Φωνολογική, λεξιλογική και μορφοσυντακτική περιγραφή
Η απουσία γραφής σε μια γλώσσα και η επακόλουθη έλλειψη ρύθμισης και κανονικοποίησής της (γραμματικές, λεξικά, διδασκαλία, κλπ.) είναι κάποιοι από τους σημαντικότερους παράγοντες οι οποίοι αφενός επιφέρουν εξαιρετικά μεγάλη διαφοροποίηση στο εσωτερικό αυτής της γλώσσας (διάλεκτοι, ιδιώματα) και αφετέρου - σε βάθος χρόνου - έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της ίδιας της γλώσσας. Σε αυτό το βιβλίο γίνεται μια προσπάθεια για την καταγραφή των βασικότερων στοιχείων της γραμματικής του αρβανιτοβλάχικου (καραγκούνικου) γλωσσικού ιδιώματος της Ακαρνανίας, το οποίο εμφανίζει πολλές και σημαντικές διαφορές σε αρκετούς γραμματικούς τομείς (φωνολογία, μορφολογία, λεξιλόγιο, κλπ.) από όλα τα άλλα βλάχικα ιδιώματα. Το υπό εξέταση ιδίωμα παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, μιας και ομιλείται από μια γλωσσική ομάδα που κατοικεί εδώ και αιώνες - απομονωμένη από όλες τις άλλες βλαχόφωνες ομάδες - στο νοτιότερο σημείο εξάπλωσης της βλάχικης γλώσσας στην Ελλάδα και φυσικά στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, στην Ακαρνανία. Σε κάποια φάση της ιστορίας της, μάλιστα, η γλωσσική αυτή ομάδα υπήρξε ακόμη και τρίγλωσση, με τους ομιλητές της να μιλούν συγχρόνως βλάχικα, ελληνικά και αλβανικά/αρβανίτικα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το υπό εξέταση ιδίωμα. Όλα τα παραπάνω στοιχεία επομένως καθιστούν τυπικά και ουσιαστικά το συγκεκριμένο ιδίωμα ξεχωριστή διάλεκτο της βλάχικης γλώσσας, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης ερευνητικής προσέγγισης. Αυτή η προσέγγιση είναι και ο γενικότερος στόχος του συγκεκριμένου πονήματος.
Ο Αντώνιος Β. Βασιλείου γεννήθηκε στα Όχθια Αιτωλοακαρνανίας. Έχει σπουδάσει παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου και έχει μετεκπαιδευτεί στο Διδασκαλείο. Έχει ειδικευτεί επίσης στη θεραπευτική ειδική αγωγή στο Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής Αθηνών. Έχει σπουδάσει ακόμη ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Έχει υπηρετήσει σε δημοτικά σχολεία της Αττικής, στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει διδάξει στο Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων την ελληνική ως ξένη γλώσσα. Έχει εργαστεί ακόμη στη Μονάδα Θεραπευτικής Αγωγής Αυτιστικών Παιδιών SOS ως ειδικός παιδαγωγός. Σήμερα υπηρετεί σε δημοτικό σχολείο της Αθήνας. Βασικό έργο του: Τοπωνυμικό της βλαχόφωνης (καραγκούνικης) περιοχής της Ακαρνανίας. Γεωγραφική και ιστορική επισκόπηση-ιδίωμα (Αθήνα, 2012).
Το Αρβανιτοβλάχικο (Καραγκούνικο) γλωσσικό ιδίωμα της Ακαρνανίας
Φωνολογική, λεξιλογική και μορφοσυντακτική περιγραφή
Αντώνιος Β. Βασιλείου
Εκδόσεις Ηρόδοτος
ISBN 978-960-485-124-9
Αριθμός σελίδων 676
Διαστάσεις 24x15
Βιβλιοπωλείο Πολιτεία
Πρόλογος
Οι Βλάχοι της Ελλάδας αποτελούν ένα από τα εκλεκτότερα και δυναμικότερα τμήματα του ελληνισμού, όπως αποδεικνύεται από τη συμμετοχή τους στους απελευθερωτικούς αγώνες, από τη συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη του νέου Ελληνισμού και από τον κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο τους στη ζωή της σύγχρονης Ελλάδας.
Δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες για τον ακριβή προσδιορισμό της εμφάνισής τους στο προσκήνιο της ιστορίας μέχρι τις πρώτες έμμεσες μαρτυρίες από τους βυζαντινούς συγγραφείς του 10ου αιώνα. Η παρουσία των Βλάχων εντοπίζεται ιδιαίτερα στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία, χωρίς να αποτελούν συμπαγή γεωγραφική ενότητα σε καμιά από τις περιοχές αυτές. Κατοικούσαν αρχικά στα διάφορα Βλαχοχώρια, γνωστά ως μητροπολιτικές ή πρωταρχικές εστίες, από τις οποίες μετακινούνται ως «διασπορά» σε όλο τον ελλαδικό και εν μέρει και βαλκανικό χώρο, όπου δημιουργούν είτε αμιγείς νέους Βλάχικους οικισμούς είτε συγκατοικούν με άλλους μη Βλάχικους πληθυσμούς. Η σύμπηξη Βλάχικων οικισμών αρχίζει, όταν οι Βλάχοι εγκαταλείπουν την καθαρά νομαδική ζωή και γίνονται ημινομάδες (χειμώνα στα χειμαδιά καλοκαίρι στα βουνά).
Κατά καιρούς διάφοροι μελετητές, παρακινημένοι οι περισσότεροι από ποικίλες σκοπιμότητες, δημοσιοποίησαν εκτιμήσεις για τον αριθμό των Βλάχων. Όλοι αυτοί οι αριθμοί είναι αυθαίρετοι, αλληλοσυγκρουόμενοι και επιστημονικά ατεκμηρίωτοι. Εύκολα αναγνωρίζονται οπαδοί δύο διαφορετικών τάσεων, της αύξησης ή της μείωσης του αριθμού, ανάλογα με τον στόχο τους.
Μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι Βλάχοι — ιδίως οι κτηνοτρόφοι — παρουσιάζουν αποκλειστικά ενδογαμικές τάσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις προς τους ελληνόφωνους. Τελευταία σημειώνονται ραγδαίες ανακατατάξεις σε όλες τις δίγλωσσες ομάδες του ελληνικού χώρου. Η αστυφιλία, η εγκατάλειψη των παραδοσιακών επαγγελμάτων, η μετανάστευση, η ανακάλυψη νέων επαγγελμάτων, η προσιτή παιδεία και οι ευκολότερες μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να σπάσει το φράγμα της ενδογαμίας και στους Βλαχόφωνους.
Όσον αφορά την καταγωγή των Βλάχων, έχουν προβληθεί διάφορες θεωρίες, οι περισσότερες από τις οποίες υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες: ότι είναι απόγονοι Ιλλυριών, Θρακών, Μοισών, Δακών, ακόμη και Κελτών ή Ιταλών (ρωμαίοι άποικοι).
Το πρόβλημα επιμερίζεται στην εθνολογική σύσταση των Βλάχων, στον τόπο της πρώτης τους εμφάνισης και στη γλώσσα τους. Από το σύνολο των θεωριών προκύπτουν δύο βασικές απόψεις:
- η πρώτη, η οποία παρουσιάζεται κυρίως από ρουμάνους ιστορικούς και γλωσσολόγους της προπολεμικής περιόδου, υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι προέρχονται από τα βόρεια της Βαλκανικής,
- η δεύτερη, πιο αληθοφανής, πρεσβεύει ότι είναι αυτόχθονες εκλατινισμένοι Έλληνες της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας και υποστηρίζεται από την ελληνική επιστήμη αλλά και από νεότερους ρουμάνους και ξένους ερευνητές.
Η γλώσσα των Βλάχων, τα Βλάχικα (ή αρωμουνική στη λόγια βιβλιογραφία), είναι γλώσσα νεολατινική, αυτόνομη και ισότιμη με την ιταλική, γαλλική, ισπανική, ρουμανική και προέρχεται από την λαϊκή προφορική της Βαλκανικής. Δεν είναι διάλεκτος της ρουμανικής, όπως ανεπιτυχώς υποστηρίχθηκε, αλλά κόρη της λατινικής. Είναι γλώσσα χωρίς κρατική υπόσταση και χωρίς γραπτή παράδοση, όπως χιλιάδες άλλες γλώσσες στην υφήλιο.
Οι Βλάχοι αποκαλούν τους εαυτούς τους Αρμîνου (Armînou, δηλαδή Romanus (πβ. Ρωμανία = το Βυζάντιο), όπως συνήθιζαν να αποκαλούν «Ρωμαίους» — και στη λαϊκή γλώσσα «Ρωμιούς» — τους εαυτούς τους όλοι οι υπήκοοι του Βυζαντινού κράτους. Η λέξη Αρμîνου δεν έχει καμιά ιστορική σύνδεση με τους όρους Romania, Rοman (= Ρουμανία, Ρουμάνος), καθώς αυτοί είναι λόγια κατασκευάσματα του 19ου αιώνα που επιβλήθηκαν μετά την ίδρυση του ρουμανικού κράτους. Η ονομασία Βλάχος δεν χρησιμοποιείται από τους ίδιους, παρά μόνο επειδή τους επιβλήθηκε από μη Βλάχους.
Οι Βλάχοι της Ελλάδας έχουν και άλλα ονόματα, για τα οποία δεν είναι πάντοτε εύκολο να γνωρίζουμε πότε, πώς και γιατί τους δόθηκαν και τι ακριβώς σημαίνουν. Από τον 11 ο αιώνα το όνομα Βλάχοι αρχίζει να ταυτίζεται με τον νομάδα κτηνοτρόφο (πβ. Άννα Κομνηνή) και στη συνέχεια με τον «χωριάτη, αγροίκο και απολίτιστο». Με δεύτερο συνθετικό τη λέξη Βλάχος έχουμε τα ονόματα Καράβλαχος, που σημαίνει τον αγροίκο αλλά και τον γενναίο, δυνατό Βλάχο. Ο όρος Κουτσόβλαχος από μερικούς ερμηνεύεται ως Μικρός Βλάχος (από το τουρκικό küçük) ή από το: κουτσός + Βλάχος, ασήμαντος, μικρός Βλάχος, πβ. τα κουτσοπίνω, κουτσοπερνώ κ.λπ. Μερικοί Βλάχοι αρνούνται αυτό το όνομα ενώ άλλοι το προτιμούν, γιατί δηλώνει εκείνον που μιλάει βλάχικα και όχι τον κάθε κτηνοτρόφο και προβατάρη, που μπορεί να είναι Σαρακατσάνος ή οποιοσδήποτε άλλος. Υπάρχουν επίσης τα ονόματα: Αρουμούνοι, Αρωμούνοι, λόγια κατασκευάσματα και όχι αρεστά σε πολλούς Βλάχους. Τέλος, τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί και ο νεολογισμός: Αρμάνοι.
Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου του Αντώνη Βασιλείου, το οποίο κρατάτε στα χέρια σας, είναι ότι οι Βλάχοι της Ακαρνανίας, που αποτελεί το αντικείμενο της δικής του έρευνας, αποκαλούνται Καραγκούνηδες και υπήρξαν κάποτε ως και τρίγλωσσοι (βλάχικα, ελληνικά, αρβανίτικα). Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως, όσο και να θεωρούμε ότι με τόσα πολλά βιβλία που έχουν γραφεί γι’ αυτούς έχουν ειπωθεί όλα, υπάρχει ακόμα πεδίο για έρευνα γύρω από έναν πληθυσμό που είναι διάσπαρτος σε όλη την Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία και τώρα μαθαίνουμε για έναν Βλάχικο πληθυσμό στην Ακαρνανία, το νοτιότερο σημείο μαρτυρίας Βλάχων εγκατεστημένων σε σταθερούς οικισμούς.
Η απαρχή της παρακμής του Βλάχικου στοιχείου της Ελλάδας και της συρρίκνωσης της Βλάχικης γλώσσας υπήρξε η ρουμανική προπαγάνδα. Τα γεγονότα της δημιουργίας της είναι λίγο πολύ γνωστά και τα αποτελέσματά της ολέθρια για τους Βλάχους και τη γλώσσα τους. Η προσέγγιση της πολιτικής πλευράς του Κουτσοβλαχικού ζητήματος στις σωστές του διαστάσεις άρχισε να πραγματοποιείται, όταν οι ίδιοι οι Βλάχοι ανέλαβαν την αντιμετώπισή του. Η αβελτηρία του κράτους και η άγνοια του προβλήματος από μεγάλο μέρος της ελληνικής διπλωματίας ήταν οι βασικοί λόγοι που συνετέλεσαν στη διάδοση και στην αύξηση της επιρροής της Ρουμανίας πάνω στους Κουτσόβλαχους. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς το ελληνικό κράτος, ο πνευματικός κόσμος και η ελληνική κοινωνία γνώρισαν την πραγματική συμβολή και ιστορία των Βλάχων με συνέπεια την αλλαγή της νοοτροπίας και τον σεβασμό ακόμη και των άσχετων με τα Κουτσοβλαχικά πράγματα.
Είναι δύσκολο να οριοθετηθεί η σημαντική πνευματική προσφορά των Βλάχων στα πλαίσια της Νεοελληνικής Φιλολογίας, καθώς ταύτισαν εξαρχής την παιδεία και τη θρησκεία τους με τον Ελληνισμό. Γεωγραφικά δεν παρατηρείται ιδιαίτερη πνευματική ανάπτυξη ενός τόπου που κατοικείται από Βλάχους με εξαίρεση τη Μοσχόπολη, η οποία ανέπτυξε μια παιδεία υψηλού επιπέδου και έδωσε έναν αστερισμό πνευματικών ανθρώπων και εξαίρετων φιλολογικών έργων, με δευτερεύουσες περιπτώσεις μικρών βλαχόφωνων πολισμάτων όπου παρατηρούμε πνευματική ανάπτυξη, όπως για παράδειγμα το Μέτσοβο, το Λιβάδι Ολύμπου κ.λπ.
Όταν γίνεται αναφορά στην εθνική προσφορά των Βλάχων, η έμφαση δίνεται στο πλήθος των μεγάλων Βλάχων ευεργετών και στα ονόματα οπλαρχηγών των κλεφταρματολών. Η εθνική προσφορά των Βλάχων, όμως, δεν εξαντλείται στα γνωστά πρόσωπα· υπάρχει μια στρατιά Βλάχων πνευματικών ανθρώπων και αγωνιστών τα ονόματα των οποίων μας είναι άγνωστα και φυσικά άγνωστα παραμένουν τα έργα και η προσφορά τους.
Οι Βλάχοι, παρά τη λατινογενή γλώσσα τους, κατόρθωσαν σε δύσκολες περιόδους του ελληνισμού να διατηρήσουν και να διαδώσουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη Μοσχόπολη και την Ακαδημία της, όπου φωτισμένοι δάσκαλοι αγωνίζονται να διατηρήσουν τα αγαθά του ελληνικού πολιτισμού ιδρύοντας τυπογραφεία, εκδίδοντας βιβλία και παράγοντας δασκάλους και αποστόλους της ελληνικής ιδέας και της ορθοδοξίας. Δεν απευθύνονται μόνο στους Έλληνες, αλλά προσπαθούν, όπως έκανε ο βλαχικής καταγωγής Ρήγας Φεραίος, να διαφωτίσουν και τους αλλόγλωσσους λαούς της Βαλκανικής με στόχο την ενσωμάτωση όλων των Βαλκάνιων στην ελληνική σκέψη, μια πνευματική διαδικασία που θα αποτελέσει τη βάση για τον ένοπλο αγώνα που θα ακολουθήσει.
Και στον ένοπλο αγώνα του 1821 η προσφορά των Βλάχων υπήρξε αποφασιστική. Τα βουνά της Ηπειροθεσσαλίας και Μακεδονίας στάθηκαν το λίκνο κλεφταρματολών και άλλων επαναστατικών ομάδων προσφέροντας τις κατάλληλες γεωγραφικές συνθήκες επιβίωσης. Και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα η ένοπλη προσφορά των Βλάχων είναι σπουδαία και συνέβαλε στην διάσωση του Μακεδονικού χώρου από την επιβουλή των βαλκάνιων γειτόνων μας.
Τέλος, πρέπει να μνημονευθούν οι Βλάχοι μεγάλοι και μικροί ευεργέτες, που πρωταγωνιστούν με την οικονομική τους συμβολή στην ανάπτυξη του ελληνικού κράτους και της κοινωνικής ζωής. Μεγαλέμποροι και τραπεζίτες προσφέρουν τεράστια ποσά και ολόκληρες περιουσίες για έργα υποδομής. Μια πλειάδα ευεργετών άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους:
- οι οικογένειες Αβέρωφ και Τοσίτσα κόσμησαν την Αθήνα με τις ευεργεσίες τους: το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Παναθηναϊκό στάδιο, το θωρηκτό Αβέρωφ, τις ομώνυμες Φυλακές, τη Σχολή Ευελπίδων,
- ο βαρώνος Σίνας, μεγαλοτραπεζίτης στη Βιέννη, και οι γιοι του έχτισαν την Ακαδημία Αθηνών, με τον φίλο τους Γεώργιο Σταύρου συνίδρυσαν την Εθνική Τράπεζα, το Εθνικό Αστεροσκοπείο, τη Φιλεκπαιδευτική εταιρεία, κ.ά.
- ο Δούμπας, ο βαρώνος Μπέλιος από το Μπλάτσι, ο Στουρνάρης και πολλοί άλλοι στήριξαν με τα χρήματά τους το νεοελληνικό κράτος στα πρώτα του βήματα,
υπάρχει ακόμη ένα πλήθος μικρών Βλαχόφωνων ευεργετών που ίδρυσαν σχολεία στην Ήπειρο και την Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και σπούδασαν με τα κληροδοτήματά τους μεγάλο αριθμό νέων.
Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στον Αντώνη Βασιλείου, διδάκτορα του Πανεπιστημίου μας, που αφιέρωσε πολύτιμο χρόνο για επιτόπια έρευνα στα βλαχόφωνα (καραγκούνικα) χωριά της Ακαρνανίας και μας έδωσε μια ακόμη ψηφίδα στη σειρά των πρωτογενών εργασιών που αφορούν τους Βλάχους, τη ζωή, τη διασπορά, τη γλώσσα τους, την προσφορά τους. Οι ατέλειωτες ώρες που αφιέρωσε για να συγκεντρώσει το εντυπωσιακό αυτό σε όγκο υλικό θα λάβουν την καλύτερη ανταμοιβή τους από την προσοχή με την οποία οι αναγνώστες του βιβλίου του θα ξεναγηθούν σε χρόνους που σε λίγο θα αποτελούν μακρινή ανάμνηση. Τέτοια βιβλία έχουν μεγάλη αξία για αυτή τη σωστική συμβολή τους. Τον ευχαριστούμε!
ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΝΤΙΝΑΣ
καθηγητής Γλωσσολογίας -
Ελληνικής Γλώσσας και Διδακτικής της
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.