Το πολυφωνικό τραγούδι στην Ιεροπηγή Καστοριάς

Οι βλάχοι από το Andon Pogi της Αλβανίας τραγουδούν στην Ιεροπηγή Καστοριάς τον Ιούλιο του 2005. Μαζί τους ο Φώτης Τράσιας.H Ιεροπηγή ένα χωριό που βρίσκεται βορειοδυτικά της Καστοριάς είναι ένα από τα λίγα βλαχόφωνα χωριά της περιοχής. Οι βλάχοι της Ιεροπηγής ανήκουν στον γενικότερο κλάδο των λεγόμενων αρβανιτοβλάχων που ονομάζονται έτσι γιατί εκτός από τα βλάχικα μιλούσαν και τα αλβανικά πιθανόν λόγω της γειτνίασής τους με αλβανόφωνους πληθυσμούς.
Κάποτε μπορούσαν να είναι και τρίγλωσσοι και τότε μιλούσαν εκτός από την βλάχικη, την αλβανική και την ελληνική. Η περιοχή της καταγωγής τους είναι το βορειότερο τμήμα της Ηπείρου στην σημερινή Νότιο Αλβανία, και κυρίως η περιοχή της Κολόνια γι’αυτό ονομάζονται και Κολονιάτες. Οι Αρβανιτόβλαχοι αποτελούν έναν από τους κλάδους των Αρωμούνων βλάχων. Οι άλλες ομάδες στις οποίες αναφέρεται και ο George Marcu στην μελέτη-συλλογή του Folklor Muzical Aroman (Marcu 1977,13-14), είναι οι Πινδικοί και οι Μοναστηριώτες βλάχοι. Οι Αρβανιτόβλαχοι αλλά και οι βλάχοι της Πινδου δεν αυτοπροσδιορίζονται ως «βλάχοι», αλλά ως «Αρ’μάνοι». Ειδικότερα, οι Βλάχοι της Πίνδου αυτοπροσδιορίζονται ως «Armînu» ενώ οι Αρβανιτόβλαχοι αυτοπροσδιορίζονται με την παραλλαγή της ίδιας ονομασίας ως «Rîmăn». 

Παρόμοια ήταν και η ελληνόφωνη Βυζαντινή ονομασία «Ρωμιός». Αυτό το στοιχείο τους διαφοροποιεί από τους άλλους λατινοφώνους πληθυσμούς που βρίσκουμε σε άλλες βορειότερες περιοχές της Βαλκανικής για παράδειγμα στην περιοχή της Ρουμανίας ή αλλιώς στην παλιά Βαλλαχία όπου το βλαχόφωνο στοιχείο έχει πιθανότατα έντονες Δακικές καταβολές (οι λεγόμενοι Δακορουμάνοι) ή σε περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας όπου το βλαχόφωνο στοιχείο έχει έντονες ιλλυρικές καταβολές σύμφωνα με τις εθνολογικές έρευνες (Marcovic Mirko 1995).

Στην Ιστρία για παράδειγμα οι Ιστρόβλαχοι αυτοπροσδιορίζονται ως Vlach,Vlas, vlachki (Ρωμανός 1983,6-7) Ακόμη τους διαφοροποιεί και από τους Μεγλενίτες Βλάχους που κατοικούν στην περιοχή του Αξιού μέσα στον ελληνικό χώρο στην σημερινή ελληνική Μακεδονία και οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως Vlachi (Ρωμανός 1983,7), ή με βάση τον Κατσάνη, Vlaši (Κατσάνης 1990,18).

Οι Αρωμούνοι χαρακτηρίζονται από δύο πολυφωνικά συστήματα: ένα ετεροφωνικό που χαρακτηρίζει τους βλάχους της Πίνδου και που ονομάστηκε από τον George Marcu «αυθόρμητη πολυφωνία» (spontaneous polyphony, Marcu 1958, 99), και ένα δεύτερο τρίφωνο πολυφωνικό που παρουσιάζεται στους Αρβανιτόβλαχους Φαρσεριώτες (με καταγωγή από την περιοχή της Φράσερης ) αλλά και στους Κολονιάτες Αρβανιτόβλαχους (όπως διαπιστώσαμε από την μικρή έρευνα στην Ιεροπηγή) όπως ακόμη και στους Αρβανιτόβλαχους που εγκαταβιούν στην Θεσσαλία (Αργυροπούλι και Τύρναβος) και προέρχονται από την περιοχή της Κορυτσάς. Αυτή η δεύτερη πολυφωνία έχει ξεκάθαρους ρόλους ανάμεσα στις φωνές. Στο ετεροφωνικό λοιπόν σύστημα των βλάχων της Πίνδου έχουμε μία βασική μελωδία η οποία διανθίζεται αυθόρμητα από μία επιπλέον ή και δύο φωνές που αποτελούν παραλλαγή της κύριας μελωδίας συνηχούν ταυτόχρονα ενώ πολλές φορές προστίθεται μία ακόμη χαμηλώτερη φωνή η οποία ονομάζεται από τον Marcu κινούμενος ισοκράτης (Marcu 1977, 27-28), αφού κινείται ανάμεσα σε δύο φθόγγους αφήνοντας να ακούγεται ωστόσο ο σταθερός φθόγγος ενός ίσου. Σε αντίθεση λοιπόν με αυτό το σύστημα όπου οι φωνές λειτουργούν αυθόρμητα στην πολυφωνία των Αρβανιτοβλάχων και ακόμη πιο συγκεκριμένα στην πολυφωνία των βλάχων της Ιεροπηγής έχουμε τρίφωνο πολυφωνικό σύστημα με ξεκάθαρη λειτουργία στην κάθε φωνή.

Ξεχωρίζουν επομένως τρείς φωνές οι οποίες έχουν και ξεχωριστές ονομασίες: η πρώτη είναι αυτός που «το παίρνει» (u l΄a) και ονομάζεται έτσι γιατί αρχινάει το τραγούδι. Η δεύτερη αυτός που «το κόβει» (u tal΄i) εφόσον παρεμβάλεται ανάμεσα στο τραγούδημα της πρώτης φωνής χωρίς ουσιαστικά να το κόβει, ενώ η τρίτη φωνή είναι ένα συνεχόμενο ίσο που ακούγεται σταθερά από την αρχή μέχρι το τέλος της μουσικής στροφής. Ενώ για τις δύο πρώτες φωνές απαραίτητος είναι μόνο ένας τραγουδιστής ή τραγουδίστρια εάν πρόκειται για γυνακεία ομάδα, για το ίσο συνήθως είναι απαραίτητη η συμμετοχή παραπάνω από ενός τραγουδιστή. Στο τέλος του τραγουδιού οι τραγουδιστές που λένε το ίσο ρίχνουν την φωνή χαμηλά και αυτό πολύ συχνά δείχνει ότι το τραγούδι έχει φτάσει στο τέλος του. Η πρώτη φωνή είναι σημαντική γιατί πρέπει να γνωρίζει το ηχό του τραγουδιού αλλά εξίσου σημαντική είναι και η δεύτερη γιατί πρέπει να γνωρίζει σε ποιό ακριβώς σημείο θα «κόψει» την πρώτη αλλά συγχρόνως την μελωδική απάντηση που θα χτίσει επάνω στην μελωδία της πρώτης φωνής μια απάντηση που απότελεί ουσιαστικά μίμηση της πρώτης φωνής. Για τον λόγο αυτό θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τον τύπο αυτόν της τρίφωνης πολυφωνίας των αρβανιτοβλάχων και βέβαια αυτών της Ιεροπηγής στον έναν από τους τρείς τύπους πρωτόγονης πολυφωνίας στους οποίους αναφέρεται ο Bruno Nettl που τον ονομάζει «μίμηση» (Nettl 1977, 80-86, Nettl, c1990,23).

Αυτόν τον τύπο πολυφωνίας ακολουθούν και τα πολυφωνικά τραγούδια των Τσάμηδων όπως φαίνεται από την έρευνα της Doris Stockmann (Stockmann D-Stockamann E- FiedlerW. 1965). Αναφερόμενοι στο μουσικό υλικό που χρησιμοποιούν τα τραγούδια αυτά και ειδικότερα στην κατάταξη των φθόγγων που βρίσκουμε στις μελωδίες τους θα πρέπει να πούμε ότι ενώ στα τραγούδια γενικά των βλάχων της Πίνδου παρουσιάζεται μία κατάταξη που ανταποκρίνεται σε αυτό το σύστημα που ατην αρχαία ελληνική μουσική θεωρία ονομαζόταν επτάχορδο σύστημα ανημιτονικό ή διατονικό (Monro, 33-34), στα τραγούδια αυτά βρίσκουμε φθογγικές ομάδες τις οποίες θα κατατάσσαμε σε ένα σύστημα που φαίνεται να προηγείται του επταχόρδου ανημιτονικού συστήματος και που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε απλά «εξάχορδο ανημιτονικό σύστημα» αφού σαν κεντρικό φθόγγο δεν διαπιστώνουμε την Mέση la αλλά τον φθόγγο sol (βλ. Κατσανεβάκη 1998, Τόμος Α, κεφ.2.9 168-188). Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των τραγουδιών της Ιεροπηγής Καστοριάς στο οποίο αξίζει να αναφερθούμε μια που θα αφορούσε γενικότερα την μουσική της Ηπείρου, βλαχόφωνη, αλβανόφωνη, ελληνόφωνη, είναι τα ιδιότυπα γλιστρήματα τα οποία βρίσκουμε συνήθως στο τέλος κάθε μουσικής στροφής. Τα γλιστρήματα αυτά αλλά και τα πολυφωνικά τραγούδια περιορίζονται κάτω από τον ποταμό Σκούμπι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ramadan Sokoli. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο ανημιτονισμός φαίνεται να περιορίζεται κυρίως κάτω από τον Γενούσο (Σκούμπι) (Sokoli 1965 171-281). Αλλού παρουσιάσαμε για ποιούς λόγους τα γλιστρήματα αυτά παρουσιάζουν εναρμόνια χροιά και μας παραπέμπουν στην γένεση του αρχαιοελληνικού και με φρυγικές καταβολές εναρμονίου γένους όπως παρουσιάζεται στις διηγήσεις του Ψευδοπλουτάρχου, στο σύγγραμμά του «περι Μουσικής», (βλ. Κατσανεβάκη 1998,Α Μέρος, κεφ.2.5., 91-124).

Στο τρίφωνο αυτό πολυφωνικό σύστημα στην Ιεροπηγή αλλά και στο γειτονικό Δενδροχώρι το οποίο αποτελείται από συγγενικές οικογένειες, τραγουδούν και οι άντρες και οι γυναίκες. Πολυφωνικά τρίφωνα είναι ακόμη και τα μοιρολόγια αλλά η καταγραφή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη σχεδόν αδύνατη λόγω των περιστάσεων με τις οποίες συνδέονται άμεσα. Τρίφωνα πολυφωνικά είναι σε μεγάλο ποσοστό και τα τραγούδια του γάμου μόνο που στο έθιμο αυτό μπορεί κανείς να συναντήσει και τραγούδια που ακολουθούν το γενικότερο ύφος της Πίνδου που αποτελεί και αυτό μία παραλλαγή της μουσικής της Ηπείρου. Θα ευχόμασταν η έρευνα του μουσικού ιδιώματος των βλάχων της Ιεροπηγής και γενικότερα των αρβανιτόβλαχων να προχωρήσει έτσι ώστε να καταγραφούν στοιχεία που αφορούν ένα σημαντικό πολιτιστικό θησαυρό ικανό να διαφωτίσει πολλές πλευρές που αφορούν στην εξέλιξη των μουσικών πολιτισμών από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας.

πηγή:
ΑΘΗΝΑ ΚΑΤΣΑΝΕΒΑΚΗ
Η ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΚΑΙ Η ΦΑΡΣΕΡΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Περιοδικό Εθνολογία, τόμος 10ος (2002-2003) σελ. 175-203

Αναζήτηση