Η ιστορική διαδρομή των Βλάχων του Αλμυρού

Σούρπη 1895Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω λέγοντας δύο λόγια για τον Αλμυρό, γιατί υποθέτω οι περισσότεροι σύνεδροι έρχεστε πρώτη φορά, αλλά και για να λύσω την απορία για τον τίτλο του συνεδρίου «…των Δύο Αλμυρών».
Ο Αλμυρός λοιπόν, στη θέση που βρισκόμαστε σήμερα, έχει μία ιστορία περίπου 600 ετών. Μητέρα πόλη του Αλμυρού υπήρξε η αρχαία Άλος, η οποία ήταν στην αρχαιότητα μία πόλη ανάμεσα στο βουνό Όθρυς και τις παραθαλάσσιες ακτές, 10 χλμ. από το σημερινό Αλμυρό, σε μια στρατηγική θέση ελέγχοντας τον δρόμο από Βορά προς Νότο. Ιδρυτής της ήταν ο μυθικός βασιλιάς Aθάμας και καταστράφηκε το 346 π.X. από τον Παρμενίωνα, στρατηγό του Φιλίππου του B΄. Το 302 π.X. περίπου, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ίδρυσε στην περιοχή Κεφάλωση την ελληνιστική Άλο η οποία καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό το 265 π.X.

 

Τον 4ο-5ο αι. μετά Χριστόν πλέον, η πόλη μετατοπίζεται στη παραλιακή θέση Αλμυρά και επικράτησε το όνομα «Δύο Αλμυροί», «Αλμυροί» ή απλώς «Αλμυρός», όπου εγκαταστάθηκαν και κάτοικοι από τις κατεστραμμένες Φθιώτιδες Θήβες. Τον 9ο και 10ο αι. μ.Χ. εξελίχθηκε σε ακμαία παραθαλάσσια πόλη, στην οποία ζούσε μια διεθνής κοινότητα από Βενετούς, Πιζάτες, Γενοβέζους και Εβραίους εμπόρους και κατά τον 12ο αι. ο Παγασητικός κόλπος ονομάσθηκε σε «Κόλπο του Αλμυρού». Γραπτές πηγές καθιερώνουν με σαφήνεια τον Αλμυρό ως μία από τις σημαντικότερες πόλεις - λιμάνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την Κωνσταντινούπολη και το Δυρράχιο. Στη σημερινή εποχή είναι γενικά αποδεκτή η υπόθεση ότι το όνομα «Δύο Αλμυροί» παραπέμπει στη γνωστή θέση στο Τσιγγέλι και στο φρούριο δυτικά της Ελληνιστικής Άλου.

Το λιμάνι του Αλμυρού άρχισε σιγά σιγά να παρακμάζει μετά την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, κατά το τέλος του 14ου αιώνα, και εγκαταλείφθηκε όταν οι Τούρκοι έχτισαν την πόλη Ερμιγιέ (δηλ. το σημερινό Αλμυρό) γύρω στα 1480 στη σημερινή του θέση.

Πηγαίνοντας στα δικά μας τώρα, να ξεκινήσω λέγοντας ότι οι Βλάχοι της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού ανήκουν στην ομάδα των λεγόμενων «Αρβανιτοβλάχων» ή «Αρβαντοβλάχων». Ο όρος αυτός υποδηλώνει εκείνους τους Βλάχους που πρόγονοι τους είχαν βρεθεί να κατοικούν στις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου – Νότιας Αλβανίας.

Οι ίδιοι οι Αρβανιτόβλαχοι αυτοπροσδιορίζονται ως «Ρμένιοι Φρισιρότς» δηλαδή Βλάχοι Φρασαριώτες ή Φαρσαριώτες. Αυτός ο προσδιορισμός έχει να κάνει με τη μακρινή καταγωγή τους και την αρχική εστία εκκίνησης τους, το χωριό Φράσιαρη στην περιοχή της Πρεμετής στη Βόρεια Ήπειρο – Νότια Αλβανία. Σήμερα το χωριό αυτό υπάγεται στην επαρχία Πρεμετής και βρίσκεται 36 χλμ. βόρεια της πόλης της Πρεμετής. Αξίζει να αναφερθεί ότι με τον όρο «Φρασαριώτης» εννοούμε και τον Βλάχο που προέρχεται από τα γειτονικά χωριά της Φράσιαρης, αλλά και από την ευρύτερη περιοχή του Νταγκλί και της Κολώνιας, όπου η Φράσιαρη ήταν ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους οικισμούς.

 

Ο κύριος όγκος Αρβανιτοβλάχων σήμερα βρίσκεται στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, (στους νομούς Θεσπρωτίας, Πρεβέζης και Ιωαννίνων με σημαντικότερο οικισμό το Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου), στην Κεντρική Μακεδονία (στους νομούς Πέλλας, Πιερίας, Ημαθίας, με κυριότερες εγκαταστάσεις την Κατερίνη, την Νάουσα, την Κρύα Βρύση κ.α.) τη Δυτική Μακεδονία (στους νομούς Καστοριάς και Φλώρινας με σημαντικότερες εγκαταστάσεις την Ιεροπηγή, το Δενδροχώρι, την Κρυσταλλοπηγή αλλά και διάφορα χωριά των Πρεσπών), στη Στερεά Ελλάδα (κύρια στην περιοχή του Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας με σημαντικότερη εγκατάσταση αυτή της Παλαιομάνινας) αλλά και στο νησί της Κέρκυρας όπου κατέφυγαν πολλές αρβανιτοβλάχικες οικογένειες μετά την επανάσταση του 1878 στο Λυκούρσι της Βόρειας Ηπείρου.

Όσον αφορά τη Θεσσαλία τώρα, οι σημαντικότερες εγκαταστάσεις Φρασαριωτών εντοπίζονται στην περιοχή του Αλμυρού καθώς και στο Σέσκλο της Μαγνησίας, σε χωριά της επαρχίας Τυρνάβου όπως στο Αργυροπούλι, στα Δελέρια, στο Δαμάσι, στη Ροδιά, στην Ελασσόνα, στην περιοχή της Καλαμπάκας κλπ. Μεταξύ όλων αυτών το Αργυροπούλι αναφέρεται ως η μεγαλύτερη αρβανιτοβλάχικη εγκατάσταση στη Θεσσαλία. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους των παραπάνω οικισμών έχουν δεσμούς συγγένειας με τους αντίστοιχους Φρασαριώτες που βρίσκονται στην πόλη της Κατερίνης και στα γύρω χωριά, αλλά και στη Νιζόπολη των Σκοπίων (περιοχή Μοναστηρίου-Μπίτολα). Φυσικά συναντώνται και στα μεγάλα αστικά κέντρα της Θεσσαλίας (Λάρισα, Τρίκαλα και Βόλο) ως αποτέλεσμα της αστυφιλίας από το 1950 και μετέπειτα.

Οι λίγες πληροφορίες που διασώθηκαν σχετικά με τη Φράσιαρη αναφέρουν ότι παλιά ήταν μία δυναμική κωμόπολη με 600 περίπου οικογένειες, χωρισμένη σε διάφορες συνοικίες (μαχαλάδες). Οι μαχαλάδες αυτοί που ήταν σα μεγάλα χωριά, βρίσκονταν στις πλαγιές του βουνού και χωριζόταν μεταξύ τους από ρέματα που κατέβαιναν από το βουνό. Βέβαια υπήρχε και ο αρβανίτικος μαχαλάς όπου γεννήθηκε ο Ναΐμ Φράσιαρη, ο πατέρας των Αλβανικών γραμμάτων και του αλβανικού αλφαβήτου. Έζησε την εποχή που οι Φρασαριώτες Βλάχοι εγκατέλειψαν την περιοχή.

 

Ο μεγαλοτσέλιγκας της Κορυτσάς και του Αλμυρού Σπύρος Μπαλαμάτσης (Μπουλαμάτσης)Ο μελετητής των Βλάχων Αστέριος Κουκούδης, αναφέρει ότι μετά από αυτά τα γεγονότα που συνέβησαν στις αρχές του 19ου αι. πολλά τσελιγκάτα Φρασαριωτών στράφηκαν προς τον ορεινό όγκο του Μοράβα, στα ανατολικά της Κορυτσάς. Εκεί κάτω από την ηγεμονία των αρχιτσελιγκάδων Μπουλαμάτση ή Μπαλαμάτση δημιούργησαν νέες θερινές εγκαταστάσεις με σημαντικότερη αυτή στην Άνω Πλιάσα (¨Πλιάσα ντι Σους¨). Αυτοί που βρέθηκαν τότε στις πλαγιές του Μοράβα στράφηκαν για χειμαδιά στην ανατολική Θεσσαλία, στις περιοχές του Αλμυρού και του Σέσκλου.

 

Ο νομαδικός τρόπος ζωής που χαρακτήριζε τους Αρβανιτόβλαχους-Φρασαριώτες τουλάχιστον κατά τον 18ο και 19ο αιώνα είχε ως αποτέλεσμα να τους συναντά κανείς σε ολόκληρη τη νότια Βαλκανική να αναζητούν εστίες μόνιμης εγκατάστασης. Έτσι όταν κάποιοι τις έβρισκαν, μεταπηδούσαν σε ένα άλλο τρόπο ζωής –ημινομαδικό- μετακινούμενοι δηλαδή ανάμεσα σε δύο περιοχές θερινής και χειμερινής εγκατάστασης και έτσι οι καλύβες άρχισαν να αντικαθίστανται σταδιακά από πέτρινα σπίτια.

Όταν το 1881 απελευθερώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας, οι Φρασαριώτες νομάδες της Μαγνησίας βρέθηκαν να έχουν τα χειμαδιά τους στην ελληνική ελεύθερη Θεσσαλία, και τα ορεινά χωριά ή τις καλυβικές εγκαταστάσεις τους στο οθωμανικό ακόμη έδαφος, στην περιοχή της Κορυτσάς όπως προείπαμε. Τότε πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα πεδινά της Θεσσαλίας αγοράζοντας κτήματα από τους αποχωρούντες Τούρκους, ενώ άλλοι συνέχιζαν μέχρι και μετά το 1912 να μετακινούν τα κοπάδια τους ανάμεσα στη Μαγνησία και τα θερινά λιβάδια της Κορυτσάς, του Μοράβα και του Γράμμου. Επίσης, ένας αριθμός οικογενειών βρήκε καταφύγιο στην Τουρκοκρατούμενη τότε Κατερίνη, δημιουργώντας μια σημαντική παροικία Φρασαριωτών.

Πρέπει να δεχτούμε πως ο απόλυτα νομαδοκτηνοτροφικός βίος που ζούσαν οι Αρβανιτόβλαχοι - Φρασαριώτες, επηρέασε πολλά κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά αυτής της ιδιαίτερης ομάδας των Βλάχων.

 

Το σημαντικότερο στοιχείο όμως, του απομονωμένου νομαδικού βίου τους είναι η διατήρηση μιας ξεχωριστής βλάχικης διαλέκτου. Η συγκεκριμένη γλώσσα αποτελεί ακόμη και σήμερα ίσως την αυθεντικότερη έκφραση της αρχαίας δημώδους λατινικής γλώσσας στην Ευρώπη. Είναι μία διάλεκτος, η οποία εξ’ αιτίας της αργής της εξέλιξης έχει τις λιγότερες ξένες επιρροές. Η εσωστρεφής και απομονωμένη ζωή τους, προστάτεψε τη γλώσσα τους από επιρροές άλλων βαλκανικών φυλών. Οι ξενόφερτες λέξεις στο Φρασαριώτικο ιδίωμα είναι αλβανικές και τούρκικες.

Οι κοινωνίες τους ήταν οργανωμένες σε φάρες-φαλκάρια δυναμικότητας 100-200 οικογενειών, συγγενικών και εξαρτημένων μεταξύ τους, που μετακινούνταν μαζί με τα κοπάδια τους κάθε φθινόπωρο και άνοιξη. Ο αρχιτσέλιγκας ήταν ο απόλυτος άρχοντας όλης της φάρας και του τσελιγκάτου. Πέρα από την κτηνοτροφία και την υφαντουργική των γυναικών τους ανέπτυξαν και το επάγγελμα του κιρατζή-αγωγιάτη, μεταφέροντας αγαθά και εμπορεύματα επί πληρωμή, την περίοδο που δεν βρίσκονταν σε μετακίνηση με τα ζώα για τα χειμαδιά ή τα θερινά βοσκοτόπια, αυξάνοντας έτσι τα εισοδήματά τους. Απέφευγαν επίσης συστηματικά τις επιγαμίες με τους άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς ακόμη και με άλλους Βλάχους. Τέλος, διατηρούσαν ζωντανό το έθιμο της βεντέτας.

 

Αρχίζοντας τώρα τις ιδιαίτερες αναφορές μας στα χειμαδιά των Φρασαριωτών στα πεδινά της Μαγνησίας πρέπει να ξεκινήσουμε από τη Γούρα [τη σημερινή Ανάβρα], τον πιο μεγάλο ορεινό οικισμό, ο οποίος αναφέρεται ήδη το 1150 από τον Βενιαμίν εκ Τουδέλης, ως «συνοικισμός Βλάχων και Ελλήνων σκηνιτών». Πολύ αργότερα, ερχόμενοι στον Αλμυρό, να αναφέρουμε το θρύλο που θέλει τα μουλάρια που μετέφεραν τα υλικά για να χτιστεί η εκκλησία του Αγίου Νικολάου Αλμυρού, το 1802, να ανήκουν σε Βλάχους αγωγιάτες. Και όχι μόνο τα υλικά, καθώς είναι καταγεγραμμένο πως και την εικόνα του Αγίου Νικολάου η οποία στόλισε εκείνη την πρώτη εκκλησία, την έστειλαν Βλάχοι από την Κορυτσά, άλλο ένα δείγμα των στενών σχέσεων αυτών των δύο περιοχών. Ακόμη και ο επίσκοπος εκείνης της περιόδου Ιερόθεος ήταν κι αυτός Βλαχόφωνος από τον Κλεινοβό του Ασπροποτάμου και μάλιστα έγινε μετέπειτα πατριάρχης Αλεξανδρείας.

 

Εκείνη την εποχή ο Αλμυρός είχε 40 ελληνικές οικογένειες που ήταν όλοι δουλοπάροικοι στους Τούρκους, ενώ οι Βλάχοι είχαν το εμπόριο, τις μεταφορές και την οικονομική δύναμη στα χέρια τους. Πολύ πιθανό από τις αρχές του 19ου αιώνα να χρησιμοποίησαν ως χειμαδιό την περιοχή κάποιες οικογένειες οι οποίες ίσως να ήταν και ο αρχικός σύνδεσμος με την περιοχή της Κορυτσάς.

Από κει και πέρα υπάρχουν διάσπαρτα στοιχεία και αναφορές για Βλάχους στην περιοχή του Αλμυρού όπως το 1854 σε μία τοπική εξέγερση ενάντια στους Τούρκους, όπου πολλές βλάχικες οικογένειες συνελήφθησαν από τους Τούρκους ή τον αρκετά γνωστό κατάλογο του αστυνομικού τμήματος Αλμυρού τον Νοέμβριο του 1900, από τον οποίο βλέπουμε ότι υπάρχει μία μετακίνηση Βλάχων από την περιοχή της Κορυτσάς προς τα μέρη του Αλμυρού, η οποία γίνεται το 1878, έτος κήρυξης του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου κάτι που σίγουρα συνετέλεσε στο ¨κατέβασμα¨ αυτών των οικογενειών. Οι περισσότερες οικογένειες προέρχονται από την Άνω Πλιάσα, ενώ οι υπόλοιποι από την Ντισνίτσα της επαρχίας Κορυτσάς. Περιοδικές χειμερινές εγκαταστάσεις στον Αλμυρό έκανε επίσης και ένας σημαντικός αριθμός οικογενειών από τη Δάρδα της Κορυτσάς αλλά και από άλλα χωριά.

Βέβαια είναι η εποχή κατά την οποία είχε αρχίσει η Ρουμάνικη προπαγάνδα και έτσι ύποπτοι θεωρήθηκαν και κάποιοι Βλάχοι του Αλμυρού που είχαν συγγενείς δασκάλους και παπάδες. Έτσι ο αστυνόμος του Αλμυρού, στον κατάλογο των Βλάχων του Αλμυρού, τον οποίο έκανε στα 1900, δίπλα σε κάποια ονόματα έγραψε σημειώσεις – παρατηρήσεις για κάποιους που έπρεπε να προσεχθούν: «Έχει αδελφούς της συζύγου του, Ιωάννην και Κων/νον, δημοδιδασκάλους εν Κορυτσά, επίσης εξάδελφον της συζύγου του ιερέα εν Κορυτσά Παπαλάμπρον», γράφει ο αστυνόμος του Αλμυρού για κάποιον Βλάχο του Αλμυρού. «Έχει θείον Μουχτάρην και εξάδελφον ιερέα Παπαχαράλαμπον εν Πλιάσα» έγραφε για κάποιον άλλο.

 

Βλέπουμε πάντως, πως μόνο ανάμεσα στο 1878 και στο 1880 εγκαθίστανται μόνιμα στον Αλμυρό 163 βλάχικες οικογένειες, ενώ εγκατάσταση Βλάχων έχουμε και μετά την απελευθέρωση του 1881, αλλά και μετά τον άτυχο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Αν υποθέσουμε πως κάθε οικογένεια είχε 5 μέλη τουλάχιστον, μιλάμε για μετεγκατάσταση 800-900 ατόμων από την Κορυτσά μέσα σε δύο έτη (1878-1880). Να ξεκαθαρίσουμε ακόμη πως δε μιλάμε μόνο για την πόλη του Αλμυρού γιατί εδώ συμπεριλαμβάνονται και κοντινά χωριά τα οποία κατοικούνταν κατ΄ εξοχήν από Αρβαντόβλαχους. Στον Ανθότοπο, (το παλιό Κιλελέρ), το 1910 κατοικούσαν 120 Βλάχοι που ασχολούνταν με τη γεωργία, την καπνοφυτεία, την κτηνοτροφία και την ανθρακοποιία (κάρβουνα). Στη Νεράιδα, (το παλιό Κελεμενί), συναντάμε 100 άτομα που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Ακόμη και στο σημερινό Νεοχωράκι το οποίο επί Τουρκοκρατίας λεγόταν Γιντζέκι ζούσαν Βλάχοι κτηνοτρόφοι. Βλάχοι οι οποίοι αγόρασαν τη συγκεκριμένη περιοχή από τους Τούρκους με την απελευθέρωση της περιοχής το 1881. Οι πρώτοι Βλάχοι που αγόρασαν εκεί γη ήταν οι αδελφοί Κότα με έναν κουμπάρο τους ονόματι Γκιουλέκα. Ο Γκιουλέκας αγόρασε τη βόρεια πλευρά το λεγόμενο Ιντζεκάκι και έμεινε εκεί, ενώ τα αδέλφια Κότα αγόρασαν τη νότια πλευρά το Γιντζέκι αλλά συνέχισαν να ζούνε στην Κορυτσά. Μετά από χρόνια οι αδελφοί Κότα πούλησαν το μερίδιο τους σε ένα δικηγόρο, ενώ ο Γκιουλέκας κράτησε το Ιντζεκάκι μαζί με κάποιον Καρμάλη. Το 1906 Σαρακατσαναίοι αγόρασαν από τους Γκιουλέκα και Καρμάλη το Ιντζεκάκι και το 1910 αγόρασαν από το δικηγόρο και το Ιντζέκι.

 

Αρβανιτόβλαχους-Φρασαριώτες συναντούμε ακόμη στο Γιαντζελί το οποίο ήταν τσιφλίκι των αδελφών Τέζα οι οποίοι είχαν 3.000 γιδοπρόβατα, καθώς και στα χωριά ¨Τσουρνάτ¨ και ¨Χαρλαή¨ του τότε Δήμου Όθρυος, ο οποίος είχε ως έδρα τη Γούρα.

Μετά την απελευθέρωση του 1881 οι Βλάχοι που έμεναν μόνιμα στον Αλμυρό εγκαταστάθηκαν σχεδόν στο σύνολο τους στην ενορία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και δημιούργησαν το λεγόμενο ¨Βλαχομαχαλά¨. Το σχολείο των παιδιών της συνοικίας αυτής, μέχρι και το 1948, βρισκόταν όμως στην ενορία του Αγ. Δημητρίου, και πιο συγκεκριμένα στη γωνία των οδών Αχιλλέως και Μυρμιδόνων στο χώρο που σήμερα βρίσκεται το κτίριο της Χριστιανικής Αγωγής και του διπλανού σούπερ μάρκετ. Το 1948 το 2ο Δημοτικό Σχολείο Αλμυρού μεταφέρθηκε στη θέση που βρίσκεται και σήμερα, στην περιοχή που ήταν γνωστή μέχρι τότε με το όνομα «Γελαδομάντρι» (προφανώς από την προηγούμενη χρήση του χώρου).

Επίσης αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Βλάχοι είναι το παλαιότερο από τα συστατικά στοιχεία του Αλμυρού –μετά τους ντόπιους Αλμυριώτες φυσικά. Πολύ αργότερα εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό τα άλλα πληθυσμιακά στοιχεία που συναποτελούν την πόλη, οι Ανατολικορωμυλιώτες, οι Μικρασιάτες, οι Καππαδόκες, οι Σαρακατσάνοι οι Κουλουριώτες κλπ.

Αρχικά το να μένεις στον «Βλαχομαχαλά» και να πηγαίνεις στο Βλάχικο Σχολείο ήταν κοινωνικό μειονέκτημα. Το αρχικό κτίριο του βλάχικου Σχολείου ήταν πολύ κατώτερο από το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο, ενώ και οι τοπικοί άρχοντες αγνοούσαν τις ανάγκες του «βλάχικου» σχολείου. Έπρεπε να επέμβει ο τοπικός βουλευτής Ρακόπουλος υπέρ των Βλάχων και να χτίσει με φροντίδες του την εκκλησία του Ευαγγελισμού ώστε να αρχίσουν οι Βλάχοι να έχουν ουσιαστικά δικαιώματα Αλμυριώτη πολίτη. Πολλοί γονείς επίσης επιδίωκαν να φοιτήσουν τα παιδιά τους στο πρώτο σχολείο και όχι στο βλάχικο.

 

Τη διάκριση ανάμεσα στους ντόπιους και στους βλάχους επέτεινε και η διαφορετική γλώσσα που μιλούσαν. Παρουσιάστηκε το φαινόμενο οι Βλάχοι να επιδιώκουν την ενσωμάτωση και την αφομοίωση και οι ντόπιοι να την αποφεύγουν. Έτσι φτάσαμε στο φαινόμενο να υπάρχουν Βλάχοι που προσπαθούσαν να κρύψουν τη βλάχικη καταγωγή τους. Η ενσωμάτωση άρχισε όταν κάποιοι Βλάχοι εγκατέλειψαν την κτηνοτροφία και ασχολήθηκαν με αστικά επαγγέλματα, τα οποία ήταν αυτά που τροφοδοτούνταν από την κτηνοτροφία, όπως τα κρεοπωλεία, τα γαλακτοπωλεία καθώς και το εμπόριο ξυλείας. Έτσι κάποιες βλάχικες οικογένειες απέκτησαν μια αστική ταυτότητα Αλμυριώτη. Ήταν και η οικονομική άνεση που εξ αιτίας της περιουσίας που απέκτησαν τους βοήθησε σ’ αυτό. Έτσι εγκατέλειψαν και την παραδοσιακή φορεσιά και αφομοιώθηκαν με τους ντόπιους.

 

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι πως από το βιβλίο ¨Εμπορικός Οδηγός Βόλου – Πηλίου – Αλμυρού¨ το οποίο εκδόθηκε το 1911, αντλούμε την πολύτιμη πληροφορία ότι στον Αλμυρό, το 1911, ήδη λειτουργούσε ο επίσημα αναγνωρισμένος «Σύλλογος Ελληνοβλάχων Αλμυρού» με πρόεδρο τον Πάντο Τέζα, γραμματέα το Χρήστο Λούπο και ταμία το Χρήστο Τόπα. Δυστυχώς δε γνωρίζουμε πότε ανεστάλη η λειτουργία του συγκεκριμένου Συλλόγου, συνέχεια του οποίου σαφέστατα μπορεί να θεωρηθεί ο σημερινός οικοδεσπότης Σύλλογος ο «Λαογραφικός Σύλλογος Βλάχων Επαρχίας Αλμυρού» ο οποίος εκπροσωπεί τους βλαχόφωνους της ευρύτερης επαρχίας του Αλμυρού και ο οποίος ιδρύθηκε το 1983. Να σημειώσω ότι ο Σύλλογός μας είναι ένας εκ των ιδρυτικών Συλλόγων της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας, του Β΄θμιου οργάνου που αντιπροσωπεύει 107 Συλλόγους Βλάχων.

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι Βλάχοι της περιοχής του Αλμυρού έχουν μπει πλέον στον τρίτο αιώνα διαβίωσης στις τωρινές εστίες τους και αποτελούν ζωντανές και ζωοδότρες δυνάμεις των τοπικών κοινωνιών, πάντα με σεβασμό στις παραδόσεις των προγόνων τους τις οποίες προσπαθούν να διαφυλάττουν.

Σας ευχαριστώ θερμά για την παρουσία σας

 

Τσούτσας Δημήτρης,

Πρόεδρος Συλλόγου Βλάχων Επαρχίας Αλμυρού, Αντιδήμαρχος Αλμυρού

 

12ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών
«Οι Βλάχοι της Δημητριάδος και των Δύο Αλμυρών», Αλμυρός Βόλου 10-11 Σεπτεμβρίου 2011

Η ιστορική διαδρομή των Βλάχων του Αλμυρού, Δημήτρης Τσούτσας

Αναζήτηση