Η Κλεισούρα ή Βλαχοκλεισούρα αποτελεί μια από τις πιο ιστορικές και ένδοξες κωμοπόλεις του Νομού Καστοριάς και γενικότερα της Δυτ. Μακεδονίας, που ανέδειξε πλήθος πνευματικών ανδρών και εμπόρων κατά την εποχή της ακμής της. Η κωμόπολη κτίστηκε κατά τον 15ο περίπου αιώνα με την συνένωση τεσσάρων ή πέντε οικισμών (Kotori di Iazia - Agru al Kiaku - Tsiresi - Kardzia - Gura) για την απόφυγή των επιδρομών και των λεηλασιών από τους Τουρκαλβανούς.
Η ονομασίας της νέας κωμόπολης σημαίνει το στενό πέρασμα σε τόπο δύσβατο (λατιν. clausura). Η παλαιά ονομασία της κωμόπολης είναι Βλαχοκλεισούρα και απαντάται σε κοινοτική σφραγίδα στον χαρτώο κώδικα «Οδηγίαι κοινωνικής συμπεριφοράς και βιβλίον ισολογισμών. Χειρόγραφα πρακτικών Δημογερόντων Κλεισούρας (1868-1880). Σχολική Βιβλιοθήκη Κλεισούρας. Νο 18», που βρίσκεται σήμερα στο Εθνολογικό-Λαογραφικό Μουσείο Κλεισούρας.
Βλαχοχώρια

Γύρω στα 1260 ο μετέπειτα κτήτωρ της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών Ιωαννίκιος, "...ήλθε κατά πρώτον εις το μέρος όπου σήμερον είναι το χωρίον Χιονοχώρι (τέως Καρλίκιοϊ). Εκεί εύρεν εν μικρόν κελλίον με εκκλησίαν των Αγίων Αναργύρων και κατώκησεν εις αυτό..."
Σε Οθωμανικό Φορολογικό Κώδικα του 1465 αναφέρεται ως Αγια-Νάργυρ ενώ το 1568 αναφέρεται με δεύτερο όνομα Καρλίκιοϊ. Για τους επόμενους αιώνες δε γνωρίζουμε κάποια γραπτά στοιχεία για το χωριό.Προφανώς κάποια στιγμή,για αγνώστους λόγους, ερημώθηκε.
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες στίς αρχές του 19ου αιώνα, ένας Βλάχος γιδοβοσκός ανακάλυψε το εγκαταλελειμένο κελλί-σπηλιά του Ιωαννίκιου,μέσα σε πυκνό δάσος.
Το Σέλι είναι χτισμένο στο όρος Βέρμιο, σε υψόμετρο 1400 - 1540 μέτρων και βρίσκεται δυτικά της Βέροιας σε απόσταση 25 χιλιομέτρων και νοτιοδυτικά της Νάουσας σε απόσταση 15 χιλιομέτρων.
Ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1826 - 1835 από Βλάχους κτηνοτρόφους που ήρθαν από την Πίνδο και συγκεκριμένα από τις περιοχές Αβδέλας (κυρίως) και Σαμαρίνας.
Η πρώτη εγκατάσταση των κατοίκων έγινε στο νότιο άκρο του χωριού στην περιοχή Κρύες Βρύσες. Οι Βρύσες ήταν η κυριότερη πηγή νερού για το χωριό και αποτελούσαν τόπο συνάθροισης, κυρίως γυναικών, που γέμιζαν σκεύη με νερό για το σπίτι ή έπλεναν εκεί φλοκάτες και κουβέρτες. Συχνά πήγαιναν να γεμίσουν νερό τα παλικάρια του χωριού και εκεί γνώριζαν τις νεαρές κοπέλες για να προχωρήσουν στο προξενιό και στο γάμο.

Η παλιά ονομασία του χωριού ήταν ¨Προυσβάλα¨ .Δυο εκδοχές υπάρχουν για το όνομα αυτό. Η μεν πρώτη από το Πες-Βάλη που σημαίνει κάτω από το ποτάμι , η δε δεύτερη από μια παράδοση σύμφωνα με την οποία οι τότε κάτοικοι του χωριού ξύρισαν κάποιον από το διπλανό χωριό που πήγε στο χωριό τους πράγμα που θεωρήθηκε από τους άλλους σαν προσβολή , χάριν όμως συντομίας το χωριό από Προυσβάλα λεγότανε και Προυσβάλα. Το 1930 το χωριό πήρε την σημερινή του ονομασία (ΒΑΘΥΠΕΔΟ) από την γεωγραφική του θέση , δηλαδή χωριό βρισκόμενο σε πεδιάδα περιβαλλόμενη από βουνά.