Το ουράνιο τόξο γεφύρωνε εκείνο το απόγευμα του Μάη τα βουνά του Λύγγου. Το καραβάνι ανηφόριζε το μονοπάτι στα Καγκέλια της Κρούτσεα κάτω από τις ψιχάλες της οξιάς, που θύμιζαν το ανοιξιάτικο ντουρλάπι που έδειρε μετά το μεσημέρι ζυγόλου ντι λα Ζιώγα ως την πλυτσίντα και την γιουάρα.
Η μυρουδιά του καπνού ανάκατη με της ρετίνης μαρτυρούσε την επιδρομή του κεραυνού στα αγέρωχα ρόμπολα του Ζυγού. Οι αναβάτες των αλόγων παρέμεναν σιωπηλοί, τυλιγμένοι στις βαριές βλάχικες κάπες τους. Τη σιωπή έσπαγε κάπου κάπου το ποδοβολητό των αλόγων στα βραχώδη τμήματα του ανηφορικού ελικοειδούς μονοπατιού. Μόλις βγήκαν στον αυχένα της Κρούτσεα κι αντίκρυσαν το θέαμα, τα ζωηρά βλαχόπουλα τίναξαν τις κάπες τους στην πισταριά του σαμαριού κι άνοιξαν αριβάνι προς το μπούτσινι.
Η ομοβροντία από τις κραυγές και τους αλαλαγμούς τους, δεν ήξερες, αν ήταν φωνές θαυμασμού κι έκπληξης ή αγαλλίασης, που ξέσκεποι μπορούσαν να τρέξουν στο ίσιωμα τ’ άλογά τους και να παραυγούν μεταξύ τους. Τα ξαφνιασμένα ζώα πρόγγηξαν κι ο μπάρμπας μου ο Βαγγέλης ο Κουβάτας απευθύνθηκε στον αφέντη Βασίλη, ό κούσκρου τσί φάκου ακσί φιτσιόρλι; Σι ασπάρου κάλϊι ακσί κούμ αούρλα.
Σ’ νου λιϊ ντά ντι πάντι!
Γι’ απάντηση έλαβε το ήρεμο ύφος του γερο-τσέλιγγα, που χαμογελούσε υπερήφανα φανερώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη χαρά του.
Αλάσαλιϊ. Ντι αουά βα λα ασπουνέμου συνουρόματλι. Στέργιο, Γιουργάκη, Τσίλη, γινίτς νγκοά σι ασκουλτάτς.
Με τη σειρά που είχαμε ακούσει ο κάθε ένας το όνομά του επιστρέφαμε χωρίς δεύτερη κουβέντα και τ’ άλογά μας παίρναν θέση πίσω και στο πλάϊ του δικού του ψαρή. Μειλίχιος ο αφέντης, σοβαρός με μια σπάνια σιγουριά τράβηξε τα γκέμια του ψαρή του. Ύψωσε τη γκλίτσα του κι έδειξε απέναντι από δεξιά προς τ’ αριστερά.
Πάν ακλό ιού σ’ βεάντι λόκλου ιάστε ανόστρου, α Πριβουλιάτσλορ, αντήχησε η βλάχικη λαλιά του στο σέλωμα της Κρούτσεα.
Συνέχισε ο ασπρομάλλης γέροντας να δείχνει και να ονομάζει στάνες, γρέκια, ποδαρκά, πηγές και ξέρακες απ’ τη Φλέγγα προς το Μαυροβούνι, τη Σιλιτούρα τις Μηλιάς και τις Μπάλτσες ως τη Σιλιτούρα του Παπαγιάννη. Ανάμεσά τους πρόβαλλαν σαν από παραμύθι μορφές τσελιγγάδων και φίλων του με πρώτο πάντα Θόδωρλου αλου Καλόϊρου, του οποίου το όνομα τό’ βλεπες στα μάτια του, τ’ ανέφερε μ’ έναν ιδιαίτερο σεβασμό. Δεν ξεχνούσε ν’ αναφερθεί στον γείτονά του λάλα Τέγιου αλου Καλόϊρου (μπέλλου) τονίζοντας την γρηγοράδα του στο περπάτημα κα φιτσιόρου στα εικοσιένα.
Σαν κινηματογραφικό πανόραμα ζωντάνευε στη φαντασία μας ένας κόσμος ολόκληρος από τσελιγγάδες, κυρατζήδες, τσομπαναραίους, ξεχωριστά ποιμενικά σκυλιά μ’ ονόματα κλεφτών κι αρχιληστών των οποίων τα έργα συνόδευε ο τρόμος κι η ανδρεία συνταιριασμένα μαζί. Μπροστά μας, κατηφορίζοντας προς τα χαμηλά, στους πρόποδές των γύρω κορυφών ξετυλίγονταν ο τόπος του μύθου κι ήταν ανόστρου. Η Βάλεα Κάλντα.
Σε χρωματισμούς, μυρουδιές κι ήχους που αιχμαλωτίζουν τις αισθήσεις κι απελευθερώνουν την ψυχή. Τόπος φλάμπουρο για τους Περιβολιώτες αυτή η ολόδική τους περιοχή από αιώνες. Εκείνη η πρώτη γνωριμία μαζί της έμελλε να βρεί την κατάφασή της αργότερα, στην ανάγνωση της περιγραφής της από τους Άγγλους περιηγητές Άλαν Γουέϊς και Μωρίς Τόμσον, που σημείωναν στα 1911, ότι «η περίφημη Βάλε Κάλντα, είναι το ασφαλές καταφύγιο των κλεφτών και το καύχημα της περιοχής του Περιβολιού».
Το σκηνικό στον αυχένα της Κρούτσεα ήταν αδιάψευστος μάρτυρας κι η έκφραση στα μάτια όλων η επιβεβαίωση. Κατηφορίσαμε, λα κουτάρλου αλου Μπριάζνα, όπου ήταν οι στάνες για τα γαλάρια.
Όσο οι μεγαλύτεροι ήταν απασχολημένοι στην αρμεγή, εμείς ανάψαμε φωτιά και παρακολουθούσαμε τον παππού μου τον Γιώργη να σουβλίζει κεμπάμπ απ’ το κρέας του ζυγουριού πού τό ’χε πάρει η πέτρα στο ρέμα ντι λα τσιόρλου λούνγκου.
Άμα ήταν κλεμμένο, θά’ ταν νουστμότιρου λάλα Γιώργη αστειεύονταν με τον πάππο ο Κατσαρός, παλιοχωρίσιος τσομπάνος απ’ τα Τρίκαλα.
Ο Μήτσος ο Μπουμπούνας απ’ τη Φούρκα μας αφηγούνταν στα αρβανιτοβλάχικά του, πως ο τραγούσιος ο κοκκινοκέφαλος, το πιο μεγάλο και περήφανο γκεσέμι που όμοιό του δεν είχε σ’ άλλο τσελιγγάτο, ξέφυγε απ’ την αρκούδα καταμεσήμερο στη Σιλιτούρα αλου Παπαγιάννη.
Εμείς κρεμόμασταν απ’ τα χείλη του κι αισθανόμασταν ανακούφιση που ο Καντάρας, το τσομπανόσκυλο, κυνήγησε την ούρσα στο κρανιώτικο κι αυτή δεν ξαναφάνηκε. Κι ο τραγούσιος, στο ταξίδι της σκέψης, θα αρματώνονταν πάλι το φθινόπωρο, για να οδηγήσει το κοπάδι στα χειμαδιά του Βελεστίνου, το πρώτο το κυπρί, απ’ τη ντουζίνα τα γιαννιώτικα, πού’ χε ο παππούς μου ο Μιχάλης αγοράσει στα Γιάννινα το ’30.
Το ονειροπόλημά μου σταμάτησε απότομα το γαύγισμα του Μπασιούρη. Ούρσα!, ούρσα! αρχίσαμε να φωνάζουμε. Οι μεγάλοι γελούσαν. Τζίπλου ιάστε. Ήταν το τζίπ του Δασαρχείου. Τα φώτα του οχήματος φάνηκαν μέσα απ’ το πυκνό δάσος στο δασόδρομο απ’ την κουφάλα. Κατευθυνόταν στη στάνη. Ο Βαγγέλης μάλωσε τα σκυλιά να ησυχάσουν. Απ’ το παρκαρισμένο τζίπ κατέβηκε μια γυναικεία μορφή. Καλησπέρα θείου, χαιρέτησε η Σωτηρία τον Βαγγέλη και προχώρησαν μαζί προς τη φωτιά, όπου σιγοψήνονταν το κεμπάμπ.
Γκίνι βίνις φεάταμ την καλοσώρισαν ο αφέντη Βασίλη κι ο πάππλου Γιώργη που πρόσθεσε, τσι αντάρα σουτσάτα; Εννοώντας την μητέρα της με τον άνδρα της οποίας ήταν αδελφοποιτοί. Η κουβέντα δεν άργησε να έρθει στο επίμαχο ζήτημα του Δρυμού. Όλη η Βάλεα Κάλντα και τα γύρω βουνά είχαν χαρακτηρισθεί εθνικό πάρκο και διαδίδονταν, ότι θα κυνηγήσουν τα πρόβατα απ’ όλα τα βοσκοτόπια σ’ αυτά τα μέρη. Η Σωτηρία, σάρκα απ’ τη σάρκα τους κι η ίδια, τους εξηγούσε με γνώση, υπομονή κι ευαισθησία κι εμείς γυμνασιόπαιδα τότε, ακούγαμε και δεν καταλαβαίναμε αν θα χάσουμε τη Βάλεα Κάλντα με τα πρόβατά της, τον τραγούσιο, τον Μπασιούρη, τα κόκκινα πεύκα, την ούρσα γιατί θέλαν λέει να κάνουν φράγμα της ΔΕΗ. Φράγμα, τεχνητή λίμνη, ποτέ στη Βάλεα Κάλντα μας. Όλοι συμφωνούσαν κι εμείς χαιρόμασταν με την αποφασιστικότητα που το διατράνωναν.
Άϊ φεάτανι βάρα κάρτι τρα Δρυμό σ’ αδγιουβασέσκου; Ρώτησε ο αφέντη Βασίλη την κοπέλα κι ο Σπηλιώτης οδηγός έσπευσε να φέρει κάποια έντυπα. Στί γράμματι αφέντιτς μου είπε με νόημα πάππλου Γιώργη για τον μεγάλο αδερφό του πατέρα μου, που είχε τελειώσει το Ελληνοσχολείο στου Πάλλα στο Βελεστίνο και στο Κοινοτικό του Άγιου Γιώργη στο Περιβόλι. Τα έντυπα που πήρε ο αφέντη Βασίλη να διαβάσει λι αδγιουβασίϊ σι ιό μετά απ’ αυτόν.
Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε, ο πάππος μου ο Γιώργης είναι μαζί μας. Ο μπάρμπας μου ο Βαγγέλης έφυγε πρόωρα, ο αφέντη Βασίλη πλήρης ημερών συνάντησε την κυρά του,....μ’ είχαν μάθει όμως να σκαλίζω με το σουγιά τα ονόματά τους, μαζί και το δικό μου, στον κορμό της οξιάς και του ρόμπολου, στις στάνες και στις φαντάνες... Τα πλήγιαζα κι όμως τα πονούσα αυτά τα δένδρα καθώς σκάλιζα τη σάρκα τους. Τα περισσότερα χάθηκαν... Μαζί μ’ αυτά χάθηκαν κι οι μάταιες απόπειρές μου να χαράξω τη μνήμη μου στους θνητούς τους κορμούς. Σώθηκαν κάποιες επιγραφές σκαλισμένες στο σκληρό κορμί κάποιου ξέρακα που μένει ακόμη ορθός. Είχαν χαραχτεί όμως στη δική μου μνήμη οι συζητήσεις μου με την συμπατριώτισσά μου τη Σωτηρία Ζιόμπορα, η οποία τότε ως δασολόγος υπεύθυνη για τον Εθνικό Δρυμό, μου επισήμανε τη σημασία του δάσους ως ζωντανού οργανισμού. Μου μίλαγε για τη Βάλεα Κάλντα και τη Φλέγγα του αύριο, όταν ίσως τα πρόβατα δε θα βελάζουν στις ράχες τους, όταν ίσως δεν θα υπάρχουν τσοπανόσκυλα που ν’ αλυχτούν τις αρκούδες κι όταν ο ηχός από το κυπρί του τραγούσιου δεν θ’ αντιλαλεί στα κριάκουρα. Ήταν γυναίκα, σπουδαγμένη δασολόγος, κόρη τσέλιγγα, αλλά γυναίκα. Τί μπορεί να ξέρει μια γυναίκα για τα καλύτερα λιβάδια, πως ήταν δυνατό νά’ χει το δάσος περισσότερη αξία απ’ τα κοπάδια που βόσκουν εκεί αιώνες τώρα; Στη συντηρητική, ανδροκρατούμενη κοινωνία των κτηνοτρόφων μια γυναίκα, δικό τους γέννημα και θρέμμα είχε το θάρρος να μιλήσει, ν’ αμφισβητήσει όχι μόνο το τώρα, αλλά ν’ αναρωτηθεί και για το μετά, πράγμα που οι ίδιοι δεν τολμούσαν.....
Μια Περιβολιώτισσα έμελλε να γίνει η «Σωτηρία του Δρυμού». Κάθε ρόμπολο που φυτρώνει στη Φλέγγα ένα άσβεστο αγιοκέρι στη μνήμη της.
Η εθνική φυσική κληρονομιά στη Βάλεα Κάλντα
Τη μνήμη της Σωτηρίας θα την κρατάει ζωντανή η Βάλεα Κάλντα, ο Εθνικός Δρυμός της Πίνδου. Στη νοτιοδυτική γωνιά της Μακεδονίας στα σύνορά της με την Ήπειρο, ανάμεσα στις κορυφές Ώου (Αυγό) και Φλέγγα της οροσειράς του Λύγγου, η Βάλεα Κάλντα (ζεστή κοιλάδα), όπως την ονομάζουν οι βλαχόφωνοι κάτοικοι της περιοχής είναι ένας τόπος σπάνιας φυσικής ομορφιάς με μοναδική χλωρίδα και πανίδα.
Το 1966 αναγνωρίστηκε ως Εθνικός Δρυμός της Πίνδου. Ο πυρήνας του Δρυμού έκτασης 33.400 στρεμμάτων, μαζί με την περιφερειακή ζώνη 35.500 στρεμμάτων απλώνεται στη Βάλεα ντι λα Ούρσα (κοιλάδα της αρκούδας- γνωστή ως Αρκουδόρεμα) και τις πτυχώσεις του Λύγγου και του Μαυροβουνιού. Σ’ αυτό το μικροσύστημα με μοναδικό οικολογικό ενδιαφέρον, που τονίζεται από τις απότομες πτυχώσεις και τα ορμητικά υδάτινα ρεύματα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μια τεράστια ποικιλία ειδών από το ζωϊκό και φυτικό κόσμο.
Η καφετιά αρκούδα, το ζαρκάδι, το αγριοκάτσικο κι ο λύγκας είναι από τα σπάνια είδη που ζουν στα πυκνά δάση οξιάς, μαύρης και λευκής πεύκης της Βάλεα Κάλντα. Δε λείπουν οι γύπες κι οι βασιλαετοί. Στα υδάτινα ρεύματα βρίσκουν καταφύγιο η βίδρα, και δύο είδη πέστροφας. Μια πληθώρα από πυκνά φυτά κι αγριολούλουδα που είναι χαρακτηριστικά της περιοχής, σπάνια ή ενδημικά, όπως η μαργαρίτα κι ο κόκκινος κρίνος σπάνε την μονοτονία των αλπικών λιβαδιών. Οι δρακόλιμνες «Λάκλου μάρε», «Λάκλου νιίκου» της Φλέγγας σε υψόμετρο 1960 μέτρα κι ο «Λάκλου τζιροβίνιιτου» στα αλπικά υψίπεδα του Αυγού συμπληρώνουν αρμονικά το τοπίο.
Στο χωριό Περιβόλι βρίσκεται το Κέντρο Πληροφόρησης του Εθνικού Δρυμού. Ολοένα και περισσότεροι είναι οι επισκέπτες που έρχονται να επισκευθούν τη Βάλεα Κάλντα. Η φήμη της έχει ξεπεράσει τα εθνικά όρια κι αρκετοί ειδικοί επιστήμονες, οικολόγοι κι οι οργανώσεις τους έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στη μελέτη, ανάδειξη και προστασία του Δρυμού.
Οι Περιβολιώτες ήταν αρχικά δύσπιστοι, η σωστή ενημέρωση, το ενδιαφέρον και οι δεσμοί, πραγματικοί και ψυχολογικοί βοήθησαν να αναπτυχθεί μια άλλη πιο ουσιαστική στάση από την πλευρά τους. Άλλωστε είναι ο δικός μας τόπος... Καθόλου τυχαία ως έμβλημα του Εθνικού Δρυμού επελέγη ένα μικρό αρκουδάκι. Το μεγαλόσωμο θηλαστικό, που έθρεψε τους θρύλους των κατοίκων της περιοχής και τρέφει τη φανατασία των επισκεπτών, έχει δώσει την ονομασία σε πέντε θέσεις μέσα στα όρια της Βάλεα Κάλντα. Στο Περιβόλι, κοντοσούβλια και κοκορέτσι συνοδεύουν το βράδυ στο «Μεσοχώρι» τις αφηγήσεις των εντυπώσεων. Οι ντόποι ξετυλίγουν το κουβάρι του μύθου κι ο Πίνδος, γιος του Μακεδόνα, που διωκόμενος από τ’ αδέρφια του έζησε εδώ με το ελάφι του και το δράκοντα Λύγγο, γίνεται μέλος της παρέας.
Από τα δάκρυα του Λύγγου όταν σκότωσαν τον Πίνδο δημιουργήθηκαν οι δυό λίμνες της Φλέγγας...
Ο χωροχρόνος ακολουθεί εδώ το δικό του ρυθμό και δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς όταν στην αφήγηση ξεπροβάλλουν κυρατζήδες, καραβάνια, έμποροι σε πόλεις και τόπους μακρινούς. Τα «κόκκινα πεύκα» (κίνλιι αρόσι), αυτό το σπάνιο είδος λευκής πεύκης, μια συστάδα του οποίου εντοπίζεται στην καρδιά της Βάλεα Κάλντα είναι η αφορμή. Το είδος αυτό που συναντά κανείς στα δάση της κεντρικής Ευρώπης και του οποίου το νοτιότερο σημείο εμφάνισης χωρίς ενδιάμεση παρουσία είναι εδώ, συνδέθηκε με τα ημιονηγά καραβάνια των Περιβολιωτών που εμπορεύονταν στη Βενετία (Έξαρχος) και τη Βιέννη (Μπουϊκλής) κι είχαν ως σταθμό αναχώρησης τη Βάλεα Κάλντα. Η Βάλεα Κάλντα είναι ένας τόπος μοναδικός, αλλιώτικα φτιαγμένος για να δοκιμάζει ίσως τη συνείδησή μας. Η ονομασία της περιοχής, έκφραση της οικολογίας αυτού του μικροσυστήματος φανερώνει ότι σημαίνον και σημαινόμενο είναι αλληλένδετα σε μια μοναδική οργανική σχέση με διαμεσολαβητή τον παράγοντα άνθρωπο. Απ’ όλα αυτά γίνεται κατανοητό γιατί η Βάλεα Κάλντα είναι μόνο το σημείο εκκίνησης ενός ταξιδιού με λογισμό και μ’ όνειρο.
Λεξιλόγιο-Εκφράσεις
ζυγόλου ντι λα Ζιώγα: Ο ζυγός στη θέση Ζιώγα
ντουρλάπι: ανοιξιάτικη καταιγίδα με χαλάζι
πλυτσίντα, γιουάρα: τοποθεσίες στον Λάκμωνα
αριβάνι: καμαρωτό και γρήγορο βάδισμα των αλόγων
μπούτσινι: τοποθεσία των σαλπιγκτών
ό κούσκρου τσί φάκου ακσί φιτσιόρλι; Σι ασπάρου κάλϊι ακσί κούμ αούρλα. Σ’ νου λιϊ ντά ντι πάντι! Συμπέθερε, τι κάνουν έτσι τα παιδιά; Τρομάζουν τ’ άλογα έτσι όπως φωνάζουν. Μη τα γκρεμίσουν.
Αλάσαλιϊ. Ντι αουά βα λα ασπουνέμου συνουρόματλι. Στέργιο, Γιουργάκη, Τσίλη, γινίτς νγκοά σι ασκουλτάτς: Άστους. Από δώ θα τους δείξουμε τα συνορόματα...Σ, Γ, Β, γυρίστε εδώ και προσέχετε.
Πάν ακλό ιού σ’ βεάντι λόκλου ιάστε ανόστρου, α Πριβουλιάτσλορ: Ώσπου εκεί που φαίνεται το μέρος είναι δικό μας των Περιβολιωτών.
κουτάρλου αλου Μπριάζνα: στη στάνη του Μπριάζνα (τσελιγγάδες απ’ το Περιβόλι)
ντι λα τσιόρλου λούνγκου: Στη μακριά ράχη (τοποθεσία)
Γκίνι βίνις φεάταμ: καλώς όρισες κόρη μου
τσι αντάρα σουτσάτα: τι κάνει η αδελφοποιτή;
Άϊ φεάτανι βάρα κάρτι τρα Δρυμό σ’ αδγιουβασέσκου; Έχεις κόρη μου κανά βιβλίο να διαβάσω;
Στί γράμματι αφέντιτς: Ξέρει γράμματα ο αφέντης σου
λι αδγιουβασίϊ σι ιό: Τα διάβασα κι εγώ