην, όστις τες εζύγισε εις ειδικήν ξυλίνην ζυγαριάν και επέστρεψεν περί τας τριάκοντα ευρών αυτάς ως λιποβαρείς, τες οποίες υπεχρεώθηκεν ο Αβέρωφ ν' αντικαταστήση με άλλες γερές”.
Έτσι η Ευδοκία Αβέρωφ – Τζωαννοπούλου (1862-1930), η μεγάλη εθνική ευεργέτις αργότερα, γύρισε στον άντρα της και στον πατέρα της ευτυχισμένη και χαρούμενη, γιατί πήρε τέλος η μεγάλη της περιπέτεια.

 

(απόσπασμα από το βιβλίο του Γεωργίου Πλατάρη,
“ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙ ΕΝΟΣ ΜΕΤΣΟΒΙΤΗ, 1871-1943”, σελ. 10-13, Αθήνα 1972)

 

Σημείωση:

Το βιβλίο “Το Σημειωματάρι ενός Μετσοβίτη” του Γεωργίου Πλατάρη (Τζίμα), έχει εξαντληθεί από χρόνια. Ένα εκ των αντιτύπων έχω στην προσωπική μου βιβλιοθήκη, γι' αυτό και δράττομαι της ευκαιρίας να αντιγράψω εκ του πρωτοτύπου το συγκεκριμένο απόσπασμα, προς ενημέρωση και μελέτη των ενδιαφερομένων. Μία επιπλέον αφορμή στάθηκε η αναφορά του επωνύμου μου στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
Για την αντιγραφή: Άγγελος Μήτσας

Αναζήτηση