Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη χρονιά, κάπου ανάμεσα στην Καστοριά και τις Πρέσπες, σε κάποια τοποθεσία με το όνομα Καλάς Δρύς, κάποιοι βλάχοι οδίτες, δηλαδή κάποιοι μεταφορείς, σκότωσαν το Δαβίδ, έναν από τους αδελφούς του τότε Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ. Όποιοι κι αν ήταν αυτοί οι Βλάχοι θα πρέπει να αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου πληθυσμού, που μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 1020, εντάχθηκε στην επισκοπή Βρεανύτης ήτοι Βλάχων Επισκοπή, όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος φέρεται να αναδιοργάνωσε την αρχιεπισκοπή της Αχρίδας. Η επισκοπή των Βλάχων μοιάζει να θεσμοθετήθηκε οριστικά στα χρόνια των Κομνηνών, στα μέσα του 11ου αιώνα. Ο αείμνηστος ερευνητής Σωκράτης Λιάκος έχει επισημάνει μία πιθανή συγγενική σχέση ανάμεσα στους πρώτους οικιστές του οικισμού της Νικολίτσας στις βόρειες πλαγιές του Γράμμου, σήμερα λίγο πίσω από τη συνοριακή γραμμή, και την άρχουσα βυζαντινή οικογένεια Νικολίτσα. Η οικογένεια αυτή παρουσιάζεται να είχε βλάχικη καταγωγή ή τουλάχιστον ισχυρές διασυνδέσεις με τους βλάχικους πληθυσμούς της σημερινής κεντρικής Ελλάδας. Τα μέλη της αναφέρονται ως πρωταγωνιστές σοβαρών δρώμενων και διαπλοκών στην περιοχή της Θεσσαλίας, ήδη από τα τέλη του 10ου αιώνα, υπηρετώντας άλλοτε τους Βυζαντινούς κι άλλοτε τους Βούλγαρους.
Όταν αργότερα κι από τα μέσα του 14ου αιώνα, παρατηρούνται μετακινήσεις κυρίως αρβανίτικων αλλά και βλάχικων πληθυσμιακών ομάδων προς το νοτιότερο ελληνικό χώρο, όπως πιθανότατα αυτές των Μπούιων και των Μαλακασιωτών, οι επονομαζόμενοι Δασσαρίτες ή Μεσσαρίτες Βλάχοι ή ένα τουλάχιστον μέρος τους, φέρονται να παρέμειναν αμετακίνητοι στις περιοχές των βόρειων προεκτάσεων της Πίνδου, και πιθανότατα στην περιοχή του Γράμμου. Ορισμένοι, μάλιστα, από τους βλάχικους οικισμούς στις πλαγιές του Γράμμου είναι πιθανό πως είναι αρχαιότεροι της άλλοτε ένδοξης Μοσχόπολης, η συνοίκηση της οποίας πιθανολογείται στα μέσα του 14ου αιώνα. Το Λινοτόπι παρουσιάζεται να ευημερεί, ήδη, στα 1164, όταν κάποιος προύχοντάς του, ο Ιωάννης Νικολάου, έκτισε με έξοδά του την εκκλησία του μοναστηριού της Ζέρμας (Πλαγιάς) στις νότιες παρυφές του Γράμμου, ενώ τα δύο αδέλφια του Νικόλαος και Γεώργιος ήταν οι αγιογράφοι της εκκλησίας. Όσον αφορά στη Νικολίτσα, αυτή θα πρέπει να ήταν, ήδη, ένας αρκετά αξιόλογος οικισμός όταν είχε γίνει έδρα επισκοπής υπαγόμενη στη μητρόπολη Καστοριάς. Η ύπαρξη αξιοσημείωτων μεταβυζαντινών εκκλησιών του 16ου αιώνα στις έρημες σήμερα θέσεις των βλαχοχωριών του Γράμμου, όπως αυτή του Αγίου Ζαχαρία, μαρτυρούν τη συγκέντρωση ενός, μάλλον, σημαντικού πληθυσμού τόσο πριν όσο και μετά την εδραίωση της οθωμανικής κατάκτησης.
Παρά τις όποιες ιστοριογραφικές προκαταλήψεις, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η Pax Ottomana, η οθωμανική ειρήνευση, οδήγησε σε συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας. Οι βλάχικοι πληθυσμοί, αποτραβηγμένοι στα ορεινά, μοιάζει να προσαρμόστηκαν και να εκμεταλλεύθηκαν τόσο το φυσικό περιβάλλον των οικισμών τους όσο και τις νέες διοικητικές και οικονομικές συνθήκες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το φαινόμενο της όσμωσης των διάφορων φυλετικών και γλωσσικών ομάδων στην περιοχή της Καστοριάς παρουσιάζει κάποια επισήμανση του Τούρκου περιηγητή Χατζή Κάλφα. Όταν, κατά τη διάρκεια του β' μισού του 17ου αιώνα, πέρασε από την περιοχή, κατέγραψε πως στα βουνά γύρω από την Καστοριά κατοικούσε ένα φύλο που προήλθε από την ανάμειξη Σέρβων και Βλάχων. Αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το ακριβές γεγονός που οδήγησε το Χατζή Κάλφα σε αυτή την επισήμανση, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως μέχρι την εποχή του το βλάχικο στοιχείο ήταν πολυπληθέστερο και ένα μέρος του αφομοιώθηκε ανάμεσα στους σλαβόφωνους της περιοχής. Εξάλλου, η ομάδα των βλαχόφωνων οικισμών στις πλαγιές του Γράμμου αναπτύχθηκε εκεί όπου, κατά τους νεότερους χρόνους, συνέκλιναν οι τρεις βασικές γλωσσικές ομάδες της νότιας Βαλκανικής, εκεί όπου η ελληνοφωνία συναντούσε την αλβανοφωνία και τη σλαβοφωνία. Φαίνεται πως, τελικά, οι Βλάχοι μπόρεσαν να επικρατήσουν στους οικισμούς με τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη συγκέντρωση βλάχικου πληθυσμού, όπως στα βλαχοχώρια του Γράμμου, αλλά και στο Πισοδέρι, το Νυμφαίο και την Κλεισούρα.
Εξάλλου και σύμφωνα με παραδόσεις, η Κλεισούρα δημιουργήθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα από κατοίκους μικρών αγροτοκτηνοτροφικών εγκαταστάσεων που βρίσκονταν σε χαμηλότερες και ανασφαλείς γειτονικές τοποθεσίες. Παρά τη φημολογούμενη εμπλοκή κάποιου Κλεισουριώτη στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης, οποίος φέρεται να απέσπασε την μία σχετική άδεια για την ίδρυση του χωριού, οι πιέσεις που άσκησαν οι τουρκικές εποικίσεις στα χαμηλά της Εορδαίας φαίνεται πως ήταν η βασική αιτία της πληθυσμιακής μετατόπισης και συγκέντρωσης κοντά στη διάβαση του Νταουλίου. Όπως και σε άλλες περιοχές, η προνομιακή τοποθεσία των βλάχικων οικισμών κοντά σε ορεινά περάσματα ευνόησε την αναγνώριση στους κατοίκους τους του ρυθμιστικού ρόλου των οροφυλάκων, γνωστότερων περισσότερο με τον όρο αρματολοί. Η συνύπαρξη και η συνεργασία κατακτητών και υποτελών δεν ήταν πάντα αρμονική και αρκετά συχνά οι αρματολοί μετατρέπονταν σε κλέφτες. Έτσι, έχουμε την πληροφορία πως, στα 1693, τρεις ομάδες κλεφτών επιτέθηκαν στο χωριό Γιασίκιοϊ, στο σημερινό Ίασμο κοντά στην Κομοτηνή, σκότωσαν κάποιους Τούρκους και λήστεψαν τις περιουσίες τους. Ανάμεσά τους υπήρχαν κλέφτες από τη Νικολίτσα, την Κλεισούρα, το Πισοδέρι και το Νυμφαίο.
Ο αιώνα που ακολούθησε, ο18ος, οδήγησε τα βλαχοχώρια σε πλήρη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Στα ορεινά του Γράμμου, ένα δίκτυο αλληλοεξαρτώμενων βλάχικων οικισμών ευημερούσε, ακολουθώντας κατά πόδας την πρόοδο της περίφημης Μοσχόπολης. Η Γράμμοστα, ο σημερινός οικισμός Γράμμος, ήταν ο κεντρικός και πιο δυναμικός οικισμός μαζί με τις περιφερειακές εγκαταστάσεις στη Φούσα, το Βετέρνικο και το Πισκοχώρι. Την εικόνα του δικτύου συμπλήρωναν η Νικολίτσα, η Άρζα, το Λινοτόπι και το Ντένισκο, η σημερινή Αετομηλίτσα. Αναμφίβολα, η βάση της οικονομίας τους ήταν τα μεγάλα κοπάδια και η πλούσια κτηνοτροφική παραγωγή. Έτσι, ένα τουλάχιστον μέρος των κατοίκων μαζί με τα κοπάδια ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν επιβεβλημένες, ετήσιες μετακινήσεις στα πεδινά. Μακραίωνες, πατρογονικές πρακτικές τούς οδηγούσαν σε αναζήτηση και ανάπτυξη χειμαδιών, κυρίως, στην ανατολική Θεσσαλία κοντά στο Βόλο και τις ακτές του Παγασητικού. Η πρόοδος των κοπαδιών και η συγκυριακή και ευνοϊκή ζήτηση για μαλλί και προϊόντα εριουργίας, τόσο στην ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και τον ευρωπαϊκό χώρο, δημιούργησαν συνθήκες βιοτεχνικής και εμπορικής ανάπτυξης. Ένα μέρος των κατοίκων βρήκε την ευκαιρία να διευρύνει τις τάξεις των εμποροβιοτεχνών και των μεταφορέων και ήταν αρκετοί αυτοί που παρέμεναν αμετακίνητοι στις ορεινές εστίες τους, όπου συνέχιζαν να επεξεργάζονται την όποια βιοτεχνική παραγωγή. Επιπλέον, αναπτύχθηκαν νέοι βιοτεχνικοί κλάδοι, όπως η μεταλλοτεχνία, η αργυροχρυσοχοΐα, το μεταποιητικό και κατ’ επέκταση το μεταπρατικό εμπόριο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως, όταν στα 1660 πέρασε από την περιοχή, ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή κατέγραψε πως η Κλεισούρα κατοικούταν από τεχνίτες της γούνας. Σε εκείνους τους χρόνους, τα χωριά αυτά δεν ερήμωναν εντελώς κατά τη χειμερινή περίοδο. Οι επαφές με τα λιμάνια, με τα αστικά, διοικητικά και οικονομικά κέντρα, έφεραν έναν αέρα κοινωνικής προόδου και χαρακτηριστική καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας.
Παρ’ όλα αυτά, τα θεμέλια αυτής της πρώιμης ανάπτυξης ήταν εδραιωμένα σε πολύ σαθρό έδαφος και το μέλλον διαγραφόταν αβέβαιο, καθώς έκαναν την εμφάνισή τους νέοι και ιδιαίτερα ρυθμιστικοί παράγοντες. Όπως οι γειτονικοί αλβανικοί πληθυσμοί που σταδιακά εξισλαμίζονταν, περνώντας από τις τάξεις των ραγιάδων στις τάξεις των κυρίαρχων μουσουλμάνων. Οι αρχηγοί τους ήταν πια σε θέση να διεκδικήσουν μερίδιο εξουσίας από τις όλο και πιο αποδυναμωμένες κεντρικές οθωμανικές αρχές, αλλά και μερίδιο πλούτου από τις πρόωρα αναπτυγμένες αλλά τόσο ευάλωτες χριστιανικές πολιτείες όπως η Μοσχόπολη και τα βλαχοχώρια του Γράμμου. Το κλίμα της πόλωσης κορυφώθηκε στα 1769, όταν ολόκληρες ομάδες επιτέθηκαν στους απροστάτευτους οικισμούς, τους λεηλάτησαν και οδήγησαν σε μαζική έξοδο τους κατοίκους τους. Η Νικολίτσα, η Άρζα και το Λινοτόπι μοιάζει να εγκαταλείφτηκαν και να ερήμωσαν οριστικά, ενώ ένα μέρος των κατοίκων της Γράμμοστας και της Αετομηλίτσας παρέμεινε ή επέστρεψε στις πλαγιές του Γράμμου. Αυτοί γνώρισαν νέες περιπέτειες και εξόδους όταν, δύο δεκαετίες αργότερα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την εξουσία και τις διεκδικήσεις του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Ωστόσο, δεν ερήμωσαν ποτέ οριστικά και μπόρεσαν να επιβιώσουν ως βλαχοχώρια μέχρι τις μέρες μας, αν και διατήρησαν έναν πολύ περιορισμένο αριθμό κατοίκων, δίχως ίχνη της πρότερης ανάπτυξης.
Οι περισσότεροι από τους φυγάδες του Γράμμου ακολούθησαν διαδοχικά κύματα που στράφηκαν στο εσωτερικό της Μακεδονίας, αναζητώντας προοπτικές και συνθήκες ασφαλούς επιβίωσης. Πολλοί από τους εμποροβιοτέχνες πύκνωσαν ανάλογες ομάδες σε προϋπάρχοντα βλαχοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας, όπως Νικολιτσιάνοι χρυσικοί οι οποίοι φέρονται να μετέφεραν τις γνώσεις τους στο Νυμφαίο. Άλλοι συνέβαλαν μαζί με Βλάχους φυγάδες και από άλλες περιοχές στη δημιουργία και την ανάπτυξη νέων εδραίων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην περιοχή της Πελαγονίας, όπως στο Κρούσοβο, στο Μεγάροβο, στο Τύρνοβο, στο Μοναστήρι, στη Ρέσνα και στο Γιανκοβέτσι. Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους φυγάδες του Γράμμου μεταλλάχθηκαν οικονομικά και κοινωνικά, καθώς από ημινομάδες κτηνοτρόφοι με μόνιμο οικισμό αναφοράς στα ορεινά εξέπεσαν στη θέση των απόλυτα νομάδων κτηνοτρόφων με περιορισμένο αριθμό κοπαδιών. Σχημάτισαν μικρότερα ή μεγαλύτερα φαλκάρια τα οποία βρέθηκαν σε μια συνεχή αναζήτηση θερινών, ορεινών βοσκών και χειμαδιών στα πεδινά, κυρίως πέρα από τον Αξιό. Έστηναν απλές καλυβικές εγκαταστάσεις σε ένα μεγάλο αριθμό ορεινών όγκων από το Πάικο στην Κεντρική Μακεδονία μέχρι τη Ροδόπη στην Ανατολική Ρωμυλία και το Δυτικό Αίμο και τη Ρίλα στη Βουλγαρία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρχαν περισσότερες από 30 τέτοιες εγκαταστάσεις γραμμοστιάνικης προέλευσης, γεγονός που πιστοποιεί το μέγεθος των εξόδων από το Γράμμο και το πρότερο δημογραφικό δυναμικό των οικισμών του στα χρόνια της μεγάλης ακμής. Δε θα ήταν δύσκολο και παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε πως η Γράμμοστα και οι περιφερικοί οικισμοί της ίσως συγκέντρωναν, κάποτε, μέχρι και 3.000 οικογένειες.
Βέβαια, ενώ κάποιοι Βλάχοι εγκατέλειψαν την περιοχή της Καστοριάς κάποιοι άλλοι βρήκαν ή ανέπτυξαν ευκαιρίες ώστε να εγκατασταθούν εδώ. Υπάρχουν αναφορές πως, καθώς η Μοσχόπολη όδευε στη μεγάλη «καταστροφή» του 1769, μία ομάδων κατοίκων της προσπάθησε να εγκατασταθεί στην ίδια την Καστοριά. Παρουσιάζονται να ζήτησαν να τους παραχωρηθεί η περιοχή Μύτκας, δίπλα στη λίμνη, ώστε να δημιουργήσουν μία νέα Μοσχόπολη. Οι Καστοριανοί, όμως, φοβούμενοι την ανταγωνιστική εμπορική δεινότητα των Μοσχοπολιτών δεν παραχώρησαν την περιοχή με διάφορες προφάσεις. Αργότερα, οι μεταγενέστερες γενιές των Καστοριανών αναγνώριζαν ως λανθασμένη αυτή την απόφαση, καθώς πίστευαν πως η άφιξη και η εγκατάσταση των Μοσχοπολιτών θα ενδυνάμωνε πληθυσμιακά και οικονομικά την πόλη τους. Μπορεί να αποτράπηκε μία μαζική μετοικεσία, όμως, εξελικτικά, δεν αποφεύχθηκε η εγκατάσταση αρκετών Μοσχοπολιτών και άλλων Βλάχων προσφύγων και στην Καστοριά. Κάποιες οικογένειες ήρθαν κατευθείαν εδώ ή αφού πέρασαν πρώτα από την Αχρίδα, το Κρούσοβο και άλλες παροδικές εγκαταστάσεις. Το γεγονός επιβεβαιώνει στα απομνημονεύματά του ο επίσης μοσχοπολίτικης καταγωγής Καστοριανός αγωνιστής Αναστάσιος Πηχέων όταν αναφέρει πως, λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, η ανώτερη τάξη των Ελλήνων της πόλης αποτελούταν κυρίως από οικογένειες βλάχικης καταγωγής που είχαν εγκατασταθεί στην Καστοριά προερχόμενες από τη Μοσχόπολη, τη Νικολίτσα, το Βιθκούκι και αλλού. Στα τέλη πια του 19ου αιώνα, ο Γάλλος δημοσιογράφος Victor Berard επισημαίνει την έντονη παρουσία αυτού του βλάχικου στοιχείου στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας, καθώς αναφέρει πως μεγάλος αριθμός των χριστιανών της πόλης μιλούσε ή καταλάβαινε τα βλάχικα.
Μέρος των Μοσχοπολιτών που δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί ομαδικά στην Καστοριά φαίνεται πως στράφηκε σε μικρότερους οικισμούς κοντά σε αυτή. Όταν, γύρω στα 1810, ο Γάλλος διπλωμάτης και περιηγητής François Pouqueville πέρασε από την περιοχή αναφέρει πως 100 περίπου οικογένειες από τη Μοσχόπολη είχαν, ήδη, δημιουργήσει μία δική τους, ξεχωριστή συνοικία στο γειτονικό Άργος Ορεστικό, την παλιά Χρούπιστα. Όπως σημειώνει ο Pouqueville, οι οικογένειες αυτές διατηρούσαν τα έθιμά τους και ζούσαν μοιράζοντας το χρόνο τους ανάμεσα στη φροντίδα των ζώων τους, τη γεωργία και την υφαντουργική. Κατασκεύαζαν χονδρά μάλλινα υφάσματα από τα οποία ράβονταν τα λαϊκά ρούχα. Είναι σίγουρο πως, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου, αυτοί οι σταδιακά αφομοιούμενοι πρόσφυγες δεν ήταν οι μόνοι Βλάχοι κάτοικοι του Άργους Ορεστικού. Αν και μετά τις μεγάλες εξόδους οι οικογένειες των Γραμμοστιάνων που συνέχιζαν να περνούν τα καλοκαίρια στην πατρογονική, ορεινή κοινότητάς τους είχαν περιοριστεί δημογραφικά κατά πολύ, αρκετές από αυτές τις ημινομαδικές οικογένειες και κυρίως αυτές των τσελιγκάδων προτιμούσαν να περνούν τους χειμώνες στο κοντινό Άργος Ορεστικό, όπου σχημάτιζαν ολόκληρους μαχαλάδες, ενώ οι περισσότεροι άντρες, οδηγώντας τα όποια κοπάδια τους είχαν απομείνει, συνέχιζαν να στήνουν τα παραδοσιακά χειμαδιά τους στην ανατολική Θεσσαλία. Αυτές οι οικογένειες ήταν που μετέφεραν στο Άργος την εικόνα της προστάτιδας Παναγίας της Γράμμοστας. Την ίδια πρακτική χειμερινής εγκατάστασης στο Άργος Ορεστικό ακολουθούσε και μία ομάδα προερχόμενη από τη Σαμαρίνα. Στην περίπτωση τους έχουμε να κάνουμε περισσότερο με εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες Βλάχους και πολύ λιγότερο με κτηνοτρόφους. Αυτοί οι Σαμαριναίοι αναζητούσαν στο Άργος Ορεστικό ευκαιρίες για χειμερινή συνέχιση των δραστηριοτήτων τους, με αποτέλεσμα να ριζώσουν οριστικά στη μικρή πολιτεία. Πολλοί λιγότεροι ήταν οι Αετομηλιτσιώτες που βρέθηκαν να εγκαθίστανται εδώ ακολουθώντας ανάλογες πρακτικές.
Παραδόσεις από το γειτονικό Βογατσικό αναφέρουν πως, προς τα τέλη του 18ου αιώνα, οι Καστοριανοί είχαν αποτρέψει την εγκατάσταση κάποιων ηπειρωτών προσφύγων στην πόλη τους. Έτσι, 70 περίπου οικογένειες από διάφορα μέρη και κυρίως από τη Μοσχόπολη, τη Φούρκα, το Σούλι και την Πάργα, εγκαταστάθηκαν τελικά στο Βογατσικό. Στη στατιστική του 1889 του Σέρβου Spiridon Gopgevic το Βογατσικό παρουσιάζεται να κατοικείται από 3.000 ελληνόφωνους και βλαχόφωνους χριστιανούς, ενώ σε μία άλλη επισήμανση του ίδιου αναφέρεται η συνύπαρξη 400 ελληνόφωνων και 100 βλαχόφωνων φορολογούμενων. Με τον καιρό, οι Βλάχοι μέτοικοι του Βογατσικού αφομοιώθηκαν και χάθηκαν ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους συμπολίτες τους. Ανάλογη ήταν η τύχη μίας μικρότερης ομάδας βλάχικων οικογενειών από το Λινοτόπι που είχαν εγκατασταθεί στο γειτονικό Νεστόριο και εξελικτικά αφομοιώθηκαν ανάμεσα στους παλαιότερους σλαβόφωνους κατοίκους. Σε στατιστική των αρχών του 20ου αιώνα αναφέρεται πως ανάμεσα στα 455 νοικοκυριά σλαβόφωνων οικογενειών του Νεστορίου υπήρχαν ακόμη 16 βλάχικα νοικοκυριά.
Την περίοδο της μεγάλης αναστάτωσης, πριν και μετά την «καταστροφή» του 1769, η Κλεισούρα υπήρξε ένα, μάλλον, ασφαλές καταφύγιο, καθώς οι κάτοικοί της φέρονται να οργάνωσαν και να πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση στις ληστρικές επιθέσεις των Τουρκαλβανών, προστατευμένοι παράλληλα με ισχυρά προνόμια και διασυνδέσεις με την Υψηλή Πύλη. Ήδη στα 1768, υπήρχαν Κλεισουριώτες εγκαταστημένοι στην Κωνσταντινούπολη οι οποίοι φέρονται να πίεζαν και να φρόντιζαν για την ασφάλειά της πατρίδας τους. Οι επαφές Κλεισουριωτών εμποροβιοτεχνών με την Κωνσταντινούπολη επιβεβαιώνεται και από οθωμανικό έγγραφο του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης. Στα 1767, ένα καραβάνι Κλεισουριωτών που επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη δέχτηκε επίθεση ληστών στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Οι υπηρεσίες που παρουσιάζονται να είχαν προσφέρει οι Κλεισουριώτες σε κάποιο επεισόδιο στο δερβένι του Νταουλίου, όταν προστάτεψαν τη μεταφορά των δημόσιων εισπράξεων, φαίνεται πως είχε ενισχύσει το προνομιακό καθεστώς. Στα 1773 και για κάποιο χρονικό διάστημα, ανάμεσα στους φυγάδες που αναζήτησαν καταφύγιο στην Κλεισούρα παρουσιάζεται και ο μητροπολίτης Καστοριάς, καθώς η πόλη του βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο και τις ληστρικές διαθέσεις των Τουρκαλβανών της γειτονικής Κολώνιας. Έτσι, ένας μεγάλος αριθμός Μοσχοπολιτών εγκαταστάθηκε, τελικά, στην Κλεισούρα, ανάμεσα στους προϋπάρχοντες Βλάχους κατοίκους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Pouqueville, γύρω στα 1810, οι Μοσχοπολίτες αποτελούσαν την πλειοψηφία των 500 βλάχικων οικογενειών της Κλεισούρας. Επιπλέον, επισήμανε την παρουσία πολλών πλούσιων εμπόρων και μεταφορέων από την Κλεισούρα στους δρόμους που τραβούσαν για το βαλκανικό βορρά και τα εδάφη των Αψβούργων περά από το Δούναβη και το Σάβο. Η εγκατάσταση των Μοσχοπολιτών αλλά και ορισμένων Γραμμοστιάνων ενίσχυσε την Κλεισούρα σε τέτοιο βαθμό ώστε έγινε μία από τις δυναμικότερες βλάχικες πολιτείες της Μακεδονίας, ανταγωνιστική μάλιστα της Καστοριάς. Γηγενείς και μέτοικοι εκμεταλλεύθηκαν τις διασυνδέσεις τους με το δίκτυο των συγγενικών βλάχικων παροικιών στη Σερβία και την Αυστροουγγαρία, όπου συνέχισαν να συρρέουν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αναζητώντας εμποροβιοτεχνικές ευκαιρίες. Και ενώ οι εμποροβιοτέχνες και οι επαγγελματίες της Κλεισούρας μετανάστευαν, κάποιοι κτηνοτρόφοι βρέθηκαν να εγκαθίστανται σε αυτή. Στα 1854 και μετά την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση στη Θεσσαλία και την περιοχή των Γρεβενών, αποδυναμωμένες ημινομαδικές οικογένειες που βρέθηκαν να εμπλέκονται στα τότε δρώμενα, προερχόμενες, κυρίως, από την Αβδέλλα, τη Φούρκα, τη Σαμαρίνα, αλλά και τα χωριά των Κουπατσαραίων, εγκαταστάθηκαν στην Κλεισούρα πυκνώνοντας τις τάξεις των λαϊκότερων στρωμάτων. Έτσι, φημολογείται πως, γύρω στα 1870, η Κλεισούρα είχε φτάσει στο σημείο να συγκεντρώνει περισσότερους από 6.000 κατοίκους.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το κενό που άφησαν στα ορεινά λιβάδια του Γράμμου τα κοπάδια των φυγάδων ήρθαν, σταδιακά, να συμπληρώσουν μικρά φαλκάρια απόλυτα νομάδων Αρβανιτόβλαχων. Παρουσιάζονται να κινούνται με άνεση στην ευρύτερη ορεινή περιοχή ανάμεσα στο Γράμμο, το Βαρνούντα, το Βίτσι και το Άσκιο και επιχείρησαν να δημιουργήσουν σταθερότερες εγκαταστάσεις σε χαμηλότερους οικισμούς. Στην είσοδο του 20ου αιώνα και σύμφωνα με τη βουλγαρική στατιστική του D.M. Brancoff, τέτοια προέλευση θα πρέπει να είχαν οι μικρές ομάδες βλάχικων οικογενειών που καταγράφονται ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη), Πεντάβρυσος (Ζελεγκόσντη), Κορησός (Γκορεντζί) και Καλοχώρι (Ντομπρολίτσα), αλλά και στο Βατοχώρι (Μπρέσνιτσα) της Φλώρινας. Αρβανιτοβλάχικη καταγωγή θα πρέπει να είχαν και οι 30 βλάχικες οικογένειες που, σύμφωνα με την πατριαρχική απογραφή του 1905, αναφέρονται στη γειτονική Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι). Τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων του Γράμμου κατέβαιναν για χειμαδιά είτε στα παράλια της Ηπείρου κοντά στους Άγιους Σαράντα και τη Θεσπρωτία, είτε στην ανατολική Θεσσαλία. Στην πορεία, κάποιοι φαίνεται πως αναζήτησαν χειμαδιά και στην περιοχή της Κατερίνης. Μετά την οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία στα 1918-19, αρκετά από αυτά τα φαλκάρια πέρασαν οριστικά στην Ελλάδα. Στις αρχές τις δεκαετίας του '20, με τη βοήθεια του κράτους και παρά τις προστριβές με τους μόνιμους κατοίκους, μία προσφυγική ομάδα νομάδων Αρβανιτόβλαχων από την περιοχή της Κορυτσάς είχε επιχειρήσει να εγκατασταθεί στο Δενδροχώρι (Ντέμπενη). Ήδη πριν το 1912, η ομάδα αυτή διατηρούσε χειμαδιά στους ανατολικούς πρόποδες του Ολύμπου στην Πιερία. Μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 1950-51, πολύ μαζικότερη, αρκετά πιο οργανωμένη και σίγουρα οριστική ήταν η εγκατάσταση ανέστιων και περιφερόμενων, ακόμη, αρβανιτόβλαχων οικογενειών σε ένα αξιόλογο αριθμό χωριών γύρω από τις Πρέσπες. Οι οικογένειες αυτές εντάχθηκαν εθελοντικά σε κρατικά εποικιστικά προγράμματα που στόχευαν στην πύκνωση των πληθυσμών των ακριτικών περιοχών, μετά τη λήξη του Εμφυλίου και αφού τα χωριά αυτά είχαν εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό από τους προηγούμενους εδραίους κατοίκους τους. Αποτέλεσμα αυτών των μετεγκαταστάσεων είναι η σημερινή παρουσία βλάχικων πληθυσμών, μεταξύ άλλων, και στα χωριά Κρυσταλλοπηγή, Ιεροπηγή και Δενδροχώρι.
Αναμφίβολα, στην περιοχή της Καστοριάς δεν εντοπίζονται στοιχεία μόνο για την παλαιότερη και αλλά και για τη διαχρονική βλάχικη παρουσία στον ελληνικό χώρο. Μία παρουσία συνυφασμένη πυκνά και γερά με τις περιπέτειες της Ρωμιοσύνης.
Άργος Ορεστικό
Κυριακή, 25 Απριλίου 2010
Αστέρης Κουκούδης