Η εγκατάσταση των Μοσχοπολιάνων Βλάχων στον χώρο της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η παρούσα εισήγηση τοποθετείται ακριβώς στο σημείο εκείνο που οι συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου «συναντώνται» στα εδάφη της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης του 18ου αιώνα. Την περίοδο δηλαδή, κατά την οποία το στέμμα των Αψβούργων μοναρχών, μετά από μια σειρά μακροχρόνιων μαχών, συνθηκολογεί τελικά με την παραπαίουσα αυτοκρατορία των Οθωμανών δημιουργώντας νέους όρους στην καθημερινή ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Εκεί ακριβώς λοιπόν, σε εκείνο το τέμνον σημείο, που δημιουργείται, πρέπει να αναζητήσουμε και να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τη Μοσχοπολίτικη παρουσία στην περιοχή της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης.
Ο χάρτης της ιστορικής αφήγησης, στο μακρύ ταξίδι των Μοσχοπολιτών, έχει ως αφετηρία το οροπέδιο που ενώνει τα βουνά της Όπαρης και της Οστροβίτσας, στα δυτικά των λιμνών Πρεσπών και της Αχρίδας1 . Οι πολύβοοι και πολυσύχναστοι δρόμοι των καραβανιών και των κιρατζίδων2 , στις εμπορικές διακλαδώσεις των οποίων αναπτυσσόταν ένα πολυεδρικό σύστημα εθνικών, κοινωνικών, οικονομικών και θρησκευτικών αξόνων, προκάλεσαν πολύ νωρίς το ενδιαφέρον των Μοσχοπολιτών.
Η συλλογική αναδίπλωσή τους στα εδάφη της Καισαροβασιλικής μοναρχίας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, κάτω από ένα ιδιότυπο καθεστώς εμπορικών πρακτικών και πολιτικών συστημάτων, επιβεβαιώνει χωρίς καμία αμφιβολία ότι οι ανθρώπινες δράσεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές, ιστορικοποιούνται και κατανοούνται μόνο αν μελετηθούν μέσα στο πλαίσιο των δομών και των ιδιαίτερων συνθηκών που τις ανέπτυξαν3 .
Ορεινός βλάχικος οικισμός με προνομιακή μεταχείριση από την σουλτανική αυτοκρατορία, η Μοσχόπολη αναδείχθηκε σε ένα από τα πλέον σημαντικά εμποροβιοτεχνικά κέντρα της Νότιας Βαλκανικής. Η κτηνοτροφία λειτούργησε ως θεμέλιος λίθος για τη δημιουργία και την ανάπτυξη βιοτεχνιών και επιχειρήσεων οικιακού-οικογενειακού χαρακτήρα, ενώ το μαλλί, πρωτογενές παραγωγικό της κεφάλαιο, χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη για τη μετάβαση της από την κτηνοτροφία στο χώρο των μεταφορών και του εμπορίου4 . Η δυνατότητα συγκέντρωσης μεγάλου ποσοστού πρώτων υλών από τη μια πλευρά σε συνδυασμό με το ευάριθμο ανθρώπινο δυναμικό, που διέθετε η κοινότητα, από την άλλη, δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της εριουργίας. Οι πρώτες ατομικές –οικογενειακές επιχειρήσεις μάλλινων ειδών εξελίχθηκαν και ενδυναμώθηκαν, στο πέρασμα του χρόνου, στη λειτουργική βάση των αναγκών και των απαιτήσεων μιας πλήρους οργανωμένης βιοτεχνικής παραγωγής, η οποία στόχευε στην εμπορία, τόσο των τελικών προϊόντων, όσο και των πρώτων υλών.Όπως προκύπτει από τις εμπορικές επιστολές διαφόρων Μοσχοπολιτών, που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας, από τη Μοσχόπολη και τη γύρω περιοχή εξάγονταν συνήθως μαλλί, κατεργασμένο, αλλά και ακατέργαστο ή μόνο πλυμένο και λαναρισμένο, σκεπάσματα, βελέντζες, τάπητες, κλωστές, κάπες, κερί, καπνός και δέρματα, επίσης κατεργασμένα ή ακατέργαστα5 .
Η ανάπτυξη εμπορικών επαφών με την Ευρώπη και οι συνακόλουθες μετοικεσίες πολλών Μοσχοπολιτών, αρχικά στη Βενετία6 , και στη συνέχεια σε πολλά από τα ακμάζοντα κέντρα της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, θεμελιώνουν αυτή τη μετακίνηση των Μοσχοπολιτών από τον χώρο της περιορισμένης κτηνοτροφικής ασχολίας και οικονομίας στον ευρύτερο και πολλά υποσχόμενο χώρο της ευρωπαϊκής εμπορικής οικογένειας και επαληθεύουν τον χαρακτήρα της μετανάστευσης ως εγγενούς φαινόμενου του ορεινού χώρου7 .
Το 1718 η ολοκληρωτική ήττα των οθωμανικών στρατευμάτων έξω από την Βιέννη σηματοδότησε την απομάκρυνση του σουλτανικού κινδύνου από την Κεντρική Ευρώπη, ενώ παράλληλα αποτέλεσε αφορμή για την διαπραγμάτευση και την υπογραφή μιας σειράς εμπορικών συνθηκών ανάμεσα στην Αψβουργική και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η Συνθήκη του Πασάροβιτς8 , το 1718, σαφώς ενδυναμωμένη από την Συνθήκη του Κάρλοβιτς9 , που είχε προηγηθεί, και η Συνθήκη του Βελιγραδίου που ακολούθησε το 1739, όρισαν τα γεωγραφικά σύνορα των δύο αυτοκρατοριών και καθόρισαν αποφασιστικά τις εμπορικές σχέσεις των δύο έως πρότινος αντιπάλων, δημιουργώντας νέα δεδομένα10 .
Η γεωγραφική ανάπτυξη των Αυστριακών προς το Νότο, κυρίως, όμως, οι ειδικές εμπορικές ρυθμίσεις που κατοχυρώνονταν στο εξής, με την ελευθερία του εμπορίου στους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους των δύο αυτοκρατοριών, την ελεύθερη ναυσιπλοΐα του Δούναβη, τον διορισμό εκατέρωθεν προξενικών αρχών και την συμφωνία προνομιακού τελωνιακού δασμού 3% για τα διακινούμενα προϊόντα των δύο συμβαλλόμενων πλευρών, προκάλεσαν τις συνθήκες για την ακμή και την επέκταση του διαβαλκανικού εμπορίου. Χιλιάδες Έλληνες και Σέρβοι ακολουθώντας τους «δρομοδείχτες» των καραβανιών έφθασαν τότε στην πολλά υποσχόμενη Κεντρική Ευρώπη11 .
Σε κύριους εκφραστές του νέου πνεύματος της εποχής αναδείχθηκαν κυρίως οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες και οι Θεσσαλοί. «Κατακτώντας»12 τους μεγάλους οδικούς άξονες της βαλκανικής κατάφεραν να δημιουργήσουν νέες προοπτικές εμπορικής ανάπτυξης και πλουτισμού. Το εμπορικό δαιμόνιο των φιλοπρόοδων Μοσχοπολιτών τους οδήγησε πολύ γρήγορα στην απόφαση να εγκατασταθούν μόνιμα στα διάφορα ευρωπαϊκά και βαλκανικά εμπορικά κέντρα. Οι αρχικές εγκαταστάσεις ατομικού χαρακτήρα έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε μεταναστεύσεις ολόκληρων οικογενειών, ενώ παράλληλα οι πρώιμες αρχικά ατομικές επιχειρήσεις με το πέρασμα του χρόνου εξελίχθηκαν και ενισχύθηκαν στη βάση οικογενειακών-συγγενικών δεσμών. Με αυτό τρόπο δημιουργήθηκε ένα ευρύτατο και πολυδιάστατο δίκτυο πρακτόρων, συνεργατών, ανταποκριτών, αλλά και προϊόντων, πρακτικών και νοοτροπιών.
Η επιλογή των νέων τόπων εγκατάστασης έγινε με βάση τη γεωγραφική – εμπορική τοποθεσία των περιοχών και τη θέση που κατείχαν στο χερσαίο οδικό δίκτυο. Στο βαλκανικό χώρο τα κύρια κέντρα, που φιλοξένησαν τους βλαχόφωνους Μοσχοπολίτες ήταν η Αχρίδα13 , το Μοναστήρι14 , το Κρούσεβο15 , η Μιλόβιστα16 , το Νίς, το Νόβισαντ17 , τα Βελεσσά18 , το Κάρλοβιτς, η Κράινα, το Σεμλίνο19 , και το Πάντσεβο20 . Η απογραφή των κατοίκων του Σρεμ21 το 1770 αποδεικνύει ότι οι περισσότερες οικογένειες με ελληνική καταγωγή είχαν έρθει από τη Μοσχόπολη, 29 στον αριθμό τους, σε σύνολο 81 οικογενειών, στο Ζέμουν 28 από τις 76 οικογένειες είχαν την ίδια προέλευση και στην Κροατία, του 1774, 28 από τις 71 οικογένειες είχαν επίσης μοσχοπολίτικη καταγωγή22 . Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Μοσχοπολίτες έμποροι αποτέλεσαν το ζωτικότερο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κομμάτι των περισσότερων σέρβικων επαρχιών, στις οποίες εγκαταστάθηκαν. Όπως πολύ χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Ντούσαν Πόποβιτς, στο έργο του για τους Τσιντσάρους, οι Μοσχοπολίτες κυρίως και στη συνέχεια οι μέτοικοι της Βλάστης και της Σιάτιστας ήταν εκείνοι που συνετέλεσαν στην δημιουργία και την ανάπτυξη της αστικής τάξης στις περιοχές πέρα από τον Σάβο, ενώ στο Βελιγράδι αυτοί που έπαιξαν τον ίδιο ρόλο ήταν κυρίως οι βλαχόφωνοι της Κλεισούρας και δευτερευόντως οι Σιατιστινοί, οι Μπλατσιώτες και οι Κοζανίτες23 .
Λίγο βορειότερα, στα εδάφη του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου, η Βιέννη24 και Πέστη25 αναδείχθηκαν σε σημαντικότερους πόλους έλξης για χιλιάδες τουρκομερίτες υπηκόους του Σουλτάνου. Ωστόσο, από το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα και έπειτα το μεγαλύτερο ποσοστό των νεοεγκαταστηθέντων εμπόρων εντοπίζεται κυρίως στα εδάφη που είναι βόρεια και ανατολικά του Δούναβη, και μεταξύ αυτού και του ποταμού Τίσα (Tisza). Σε εκείνο δηλαδή το τμήμα που είχε βρεθεί στο παρελθόν κάτω από την κατοχή των Οθωμανών και εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων χαρακτηριζόταν από αραιή πληθυσμιακή παρουσία26 . Έτσι η νευραλγική - εδαφική σπουδαιότητα του Κεσκεμέτ27 (Kecskemét), σε συνδυασμό με τις οινοπαραγωγικές προοπτικές του Έγγερ28 (Eger), του Μίσκολτς (Miskolc)29 και της Τοκάιας30 (Tokaj), προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των μετακινούμενων, οι οποίοι και έδωσαν μοναδική ώθηση στην οικονομική ανάρρωση της ουγγρικής ενδοχώρας31 . Βασική επαγγελματική απασχόληση όλων τους αποτέλεσε το εμπόριο. Είτε ως πλανόδιοι έμποροι, είτε ως μόνιμα εγκατεστημένοι, είτε τέλος ως μεταφορείς εμπορευμάτων ανάμεσα στις δυο αυτοκρατορίες, οι Μοσχοπολίτες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες έμποροι που έφθασαν στην περιοχή, κατάφεραν να διεισδύσουν στον οικονομικό στίβο της νέας τους χώρας και να αναδειχτούν σε δυναμικούς εκφραστές του μερκαντιλιστικού πνεύματος της εποχής32 .
Η βασιλική Αυλή της Βιέννης, στη βάση της μεταναστευτικής πολιτικής που ασκούσε, παραχώρησε μια σειρά προνομίων, τα οποία εκτός των ευνοϊκών δασμολογικών ρυθμίσεων που προέβλεπαν, αφορούσαν επιπλέον στην ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των νεοεγκαταστηθέντων, στην αυτοδιοίκησή τους καθώς και στην παραχώρηση υλικών μέσων (χωράφια, σπίτια, ζώα) προκειμένου για τη μόνιμη εγκατάστασή τους στα εδάφη της33 . Από την πλευρά της η Οθωμανική αυτοκρατορία προσπάθησε με κάθε μέσο να αποτρέψει τη μαζική εκροή του ανθρώπινου δυναμικού της καθώς αυτή μπορούσε να προκαλέσει πολλά και σημαντικά προβλήματα στον κοινωνικό και οικονομικό της ιστό 34 .
Σκοπός και επιθυμία των Αψβούργων αυτοκρατόρων, όπως προκύπτει, ήταν η ανάπτυξη των εμπορικών επαφών της χώρας τους με την Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ένα χρόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Πασάροβιτς, το 1719, η Τεργέστη και το Φιούμε ανακηρύχθηκαν ως ελεύθερα λιμάνια, ενώ η σύσταση της «Compagnia Orientale» επισφράγισε την αγωνιώδη προσπάθεια του Καρόλου Στ΄ για διείσδυση της αυτοκρατορίας του στον ευρύτερο χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του η αδυναμία που επέδειξαν οι Αυστριακοί έμποροι να επωφεληθούν των ευνοϊκότατων όρων δεν επέτρεψε στην Αυστρία να διεισδύσει στην πλούσια αγορά της Ανατολής, παρά μόνο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η παρουσία και η δράση όλων των ξένων εμπόρων, που έφθασαν στα εδάφη της Καισαροβασιλικής μοναρχίας, θα μπορούσε να αποδειχθεί πραγματικά σωτήρια για την οικονομική ανάρρωση της χώρας, ιδιαίτερα βέβαια στις ουγγρικές περιοχές οι οποίες είχαν πληγεί περισσότερο35 .
Αυτή ήταν η πολιτική των Αψβούργων μέχρι το 1774. Κάτω από αυτές τις πολιτικο-οικονομικές συνθήκες οι Μοσχοπολίτες έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στην αψβουργική επικράτεια. Πρόκειται δίχως άλλο για μια πολιτική, η οποία ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με την εξωτερική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της οποίας κυρίαρχος στόχος ήταν η αναχαίτιση της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Το 1774, όμως, η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή προκάλεσε καινούριες συνθήκες στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Ο Ιωσήφ Β΄ αποφάσισε έκτοτε, φοβούμενος το νέο ρόλο που καλούνταν να διαδραματίσει στο εξής η Ρωσία, να προσεταιριστεί την Μεγάλη Αικατερίνη. Μετά από μια σειρά επίπονων διαπραγματεύσεων υπογράφτηκε τελικά το 1781 ρωσοαυστρική συμφωνία. Τα άρθρα της εν λόγω συμφωνίας προέβλεπαν, ανάμεσα στα άλλα, τον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν τα πολεμικά γεγονότα των ετών 1787-1792, ανάμεσα στην Αυστρία και τη Ρωσία από τη μια πλευρά και τον Σουλτάνο από την άλλη δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά το αποτέλεσμα της αυστρορωσικής πολιτικής στην Ανατολή. Μετά από όλα αυτά είναι δυνατόν να εξηγήσει κανείς γιατί μόλις στη δεκαετία του 1770 πια ξεκίνησαν οι οργανωμένες και μεθοδικές προσπάθειες με σκοπό τον περιορισμό της προνομιακής δράσης των Οθωμανών εμπόρων και τη μετατόπιση της εμπορικής δραστηριότητας στα χέρια των μόνιμων υπηκόων του Καισαροβασιλικού κράτους. Το 1774 η αποσόβηση του κινδύνου μιας ενδεχόμενης συμμαχίας ανάμεσα στην Πρωσία και την Πύλη σε συνδυασμό με τη συνθήκη ανακωχής ανάμεσα στον Τσάρο και τον Σουλτανο, το 1774 σηματοδότησαν την αλλαγή των πολιτικών συνθηκών στο εσωτερικό της Αψβουργικής Μοναρχίας36 .
Χαρακτηριστικό πάντως αποτελεί το γεγονός ότι πριν την πρώτη καταστροφή της Μοσχόπολης, πριν δηλαδή το 1769, οι μετοικισθέντες ήταν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, άνδρες νεαρής ηλικίας, οι οποίοι τις περισσότερες φορές δεν σκέπτονταν μια μόνιμη εγκατάσταση στα μέρη όπου έφθαναν, αλλά σκοπός τους παρέμενε πάντοτε η επιστροφή τους στην πατρίδα μετά από μερικά χρόνια. Μετά το 1769, όμως, τα δεδομένα άλλαξαν. Οι Έλληνες απόδημοι, των προηγούμενων ετών, καλούν τώρα κοντά τους τις οικογένειές τους ενώ πολλοί από αυτούς πολιτογραφούνται αυστριακοί υπήκοοι, ύστερα από τις ισχυρές και συντονισμένες πιέσεις που τους ασκούσε η αψβουργική διοίκηση.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Μοσχοπολίτες, που έφθασαν τελικά στην αψβουργική επικράτεια, ήταν εκείνοι που ανήκαν στα ευπορότερα στρώματα της πόλης τους και διέθεταν δύναμη και ισχύ, κοινωνική και οικονομική, καθώς και εκείνοι που είχαν στα μέρη αυτά συγγενείς και φίλους, που μπορούσαν να τους βοηθήσουν στο ξεκίνημα της καινούριας τους ζωής37 . Η επιχειρηματική παρουσία και η χρηματιστική δραστηριότητα των Μοσχοπολιτών Σίνα, Τύρκα, Τζεχάνη, Γύρα, Σπίρτα, Κούρτη και πολλών άλλων στη Βιέννη, σε συνδυασμό με την ζωηρή εμπορική παρουσία πολλών Μοσχοπολιτών στην Πέστη, ξεχωρίζουν τα ονόματα των Αλέξανδρου Λέπωρα, της Σοφίας και του Δημήτριου Λύκα, του Ναούμ Μέσκα, οι οποίοι, όπως και οι προαναφερθέντες, δαπάνησαν σημαντικά ποσά στην ανέγερση του ελληνορθόδοξου ναού της πόλης τους, έδωσαν τελικά ένα σημαντικό προβάδισμα στον κοινωνικό και οικονομικό ρόλο των Μοσχοπολιτών έναντι των υπόλοιπων Ελλήνων.
Η προσπάθεια ανίχνευσης των οικονομικών και κοινωνικών δομών της Μοσχόπολης μας οδηγεί αβίαστα στη μελέτη ενός ορεινού, βλάχικου οικισμού, ο οποίος κατάφερε να μετασχηματίσει τους λειτουργικούς- οικονομικούς του άξονες. Ο αρχικά, ποιμενικός χαρακτήρας της πόλης διαφοροποιήθηκε στο πέρασμα του χρόνου, όταν ανέπτυξε σταδιακά τα πρώτα χαρακτηριστικά μιας καπιταλιστικής οικονομίας, με την εμπορευματοποίηση των κτηνοτροφικών του προϊόντων και την προώθησή τους στις μεγάλες και φημισμένες αγορές της εποχής38 . Ως προς αυτό το στοιχείο βέβαια η περίπτωση της Μοσχόπολης δεν αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Αν μελετήσει κανείς την εξέλιξη του οικονομικού συστήματος, τόσο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και του Δυτικού κόσμου της εποχής εκείνης, εύλογα μπορεί να συμπεράνει ότι η καπιταλιστική παραγωγή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέρη εκείνα, που καλλιεργούνταν η υφαντουργική. Οι πολιτικές συνθήκες του 18ου αιώνα έδωσαν ώθηση σε ένα μεγάλο κύμα ανθρώπων να προσανατολιστεί προς το εμπόριο, ένα εμπόριο το οποίο πλέον, μετά τα νέα πολιτικά δεδομένα, μπορούσε να ξεφύγει από τον περιορισμένο χώρο δράσης των διατοπικών αγορών. Συγκεκριμένα στη Μοσχόπολη η βαθμιαία ανάπτυξη των διάφορων τεχνικών της εριουργίας, για τις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες μάλλινων υφασμάτων, προκάλεσε τελικά την δημιουργία νέων επιχειρηματιών, την σύσταση νέων εργαστηρίων αλλά και την ενίσχυση των συντεχνιών, προκειμένου για τον καταμερισμό της εργασίας. Η οικονομική και κοινωνική διαφοροποίηση πολλών μικρών, έως τότε, παραγωγών όπως και η εμφάνιση στο προσκήνιο πολλών νέων εμπόρων, μεταπρατών και βιοτεχνών, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τα κελεύσματα της νέας εποχής, προκλήθηκαν ως λογική συνέπεια και άμεσο επακόλουθο καταδεικνύοντας και επιβεβαιώνοντας την διαλεκτική σχέση που συνέδεε την υφαντουργική παραγωγή και την εμπορευματοποίησή της με την εμφάνιση και την ανάπτυξη καπιταλιστικών σχέσεων.
Αυτό ωστόσο που θα πρέπει κλείνοντας να σημειώσουμε είναι ότι οι Μοσχοπολίτες, που έφευγαν στο εξωτερικό αναζητώντας καλύτερες και περισσότερες δυνατότητες πλουτισμού, παρουσιάζονται στη συνέχεια, κι ενώ έχουν αποκτήσει κάποια οικονομική ευχέρεια, να μην επενδύουν τα κέρδη τους στην πόλη τους, συστήνοντας βιοτεχνικά εργαστήρια ή άλλες παραγωγικές μονάδες, αλλά να διατηρούν την έδρα των επιχειρήσεών τους στο εξωτερικό και στην πόλη τους να εισάγουν ένα μέρος μόνο των χρημάτων τους, το οποίο και συνήθως διατίθεται για πολιτιστικούς σκοπούς καθώς και για την ανέγερση πολυτελών οικιών για τις οικογένειές τους που παρέμεναν εκεί. Συμβαίνει δηλαδή η Μοσχόπολη να μην αποτελεί επενδυτικό πόλο έλξης για τους κατοίκους της, που εμπορεύονταν και πλούτιζαν στην Ευρώπη, αλλά να λειτουργεί για αυτούς ως τόπος εγκατάστασης των διαφόρων αντιπροσώπων τους. Πυρήνες και φορείς της οικονομικής προόδου αναδεικνύονται αβίαστα, για τους εμπόρους της εποχής, οι κοινότητες που συστήνουν στα νέα μέρη που εγκαθίστανται. Το μητροπολιτικό τους κέντρο, η Μοσχόπολη, εμφανίζεται να λειτουργεί τόσο ως αφετηρία, προκειμένου για την έξοδο των ντόπιων προϊόντων προς τις ευρωπαϊκές αγορές, όσο και ως τελικός σταθμός απορρόφησης των εισαγόμενων προϊόντων που έφθαναν σε αυτήν. Η απόφαση για επένδυση οικονομικών κεφαλαίων και σύσταση εμπορικών επιχειρήσεων εκτός των ορίων της πόλης ερμηνεύεται εύκολα αν λάβει κανείς υπόψη του τις συνθήκες που επικρατούσαν. Το αίσθημα ανασφάλειας που βάρυνε τη Μοσχόπολη εξαιτίας της ληστρικής δράσης των μπορτζαλίδων και των Τούρκων σπαχήδων, ο περιορισμός της ελευθερίας των κινήσεων και φυσικά οι περιορισμένες δυνατότητες πλουτισμού και εύκολου κέρδους καθιστούσαν προτιμότερη την επένδυση των οικονομικών κεφαλαίων εκτός των ορίων της πόλης και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας γενικότερα.
Το μεγαλείο και η ακμή της Μοσχόπολης, η οποία εξελίχθηκε σε ένα σπουδαίο πρώιμα αστικό, οικονομικό, εμπορικό, βιοτεχνικό και πολιτισμικό κέντρο και η συνακόλουθη παρακμή της και η διασπορά των κατοίκων της, προσέλαβαν με το χρόνο μυθικές διαστάσεις. Η απουσία πρωτογενούς αρχειακού υλικού για την περιοχή, σε συνδυασμό με μια πληθώρα βιβλιογραφικών πηγών αμφίβολης αξιοπιστίας και εγκυρότητας γέννησαν τελικά πολλά μυθεύματα. Η Μοσχόπολη στα μάτια όλων των Βλάχων της εποχής της αποτελούσε ένα όραμα, ένα ιδεατό κέντρο.
Στα τέλη του 18ου αι. η βίαιη μετακίνηση χιλιάδων Μοσχοπολιτών, από τις πατρογονικές τους εστίες, προκάλεσε ένα γενικότερο μεταναστευτικό ρεύμα που συμπαρέσυρε όλους τους κατοίκους των γειτονικών οικισμών, οι οποίοι και ακολούθησαν πιστά της τύχη της Μοσχόπολης. Ο αριθμός όσων βρέθηκαν τότε στην αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης θα πρέπει να ήταν πραγματικά πολύ μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής. Οι οθωμανικές αρχές ανήσυχες προσπάθησαν να ανακόψουν τη διασπορά των φυγάδων, ιδιαίτερα όσων κατευθύνονταν στα εδάφη της Καισαροβασιλικής μοναρχίας.
Στα μέρη όπου έφτασαν, μετά από διάφορες περιπλανήσεις, οι εκτοπισθέντες βλαχόφωνοι αυτής της περιόδου καθιερώθηκαν με το όνομα Μοσχοπολίτες. Ο όρος Μοσχοπολίτης έτσι απέκτησε σταδιακά μια γενικότερη - συλλογικότερη διάσταση παραπέμποντας σε όλους εκείνους τους Βλάχους που ασχολούνταν με το εμπόριο και τη βιοτεχνία και ήταν φορείς προόδου και ανάπτυξης.
Οι Μοσχοπολιάνοι, όπως αποκαλούνται στη βλάχικη γλώσσα, δημιούργησαν νέα δεδομένα στην ιστορία του νεότερου Ελληνισμού. Το «φαινόμενο της Μοσχόπολης» , όπως χαρακτηρίζεται συχνά από διάφορους συγγραφείς, η ανάδειξη της Μοσχόπολης στο στερέωμα των πόλεων της περιοχής υπήρξε θεαματική, όπως θεαματική υπήρξε και η πτώση της. Το μεγαλείο και η δυναμική της φώτισε μια ευρεία περιοχή την περίοδο της ακμής της, αλλά περισσότερο ίσως φώτισαν οι Μοσχοπολίτες μια ακόμα ευρύτερη περιοχή μετά την πτώση της.
Κωνσταντίνα Δ. Καρακώστα
Διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας Α.Π.Θ.
«Μικρές Μοσχοπόλεις» Η εγκατάσταση των Μοσχοπολιάνων Βλάχων στον χώρο της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Θεωρητικές αναζητήσεις και εμπειρικές έρευνες. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο 10-13 Δεκεμβρίου 2008, Εκδόσεις ΦΣΠΚ
1 Η Μοσχόπολη ή Βοσκόπολη (αλβανικά Voskopojë), χωριό σήμερα της Βορείου Ηπείρου, βρίσκεται 20 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Κορυτσάς, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, στο οροπέδιο που δημιουργείται ανάμεσα στα βουνά της Όπαρης και της Οστροβίτσας. Σχετικά με την χρονολογία ίδρυσης του οικισμού δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στους μελετητές, ωστόσο, σύμφωνα πάντοτε με τον κώδικά της μονής του Ιωάννη του Προδρόμου στην Μοσχόπολη έτσι όπως αυτός μας παραδίδεται από τον Ιωακείμ Μαρτινιανό, η ίδρυση της πόλης θα πρέπει να τοποθετηθεί στην διάρκεια του 14ου αιώνα, ενώ στο απόγειο της ακμής της έφτασε τον 18ο αιώνα. Για την τοποθεσία του οικισμού, τη δημιουργία του, την ακμή και την καταστροφή του βλ. Ιωακειμ Μαρτινιανού, Η Μοσχόπολις, 1330-1930, επιμ. Στιλπωνος Κυριακίδη, Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1957, Κωνσταντίνου Σκενδέρη, Ιστορία τηςΑρχαίας και Συγχρόνου Μοσχοπόλεως, β΄ εκδ., Αθήνα 1928, Θεόφραστου Γεωργιάδη, Μοσχόπολις, Αθήνα 1975, Φάνη Μιχαλόπουλου, Μοσχόπολις. Αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας, 1500-1769, Αθήνα 1941, Θεόδωρου Βελλιανίτη, «Μια εξαφανισθείσα πόλις. Η Μοσχόπολις της Β. Ηπείρου», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, (1922), σσ.226-239, Παναγιώτη Αραβαντινού, Περιγραφή της Ηπείρου εις μέρη τρία, τ. Α΄, εισ. Κ.Θ.Δημαρά, επιμ. Ε.Ι.Νικολαίδου, Ε.Η.Μ., Ιωάννινα 1984, σσ.119-127, Κοσμά Θεσπρωτού-Αθανάσιου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, προλ.-σημ. Αθανασίου Παπαχαρίση, Ε.Η.Μ., Ιωάννινα 1964, σσ.14-15,97, Χ. Καρμίτση, Γεωγραφία της Κορυτσάς και της περιοικίδος, Θεσσαλονίκη 1888, σσ.59-63
2 Για το χερσαίο οδικό δίκτυο και τις συνθήκες διακίνησης βλ. Πασχάλη Ανδρούδη, Χάνια και Καραβάν–Σεράγια στον Ελλαδικό χώρο και στα Βαλκάνια, Θεσσαλονίκη χ.χ., Δημητρίου Ανωγιάτη-Πελέ, Δρόμοι και διακίνηση στον Ελλαδικό χώροκατά τον 18ο αιώνα, Αθήνα 1993, του ιδίου, «Σχέσεις δρόμου και χωριών στη Βαλκανική Χερσόνησο τον 18ο αιώνα», Τα Ιστορικά, Β΄ τεύχος 4 (1985), σσ.405-422, Κωνσταντίνας Πανάγου, Η χερσαία διακίνηση βαμβακιού από τη Μακεδονία στην Ευρώπη κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, στον τόμο Ιστορική Γεωγραφία, Δρόμοι και Κόμβοι της Βαλκανικής από την αρχαιότηταστηνενιαία Ευρώπη, επιμ. Ε.Π.Δημητριάδη, Α.Φ.Λαγόπουλου, Γ.Τσότσου, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 201-212, Γεώργιου Παπαγεωργίου, « Οι χερσαίες επικοινωνίες στο νοτιοδυτικό τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου (τέλη 18ου-αρχές 20ου αι.)», ό.π., σσ. 169-178, Kliti Kalamata, « Voskopoja and Korcha : Two towns with the same importance », ό.π., σσ. 213-215
3 Georg Iggers, Νέες κατευθύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ιστοριογραφία, β΄ εκδ., μτφρ. Βασίλη Οικονομίδη, Αθήνα 1995, σσ.19,31
4 Αναλυτικά για την οικονομική λειτουργία των ορεινών οικισμών και τη σύνδεσή τους με την κτηνοτροφία και το εμπόριο βλ. Βασιλικής Ρόκου, Ορεινές Κοινωνίες κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, Το Μέτσοβο της κτηνοτροφίας από τον 17ο έως τον 20ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 2007, της ιδίας, «Η ορεινή πόλη της κτηνοτροφίας, πόλη της υπαίθρου, τρία ηπειρωτικά παραδείγματα : Μοσχόπολη, Μέτσοβο, Συρράκο », στο συλλογικό τόμο Νεοελληνική Πόλη, Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό κράτος, τ. Α΄, Αθήνα 1985, σσ. 75-82, με τον ίδιο τίτλο στα Ηπειρωτικά Γράμματα, Ι΄ (2006), σσ.111-120
5 Για τα προϊόντα που εισάγονταν και εξάγονταν προς και από τις δύο αυτοκρατορίες βλ. Traian Stoianovich, «Οθωμανική παραγωγική βάση: ποσοτική προσέγγιση», στο Σπύρου Ασδραχά, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, συν. Ν.Ε.Καραπιδάκη, Όλγας Κατσιαρδή-Hering, Ευτυχίας Λιάτα, Άννας Ματθαίου, Michel Sivignon, Traian Stoianovich, τ. Α΄, Αθήνα 2003, σσ.434-446
6 Κωνσταντίνου Μέρτζιου, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1947, σσ. 209-278, Βαλέριου Παπαχατζή, « Οι Μοσχοπολίται και το μετά της Βενετίας εμπόριον κατά τον 18ον αιώνα », Ηπειρωτικά Χρονικά, Θ΄ (1934), σσ.127-139, του ιδίου « Νέαι Συμβολαί εις την ιστορίαν των κατά τον ΙΗ΄ αιώνα εμπορικών σχέσεων των Μοσχοπολιτών μετά της Βενετίας », Ηπειρωτικά Χρονικά, Ι΄ (1935), σσ.270-288, του ιδίου, AromaniMoscopolenisicomertulVenetianinsecoletealXVII-leasialXVIII-lea, προλ. N. Iorga, Βουκουρέστι 1935, Φώτη Κιλιπίρη, « Μοσχοπολίτες έμποροι στη Βενετία και στις χώρες της Αυστροουγγαρίας (18ος -19ος αι.)», στον τόμο του Διεθνούς Συμποσίου Μοσχόπολις, Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 97-108, Mario Rufini, « Teodoro Anastasie Cavallioti, scrittore moscopolitano dal sec. XVIII », Rivistad’Albania, 1942 (fasc. 2), σσ. 110-125
7 Βασιλικής Ρόκου, « Μεταναστεύσεις στον ορεινό χώρο », περίληψη εισήγησης στον τόμο των πρακτικών του Ελληνογαλλικού Συνεδρίου Ο ΑγροτικόςΚόσμος στον Μεσογειακό χώρο, Ε.Κ.Κ.Ε. – Κ.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε, Αθήνα 1988, σσ.251-252. Για τις αιτίες, οι οποίες οδηγούν στη γεωγραφική κινητικότητα των λαών καθώς και για την ερμηνεία και την τυπολογία των μετακινήσεων βλ. William Petrsen, «A General Typology of Migration», στο συλλογικό Theories o Migration, επιμ. Robin Chohen, Λονδίνο 1996, σσ.256-26
8 Για το πλήρες το κείμενο της Συνθήκης βλ. Gabriel Noradounghian, Recueild’ actesinternationauxdel’ EmpireOttoman, τ. Α΄ (1300-1789), Παρίσι 1897, σσ.208-216 (στα λατινικά), σσ.220-227 (στα γαλλικά)
9 ό.π.,σσ.182-193 (στα λατινικά), σσ.193-196 (σε περίληψη στα γαλλικά).
10 Όλγας Κατσιαρδή – Hering, Η Ελληνική παροικία της Τεργέστης (1751-1830), τ. Α΄, Αθήνα 1986, σσ.4-7, Βασιλικής Σειρηνίδου, Έλληνεςστη Βιέννη 1780-1850, Ανέκδοτη Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αθήνα 2002, σσ. 41- 43, Αγγελικής Ιγγλέση, Βορειοελλαδίτες έμποροι στο τέλος της Τουρκοκρατίας, ο Σταύρος Ιωάννου, Αθήνα 2004, σσ. 40-42, Απόστολου Βακαλόπουλου, « Επισκόπηση του Ελληνισμού κατά περιοχές, Ο Ελληνισμός της Διασποράς », Ι.Ε.Ε, τ. ΙΑ΄, Αθήνα 1975, σσ. 231-243
11 Η γεωμορφολογία του βαλκανικού εδάφους καθιστά δύσκολη την είσοδο σε ένα ευρύ και εκτεταμένο τμήμα της ενδοχώρας. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκαν συγκεκριμένοι οδικοί άξονες που επέτρεπαν την επικοινωνία μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Κεντρικής Ευρώπης. Σε εκείνα τα τμήματα όπου οι χερσαίοι οδικοί άξονες τέμνονταν αναπτύχθηκαν με τον καιρό πολυάνθρωπες και πολυδύναμες πόλεις, οι οποίες όφειλαν αυτήν την ακμή τους στη σπουδαία γεωγραφική θέση που βρέθηκαν να κατέχουν στον οδικό χάρτη της εποχής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Εγνατία Οδός, ο περίφημος και πολυσύχναστος δρόμος της ρωμαϊκής εποχής, που συνέδεε την Αδριατική με τη Μαύρη Θάλασσα, βρήκε πάλι τη σπουδαία σημασία του, ενώ ο Δούναβης, πραγματική ραχοκοκαλιά της αψβουργικής επικράτειας, έδρασε καταλυτικά για την ανάπτυξη της Βιέννης, της Βουδαπέστης και του Βελιγραδίου. Ως κομβικό σημείο ο Δούναβης αποτέλεσε σημείο εκκίνησης δύο βασικών οδικών αξόνων. Ο ένας με αφετηρία το Βελιγράδι και με κατεύθυνση βορειοδυτικά οδηγούσε στη Βιέννη και στη Βουδαπέστη, ενώ ο δεύτερος με κατεύθυνση προς τα ανατολικά κατέληγε στο Βουκουρέστι και την Οδησσό. Πιο αναλυτικά, για να φθάσει κάποιος από την Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία στα ευρωπαϊκά εδάφη ήταν δυνατό να ακολουθήσει δυο δρόμους. Ξεκινώντας από τις Σέρρες με κατεύθυνση προς το Μελένικο, από εκεί στη Σόφια, και στο τέλος στο Βιδίνι, απ’ όπου έχοντας πια περιέλθει στα αψβουργικά εδάφη επέλεγε την διαδρομή του ανάλογα με τον τελικό του προορισμό. Ο δεύτερος δρόμος ακολουθούσε παράκτια την κοιλάδα του Στρυμώνα και μέσω της Νίσσας (σημ. Niš) οδηγούσε στη Σόφια, για να συνεχίσει στο εξής στο Βελιγράδι και από εκεί, από τον συνοριακό σταθμό του Σεμλίνου (σημ. Zemun) να καταλήξει στις καισαροβασιλικές κτήσεις. Για τους μετακινούμενους της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου το δρομολόγιο ξεκινούσε από το Μοναστήρι, οδηγούσε στο Βελιγράδι και στη συνέχεια ακολουθούσε τις εκβολές της κοιλάδας του Αξιού και του Μοράβα. Από εκείνο το σημείο και έπειτα οι μετακινούμενοι συνέχιζαν, όπως και όλοι οι υπόλοιποι άλλωστε, τη διαδρομή που αναφέρθηκε παραπάνω. Αναφορικά με τους χερσαίους άξονες που οδηγούσαν από τη Βαλκανική στην Κεντρική Ευρώπη βλ. Arno Mehlan, «Οι εμπορικοί δρόμοι στα Βαλκάνια κατά την Τουρκοκρατία», στο έργο Η οικονομική δομή τωνΒαλκανικών χωρών, εισ.-επιμ. Σπ. Ασδραχά, ό.π., μτφ. Έλλης Παπαδημητρίου, σσ. 367-407, Γεωργίου-Στυλιανού Πρεβελάκη, Τα Βαλκάνια. Πολιτισμοί και Γεωπολιτική, μτφ. Μάρως Πρεβελάκη, Αθήνα 2001, σσ.35-53, Nicholas Hammond, MigrationsandinvasionsinGreeceandadjacentareas, New Jersey 1976, σσ.20-21, Μαρίας Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, «Το οδικό δίκτυο της Χερσονήσου του Αίμου και η σημασία του κατά τους Μέσους Χρόνους (Γενικές επισημάνσεις και προτάσεις έρευνας)», στο συλλογικό τόμο Ιστορική Γεωγραφία, ό.π., σσ.155-159
12 Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε από τον Traian Stoianovich στο ομώνυμο άρθρο του «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος» με σκοπό να αποδώσει και να αποτυπώσει ανάγλυφα την ιδιαίτερη αυτή ευρεία εθνική και γλωσσική φύση της ακμάζουσας εμπορικής τάξης της εποχής, η οποία κατάφερε να αντιστρέψει τους όρους και από κατακτημένη να βρεθεί στη θέση του κατακτητή. Και όλα αυτά σε μια περίοδο κατά την οποία η πολιτειακή πραγματικότητα της υποτέλειας στον αλλόθρησκο κατακτητή αποτελούσε το κοινό υπόστρωμα της συλλογικής ύπαρξης και πνευματικής ενότητας όλων των ορθόδοξων της βαλκανικής. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, και κάτω από τα διδάγματα της Γαλλικής Επανάστασης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού αυτό το κοινό υπόστρωμα δέχθηκε σφοδρότατο πλήγμα. Η πολιτική φιλοσοφία των Ευρωπαίων φιλοσόφων δεν άφηνε πλέον κανένα περιθώριο καθώς διακήρυττε ξεκάθαρα ότι το συλλογικό πεπρωμένο θα πρέπει να στηρίζεται στη βάση πολιτισμικών και όχι θρησκευτικών κριτηρίων. Trian Stoianovic, «The Conquering Balkan Orthodox Merchant», JournalofEconomicHistory, K΄ (1960), σσ.234-313, και σε ελληνική μετάφραση «Ο Κατακτητής Ορθόδοξος Βαλκάνιος Έμπορος» στο έργο Η οικονομική δομή τωνΒαλκανικών χωρών, ό.π., μτφ. Ντόρας Μαμαρέλη, Αθήνα 1979, σσ. 287-345, Ιωάννη Κολιόπουλου, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 23-28, 45-49
13 Gustav Weigand, Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι), τ. Α΄, μτφ. Thede Kahl, προλ.-σχ. Αχιλλέα Λαζάρου, επιμ. Θεόδωρου Νημά, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 99, Αστέριου Κουκούδη, ΜελέτεςγιατουςΒλάχους, τ. Β΄, ΟιΜητροπόλειςκαιηΔιασποράτωνΒλάχων, προλ. Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου, Θεσσαλονίκη 2000, σσ.357-358
14 Αντώνη Κολτσίδα, Ιστορία του Μοναστηρίου της Πελαγονίας και των περιχώρων του. Η εθνική και κοινωνική διάσταση του ελληνισμού του Μοναστηρίου και της ευρύτερης περιοχής. Συμβολή στην ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 2003, σσ.68-69
15 Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας, ό.π., σσ.450-452
16 Αστέριου Κουκούδη, Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά, ό.π., σ.359
17 Ελευθερίας Νικολαϊδου, «Συμβολή στην ιστορία τεσσάρων ελληνικών κοινοτήτων της Αυστροουγγαρίας (Zemun, Novi Sad, Orsova, Temesvar)», Δωδώνη, Θ΄(1980), σσ. 323-373, Vasa Stajić, «Cincari u Novom Sadu» [Οι Βλάχοι του Νόβι Σαντ], GlasnikIstoriskogdruštvauNovomSadu, Θ΄ (1936), σσ.256-267
18 Αστέριου Κουκούδη, Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά, ό.π., σσ.363-364
19 Ιωάννη Παπαδριανού– Vasilija Kolakovic, «Συμβολή στην ιστορία της ελληνικής κοινότητας του Σεμλίνου», Μακεδονικά, ΙΑ΄ (1971), σσ.29-36, Ελευθερίας Νικολαϊδου, «Συμβολή στην ιστορία», ό.π.
20 Dušan Popović, OCincarima. Prilozipitanjupostankanašeggradjanskogdruštava, [Περί των Τσιντσάρων. Συμβολή στην έρευνα της δημιουργίας της αστικής μας τάξης], β΄ εκδ., Βελιγράδι 1937, σ.37 [Το βιβλίο, μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα είναι υπό έκδοση από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, επιμ. Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα]
21 Η περιφέρεια του Σρεμ περιελάμβανε τις πόλεις Σεμλίνο, Κάρλοβιτς, Μπούκοβο, Μητροβίτσα.
22 Dušan Popović, OCincarima, ό.π, σσ. 50-51
23 ό.π., σ. 54
24 Σπυρίδωνος Λάμπρου, «Σελίδες εκ της ιστορίας του εν Ουγγαρία και Αυστρία Μακεδονικού Ελληνισμού», Νέος Ελληνομνήμων, Η΄ (1911), σσ. 257-300, του ιδίου, «Έρευναι εν ταις βιβλιοθήκαις και αρχείοις Ρώμης, Βενετίας, Βουδαπέστης και Βιέννης», Νέος Ελληνομνήμων, ΙΗ΄ (1924), σσ. 48-69, Ι.Κ. Βογιατζίδη, « Αι ελληνικαί κοινότητες της Αυστροουγγαρίας», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, Αθήνα 1926, σσ. 71-78
25 Ödön Fϋves, «Οι κατάλογοι των πολιτογραφηθέντων Ελλήνων παροίκων της Πέστης και Βούδας στην περίοδο 1687-1848», Μακεδονικά, ΣΤ΄(1964-1965), σσ. 106-119, του ιδίου, «Επιτύμβιοι επιγραφαί Ελλήνων εις την Ουγγαρίαν», Ελληνικά, ΙΘ΄(1966), σσ.296-347, του ιδίου, «Characteristics of the Greeks in Hungary (1550-1850)» στον τόμο ProceedingsoftheFirstInternationalCongressontheHellenicDiasporaFromAntiquitytoModernTimes, επιμ. John M. Fossey, Jacques Morin, τ. Β΄, Άμστερνταμ 1991, σσ.141-153
26 Αναφορικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό της μοναρχίας και καθιστούσαν επιθυμητή την μετεγκατάσταση, όχι μόνο των Μοσχοπολιτών, αλλά και των υπόλοιπων τουρκομεριτών εμπόρων στα εδάφη της βλ. Gunnar Hering, «Die griechische Handelsgesellschaft in Tokaj. Ihre innere Ordnung und ihre Auflösung 1801», Südost-Forschungen, ΜΣΤ΄ (1987), σσ.79-93, Virginia Paskaleva, «Shipping and Trade on the Lower Danube in the Eighteenth and Nineteenth Centuries», στο συλλογικό Southeast European Maritime Commerce and Naval Policies from the Mid-Eighteenth Century to 1914, επιμ. Απόστολου Βακαλόπουλου, Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Bėla Király, Columbia University Press-Ι.Μ.Χ.Α. 1988, σσ. 131-151
27 Η πιο πλούσια ελληνική κομπανία στην Ουγγαρία ήταν αυτή του Κεσκεμέτ (Kecskemét). Η μεγάλη οικονομική της ανάπτυξη οφειλόταν στο εμπόριο των ζώων, το οποίο διεξήγαν τα μέλη της σε ολόκληρη την ουγγρική πεδιάδα. Iván Hajnóczy, AKecskemétiGörögségtőrténete [Ιστορία του ελληνισμού του Κεσκεμέτ], Βουδαπέστη 1939
28 Για την παρουσία των Ελλήνων στο Έγγερ βλ. ενδεικτικά Füves Ödön, «Adatok az Egri görögök történetéhez»[Στοιχεία της ιστορίας των Ελλήνων της πόλης Έγγερ], AntikTanulmányok, E΄ (1958), σσ.78-81
29 Η σφραγίδα της ελληνικής εμπορικής κομπανίας του Μίσκολτς χρονολογείται από το 1685, Nadya Danova- Varban Todorov, «Ελληνικά έγγραφα από το αρχείο της πόλης Μίσκολτς (Ουγγαρία)»,Proceedings, ό.π., σσ.167-189. Βλ επίσης István Dobrossy, «A miskolci görög kereskedőtársulat gaszdasági tevékenysége a 19. század elejen» [Ο ρόλος και η σημασία των Ελλήνων εμπόρων στο εμπορικό δίκτυο του Μίσκολτς τον ΙΗ΄ αιώνα], AMiskolci Herman Ottó Múzeum Közleményei, IΔ΄ (1975), σσ.21-32, του ιδίου, «Kerekedő csoportok, családok és dinastiák Miskolc társadalmában a 18. század elejétől a 19. század elejéig» [Εμπορικές ομάδες, οικογένειες και δυναστείες στην κοινωνία του Μίσκολτς από τις αρχές του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα], AMiskolciHermanOttóMúzezumKözleményei, KZ΄ (1991), σσ.152-162, Rita Horvath, «Α Borsod vármeggyei görög kereskedők összeírása», Levéltari évkönyv,Előtanulmányok a Miskolc monográfia III-IV-V. Kötetéhez (Miskolc története 1702-1949-ig) [Η απογραφή των Ελλήνων εμπόρων στο νομό Borsod. Προκαταρτική μελέτη για τους τόμους Γ-Δ-Ε της μονογραφίας για το Μίσκολτς. (Ιστορία του Μίσκολτς 1702-1949)] , Θ΄ (1997), σσ. 134-164. Για το πλήρες κείμενο του καταστατικού της κοινότητας στο Μίσκολτς βλ. Όλγας Κατσιαρδή-Hering, «Αδελφότητα, Κομπανία, Κοινότητα. Για μια τυπολογία των ελληνικών κοινοτήτων της κεντρικής Ευρώπης, με αφορμή του άγνωστο καταστατικό του Miskolc (1801)» , Εώα και Εσπέρια, Ζ΄ (2007), σσ. 247-310. Το περιεχόμενο του αρχείου του Μίσκολτς στο άρθρο του Ίκαρου Μαντούβαλου, «Miskolc-Sátoraljaújhely-Βουδαπέστη: Αναζητώντας τα ίχνη της ελληνικής εμπορικής διασποράς στην Ουγγαρία», Εώα και Εσπέρια, Ζ΄ (2007), σσ. 335-365
30 Η αρχαιότερη από τις ελληνικές κομπανίες, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου μετεξελίχθηκαν σε κοινότητες, ήταν αυτή του Τοκάι. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της ελληνικής κομπανίας στο Τοκάι δεν μας είναι γνωστή, εκείνο πάντως που είναι απόλυτα βέβαιο είναι ότι το 1693 η κομπανία υπήρχε. Για την παρουσία και τη δράση των Ελλήνων στο Τόκαι βλ. ενδεικτικά Füves Ödön, «Cjabb adalékok a Tokaji görögség történetéhez»[Καινούρια στοιχεία για την ιστορία των Ελλήνων του Τόκαι], AntikTanulmányok, Β΄ (1955), σσ.260-261, Marta Bur, «A balkáni kereskedök és a magyar borkivitel a XVIII században» [Ο Βαλκάνιος έμπορος και η ουγγρική εξαγωγή κρασιού τον 18ο αιώνα], TörténelmiSzemle, KA΄ τευχ. 2 (1978), σσ.285-287, László Sasvári- György Diószegi, «A XVII-XIX. századi magyarországi görög közösségek történetének főbb jellemzői Győr, Miskolc, Szentendre, Tokaj és Vác ortodoxiája tükrében» [Τα κύρια χαρακτηριστικά της ιστορίας των ελληνικών κοινοτήτων της Ουγγαρίας του 17ου-19ου αιώνα στον καθρέφτη της ορθοδοξίας του Miskolc, Szentendre, Tokaj και Vác], Görög Örökség. AGörögOrtodoxDiaszpóra. MagyarországonaXVII-XIX. században [Ελληνική Κληρονομιά. Η Ελληνική Ορθόδοξος διασπορά στην Ουγγαρία, 17ος- 19ος αιώνας], Βουδαπέστη 2009, σσ.43-64
31 Άλλες περιοχές στις οποίες σημειώθηκαν αξιόλογες ελληνικές εγκαταστάσεις ήταν οι Nagyvárad, Arad, Gyöngyös και Ujvidék. Για την εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων εμπόρων και την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό της Αψβουργικής αυτοκρατορίας βλ. Herzfeld Marianne, «Zur Orienthandelspolitik Österreichs unter Maria Theresia in der Zeit von 1740-1771», Archivfür österreichischeGeschichte, τ. 108 (1919), σσ.214-334, Eckhart Ferencz, «Kereskedelmünk kőzvetitöi a XVIII. században» [Οι μεσολαβητές του εμπορίου μας τον XVIII αιώνα», Századok, (Ιασνουαριος 1918), σσ.356-391
32 Max Demeter Peyfuss, «Balkanorthodoxe Κaufleute in Wien», ÖsterreichischeOsthefte (ÖOH), ΙΖ΄(1975), σσ.258-268, Marta Bur, «Handelsgesellschaften-Organisationen der Kaufleute der Balkanländer in Ungarn im 17.-18. Jh.», Balkan Studies, ΚΕ΄ (1984), σσ.267-307, της ίδιας, «Das Raumergreifen balkanischer Kaufleute im Wirtschaftsleben der ostmittel-europäischen Länder im 17. und 18. Jahrhundert»,στο συλλογικό Bürgertum und bürgerlicheEntwicklung in Mittel-und Osteuropa, Βουδαπέστη 1986, σσ.17-88
33 Στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. οι οικονομικοί σύμβουλοι της αυτοκρατορικής αυλής έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου βλέποντας ότι μεγάλο ποσοστό των χρημάτων της Αυτοκρατορίας έφευγε στο εξωτερικό. Καθώς οι εξαγωγές ξεπερνούσαν κατά πολύ τις εισαγωγές σημαντικά κεφάλαια διοχετεύονταν στο οσμανλικό κράτος, στους τόπους καταγωγής των Ελλήνων εμπόρων, εκεί όπου ζούσαν οι οικογένειές τους. Προκειμένου, λοιπόν, να ανακόψει αυτή την αθρόα εξαγωγή πολύτιμου αυστριακού χρήματος η Μαρία Θηρεσία διέταξε το 1774 όλους τους Έλληνες εμπόρους, που δρούσαν και πλούτιζαν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας της, να δώσουν όρκο πίστης και να αποφασίσουν αν θέλουν να εγκατασταθούν μόνιμα με τις οικογένειές τους στα εδάφη της Αυτοκρατορίας και να πάρουν την αψβουργική υπηκοότητα ή όχι. Για εκείνους που δε θα το επέλεγαν, θα τους επιτρέπονταν να εμπορεύονται μόνο συγκεκριμένα προϊόντα και πάντοτε στη βάση πολύ μικρότερων φορολογικών ελαφρύνσεων. Μετά τη λήψη των παραπάνω μέτρων σημειώθηκε σημαντικότατη μείωση του μεταναστευτικού ρεύματος προς την περιοχή. Για την οικονομική πολιτική της Μαρίας Θηρεσίας απέναντι στους λαούς των Βαλκανίων, βλ. σχετικό άρθρο της Virginia Paskaleva, «Die Wirtschaftspolitik Maria Theresias und die Balkanvölker», στον τόμο του συμποσίου ÖsterreichimEuropaderAufklärung, τ. Α΄, Βιέννη 1987, σσ.153-166, Gunnar Hering, «StoianovichTraian, ConqueringBalkanOrthodoxMerchant», BalkanStudies, B΄ (1961), σσ.167-171, Izabella Papp, «Greeks in Jászberény in the 18th and 19th centuries», BalkanStudies, ΛΔ΄ τευχ. 2 (1993), σσ.229-258
34 «Για μια γενική αξιολόγηση των συνεπειών της καθαρής μετανάστευσης στις οικονομίες των περιοχών εκείνων από τις οποίες προέρχονταν οι μετανάστες, χρειαζόμαστε πολλές και ποικίλες πληροφορίες, που σπάνια είναι διαθέσιμες και μια τόσο περίπλοκη ανάλυση που είναι σχεδόν αδύνατη, ιδιαίτερα σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Στην ιδανική περίπτωση, χρειαζόμαστε στοιχεία όχι μόνο για τον αριθμό των μεταναστών και την ηλικία, το φύλο, την οικογενειακή κατάσταση και την επαγγελματική σύνθεσή τους, αλλά και για τα επίπεδα των δεξιοτήτων τους, τη στάση τους έναντι της εργασίας και την έκταση στην οποία η μετανάστευση συνοδεύεται από επαναπατρισμό εισοδημάτων, νέων ιδεών και δεξιοτήτων και διαφορετικών συνηθειών εργασίας. Κάθε στοιχείο, επομένως, θα πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με την πιθανή επίδραση στην ποσότητα και στην ποιότητα της προσφοράς εργασίας, στα επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος, στους ρυθμούς εφευρέσεων και καινοτομιών και στο ισοζύγιο πληρωμών της περιοχής.», Neil Tranter, «Πληθυσμός, μετανάστευση και προσφορά εργασίας», στο συλλογικό Η Ευρωπαϊκή Οικονομία, 1750-1914, μτφρ. Νικηφόρου Σταματάκη, επιμ. Derek Aldcroft -Simon Ville, Αθήνα 2005, σσ.53-92
35Για την οικονομική κατάσταση της Ουγγαρίας και τις αιτίες που οδηγούσαν την αψβουργική αυλή σε προσπάθειες οικονομικής αναδιοργάνωσης συνοπτικά στο Max Kortepeter, «Habsburg and Ottoman in Hungary in the 16th and 17th centuries», στον τόμο Habsburgisch-osmanischeBeziehungen RelationsHabsbourg-ottomanes, επιμ. Andreas Tietze, Βιέννη 1985, σσ. 55-66
36 Derek Beales, «Die auswärtige Politik der Monarchie vor und nach 1780: Kontinuität oder Zäsur» στο ÖsterreichimEuropa, ό.π., σσ.473-567, Marianne Herzfeld, «Zur Orienthandelspolitik», ό.π. Πλήρης ανάλυση της οικονομικής στρατηγικής της Αψβουργικής μοναρχίας και οι στόχοι αναφορικά με το ανατολικό-βαλκανικό εμπορικό σύστημα στο Adolf Beer, Die orientalische Politik Oesterreichs seit 1774, Πάργα/Λειψία, 1883
37 Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι άνθρωποι διευκολύνονταν στην απόφασή τους για μετεγκατάσταση στηριζόμενοι στα προϋπάρχοντα δομημένα δίκτυα συγγενών τους ή φίλων τους που βρίσκονταν ήδη στο εξωτερικό. Τα δίκτυα αυτά, αναπαραγόμενα στη βάση κοινών ψυχολογικών παραμέτρων (οικογενειακών ή εθνοτοπικών), λειτουργούσαν ως μια κεντρομόλος δύναμη, η οποία τελικά ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη των οικονομικών-επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των μετακινούμενων. Η ισχύς των δικτύων μάλιστα στην μελέτη των διασπορικών πληθυσμών είναι τόσο μεγάλη, ώστε χωρίς αυτά δεν είναι δυνατή η προσέγγιση και η κατανόηση των συμπεριφορών και των επιλογών των μετακινούμενων. Το κοινό παρελθόν, η κοινή καταγωγή, το ίδιο θρησκευτικό και πολιτισμικό παρελθόν, που μοιράζονται τα άτομα μιας ομάδας, λειτουργούν ψυχολογικά ως παράγοντας πάνω στον οποίο αρθρώνεται και οικοδομείται ένα σύστημα ενδογαμιών, το οποίο και είναι εξ’ ολοκλήρου υπεύθυνο για την οικονομική φυσιογνωμία των κοινοτήτων του εξωτερικού. Η κοινωνική και οικονομική ασφάλεια και ευημερία μακριά από την πατρίδα καθιστούν τη συντήρηση και την αναπαραγωγή των δικτυακών σχημάτων απαραίτητη. Για την ανάπτυξη των εμπορικών δικτύων βλ. Μαρίας-Χριστίνας Χατζηϊωάννου, «Αυτοκρατορίες, μεταναστεύσεις και επιχειρηματικές δραστηριότητες», BudapestiNegyed, Δ΄ (2006), σσ.209-220, της ιδίας, «Νέες προσεγγίσεις στη μελέτη των εμπορικών δικτύων της διασποράς. Η ελληνική κοινότητα στο Μάντσεστερ», Διασπορά –Δίκτυα -Διαφωτισμός, Τετράδια Εργασίας 28, επιμ. Μαρίας Στασινοπούλου, Μαρίας – Χριστίνας Χατζηιωάννου, Κ.Ν.Ε./ Ε.Ι.Ε.,Αθήνα 2005, σσ.145-166 Charles Tilly, «Migration in Modern European History»,HumanMigration, PatternsandPolicies, επιμ. William Mc Neill, Ruth Adams, Βοστώνη 1978, σσ. 48-71. Nancy Green, Οι Δρόμοι της μετανάστευσης. Σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις, μτφρ. Δημήτρη Παρσάνογλου, Αθήνα 2004
38 Ασδραχά Σπύρου, Φορολογικές και περιοριστικές λειτουργίες των κοινοτήτων στην τουρκοκρατία», Τα Ιστορικά, Γ΄ τευχ. 5 (1986), σσ. 45-62