Το Περιβόλι με τις μικρές ιστορίες του Γιάννη Περδίκη. Οι ψηφίδες μιας παράστασης; Όχι. Οι ψηφίδες για πολλαπλές αναπαραστάσεις.
Κάπως αιρετική αυτή η άποψη θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος. Αίρεση όμως δεν είναι το βίωμα, η προσωπική αντίληψη, η πρόσληψη και η αναπαράσταση του κόσμου; Η αίρεση δεν είναι κατ’ ανάγκη, όπως έχουμε μάθει, αρνητική. Είναι κι η απαρχή του καινούργιου, του διαφορετικού, του νεωτερικού. Είναι το παράθυρο σ’ άλλους κόσμους, διπλανούς, παράλληλους, ανεπίσημους κι όμως υπαρκτούς κι ίσως καλύτερους. Η μνήμη, ως νοητικό κατασκεύασμα, δεν ξεφεύγει απ’ αυτό το πλαίσιο.
Ο συμπατριώτης μου Γιάννης Περδίκης με το «Περιβόλι με τις μικρές ιστορίες κι ένα διήγημα», θα μπορούσε νά’ ναι αιρετικός. Όχι για τον ίδιο. Για όλους τους άλλους. Φίλους, ομοϊδεάτες, ευγενείς ιδεολογικούς ανταγωνιστές κι αντιπάλους. Μα κυρίως αιρετικός για την εποχή μας. Δεν διεκδικεί ο «Ιονέλλης» δάφνες συγγραφικές. Μεταφέρει μέσα από τις αράδες των μικρών ιστοριών του αγωνίες, προτάσεις κι ελπίδες.
Η καθημερινότητα, οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών, οι συμπεριφορές κι οι στάσεις τους απέναντι στα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά, οι αλλαγές που συντελούνται στο ευρύτερο περιβάλλον, οι εξελίξεις, που καθορίζονται έξω απ’ τη μικρή κοινωνία του χωριού, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις αρχαϊκές, παραδοσιακές κοινωνικές δομές και τις προσταγές των μοντέρνων καιρών, οι απαιτήσεις της αστικοποίησης, η συνάντηση με τον άλλο, τον «ξένο» ξεπροβάλλουν γλαφυρά μέσα από την αφήγηση.
Ο λόγος λιτός, δωρικός κι απέριττος, όπως ο ηχός του αργόσυρτου χορού στο Κ-νικι. Οι εντάσεις της αφήγησης στους εναλλακτικούς ρυθμούς του συγκαθιστού. Η κοινή συνισταμένη ο χώρος. Αυτό που τον δένει, τον εξανθρωπίζει και τον καθαγιάζει είναι η οικογένεια. Τα αισθήματα ενός άνδρα και μιας γυναίκας (ο Κούσιος κι η Αγγέλα) καθορίζουν όχι μόνο το δικό τους μέλλον, αλλά και τη σχέση των οικογενειών τους. Η αγάπη τους μεταφράζεται σε συνύπαρξη, κοινές αγωνίες, αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη των δύο γενών. Τυχόν άλλη στάση δρομολογεί εξελίξεις σε αντιθετική κατεύθυνση.
Δεν είμαι σίγουρος αν οι κτηνοτρόφοι κι οι απόγονοί τους καμαρώνουν για τον ετεροχαρακτηρισμό των Περιβολιωτών ως «αγρόσκυλα» με βάση την εξήγηση που δίνει ή που άκουσε ο συγγραφέας. Σίγουρο είναι, ότι, όπως και πριν έναν αιώνα το σύνολο των παραγωγικών τάξεων, προσλαμβάνουν κι εξηγούν τα γεγονότα που συνέβαλαν στην απόδοση αυτού του χαρακτηρισμού διαφορετικά. Και αν δεν τον θεωρούν τίτλο τιμής, τον θεωρούν εκδήλωση ζηλοφθονίας των γειτόνων, καθώς στην πράξη τους εξασφάλισε σε χρόνους περασμένους και λιγότερο ευγενικούς τις αναγκαίες εκτάσεις για τα κοπάδια με τις δεκάδες χιλιάδες πρόβατα και τους αναρίθμητους αργιλέδες των αλόγων. Έναν αιώνα μετά τα καραβάνια φύγανε χωρίς επιστροφή, οι κυρατζήδες προτίμησαν τις ασφαλτοστρωμένες αυτοκινητόστρατες. Οι νέοι ασφαλτόστρωτοι δρόμοι κατήργησαν τις εποχές για το Περιβόλι. Μείνανε, ευτυχώς, τα κοπάδια των προβάτων να φέρνουν την άνοιξη, να ορίζουν τον κύκλο των εποχών σε πείσμα των καιρών και να θυμίζουν, ότι το Περιβόλι έχει «δεκατρία συνορώματα»…
Τα συνορώματα. Μια έννοια με πολλά περιεχόμενα. Στις μικρές ιστορίες του Γιάννη Περδίκη περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο αρκετά απ’ αυτά. Η ανόρθωσή τους, το γκρέμισμά τους, η διακριτική κατάργησή τους. Κάπως έτσι και στο κοινωνικό πεδίο, απ’ το παράθυρο, απ’ όπου εκπαραθυρώθηκε η «πίτα της Μαρούσιας», μπήκε ο σύγχρονος άνεμος, άνοιξε την πόρτα και σ’ αυτή ξεπροβάλλει η Θεανώ, κυρά του σπιτιού κι άξια εκπρόσωπος αυτού. Αναρωτιέμαι αν στο βλάχικο σπίτι τον πρώτο και καθοριστικό λόγο είχε ο «αφέντης» ή η «Μάνα»! Μήπως απλά άλλαξαν τα επιφαινόμενα; Είναι δουλειά του ανθρωπολόγου, σκέφτομαι, να το ψάξει. Απ’ την άλλη όταν κάποιος είναι παντρεμένος, κακά τα ψέματα, τον προσδιορίζουν ως «Γιόργι αλί Μαρούσι», δηλώνοντας έτσι την έγγαμη κατάστασή του και την ευρύτατη κοινωνική αποδοχή της. Αυτό εξηγεί και την αποδοχή του Μπάρι απ’ το συγγενολόϊ της μέλλουσας γυναίκας του. Όπως επέτρεψε προηγουμένως τον άλυτο εσωτερικό, μυστικό δεσμό του Αλέξη για την Αγγελική. Με κορδέλα τις δαντελωτές κορφές της Πίνδου και ταχυδρόμο τον αχό των πεύκων. Βουνοκορφές στη σειρά, ντυμένες στους τόνους του πράσινου με γκιορντάνια από βράχους και μπιλιτζίκια τα νερά των ρυακιών. Κι οι δρακόλιμνες; Το αιώνιο φυλακτό. Το ακοίμητο μάτι του καλού δράκου. Η ιεραρχία της φύσης, ο κώδικας των βουνών. Τάξεα. Η καθορισμένη σειρά.
Κάπως έτσι φαντάζει κι η αυστηρή ιεραρχία στο χορό του Κ-νικι, που την επιτηρεί ο αγέρωχος όγκος του Κουλέου, την απαλύνει το χάδι του Φάγκο-Βἰμτου, τη γλυκαίνει ο ηχός του βιολιού του Νούσια και την εξαφανίζουν η ματιά της καλής, η απαρχή της ελπίδας.
Σ’ αυτή την καθοριστική ματιά ο συγγραφέας βλέπει και την ύπαρξη, τη συνέχεια του Περιβολιού ως μιας μεγάλης οικογένειας, απλωμένης στα πέρατα του κόσμου κι όμως προστατευμένης κάτω απ’ τα φτερά των αετών του Κουλέου…