Η μουσικοχορευτική παράδοση των Συρρακιωτών της Πρέβεζας

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΡΑΚΟΥΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πρέβεζα και Συρράκο. Πρεβεζάνοι και Συρρακιώτες.
Δυο λέξεις, δυο περιοχές που φωτίζουν την Ήπειρο και την Ελλάδα στο διάβα των χρόνων και η μια περιέχει και περιέχεται στην άλλη.
Η Πρέβεζα, το λιμάνι, είσοδος και έξοδος για την ευλογημένη μα και πολύπαθη γωνιά της Ελλάδας, την Ήπειρο.
Μα και ο τόπος. Η εύφορη γη και η θάλασσα με τα καλά της.Και οι Συρρακιώτες. «Κτηνοτρόφοι» και «Ραφτάδες» μιας κωμόπολης και ενός χωριού που η ανάγκη μα και το «είναι» τους, τους έκανε συχνά να ταξιδεύουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και σαν τα ταξιδιάρικα πουλιά να ξαναγυρίσουν όταν θα ξανάρχονταν η ώρα.

 



Ανάβοντας το κεράκι, στον Προστάτη τους, τον Άγιο των Ταξιδευτάδων, στον Αϊ Νικόλα τους εκεί στο μεσοχώρι του Συρράκου, παίρναν το βιος και τα πολυάριθμα κοπάδια τους να τα ξεχειμωνιάσουν σε λιβάδια της Άρτας, των Γιαννίνων, της Φιλιππιάδας, της Αιτολωακαρνανίας, μα ιδίως σε αυτά της Πρέβεζας, της Λάμαρης (που, ώσπου να έρθουν οι πρόσφυγες μετά την μικρασιατική καταστροφή, κατοικούνταν αποκλειστικά από Συρρακιώτες κτηνοτρόφους) και του Ακτίου (της Μπούντας).

Παίρναν και τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τον αυστηρά δομημένο τρόπο ζωής τους μαζί και τα φύλαγαν σαν τα μάτια τους γιατί ήταν ο συνδετικός κρίκος με την πατρογονική γη και αυτά που θα αποτελούσαν το διαβατήριό τους όταν θα ξαναγύριζαν.
Τότε, που σαν έπιανε για τα καλά η Άνοιξη, ζωντανά και άνθρωποι άρχιζαν να κοιτούν επίμονα στον ορίζοντα προς την κατεύθυνση του Συρράκου, σαν μια απροσδιόριστη δύναμη να τους έλεγε ότι είχε ξανάρθει η ώρα για τον γυρισμό.

Ένας μαγνήτης που λες και ενεργοποιούνταν ξαφνικά συγκεκριμένες μέρες του χρόνου.
Και όταν η ζωή τα έφερε έτσι, σταμάτησαν αυτόν τον αέναο κύκλο και ρίζωσαν στον τόπο του χειμώνα. Και μέσα από δυσκολίες και κακουχίες, πρόκοψαν και δέθηκαν με τον τόπο και τους συνανθρώπους που τον κατοικούσαν μόνιμα ως τότε ή ήρθαν σαν και αυτούς αργότερα στην Πρεβεζάνικη γη.

Φτάνει κανείς να παρατηρήσει τις φωτογραφίες των Συρρακιωτών της Πρέβεζας του περασμένου αιώνα και να δει πίσω από τα σοβαρά πρόσωπα με τα λεπτά και έντονα χαρακτηριστικά, εκείνο το χαρακτηριστικό βλέμμα με την έκδηλη αποφασιστικότητα να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες συνθήκες και αφού επιβιώσουν, να προκόψουν και να προσφέρουν στον καινούριο τόπο.

Και τα παιδιά τους ξεκίνησαν μια διαφορετική ζωή εκεί, με κυριότερο χρονικό διάστημα των αλλαγών τον 20ο αιώνα, αλλάζοντας σταδιακά τον τρόπο από αυτό των γονιών, προσαρμοζόμενοι στις εξελίξεις και στα νέα δεδομένα.

Άλλαξαν σταδιακά πολλά από τα επαγγέλματα που ασχολούνταν οι γονείς
τους, τον τόπο και τον τρόπο που στέγαζαν τις οικογένειες και το βιος τους.

Και έκαναν οικισμούς με δικό τους στοιχείο να κυριαρχεί στο Μπαχλάβα, στην Ανάληψη, στο Πετρίτσι, την Ταράνα, την Αγιά Τριάδα, τον Άϊ Θωμά και αλλού.

Κράτησαν όμως τον τρόπο ζωής με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, την αυστηρή πατριαρχική δομή της οικογένειας, στηριζόμενοι όμως στην αξία της μάνας για τη διατήρηση της οικογενειακής συνοχής, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, το λατινογενές προφορικό γλωσσικό ιδίωμα- τα «βλάχικα»- μαζί με την ελληνική γλώσσα, την ανάγκη να ζουν κοντά και να αλληλοϋποστηρίζονται, να εκκλησιάζονται, να εργάζονται, να γλεντούν, να γιορτάζουν, να παντρεύονται μαζί.

Αυτό που όμως αποτελεί σήμερα τον κυριότερο συνδετικό κρίκο με το παρελθόν τους, είναι η μουσικοχορευτική τους κληρονομιά.
Μέσα από αυτή μπορείς και σήμερα να δεις, αλλά και να νοιώσεις, πολλά από τα σημάδια που οριοθέτησαν το σημαντικό, μα με πολλές δυσκολίες παρελθόν, αλλά και να συμπεράνεις αρκετά για το παρόν και το μέλλον τους.
Και φυσικά δεν είναι εύκολο να ειδωθεί αυτό το στοιχείο ξέχωρα από τα άλλα της ζωής που το δημιούργησαν, το διαμόρφωσαν και το διατήρησαν.
Την ιστορία του χωριού και το λαμπρό παρελθόν, τις κοινωνικές τάξεις, της συνθήκες ζωής, το κλίμα, το έδαφος και την φορεσιά στο παλιότερο και καινούριο περιβάλλον, τους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, πολιτικούς παράγοντες κ.α που επηρέαζαν και διαμόρφωναν τη ζωή στο Συρράκο και την Πρέβεζα και συντηρούσαν, διαμορφώνοντας παράλληλα, την Παράδοσή τους.

Πράγματα σαν αυτά που θυμάμαι, που μου είπαν και διάβασα.
Και που μπορούν σε λίγες γραμμές να δώσουν επιγραμματικά το στίγμα αυτού του καιρού, αυτού του κόσμου.
Στιγμές που ανήκουν στην αγροτική κοινωνία, μιας και αυτή κατά κύριο λόγο, διαμορφώνει την Κληρονομιά αυτή.

Σαν Συρρακιώτης, από γονείς που έζησαν για χρόνια στην Πρέβεζα και με τους μισούς μου συγγενείς να διαμένουν εκεί και σήμερα και ζώντας σχεδόν τρεις- τέσσερις μήνες κάθε χρόνο μαζί τους, θυμάμαι τέτοιες στιγμές.
Και δίνοντας μια στον τροχό του Χρόνου προς τα πίσω, έρχονται στο νου τέτοιες θύμησες.

Θυμάμαι πρώτα από όλα εκείνο τον δρόμο που έφτανε στο σπίτι της γιαγιάς μου της Όλγας Μπάσμπαινας, που δεν ξέρω αν ζωγράφος θα μπορούσε να τον αποτυπώσει.
Στον Ελαιώνα των Συρρακιωτών, εκεί δίπλα από το «σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος- τι αντίθεση!», μια ευθεία διακοσίων μέτρων σαν σε τούνελ από αιωνόβιες ελιές και ένα λεπτό καφετί χώμα με χορτάρια δεξιά και αριστερά, λες και σε οδηγούσε στον παράδεισο. Και ελιές, ελιές, ελιές όπου και αν γύριζες το μάτι. Πανέμορφες, ψηλές, δυνατές, γεμάτες καρπό που μαύριζε τα δάχτυλά μας όταν τον μαζεύαμε για να τον πάμε στο λιοτρίβι με εκείνη την παράξενη μυρωδιά που όμως ξέραμε ότι θα φέρει τα χρήματα στους δικούς μας και την προκοπή.

Θυμάμαι μετά τα θερμοκήπια, τα «τόλ», με τις ντομάτες και τα κηπευτικά. Το φτιάξιμό τους με τα ημικυκλικά σίδερα και το νάιλον, το φύτεμα, τα καλάμια για το στήριγμα του φυτού, το άναμμα της γκαζιέρας το χειμώνα στην παγωνιά και τέλος την γιορτή όταν όλο το σόι μαζεύονταν για να μαζέψει τον καρπό, να τον διαχωρίσει, να τον βάλει με τάξη στα τελάρα και να τον πουλήσει στον έμπορο.
Θυμάμαι μετά, τα περιβόλια με τις πορτοκαλιές, τις μανταρινιές και τις λεμονιές.

Θυμάμαι και τα κοπάδια στον «Αέρα» του Ελαιώνα, στον «Ασύρματο» δίπλα στα αρχαία της Νικόπολης και αλλού, απομεινάρια ενός διαφορετικού παρελθόντος, αλλά και τα λίγα πρόβατα και κατσίκες σε πολλά σπίτι για να το θυμίζουν.
Θυμάμαι τις βόλτες για να μάθουμε ποδήλατο, ως την Αγία Φανερωμένη, το σύμβολο και το σημείο αναφοράς της συνοχής των Συρρακιωτών.
Και τα ποδήλατα, τα πολλά ποδήλατα της Πρέβεζας, που πολλές φορές με αυτά πηγαίναμε κρυφά να δούμε την ατελείωτη πάνω κάτω βόλτα των ανθρώπων στην παραλία της πόλης.

Και μετά έρχονται στο νου μου οι άνθρωποι.
Η γιαγιά μου, 100 χρονών σήμερα στον Ελαιώνα, να μου μιλάει για έναν αιώνα ζωής Συρρακιωτών στην Πρέβεζα, από τότε που ανεβοκατέβαιναν στο χωριό, μέχρι τον απίστευτο αγώνα να ριζώσουν μόνιμα στον καινούριο τόπο.

Και να με συμβουλεύει, σταλάζοντας την σωρευμένη πείρα και την αληθινή σοφία από μια γενιά που ακούγοντάς την, λες ότι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν σε έναν άλλο κόσμο. Λες και βλέπεις ταινία, γιατί ήταν πραγματικά, ένας άλλος κόσμος.
Και να μιλά χωρίς μοιρολατρία. Γιατί πως μπορεί να μοιρολατρεί κάποιος που έστηνε και ξανάστηνε τη ζωή από την αρχή κάθε λίγο και βγήκε νικητής.

Αυτοί οι άνθρωποι μόνο μηνύματα ζωής και αισιοδοξίας μπορούν να δώσουν για τις επόμενες γενιές και τη συμβουλή για εντιμότητα, συνύπαρξη και διαρκή αγώνα για κατάκτηση των στόχων, μικρότερων και μεγαλύτερων.

Το διαβατήριο του παππού μου για την Ιταλία, σαν τυροκόμος, στα μέσα του 20ου αιώνα, τότε που οι Συρρακιώτες ήταν περιζήτητοι και για αυτή την τέχνη και εκτός της ενασχόλησης στην Πρέβεζα και την Ελλάδα, έφευγαν για μήνες να κάνουν το ίδιο και στο εξωτερικό.
Την θεία μου τη Βαγιούλα να μας φιλοξενεί στην αχυρένια περίτεχνα στημένη καλύβα, πριν όλοι φτιάξουν σπίτια, που παραξενευόσουν πως είναι δυνατό να χωράνε και να ζουν τόσοι άνθρωποι σε τόσα τετραγωνικά, μαζί με το νοικοκυριό τους.

Και την μυρωδιά της τηγανίτας και του φρέσκου γάλατος το πρωί να σε ξυπνάει, γιατί ο μουσαφίρης, όποιος και αν ήταν αυτός, ήταν και είναι ιερός.

Θυμάμαι τη μητέρα μου, την Ελένη, και όλες τις γυναίκες του σογιού, να πλένουν το μαλλί, να το γνέθουν, να το βάφουν, να το «ιδιάζουν», να το περνούν στον αργαλειό και να υφαίνουν, με τις ώρες, με τις μέρες.

Και να τελειώνουν οι «φλοκιαστές», οι «στρώσες», οι «μπάντες», και όλα τα άλλα που κοιτώντας τα να μην μπορείς να πιστέψεις πως ανθρώπινα χέρια μπορεί να έφτιαξαν έτσι τα σχέδια σαν να τα ζωγράφισαν με πινέλο και με ένα τρόπο που θα ήταν από τα πιο δύσκολα μαθήματα σήμερα σε σχολές.
Και πόσο παράξενο ήταν το ότι όλες ένοιωθαν ότι έπρεπε να δουλέψουν στον αργαλειό, στο κέντημα και το πλέξιμο και ας κουράζονταν τόσο.
Άγραφος κανόνας, όπως τόσοι και τόσοι.

Να φτιάχνουν τις περίφημες Συρρακιώτικες πίττες και να χρησιμοποιούν τη γάστρα δημιουργώντας φαγητά που δύσκολα τη νοστιμιά τους θα τη βρεις σήμερα.

Και μετά οι γάμοι με την μοναδική διάρθρωση, τα προκαθορισμένα στάδια και την ιεροτελεστία. Στήναμε τις τέντες, με τις μαντανίες στις πλάτες για την μεταμεσονύκτια υγρασία, τα ξύλινα τραπέζια, τις καρό ποδιές που μας φορούσαν για να βοηθήσουμε, τα καζάνια, τα συγκεκριμένα φαγητά, τα όργανα και ιδίως τα ηλεκτρόφωνα.

Τα γλέντια στη νύφη το Σάββατο και στο γαμπρό την Κυριακή. Και γλέντια να δουν τα μάτια. Δυό και τρεις σειρές χορευτών και χορός ως το πρωί. Και για μέρες. Τα βαριά τα τσάμικα, είναι και πιο κοντά στο Ξηρόμερο που είναι επηρεασμένα τα Συρρακιώτικα, και εκείνους τους ωραίους βλάχους με το τσιγκελωτό μουστάκι που χόρευαν «στον τόπο» και αναρωτιόσουν πως είναι δυνατό να χορεύει το σώμα, χωρίς να χορεύει. Και τους άλλους χορούς που μετέφεραν τους χορευτές και τους καλεσμένους, νοερά, στο «χοραστάσι» του χωριού τους.
Και τα τραγούδια, στα «βλάχικα» και στα ελληνικά, με τον αργό ρυθμό τους, να εξιστορούν τόσα και τόσα από την ζωή των προγόνων και τη δική τους.
Αλλά και τα μοιρολόγια, που σε λίγες μεριές της χώρας μπόρεσα να βρω ανάλογα. Που να σου μεταδίδουν τόσο έντονα τον πόνο του παντοτινού αποχωρισμού.

Θυμάμαι επίσης τον μπάρμπα Σωτήρη Κατωγιάννη, με το μπακάλικο, που πηγαίναμε για τα καθημερινά ψώνια εκεί μπροστά από το «βλάχικο» δημοτικό σχολείο (8ο Δημοτικό Σχολείο Πρέβεζας σήμερα), που μαζευόμασταν για μπάλα με τα παιδιά που κατάγονταν από το χωριό.
Εκείνο τα γραφικό μαγαζί, που σαν και τα άλλα της εποχής εκείνης, ήταν κέντρο συνεύρεσης των συμπατριωτών και στο άλλο μισό του ήταν καφενείο, για κουβέντα, τσίπουρο και δηλωτή.

Και τα άλλα Συρρακιώτικα καφενεία, που αναζητούσαμε τους συγγενείς όταν τους χρειαζόμασταν.
Μα και τα Συρρακιώτικα μαγαζιά της Πρέβεζας, του Ευαγγέλου, των Αδελφών Αυδίκου, των Αδελφών Μπίτσιου και άλλων, που συνήθως εκεί θα ψωνίζαμε τα παπούτσια, τα γλυκά και τα χρειαζούμενα.
Θυμάμαι επίσης τον μπάρμπα Αντρέα Κοτίκα, πίσω από το σπίτι της γιαγιάς, με την «χαμάλα», την συνέχεια των οδηγών των κοπαδιών και τον προάγγελο των αυτοκινητιστών Συρρακιωτών, να πηγαινοφέρνει πράγματα και εμείς κρυφά να ανεβαίνουμε για λίγο πάνω, όταν ήταν ελεύθερος.

Επίσης τον πατέρα μου να μιλάει για το μεγάλο κοπάδι του άλλου σογιού μου, τα άλογα που ανήκαν στη γιαγιά μου και την απίστευτη άνοδο και κάθοδο των Κτηνοτρόφων στο χωριό, το στήσιμο του κονακιού στην Ταράνα, το άρμεγμα, τον κούρο, το σκάρο και τις άλλες δουλειές, μα και τις αρρώστιες των ζωντανών που πολλές φορές έφερναν την καταστροφή.

Επίσης το πώς το γονίδιο των Συρρακιωτών τους ώθησε στην αυτοκίνηση, στα φορτηγά, τα αστικά και τα λεωφορεία, όπως και εκείνον.
Και πως, αφού έζησαν στην Πρέβεζα, κάτι έσπρωχνε πολλούς προς το μεγαλύτερο αστικό κέντρο, τα Γιάννινα.
Και αρκετούς να θέλουν να παντρέψουν εκεί τις κοπέλες τους, γιατί φαίνονταν ότι θα ήταν καλύτερο το ριζικό.

Και άλλους συγγενείς μου, σαν τον μπάρμπα Χρήστο Κατσάνο, με εκατοντάδες πρόβατα στον «Ασύρματο», να μου λέει ιστορίες με ένα μοναδικό τρόπο για εκείνο τον κόσμο.

Ή τους θείους μου Γιώργο Μπέλλο, να διηγείται πως οργάνωνε τα γλέντια των Συρρακιωτών, στη Φανερωμένη και τον Ελαιώνα και τον Σταύρο Βαγγέλη να περιγράφει την τέχνη των τυροκόμων .

Τη μητέρα μου επίσης να μας στέλνει την Πρωτοχρονιά να μαζέψουμε τη «μπόσκα» για να τη ρίξουμε στη στέγη, αλλά και τις χαρακτηριστικές φωλιές για τις κότες στα σκουριασμένα στρατιωτικά κράνη, απομεινάρια του πολέμου, όπως και τα κιβώτια των πολεμοφοδίων που έγιναν «κασέλες» και αντικείμενα αποθήκευσης.
Και κάθε Πάσχα πολύ κόσμο στην Αγία Ειρήνη, το σημερινό και για τις τελευταίες δεκαετίες τόπο αναφοράς των Συρρακιωτών, να εύχονται χρόνια πολλά, στην ελληνική και στα «βλάχικα» και να παίρνουν το δρόμο για το σπίτι με τα πόδια οι κοντινότεροι, και τις λαμπάδες στο χέρι να φαντάζουν σαν πυγολαμπίδες, ώστε να κάνουν το σταυρό με τον καπνό πάνω από την πόρτα.
Μα και τόσους Συρρακιώτες να βοηθούν στο χτίσιμο και τη διαμόρφωση της νέας εκκλησιάς τους και τον παπά Αλέκο να τους καθοδηγεί.

Θυμάμαι και άλλα πολλά.
Και τα θυμάμαι γιατί με μάγεψαν.
Και ένοιωσα ότι αναπνέω μέσα από τα Παραδομένα και μ’ αρέσει να μαθαίνω μέσα από τα διαβάσματα, τα μελίσματα και τα ακούσματα των παραπάνω, αλλά και πολλών άλλων.
Και αφού δεν μπορούσα να ζήσω τίποτα από τα παραπάνω ξανά, μου έμενε μόνο ένα που μπορούσε να συνεχιστεί. Να τα χορέψω. Και να τα χορέψω για να ηρεμώ, να χαίρομαι και να λυπούμαι.

Και μετά γίναμε δάσκαλοι για να τα συνεχίσουμε.
Θεωρώ ότι δεν θα χρειάζονταν να διδάσκουμε βήματα και χορούς, αν ζούσαμε τα παλιά χρόνια.
Δάσκαλοι γίναμε όταν αυτά τελείωσαν με τον τρόπο που δημιουργήθηκαν και συντηρήθηκαν.

Όταν σταμάτησαν να αποτελούν μέρος της καθημερινότητας.
Τότε που ο παππούς μάθαινε στο γιο και τον εγγονό απευθείας το χορό, το τραγούδι και ότι άλλο χρειάζονταν.
Και αφού σταμάτησε αυτή η φυσιολογική διαδικασία, έμενε σε όποιον πιστεύει στη δύναμη των Παραδομένων, να τα μάθει και να τα συνεχίσει.

Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω κάποιες περιπτώσεις που πάντα θα δίνουν τον τόνο της αισιοδοξίας και της αξίας αυτών που παραδόθηκαν και την απόδειξη ότι όσο και αν είναι αναπόφευκτη η εξέλιξη, η ουσία και η δύναμή τους θα αποτελεί σημαντικό εφόδιο στην καθημερινότητα και στη διαμόρφωση του μέλλοντος των σημερινών Συρρακιωτών.

Πως μπορείς να πεις ότι όλα τελείωσαν, όταν τόσα παιδιά που γεννήθηκαν στην Πρέβεζα και κατάγονται από το Συρράκο, επανδρώνουν το Τμήμα Παραδοσιακών Χορών του Συνδέσμου Συρρακιωτών Πρέβεζας και συχνά πυκνά χορεύουν εξαιρετικά πάνω στα Παραδομένα χνάρια στην Πρέβεζα, την Ελλάδα και αλλού, μα ιδίως στο χωριό στα πανηγύρια του καλοκαιριού;
Ή όταν ο ΣΣΠ αποτελεί ένα από τα πιο ζωντανά και δημιουργικά κύτταρα της Πρέβεζας;
Ή το ότι η Αγία Ειρήνη αποτελεί έναν τόπο που ενώνει τους Συρρακιώτες σήμερα και την στηρίζουν σα σπίτι τους;
Ή όταν ακόμα, στις μέρες μας, 11/8/2007, στην Αγία Φανερωμένη, τον πρώτο ιερό τόπο- σύμβολο των Συρρακιωτών όταν έρχονταν στην Πρέβεζα, ο Συρρακιώτης Χρήστος Δ. Κατσάνος βάφτισε την κόρη του εκεί, θέλοντας να δώσει σαν εφόδιο στην καινούρια της αρχή, κάτι από τη αγιοσύνη και τη μαγεία του τόπου.

Παρατίθενται λοιπόν στοιχεία της μουσικοχορευτικής κληρονομιάς τους (χοροί, τραγούδια) καθώς και ορισμένες από τις πολλές στιγμές και περιπτώσεις που έχουν σχέση με την Κληρονομιά αυτή (πανηγύρια, γάμοι, φορεσιές) με χρονικό επίκεντρο τον 20ο αιώνα και ιδίως το δεύτερο μισό του, κατά κύριο λόγο.

ΠΗΓΕΣ ΑΝΤΛΗΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω ιδιαίτερα για την σημαντική συμβολή τους στην συλλογή των παραπάνω στοιχείων:
Τους γονείς μου Χρήστο Γκαρτζονίκα και ιδιαίτερα την μητέρα μου Ελένη Γκαρτζονίκα- Μπάσμπα που συνέδραμε στην καταγραφή πολλών στοιχείων
Την γιαγιά μου Όλγα Μπάσμπα, στην οποία αφιερώνω και την εργασία αυτή.
Τους Γιάννη και Θεόδωρο Μπάσμπα, Σταύρο και Αθηνά Βαγγέλη.
Τον Γιάννη Πουλιάνο για το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο που μας διέθεσε.
Και όλους τους Συρρακιώτες που μας άνοιξαν τις πόρτες και τις καρδιές τους.

Στοιχεία επίσης αντλήθηκαν από:
«ΣΥΡΡΑΚΟ, πέτρα- μνήμη- φως», εκδ. Πνευματικό Κέντρο Συρράκου.

 

ΧΟΡΟΙ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

Γενικά στοιχεία

Οι χοροί

Τα τραγούδια

Νανουρίσματα - Μοιρολόγια

Η φορεσιά

Στοιχεία του γάμου στους συρρακιώτες της Πρέβεζας

Πανηγύρια των Συρρακιωτών στο Συρράκο και την Πρέβεζα και τα γενικά χαρακτηριστικά του χορού σε αυτά

Βιβλιογραφία

 


Χοροί και στοιχεία της παράδοσης


Γενικά στοιχεία

Ο παραδοσιακός χορός ως μέσο έκφρασης, βρίσκει στους Συρρακιώτες ως σήμερα ένα σημαντικό πεδίο εφαρμογής, ενώ οι κάτοικοι συνεχίζουν την μακροχρόνια προσπάθεια διατήρησης των παραδομένων.

Αναπόφευκτη φυσικά είναι κάποια μορφή εξέλιξης, ιδίως από την στιγμή που γίνεται η μόνιμη εγκατάστασή τους στο καινούριο περιβάλλον, με τις πολλές επιρροές και τη γειτνίαση με πληθυσμούς άλλων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών όσων αφορά στο ύφος και το ρεπερτόριο, αυτό που όμως παρατηρούμε είναι ότι αυτή επέρχεται ομαλά και με σταθερούς ρυθμούς.

Σε όλες τις περιόδους, ο χορός είναι βαθιά ριζωμένος στη ζωντανή λειτουργία της τοπικής κοινωνίας και των ατόμων που την απαρτίζουν, ενώ αναφέρεται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής όπως στον έρωτα, την αγάπη, τον θάνατο, τον πόλεμο, την εργασία, την θρησκεία κα.

Οι αυστηροί κοινωνικοί κανόνες οι οποίοι πρότασσαν, το κοινό συμφέρον πάνω από την ατομική επιδίωξη, η κοινωνική διαστρωμάτωση (Ραφτάδες, Κτηνοτρόφοι), η μορφολογία του εδάφους με το ορεινό της περιοχής και την μεγάλη κατωφέρεια (αλλά και το πεδινό και παραθαλάσσιο αργότερα), η ένδοξη μακραίωνη ιστορία, η βαριά φορεσιά, οι δύσκολες καιρικές συνθήκες, η οικογενειακή δομή με τον άντρα σε θέση εξουσίας και την γυναίκα ουσιαστικά σε θέση υποταγής, η οικονομική κατάσταση των κατοίκων με τις μεγάλες αντιθέσεις, είναι μερικά από τα στοιχεία που προσδίνουν το ύφος αυτό στη μουσική και το χορό και κληροδοτούνται και μετά την εγκατάσταση στην Πρέβεζα.

Στο πέρασμα των αιώνων καινούρια στοιχεία προστέθηκαν ως αποτέλεσμα της μεγάλης ανάπτυξης του εμπορίου, των μετακινήσεων και των πολύμορφων επαφών, εντός και εκτός Ελλάδας. Πολλά από τα στοιχεία αυτά πριν αφομοιωθούν από τους ντόπιους, αναμίχτηκαν με τα ήδη υπάρχοντα και επεξεργάστηκαν σε πάμπολλα φίλτρα . Έτσι αποτέλεσαν στοιχεία της αργά εξελισσόμενης Παράδοσης των Συρρακιωτών της Πρέβεζας.

Οι χοροί σε γενικές γραμμές είναι αργοί, δωρικοί και λιτοί, ενώ το ύφος τους είναι βαρύ, σοβαρό και επιβλητικό.
Για το λόγο αυτό απαιτούν ιδιαίτερη χορευτική ικανότητα.
Αξιοσημείωτο ερώτημα είναι το κατά πόσο το γεγονός της συνύπαρξης από τη μια της «κλειστής» κοινωνίας και από την άλλη της έντονης εμπορικής δραστηριότητας και επαφών σε Ελλάδα και εξωτερικό , επηρέασε το χορευτικό ύφος και τρόπο.
Αυτό που σε γενικές γραμμές μπορούμε να αναφέρουμε είναι ότι δεν επηρεάστηκε σημαντικά, εκτός του ρεπερτορίου των τραγουδιών, που εμπλουτίστηκε.

Όμως τα «φερτά» τραγούδια δεν άλλαξαν τα ως τότε δεδομένα, αλλά προσαρμόστηκαν και στη συνέχεια αφομοιώθηκαν στο Συρρακιώτικο ύφος και στις υπάρχουσες χορευτικές ιδιαιτερότητες των Συρρακιωτών.
Έτσι με τον καιρό, αυτά που άντεξαν στο χρόνο, αποτέλεσαν μέρος της μουσικοχορευτικής παράδοσής τους.

Επίσης παρατηρούμε ότι οι επαφές των «ραφτάδων» επηρεάζουν σε ένα μικρό σημείο τον ρυθμό που χορεύουν αφού αυτός είναι λίγο πιο έντονος. Άλλωστε και οι μουσικοί τα διαχώριζαν σε «ραφτάδικα» και «βλάχικα».

Οι κυριότεροι χοροί που συναντώνται είναι οι χοροί στα τρία, οι συρτοί στα δύο, τα τσάμικα, ο συγκαθιστός και οι χοροί στο βήμα του Γιανν’ Κώστα.
Είναι κυκλικοί, εκτός του συγκαθιστού που είναι ελεύθερος στο χώρο.
Η αναφορά μας θα γίνει, κατά κύριο λόγο, για το διάστημα από την αρχή του 20ου αιώνα ως σήμερα.

Παρατηρήσεις: σημειώνουμε την σχεδόν παντελή έλλειψη χορού με «τριαράκια», όπως τους ονομάζουν οι χοροδιδάσκαλοι (π.χ. γύρισμα Δερβέναγα, Τασιά κ.α.), κάτι που δεν παρατηρείται στους χορούς των βλαχόφωνων της Ελλάδας, ιδίως στους αντικριστούς.

Επίσης, σημαντική έλλειψη τραγουδιών της ξενιτιάς, παρ ότι το εμπορικό δαιμόνιο των Συρρακιωτών ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένο. Ίσως να οφείλεται -κατά την κ Ε. Φωτιάδου- στο ότι οι έμποροι ξαναγυρνούσαν και σπάνια διέμεναν μόνιμα μακριά από τον τόπο καταγωγής.

Στις ιδιαιτερότητες συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι υπάρχουν χοροί που έχουν γύρισμα σε άλλον χορό, κάτι που δεν είναι σύνηθες στον Ηπειρώτικο χώρο.

Σήμερα, από τις νεότερες γενιές, χορεύονται λίγο πιο γρήγορα και η λαβή πολλές φορές είναι από τις παλάμες στο ύψος των ώμων, με λυγισμένους τους αγκώνες (στα πανηγύρια και τα γλέντια παραμένει συνήθως κάτω, εκτός των πρωτοχορευτών).


Οι χοροί

Για μια φορά είναι η λεβεντιά
Γιανν’ Κώστας
Μπαλατσός
Συγκαθιστός
Γιάννος ο Περατιαννός
Βιργινάδα
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
Λιποθυμιάρικος ή Χορός της νύφης
Ο Γανωτζής



ΣΤΑ ΤΡΙΑ
Είναι αργοί χοροί, χορεύονται σε όλο το πέλμα με μικρές αναπάλσεις της φτέρνας (πιο έντονες στους άντρες).
Αποτελείται από έξι κινήσεις αρχίζοντας με το δεξί πόδι προς τα δεξιά και κάνοντας τρία βήματα στη φορά του κύκλου με μέτωπο προς το κέντρο του.
Στη συνέχεια έχουμε άρση του αριστερού ποδιού στους άντρες με γωνία του ελεύθερου γονάτου.
Το αριστερό πόδι κατόπιν πατά αριστερά και κάνει άρση το δεξί.
Στις γυναίκες σε κανένα χορό δεν έχουμε άρση του πέλματος του ελευθέρου ποδιού, αλλά συνεχή επαφή των δακτύλων με το έδαφος, δίπλα από το σταθερό πόδι, στην καμάρα ή κοντά στα δάκτυλα του σταθερού ποδιού.
Οι κινήσεις των αντρών είναι πιο έντονες, το σώμα ευθυτενές, το ελεύθερο χέρι των πρωτοχορευτών σηκωμένο πλάγια ή στη μέση και πραγματοποιούν φιγούρες όπως στροφές και καθίσματα, αλλά και ψαλίδια (συνήθως όχι στο χοραστάσι).
Οι γυναίκες χορεύουν στην παραδοσιακή κοινωνία με λιτές κινήσεις, χαμηλωμένο βλέμμα και το ελεύθερο χέρι της πρωτοχορεύτριας στη μεσολαβή ή τεντωμένο κάτω.
Δεν πραγματοποιεί φιγούρες, εκτός λίγων στροφών
«Στα τρία» έπρεπε να γνωρίζουν όλοι να χορεύουν από τις μικρότερες ηλικίες. Εκτός του ότι ήταν ο ευκολότερος χορός και μπορούσαν να συμμετάσχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις όπως τα πανηγύρια, μπορούσαν να εκπληρώσουν και τις υποχρεώσεις τους σε εκδηλώσεις που έπρεπε να χορέψουν όλοι υποχρεωτικά, ακόμα και οι μη γνωρίζοντας καλά το τοπικό χορευτικό ρεπερτόριο, όπως πχ στους γάμους.
Ανήκουν συνήθως στο γυναικείο ρεπερτόριο.
Χοροί στα τρία είναι: Ντι κου νίκα (από μικρή), Ντούσι Γιάννλου (πήγε ο Γιάννης) - πατητός, Αυτά τα μάτια Δήμο μ’ (παραγγέλνονταν ως «μπρ’ αυτά ν’ τα»), παιδιά της Σαμαρίνας (παραγγέλνονταν ως «ν’ ισείς πι») κ.α.
(οι πιο αργοί από αυτούς παραγγέλνονται ως «πατητοί» –πληροφ. Ν. Γεροδήμος).


ΣΥΡΤΟΙ ΣΤΑ ΔΥΟ
Μαζί με το τσάμικο και το χορό «στα τρία» είναι οι πιο συνηθισμένοι χοροί του Συρράκου.
Χορεύονταν, όπως σε όλη σχεδόν την Ήπειρο, με έξι βήματα μπροστά, χωρίς «σταύρωμα» (το 2ο που είναι το αριστερό ποδι περνά πίσω από δεξί, τα άλλα μπροστά) . Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούμε στην Πρέβεζα και περιπτώσεις να γίνεται ένα σταμάτημα της κίνησης δεξιά και μετά αριστερά (αντί του «σταυρώματος»)
Σε γενικές γραμμές είναι αργός ο ρυθμός των τραγουδιών που τα συνοδεύουν και ελάχιστα είναι τα λίγο γρηγορότερα τραγούδια που συναντούμε.
Οι γυναίκες χορεύουν στρωτά και οι άντρες με λίγο πιο γρήγορο τέμπο.
Η χορευτική διάταξη είναι το διπλοκάγγελο. Συνηθισμένα τραγούδια είναι: Βούλα, Μου ‘πανε τα γιούλια, Την αγάπη μου την αποθύμησα (ένα από τα δείγματα των επιρροών, λόγω των επαφών), Βλαχόπουλο κ.α.


ΤΣΑΜΙΚΑ
Γενικά
Ο Τσάμικος στην ηπειρωτική χώρα, μαζί με τον Πεντοζάλη της Κρήτης και τη Σέρρα του Πόντου αποτελούν τρεις από τους γνωστότερους πολεμικούς χορούς της Ελλάδας.
Ήταν χοροί όπου οι άντρες επεδείκνυαν τη λεβεντιά και την αντρειοσύνη τους μέσω της χορευτικής δεινότητας.
Η εξέλιξη όμως πρόσθεσε και τη συμμετοχή των γυναικών, τουλάχιστο στους δύο πρώτους, χωρίς ο χορός να χάσει την κατ’ αρχή ιδιότητά του.
Τσάμικα στην Ελλάδα υπάρχουν με διαφορετικές κινήσεις, όπως με δέκα (πχ σε πολλά χωριά της Ηπείρου), με δώδεκα (πχ σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας), με δεκατέσσερις (πχ στον ηπειρώτικο τσακιστό τσάμικο) κ.α.

Για τους Συρρακιώτες
Για τους Συρρακιώτες ο συγκεκριμένος χορός αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους του τοπικού ρεπερτορίου, ιδίως όσων αφορά στην επίδειξη της χορευτικής ικανότητας των κατοίκων, και ειδικά του άντρα.

Αυτός, εκτός της βασικής κίνησης, πραγματοποιεί πολλές φιγούρες όπως στροφές, καθίσματα, ψαλίδια, χτυπήματα του ποδιού, τούμπες κλπ.
Στα πανηγύρια όμως που γίνονταν στην Πρέβεζα ή γίνονται σήμερα όταν γυρνούν στην πατρογονική γη, πολλά από αυτά αποφεύγονται γιατί δεν υπάρχει σταμάτημα του κύκλου, ώστε να «σολάρει».
Η γυναίκα πραγματοποιεί μόνο στροφές και παρακολουθεί τον άντρα κατά την πραγματοποίηση των επιτόπου φιγούρων, ιδίως στην παραδοσιακή κοινωνία .
Παλιά χορεύονταν με τα 10 βήματα του χαρακτηριστικού ηπειρώτικου τσάμικου (τρία τριπλά βήματα μπροστά και άρση του αριστερού, δύο τριπλά πίσω και άρση του δεξιού). Τις τελευταίες δεκαετίες όμως χορεύεται με 8 βήματα (τρία τριπλά μπροστά και άρση του αριστερού, ένα τριπλό πίσω και άρση του δεξιού ποδιού) και έχει καθιερωθεί πια αυτός ο τρόπος.
Παρατηρούμε ότι σε πολλά τραγούδια ταυτίζεται το τελείωμα της μελωδίας με αυτό των βημάτων και ίσως αυτός να είναι ένας λόγος που, χορεύεται πια με οχτώ βήματα.
Στους άντρες το τριπλό βήμα είναι πιο έντονο από αυτό της γυναίκας, που είναι πιο κοφτό. Μοιάζει σαν να σταματά απότομα και να κολλά το πόδι της που έπεται.
Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά σημεία που διαφοροποιεί το χορευτικό ύφος του Συρρακιώτικου τσάμικου από αυτό άλλων περιοχών της Ηπείρου.
Η χορευτική διάταξη και ο τρόπος που χορεύει ο άντρας και η γυναίκα είναι ο ίδιος με αυτόν που περιγράφηκε στους παραπάνω χορούς.
Μερικά συνοδευτικά τραγούδια
Μερικά τραγούδια είναι:
Για μένα βρέχουν τα βουνά
Γιατί είναι μαύρα τα βουνά
Βλαχοθανάσης
Δυο πουλάκια και εβγάτε ν’ αγναντέψετε (του γάμου)
«κλέφτικα» όπως: Ποιος έχει αράδα σήμερα και Τι καπετάνιος είσαι συ δε ρίχνεις δυό ντουφέκια
«ραφτάδικα» όπως: Μαριόλικο, Μπιρμπίλης, Τούτο το καλοκαιράκι (παραγγέλνονταν ως «τούτον το»), Κακιά γειτόνισσα και πολλά άλλα.

*Με τον όρο κλέφτικα εννοούν τσάμικα ιστορικά τραγούδια και όχι καθιστικά όπως σε πολλές περιοχές της χώρας


ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΒΕΝΤΙΑ
Ιδιαίτερος χορός αποτελούμενος από δύο μέρη.
Πήρε την ονομασία από τον πρώτο στίχο του τραγουδιού.
Χορεύεται με εναλλαγές χορού στα τρία (4σημο) και συρτού στα δύο. Ο συρτός στα δύο, όπως προαναφέρθηκε, χορεύεται πάντα με έξι βήματα μπροστά χωρίς σταύρωμα (εκτός των περιπτώσεων του σταματήματος δεξιά αριστερά τα τελευταία χρόνια) .

ΓΙΑΝΝ’ ΚΩΣΤΑΣ
Είναι ο κυριότερος Συρρακιώτικος χορός, με ιδιόμορφα βήματα.
«Εθνικό ύμνο του Συρράκου», τον ονομάζει ο μουσικός κ Νίκος Γεροδήμος.
Ιστορικό τραγούδι σε 5σημο ρυθμό που έχει και δεύτερο μέρος. Οι μουσικοί που δεκαετίες τώρα παίζουν το τραγούδι δεν θυμούνται τα λόγια που πιθανό να είχε, μιας και αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο.
Ο Γιάννης Κώστας ήταν αγωνιστής του 1821 από το χωριό Κράψι Ιωαννίνων και συμμετείχε στην επανάσταση, που τελικά επέφερε την καταστροφή, του Συρράκου και των Καλαρρυτών με τον Ιωάννη Κωλέττη. Στα νεανικά του χρόνια κατετάγη στη Σουλιώτικη Φάλαγγα υπό των Γάλλων και μετά των Άγγλων. Αργότερα κέρδισε για την ανδρεία και την ευφυΐα του, την εύνοια του γιου του Αλή πασά, Μουχτάρ. Το 1818 πήγε στην υπηρεσία του βασιλιά της Νεαπόλεως Φερδινάρδου. Στη συνέχεια φυλακίσθηκε και αφού αμνηστεύτηκε, μυήθηκε στα της Φιλικής Εταιρείας και έπιασε τα όπλα από την αρχή του Αγώνα υπό το Νότη Μπότσαρη. Πήρε μέρος μαζί του στις μάχες του Σουλίου , στην άλωση της Άρτας με τον Ράγγο, στις συμπλοκές των Αγράφων με τον Καραϊσκάκη, στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου με τον Μάρκο Μπότσαρη ,στην υπεράσπιση της Σκιάθου με τον Καρατάσο και σε πολλές άλλες μάχες κατά του Ιμπραήμ πασά .
Στο Χαιδάρι της Αττικής πολέμησε με τον φιλέλληνα Φαβιέρο. Επί Καποδίστρια εξελέγη πεντακοσίαρχος και πολέμησε στην άλωση της Βόνιτσας, καθώς και στη μάχη του Μακρυνόρους υπό τον τότε στρατηγό, Τζώρτζ.
Μετά από μια ζωή γεμάτη μάχες πέθανε στην Αθήνα με το βαθμό του αντιστράτηγου.
Στο πρώτο μέρος του χορού, γίνονται τρία τριπλά βήματα προς τη δεξιά μεριά του κύκλου και ένα τριπλό προς την αριστερή, που επαναλαμβάνονται.
Το δεξί πατά δεξιότερα.
Κατόπιν το αριστερό κάνοντας μια μικρή αιώρηση προς τη μεριά του δεξιού, επανέρχεται αριστερά και πατά στα δάκτυλά του, ενώ το δεξί κατά τη διάρκεια αυτής της κίνησης πραγματοποιεί ένα ελαφρύ σπάσιμο στο γόνατο (συγκάθισμα). Αμέσως μετά την επαφή του αριστερού ποδιού με το έδαφος, το ίδιο πόδι κινείται δεξιά και περνώντας το δεξί, πατάει με ολόκληρο το πέλμα δεξιότερά του.
Η κίνηση αυτή επαναλαμβάνεται μια φορά ακόμα.
Την τρίτη φορά το δεξί πόδι πατάει και το αριστερό πραγματοποιεί αιώρηση πρώτα στα δάχτυλα του σταθερού και μετά στην καμάρα του.
Χαμηλά στις γυναίκες, εφάπτοντας με τα δάχτυλα στο έδαφος, πιο ψηλά στους άντρες (σχεδόν στη μέση της κνήμης).
Στη συνέχεια το αριστερό πατάει αριστερότερα και τα δεξί κάνει ανάλογη κίνηση (αιώρηση).
Οι άντρες πολλές φορές δεν πραγματοποιούν αιώρηση, αλλά κρατούν σταθερό το ελεύθερο πόδι στην κνήμη κουνώντας το γόνατο σε μια μέσα – έξω κίνηση.
Στο δεύτερο μέρος έχουμε τον «μέσα – έξω» βηματισμό του «κλειδωτού χορού», που συναντάται σε πολλές ηπειρώτικες περιοχές.
Αρχίζει με το αριστερό πόδι προς την εσωτερική και πλάγια δεξιά κατεύθυνση, ενώ το δεξί κάνει άρση (στις γυναίκες εφάπτονται τα δάχτυλα του εδάφους, όπως σε όλους τους χορούς). Κατόπι το δεξί αρχίζει την αντίθετη κίνηση, πίσω και δεξιά, ώστε να προχωρά ο χορός. Πολλοί κάνουν τον πίσω βηματισμό σταυρωτό, δηλ με τρία βήματα. Στα βήματα του χορού αυτού χορεύονται αρκετοί χοροί, χωρίς όμως το δεύτερο μέρος όπως: Μπαλατσός, Κάτω στην άσπρη πλάκα, Νου τι ρίντι, Βασιλαρχόντισσα, Κωσταντάκης και Μπολονάσαινα κα, χωρίς όμως το δεύτερο μέρος (χαρακτηριστικό δείγμα των επιρροών από άλλες περιοχές, τραγουδιών που προσαρμόζονται όμως στον τοπικό χορευτικό τρόπο).
Οι Καλαρρυτινοί σε μερικούς από αυτούς τους χορούς διατηρούν και το δεύτερο μέρος.


ΜΠΑΛΑΤΣΟΣ
Χορός στα βήματα του Γιάνν’ Κώστα, που στο Συρράκο χορεύεται χωρίς το δεύτερο «μέσα- έξω» μέρος.
Ιστορικό τραγούδι που αναφέρεται στη διαταγή για σύλληψη και εκτέλεση του ληστή Θανάση (Νάσιου) Μπαλατσού.

Τον είχε γνωρίσει ο Κρυστάλλης στη στάνη του μπάρμπα του και εκτός της θωριάς του, στο μυαλό του είχε μείνει η ευχή και κατάρα του να μην πιαστεί κανείς αιχμάλωτος των Τούρκων, κάτι που τελικά συνέβηκε σε αυτόν.
«—Να, ήταν ένας κλέφταρος ως απάνω πού τον έτρεμε όλο το τούρκικο, Θανάσ' Μπαλατσό τον έλεγαν. Άμα βασάνισαν τη φαμίλια του οι Τούρκοι, πήγε στα Γιάννενα και προσκύνησε. Ύστερα, σ' ολίγον καιρό, ο πασάς του 'δωκε ταϊφά. Τον έκανε αρματολό να κυνηγάει τους άλλους κλέφτες. 'Αλλ' αυτός θυμήθηκε τα παλιά του, δεν του βάσταγε κι ή καρδιά να προδίνει δικούς μας, ξαναβγήκε στο κλαρί. Τότες ήρθε μια βολά και στη στάνη του μπάρμπα μου και τον γνώρισα.
—Και με το γιο του, πώς γίνατε βλάμηδες;
—Να, τον άλλο χρόνο τον Μπαλατσό τον έπιασαν τα αποσπάσματα και τον καταχώνιασαν στο μπουντρούμι. Σαν το 'μαθα, πήγα να τον ιδώ, του πήγα και μια σακούλα καπνό. Λυπόμουν να τον συλλογιέμαι στα σίδερα και πήγαινα από καμιά βολά και τον έβλεπα. 'Εκεί αντάμωσα μια φορά και το γιο του, ένα τσομπανόπαιδο ως απάνω, σαν τον πατέρα του, αλλά στα δικά μου τα χρόνια. Ο Μπαλατσός μας όρκισε να γίνουμε βλάμηδες και για θυμητικό μου σκάλισε μέσα στη φυλακή του κι αυτή την αγκλίτσα. Γερή άγκλίτσα, πυξάρι καθαρό. 'Από δω μεριά χάραξε...
Τα κεφάλια έσκυψαν περίεργα να εξετάσουν.
—...δυο λιονταρίσια κεφάλια, σημαίνοντας τη δύναμη του και τη δόξα του στα βουνά. 'Από δω μεριά πάλι σκάλισε έναν τροχό. Τον τροχό της τύχης πού ανεβοκατεβαίνει κι αναποδογυρίζει....» (Μ. Περάνθη «Ο τσέλιγκας»)


Η εφημερίδα της εποχής «Φωνή της Ηπείρου», στις 23 Οκτωβρίου 1892 αναγράφει. «Είχομεν όμως και συμμορίας μεγάλας συστηματικών και πεπειραμένων ληστών, την των Μπαλατσαίων εις Βαλιακάρδαν παρά το Μέτσοβο και την του Τσανάκα εις το Ζαγόρι. Οι Μπαλατσαίοι ήσαν ο υιός και ο αδελφός του πέρυσιν απαχγονισθέντος εν τω μέσω των Ιωαννίνων πεφημισμένου ληστάρχου Θανάση Μπαλατσού…..εξήλθον λησταί μόνον και μόνον δια να λάβωσι το αίμα του θανατοθέντος Θανάση των……Τοιουτοτρόπως δε αφού έχυσαν αρκετόν τούρκικον αίμα, ικανοποιήθησαν φαίνεται, και διελύθησαν τελευταίως σώοι και αβλαβείς αυτοί και οι οπαδοί των.


ΣΥΓΚΑΘΙΣΤΟΣ
Χορός του γάμου.
Όπως όλοι οι συγκαθιστοί της Ελλάδας είναι ερωτικός χορός που χορεύεται από άντρες και γυναίκες, ελεύθερα και αντικριστά στο χώρο.
Όταν ο γάμος γίνονταν στο Συρράκο, χορεύονταν τη Δευτέρα, μετά το γάμο, στην πλατεία του χωριού, όταν «έβγαζαν» τη νύφη για χορό.
Μετά συνέχιζαν σε κυκλικό χορό.
Στα πανηγύρια, δεν χορεύονταν στο χοραστάσι.
Ο ρυθμός της μελωδίας είναι πεντάσημος.
Με συγκαθιστό (ή συγκαστό) ξεκινούσαν οι παρέες το γλέντι στα σπίτια των μελλονύμφων ή των νιόγαμπρων. Το ίδιο γίνεται σήμερα πολλές φορές στα καφενεία ή τα κέντρα, όταν πραγματοποιούνται εκεί εκδηλώσεις ή γλέντια.
Επίσης στα καφενεία του Συρράκου όταν μεταφέρονται τα πανηγύρια, μετά την πλατεία.
Ο βηματισμός είναι όπως το πρώτο μέρος του χορού «Γιάνν’ Κώστας». (Μερικοί τον χορεύουν και στα βήματα του «συρτού στα δύο» με πολύ αργό ρυθμό).
Στο πρώτο μέρος του γίνονται τρία τριπλά βήματα προς τη δεξιά μεριά του κύκλου και ένα τριπλό προς την αριστερή, που επαναλαμβάνονται.
Το δεξί πατά δεξιότερα.
Κατόπιν το αριστερό κάνοντας μια μικρή αιώρηση προς τη μεριά του δεξιού, επανέρχεται αριστερά και πατά στα δάκτυλά του, ενώ το δεξί κατά τη διάρκεια αυτής της κίνησης πραγματοποιεί ένα ελαφρύ σπάσιμο στο γόνατο (συγκάθισμα). Αμέσως μετά την επαφή του αριστερού ποδιού με το έδαφος, το ίδιο πόδι κινείται δεξιά και περνώντας το δεξί, πατάει με ολόκληρο το πέλμα δεξιότερά του.
Η κίνηση αυτή επαναλαμβάνεται μια φορά ακόμα.
Την τρίτη φορά το δεξί πόδι πατάει και το αριστερό πραγματοποιεί αιώρηση πρώτα στα δάχτυλα και μετά στην καμάρα του σταθερού (δεξιού) ποδιού.
Χαμηλά στις γυναίκες, εφάπτοντας με τα δάχτυλα το έδαφος, πιο ψηλά στους άντρες (σχεδόν στη μέση της κνήμης).
Στη συνέχεια το αριστερό πόδι πατάει αριστερότερα και τα δεξί κάνει αντίστοιχη κίνηση (αιώρηση)
Ο άντρας βρίσκεται απέναντι από τη γυναίκα και τα βήματά του είναι πιο έντονα. Πραγματοποιεί στροφές, καθίσματα, μικρά χτυπήματα του ποδιού κ.α.
Η θέση των χεριών είναι ανοιχτά στα πλάγια και λοξά πάνω ή το δεξί πλάγια πάνω και το αριστερό πίσω στη μέση ή και τα δύο στη μέση πίσω πιασμένα από τις παλάμες.
Οι γυναίκες χορεύουν με πιο στρωτά βήματα και παραλλάζουν το βηματισμό με
μερικές στροφές. Η θέση των χεριών είναι στη μεσολαβή ή στη μέση πίσω πιασμένα από τις παλάμες.
Το συνηθισμένο τραγούδι είναι το «Βαριά βαρούν τα σήμαντρα» το οποίο γυρίζει στο «παλιό» συρτό στα δύο (μελωδία με επιρροές από πιο πεδινά μέρη) για να βγουν όλοι στον κύκλο και να αρχίσει ο κυκλικός διπλός ή τρίδιπλος χορός.
Σε γειτονικά χωριά συνηθισμένα είναι και άλλα τραγούδια για τον συγκαθιστό και το γύρισμά του.
Την ημέρα που «έβγαινε η νύφη» στο χορό όλοι φορούσαν την επίσημη φορεσιά.
Οι άντρες την φουστανέλα και οι γυναίκες τα φορέματα με την φλοκάτη (το σιγκούνι, βλαχ. σάρικα)
Όταν οι χορευτές επιστρέψουν στον κύκλο συνεχίζουν με την «παραδομένη» χορευτική διάταξη.
Αυτή είναι το «διπλοκάγγελο» ή «τριπλοκάγγελο», ανάλογα τις σειρές των γυναικών, οι οποίες χόρευαν πάντα εσωτερικά των αντρών.


ΓΙΑΝΝΟΣ Ο ΠΕΡΑΤΙΑΝΟΣ
Εναλλαγές συρτού στα δύο και τσάμικου με οχτώ βήματα.


ΒΙΡΓΙΝΑΔΑ
Στην παλιά του μορφή ο χορός εκτελούνταν στα βήματα του δεύτερου μέρους του Γιάνν’ Κώστα, δηλαδή με τη μορφή του μέσα έξω «κλειδωτού» χορού, αρχίζοντας με το αριστερό πόδι προς το εσωτερικό του κύκλου. Σε πολλές περιπτώσεις ο χορός αποτελούσε το «γύρισμα» των τσάμικων και το σύνολο λέγονταν «κλειστός» (η παραγγελία ήταν «πάρε ένα κλειστό»).
Σήμερα την χορεύουν και με το πρώτο μέρος του Γιάνν’ Κώστα, σε διαφορετικό ρυθμό, επηρεασμένοι από την «Ζαγορίσια Βιργινάδα», όπως εξηγούν οι ντόπιοι μουσικοί (Ν. Γεροδήμος).


ΠΩΣ ΤΟ ΤΡΙΒΟΥΝ ΤΟ ΠΙΠΕΡΙ
Κυκλικός, αντρικός, μιμικός χορός.
Συναντάται σε αρκετές περιοχές της Ηπείρου και χορεύονταν στα οικογενειακά γλέντια και στους γάμους, κυρίως τις πρωινές ώρες, όταν ορισμένοι έρχονταν σε μεγάλο κέφι.
Χορεύονταν στα βήματα του πατητού με τα λόγια «πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι».
Στη συνέχεια αναφέρει πως το τρίβουν με τη μύτη, τη γλώσσα, το γόνατο ή και άλλα μέρη του σώματος.
Όλοι οι χορευτές τότε παρίσταναν επιτόπου την κίνηση αυτή, που προκαλούσε γέλιο και ευθυμία.
Κάποιοι δεν εκτελούσαν σωστά (εσκεμμένα) και συνετίζονταν από όποιον είχε επιφορτιστεί με το καθήκον αυτό και τη βοήθεια της γκλίτσας ή της δερμάτινης ζώνης του.
Με την αλλαγή της μουσικής και τα λόγια «για σκωθείτε παλικάρια με σπαθιά και με χαντζάρια κλπ) σηκώνονταν και συνέχιζαν με συρτό ώσπου να ξαναγυρίσει σε πατητό και παροτρύνοντάς τους να στουμπίσουν με άλλο μέρος του σώματος, το πιπέρι.


ΛΙΠΟΘΥΜΙΑΡΙΚΟΣ Η ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
Ήταν κι αυτός κυκλικός μιμικός χορός, αλλά συγχρόνως και περιγελαστικός. Χορευόταν από τους άνδρες σ’ όλη την Ήπειρο, κυρίως στους γάμους, τις πρωινές ώρες.
Παρίσταναν τη νύφη, ή οποία όπως προαναφέρθηκε κατά τη διάρκεια του γλεντιού έπρεπε να κρατήσει όλους τους προσκεκλημένους να χορέψουν.
Ήταν κάτι επίπονο και σε συνδυασμό με την κούραση των προηγούμενων ημερών της προετοιμασίας, επέφερε πολλές φορές τη λιποθυμία της.
Το χορό αποτελούσαν δύο εναλλασσόμενα μέρη.
Το πρώτο χορεύονταν απ’ όλους τους χορευτές σαν συρτός στα δύο ενώ το δεύτερο είχε ελεύθερο μελωδικό σχήμα και σόλο από το κλαρίνο και πρωταγωνιστούσε ο πρωτοχορευτής.
Αυτός προσποιούταν ότι λιποθυμούσε και οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν κάνοντάς του αέρα και ρίχνοντάς του σταγόνες νερού.
Η σκηνή αυτή και ο χορός επαναλαμβάνονταν μερικές φορές ακόμα.


Ο ΓΑΝΩΤΖΗΣ
Μιμικός χορός της τέχνης του γανωτζή (ή καλατζή ή γανωματή), που χορευόταν μόνο από άνδρες στους γάμους και συνήθως τις πρωινές ώρες.
Παρίσταναν και διακωμωδούσαν τον γανωτζή, που ήταν συνήθως γύφτος, και περιφέρονταν από χωρίο σε χωρίο επισκευάζοντας τα χάλκινα οικιακά σκεύη της εποχής που με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γινόταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις.
Η επισκευή τους γίνονταν συνήθως με τρίψιμο (συνήθως με τριμμένο κεραμίδι ή άμμο) και επάλειψη με κασσίτερο (καλάϊ) και χλωριούχο αμμώνιο.
Ιδιαίτερα αστεία ήταν η στιγμή που ανέβαινε με τα πόδια στο ταψί μετά από παρότρυνση του τραγουδιστή στο στίχο «καλατζή ανέβα πάνω» και κουνώντας τα πόδια και τον πισινό του προσπαθούσε να τρίψει τον πάτο του.


Τα τραγούδια

Παρατίθενται ορισμένα παραδοσιακά τραγούδια που ακούγονται στα γλέντια, στις χαρές, στους γάμους και στα πανηγύρια των Συρρακιωτών.
Από αυτά πολλά είναι αποτέλεσμα επιρροών και εξέλιξης .

Όμως εδώ και δεκαετίες ακούγονται και τραγουδιούνται στο χωρίο και όπου ζουν οι Συρρακιώτες ή στους νέους τόπους διαμονής ,όπως η Πρέβεζα, έχοντας φιλτραριστεί και προσαρμοστεί στον τρόπο του τόπου και αποτελούν μέρος της μουσικής κληρονομιάς του.
Η καταγραφή τους έγινε από τους μουσικούς και τους Συρρακιώτες που σήμερα τα τραγουδούν καθώς και από ακουστικό αρχειακό υλικό (κασέτες με ζωντανές ηχογραφήσεις, άλλες μουσικές εκδόσεις κ.α)


ΒΑΡΙΑ ΒΑΡΟΥΝ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΡΑ (ΣΥΓΚΑΘΙΣΤΟΣ – ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ).
Βαριά βαρούν τα σήμαντρα, δε σ’ είδα εχτές και σήμερα.
Το μαύρο το μαντήλι, που δένεις στα μαλλιά,
να μη το ξαναδέσεις τρελαίνεις τα παιδιά.
Αμάν αμάν η φούστα σου, με τρέλαναν τα γούστα σου.
Τέσσερα δε με μέλλει μα τη Παναγιά,
γιατί ‘μαι δικασμένος για τη μπαταργιά.
Άιντε μωρ’ μηλιά και πορτοκαλιά, μου ‘βαλες μαράζι μέσα στην καρδιά.
Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου αδερφή,
εγώ θα σε φιλήσω κι ας πάω στη φυλακή…

Δυο πουλάκια (τσάμικο, του γάμου).
Δυο πουλάκια τα καημένα στο τραπέζι καθισμένα.
Το ‘να τρώγει τα’ άλλο πίνει τ’ άλλο τραγουδάει και λέει.
Σ’ όσους γάμους κι αν επήγα τέτοια νιόγαμπρα δεν είδα.
Να ‘ναι η νύφη ντουλμπεράκι κι ο γαμπρός περιστεράκι.
να `ναι το συμπεθεριό μας σαν τα` αστέρια τα` ουρανού μας…

ΑΥΤΑ ΕΙΝ’ ΤΑ ΜΑΤΙΑ Η «ΜΠΡ’ ΑΥΤΑ Ν’ ΤΑ»
(ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΣΤΑ ΤΡΙΑ).

Αυτά ειν’ τα μάτια, Δήμο μ’ τα ‘μορφα, τα φρύδια τα γραμμένα.
Αυτά με κάνουν Δήμο μ’ κι αρρωστώ και πέφτω να πεθάνω.
Για πάρε Δήμο μ’ το σπαθάκι σου και κόψε το λαιμό μου.
Και μάσε και το αίμα μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι (ή σ’ ένα βαθύ λεγένι)
και συρτό στα εννιά χωριά στα δέκα βιλαέτια
Κι αν σε ρωτήσουν τι ειν’ αυτό, το αίμα της αγάπης…

ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΡΕΞΕΙ ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ (ΤΣΑΜΙΚΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ).

Θέλω να βρέξει μια βροχή και ένα βαρύ χαλάζι.
Για να σαπίσουν τα λουριά να πέσουν τα κουδούνια.
Να χάσει ο νιος τα πρόβατα , να χάσει ο νιος τα γίδια.
Για να ‘ρθει απόψε σπίτι μου μέσα στην αγκαλιά μου…

ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΚΑΗΜΕΝΕ ΠΛΑΤΑΝΕ – ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΑΠΟΘΥΜΗΣΑ
(«Ραφτάδικα» συρτά της αγάπης).
Τι έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με τις ριζούλες στο νερό.
Έχω μαράζι στην καρδιά και είμαι μαραμένος.
Αλή πασιάς επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες και στο σημάδι μ’ έβαλε.
Μ’ έκαψες γειτόνισσα, κακούργα δολοφόνησα
Μ’ έκαψες που να καείς σαν το κεράκι της Λαμπρής.
Την αγάπη μου την αποθύμησα.
Έστειλα να ‘ρθει το βράδυ και δεν μου ‘κανε τη χάρη.
Ήρθε ένα πρωί το αγγελικό κορμί.
Ήρθε και το μεσημέρι και δεν μου ‘στειλε χαμπέρι.
Φέρτε το γιατρό τον πόνο μου να δω.
Φέρτε τον γιατρό να γιάνω να μην πέσω και πεθάνω.

ΜΠΑΛΑΤΣΟΣ (ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΙΔΙΟΜΟΡΦΟΣ ΧΟΡΟΣ).
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή , Θανάση Μπαλατσέ
Πέμπτη φαρμακωμένη, Παρασκευή ξημέρωνε.
Παρασκευή ξημέρωνε, μην είχε ξημερώσει ,
φιρμάνι από το στρατηγό ( ή από το Βασιλιά)
και από τη Μεραρχία ( ή και από το βιρ αλάχι)
στα Γιάννενα τα στείλανε….

ΛΕΒΕΝΤΙΑ (ΙΔΙΟΜΟΡΦΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ).
Για μια φορά Λενιώ μ’ ειν’ η λεβεντιά, για μια φορά ειν’ τα νιάτα.
Για μια φορά περπάτησα κι εγώ με τα κορίτσια.
Λίγα κορίτσια φίλησα και λίγες παντρεμένες.
Και μια μικρή μελαχρινή δεν μπορώ να τη φιλήσω…

ΑΓΓΕΛΙΚΗ (ΚΑΘΙΣΤΙΚΟ, «ΤΗΣ ΤΑΒΛΑΣ»).
Τι να σου κάνω Αγγελική τι να σου κάνω Αγγέλω.
Που ειν’ το κορμί σου μάλαμα, τα χέρια σου ασημένια.
Για να σε πάρω στο βουνό, φοβάμαι από το κρύο.
Τι να σου κάνω μάτια μου.

ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΑΡΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ Η Ο ΒΕΛΟΥΔΑΣ (ΤΣΑΜΙΚΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΟ)
Ποιος έχει αράδα σήμερα να βγει στο καραούλι.
Βελούδας έρχεται σήμερα, τρεις ώρες πριν να φέξει.
Βελούδα μ’ πρόσεξε καλά, μην είμαστε προδομένοι.
Όσο ο Βελούδας ζωντανός, παιδιά μου μη φοβάστε…

Ο ΓΙΑΝΝΟΣ Ο ΠΕΡΑΤΙΑΝΟΣ
(ιδιόμορφος χορός, συρτό στα δύο και τσάμικο)
Ο Γιάννος ο Περατιανός, που περπατεί σα σταυραετός
Αυτός φοράει τα τσάμικα και τ’ άσπρα τα πουκάμισα
Όλες οι νιές τον αγαπούν, μα ντρέπονται να του το πουν…

ΠΕΘΑΝΕ Ο ΒΛΑΧΟΣ ΣΤΟ ΜΑΝΤΡΙ
Πέθανε ο βλάχος στο μαντρί
μέσα στο γιδομάντρι , τι θα γίνω εγώ η μαύρη .
Τα πρόβατα ρημάξανε και τα βουνά στενάξανε
μέσα στο γιδομάντρι, τι θα γίνω τώρα η μαύρη
Πώς θα περάσω η δόλια ορφανή μέσα στον κόσμο μοναχή
μέσα στο γιδομάντρι τι θα γίνω εγώ η μαύρη…

ΒΛΑΧΟΥΛΑ ΕΡΟΒΟΛΑΓΕ (πατητό)
Βλαχούλα εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα ,
με τη ροκούλα γνέθοντας το αδράχτι της γεμάτο
Κι ο βλάχος την αγνάντευε από ψηλή ραχούλα
πήγε και την αντάμωσε σ' ένα στενό σοκάκι
Βλαχούλα πούθε έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις
από τη μάνα μ' έρχομαι στα πρόβατα πηγαίνω…

ΜΑΡΓΙΟΛΙΚΟ («ραφτάδικο» τσάμικο της αγάπης)
Για ιδέστε το μαργιόλικο, τ’ αναθεματισμένο,
πως σέρνει το φεσάκι του σαν να ‘ναι μεθυσμένο.
Αυτό δεν είναι από κρασί δεν είναι μεθυσμένο.
Η αγάπη το βαλάντωσε…

ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗΣ (τσάμικο)
Βγήκα ψηλά στα διάσελα, συ Βλαχοθανάση, ψηλά στα κορφοβούνια.
Κι από ψηλά αγνάντευα κατακαμπή στους κάμπους.
Βλέπω τους κάμπους πράσινους και τα βουνά γαλάζια.
Βλέπω το Χάρο που ‘ρχεται στο άλογο καβάλα…

ΑΣΗΜΟΚΟΥΠΑ
Σ αυτή την ασημόκουπα θέλω να πιω πέντε - έξι.
Κι αν δε μεθύσω κόρη μου κέρναμε ώσπου να φέξει.
Ώσπου να σκάσει ο αυγερινός να πάει η πούλια γιόμα.
Να κάτσω να συλλογισθώ της ξενιτιάς τα ντέρτια.
Από μικρός ορφάνεψα από μάνα και πατέρα και πήγα
και λογιάστηκα σε μια κυρά Βουλγάρα….

ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟ (συρτό, «ραφτάδικο»)
Ένα μικρό βλαχόπουλο στο λόγγο από πέρα
τραγούδι λέγει με καημό και παίζει τη φλογέρα
Μια βλαχοπούλα όμορφη του καίει την καρδούλα
που έβοσκε τα αρνάκια της αντίκρυ στη ραχούλα
Πάει και την αντάμωσε στη βρύση παρακάτω
για να καθίσουνε τα δυο στον ίσκιο από κάτω….

ΕΒΓΑΤΕ Ν' ΑΓΝΑΝΤΕΨΟΥΜΕ ΤΙΣ ΣΥΡΡΑΚΙΩΤΟΠΟΥΛΕΣ (τσάμικο της αγάπης)
Εβγάτε ν' αγναντέψουμε τις Συρρακιωτοπούλες
πώς ροβολάν για το χορό στον Πλάτανο στην Γκούρα.
Άλλες πηγαίνουν για χορό κι άλλες να κάνουν χάζι.
Μα μια ψηλή λεβεντονιά κλαίει και αναστενάζει.

ΕΜΕΙΣ ΤΩΡΑ ΒΡΕ ΣΥΜΠΕΘΕΡΟΙ ΜΟΥ (συρτό του γάμου)
Εμείς τώρα βρε συμπεθέροι μου, εμείς τώρα θα φύγουμε.
Εμείς τώρα θα φύγουμε και το πουλί τα’ αφήνουμε.
Να μη μας το μαλώσετε και το περιφρονήσετε.
Ώσπου να μάθ’ τα χούγια σας, τα σπίτια, τα συγύρια σας.
Θα πάει στη βρύση για νερό, να φέρει για τον πεθερό.
Θα βαλ’ τη πίττα στη φωτιά, να ξαποστάσ’ την πεθερά…

Ενώ μια παραλλαγή αναφέρει:
Εμείς τώρα βρε συμπέθεροι μου,
εμείς τώρα θα φύγουμε και το πουλί τ` αφήνουμε.
Να μη μας το μαλώνετε και μην το παραπαίρνετε ,
όσο να πάρει τα χούγια σας και τα φερσίματά σας
Για τους συγγενείς του γαμπρού τα όργανα ανταπέδιδαν:
Δεν το ‘χουμε για μάλωμα, ούτε για παραπέταμα.
Θα πάει στη βρύση για νερό να πλύν’ τα πόδια του γαμπρού,
να φερ’ νερό της πεθεράς, να φερ’ νερό του πεθερού…

ΞΥΠΝΑ ΠΕΡΔΙΚΟΜΑΤΑ ΜΟΥ (πατινάδα του γάμου αλλά και τσάμικο)
Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου.
Χρυσά στολίδια σου ‘φερα να πλέξεις στα μαλλιά σου.
-Αν ήρθες καλωσόρισες κι ας έκανες και κόπο.
-Δεν το ‘ξερα λεβέντη μου πως είν’ η αφεντιά σου,
να πεταχτώ σαν πέρδικα να ‘ρθω στην αγκαλιά σου,
να γίνω γη να με πατείς γεφύρι να περάσεις…

Μια παραλλαγή του τραγουδιού αναφέρεται
στην αντιφώνηση των συγγενών της νύφης
που απαντούν στους πρώτους στίχους λέγοντας:
«Κι αν τα ‘φερες τι τα ‘θελες κι αν τα ‘χεις τι τα θέλεις
Εγώ τα μαλλιά μου τα ‘πλεξα απ’ το Σαββάτο βράδυ…».

ΓΙΑ ΣΗΚΩ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ ΜΟΥ ( Της ξενιτιάς)
Για σήκω νοικοκύρη μου και μη βαριά κοιμάσαι
Και τα καρβάνια φεύγουνε κι η συντροφιά σου πάει
Πολύ με βιάζεις ρούσα μου, πολύ με παραπήρες
Να ‘χω τη φούρκα μου συνοδειά και τ΄ άλογα μ’ κουβέντα
Να ‘χω τη φορτωτήρα μου, φορτώνω ξεφορτώνω…



ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟ ΒΛΑΧΙΚΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ
Ως γνωστό, οι Συρρακιώτες εκτός της ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιούν και το βλάχικο προφορικό γλωσσικό ιδίωμα, αποτέλεσμα της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους και της χρησιμοποίησης ντόπιων πληθυσμών ως οριοφύλακες κατά μήκος της Εγνατίας οδού, στο οποίο περιέχονται λέξεις ελληνικές και λατινογενείς.
Αυτό συναντάται και στα τραγούδια, τα οποία είναι λίγα σχετικά με άλλα βλαχοχώρια της Ελλάδας.
Σε όλα τα βλαχοχώρια, τα τραγούδια αυτά έχουν προσαρμοστεί στα τοπικά εκάστοτε δεδομένα και εμφανίζουν ορισμένες παραλλαγές από χωριό σε χωριό, που τις συναντούμε, εκτός του ρυθμού, και σε ορισμένες λέξεις.
Παρακάτω αναφέρονται ορισμένα τραγούδια στο βλάχικο γλωσσικό ιδίωμα που τραγουδιούνται και σήμερα.

ΒΟΥΛΑ (βλάχικο τραγούδι της αγάπης, συρτό)
Βούλα μωρ’ Βούλα, σώρανι Παρασκευούλα,
τσιάι κουσίτσα γκάλμπινα, φάτσα σα τριαντάφυλλα.
Λέτς πούνου λα γκούρα,, ίτι μπάσου μέσου του γκούρα.
Λέτς πούνου λα κάλι, ίτσ ντάου ούνα πορτοκάλι.
Λέτς πούνου λα μουάρα, ίτι μπάσου νιγκανουάρα.
Λέτς πουν λα βιτσίνου, τράι τι μπάσιου του σίνου…

(Βούλα, μωρ’ Βούλα, αδερφή μου Παρασκευούλα
έχεις την κοτσίδα κίτρινη, μάγουλο σαν τριαντάφυλλο
βγες ως την αγορά, να σε φιλήσω στο στόμα
βγες ως το δρόμο, να σου δώσω ένα πορτοκάλι
βγες ως το μύλο να σε φιλήσω άλλη μια φορά
βγες ως το γείτονα να σε φιλήσω στο στήθος…..).

ΝΤΙ ΚΟΥ ΝΙΚΑ (βλάχικο τραγούδι της αγάπης «στα τρία»)
Ντι κου νίκα τι αστιπτάι
σι τι κρέστι, σι τι λιάου, Βαγγελίτσα νι,
σι τι κρέστι σι τι λιάου πω, πω μαρ’ νίκα νι.
Άπα αράτσι ντι λα γκούρα σι τι μπάσου μες του γκούρα
Τι κρισκούτς ντι τα΄αναλτάς, σι τι φιάτσις τρι μαρτάρι, Βαγγελίτσα νι
σι τι φιάτσις τρι μαρτάρι πω, πω μαρ’ νίκα νι.
Φρίτζι βιάρντι μιριτζίνου, σι τι μπάσου μέσου του σίνου…
Νου ι πάρι αρέου κα τι μαρτάς, τι νι άλτου τζόνι λοάσι.

(Από μικρή σε περίμενα, να μεγαλώσεις να σε πάρω, Βαγγελίτσα μου,
να μεγαλώσεις να σε πάρω*, μικρή μου.
Νερό κρύο από τη βρύση, να σε φιλήσω στο στόμα.
Και μεγάλωσες και μου ψήλωσες και έγινες για παντρειά
Φύλλο πράσινο (από βάτο), να σε φιλήσω στο στήθος.
Δεν με πειράζει που παντρεύτηκες και ένα άλλο λεβέντη πήρες).
*(να σε παντρευτώ).

ΒΙΡΓΙΝΑΔΑ – ΝΤΟΟΥ ΦΙΑΤΙ («κλειστός», συνηθισμένο γύρισμα σε τσάμικα)
Βιργινάδα που κοιμάσαι, σε καινούριο περιβόλι μπαίνω
Κάνει τα σταφύλια μαύρα, το κρασί γλυκό σα μέλι
Ντόου φιάτι λάι μουσάτι, σι λιτίρι κάλι μάρι.
Καρ ιάστι ατσιά, τσι μι ματριάστι τρι α μι λιά.
(Δυο όμορφες κοπέλες, βγήκαν στο μεγάλο δρόμο.
Ποια είναι αυτή, που με κοιτάει για να με πάρει*).
*να με παντρευτεί.

ΝΟΥ ΤΙ ΡΙΝΤΙ (…των αρραβώνων, στις κινήσεις του «Γιάν’ Κώστα»).
Νου τι ρίντι φιάτα νίκα, νου βα γιν λα νόι
Άστι μούντι μούλτου μάρι, νου βα πότς ι τρέτς
Τρί χατίρι ατά ρε τζόνι τρι σιμπέλου ατέου
Πετρουνίκλι βι μι φάκου σι λα βόι βα γίνου
Βάφλι ρίου μούλτου μάρι νου βα πότς ι τρέτς
Τρι χατίρι ατά ρε τζόνι, στρι σιμπέλου ατέου
Πέσκου μάρι βα μι φάκου, σι λα βόι βα γίνου.
Βάφλι σουάκρα μούλτου ράου, νου βα ποτε ι φάτς.
Σουάκρα ράου νιβάστα μπούνα, γκίνι βα τριτσέμ.

Μη γελιέσαι μικρή κόρη, δεν θα ‘ρθεις σε ‘μας.
είναι βουνό πολύ μεγάλο, δεν θα μπορέσεις να περάσεις.
Για το δικό σου χατίρι, για τον δικό σου καημό
πέρδικα μικρή θα γίνω και σε σας θα ‘ρθω.
Θα βρεις ποτάμι πολύ μεγάλο, δεν θα μπορέσεις να περάσεις.
Ψάρι μεγάλο θα γίνω και σε σας θα ‘ρθω.
Θα βρεις πεθερά πολύ κακιά, δεν θα μπορέσετε να τα ταιριάξετε.
Κακιά πεθερά, καλή νύφη, καλά θα περάσουμε.

ΒΙΝΙ ΟΥΑΡΑ ΣΙ ΦΟΥΤΖΙΜΟΥ (βλάχικο συρτό της αγάπης).

Βίνι ουάρα σι φουτζίμου, Μάρα μουσιάτα
Σι να τσέμου μούντι αλι νάλτου, Μάρα κου όκλιου λάιου*
Σι αλντονέμου βασιλάκου, σι αλ μπαγκάμου του γυαλί
Βου τσι αντάρου νιέλου ντι ασήμι, τσι αντάρου τσαρούχι ρόσα
*(ή - Τρι να τσέμου Μπιλιογράτι, ντι βα τσι λιάου νέλου ντι ασήμι
σι παπούτσ’ ντι αλουστρίν, νέλου ντι ασήμι νιάμου ντι μούμα νι).

Ήρθε η ώρα να φύγουμε, όμορφη Μαρία
Για να πάμε σε ψηλό βουνό, Μαρία με το μαύρο μάτι.
Να μαζέψουμε βασιλικό, να το βάλουμε στο γυαλί.
Θα σου κάνω ασημένιο δαχτυλίδι, θα σου κάνω κόκκινα τσαρούχια.
*(ή – Για να πάμε στο Μπιλιογράτι.
Θα σου πάρω ασημένιο δαχτυλίδι και παπούτσια από λουστρίνι.
Δαχτυλίδι έχω από τη μάνα μου).


Νανουρίσματα - Μοιρολόγια

Εκπληκτικά δείγματα τραγουδιών μας δίνουν οι Συρρακιώτες για τις δύο ακραίες στιγμές της ζωής τους, της γέννησης και του θανάτου.
Ιδίως όσων αφορά στα μοιρολόγια, δύσκολα κάποιος δεν έχει λυγίσει ακούγοντάς τα, έστω και αν δεν έχει σχέση με το θλιβερό γεγονός.
Ορισμένα από αυτά είναι τα παρακάτω:

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ:
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο
Μικρό μικρό σου το ‘δωσα μεγάλο φέρε μου το
Έλα ύπνε αγάλι αγάλι απ την πόρτα τη μεγάλη
Έλα ύπνε ύπνωσέ το και γλυκά αποκοίμισέ το
Κοιμήσου και παρήγγειλα στην πόλη τα προικιά σου
Στη Βενετιά του ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου
Νάνι του νανάκια του, ύπνος στα ματάκια του

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ:
Σου παραγγέλλω μαύρη γη κι αραχνιασμένο χώμα
Αυτούς τους νιούς που στείλαμε να μη τους αραχνιάσεις
Και τα σγουρά τους τα μαλλιά να μη τους τα χαλάσεις.
Βάλ’ τους να φαν’ βάλ’ τους να πιουν, βάλ’ τους να τραγουδήσουν.
‘μένα με λένε μαύρη γης κι αραχνιασμένο χώμα,
που τρώω τους νιους και χαίρομαι, τις νιες και καμαρώνω.
Παίρνω τους νιους απ’ το χορό, τις νιες απ’τα τραγούδια..

ΠΟΤΕ ΜΟΥ ΔΕΝ ΦΟΒΗΘΗΚΑ ΣΑΝ ΤΗ ΣΗΜΕΡΝΗ ΜΕΡΟΥΛΑ
Που ακούω τα φτυάρια να βροντάν και τα τσαπιά που σκάβουν
Που ακούω και το σήμαντρο που κράζει το όνομά μου.
Μάστοροι που δουλεύεται που φτιάχνετε το κιβούρι
Σκάψτε βαθιά σκάψτε βαθιά, σκάψτε καμαρωμένα.
Να κάτσω ορθός να ντύνομαι, να διπλωθώ να κάτσω.
Και στη δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παραθύρι.
Να μπουν να βγούνε τα πουλιά της Άνοιξης τ’ αηδόνι.
Να δω πότε είναι Άνοιξη και πότε καλοκαίρι.

ΈΝΑ ΠΟΥΛΑΚΙ ΠΕΡΑΣΕ ΣΕ ΠΗΡΕ ΣΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ
Ουδέ σε δέντρο ακούμπησε, ουδέ σ’ ελιάς κλωνάρι.
Μον’ πήγε και ακούμπησε της εκκλησιάς την πόρτα.
Κι ο χάρος τον περίμενε σε γρίβο καβαλάρι.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέρους από πίσω.
Παρακαλούν οι γέροντες κι οι νέοι γονατίζουν
Για να τους παν από χωριό και από την κρύα βρύση
Ούτ’ από χωριό τους πήγαινε, ούτ’ από κρύα βρύση.
Παν’ οι μανάδες για νερό γνωρίζουν τα παιδιά τους.
Είναι παιδιά που παίζουνε γνωρίζουν τους γονείς τους.


 Η ΦΟΡΕΣΙΑ.

«Όλη μέρα, τα καλοκαίρια, βρίσκονταν σε κίνηση.
Όταν δεν διάβαζε στις ρεματιές, γύρναε άσκοπα μες στο χωριό ή άκουγε τους μαραμπάδες πού ανιστορούσαν στο μεϊντάνι οι γερόντοι.
Ανεβοκατεβαίνοντας σ' όλα τα καλντερίμια, στέκονταν όπου έβλεπε τις γυναίκες να υφαίνουν στους αργαλειούς τα χειμωνιάτικα λάρια.
Εκεί όμως πού χασομέραε περσότερο ήταν έξω από τ' αργαστήρια.
Οι άνυφαντήδες κι οι χρυσοκεντιστάδες, για δροσιά, δούλευαν έξω, στη ρούγα, κάτω απ' τα δέντρα· κι ήταν χαρά των ματιών να βλέπεις πώς έπαιζαν τα δάχτυλα, πλουμίζοντας με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους».
(Μ. Περάνθη «Ο Τσέλιγκας» όπου περιγράφεται ως μυθιστόρημα ο βίος του Συρρακιώτη ποιητή του «Βουνού και της Στάνης» Κώστα Κρυστάλλη)

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ.
Μετά από τις πλεχτές φούστες και «πόλκες» οι κοπέλες στο σπίτι φορούσαν λουλουδάτες φανελένιες ρόμπες το χειμώνα με πετο- γιακά, κουμπιά μέχρι κάτω και δύο τσέπες ή καρώ με άλλο ειδικό ύφασμα. Από μέσα φορούσαν μπλούζα με λαιμόκοψη. Στα πόδια αφού έβγαλαν τις μάλλινες κάλτσες φόρεσαν «χουλαχούπ» (μπεζ κάλτσες) και από πάνω πλεχτές κοντές κάλτσες μέχρι τη γάμπα (σοσονάκια). Για καλό ντύσιμο φορούσαν φορέματα κόκκινα – πράσινα – μπλε – καφέ – κεραμιδί. Τα καλά υφάσματα ήταν μεταξωτά, ζορζέτα και αργότερα τα «μπροκάρ». Το καλοκαίρι «τσιτάκια» για κάθε μέρα και αργότερα φούστες από τσόχα, φορέματα από βελούδο, μπροκάρ κα. Άρχισαν σταδιακά να κόβουν τα μαλλιά που τα είχαν κοτσίδες και τα έκαναν περμανάντ ή ρολό όποια δεν τα είχε κόψει. Έβγαλαν το «φακιόλι» που ήταν άσπρο μαντήλι το οποίο φορούσαν κάθε μέρα, καθώς και το μαύρο μαντήλι με την κλάρα που το έδεναν πεταλούδα. Φόρεσαν παρδαλά φορέματα, φουρό εσωτερικά για να «φουσκώνει» το εξωτερικό φόρεμα και ψιλό λεπτό τακούνι στα πέλματα.

Συρρακιώτισες μες τα «καλά» τους
Οι ηλικιωμένες γυναίκες αφού έβγαλαν τις μάλλινες φούστες, φόρεσαν το «ντρίλι», που ήταν μαύρο ύφασμα με ρίγα μαύρη ή καφέ στην ύφανση. Ήταν αμάνικο και με τρία κουμπιά μπροστά. Από τη μέση και κάτω είχε πιετούλες και 15 πόντους περίπου κάτω από τη μέση δίπλωναν και γάζωναν το ύφασμα γύρω – γύρω, 5 πόντους περίπου. Αυτό λέγονταν (πόστα). Από τα κουμπιά προς τα αριστερά 10 πόντους, περίπου ήταν ανοιχτό και το έκλειναν με μία κόπτσα που λέγονταν «τοκάδι».
Από πάνω φορούσαν πόλκα. Ποδιές ριγέ, σκούρες υφασμάτινες. Πλεχτές ζακέτες, στο χέρι ή στη μηχανή.
Κάλτσες μάλλινες στα πόδια. Παπούτσια λαστιχένια για κάθε μέρα, τα οποία είχαν κολλημένο και ένα φιογκάκι από πάνω, φτιαγμένο από το ίδιο λάστιχο, ή χωρίς αυτό.

ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Οι άνδρες αφού έβγαλαν τις μπουραζάνες, φόρεσαν παντελόνια μάλλινα από «σκαλτερό» (χοντροσκούτι). Τα σακάκια ήταν από «δίμιτο». Μετά φόρεσαν παντελόνια υφασμάτινα. Τα σακάκια επίσης ήταν υφασμάτινα από «σκούλα» που ήταν σαν τσόχα. Επίσης ήταν φτιαγμένα και από άλλα υφάσματα. Τα πουκάμισα ήταν ριγέ μπλε- άσπρο και μαύρο-άσπρο με «παπαδίστικο» γιακά και κουμπιά μπροστά. Φορούσαν αμάνικο γιλέκο πλεχτό, συνήθως μπλε, που σχηματίζε «βε V» στο λαιμό (το έλεγαν και «μυτερό»), με σχέδια στο πλέξιμο. Οι κάλτσες ήταν μάλλινες και μακριές και τα παπούτσια σκαρπίνια.
Τα αγόρια παλιότερα φορούσαν τα μάλλινα κοντά παντελόνια που έφταναν ως κάτω από το γόνατο και ήταν υφαντά καρό μπλε ή κόκκινο, σκούρο ή ανοιχτό, με λεπτές γραμμές. Είχαν κουμπιά μπροστά και λουρί στη μέση. Το σακάκι που φορούσαν ήταν από δίμιτο και έβαζαν βελούδο στο γιακά που λέγονταν «θέλπα». Είχαν κάλτσες μάλλινες μέχρι το γόνατο με γιρλάντα ή ρίγες πάνω από τη γάμπα, και είχαν ένα σχοινάκι δεμένο στο τέλος το οποίο το έφερναν γύρω από το πόδι για να σφίγγει και να μην πέφτει η κάλτσα. Στα πέλματα φορούσαν παλιότερα τσαρούχια και αργότερα σκαρπίνια. Μετά φόρεσαν παντελόνια μπλέ μέχρι κάτω από το γόνατο από «ντρίλι», και αργότερα φτιαγμένο από άλλα υφάσματα. Τα παιδιά φορούσαν παλιότερα (με τα μάλλινα) πουκάμισο ριγέ με «παπαδίστικο» γιακά και αργότερα με κανονικό γιακά (όπως τα σημερινά). Μετά από τα 15 χρόνια τους, περίπου, φορούσαν μακριά υφασμάτινα παντελόνια, πουκάμισα με γιακά, σακάκι υφασμάτινο με πέτο - γιακά (σαν τα σημερινά). Το χειμώνα φορούσαν πλεχτά πουλόβερ κόκκινα , πράσινα , μπλε, καφέ σκούρο ή ανοιχτό με γιακά και κουμπιά μπροστά ή φερμουάρ 7-8 πόντους κάτω από το λαιμό.

Παλιότερα, από όταν περπατούσαν ως την ηλικία 4-5 χρονών περίπου, τα αγόρια και τα κορίτσια φορούσαν μάλλινα υφασμάτινα φορέματα. Ζωνάρι πλεχτό στη μέση με βελονάκι το οποίο από μέσα είχε σχέδια. Στο κεφάλι φορούσαν πλεχτή «κατσιούλα» (σκουφάκι) στο σχήμα του κεφαλιού, με κορδονάκια που να δένουν στο λαιμό και κάτω από αυτό, 7-8 πόντους περίπου, ήταν πλεχτό με σχέδιο «ψαροκόκαλο» και άλλα τρυπητά σχέδια.
Στα πόδια φορούσαν «πατουνάκια» πλεχτά με βελόνες ή βελονάκι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για να μάθουν να περπατούν τα μικρά παιδιά έβαζαν δύο παράλληλους κοντούς πασσάλους με διάστημα δύο μέτρων περίπου, στο ύψος του παιδιού, με ένα ξύλο που τα ένωνε, για να πηγαίνουν πέρα δώθε και να συνηθίζουν.
Αργότερα τα κοριτσάκια φορούσαν πλεχτά φορεματάκια με σχεδιάκια στην πλέξη ή γιρλάντα κάτω. Κάλτσες μάλλινες πολλές φορές στη μέση της γάμπας. Οι πιο όμορφες κάλτσες ήταν άσπρες «ψαροκόκαλο» πλεγμένες και το τελείωμα ήταν κόκκινο κρεμέζι. Είχαν επίσης πλεχτές ζακετούλες.
Μετά φόρεσαν υφασμάτινα ρούχα. Φούστες από τσόχα, φορέματα βελούδινα κ.α.
Στα πόδια είχαν άσπρα κοντά καλτσάκια. Παπούτσια δερμάτινα ή λουστρίνι.
Καρώ φορεματάκια με σούρα στη μέση ή πιέτες.
Φανελένια εμπριμέ «τσιτάκια» το καλοκαίρι. Στα μαλλιά έδεναν φιόγκο κορδέλες άσπρες κόκκινες ή ροζ. Ο φιόγκος γίνονταν πάνω στο κεφάλι όταν ήταν κοντό το μαλλί ή κάτω στις κοτσίδες όταν υπήρχαν.

Στους βοσκούς χαρακτηριστική ήταν η κάπα με την κατσούλα (ταλαγκάνα) από τραγόμαλλο, της οποίας το ύφασμα που παρασκευάζονταν στον αργαλειό λέγονταν «καπρίνα».
Ήταν φημισμένη η Συρρακιώτικη κάπα και λέγεται ότι και ναύτες του Ναπολέοντα τις φορούσαν.
«Εκ των παραλίων της Αλβανίας και Ηπείρου ιδόντες τους ναύτας της Μεσογείου φορούντας τας καπότας των, επεχείρησαν αμέσως να ράψωσι και τοιαύτας προμηθευόμενοι το ύφασμα καπόταν και βλαχ. σκούτικο λεγόμενον, εκ των βλαχοχωρίων του Ασπροποτάμου, όπου κατασκευάζεται και σήμερον ακόμη περίφημον»
Τις κάπες τις έραβαν πρώτα και μετά τις έβαφαν, αφού ως τότε ήταν χρώματος γκρι.
Πάνω από την κάπα χρησιμοποιούσαν πολλές φορές λόγω των καιρικών συνθηκών άλλο ένα μεγάλο κομμάτι, σαν κάπα, για το οποίο χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή του και λίγο πρόβειο μαλλί.


Στοιχεία του γάμου στους συρρακιώτες της Πρέβεζας

Ο Γάμος αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του βίου της παραδοσιακής κοινωνίας.
Επρόκειτο για μια κοινωνική λειτουργία η οποία στηρίζονταν στις αξίες τα πρότυπα και τις προτεραιότητες που έθεταν οι γενιές τις κάθε περιόδου αλλά και αυτές που προϋπήρξαν.
Ήταν μια διαδικασία που στηρίζονταν σε συγκεκριμένο τελετουργικό το οποίο ήταν γεμάτο συμβολισμούς και επιρροές που μας οδηγούν χιλιάδες χρόνια πίσω.
Ο Γάμος και το Πανηγύρι ήταν ο μοναδικός τρόπος διασκέδασης και ψυχαγωγίας της παραδοσιακής κοινωνίας των Συρρακιωτών.
Στο Συρράκο γινόταν πάντα καλοκαίρι και τούτο γιατί μόνο τότε ανταμώνανε όλοι οι Συρρακιώτες στο χωριό. Οι «Κτηνοτρόφοι» που γυρνούσαν από τα χειμαδιά και οι «Ραφτάδες» που επέστρεφαν από τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού και της Ελλάδας όπου πουλούσαν τα εμπορεύματα τους.
Με την μόνιμη εγκατάσταση στην Πρέβεζα, κάποιες διαδικασίες μεταβλήθηκαν ή προσαρμόστηκαν στις καινούριες συνθήκες, χωρίς όμως να αλλοιώνεται η ουσία της διαδικασίας και του γεγονότος.
ΠΡΟΞΕΝΙΟ
Η υποχρέωση για την αποκατάσταση των νέων ήταν καθήκον των γονιών και ιδίως των πατεράδων. Γι’ αυτή ίσχυε η προτεραιότητα αναλόγως της ηλικίας τους.
Η ηλικία των γυναικών που ήταν κατάλληλη για παντρειά ήταν συνήθως μετά το 15ο έτος της ηλικίας τους, αφού έχει ετοιμάσει την προίκα της, ενώ των αγοριών μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους.
Τα περισσότερα συνοικέσια τελούνταν τις μέρες των πανηγυριών.
Τα πολλά πανηγύρια που γίνονταν εξυπηρετούσαν και τη σκοπιμότητα αυτή, δηλαδή να δουν και να σχεδιάσουν τα πιθανά προξενιά.
Η επιδίωξη όλων ήταν οι μελλόνυμφοι να προέρχονται από το Συρράκο.
Το προξενιό το έστελναν οι γονείς της κοπέλας στους γονείς του γαμπρού. Το αντίθετο ήταν υποτιμητικό.
Έτσι κάποιος συγγενής της κοπέλας αναλάμβανε, εν αγνοία της, να μεταφέρει το μήνυμα σε κάποιον αντίστοιχο του γαμπρού.
Αν απορρίπτονταν κρατιόνταν μυστικό για να μην εκτεθούν οι συγγενείς και η κοπέλα.
Αν συμφωνούσαν το ανακοίνωναν στον άλλο υπεύθυνο του προξενιού και μετά το πληροφορούνταν οι μελλόνυμφοι.
Στη συνέχεια συναντούνται οι γονείς και στενοί φίλοι των δύο μερών συνήθως στο σπίτι του γαμπρού για να συζητήσουν και να συμφωνήσουν το μέγεθος της προίκας
Πολύ παλιότερα, στην εποχή που οι Συρρακιώτες ήταν στο Συρράκο, συνέτασσαν και το προικοσύμφωνο.
Μετά τον αρραβώνα και αφού τα είχαν συζητήσει στο προξενιό, περίπου 10 άντρες, συγγενείς του γαμπρού, πήγαιναν στης νύφης για να τα καταγράψουν τα συμφωνηθέντα σε χαρτί. Πρώτα τα χρήματα και τα ζώα.
Η έκφραση ήταν πως «έριχναν στον τόμο τον ρουχισμό». Κατέγραφαν την ποσότητα των ρούχων που συμφωνήθηκαν και έλεγχαν αν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ή αν έπρεπε να συμπληρωθεί αργότερα.
Δηλ. αν είχαν συμφωνήσει να υπάρχουν 4 σάρικες και υπήρχαν εκείνη τη στιγμή 2, έπρεπε σε καθορισμένο χρονικό διάστημα να συμπληρωθούν.

ΓΑΜΟΣ:
Προσκαλούσαν τον κόσμο προφορικά, δηλαδή δεν έκαναν προσκλήσεις. Πήγαινε ένας από σπίτι – σε σπίτι και έκανε τη δουλειά αυτή .

ΠΕΜΠΤΗ- προίκα:
Την Πέμπτη οι φίλες της νύφης πήγαιναν σπίτι της. Έκαναν στοίβα το προικιό (σε «γίκο») δηλαδή διπλωμένα τα υφάσματα κλπ , το ένα πάνω στο άλλο. Κάτω κάτω έβαζαν τα χοντρότερα και πιο πάνω τα λεπτότερα. Τις φλοκιαστές (κουβέρτες με φλόκο (βλαχ. τσιέργκα), τις βελέντζες (υφαντό ίσιο χωρίς φλόκο, βλαχ. σάσμα) τις στρώσες (χαλιά υφαντά), μαντανίες (λεπτό υφαντό που έστρωναν στα κρεβάτια με γιρλάντα στο πάνω και κάτω μέρος ή ρίγα) και μετά τα μαλλινοσέντονα (συνήθως έδιναν το μαλλί στα εργοστάσια και φτιάχνονταν με βαμβάκι και μαλλί, μπορεί να τα ύφαιναν και στο σπίτι σε μερικές περιπτώσεις). Από πάνω γέμιζαν με μαξιλάρια (συνήθως 3 ζευγάρια ύπνου και 1 ζευγάρι σε πιο εμφανές σημείο όρθιο)
Στο κάτω μέρος έβαζαν μαξιλάρια για άλλες χρήσεις που ήταν φτιαγμένα κεντημένα στον αργαλειό ή στο χέρι ή πλεχτά

Στα κρεβάτια άπλωναν τα κεντήματα, τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες, τις πετσέτες τις ποδιές κ.α. Τα φορέματα τα τοποθετούσαν κρεμαστά. Ετοίμαζαν και τις πλεχτές κάλτσες (βλαχ. Τσιουρέπια) που προορίζονταν για δώρα στο σόι του γαμπρού. Μπορεί να ήταν 80-100-120 ζευγάρια, αναλόγως του πόσο μεγάλο ήταν στο σόι του.

Στα χαρακτηριστικά των προκαθορισμένων διαδικασιών συγκαταλέγεται και «η κασέλα»
Η κασέλα είναι ένα ξύλινο μακρόστενο, παραλληλόγραμμο κιβώτιο, με κάλυμμα που ανοιγόκλεινε, στο οποίο φύλασσαν τακτοποιημένα ρούχα και υφάσματα.
Οι συγγενείς του γαμπρού ανέκαθεν την έπαιρναν μαζί με τα προικιά από τη νύφη, ως σχεδόν το 1955.
Στην πάνω δεξιά μεριά (της στενής πλευράς) είχε ένα παταράκι, σαν κουτάκι, 7-8 εκατοστών πλάτους και ύψους που λέγονταν «παράκλα» και από την αριστερή πλευρά, ένα σανιδάκι καρφωμένο για να στηρίζει το κάλυμμα της κασέλας όταν ήταν ανοιχτή.
Όταν η κασέλα σταμάτησε να αποτελεί μέρος της προίκας, αντικαταστάθηκε από καλοφτιαγμένη ντουλάπα.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Την Παρασκευή έρχονταν οι συμπέθεροι (σόι του γαμπρού) για να πάρουν την προίκα σε παϊτόνια, σε «χαμάλες», σε κάρα, ή μικρά φορτηγά.
Αυτή απλώνονταν και μερικά κρέμονταν στα πλάγια για να φαίνονται. Αφού τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, η μητέρα του έριχνε ρύζι και τα έκαναν πάλι στοίβα (γίκο). Απαραίτητη όμως προϋπόθεση ήταν να πάρουν πρώτα το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό. Αν αυτό δεν παραλαμβάνονταν, μπορεί να χαλούσε και ο γάμος..

ΣΑΒΒΑΤΟ - νύφη
Το βράδυ του Σαββάτου γίνονταν το γλέντι στην νύφη. Η οικογένεια του κάθε προσκεκλημένου έφερνε ένα «πόδι» κρέας πρόβειο (ένα τέταρτο του ζώου) και από ένα ταψί ψωμί. Μερικοί έφερναν και κρασί. Πριν έρθουν τα όργανα τραγουδούσαν με το στόμα οι άντρες και οι γυναίκες σε αντιφώνηση (μία φορά οι γυναίκες και μία οι άντρες). Τραγούδια καθιστικά περισσότερο.
Όταν έλεγαν χορευτικό τραγούδι, το χόρευαν. Μετά έρχονταν τα όργανα-, οι κομπανίες. Συνήθως ήταν οι αυτές του Λάζαρου (από τη Στεφάνη, «Κατζά»), του Τζάρα (από την Πρέβεζα), του Νταή (από το Μέτσοβο) και των Γεροδημαίων. Έμπαιναν στο χορό ανά παρέες, συνήθως ανά οικογένειες. Άντρες και γυναίκες μαζί (πιο ελεύθερα όχι όπως στο πανηγύρι στον προκαθορισμένο διπλοκάγγελο ή τριπλοκάγγελο χορό). Ένας είχε την ευθύνη για να κρατά και να δίνει τη σειρά για το χορό. Άλλος ήταν υπεύθυνος για το φαγητό και λέγονταν κελαρτζής. Έκοβε το κρέας που έφερναν οι καλεσμένοι σε μερίδες και το τσιγάριζαν στο ταψί. Μετά έβαζαν τρία καζάνια στη φωτιά και το έβραζαν. Το ένα σούπα με ρύζι, το άλλο στιφάδο και το άλλο πατάτες ή φασολάκια.

Το γλέντι πραγματοποιούνταν σε ένα κατάλληλα διαμορφωμένο σημείο. Έβαζαν «τέντα» ολόγυρα, οι οποία ήταν μεγάλη τράγινη κουβέρτα, χρώματος ριγέ μαύρο και γρι, ενώ συμπλήρωναν με άλλες κουβέρτες.

Εσωτερικά της κάθονταν γύρω-γύρω σε καθίσματα τα οποία ήταν ενωμένα. Ήταν φτιαγμένα από καλάμια ή σανίδες που στηρίζονταν σε πασσάλους. Μπροστά, πάλι γύρω-γύρω ενωμένα, ήταν τα τραπέζια, τα οποία ήταν πάλι από σανίδες. Στα καθίσματα έστρωναν μάλλινες κουβέρτες, μαξιλάρια και ότι άλλο ανάλογο είχαν. Στα τραπέζια δεν έστρωναν κάτι πάνω.
Πριν το φαγητό έρχονταν το συμπεθεριό (συγγενείς του γαμπρού) αποτελούμενο από 10-15 περίπου άτομα. Στρώναν το τραπέζι και αφού τελείωναν το φαγητό τραγουδούσαν το τραγούδι «Σε τούτη τάβλα που ‘μαστε» σε δύο παρέες, μία φορά η μία και μία φορά η άλλη.
Το φαγητό το τοποθετούσαν 2 άτομα στα πιάτα. Πρώτα σερβίρονταν το ρύζι. Νέα παιδιά (5-6 άτομα) που φορούσαν καρώ άσπρο-κόκκινο ποδιά (και λιγότερο μπλε άσπρο), κάθονταν στη σειρά και ο ένας έδινε στον άλλο το πιάτο, ώσπου να φτάσει στο τραπέζι. Εκεί κάποιος μεγαλύτερος είχε την ευθύνη σε ποιόν θα δοθεί , αναλόγως τη σειρά. Μόλις τελείωνε το πρώτο πιάτο, μάζευαν τα σκεύη και τα έπλεναν ώστε να χρησιμοποιηθούν στο δεύτερο πιάτο. Το ίδιο και στο τρίτο. Στο τέλος, στο τέταρτο, σερβίρονταν το κρέας. Έπιναν και κρασί ή ούζο. Χαρακτηριστικά ο κελαρτζής έλεγε ότι «δεν φτάνει το ένα, δεν φτάνει το άλλο», για να μην μεθύσουν.
Στη αρχή χόρευε το σόι της νύφης.
Όταν έρχονταν οι συμπέθεροι, μαζί με το γαμπρό, τον κουμπάρο (νουνό τον έλεγαν) κλπ, τους έβαζαν στην καλύτερη θέση και τους κερνούσαν λουκούμια και ούζο.
Μετά χόρευαν οι συμπέθεροι μαζί με τη νύφη. Άρχιζαν το χορό με το Συγκαθιστό («συγκαστό» το λένε οι Συρρακιώτες)
Η νύφη πιάνονταν με μαντήλι από το χέρι του γαμπρού. Οι άλλοι από έξω για να τους κάνουν να πιαστούν από τα χέρια τους, έπαιρναν το μαντήλι, αλλά η νύφη είχε μαζί της 5-6 μαντήλια.
Αφού χόρευαν όλοι οι συμπέθεροι έφευγαν και το γλέντι συνεχίζονταν μέχρι το πρωί.
Τα όργανα τα πλήρωνε και τα έστελνε στη νύφη ο γαμπρός.
Στο γλέντι της νύφης συνέβαινε και τούτο. Υπήρχε στην Πρέβεζα μια ομάδα νέων ανδρών που τους έλεγαν «ΕΟΚΑ», και συνήθως ήθελαν να φάνε. Πήγαιναν λοιπόν σε πολλούς γάμους, απρόσκλητοι. έξω από την «τέντα». Όταν κάποιος από μέσα τους αντιλαμβάνονταν ρωτούσε φωναχτά: «δεν ήρθε η ΕΟΚΑ;». Σφύριζαν αυτοί από έξω και ένας από μέσα, από τις χαραμάδες που είχε η τέντα , τους έδινε να φάνε και να πιούνε.

ΚΥΡΙΑΚΗ- ο γάμος
Ο γάμος γινόταν συνήθως μετά το μεσημεριανό, νωρίς το απόγευμα. Ένας λόγος ήταν ότι μετά θα γίνονταν τραπέζι στους προσκεκλημένους
Αργότερα γίνονταν το πρωί, μετά την εκκλησία. Ένας λόγος ήταν ότι είχε αρχίσει η «μόδα» να φεύγουν τα νιόπαντρα για νυφικό ταξίδι και δεν ακολουθούσε «τραπέζι»
Οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν στη Μαργαρώνα και λιγότεροι στη Φανερωμένη, ενώ δεν έλειπαν οι περιπτώσεις που γίνονταν στέφανα και στο σπίτι.
Αν ο γαμπρός ήταν από μακριά τα στέφανα γίνονταν στο μέρος της νύφης.
Το πρωί της Κυριακής ετοιμάζονταν φαγητά για το μεσημέρι. Μετά τα όργανα πήγαιναν στο γαμπρό. Όλο μαζί το συμπεθεριό (του γαμπρού) με τα όργανα πήγαιναν στο νουνό για να τον πάρουν.

Όταν ντύνονταν η νύφη, πιο παλαιά, κρατούσε στην ποδιά της ασημένιο δίσκο. Ο πατέρας έριχνε στο κεφάλι της σταυρωτά λίγο κρασί. Μετά οι υπόλοιποι σταύρωναν με κέρματα το κεφάλι της και τα έριχναν στο δίσκο.
Έλεγαν και το τραγούδι, «ευχήσου με μανούλα μου τώρα στο στόλισμά μου…». Πιο παλαιά οι νύφες φορούσαν φορέματα κόκκινα ή μπλε. Όταν ήταν κόκκινο το φόρεμα φορούσε μπλε ποδιά κεντημένη με δαντέλα γύρω-γύρω και όταν ήταν μπλε το φόρεμα ήταν κόκκινη η ποδιά. Στην αριστερή πλευρά, 7-8 πόντους κάτω από τη μέση, καρφίτσωναν ένα τριγωνικά διπλωμένο μαντήλι. Το κρατούσε η νύφη ακουμπώντας το με τα δάχτυλα στην πάνω μεριά του. Στο κεφάλι φορούσαν Γιαννιώτικο μαντήλι μαύρο με «κλάρα», δεμένο «πεταλούδα». Το στερέωναν με καρφίτσες που είχαν μαύρο «κεφαλάκι». Φυσικά η νύφη είχε κοτσίδες μέχρι τη μέση και πιο κάτω. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες αγοραστές και παπούτσια, άλλες με λουράκι και άλλες γόβα.
Στα μετέπειτα χρόνια, οι νύφες φορούσαν άσπρο φόρεμα, πέπλο, κραγιόν και τα μακριά μαλλιά που δεν τα είχαν κόψει ακόμα, τα μάζευαν μπούκλες γύρω στο δάχτυλο και τα έπιαναν με τσιμπιδάκι. Επίσης τα έκαναν ρολό.
Η νύφη τα βλέφαρα δεν τα σήκωνε και κοιτούσε όλο κάτω.

Ο γαμπρός φορούσε κοστούμι μπλε, ριγέ πουκάμισο και σκαρπίνια παπούτσια (παλιότερα δεν φορούσαν γραβάτα, η οποία προστέθηκε αργότερα).
Ένα αγοράκι 10-15 χρονών περίπου είχε ένα ασημένιο δίσκο στο κεφάλι και το κρατούσε με τα χέρια. Μέσα είχε τα στέφανα μέσα σε ρύζι και κουφέτα και ότι άλλο χρειάζονταν. Από πάνω ήταν σκεπασμέ'νο με φανταχτερό πανί. Ο γαμπρός πήγαινε στο τέλος του «συμπερθιακού» όπως το έλεγαν. Τα όργανα τραγουδούσαν στο δρόμο διάφορα τραγούδια. Όταν έφταναν στη νύφη έλεγαν το «Ξύπνα περδικ(λ)ομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου…». Ο «Βλάμης» που ήταν φίλος του γαμπρού έβαζε τα παπούτσια στα πόδια της νύφης.
Μετά πιάνοντας αγκαζέ τη νύφη από τη μία μεριά ο πατέρας και από την άλλη η μάνα έβγαιναν έξω από την πόρτα. Τότε γυρνούσε η νύφη προς την πόρτα και προσκυνούσε 3 φορές (έσκυβε λίγο). Η μάνα της έριχνε ρύζι και κουφέτα που είχε σ’ ένα πιάτο και το έσπαγε στο έδαφος.
Μετά την έπιαναν πάλι αγκαζέ 2 νέα άτομα, τα αδέλφια αν είχε ή στενός συγγενής. Τα όργανα έλεγαν το (αφήνω γεια μανούλα μου). Πολλοί έκλαιγαν γιατί έφευγε η νύφη από τους δικούς της. Όταν έφταναν στην εκκλησία την έπιαναν από δεξιά αγκαζέ ο γαμπρός και αριστερά ο νούνος. Αφού γίνονταν τα στέφανα ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού. Τα όργανα , τα νιόγαμπρα και όλοι οι συμπέθεροι.

Όταν έφταναν τα όργανα στο καινούριο σπίτι (του γαμπρού) έλεγαν το «έβγα κυρά-κυρά και πεθερά για να δεχτείς την πέρδικα…». Έβγαινε η πεθερά με ένα πιάτο που περιείχε ρύζι και κουφέτα, τα οποία έριχνε πάνω στα νιόγαμπρα. Η νύφη με το τακούνι έσπαγε το πιάτο και μετά έμπαινε μέσα. Μετά έβαζαν τη νύφη στο χορό. Στην παραδομένη διπλή σειρά με μέσα τις γυναίκες και έξω τους άντρες, ο γαμπρός χόρευε και κρατούσε για χορό όλους του άντρες και ανάλογα η νύφη τις γυναίκες. Κατόπιν οι συγγενείς της νύφης έφευγαν, για να γυρίσουν λίγοι από αυτούς (10 –15) το βράδυ να συμμετάσχουν στη «χαρά». Όποιος είχε την οικονομική άνεση κρατούσε τα όργανα και για το βράδυ. Αν δεν την είχε, συνεχίζονταν το γλέντι με γραμμόφωνο, ηλεκτρόφωνο και «με το στόμα».
Όπως γίνονταν το γλέντι στη νύφη το Σάββατο το βράδυ τα ίδια γίνονταν και στο γαμπρό την Κυριακή το βράδυ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του γλεντιού δίπλα από τη νύφη κάθονταν πάντα μια γυναίκα, που μπορεί να ήταν η αδερφή της (αν είχε) ή κάποια ξαδέρφη της.
Τη Δευτέρα «έστρωναν το κρεβάτι» και τακτοποιούσαν τα πράγματα στις θέσεις τους.
Μόλις έστρωναν το κρεβάτι έριχναν πάνω ένα αγοράκι μικρό για να κάνει η νύφη αγόρι.
Τα πιο πολλά δώρα του γάμου ήταν χαλκώματα. Ταψί, κατσαρόλα, νταβάς, σουρωτήρι (κυψέ), γκιούμι (σκεύος με χερούλι με κάλυμμα για νερό) – κανάτα (βλαχ. ουάλα) και γυαλικό.
Στους αυστηρά προβλεπόμενους άγραφους κανόνες, ιδίως σε ότι αφορούσε, στη νύφη περιλαμβάνονταν και ο τρόπος που εκφωνούσε τους καινούριους συγγενείς.
«Πατέρα» τον πεθερό, «μάνα» τη νύφη, «αφέντη» όλους τους άρρενες, «κυρά» όλες τις γυναίκες.
Απαντούσε πάντα με το «όρσε» (ορίστε) όταν την καλούσαν και απαγορεύονταν να περάσει μπροστά από τους καθιστούς άντρες.


Πανηγύρια των Συρρακιωτών στο Συρράκο και την Πρέβεζα και τα γενικά χαρακτηριστικά του χορού σε αυτά

«Πήρε ο Απρίλης, δώδεκα, Παναγιωτούλα μου, κι ο Μάης δεκαπέντε,
βήκαν οι βλάχοι στα βουνά, Παναγιωτούλα μου, βήκαν κι οι βλαχοπούλες...»

Πρόκειται για ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του Συρρακιώτη ποιητή του «Βουνού και της Στάνης» Κώστα Κρυστάλλη, ο οποίος περιγράφει με τον παρακάτω τρόπο τα πανηγύρια που έπονταν της ανόδου των βλάχων Συρρακιωτών στο χωριό τους.

«… ράβουνε καινούργια ρούχα και στολίζονται κι όθε απαντηθούν φιλιούνται και αγκαλιάζονται.
Σήμερα στα μεσοχώρια όλα αστράφτουνε εμορφάδες και στολίδια, κι ολ’ αντιλαλούν από τα γλυκά τραγούδια πού χορεύουνε.

Ροβολούν τα παλικάρια, λεβεντόπαιδα μ' άρματ' αργυρά στη μέση και με χαϊμαλιά, ροβολούν κι οι μαυρομάτες, ρούσες κι έμορφες, λυγερές σαν κυπαρίσσια, σαν μηλιές γλυκείες, σαν Ξωθιές και σαν Νεράιδες, πού λαμποκοπάν….
Πιάνοντ' όλοι χέρι χέρι. Τα τραγούδια τους και τες πέτρες ζωντανεύουν.

Γύρου οι γέροντες καθισμένοι αράδα - αράδα τους κοιτάζουνε και γλυκά τους καμαρώνουν και κρυφά κρυφά ζευγαρώνουν κάθε νιο με κάθε κόρη τους.
Κι ο χορός και το τραγούδι παν αδιάκοπα.
Λυγερές και παλικάρια σειούνται και λυγούν και στους κύκλους οπού πλέκουν αγναντεύονται και κρυφά γλυκοτηριούνται και γνωρίζονται, κάβε κόρη τον καλό της, κάβε νιος τη νια. Όλες οι ματιές ταιριάζουν, κι όλες οι καρδιές ώρα με ώρα ζευγαρώνουν και κρυφομιλούν. Κι ο χορός και το τραγούδι πάν στρωτά - στρωτά…»
(Κ. Κρυστάλλη «Ο χορός της Λαμπρής»)

ΣΤΟ ΣΥΡΡΑΚΟ…
Τα πανηγύρια μαζί με τους γάμους ήταν και στο Συρράκο, από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του βίου της παραδοσιακής κοινωνίας .
Επρόκειτο για μια κοινωνική λειτουργία η οποία στηρίζονταν στα πρότυπα και τις προτεραιότητες που έθεταν οι γενιές τις κάθε περιόδου αλλά κυρίως αυτές που προϋπήρξαν.
Ήταν μια διαδικασία που στηρίζονταν σε συγκεκριμένους κανόνες και τελετουργικό ενώ οι εξωτερικές επιρροές και ο τρόπος που επηρέαζαν την κοινότητα κάθε περίοδο μας οδηγούν πολλά χρόνια πίσω.
Ο γάμος και το πανηγύρι ήταν από τους ελάχιστους τρόπους διασκέδασης και ψυχαγωγίας της παραδοσιακής κοινωνίας του Συρράκου, ιδίως όσων αφορά στις γυναίκες.
Αλλά και για τους «Κτηνοτρόφους» με το αέναο ανεβοκατέβασμα των κοπαδιών και τις πολλές στερήσεις, καθώς και για τους ξενιτεμένους «Ραφτάδες», ήταν μια από τις ελάχιστες δυνατότητες γλεντιού και συνύπαρξης στον τόπο καταγωγής.

Γινόταν βασικά τέσσερα πανηγύρια, όλα τα καλοκαίρι, και τούτο γιατί μόνο τότε ανταμώνανε όλοι οι Συρρακιώτες στην πατρογονική γη.

Οι «Κτηνοτρόφοι» που γυρνούσαν από τα χειμαδιά και οι «Ραφτάδες» που επέστρεφαν από τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού και της Ελλάδας όπου πουλούσαν τα εμπορεύματα τους.
Εκτός όμως της αυτονόητης ανάγκης για ανανέωση των δεσμών, για συνύπαρξη και γλέντι, ένας ακόμη πολύ βασικός λόγος ήταν, ότι το πανηγύρι προσφέρονταν ως κοινωνική εκδήλωση για να προβληθούν οι νέοι και οι νέες που βρίσκονταν σε ηλικία γάμου.
Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, ήταν από τις ελάχιστες δυνατότητες που δίνονταν στις γυναίκες για διασκέδαση και διαμονή για αρκετή ώρα (ως τη δύση), εκτός οικίας.
Έτσι, πολλές φορές με το τέλος τους, γίνονταν τα προξενιά και σε σύντομο χρονικό διάστημα οι γάμοι αφού σε λίγο έπρεπε να φύγουν.

Το πρώτο πανηγύρι ήταν των Αγίων Αποστόλων (30/6), που στα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα διαρκούσε τρία βράδια στα καφενεία και δύο μέρες στο χοραστάσι.
Κατόπιν του Προφήτη Ηλία (Αι Λιός, 20/7), που διαρκούσε δύο βράδια και μια μέρα. Στο πανηγύρι αυτό υπήρχε μεγάλη συμμετοχή γιατί την εποχή αυτή «κόβαν» τις στάνες και πήγαιναν στα τυροκομεία.
Του Αι Λιός πραγματοποιούνταν και οι εξετάσεις των μαθητών.

Μετά, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα (του Σωτήρως 6/8) που διαρκούσε δύο βράδια και μία μέρα, ενώ υπήρχε μικρότερη συμμετοχή λόγω του ότι θα ακολουθούσε σε λίγες μέρες το μεγαλύτερο πανηγύρι, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (της Παναγίας 15/8).
Αυτό διαρκούσε τρία βράδια και δύο μέρες. Στις 14/8 το γλέντι γινόταν συνήθως στα μαγαζιά, ενώ 15 και 16/8 στο χοραστάσι, στον πλάτανο.

Στα χαρακτηριστικά του ήταν η παρουσία των γυναικών φορώντας τις καλές «σάρικες», τα σιγκούνια, τη δεύτερη μέρα και η ανάγνωση της διαθήκης ευεργετών που προίκιζαν ανύπαντρες και άπορες κοπέλες.
Του Αγίου Γεωργίου γινόταν πολλές φορές πανηγύρι «με το στόμα» στο τέλος της λειτουργίας έξω από την εκκλησία, στην θέση «Αλώνι».

Στον «Τσέλιγκα» του Μ. Περάνθη, όπου περιγράφεται ως μυθιστόρημα ο βίος του Κώστα Κρυστάλλη αναφέρεται σε ένα σημείο στα πανηγύρια και τους οργανοπαίχτες:
«Τα πανηγύρια ήταν ή άλλη χαρά του (εννοεί του Κρυστάλλη), έτσι καθώς έπεφταν μαζεμένα στο καλοκαίρι πού γιόρταζαν οι εκκλησιές τους, των Αγίων Αποστόλων, της Άγια Παρασκευής, τ' Άι-Λιός, της Παναγίτσας.

Μοσκοβολούσε ο τόπος απ' τα σουβλισμένα κριάρια και σειόνταν από τα όργανα και τα λαλούμενα και τους πήδους.
Τι λεβεντιές πού μαζεύονταν κι απ' τα δυο χωριά (ενν Συρράκο – Καλαρρύτες) και πώς φάνταζαν και λαμποκοπούσαν τα κορίτσια με τις μυριάδες τα χρώματα!
Άλλες με φουστάνια ατλαζένια και λαχουρένια κι άλλες με τ' ακριβά κοντογούνια τους και τις σάρικες τις καλοραμμένες, με τα μαντίλια τους στο κεφάλι περικεντημένα με κόκκινα γαϊτάνια μεταξωτά και τις ποδιές τις υφαντές με τα χίλια μύρια χρώματα...

Κι όταν φούντωνε ο χορός κι ή χαρά και κόντευαν να σπάσουν τα όργανα, πάνω στο κέφι, έβγαζαν τα παλικάρια απ' τα δυο χωριά τα μαχαίρια τους κι άλλαζαν αίμα και γίνονταν μπράτιμοι κι αδερφοποιτοί...
Άλλο πού δεν ήθελαν κι οι γύφτοι, να βγάλουν τον κόπο τους με τα φλουριά πού τους κολλούσαν στο κούτελο όσοι έρχονταν στα κέφια.

… Άμα ξημέρωνε σκόλη και γιορτή, ήταν οι «βιολιτζήδες» — βιολί, κλαρίνο, σαντούρι.
Κι άμα περνούσαν οι σκολιανές, γύριζαν στ' αργαστήρι τους και ξεκούφαιναν τον κόσμο από τα χαράματα με τα σύνεργα τους.
Είχαν το σιδεράδικο τους στη βορινή άκρη του χωρίου κι ο Κώστας στέκονταν ταχτικά, κάθε πού διάβαινε για τη ρεματιά του μύλου.
Του άρεσε να χαζεύει με τις σπίθες πού ξαμολούσαν και με τα χωρατά πού πετούσαν ο ένας στον άλλον.

Καλώς το αφεντόπουλο, τον βλέπει ο ένας από τους γύφτους, εκείνος με τον καρούμπαλο στο ριζάφτι του.
—Τα 'μαθές ο ασίκης; λέει ο άλλος, ο κοντός, πού δουλεύει στο φυσερό και τις γιορτές παίζει κλαρίνο.
Απ' τα τώρα το λέει ή περδικούλα του.
Ρίχτηκε τις προάλλες στη βρύση κι έκλεψε το φιλί· ποια ήταν ορέ Κωστάκη; της κυρα-Δήμαινας;
—Μην το π'ράζεις ορέ το πιδί, μπαίνει στη μέση ή κυρα-Γιώργαινα.
Πιδί είνι, δεν είχε πουνηριά στου μυαλό
—Πονηριά ξεπονηριά, εμείς γάμους θέλουμε. ….»

Ενώ για τη λεβεντιά και την ομορφιά των κοριτσιών του Συρράκου σε άλλο σημείο αναφέρει:
«Δεν τον ένοιαζε (τον Κ. Κρυστάλλη) για τους δραγάτες· δεν τους φοβόταν. Αρβανίτες οι περισσότεροι, με διπλές αρμαθιές φουσέκια περασμένες στο στήθος τους, έμοιαζαν με καπεταναίους φοβερούς πού διαφεντεύουν τα χτήματα και τα δάση. Ήταν τα φυσεκλίκια πού τους έκαναν να φαντάζουν.

Δίχως αυτά, άμα τους έβλεπες στα πανηγύρια, γίνονταν άλλοι άνθρωποι, άπραγοι, μουδιασμένοι, πού μαζεύονταν παράμερα και κοίταζαν αμίλητοι από την άκρη τους. Και μόνο σαν έσερνε πρώτη το χορό καμιά Συρρακιωτοπούλα, έβλεπες τα μάτια τους πού γυάλιζαν καί μεγάλωναν. Το στόμα τους ξεκλειδώνονταν κι άκουες το χαλασμό πού γίνονταν μέσα τους:
—Για βιστό κούρμ', για βιστό τριμρί!...
(Για κοίτα κορμί, κοίτα λεβεντιά!)»

ΣΤΗ ΠΡΕΒΕΖΑ…
Τέτοια στοιχεία κράτησαν στη μνήμη και στην καρδιά οι Συρρακιώτες όταν η ζωή, οι ανάγκες και η εξέλιξη τους ανάγκασε να εγκατασταθούν μόνιμα στην Πρέβεζα και να συνεχίσουν εκεί, να αναπαριστούν στην αρχή, την εικόνα των πανηγυριών στο χωριό, μέχρι που έγινε και αυτό βίωμα και κομμάτι της ζωής.
Και μιας και η ζωή κάνει πάντα τον δικό της υπολογισμό και αυτά κάποια στιγμή σταμάτησαν, για να επιστρέψει η τάξη και τα πανηγύρια όλων των Συρρακιωτών της Ελλάδας, να επιστρέψουν στην αρχική τους βάση.
Στην Πρέβεζα γίνονταν όλα τα πανηγύρια που γίνονταν και στο χωριό, εκτός των Αγίων Αποστόλων, το οποίο τα τελευταία χρόνια δεν γίνεται ούτε στο Συρράκο.
Προστέθηκε όμως ένα ακόμα.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ.
Την Κυριακή του Πάσχα το απόγευμα γίνονταν άρχιζε το πανηγύρι στην Αγία Φανερωμένη που διαρκούσε ως την Τρίτη. Άρχιζαν τα όργανα στις δύο –τρεις μετά το μεσημέρι ώσπου νύχτωνε.
Δύο-τρία άτομα που θα διοργάνωναν το πανηγύρι φρόντιζαν για όλα. Καρέκλες, ούζο, λουκούμια, όργανα κλπ.
Τα υλικά στη Φανερωμένη μεταφέρονταν συνήθως με τη χαμάλα του μπάρμπα Θανάση Βαγγέλη.

Το βράδυ μετακινούνταν σε ένα από τα καφενεία των Συρρακιωτών.
Στο Μπαχλάβα ήταν το καφενείο του Βασίλη Βαγγέλη, στη «Μηχανική Καλλιέργεια ή Κεραμιδαριό» ήταν το καφενείο του Μήτρο Παπουτσή και του Σταύρου Ψώχιου.
Οργανωτές των πανηγυριών της Φανερωμένης ήταν οι: Γιώργος Μπέλλος, Μιχάλης Αυδίκος, Μήτσιος Μπέλλος, Γιώργος Μανίκης, Γιάννης Πουλιάνος, Τηλέμαχος Νταλίπης, Νίκος Πουλιάνος, Ηλίας Τέφας.

Αυτά που καταναλώνονταν ήταν: αναψυκτικά, ούζο, μπύρα, πορτοκαλάδα, γκαζόζες, μπυράμ (αναψυκτικό εποχής), λουκούμια, μεζέ, στραγάλια, βανίλια (υποβρύχιο).
Στις χαρακτηριστικές φιγούρες της εποχής συγκαταλέγεται και ο Κίτσος, που πουλούσε μαντολάτα και φώναζε «..μαντολάτα 3 στο χιλιάρικο», κάνοντας τα μικρά παιδιά να τον περιτριγυρίζουν.
Ο φωτισμός γίνονταν με ασετιλίνη «καρμπούρι» (ακετυλένιο). Σε ένα δοχείο τενεκεδένιο κυλινδρικό διαμέτρου 20 περίπου εκατοστών έβαζαν νερό και έριχναν τα κομματάκια της ασετιλίνης που έμοιαζαν με σταχτιές πέτρες. Παράγονταν τότε φυσαλίδες αερίου (μεθάνιο) που ήταν εύφλεκτο. Σκέπαζαν το δοχείο με ένα άλλο κυλινδρικό δοχείο ανάποδα βαλμένο που στο κέντρο της οροφής είχε ένα σωλήνα εξαγωγής. Στο σωλήνα αυτό προσαρμόζονταν λαστιχένιος ή χάλκινος σωλήνας που κατέληγε σε ένα ακροφύσιο (σωλήνας με μικρή τρύπα όπως τα γκαζάκια) το οποίο και άναβαν.

Χαρακτηριστικό των πανηγυριών της Φανερωμένης ήταν ότι εκεί γίνονταν τα περισσότερα προξενιά, αφού αυτοί που «ήταν για παντρειά» έμπαιναν στο χορό για να τους δουν.
Συγκεντρώνονταν ο πιο πολύς κόσμος από όλα τα άλλα και έρχονταν και από αλλού Συρρακιώτες, εκτός της Πρέβεζας (Γιάννενα, Φιλιππιάδα, Άρτα). Συμμετείχαν («έβγαιναν»)και πολλοί κάτοικοι της Πρέβεζας, εκτός των Συρρακιωτών για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία και το πανηγύρι.

Στα χαρακτηριστικά επίσης είναι ότι το Πάσχα το απόγευμα, παράλληλα με τη λειτουργία, συνεχίζονταν το πανηγύρι στο προαύλιο κάτω από τα δέντρα, τα οποία ήταν μια σκαμνιά (μουριά) που υπάρχει ακόμα και σήμερα και μια μεγάλη αχλαδιά που το Πάσχα ήταν ανθισμένη και μοσχοβολούσε. Αυτή δεν υπάρχει σήμερα.
Στα ωραία δέντρα και φυτά που συνέθεταν το χώρο ήταν και μια χαρακτηριστική πικροδάφνη δεξιά και αριστερά της πόρτας της Φανερωμένης.

Οι Οργανοπαίχτες συνήθως ήταν οι κομπανίες του Λάζαρου (από τη Στεφάνη, «Κατζά»), του Τζάρα (από την Πρέβεζα), του Νταή (από το Μέτσοβο). Πληρώνονταν ένα ποσό από τους οργανωτές που συμπληρώνονταν από τους άντρες που χόρευαν. Για φαγητό το μεσημέρι τους έπαιρναν στα σπίτια οι διοργανωτές. Η διάταξη των χορευτών ήταν η πατροπαράδοτη. Κυκλικά μια σειρά αντρών εξωτερικά και 2-3 σειρές (κάγκελα) γυναικών εσωτερικά τους. Ο άντρας που χόρευε πρώτος ρωτούσε τις γυναίκες ποια τραγούδια να παραγγείλει. (ένα τσάμικο και ένα συρτό συνήθως), όπως: Πουλιά πετούμενα – Γενοβέφα – Βλαχοθανάσης – Κακιά γειτόνισσα – Τίνος καλύβα καίγεται- Τούτο καλοκαιράκι – Κορίτσια ανύπαντρα - Με τ’ άσπρα σ’ είδα σήμερα – Παπάκι πάει στην ποταμιά- Σιγαλά βρέχει ο ουρανός – Μηλίτσα – Για μια φορά είναι η λεβεντιά - Να ήμουν στην Αράχωβα κλπ.

Το πανηγύρι εξυπηρετούσε την ανάγκη για συνύπαρξη και γλέντι, αλλά κυρίως την «έκθεση» αυτών που ήταν έτοιμοι για γάμο ως τα τέλη περίπου της δεκαετίας του '60 (περίπου στο 1965).
Μεταγενέστερα, άρχισαν οι Συρρακιώτες να επισκέπτονται το ίδιο το Συρράκο.

Ο δρόμος καλυτέρεψε και απέκτησαν και αυτοί ιδιωτικά αυτοκίνητα.
Σε συνδυασμό με την τάση να μην ικανοποιούνται παντρεύοντας τις κοπέλες στην Πρέβεζα και την εκ νέου ενεργοποίηση του πανηγυριού του Δεκαπενταύγουστου στο Συρράκο, άρχισαν όσοι είχαν κοπέλες για παντρειά και ήθελαν εποπτεία της ευρύτερης κοινότητας (Γιάννενα, Άρτα, Φιλιππιάδα), να επισκέπτονται το χωριό κι έτσι εξασθένησε το πανηγύρι της Φανερωμένης.
Κάποιες προσπάθειες που έγιναν, ώστε να αναβιώσει το πανηγύρι στον καινούργιο χώρο, στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που αντικατέστησε τη Φανερωμένη, απέτυχαν.

Η κοινότητα είχε ανοιχθεί στον περιβάλλοντα χώρο και οι βασικές λειτουργίες, που εξυπηρετούσε στη φάση της εγκατάστασης, διοχετεύθηκαν σε άλλα δίκτυα.

Αυτή την αποτυχημένη προσπάθεια περιγράφει μελαγχολικά τοπική εφημερίδα: «Η βλάχικη γιορτή έγινε στον χώρο της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης. Πέρασε πολύς κόσμος και συνεόρτασε μαζί τους (...). Η γραφικότητα της παλιάς γιορτής, όταν γινόταν στην Αγία Φανερωμένη, έλειψε. Δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που έδινε κάτι το ξεχωριστό σ' εκείνη την παλιά γιορτή. Το θαυμάσιο περιβάλλον ή μήπως οι βλάχικες στολές που φορούσαν οι νέοι και οι νέες».

ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ.
Το καλοκαίρι αφού σταμάτησαν πολλοί να πηγαίνουν στο Συρράκο, έκαναν τα πανηγύρια που γίνονταν στο χωριό, στα καφενεία του Ελαιώνα.

Τα πανηγύρια του Αι Λιος, του Σωτήρος και του Δεκαπενταύγουστου (μερικές φορές έγινε και των Αγίων Αποστόλων).
Γίνονταν πότε στο «Μπαχλάβα», στο καφενείο του μπάρμπα Βασίλη Βαγγέλη ή πότε στη «Μηχανική Καλλιέργεια ή Κεραμιδαριό» (σημερινή Αγία Ειρήνη) στο Μήτρο Παπουτσή ή Σταύρο Ψόχιο. Όργανα ήταν τα ίδια με τη Φανερωμένη με την προσθήκη και των «Γεροδημαίων», των κατ’ εξοχήν εκφραστών της μουσικοχορευτικής παράδοσης των Συρρακιωτών, των τελευταίων δεκαετιών.

Τραγουδούσαν και χόρευαν εκτός των παλαιοτέρων και πιο παραδοσιακών τραγουδιών και πιο νέα (μοντέρνα) όπως: Σήκω χόρεψε κουκλί μου (νινανάη) (λαϊκό), Φουστανάκι μου καρώ (λαϊκό), Φόρα τα μαύρα Γιαννούλα μου (νεοδημοτικό εποχής), Σε ένα δεντρί ακούμπησα (νεοδημοτικό εποχής) κ.α.
Σε όποιο καφενείο γίνονταν το απόγευμα το πανηγύρι συνεχίζονταν και το βράδυ με λιγότερο κόσμο. Φως και ρεύμα δεν υπήρξε και φώτιζαν με «λουξ» (μεγάλες λάμπες αμιάντου που έκαιγαν καθαρό πετρέλαιο) ή λάμπες ασετιλίνης.

Τα προϊόντα που πουλιόνταν ήταν ούζο, λουκούμια, μπύρα, πορτοκαλάδες, γκαζόζες, μεζέ, στραγάλια. Σε αυτά τα πανηγύρια πολλές φορές έπαιρναν οι πελάτες από το σπίτι τους αυγά, που τα έκοβαν οι σερβιτόροι και συνόδευαν τα ποτά.

ΣΗΜΕΡΑ
Η εξέλιξη και το πέρασμα των χρόνων, με ότι γεγονότα συνέβησαν στη διάρκειά τους, συνετέλεσαν ώστε πολλά σήμερα από αυτά που περιγράφονται παραπάνω να έχουν αλλάξει.
Κάτι που ως ένα σημείο είναι λογικό, αφού και αυτά ήταν αποτέλεσμα κάποιας άλλης εξέλιξης.
Το κυριότερο είναι ότι δεν γίνονται πια τα πανηγύρια των Συρρακιωτών στην Πρέβεζα, αλλά «επέστρεψαν» στο Συρράκο
Έτσι πολλοί προσπαθούν με κάθε ευκαιρία και ιδίως με αυτή των πανηγυριών να γυρνούν στα ευλογημένα χώματα και να ζουν έστω για λίγο, «σαν τον παλιό καιρό»

Εκεί παρατηρείται το φαινόμενο όπου και οι νέοι ακόμα, οι οποίοι δεν έζησαν καθόλου στην λεγόμενη «παραδοσιακή κοινωνία», στις ελάχιστες μέρες διαμονής τους, να αλλάζουν πολλά στοιχεία του συνήθη πιο ελεύθερου τρόπου συμπεριφοράς τους προκειμένου να συνυπάρξουν με τους άλλους.
Τηρώντας άγραφους παλιούς κανόνες συμπεριφοράς.
Ο σεβασμός και το μέτρο είναι δύο στοιχεία που απαντώνται σε μεγάλο βαθμό και στις νέες γενιές.

Δεν θα ξεχάσω δύο περιστατικά που συνέβησαν στις μέρες μας και είναι ενδεικτικά των πιο πάνω αναφερθέντων.
Σε ερώτησή μου σε πεντάχρονο Συρρακιώτη που μάθαινε χορό για το «ποιος είναι ο λόγος που τα κάνει αυτό», η απάντηση ήταν «και πως αλλιώς θα χορέψω στον πλάτανο στο Συρράκο το καλοκαίρι».
Και το δεύτερο, όταν ένας από τους καλύτερους χορευτές του χωριού είδε συμπατριώτη του να πιάνεται με τη σειρά των γυναικών, χάριν αστεϊσμού, έφυγε στενοχωρημένος που κάποιος παραβίασε τα παραδομένα, παρ’ ότι όλη τη χρονιά περίμενε τη στιγμή που θα χορέψει στο πανηγύρι.

Όσων αφορά στα πανηγύρια στο Συρράκο, καταρχάς διαπιστώνουμε ότι γίνονται και σήμερα διατηρώντας πολλά στοιχεία από την παλιά τους αίγλη, σε πείσμα των καιρών.
Ίσως να οφείλεται, εκτός των άλλων, και στο ότι οι κάτοικοι δεν έμειναν στο χωρίο ώστε τα πανηγύρια να εξελιχτούν μαζί τους και κάθε φορά που επιστρέφουν πιάνουν το νήμα από κει που το άφησαν πριν μερικές δεκαετίες, όταν τα πανηγύρια διακρίνονταν για την αγνότητά τους αλλά και το αυστηρό τελετουργικό και δυναμισμό τους.
Εκτός αυτού των Αγίων Αποστόλων, που δεν είναι σταθερό, τα άλλα γίνονται και σήμερα.

Η διάρκειά τους συνήθως είναι δύο μέρες, εκτός του Δεκαπενταύγουστου που είναι τρεις.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται πανηγύρι στα καφενεία κατά τη γιορτή του πολιούχου του Συρράκου, Αγίου Νικολάου, ο οποίος είναι προστάτης του χωριού (6/12).
Είναι κάτι φυσιολογικό αφού εκτός από προστάτης των ναυτικών είναι και προστάτης των ταξιδεμένων και οι Συρρακιώτες ήταν τέτοιοι.

Στα επιμέρους στοιχεία τους , διαπιστώνουμε ότι διαρκούν πολλές φορές λιγότερες μέρες και αρχίζουν αργά το απόγευμα ή και το βράδυ.
Ο ρυθμός των χορών είναι πιο γρήγορος, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης και της επαφής τους με μουσικές ιδιαιτερότητες άλλων ομάδων κατοίκων στους καινούριους τόπους μόνιμης διαμονής ή των ταξιδιών τους και συμμετοχής σε πανηγύρια άλλων περιοχών.
Φυσικά και της επιρροής που προέρχεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.

Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι δεν υπάρχει πια ο αριθμός των πολύ καλών χορευτών που να μπορεί να χορέψει τα «βαριά» τραγούδια που απαιτούν ξεχωριστή δεξιότητα.
Τέτοιοι χορευτές ήταν πάρα πολλοί παλιότερα αφού πάνω σε αυτό το χορευτικό ύφος και τρόπο αξιολογούνταν από την τοπική κοινωνία.

Οι γυναίκες χορεύουν πιο ελεύθερα και φυσικά διασκεδάζουν και στα καφενεία. Κάνουν μικρές άρσεις των ποδιών, σηκώνουν το ελεύθερο χέρι, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που κάνουν και «αντρικές» φιγούρες (πχ. καθίσματα)
Στα καφενεία χορεύουν και σε μονό κύκλο.
Στο χορό μπαίνουν και οι μικρές ηλικίες.
Οι θεατές παραμένουν στα παλιά διαζώματα και έχουν και σήμερα κάποια αυστηρότητα στην κρίση τους, ενώ δύσκολα χειροκροτούν και επευφημούν.

Βασικοί χοροί και τραγούδια, του τοπικού ρεπερτορίου, όπως ο χαρακτηριστικότερος αυτών «Γιανν’ Κώστας», παραγγέλνονται όλο και λιγότερο.
Στα αρνητικά θα σημειώναμε και την παντελή απουσία ατόμων που να φορούν την παραδοσιακή φορεσιά, έστω τη μέρα του πανηγυριού.

Οι υπάρχοντες μουσικοί καταβάλουν προσπάθειες να διατηρήσουν αυτά που τους παραδόθηκαν αλλά καινούριοι που να γνωρίζουν το ρεπερτόριο και ειδικότερα, το ιδιαίτερα δύσκολο ύφος της περιοχής δεν παρουσιάζονται, με αποτέλεσμα να προσαρμόζονται οι χορευτές πάνω τους, αλλάζοντας αναγκαστικά το ρεπερτόριό τους με άλλα τραγούδια.
Η ροή δείχνει ότι σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει μουσικός να μπορεί να αποδώσει σωστά τον παραδομένο μουσικό τρόπο.

Επίσης στο όνομα «της εξέλιξης» προσθέτουν στη σύνθεση της κουμπανίας τουμπελέκια, αρμόνια, κιθάρες, ντραμς και άλλα «καινούρια» όργανα, ενώ όλο και λιγότερο ακούγονται τραγούδια στο βλάχικο γλωσσικό ιδίωμα (ιδίως το τελευταίο στοιχείο είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό).
Βέβαια πολλά από αυτά τα στοιχεία είναι αναπόφευκτο να αλλάξουν.
Άλλωστε πολλά από τα τραγούδια δεν υπήρχαν πριν 100 χρόνια και πολλά από τα όργανα πριν από 200 χρόνια.
Αυτό όμως πρέπει να γίνει ομαλά και μόνο όταν υπάρξει σοβαρός λόγος.
Γάμοι στο Συρράκο δεν τελούνται, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.

Στους σημερινούς τόπους διαμονής, επίσης δεν γίνονται με τον παραδοσιακό τρόπο Κρατούν όμως πολλά στοιχεία, ιδίως όταν πρόκειται για οικογένειες που έχουν κοινή καταγωγή από το χωριό.
Οι κατά τόπους σύλλογοι (όπως και της Πρέβεζας) διοργανώνουν χορούς και εκδηλώσεις (πχ Απόκριες) στους οποίους συναντούμε βασικά στοιχεία της μουσικοχορευτικής κληρονομιάς και διαπιστώνουμε προσπάθεια διατήρησής τους.

Παράλληλα στα τμήματα παραδοσιακών χορών και τραγουδιού του Συνδέσμων Συρρακιωτών Πρεβέζης, γίνεται μια αξιόλογη προσπάθεια εκμάθησης των χορών και τραγουδιών, ενώ σημαντική είναι η συμβολή τους στην προβολή της κληρονομιάς αυτής και του Συρράκου εντός και εκτός συνόρων της Ελλάδας.

Βέβαια οι γενιές αυτές δεν έζησαν την παραδοσιακή κοινωνία και είναι δύσκολο να «πατήσουν» ακριβώς πάνω στα παλιά ίχνη.
Παράλληλα η αναγκαστική εκμάθηση και χορών και από άλλες περιοχές λόγω του ευγενούς συναγωνισμού με συλλόγους της χώρας και του εξωτερικού, δυσκολεύει το έργο των δασκάλων.
Τέλος, από το 1998 ως το 2007, τα βλαχοχώρια των Τζουμέρκων (Συρράκο, Καλλαρύτες, Προσήλιο, Ματσούκι, Βαθύπεδο, Παλιοχώρι Συρράκου) διοργανώνουν εκ περιτροπής ανταμώματα ώστε όλοι μαζί να χορέψουν πάνω στους ρυθμούς και τα βήματα των προγόνων τους.

© Αρχείο Ελληνικού χορού
του Ηλία Χ. Γκαρτζονίκα 
Καθηγητή Φυσικής Αγωγής
www.enxoro.gr




Βιβλιογραφία

- «ΣΥΡΡΑΚΟ, πέτρα- μνήμη- φως», εκδ. Πνευματικό Κέντρο Συρράκου.
- Βαγγέλη Γρ. Αυδίκου: «ΠΡΕΒΕΖΑ 1945 – 1990, όψεις της μεταβολής μιας επαρχιακής πόλης- Λαογραφική εξέταση», διδακτορική διατριβή, εκδόσεις Δήμου Πρέβεζας.
- Γ. Μακρής – Στ. Παπαγεωργίου: «Το χερσαίο δίκτυο επικοινωνίας στο κράτος του Αλή Πασά Ταπελενλή», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1990.
- «Άπαντα, Νεοέλληνες κλασσικοί - Κώστας Κρυστάλλης», εκδ οίκος Ε.ΠΑ.Β.
- Πνευματικό Κέντρο Συρράκου, ΠΟΠΣΒ (πρακτικά 4ου σεμιναρίου Βλάχικων παραδοσιακών χορών) Συρράκο 2002
- Εφημερίδα «Αντίλαλοι του Συρράκου»: τεύχη 1980 – 2006.
- Εφημερίδα «Η καθημερινή»: «Η ενδυμασία στον Ελλαδικό χώρο», Μαρίνας Βρέλλη –Ζάχου, Αθήνα 14/5/2000
- Μαρίνα Βρέλλη –Ζάχου: «Χορός και ένδυμα- παράδοση και αναπαράσταση», εκδ. Πνευματικό Κέντρο Κόνιτσας, Κόνιτσα 1994.
- Π.Ο.Π.Σ.Β. «Πρακτικά 4ου συνεδρίου βλάχικων πολιτιστικών συλλόγων», Συρράκο 2002.
- Αχιλλέως Λαζάρου: « Η Αρωμουνική», Αθήνα 1986.
- Αχιλλέως Λαζάρου: «Ιστορία του βλάχικου δημοτικού τραγουδιού», Αθήνα 1989.
- Αντωνίου Μάρκος: Περιοδικό «Συνάντηση» τεύχος 9, καλοκαίρι 1997.
- G. Saunier: «Ελληνικά Δημοτικά τραγούδια, Τα μοιρολόγια», Εκδ Νεφέλη, Αθήνα 1999.
- Samuel Baud- Bovy: «Chansons Aromounes De Thessalie- Κουτσοβλάχικα Τραγούδια της Θεσσαλίας», μτφ. Δ. Μαζαράκη, Φιλολογικός ιστορικός λογοτεχνικός σύνδεσμος Τρικάλων, εκδ. οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θες/νίκη 1990
- Ζωή Παπαζήση – Παπαθεοδώρου: «Τα δημοτικά τραγούδια των Βλάχων, Δημοτική και επώνυμη ποίηση», εκδ Gutenberg, Αθήνα 1985


ΔΙΣΚΟΙ – ΚΑΣΕΤΕΣ

- Παραδοσιακοί χοροί και τραγούδια του Συρράκου: ψηφιακός δίσκος και έντυπο ένθετο (Σύνδεσμος Συρρακιωτών Ιωαννίνων)
- Η μουσική παράδοση του Συρράκου: 4 κασσέτες (Σύνδεσμος Συρρακιωτών Ιωαννίνων).
{/moshide}

 

Αναζήτηση