Η διερεύνηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης της ορεινής περιοχής της επαρχίας Μετσόβου για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη (οικονομική – κοινωνική – πολιτισμική) της συγκεκριμένης περιοχής, αποτελούν τα ζητούμενα της παρούσας εργασίας, ζητούμενα που ανιχνεύονται στο λόγο των υπό μελέτη υποκειμένων. Οι πρώτες ερευνητικές επαφές με το χώρο στον οποίο αναφέρεται η ανά χείρας μελέτη πραγματοποιήθηκαν το χρονικό διάστημα, Οκτώβριος 1999 – Σεπτέμβριος 2000, στο Ανήλιο, το Ανθοχώρι, το Βοτονόσι, το Μέτσοβο, τη Μηλέα και την Χρυσοβίτσα. Η συγκεκριμένη μελέτη χωρίζεται σε 9 κεφάλαια. Το αντικείμενο κάθε κεφαλαίου έχει συνοπτικά ως εξής: Στο πρώτο κεφάλαιο, αφού προσδιοριστεί η περιοχή μελέτης και δοθεί το ακριβές γεωγραφικό της στίγμα στη συνέχεια γίνεται μια απόπειρα να αποκρυπτογραφήσουμε κάποιους θρύλους γύρω από την ονομασία της περιοχής. Ακολούθως αναφερόμαστε στην πληθυσμιακή συγκρότηση της περιοχής και στο προφίλ του ενεργού πληθυσμού της.
“Eίναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας” (Γ. Σεφέρης)
Tο ταξίδι στη χώρα των λέξεων είναι μια γοητευτική περιπέτεια. Προχωρείς από ανακάλυψη σε ανακάλυψη, ώσπου φτάνεις στον πυρήνα τους, στην πρώτη αρχή και την ουσία τους. H πορεία αυτή είναι μια κατάδυση στη συνείδηση του τόπου και του λαού σου. Tα τελευταία χρόνια μπήκα και εγώ “ανεπαισθήτως” σε αυτή την περιπέτεια. H γλώσσα μάς ταξιδεύει σε ανεπανάληπτα, σε μοναδικά ταξίδια από δρόμους που μόνο εκείνη ξέρει. Όλα σχεδόν τα χρόνια ήμουν δάσκαλος, όσο ήμουν δάσκαλος. Eίναι πολύ ακριβός ο τίτλος του δασκάλου. Λίγοι τον δικαιούνται. Eδώ και λίγα μόλις χρόνια κατάλαβα πόση γοητεία ασκούν οι λέξεις. Kάνεις ευχάριστη παρέα με τις λέξεις και νιώθεις δημιουργός. Kάποιες από αυτές δεν τις βρίσκει κανείς ούτε στα λεξικά. Πανέμορφες λέξεις βγήκαν βίαια στη σύνταξη. Nέες λέξεις εισέβαλαν πανηγυρικά στο λεξιλόγιό μας. Πονάει κανείς γι’ αυτόν τον χαμό, δεν θέλει να τις αφήσει να χαθούν, αυτό όμως είναι μια νομοτέλεια. Λέξεις που τις έλεγαν οι παππούδες και οι μανάδες μας, που τις ακούσαμε παιδιά και άνοιξαν τα μάτια μας, που άναψαν τη φαντασία μας. Λέξεις που τις διαβάσαμε στα πρώτα βιβλία μας, στο “Aλφαβητάρι με τον ήλιο”.
Μια από τις σημαντικότερες πληθυσμιακές ομάδες της Βαλκανικής, της οποίας τα ίχνη εντοπίζονται από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αποτελούν οι Βλάχοι. Με πιθανότερη ετυμολογική εκδοχή του ονόματός τους τη Γερμανική λέξη Walechen διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι, εξελισσόμενοι από βιοπαλαιστές ημινομάδες, σε διακεκριμένους αργυροχρυσοχόους, εμπόρους και κτηνοτρόφους (τσέλιγκες). Ορμώμενοι τόσο από την ιδιαιτερότητα των διαιτητικών συνηθειών των νομάδων ανά τον κόσμο (Μασάι, Θιβετιανοί νομάδες) όσο και από την πρόβλεψη αξιόλογων ερευνητών όπως ο Winnifrith ότι οι εναπομείναντες 50000 αναμένεται τα επόμενα 50 χρόνια να ενσωματωθούν στα κράτη τα οποία ανήκουν, σχεδιάσαμε μια ποιοτική ανθρωπολογική έρευνα. Σκοπός είναι η διαμόρφωση αρχικά μιας αδρής εικόνας για τη διατροφή τους και η ανίχνευση έπειτα επί μέρους ενδιαφερόντων διατροφικών δεδομένων, καθώς και η εξέταση ενδεχόμενων αλλαγών που συντελέστηκαν με την πάροδο του χρόνου.
Τo ζήτημα της «ταυτότητας» αποτελεί ένα από τα πλέον επίκαιρα αντικείμενα έρευνας στον τομέα της κοινωνικής ανθρωπολογίας και των κοινωνικών επιστημών1 αλλά και άλλων επιστημών που σχετίζονται με αυτή, όπως η εθνολογία η εθνογραφία και η εθνομουσικολογία.2 Ένα πολύ σημαντικό θέμα στο οποίο έχει δοθεί έμφαση είναι το ζήτημα του «αυτοπροσδιορισμού» μιας ομάδας. Έχει θεωρηθεί γενικότερα ότι ο συνειδητός αυτοπροσδιορισμός είναι στοιχείο που προκύπτει, όταν προκύψει ο «άλλος» ‒βάσει της ορολογίας των κοινωνικών επιστημών‒, δηλ. άλλες ομάδες προς τις οποίες μία συγκεκριμένη ομάδα προσπαθεί να παρουσιαστεί είτε ως όμοια είτε ως διαφορετική. Ωστόσο, αυτό δεν είναι η πραγματικότητα πάντοτε, διότι ακόμη και στις πλέον απομονωμένες κοινωνίες υπήρχε η αίσθηση της ομάδας. Βέβαια, ο άνθρωπος βιώνει την κοινωνικότητά του και μέσα από την προσπάθεια να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες ασφάλειας, αλλά αυτό δεν έχει σχέση πάντοτε με το αν υπάρχει «άλλος» ‒οπότε πρέπει κάπως να φανεί η ομοιότητα ή η διαφορά‒, αλλά με το αν είναι αναγνωρίσιμος ως φιλικός προς την κοινωνία αυτή ή ως εχθρικός. Παρ’ όλα αυτά, η συνειδητή γνώση ενός πολιτισμού από τους φορείς του, που έχει εκφραστεί στη σύγχρονη κοινωνία μέσα από την ίδια την επιστήμη της εθνολογίας, φαίνεται να εκκινεί από μία τέτοια «κρίση» ταυτότητας.3