«Πολλά χρόνια αργότερα, ένα σούρουπο που έμοιαζε σαν κατάκοπος Βλάχος γαμπρός, ήρθαν στο νου του, βυθισμένα στην καταχνιά και το φεγγαρόφωτο, τα Μαύρα Χώματα, και η σημαδιακή εκείνη μέρα που μαζί με τον πατέρα του πήγαν να δούνε τη νύφη.
Ήταν Άγιο Πάσχα και οι Βλάχοι σούβλιζαν αρνιά. Το λίπος έσταζε από τη σούβλα τσιριχτά πάνω στη θράκα, το κρέας έπαιρνε το χρώμα της ξαναμμένης γάστρας και ο καπνός μετέφερε την τσίκνα όλο και πιο μακριά. Αφού άπλωνε τους βραχίονές του για να σκεπάσει τις καλύβες στις δύο όχθες του ποταμού, που κυλούσε από αιώνες ανάμεσα στις γέρικες ιτιές, έβγαζε νέους βραχίονες ώστε η τσίκνα να φτάσει ακόμα πιο πέρα: στη Λιμνοθάλασσα με τις καλαμιές, στον Αϊ-Θόδωρο, εκεί όπου κοινωνούσαν τα κορίτσια αφού γίνονταν νύφες, στα Λιμνάζοντα νερά, στο Λιβάδι της Συμφιλίωσης, στο Μπούφο και στις στάνες του βουνού της Ντόμπρας, στο παλάτι του ξεπεσμένου τσέλιγκα, στον μεγάλο κάμπο όπου θέριζε το κουνούπι και απλώνονταν ως εκεί που αρχίζει η θάλασσα, στις αποθήκες του καλαμποκιού και ως πέρα στα χτισμένα με σκαλιστή πέτρα σπίτια της Γορίτσας.
Εκτός από τη μυρωδιά του ψημένου κρέατος, ο καπνός μετέφερε μακριά και τις κραυγές των παιδιών, που δεν χόρταιναν το νέο τους παιχνίδι. Καβάλα στις δύο πλευρές ενός δοκαριού, που περιστρέφονταν πάνω σε ένα ξύλινο δοκάρι αλειμμένο με ψαρόλαδο, ήταν σαν να πετούσαν στον αέρα. Μια από εκείνες τις κραυγές ήταν η δική του, η οποία είχε ξεμείνει εκεί μακριά, στο Μπούφο, σαν τραγούδι, που δεν χάνεται ποτέ, σαν νοσταλγία και σαν θλίψη.
Ανάμεσα στα παιχνίδια που παίζανε τότε, ήτανε και το γκάρο, το λέγανε έτσι επειδή όπως έπαιζαν τα παιδιά φώναζαν, έβγαζαν τόσο μεγάλες τσιρίδες, «γκάρες» δηλαδή, που γινόταν χαλασμός κόσμου. Αυτό ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Κανείς δεν ήξερε ποιος το πρωτόπαιξε, αλλά ένα ήταν σίγουρο: τα παιδιά της Γορίτσας, με τα οποία αυτοί ανταγωνίζονταν σε όλα, είχαν σκάσει από τη ζήλεια τους. Οι μικρούληδες των αχυροκαλύβων στα άλλα παιχνίδια χαρίζονταν, αλλά το γκάρο, το ήθελαν αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Ήταν και έπρεπε να παραμείνει εκεί, στις μικρές πλατείες, στα Μαύρα Χώματα, μπροστά από το σαμαράδικο και το ξύλινο παράπηγμα του Σχολείου, στους ελεύθερους χώρους ανάμεσα στις καλύβες, στις δύο όχθες του ποταμού, που αιώνες κυλούσε τώρα κάτω από γέρικες ιτιές σαν μια ατέρμονη κραυγή νοσταλγίας και ευτυχίας.
Αυτός, ο Σωκράτης Μπούμπας, τσίριζε όπως οι άλλοι, όταν κάποια στιγμή είδε τη γιαγιά του, την Αρχοντούλα, να του κάνει, κρυφά, νεύμα με το χέρι της. Σημάδι, ότι όλο και κάτι θα του είχε φέρει να φάει, που δεν έπρεπε να το μάθει κανείς. Ήταν το μυστικό τους. Στα παιδικά του χρόνια, μέχρι που έγινε δώδεκα –και συμπληρώνονταν ακριβώς την ημέρα που μαζί με τον πατέρα θα πήγαιναν να δουν τη νύφη– ήταν καχεκτικός και φιλάσθενος. Έπασχε από χρόνια εντερίτιδα την οποία η γιαγιά του προσπαθούσε να για- τρέψει με ψαρόλαδο. Κάθε πρωί, του έδινε να πιει ένα φλιτζάνι και στεκόταν μπάστακας μέχρι να μην αφήσει στάλα.
Το ψαρόλαδο του γύριζε τ’ άντερα και η Αρχοντούλα, που το ήξερε αυτό, τον φρόντιζε περισσότερο από τ’ άλλα εγγόνια της. Όλο και κάτι του έφερνε να φάει, πάντα κρυμμένο κάτω από την ποδιά της: καλαμποκίσιο ψωμί πυρωμένο με λίγες ελιές, τυρί φρέσκο πασαλειμμένο με ζάχαρη, μπουκουβάλα με τυρί, καθαρόπιτα ψημένη στη γάστρα – παραγγελιά στο παζάρι της Κορυτσάς, όπως συνήθιζε να παινεύεται η γιαγιά στις γειτόνισσες–, μπουρέκι με τσουκνίδες, κι ακόμα καμιά μερίδα κρέας ψημένο βιαστικά στη θράκα. Άλλες φορές, μόλις έβλεπε το νεύμα της γιαγιάς, έτρεχε, αλλά εκείνη την ημέρα ούτε που κουνήθηκε. Του άρεσε να στριφογυρίζει πάνω στο δοκάρι και με ανάμικτο αίσθημα φόβου και ευτυχίας, να γεμίζει τον αέρα με τα ξεφωνητά του. Άργησε λίγο, αλλά πήγε. Πήρε εκείνο που του είχε φέρει, ένα κομμάτι κοκορέτσι από το Πάσχα, κι έκανε να απομακρυνθεί, αλλά τον κράτησε η γιαγιά.
– Άσε το παιχνίδι, του είπε και τον έπιασε από το χέρι, θα πάτε με τον πατέρα να δείτε τη νύφη!»
Το μυθιστόρημα "Οι τελευταίοι νομάδες" του Θανάση Μεντή είναι μια μπαλάντα για τον έρωτα και για τον άνθρωπο, που εστιάζεται σε εκείνον τον υπαρξιακό μηχανισμό που κατάφερε να εξασφαλίσει την επιβίωση ενός λαού που είναι από τους παλιότερους και λιγότερο γνωστούς, διασκορπισμένος σε όλες τις περιοχές των Βαλκανίων και πλέον στα πρόθυρα της εξαφάνισής του. Αυτός ο λαός είναι οι Βλάχοι. Πέρα από την ιστορία των Βλάχων, ο συγγραφέας ασχολείται με την ταυτότητά τους, με την εθνο-πολιτιστική υπόστασή τους, με τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις, τα τραγούδια, τη λαογραφία και κάθε τι που τους διακρίνει από τους υπόλοιπους πληθυσμούς. Μιλάει για μια ευλογημένη εθνότητα, αν και ιστορικά της επιφυλάχθηκε μια δραματική τύχη.
Μια ιστορία για τον Έρωτα και για τον Άνθρωπο που νικάει τον χώρο και τον χρόνο, που συνιστά ένα ταξίδι για τον αναγνώστη οποιασδήποτε χώρας και, ταυτόχρονα, μια τελευταία προσευχή για έναν υπό εξαφάνιση λαό. Μια έκκληση προς τα ευήκοα ώτα του σύγχρονου πολιτισμού, ώστε να μη χαθεί αυτός ο αρχαίος λαός, ιδιαίτερος, όμορφος, από τους πιο ζωντανούς των Βαλκανίων. (απο το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο Θανάσης Μεντής κατάγεται από το Κεφαλόβρυσο Ιωαννίνων. Γεννήθηκε στο Σωπίκι Αγίων Σαράντα το 1958. Το 1988 αποφοίτησε από τη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Τιράνων. Το 1993 ήρθε στην Ελλάδα όπου και ζει οικογενειακώς στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Το 2011 κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα «Η καταραμένη σκιά» και το 2013, το μυθιστόρημα «Τα τελευταία λόγια του Σωκράτη Μπούμπα», που μεταφέρθηκε στα ελληνικά με τον τίτλο «Οι τελευταίοι νομάδες», με το οποίο κερδίζει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας του Υπουργείου Πολιτισμού της Αλβανίας. Το 2016 εκδίδει το τρίτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Καμένος χρόνος».
Μεντής Θανάσης
Οι τελευταίοι νομάδες
Μυθιστόρημα
Ξενόγλωσσος τίτλος FJALA E FUNDIT E SOKRAT BUBES
ISBN13 9789604589494
Εκδότης ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Χρονολογία Έκδοσης Δεκέμβριος 2019
Αριθμός σελίδων 328
Διαστάσεις 20x13
Μετάφραση ΖΑΡΜΠΑΛΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
Επιμέλεια ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Πολιτεία, Επίκεντρο