Η Κλεισούρα ή Βλαχοκλεισούρα αποτελεί μια από τις πιο ιστορικές και ένδοξες κωμοπόλεις του Νομού Καστοριάς και γενικότερα της Δυτ. Μακεδονίας, που ανέδειξε πλήθος πνευματικών ανδρών και εμπόρων κατά την εποχή της ακμής της. Η κωμόπολη κτίστηκε κατά τον 15ο περίπου αιώνα με την συνένωση τεσσάρων ή πέντε οικισμών (Kotori di Iazia - Agru al Kiaku - Tsiresi - Kardzia - Gura) για την απόφυγή των επιδρομών και των λεηλασιών από τους Τουρκαλβανούς.
Η ονομασίας της νέας κωμόπολης σημαίνει το στενό πέρασμα σε τόπο δύσβατο (λατιν. clausura). Η παλαιά ονομασία της κωμόπολης είναι Βλαχοκλεισούρα και απαντάται σε κοινοτική σφραγίδα στον χαρτώο κώδικα «Οδηγίαι κοινωνικής συμπεριφοράς και βιβλίον ισολογισμών. Χειρόγραφα πρακτικών Δημογερόντων Κλεισούρας (1868-1880). Σχολική Βιβλιοθήκη Κλεισούρας. Νο 18», που βρίσκεται σήμερα στο Εθνολογικό-Λαογραφικό Μουσείο Κλεισούρας.
Κατά το 1806 ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville την ονομάζει και Κοσμόπολη. Οι κάτοικοί της, μιλούν όλοι την βλάχικη-αρμάνικη γλώσσα και τα κύρια επαγγέλματά τους την περίοδο αυτή είναι η κτηνοτροφία το εμπόριο, η γουναρική, η γεωργία, ενώ αρκετοί είναι κυρατζήδες (αγωγιάτες). Παλαιότερα, γραπτά μνημεία που αναφέρονται σ' αυτήν είναι ένα τουρκικό φορολογικό κατάστιχο του 1481 (σ’ αυτό το έγγραφο αναφέρεται ότι η Κλεισούρα κατοικείται από 76 οικογένειες – 500 περίπου άτομα), το χειρόγραφο του Καστοριανού ιερέα Παπαργυρίου, στο οποίο συγκαταλέγεται στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας και ο Κλεισουριώτης Μάρκος Πέτρου Μαρκούλη που μαρτύρησε το 1598 στο Άργος Ορεστικό επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και το πτώμα του ρίχτηκε στον ποταμό Αλιάκμονα. Άλλη επίσης μνεία γίνεται στον κώδικα 215 της Μονής Βαρλαάμ στα Μετέωρα του έτους 1613/14, στον Ιεροσολυμιτικό κώδικα 509 του έτους 1660, στην περιηγητική έκθεση του Εβλιά Τσελεμπή κατά το έτος 1661, στο διαζύγιο του 1682 που βρίσκεται στον κώδικα 2753 της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος από την Ι. Μητρόπολη Καστοριάς, καθώς και σε έγγραφα από τον κώδικα της Ι. Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης, τα οποία υπογράφει στα 1696 και 1697 αντίστοιχα ο Αχριδών Ζωσιμάς. Ο Σ. Λιάκος αναφέρει ότι η κωμόπολη μνημονεύεται από το 1325 με τον λανθασμένο τύπο Ανακλίσουρον, χωρίς όμως να αναφέρει την πηγή της πληροφορίας που δίδει.
Έτσι αρχίζει την ζωή της η αρχοντική κωμόπολη και αναδεικνύεται σε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, η ακμή του οποίου κορυφώνεται κατά τα έτη 1750 - 1880. Στον χρυσό αυτό αιώνα της Κλεισούρας κτίζονται διώροφα και τριώροφα αρχοντικά, ανοίγουν εμπορικά καταστήματα και τράπεζες και ανεγείρονται μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτή η μεγάλη οικονομική άνθηση γέννησε και την περίφημη εκπαίδευσή της. Το 1700 περίπου κτίζεται το πρώτο σχολείο και από το 1775 λειτουργούν η Αστική σχολή (αρρεναγωγείο), το Ελληνικό σχολείο (ημιγυμνάσιο) και το Αλληλοδιδακτικό που φέρουν την επωνυμία « Ελληνομουσείο Κλεισούρας ». Το 1866 κάηκε το Ελληνομουσείο και μαζί η αξιόλογη βιβλιοθήκη του που αριθμούσε περίπου 2000 τόμους βιβλίων˙ τα κτίρια αυτά ξανακτίστηκαν και παράλληλα ιδρύθηκε και παρθεναγωγείο.
Το 1868 ανοίγει ρουμάνικο σχολείο με την ονομασία « Scοala Primara din Vlaho-Clisura », το οποίο κάηκε το Φεβρουάριο του 1943. (θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε σε μια μεγάλη ιστορική ανακρίβεια, που χωρίς την απαιτούμενη κριτική και τον επιστημονικό έλεγχο, επαναλαμβάνουν ατεκμηρίωτα οι κατά καιρούς εμφανιζόμενοι ερευνητές. Ο Απόστολος Μαργαρίτης (1832-1903), το εκτελεστικό όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας στην Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Ήπειρο, δεν κατάγεται από την Κλεισούρα, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ερευνητές (Ε. Αβέρωφ, Α. Κολτσίδας, Ε. Νικολαϊδου, Μ. Τρίτος κ.ά.), αλλά από την Αβδέλλα Γρεβενών σύμφωνα και με τα έγγραφα υπ’ αριθμ. 23-24 (σ. 25-27) του κοινοτικού κώδικα αριθμ. 475 με τίτλο «Οδηγίαι κοινωνικής συμπεριφοράς και βιβλίον ισολογισμών. Χειρόγραφα πρακτικών Δημογερόντων Κλεισούρας (1868-1880). Σχολική Βιβλιοθήκη Κλεισούρας. Νο 18.»).
Το έργο των ελληνικών σχολείων βοηθούσαν ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Κλεισούρας «Η Ομόνοια» (1882), η Φιλεκπαιδευτική και Φιλόπτωχος Αδελφότητα Κλεισουριέων Κωνσταντινουπόλεως «Ο Προφήτης Ηλίας» και η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα και μετέπειτα Φιλανθρωπικός Σύλλογος των Απανταχού Κλεισουριέων « Ο Άγιος Μάρκος » (1918). Επίσης λειτουργούσε η Οθωμανική Λέσχη « Η Ένωσις ». Η εμπορική και πνευματική αυτή δραστηριότητα προσείλκυσε πολλούς κτηνοτρόφους και αγωγιάτες από γνωστά βλαχοχώρια της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου (Μοσχόπολη, Γράμμουστα, Σιάτιστα, Φούρκα, Σμίξη, Αβδέλλα, Σαμαρίνα, Νυμφαίο, Βλάστη, Νάματα κ.α.) και ο πληθυσμός της Κλεισούρας ανήλθε βάσει της απογραφής του 1870 στους 6.400 κατοίκους.
Κατά τους 18ο και 19ο αιώνες πολλοί Κλεισουριώτες που ασχολούνταν με το εμπόριο και τα γράμματα, εγκαθίστανται στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, όπου διαπρέπουν. Έτσι έχουμε μεγάλες και ανθηρές παροικίες Κλεισουριέων στην Κων/πολη, Βιέννη Βουκουρέστι, Ιάσιο, Οδησσό, Δρέσδη, Βουδαπέστη, Σεμλίνο (Zemon) Βελιγράδι, Μοναστήρι (Bitule), Σρεμ, Νίσσα, Πάντσεβο κ.α.. Όλοι αυτοί οι απόδημοι δεν ξεχνούν την γενέτειρά τους και ενισχύουν τόσο τα εκπαιδευτικά ιδρύματά της, όσο και την ανέγερση και συντήρηση μεγαλοπρεπών ναών εντός και εκτός της κωμοπόλεως. Σπουδαία βέβαια ήταν και η συμβολή της στους εθνικούς αγώνες. Το 1821 η Ιερά Μονή Παναγίας κατέστη καταφύγιο του Ναουσαίου οπλαρχηγού Ζαφειράκη, οι αδελφοί Ζαβίρα ενίσχυσαν οικονομικά την έκδοση των χειρογράφων του Ρήγα Φεραίου, ενώ τρία μέλη της οικογένειας Γκίκα – Χατζημάσιου μυήθηκαν το 1818 στην Φιλική Εταιρία.
Στις 22 Ιουλίου 1903 δέχεται μαζί με το Κρούσοβο και τη Νέβεσκα (Νυμφαίο) την επίθεση των Βουλγάρων κομιτατζήδων, όταν αυτοί εξαπέλυσαν την επανάσταση του Ίλιντεν. Τότε ο Γ. Τσόντος (καπετάν Βάρδας)οργάνωσε επιτροπή αγώνος με αρχηγούς τους Ανδρέα Παναγιωτόπουλο (καπετάν Τζήκα) και Δημ. Στάγκα (καπετάν Μίζα), με πρόεδρο τον Ι. Αργυρόπουλο, γραμματέα τον Γ. Κιάντο, ταμία τον Γ. Πάτσιου και μέλος τον Κ. Βούτσια, πράκτορες τους Ι. Πάντσιου, Κ. Ρόκα, Γ. Παπα-Ντούλα, Π. Λιγκανάρη (Φανόπουλο) και οδηγούς τους Γ. Σιάββα, Κ. Ζώττα, Κ. Κουκότα, Θ. Μυρώνη, Δ. Ντριστέλα, Ι. Κώφα και Γ. Βούτσια. Κατά την κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου στις 5 Οκτωβρίου 1912 οι Κλεισουριώτες ύψωσαν την ελληνική σημαία στο επιβλητικό κωδωνοστάσιο του Αγίου Νικολάου. Στις 2 Νοεμβρίου 1912 η κωμόπολη πυρπολείται από τους Τούρκους που λεηλατούν τα αρχοντικά και τα εμπορικά καταστήματα (από τα 700 σπίτια απέμειναν μόνο 300). Πυρπολείται επίσης ο ναός του Αγίου Νικολάου με το περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ σκοτώνονται και στη συνέχεια καίγονται 10 εναπομείναντες γέροντες.
Στις 11 και 12 Απριλίου 1941 διεξάγεται μάχη του ελληνικού στρατού με τις μηχανοκίνητες γερμανικές φάλαγγες που περνούσαν από την τοποθεσία Νταούλι˙ αποτέλεσμα ήταν η κατάληψη της Κλεισούρας από τους Γερμανούς. Και έφτασε η θλιβερή ημέρα της 5ης Απριλίου 1944 κατά την οποία η Κλεισούρα δέχεται το μεγαλύτερο πλήγμα. Αντάρτες του Ε.Α.Μ.- Ε.Λ.Α.Σ. που δρούσαν στην περιοχή, με αρχηγό τον καπετάν Υψηλάντη επιτίθενται σε γερμανική φάλαγγα στην θέση Νταούλι σκοτώνοντας τους τρεις προπομπούς στρατιώτες μοτοσικλετιστές. Οι Γερμανοί σε αντίποινα σκορπίζουν τον θάνατο και την φωτιά στον άμαχο πληθυσμό της μαρτυρικής κωμοπόλεως, σκοτώνοντας 246 αθώα γυναικόπαιδα και γέροντες και καίγοντας 160 σπίτια μέσα σε ένα δίωρο. Γι’ αυτήν την θυσία της το ελληνικό κράτος την τίμησε με τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξεως και με την πρόσφατη μετονομασία της σε Δήμο (1994). Σιώκης Δημ. Νικόλαος Υποψ. διδάκτορας - Θεολόγος
Επεξηγήσεις
ο οικισμός "Λα κόντουρ' ντι Ιάζια", που σημαίνει "Στην αγορά της Γραμμένης" (<κόντρου ή κόντουρ' είναι στα βλάχικα το δάσος σε βουνό ή ο δημόσιος χώρος οικισμού, δηλ. πλατεία, αγορά), γράφηκε "Κότορι ντι Ιάζια".
"Λα άγκρου αλ Κιάκου" σημαίνει "Στον αγρό του Κυριάκου".
"Λα Τσιρέσι" σημαίνει "Στις Κερασιές", λόγω των πολλών άγριων κερασιών που υπάρχουν μεταξύ των ερειπίων του οικισμού.
"Λα Καρτζιέ" σημαίνει "Στου Καρατζιά" (<εντοιχισμένο ντουλάπι).
"Λα Γκούρα" σημαίνει "Στο Στόμα" και σαν τοπωνύμιο απαντάται συχνά και σε άλλα βλαχοχώρια.
Σιώκης Δημ. Νικόλαος