…κι ο βλάχος έσκασε και τον Διάολο - αρμάνλου φιάτσι σ' κρεάπα σ' ντράκλου
Συχνά πυκνά επαναλαμβάνεται στις κουβέντες των παλιών , αλλά πως έγινε;
Ψάχνοντας κι εγώ όπως όλοι μας που είμαστε παιδιά ρωτούσα για να μάθω κάθε τι.
Ρωτούσα την γιαγιά και τον παππού να μάθω για αυτό. Τώρα πια που ο παππούς πέθανε η γιαγιά έχει πιο πολύ χρόνο να καθίσει δίπλα στο τζάκι μια και χάλασε κι ο αναμεταδότης και δεν έχουμε τηλεοπτικά προγράμματα και δεν πλήρωσε πριν πεθάνει ο παππούς την συνδρομή της NOVA το μόνο κανάλι που πιάνουμε είναι η NOVA του Κυριακού που πούλησε στους ολλανδούς αλλά δεν ξέρουμε την Βουλγάρική γλώσσα.
Έξω το κρύο δεν είναι δυνατό αλλά η ζεστασιά του τζακιού κι η γλυκιά φωνή της γιαγιάς μας κρατά στο σπίτι, ξέχασα πως ο πΟΤΕ έχει κόψει τις γραμμές της Altectelecoms και στο σπίτι τις γιαγιάς δεν έχουμε ούτε διαδίκτυο (είχε πάρει μεγάλη στεναχώρια ο παππούς – «…σπίτι χωρίς διαδίκτυο; Βρε που πάμε!!!» έλεγε κι αντί να πάμε μαζί πήγε μόνος του.
Αρκετά όμως με τα προσωπικά για γιαγιάς και του σπιτιού της, ώρα για παραμύθι…..
Το κουκί και το ρεβίθι … κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δωσ’ της κλότσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσει……
Μια φορά κι έναν καιρό τότε που εφευρέθηκαν οι λάσπες αποφάσισε ένας βλάχος μετά το Παζάρι της Τζουμαγιάς να πάει στην Σαλονίκη, είχε τραβήξει τα ουζάκια του κι είχε φάει και μπόλικα λουκάνικα από αυτά τα ονομαστά της Τζουμαγιάς κι αφού είχε μερακλωθεί και με την γλυκιά μελωδία του ζουρνά, άργησε κι όλα τα καραβάνια με τους παζαρτζήδες είχαν φύγει! Αυτός δεν το βάζει κάτω και σιγοτραγουδώντας τον τελευταίο σκοπό ξεκίνησε για τον προορισμό του.
Ο Διάολος που ήταν από νωρίς στο παζάρι αλλά δεν βρήκε ή δεν μπόρεσε να βρει κανένα για να πάρει (που λέμε να σε πάρει ο Διάολος…) σκέφτηκε πως αν τον κεράσει και δυο τρία ουζάκια θα γελαστεί ο βλάχος και θα τον πάρει, του ‘ριξε και την ιδέα για την Σαλονίκη κι απ’ εδώ παν κι άλλοι!
Στο διάβα του ο βλάχος λοιπόν και πριν βγει από την γυφτοτουρκοβλάχικη πολιτεία συναντά τον Διάολο που από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά του λέει: Δεν πάμε μαζί στην Σαλονίκη;
Και δεν πάμε του λέει ο βλάχος που μόλις έχει τελειώσει να σιγοτραγουδά τον τελευταίο σκοπό. Τότε ο διάολος αρχίζει να τραγουδά τον δικό του.
Κει που τραγουδάγανε συναντήσανε τις πρώτες λάσπες που δεν ήταν και λίγες μιας κι είχαν περάσει πιο πριν τα καραβάνια με τα ζωντανά και τις πραμάτειες τους οι πραματευτάδες κι έμποροι του ‘ρχονταν κάθε Παρασκευή στην Τζουμαγιά κι έφευγαν άλλοι για το παζάρι στην Νιγρίτα (αυτοί που δεν είχαν ξεπουλήσει) κι οι άλλοι οι πιο πολλοί στην Σαλονίκη άλλοι για να πάρουν καινούρια εμπορεύματα κι άλλοι για να μεταφέρουν ή να παραδώσουν τις παραγγελίες των εμπόρων της Σαλονίκης από τον ευλογημένο τούτο τόπο. Τι δεν κουβαλούσαν….. μετάξι, μπαμπάκι, σανό, στάρια κι αραποσίτια για τους μύλους κι αφίονι για τους φαρμακοτρίφτες. Μπαχαρικά, χουρμάδες, μπανάνες κι άλλα προϊόντα που έφερναν τα’ άλλα καραβάνια από την ανατολή. Πραμάτειες από την Πόλη.
Τότε λέει ο Διάολος στον βλάχο για να μην λερώνουμε κι οι δυο τις γαλότσες μας να κουβαλάει ο ένας τον άλλο στην πλάτη ως να τελειώσει ο καβαλάρης το τραγούδι του, κι έπειτα αλλάζουμε!
Χωρίς σκέψη ο βλάχος το δέχτηκε. Μια που ο διάολος τραγουδούσε εκείνη την ώρα δέχτηκε και να τον πάρει στους ώμους του για να τον πάει ως ότου τελειώσει το τραγούδι του. Σαν τέλειωσε το τραγούδι του ο διάολος κατέβηκε και ζεύτηκε τον βλάχο και ξεκούραστος άρχισε να περπατά ακούγοντας ένα γλυκό σκοπό που έδινε η χροιά της φωνής του βλάχου. Ο δρόμος ατέλειωτος και το τραγούδι το ίδιο κι αυτό πότε γλυκό πότε κλαυτό δεν τέλειωνε κι αυτό, ο διάολος άρχισε να κουράζεται αλλά είχε πει πως θα κουβαλά ως που να σταματήσει ο βλάχος το τραγούδι του που τελειωμό δεν είχε πέρασαν το «40» αγκομαχούσε στο «60» μα σαν πήρανε τις ανηφόρες στο Δερβένι δεν άντεξε κι έσκασε, ξεκούραστος λοιπόν ο βλάχος κατέβηκε στην πόλη μοναχός. Δεν είπε σε κανένα τίποτε… μα όταν ήρθε η ώρα του με φώναξε και με ρώτησε: «θυμάσαι εκείνο το τραγούδι; Το και το….» Κι έζησαν αυτοί καλά κι ο διάολος έσκασε κι εμείς καλύτερα χωρίς αυτόν.
Ήταν η πρώτη φορά που μπόρεσα και άκουσα το τέλος της ιστορίας συνήθως μας έπαιρνε ο ύπνος όταν η γιαγιά αρχινούσε το τραγούδι που γέλασε κι έσκασε και τον διάολο και κοίμιζε όλους μας
Από την Τζουμαγιά, Ηράκλεια επί το ελληνικότερο να έχετε καλές γιορτές!
Αφήστε λιγάκι το διαδίκτυο κι ακούστε την γιαγιά, ίσως σας περιμένει καρτερικά να σας ξαναπεί μια ιστορία κι ίσως αυτή τη φορά μάθετε και το τέλος της!
Γιάννης Τούσκας.