Χρόνια τώρα από στόμα σε στόμα επέζησε ένα «μασάλι» που φέρνει την γενιά μας, (γιατί «όλοι οι βλάχοι μια γενιά» κι αυτό υπόσχομαι να σας το γράψω σε μια άλλη ιστορία) σε χρόνους στης Παλιάς Διαθήκης. Για όσους δεν θυμούνται ή τους νεότερους που δεν διδάσκονται πια, Θρησκευτικά είναι τα βιβλία που γράφτηκαν για τον Θεό μας πριν από την κάθοδο του στον μάταιο τούτο κόσμο. Κι αφού όπου υπήρχαν Βλάχοι, οι εβραίοι περίσσευαν. (δικαιολογίες του παλιού καιρού, τώρα δεν νομίζω πως ισχύουν αυτά). Αρκετά μεγάλη όμως εισαγωγή για ένα μικρό λαό όπως οι Βλάχοι!
Ας μπούμε όμως στην ιστορία μας που μας πάει πιο πίσω κι από την μυθολογία μας (για την Ελληνική μιλώ).
Ο καλός θεούλης λοιπόν, μετά από αρκετά χρόνια κι αφού έστειλε τον Αδάμ και την Εύα, που ‘φαγαν το μήλο, στη γη, αποφάσισε να δει τι κάνουν τα δημιουργήματά του.
Κι όπως διαβάζουμε «κατά τας γραφάς» είχε πολύ σκόνη ο κόσμος τότε, δεν είχαν βγει και τα αυτόματα πλυντήρια, νερό δεν είχανε στο σπίτι, μετά τα βαφτίσια ζήτημα ήταν αν ξανάμπαιναν στο νερό. Είχαν ακούσει κι εκείνο το πυρ, γυνή και θάλασσα κι ούτε στη θάλασσα δεν τα βρέχανε.
Είχαν γίνει λοιπόν κατάμαυροι. Που να τους γνωρίσει ο Ύψιστος.
Φωνάζει από δω φωνάζει από κει, δεν είχαν και μπατονέτες για να καθαρίζουν τ’ αυτιά και δεν άκουγαν. Τα πήρε στο κρανίο μ’ αυτούς τους βρομύλους ο Ύψιστος. Ανάμεσά τους όμως υπήρχαν κι άνθρωποι που αγαπούσαν το Θεό κι ίσως και το νερό. Έτσι ο Πανάγαθος αποφάσισε να πλύνει το δημιούργημά του.
Πριν βάλει όμως μπουγάδα σκέφτηκε να καλέσει τους καθαρούς (;) και πιστούς του. Αρχηγός τους (; Το ερωτηματικό είναι γιατί εδώ οι απόψεις διίστανται ) ήταν ο Νόε και εδώ είναι που οι «βλαχολόγοι» βγάζουν μαχαίρια.
Οι μεν λένε πως ο Νόε ήταν βλάχος… αλώστε στην καθομιλούμενη βλάχικη ο όρος «Νόε» είναι προσωπική αντωνυμία στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και σημαίνει στα Ελληνικά «εμείς». Οπότε ο δημιουργός μας κάλεσε έναν Βλάχο κτηνοτρόφο κατ'αυτους… (τι επάγγελμα μπορούσε να έχει άλλωστε ο Νόε για να μπορέσει να μαζέψει τόσα ζωντανά στο καραβάκι του;).
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι καμιά σχέση δεν είχαν οι βλάχοι με τον καπετάνιο τους Κιβωτού. Και διατυπώνουν το εξής ερώτημα: «Πώς υπήρχαν βλάχοι πριν το πλύσιμο του τότε γνωστού κόσμου;».
Όλα καλά κι ωραία τα γράφουν στις γραφές τους οι Εβραίοι προφήτες, λένε οι δεύτεροι «βλαχοποιμένες». Ο Παντοδύναμος δηλαδή φώναξε τον Νόε που ‘τανε στην πόλη μα δεν σκέφτηκε εμάς που εκατομμύρια χρόνια τώρα ζούσαμε στα βουνά μαζί με τα «πράματά» μας.
Όταν όμως έβαλε το λάστιχο «στη βρύση την βουνίσια σιμά στην Φλαμουριά….» κι ήταν κι ου Γιάννους κι η Παγώνα ως που να ‘ρθει το γιόμα και για να μην βραχούν, είχαν βγάλει τα σκουτιά τους δίπλα στην βρύση, τράβηξαν και το λάστιχο για να πιουν να ξεδιψάσουν. Κι ο Γέροντας επειδή σκέφτηκε μήπως το πατάει κανένα ζωντανό το λάστιχο και δεν ποτίζει, πετάχτηκε προς τα κει να δεί τι γίνετε…. Εκεί, πιο κει, ή και παρέκει είχαν τα κονάκια τους, τις στρούγκες και το βίο τους (στο βίο μέσα είναι κι οικογένειες) οι κεχαγιάδες.
Τους βλέπει ο Τρισυπόστατος και τους ρωτά: «Ποιοι είστε εσείς;» κι εκείνοι αγέρωχα απαντούν «Νόε (χιμ αρμούν)»! (Όπως βλέπετε κάπου συγκλίνουν οι δυο απόψεις!).
Έτσι λοιπόν ο καλός Παντογνώστης Θεός παρασυρμένος από τον «Δικό» του Νόε προστάτεψε κι αυτούς όσο μπορούσε κι έτσι μετά την πάστρα που ‘κανε στην γη βρέθηκε με δυο οικογένειες αυτή του Νόε και τους Βλάχους!
Βέβαια κάπου εδώ δεν τέλειωνε η ιστορία….. αλλά εδώ συνήθως μας έπαιρνε ο Μορφέας στις αγκαλιές του κι έτσι δεν μάθαμε περισσότερα για αυτή την ιστορία της γιαγιάς μου. Η μεταφορά κι ο εκσυγχρονισμός σε μερικές εκφράσεις έγιναν από μένα, οι περισσότερες φράσεις είναι δικές της, όπως κι αυτή της άκουσε από την γιαγιά της.
Λίγα λόγια για μένα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην συμπρωτεύουσα από βλάχους γονείς. Οι γονείς μου μένουν στην Ηράκλεια μια από τις πιο νέες κωμοπόλεις του νομού Σερρών. (Το 1936 δώθηκε το πρώτο σπίτι στον οπλαρχηγό του Μακεδονικού αγώνα και Δήμαρχο τότε της πόλης Στέργιο Βλάγμπεη βλάχο στην καταγωγή κάτοικο της Τζουμαγιάς όπως ήταν ακουστή η πόλη που την αντικατέστησε η Ηράκλεια.)
Στην Κάτω Τζουμαγιά ήταν τα χειμαδιά των προγόνων μου και το θερινό «χωρίο» ήταν η Άνω Τζουμαγιά το σημερινό Μπλαέβογκραντ της Βουλγαρίας. Μετά τις σπουδές μου επέστρεψα στη γη των προγόνων μου όπου κι εργάζομαι κοντά στα ζωντανά.
Γιάννης Τούσκας