Εἶνε ἑνὸς γέροντα ἑβδομηντάρη Σαμμαρινιώτου Βλάχου, ἀλλὰ πτωχοῦ, ἀποκατεστημένου εἰς τὴν Θεσσαλίας. Τὴν γράφει πρὸς τὸν ἐδῶ μένοντα υἱόν του. Πραγματεύεται διὰ τᾶς τελευταία συμβάντα τῆς Σαμμαρίνης, βλάχικης κωμοπόλεως τοῦ Πίνδου, καθ' ἃ οἱ Ρωμοῦνοι ἤρπασαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας κατοίκους ἐν σχολεῖον καὶ μίαν ἐκκλησίαν, καὶ τοῦ λέγει:
- «Ἀμ' τί νὰ τοὺς κάμω, γιέ μου, τῶν χωριανῶν μας, ὅπου ἔμειναν σὰν τὰ ἔρμα πρόβατα στὸν κάμπο χωρὶς τσομπάνον καὶ χωρὶς σκυλιὰ κι ὅπου τὰ δεκατίζει ὁ λύκος. Μὲ παραπαίρνει καμμιὰ βολὰ ἡ λάβρα μου καὶ τὸ κακὸ καὶ δὲν φτουρῶ, κ' ἔτσι μώρχεται νὰ σκωθῶ μονάχος μου ν' ἁρματωθῶ, νὰ θυμηθῶ τὰ νιάτα μου καὶ νὰ πάρω ἀράδα Σαμμαρίνα, Περιβόλι, Βουβοῦσα καὶ Ἀβδέλα νὰ μὴν ἀφήκω ρουθούνι ρωμουνικό.
Ἀλλ' ἔλα ποὺ δὲν ἔχω οὔτε νὰ φάω ψωμὶ ὁ καϋμένος. Ἂς εἶχα λίγα παραδάκια, ὠρὲ παιδὶ μ', ὅσο ποὺ νὰ μώφταναν νὰ βαστάξω 'ς τάρματα καμμιὰ δεκαπενταριὰ παιδιά, ὅπως τὰ θέλω ἐγώ, κι' ἂς κόταε ὁ βρωμο-Μαργαρίτης καὶ κάθε ἄλλος Ρωμοῦνος δάσκαλος νὰ πατήση μὲ τὰ μαγαρισμένα πόδια τοῦ τὰ χώματά μας τ' ἁγιασμένα. Ὡς μέσα 'ς τὰ Γιάννινα καὶ 'ς τὰ Μπιτώλια θὰ χύνουμουν νὰ τοὺς μακελέψω.»
Ιστορίες - γεγονότα
Μάθετε ὅτι οἱ ἓν Καστοριά τῆς γέ(νέτηρα)ς μᾶς Μακεδονίας συλληφθέντες διὰ τῶν σύ(κόφα)ντιῶν τῆς ρωμουνικῆς προπαγάνδας ἕλλην(ἔς) (ἴ)ἀτροὶ Ἰω. Καραμπίνας καὶ Δαμιανὸς Ἰωάννο (παιδιά) τοῦ σχολάρχου Ἰω. Μιχαηλίδου, ὡς σύ(νομόται) τοῦ καθεστῶτος, κρατοῦνται ἀκόμη εἰς φυλακάς, μολονότι μὲ τᾶς ἐνεργηθείσας (κατ') οἶκον ἔρευνας οὐδὲν τὸ ἐπιλήψιμον εὑρέθη.
Τὸν Ἰούλιον πέρυσι κατὰ τὴν πᾶν(ἤγυρι)ν τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς εἰς τὸ χωρίον (του) Πίνδου Περιβόλι, ὅπου εἶχε μεταβεῖ κά(ἲ ὁ) ἅγιος Γρεββενῶν, ἐγένετο ἀπόπειρα δολοφονί(ἄς) τ' αὐτοῦ ὑπὸ ἔμμισθών της ρωμουνικῆ πρό(παγά)νδᾶς, οἵτινες ἐπέμενον νὰ τελεσθῆ ἐν τῷ (ναό) ἡ λειτουργία ρωμουνιστί. Ὁ Μητροπολίτης (δέν) τοὶς παρέσχεν αὐτὴν την χάριν. Διὸ εἰσελ(θεῖς) τὴν μεσημβρίαν τῆς ἑορτῆς εἷς τὴν οἰκίαν (ὅπου) ἠσύχαζεν ἡ Α. Σ ἐπετέθησαν κατ' αὔτ(οὗ κ)αἳ τὸν ἐκακοποίησαν. Δὲν ἠρκέσθησαν δὲ εἷς (αὔτ)ὁ μόνον οἱ κακοῦργοι, ἀλλ' ἐνήδρευσαν καὶ (καθ') ὁδὸν ἴνα τὸν κρημνίσωσιν ἐπὶ τῶν δυσβάτω(ν ἐκ)εἴνων βουνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀναχώρησίν του
Ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Πωγωνίου καθ' ὅλον τὸ θέρος οὐδεμία λυστρικὴ πράξις ἐγένετο. Ὁ τρυγητὸς δὲ εἰς τὰ μέρη ταῦτα ὡς καὶ εἰς τὰ δυτικὰ χωρία τοῦ Ζαγορίου, ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ παρελθόντα ἔτη, ἢν ἐφέτος ἀφθωνότερος. Πολλοὶ μὴ ἔχοντες σκεύη πρὸς ἐναποθήκευσιν τοῦ γλεύκους ἐπώλουν αὐτὸν πρὸς 5 καὶ 7 παράδες τὴν ὀκᾶν. Ἐνῶ δὲ εἰς τοιάτην εὐτελῆ τιμὴν ἐπώλουν τὸ προϊὸν τῶν κόπων αὐτῶν εἶναι ἠναγκασμένοι νὰ πληρόνωσιν 17 ἕως 20 παράδες κατ' ὀκᾶν τὸ δέκατον. Ὁ σίτος δὲ κομιζόμενος ἐκ διαφόρων μερῶν τῆς Μακεδονίας, ἕνεκα τῆς τακτικῆς συγκοινωνίας τιμᾶται 40 ἕως 42 παράδες.
Από τα τέλη Ιουλίου, όταν είχε παύσει κάθε αντίσταση στη Μικρή και στη Μεγάλη Βλαχία, ο αγώνας περιορίσθηκε στα βουνά της Μολδαβίας. Εκεί το ισχυρό επαναστατικό σώμα του Ολύμπιου και του Φαρμάκη και μικρές επαναστατικές ομάδες, που συνέπρατταν μαζί του, παρενοχλούσαν τον εχθρό αδιάκοπα σχεδόν, αν και ο ίδιος ο Ολύμπιος εξακολουθούσε να είναι άρρωστος, και συχνές ήταν οι συμπλοκές η και μεγαλύτερες συγκρούσεις με τουρκικά αποσπάσματα.
Οι φήμες, για τις συμπλοκές και τις συγκρούσεις αυτές, εξογκώνοντας τα γεγονότα, ανέβαζαν σε χιλιάδες ανδρών τις απώλειες των Τούρκων. Έτσι, ο Αθανάσιος Ξόδιλος σε επιστολή του από 23 Σεπτεμβρίου, που αναφέρεται σε γεγονότα του Ιουλίου και του Αυγούστου, γράφει από το Ρέννι προς τους εφόρους της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό:
«Ο ήρως Ολύμπιος εις τα βουνά της Μολδαβίας κατέστρεψε και τετάρτην φοράν χιλιάδας βαρβάρων, όπου εκινούντο εναντίον του, με νίκην λαμπράν».