Από μικρός άκουγα από τους γονείς μου, ειδικά από τη μητέρα μου και τα αδέλφια της, να μιλούν για το Μιτζηντέη (σήμερα Κεφαλόβρυσο), αν και κανένας τους δεν είχε μεγαλώσει σ’ αυτό.
Οι ιστορίες, που μου διηγείτο η μητέρα μου Ευαγγελία Πίνα, δισέγγονη του Νάσου Πίνα, για το ένδοξο παρελθόν των προγόνων μας, των Πιναίων, κέντριζε πάντα το ενδιαφέρον μου, γι’ αυτό και ένα μέρος του πονήματος αυτού προέρχεται από προφορικές μαρτυρίες της μητέρας μου και των αδελφών της, οι οποίες επιβεβαιώνονται από ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης. Αυτό το πόνημα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα χρέος, μία προσφορά στην ιστορική μνήμη, για να αναδειχθεί η ιστορία των Πιναίων, που έδωσαν όχι μόνο την περιουσία τους, αλλά και τη ζωή τους στον αγώνα της ανεξαρτησίας της χώρας μας.
Η μελέτη αυτή βασίστηκε στη βιβλιογραφική έρευνα, στην αρχειακή έρευνα και στις προσωπικές μαρτυρίες συγγενών μου. Ο βίος, οι μάχες εναντίον των Τούρκων και η θυσία πολλών από τους προγόνους μου, κατά την επανάσταση του 1878 στην Ήπειρο, στο Λυκούρσι, στους Αγίους Σαράντα της σημερινής Αλβανίας, δεν θα μπορούσαν να εξιστορηθούν χωρίς αναφορά στο πατρογονικό χωριό μας, το Μιτζηντέη, στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής και στη ζωή των Βλάχων της περιοχής και γενικότερα της Βόρειας Ηπείρου. Δεν θα μπορούσε, επίσης, να μην γίνει αναφορά στον τόπο προέλευσής τους, τη Φράσερη Πρεμετής.
Η ιστορία των Βλάχων αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της βαλκανικής και συνακόλουθα της ελληνικής ιστορίας. Η βλάχικη γλώσσα συνδέθηκε με την ταυτότητά τους και αποτέλεσε το διακριτικό γνώρισμα σε σχέση με τους άλλους ορεσίβιους νομαδοκτηνοτρόφους, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μια βασική διάκριση των βλάχικων διαλέκτων, χωρίς να αλλοιώνεται το νόημα, σε δύο ομάδες, που παίρνουν το όνομά τους από το γλωσσικό αυτοπροσδιορισμό armaneshti και ramaneshti. Αν και όλοι είναι Βλάχοι, όσοι μιλούν ramaneshti αυτοπροσδιορίζονται ως Ρεμένοι και ετεροπροσδιορίζονται ως Αρβανιτόβλαχοι (Φρασεριώτες), ενώ εκείνοι που μιλούν armaneshti είναι κυρίως οι Βλάχοι της Πίνδου και του Γράμμου.
Οι εντυπώσεις των ξένων περιηγητών, την περίοδο 1800 - 1910, του W.M Leake, του G. Weigand, του L. Heuzey, του Alan Wace και του Maurice Thomson, που έχουν καταγραφεί σε βιβλία των χωρών τους, αποτέλεσαν σημαντική πηγή και προσέφεραν πολύτιμες πληροφορίες για την καταγραφή των ηθών και εθίμων των Βλάχων, των ασχολιών και επαγγελμάτων τους, ενώ πολλές πληροφορίες συλλέξαμε από τους χαρτογράφους της εποχής J. Arrowsmith και H. Kiepert, στους χάρτες των οποίων καταγράφονται οι εγκαταστάσεις των Βλάχων.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση που οι Αρβανιτόβλαχοι είχαν με τον Αλή Πασά, μια και αυτοί είχαν έντονη παρουσία στο βαλκανικό χώρο, τόσο ως νομαδοκτηνοτρόφοι, όσο και ως πραγματευτάδες (εμποροβιοτέχνες, επαγγελματίες και μεταπράτες), αλλά και ως ικανότατοι πολεμιστές (αρματολοί και κλέφτες).
Τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια (φάρες) ήταν αυτά που δημιούργησαν το τσελιγκάτο, ένα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό σύστημα που είχε πολλά κοινά στοιχεία με τις σύγχρονες οικονομικές επιχειρήσεις και το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια ισχυρών παραδοσιακών αξιών, ιδεών και αντιλήψεων. Παράλληλα, η έλλειψη συνόρων στα Βαλκάνια συνετέλεσε σε μία σχετική αυτονομία των ορεινών κοινοτήτων τους, ενώ οι αναγκαστικές εποχιακές μετακινήσεις και τα μακρινά περιπετειώδη ταξίδια με τα καραβάνια έφεραν το ανήσυχο πληθυσμιακό δυναμικό των Βλάχων στις πόλεις και αργότερα στα μεγάλα οικονομικά κέντρα της Ευρώπης, όπου κατέχοντας καίριες θέσεις μεγαλούργησαν και αποτέλεσαν τους μετέπειτα ευεργέτες της χώρας μας.
Αναφορά επίσης γίνεται στην ξεχωριστή τους ενδυμασία, αφού ως αυστηρά κλειστές κτηνοτροφικές κοινωνίες, διατήρησαν μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, με απόλυτο σεβασμό και αυστηρότητα την παλιά ενδυμασία τους, δηλαδή μάλλινες βαριές σιγκούνες - τσιπούνια και υφαντά κεντημένα πουκάμισα, συνοδευόμενα με παλαιότερους τύπους κεφαλόδεσμου (τσιουπάρι).
Το πολυφωνικό τραγούδι, αποτελεί επίσης ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Αρβανιτοβλάχικου πολιτισμού, αφού αυτού του είδους η πολυφωνία, όπως αναφέρουν οι μουσικολόγοι, αντιπροσωπεύει το τρίφωνο πολυφωνικό τραγούδι, τύπου μίμησης, των Βλάχων της Βόρειας Ηπείρου.
Ιδιαίτερο, διαχρονικά, είναι το ενδιαφέρον για τη «Θεοφρούρητη» Μοσχόπολη, τη θεωρούμενη και «Ιερουσαλήμ των Βλάχων», κατ’ άλλους «Αθήνα της Τουρκοκρατίας» ή «Παρίσι της Ανατολής», που αναγνωρίστηκε ως ένα κοινωνικοοικονομικό πρότυπο ανάπτυξης. Στην ακμή της δημιουργήθηκαν συντεχνίες (ρουφέτια), αναπτύχθηκαν οικογενειακές βιοτεχνίες, οι οποίες εξήγαγαν τα προϊόντα τους στη Βενετία και στην Αυστροουγγαρία (Βιέννη, Βουδαπέστη), με αποτέλεσμα κάθε οικογένεια να διαθέτει το δικό της οικοτεχνικό εργαστήριο υφασμάτων και νημάτων, που παρήγαγε και εξήγαγε τα προϊόντα του, όπως φανέλες, βελέντζες, κάπες, χαλιά και άλλα μάλλινα προϊόντα, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε η σιδηρουργία, η χαλκουργία και η χρυσοχοΐα. Η οικονομική ευμάρεια της Μοσχόπολης προκάλεσε ζωηρή πνευματική κίνηση και δημιουργήθηκε η περίφημη «Νέα Ακαδημεία», που αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά ιδρύματα του υπόδουλου Γένους. Η πλούσια βιβλιοθήκη και το τυπογραφείο, που διέθετε, σε συνδυασμό με το συγγραφικό και διδακτικό έργο πολλών επιφανών λογίων, όπως ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης, ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης και άλλοι, μετέτρεψαν την πόλη σε κέντρο του ελληνικού διαφωτισμού, που είχε ως σκοπό τη διάσωση της ορθοδοξίας και της ελληνικής ταυτότητας. Δυστυχώς η καταστροφή του 1769 επέφερε το τέλος της, ολόκληρα χωριά καταστράφηκαν και οι κάτοικοί τους διασκορπίστηκαν σε Μακεδονία, ‘Ηπειρο, Θεσσαλία και Αλβανία.
Περιγράφεται ακόμη η εγκατάσταση των Βλάχων στο Μιτζηντέη, η ανάπτυξη του οικισμού, η εκκλησία, τα πρώτα πέτρινα σπίτια και η πίστη τους στην ορθοδοξία και τον ελληνισμό, που τους οδήγησαν στη συμμετοχή τους στην επανάσταση του 1878 στην Ήπειρο, στο Λυκούρσι και τους Άγιους Σαράντα, όπου πολλοί χάθηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος και μεταξύ αυτών μέλη των οικογενειών των Πιναίων, των Ντουκαίων, των Νασαίων και άλλοι. Η αποτυχημένη επανάσταση, με κύρια την ευθύνη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, εξανάγκασε σε φυγή πολλές οικογένειες, οι οποίες κατέφυγαν σε Κέρκυρα, ‘Ηπειρο και Θεσσαλία (Λάρισα, Καρατζόλι, Αλμυρό).
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη γενιά των Πιναίων και στην εγκατάστασή τους στο Σέσκλο Μαγνησίας. Οι Βλάχοι αυτοί σηματοδότησαν στη συνέχεια την πορεία του Σέσκλου, δεν ξέχασαν ποτέ την καταγωγή τους, το Μιτζηντέη και την κοιτίδα τους τη Φράσερη της Βόρειας Ηπείρου (Frasheri Αλβανίας).
Η συνεχής αναφορά στο Μιτζηντέη, και όχι στο Κεφαλόβρυσο, έχει να κάνει με το γεγονός ότι η έρευνα επικεντρώνεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας έως και πριν τη μετονομασία σε Κεφαλόβρυσο (1928).
Κεφαλοβρυσο Πωγωνίου. Οι Βλάχοι, το Μιτζηντέη και οι οπλαρχηγοί Πιναίοι
Χρήστος Φώτου - Πίνας
Ιωάννινα, 2023
ISBN: 978-618-00-4680-9
Όποιος ενδιαφέρεται για το βιβλίο μπορεί να το προμηθευτεί είτε στον Βόλο από το βιβλιοπωλείο «ΗΛΙΟΣ» στην οδό Παύλου Μελά 25Α, τηλ. 2421076424,
είτε στα Ιωάννινα, από τον εκδοτικό οίκο "Εκδόσεις Ελ. Θεοδωρίδη", στην οδό Γαριβάλδη 10, και στο τηλ. 2651077358 για τηλεφωνικές παραγγελίες.