Οι Καλαρρύτες Βρίσκονται στις δυτικές πλαγιές της γεωτεκτονικής ζώνης της οροσειράς της Πίνδου του Νομού Ιωαννίνων στην Ήπειρο, σε υψόμετρο 1200 μ. Εντάσσονται γεωγραφικά στην περιοχή των Τζουμέρκων. Το κύριο στοιχείο της περιοχής είναι οι ορεινοί όγκοι που περιβάλλουν την κοινότητα, δηλαδή του Περιστερίου (Λάκμος) 2285 μ. και των Τζουμέρκων (Αθαμανικά όρη) 2429 μ. Οι Καλαρρύτες είναι κτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο, σε υψόμετρο 1200 μ.
Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από τον ψυχρό έως δριμύ και παρατεταμένο χειμώνα, σύντομη άνοιξη και από θερμό, πλούσιο σε Βροχές καλοκαίρι, με παρατεταμένο φθινόπωρο. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Καλαρρυτών είναι το ξηρό, χωρίς καθόλου υγρασία, κλίμα τους.
Ιστορική Αναδρομή
Οι δυτικές απόκρημνες πλαγιές της Πίνδου, και οι χαράδρες των παραποτάμων από τους αρχαιοτάτους χρόνους αποτελούν διόδους επικοινωνίας μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου. Πάνω από τη ζώνη των δασών, σε μεγάλο υψόμετρο, υπήρχαν και υπάρχουν εκτεταμένοι ορεινοί βοσκότοποι και κατάλληλες εκτάσεις για νομαδική κτηνοτροφία.
Οι δύο παραπάνω λόγοι ορίζουν και τη μοίρα των κατοίκων της περιοχής, κυρίως την ενασχόληση τους με τη νομαδική κτηνοτροφία. Οι εποχικές μετακινήσεις προσδιορίζουν την οικονομική και κοινωνική τους ζωή. Η νομαδική ζωή από τους αρχαιοτάτους χρόνους ωθεί τους κατοίκους να επιλέγουν καλές θέσεις μη μόνιμης εγκατάστασης, αφού είναι υποχρεωμένοι να καλύπτουν εκατοντάδες χιλιόμετρα και να μετακινούνται από τους ορεινούς βοσκότοπους σε παράκτια κυρίως χειμαδιά και αντίστροφα.
Ελληνόφωνοι πληθυσμοί κατοικούν κατά ομάδες και ασχολούνται με τον ημινομαδικό ποιμενισμό, ώστε να μοιάζουν πολύ με τους μεταγενέστερους ελληνόφωνους βλάχους. Οι κάτοικοι επιλέγουν οχυρές θέσεις, μεταξύ των οποίων και τη θέση που σήμερα κατέχουν οι Καλαρρύτες, για τον έλεγχο των εισβολών από την Αθαμανία (Τζουμέρκα) προς την Παρωραία (Βόρεια Πίνδο) ή προς το οροπέδιο των Ιωαννίνων.
Όταν οι επιδρομές των Σλάβων τον 7ο αιώνα θα ερημώσουν τις πεδινές περιοχές στην κεντρική Ελλάδα, οι κάτοικοι θα αναγκαστούν να αναζητήσουν μόνιμη κατοικία στα ορεινά.Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Βλάχοι υπήρχαν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη βυζαντινή οικονομική διάρθρωση, από τον 12ο και 13ο αιώνα.
Οι Καλαρρύτες γνωρίζουν τη μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη από τα μέοα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα (1750-1821).
Τα προνόμια εξασφαλίζουν στους κατοίκους καλύτερη ποιότητα ζωής και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων και εμπορικών συναλλαγών, που συμβάλλουν στην πύκνωση του πληθυσμού με την εγκατάσταση βιοτεχνών από άλλες περιοχές.
Στο τέλος τους 18ου αιώνα οργανώνεται ένα πολύ καλό εμπορικό δίκτυο για τα προϊόντα στις ευρωπαϊκές αγορές, που διακινούν κυρίως Καλαρρυτινοί έμποροι. Στην Ιταλία ανοίγουν πολλοί εμπορικοί οίκοι: ο Γεώργιος Δουρούτης στην Αγκώνα και τη Νάπολη, ο αδελφός του Χρ. Δουρούτης στην Τεργέστη, οι αφοί Σταματάκη, οι αφοί Μπαχώμη και ο Κ. Παράσχης στο Λιβόρνο, οι αφοί Τουρτούρη στη Βενετία, η οικογένεια Σγουρού στο Λιβόρνο και στην Ισπανία, οί' αφοί Λάμπρου στη Νάπολη. Εκτός από το εξωτερικό, οι περισσότεροι έχουν και εμπορικά καταστήματα στα Γιάννινα.
Οι φτωχότερες οικονομικά τάξεις ασχολούνται με τη ραπτική. Οι περίφημοι τερζήδες, εφάμιλλοι των γιαννιωτών, κεντούν τις χρυσοποίκιλτες στολές της εποχής για Έλληνες και Τουρκαλβανούς και κατέχουν περίφανη θέση σ'αυτό το επάγγελμα. Παράλληλα ασχολούνται με τη ραπτική της κάπας και μένουν γνωστοί ως καποραφτάδες. Ένα τμήμα του πληθυσμού, που επίσης δεν έχει οικονομικά κεφάλαια για να ασχοληθεί με το εμπόριο, ασχολείται με την ασημουργία. Οικογένειες αργυροχόων όπως των Τσιμούρη στα Ιωάννινα και στους Καλαρρύτες, Μπάφα στη Ζάκυνθο, Παπαγεωργίου και Παπαμόσχου στην Κέρκυρα, Νέσση (Nessi) και Βούλγαρη (Bulgari) στην Ιταλία, είναι μερικές από τις πιο γνωστές έως σήμερα.
Καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η βιοτεχνική δραστηριότητα ακολουθεί πτωτική πορεία με μειωμένη παραγωγή σε ότι έχει σχέση με την κατεργασία του χρυσού και του αργυρού, της κεντητικής και υφαντικής μάλλινων ειδών.
Τα βοσκοτόπια, η μόνιμη και διαχρονική αξία του τόπου, είναι κάποια από τα αίτια που οι κτηνοτρόφοι οδηγούνται και πάλι στην ορεινή κοινότητα τους. Συνεχίζουν το αέναο ταξίδι τους στα θερινά και χειμερινά βοσκοτόπια της Ηπείρου και κυρίως της Θεσσαλίας και ζουν κυρίως από την πώληση των γαλακτοκομικών προϊόντων, σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή με εξαγώγιμα προϊόντα, των δερμάτων, του μαλλιού και του κρέατος των ζώων.
Από την πέτρα του τόπου γεννιέται και η αρχιτεκτονική του χώρου. Η δομή του οικισμού ακολουθεί το γενικό πρότυπο των ορεινών χωριών, που κυριαρχεί στην Ήπειρο με απλές γεωμετρικές γραμμές, προσαρμοσμένη στον ηπειρωτικό χώρο και κλίμα. Το έδαφος διαμορφώνει και αυτό τη μορφή του.
Η γκρίζα πέτρα είναι το κύριο υλικό δόμησης και το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο των σπιτιών του χωριού. Χρησιμοποιείται άφθονη για την οικοδόμηση των σπιτιών, τις στέγες, τα δάπεδα στα κατώγια, τις αυλόπορτες και τις αυλές, το στρώσιμο στα καλντερίμια, την κατασκευή σκέπαστρων για τις βρύσες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων μεγάλων οικιών είναι οι πέτρινες καμάρες στο ισόγειο που στηρίζουν το όλο οικοδόμημα.
Την εξωτερική δωρική όψη της οικίας με την πελεκητή πέτρα και τα ξύλινα σενάζια αντισταθμίζουν τα τοξωτά ανοίγματα σε πόρτες και παράθυρα με τα χαρακτηριστικά «κιονό¬κρανα» εκατέρωθεν.
Πέτρινα επίσης κτίζονταν τα αλώνια, οι νερόμυλοι, οι εκκλησίες, και τα μοναστήρια με κυριότερο εκείνο της Κηπίνας λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, Πλαγιά στο μέσον της πλαγιάς του βουνού, που βρίσκεται στα δεξιά του Καλαρρυτινού χειμάρου μέσα σ' ένα άγριο τοπίο. Εκεί υπάρχει και το ομώνυμο σπήλαιο το οποίο θέλησε να επισκεφθεί το 1815 ο γάλλος περιηγητής και πρόξενος Francois Pouqueville ο οποίος τελικά δεν μπόρεσε να εισέλθει σε μεγάλο βάθος.
Το 1805, ύστερα από περιήγηση δεκατεσσάρων ημερών προς τα σουλιωτικά βουνά, ο Leake θα επιστρέψει στα Γιάννενα, όπου θα παραμείνει είκοσι περίπου μέρες. Στις 4 Αυγούστου ξεκίνησε για τους Καλαρρύτες, που μαζί με το Συρράκο ήταν δύο από τα μεγαλύτερα βλαχοχώρια, σε 500 τα υπολογίζει ο Leake, των βουνών της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας. «Το μεγαλύτερο βλαχοχώρι είναι, όπως λένε, το βλαχολίβαδο, κοντά στην Ελασσόνα κι ακολουθεί το Μέτσοβο».
Σ' αυτά τα βλαχοχώρια, γράφει ο περιηγητής, υφαίνονταν οι περίφημες μάλλινες κάπες, περιζήτητες στην Ιταλία και στην Ισπανία. Οι Βλάχοι επιδίδονταν με επιτυχία και στο εμπόριο. «Μοιράζονται με τους Έλληνες το εμπόριο των αποικιακών προϊόντων ανάμεσα σε Ισπανία ή Μάλτα και Τουρκία. Μερικοί ήταν καραβοκυραίοι και ιδιοκτήτες του φορτίου μαζί».
Οι πλουσιότεροι κάτοικοι ήταν οι έμποροι που έζησαν πολλά χρόνια στην Ιταλία, στην Ισπανία ή στις κτήσεις της Ρωσίας και της Αυστρίας. Ύστερα από μακρόχρονη απουσία ξαναγύριζαν με το συναγμένο βιός τους στα πατρικά κεφαλοχώρια, τα πλούτιζαν κι ως ένα βαθμό βοηθούσαν στον εκπολιτισμό τους. Σπάνια όμως ξαναγύριζαν για μόνιμη εγκατάσταση ως το τέλος της ζωής τους. Δυο τρία βιαστικά ταξίδια και τίποτα άλλο. Οι μεσαίες τάξεις ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο. Επειδή όμως δεν ξενιτεύονταν σε πολύ μακρινούς τόπους γύριζαν πιο συχνά και περνούσαν τα καλοκαίρια στα χωριά τους. Ήταν κυρίως μαγαζάτορες σε τούρκικες πολιτείες, τεχνίτες, οι πιο πολλοί ραφτάδες, και χρυσοχόοι, ασημοδουλευτάδες και χαλκωματάδες. Φημίζονταν για τις πιστόλες και τα μουσκέτα αρβανίτικου τύπου που κατασκεύαζαν. Δούλευαν επίσης με τέχνη τα ασημένια φλιτζάνια του καφέ και κεντούσαν αρβανίτικες φορεσιές. Οι φτωχότεροι νοικοκυραίοι ήταν κυρίως αγωγιάτες ή τσοπαναραίοι.
Οι Καλαρρύτες και το Συρράκο είχαν πληθυσμό πέντε ως έξι χιλιάδες ψυχές χωρίς τους ξενιτεμένους που υπολογίζονταν στο ένα δέκατο του πληθυσμού. Κάθε χωριό είχε τον έμμισθο γιατρό και δάσκαλο του. Αλλά ο δάσκαλος σπάνια δίδασκε κάτι περισσότερο από τα στοιχειώδη, «γιατί οι αγράμματοι γονείς δε νοιάζονται διόλου να μορφώσουν τα παιδιά τους άχρηστα πράγματα, λένε. Εκτός αν πρόκειται να γίνουν παπάδες. Πραγματικά, τα γράμματα δεν τους πολύ βοηθούν για για την επιτυχία στη ζωή, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται».
Εντύπωση προκάλεσε στο Leake το αρχαίο πνεύμα της ανεξαρτησίας που χαρακτήριζε «τις κατώτερες τάξεις» στους Καλαρρύτες, αλλά και στα άλλα βουνίσια χωριά. Ήταν ένα καθαρά ελληνικό χαρακτηριστικό. Καμιά π.χ δε δεχόταν να γίνει υπηρέτρια. Οι νοικοκυραίοι που δεν ξενιτεύονταν είχαν τις συζύγους και τις θυγατέρες τους για τις δουλειές του σπιτιού.
«Ένας Κερκυραίος γιατρός που εγκαταστάθηκε στο χωριό, δεν έβρισκε για πολύ καιρό γυναίκα να τον περιποιηθεί επειδή συνήθιζε, όταν καλούσε την υπηρέτρια, να χτυπάει ένα κουδούνι.Τα κουδούνια του είπαν είναι για τις προβατίνες και τα τραγιά και όχι για τους ανθρώπους».
Ειρηνικοί άνθρωποι όπως ήταν οι Καλαρρυτινοί, γράφει ο Leake, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την ελευθερία τους. Δεν αντιστάθηκαν ή αντιστάθηκαν λίγο στον Αλή. Και εκείνος τους μεταχειρίστηκε ήπια γιατι το εισόδημα των Καλαρρυτών ανήκει στη βαλιδέ σουλτάνα. Ο Αλής απέφευγε τις περιπλοκές με τους ραγιάδες γιατι φοβόταν μήπως παραπονεθούν στον κεχαγιά της σουλτάνας. Μόλις όμως πάτησε το Σούλι πήρε θάρρος κι΄ ο τόπος άρχισε να υποφέρει από τις αγγαρείες. Κάθε τόσο ζητούσε χωριάτες και ζώα για το κάστρο της Κιάφας. Τα 14.000 πιάστρα που πλήρωναν παλιά οι Καλαρρύτες έγιναν σιγά σιγά 45.000. Τελευταία υποχρεώθηκε το χωριό να μεγαλώσει το δημόσιο χρέος κάπου 100 πουγκιά, που τα δανείστηκε από Γιαννιώτες Τούρκους με τόκο 15%. Ο σπιτονοικοκύρης του Leake λογάριασε πως πλήρωνε 170 πιάστρα το χρόνο άμεσο φόρο, δηλαδή 12-13 λίρες.
Κάθε Πέμπτη και Σάββατο γινόταν στους Καλαρρύτες παζάρι με τα προϊόντα του τόπου και διάφορες πραμάτειες από τα Γιάννενα.
Τα σπίτια ήταν όλα μικρά αλλά καθαρά, συγυρισμένα και καλοεπιπλωμένα σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις για τις ανέσεις του νοικοκυριού. Οι κρεμαστοί κήποι που χώριζαν τα σπίτια ποτίζονταν από ένα σωρό κεφαλάρια. Στο πρώτο πάτωμα των καλαρρυτιώτικων σπιτιών υπήρχε το χειμωνικό. Από πάνω βρισκόταν η κάμαρα υποδοχής με πρωτόγονα βενετσιάνικα τζαμλίκια στα παράθυρα.
Ο Leake κατέγραψε μια παροιμία που αποκαλύπτει την παλιά χωρογραφία της περιοχής: «Κάστρο Βηλιζά, χωριό Ματσούκι, Ακαλαρύτες μαχαλά, Συρράκο πέντε σπίτια».
Ο Leake παρατηρεί ότι η γοργή ανάπτυξη της βιοτεχνίας σ' αυτή τη βουνίσια περιοχή θα μπορούσε να εξασφαλίσει πλούτη και ασφάλεια στους κατοίκους. «Κι όμως δεν χάνουν ευκαιρία να προκαλούν την αρπακτικότητα των τυράνων τους με την αφροσύνη και τη ματαιοδοξία τους, με τις φιλοδοξίες τους, τα πείσματα τους». Ο πασάς παρακολουθούσε με τους σπιούνους του τα πάντα.
Σε επόμενο ταξίδι στη ίδια περιοχή, από τα Γιάννενα ο Leake πραγματοποίησε εκδρομές και συστηματικές εξερευνήσεις σε διάφορες περιοχές της Ηπείρου.
Ταξιδεύοντας προς τους Καλαρρύτες έφτασε στο μοναστήρι του Αη Γιώργη όπου έσπευσαν να τον προϋπαντήσουν οι Αρχές και οι πρόκριτοι της κομώπολης με επικεφαλή τον κυρ. Κ.Τουρτούρη, που εκπροσωπούσε ως κοτζαμπάσης τον αδερφό του. Τους συνόδευε ο Αλβανός σούμπασης. Προπορευόταν μια ορχήστρα γύφτων μουζικάντηδων, ενώ οι Καλαρυτιώτες κουβαλούσαν ένα ψητό αρνί, κρασί, ψωμί και σαλάτα.
Το τραπέζι στρώθηκε αμέσως. Οι υπηρέτες άπλωσαν ένα πανί καταγής στη γαλαρία του μοναστηριού, έκοψαν το κρέας και το σκόρπισαν εδώ κι εκεί. Μερικοί κάθισαν πάνω σε χαλιά, άλλοι στο λιθόστρωτο. Οι γύφτοι άρχισαν να παίζουν τα όργανα τους. Ήταν τέσσερα νταούλια, δυο μεγάλα και δυο μικρά, δυο βιολιά, ένα είδος όμποε, ένα μεγάλο πνευστό και μια φλογέρα.
Τα τραγούδια που συνόδευαν τους μουσικούς συναγωνίζονταν τα όργανα σε δυσάρεστους διαπεραστικούς ήχους, γράφει ο ’γγλος περιηγητής.
Ύστερα από το γεύμα άρχισαν τα κλέφτικα τραγούδια. Αναφέρονταν στα ηρωικά κατορθώματα των Σουλιωτών και του Κατσαντώνη που σκότωσε τον «περίφημο μπουλούκμπαση Βεληγκέκα». Τα ηρωικά τραγούδια ακολούθησαν τα τραγούδια της αγάπης που συνοδεύονταν με επιφωνήματα «πω ,πω , πω». Ύστερα σηκώθηκε ο Αλβανός σούμπασης κι΄ έσυρε γυμνοπόδαρος το χορό.
Οι Καλαρρύτες είχαν σημειώσει μεγάλη ανάπτυξη μετά υο 1805. Και στα πλούτη και στην καλοζωία. Κάθε χρόνο χτίζονταν καινούρια σπίτια από τους ξενιτεμένους εμπόρους που γύριζαν στη γενέτειρα τους. Οι οικογένειες που είχαν εγγραφεί στα φορολογικά κατάστιχα ήταν 620 και χωρίζονταν σε τρείς κατηγορίες. Της πρώτης πλήρωναν 800 πιάστρα το χρόνο, της δεύτερης 400 και της τρίτης 200. Οι πάμπτωχες οικογένειες απαλλάσσονταν. Κάπου 70.000 πιάστρα (4.000 στερλίνες) συγκέντρωνε ο βεζίρης από τους Καλαρρύτες. Η κωμόπολη είχε δημόσιο χρέος 250 πουγκιά κι έπρεπε, εκτός από τον κανονικό φόρο να πληρώνει και το διάφορο. Όταν ο Αλής ήθελε να ενισχύσει κάποιον ευνοούμενο τον έστελνε μ' ένα μπουγιουρντί στους Καλαρρύτες προστάζοντας τους προεστούς να το δεχθούν, θέλοντας και μη, το δάνειο που τους πρόσφερε ο απεσταλμένος, με υποχρεωτικό τόκο 12%2 .
Το χτίσιμο σπιτιού στους Καλαρρύτες ήταν μια πολύ δαπανηρή υπόθεση. Οι πέτρες μεταφέρονταν από το λατομείο, ένα μίλι μακριά, από γυναίκες-υποζύγια.
Το ταξίδι του Γάλλου πρόξενου Pouqueville
Στις 29 Αυγούστου του 18147 ο Pouqueville ταξίδεψε στα βλαχοχώρια της Πίνδου γράφει λοιπόν στο πολύτομο περιηγητικό του έργο. Η βιοτεχνία της κάπας, είδος περιζήτητο ανάμεσα στους τσοπαναραίους της Αρβανητιάς και τους ναυτικούς της Αδριατικής, βρισκόνταν σε μεγάλη ακμή. Μέσα σε μισό αιώνα, από το 1760, κατόρθωσαν οι μαγαλοβλαχίτες από τους Καλαρρύτες, το Συρράκο, το Μέτσοβο, τον Ασπροπόταμο και το Ζαγόρι να δημιουργήσουν αγορές στο εξωτερικό. Για την μεταφορά των προιόντων τους ναύλωναν γαλαξιδιώτικα καράβια. Έτσι στέριωσαν εμπορικούς οίκους στη Νεάπολη, στο Λίβανο, στη Γένοβα, στη Σαρδηνία, στο Κάδιξ, στη Σικελία, στη Μάλτα. ’λλοι εγκαταστάθηκαν στη Βενετία, στο Τριέστι, στη Αγκόνα, στη Ραγούζα. Μερικοί εγκαινίασαν συναλλαγές με τη Βιέννη, την Πόλη και τη Μόσχα, και διάφορες εταιρίες που δημιουργήθηκαν αποτόλμησαν ανάμιξη σε τραπεζικές επιχειρήσεις.
Στα τελευταία χρόνια κάμποσοι έμποροι ασχολήθηκαν με το εμπόριο των αποικιακών. Αλλά επειδή βρέθηκαν σε ξένο χώρο χρεοκόπησαν χωρίς όμως να καταστραφούν οικονομικά. « Έτσι στην Πίνδο, όπως και αλλού, λένε πως ο τάδε πλούτισε από μια ή περισσότερες χρεωκοπίες». Αυτή όμως ήταν η τυχοδιωκτική πλευρά. Στο φυσικό τους εμπόριο αλληλοϋποστηρίζονταν με εντιμότητα.
Στους Καλαρρύτες μπορούσε κανείς να πληροφορηθεί για τις τιμές των χρηματιστηρίων των μεγαλύτερων πόλεων της Ευρώπης. Οι έμποροι παρακολουθούσαν τη διεθνή αγορά και κυρίως την κίνηση των ειδών που τους απασχολούσαν. Ο μεγαλύτερος τζίρος γινόταν στα μπαμπάκια της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, που εξάγονταν κυρίως στην Αυστρία, στα μετάξια της Αγιάς και του Βόλου, στα λαγοτόμαρα και αρκουδοτόμαρα, που εξάγονταν στη Νεάπολη όπου ανταλλάσσονταν με γαϊτάνια και χρυσοσύρματα, και τέλος στο εμπόριο ρωσικών γουναρικών.
Η λαϊκή τάξη που δεν έχει κεφάλαια ασχολείται με έναν κλάδο της βιοτεχνίας πολύ προσοδοφόρο στην Αλβανία. Είναι η κατασκευή χρυσών κοσμημάτων και αντικειμένων από χρυσό και ασήμι. Όσοι από τους Βλάχους δεν είναι υπάλληλοι στις υφαντουργίες και τα διάφορα άλλα βιοτεχνικά εργοστάσια, γίνονται χρυσοχόοι και αργυροχόοι. Κι αν δεν είναι εφοδιασμένοι με καλά μοντέλα εργάζονται ωστόσο, αρκετά καλά το χρυσό και το ασήμι.
Στα έργα τους δεν βάζουν τίτλους και φίρμες των κατασκευαστών κι ακόμα επωφελούνται και από το ότι χρησιμοποιούν άγνωστα μέχρι τώρα μέταλλα, για να νοθεύσουν τα υλικά τόσο, όσο τους επιτρέπει η πλεονεξία τους.
Οι ταξιδεμένοι Βλάχοι μιλούν αρκετές ξένες γλώσσες, έχουν καλές βιβλιοθήκες με πολλά βιβλία στα γαλλικά και ιταλικά, έχουν περιποιημένες και καλαίσθητες εκδόσεις των Ελλήνων κλασικών. Ένας ξένος βρίσκει σ΄ αυτές τις βιβλιοθήκες τέτοια φιλολογική βοήθεια, που είναι δύσκολο να τη φέρει μαζί του στα ταξίδια. Το πιο καταπληκτικό είναι να παρατηρήσει κανείς και να δεί το πνεύμα της τάξης και της νοικοκυροσύνης, που βασιλεύει στις οικογένειες και στις βλάχικες πόλεις.
Οι Καλαρρύτες είναι μια πόλη με σύγχρονη κατασκευή και δεν προσφέρει τίποτα το αξιόλογο στην περιέργεια και το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Μερικά από τα σπίτια τους είναι μεγάλα και όλα είναι χτισμένα με τέτοιο τρόπο που να αντέχουν στις κακοκαιρίες και τις θύελλες. Η θέση στην οποία είναι χτισμένη αυτή η πόλη δεν επιτρέπει να βαδίζει κανείς στους δρόμους παρά με μεγάλη προφύλαξη και με σιδερένιο μπαστούνι για να μη γλιστρήσει. Το χειμώνα φορούν παπούτσια από κετσέ, για είναι τα πόδια τους πιο ζεστά , και στις σόλες τους έχουν καρφιά για να τους προφυλάνε να μη γλιστρούν στον πάγο.
Αυτά όμως τα μέτρα δεν εμποδίζουν πάντα το να κατρακυλούν και να πέφτουν ακόμα στο βάθος της αβύσσου άνθρωποι και προ παντός παιδιά, όπου και χάνονται.
Στην Πίνδο τα πρώτα χιόνια πέφτουν ύστερα από τις καταιγίδες, που ξεσπούν κατά τέλος Σεπτεμβρίου. Προς τα μέσα Οκτωβρίου αρχίζουν να ασπρίζουν από τα χιόνια οι κορυφές της Κακαρδίτσας και των Τζουμέρκων. Σε κάθε αλλαγή της Σελήνης και στην αλλαγή των ατμοσφαιρικών συνθηκών έρχονται καινούρια χιόνια που φτάνουν μέχρι τον Πολυανό.
Προνοητικοί, καθώς είναι οι κάτοικοι, κάνουν έγκαιρα προμήθειες και μερικά καταστήματα, που κάνουν αυτές τις προμήθειες, για να εξασφαλίσουν τους φτωχούς Βλάχους που δεν μπόρεσαν να κάνουν έγκαιρα τις προμήθειες τους, τα βλέπουμε να αψηφούν τις άσχημες καιρικές συνθήκες και οι βιοτεχνία τους να ανθίζει και με τους πάγους. Περισσότερο συγκεντρωμένοι το χειμώνα γνέθουν το μαλλί και υφαίνουν τα χοντρά υφάσματα, που είναι η πηγή του πλούτου τους. Το χρυσάφι και το ασήμι παίρνουν διάφορα σχήματα με το σφυρί του χρυσοχόου και ο χρόνος αξιοποιείται σωστά και οικονομικά.
Η οικονομική άνθιση των Καλαρρυτών αντιμετώπιζε σκληρές δοκιμασίες εξαιτίας των ληστρικών αξιώσεων του Αλή. Πριν ενταχθούν στο πασαλίκι του οι Καλαρυτιώτες πλήρωναν 1.400 πιάστρα το χρόνο στη βαλιδέ σουλτάνα, τη βασιλομήτορα. Το 1814 έπρεπε να καταβάλουν 50.000 πιάστρα στο βεζίρη. Η κοινότητα ήταν βυθισμένη σε βαριά χρέη (300.000 φράγκα με τόκο 10%). Ωστόσο το γεγονός ότι ήταν αυτόνομοι, κι ότι η παρουσία του δυνάστη ήταν σκιώδης (ένας σούμπασης χωρίς μεγάλες δικαιοδοσίες) τους έδινε ελπίδες πως με την εργατικότητα τους θα ξεπερνούσαν τις δυσκολίες.
Από πατριωτική ευαισθησία ελάχιστα αντικείμενα αγόραζαν από το εξωτερικό. Οι σοφάδες και τα χαλιά τους ήταν εγχώριας κατασκευής. Οι γυναίκες, ακολουθώντας παλιούς νόμους εναντίον της πολυτέλειας, συνήθιζαν να φορούν ρούχα του αργαλιού. Και τα μοναδικά τους καλλωπίσματα ήταν δυο μεταξωτά μαντήλια που φορούσαν για στολίδι στις επίσημες μέρες. Απαγορευόταν να φορέσουν κεντητά φορέματα, γαϊτάνια ή μπρισίμια, σάλια και γούνες όπως συνήθιζαν όλες οι γυναίκες της Ανατολής. Η παράβαση αυτού του κανόνα ισοδυναμούσε με ατίμωση του συζύγου. Αλλά και οι άντρες απέφευγαν την επίδειξη πλούτου. Αν κάποιος τολμούσε να φορέσει χρυσοκέντητη και ακριβή αρβανίτικη φορεσιά έχανε την εκτίμηση των συμπατριωτών του. Είχαν επίσης επιβληθεί περιορισμοί στις προίκες.
Οι Βλάχοι της Πίνδου ήταν χειροδύναμοι, καλοδεμένοι και μεγάλης αντοχής πραγματικά θεριά στη δουλειά. Οι άλλοι Έλληνες τους ονόμαζαν γι αυτό βουβάλια. Οι γυναίκες συναγωνίζονταν στην εργατικότητα τους άντρες. Όταν έφταναν σε κάποια ηλικία ασκούσαν το επάγγελμα του χαμάλη σ' όλες τις Πολιτείες της Ηπείρου. Έτρεχαν στις πιο βαριές δουλειές, κουβαλούσαν μεγάλα φορτία, δούλευαν χτίστες, δέχονταν και την πιο κουραστική απασχόληση αρκεί να κερδίσουν χρήματα. Δεν έμοιαζαν διόλου με τις άλλες Ελληνίδες. Είχαν φαρδιές πλάτες, μεγάλο στήθος, μεγάλη ρωμαλέα προορισμένα για το μόχθο, χαρακτηριστικά όχι όμορφα. Κι όπως έλεγαν, ο σουλτάνος δε διάλεξε ποτέ οδαλίσκες για το χαρέμι του από τα βλαχοχώρια της Πίνδου.
Οι Καλαρρυτιώτες χρυσοχόοι φημίζονταν και για τα έμμετρα επιγράμματα που χάραζαν στους μαστραπάδες και τα κρασοπότηρα.
Η επιγραφή του μαστραπά: «Καλαρρυτιώτες χαίρεται και πιέται με υγύαν Κρασί γλυκόν και κόκονο, π 'εφρένει την καρδίαν».
Σύγχρονος Τουρισμός στους Καλαρρύτες
Τα μνημεία της Ελληνικής Ορθοδοξίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Εθνικής κληρονομιάς και αποτελούν αξιόλογο πόλο έλξης επισκεπτών. Οι Βυζαντινές και οι μεταβυζαντινές εκκλησίες με την εικονογράφηση τους, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τις σπάνιες εικόνες, τα ξωκλήσια, τα προσκυνήματα της υπαίθρου, τα μοναστήρια, μαρτυρούν την επίμονη προσήλωση στις παραδόσεις και τη διασύνδεση της τέχνης με τη θρησκευτική λατρεία. Οι Καλαρρύτες είναι ένας μικρός παράδεισος με ατελείωτα στοιχεία ιστορίας βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία εξαιρετικής τέχνης, πολιτισμού και ξεχωριστής ομορφιάς.
Τέτοια μνημεία είναι:
Το μοναστήρι της Κηπίνας,
το Μοναστήρι της Βύλιζας,
ο Άγιος Γεώργιος,
η Αγία Παρασκευή,
ο Προφήτης Ηλίας,
η Παναγιά,
ο Άγιος Χριστόφορος,
ο Άγιος Αθανάσιος και η Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Η περιήγηση θα ανταμείψει πλουσιοπάροχα τον σύγχρονο ταξιδιώτη που ζητά την φυσική ομορφιά και θα γεμίσει την ψυχή του που διψά για πνευματική στήριξη.
Χριστίνα Πολέζε
Δρ. Συγκριτικής Γραμματολογίας ΑΠΘ, Εκ/κος ΤΕΙ/Λ.
Οι Καλαρρύτες στα 1805 & 1814 από τους περιηγητές Leake (Ληκ) και Pouqueville (Πουκεβίλ)
πηγή: http://www.imlarisis.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. F.C.H,L Pouquelle, Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος, μετάφραση Παν. Κώτσου, εκδ. Τολίδης.
2. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810 και 1810-1821, Αθήνα 1997, 1999 εκδόσεις ΣΤΑΧΥ.
3. Μαίρη Ζαγή - Μπόζιου, Καλαρρύτες, οδηγός κοινότητα Καλαρρυτών 2005.
4. Η Φωνή των Καλαρρυτών, φυλ.3 έως 23.
5. Καλαρρύτες της Πέτρας και τ' ασημιού, φύλλο 127.