Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο πολιτισμικός χαρακτήρας των ημινομαδικών βλαχοχωριών των Γρεβενών θα ήταν σωστότερο να γίνει μία ιστορική αναδρομή και μία προσπάθεια εξήγησης για το πως οι Βλάχοι βρέθηκαν να ταυτίζονται τόσο στενά με τον κτηνοτροφικό νομαδισμό, με αποτέλεσμα ο όρος “βλάχος”, με το βήτα μικρό, να είναι ταυτόσημος του κτηνοτρόφου και μάλιστα του νομάδα, πολλές φορές ακόμη και για τους ίδιους τους Βλάχους, με το βήτα κεφαλαίο. Τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών δεν ήταν φυσικά οι μόνοι βλάχικοι οικισμοί όπου αναπτύχθηκε η ημινομαδική κτηνοτροφία. Ωστόσο, σε αυτά τα τέσσερα χωριά πήρε την πιο γνωστή και ίσως την πιο ερευνημένη, αν όχι και τη μεγαλύτερη, διάστασή της. Επιπλέον, η αναδρομή αυτή κρίνεται αναγκαία, αν αναλογιστούμε πως οι αποικίες και οι παροικίες που δημιούργησαν τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών στην Ανατολική, Κεντρική και Δυτική Μακεδονία ακολούθησαν το πρότυπο που είχε διαμορφωθεί ήδη σε αυτά.
Σύμφωνα με το βυζαντινολόγο καθηγητή J. Koder το φαινόμενο του κτηνοτροφικού νομαδισμού φαίνεται πως ήταν για τους Βλάχους περισσότερο μια αναγκαστική ή και επιβαλλόμενη κατά καιρούς μεταστροφή της οικονομίας τους. Ανάλογα με τις κατά τόπους ή και γενικότερες περιστάσεις και συνθήκες, οι Βλάχοι ασχολούνταν περισσότερο ή λιγότερο με την κτηνοτροφία, από την απλή της μορφή και μέχρι την ημινομαδική και την απόλυτα νομαδική. Οι προϋποθέσεις και οι παράγοντες για την ανάπτυξη της νομαδικής κτηνοτροφίας στο Βυζάντιο φαίνεται πως παρουσιάστηκαν στο τέλος της ιουστινιάνειας εποχής (6ος - 7ος αι.).
1). Η σταδιακή ψύχρανση του κλίματος, που άρχισε τον 5ο αιώνα, βελτίωσε τις φυσικές συνθήκες για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.
2). Οι επιδημίες του 6ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 7ου δημιούργησαν το δημογραφικό κενό και απελευθέρωσαν τις απαραίτητες πρώην καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
3). Την ίδια περίοδο, οι κατεξοχήν γεωργικές φυλές των Σλάβων εποικίζουν τα πεδινά καλλιεργήσιμα μέρη, απωθώντας τους παλαιότερους κάτοικους της Βαλκανικής προς τα ορεινά και ωθώντας τους προς την κτηνοτροφία.
Έτσι όταν οι Βυζαντινοί επανακάμπτουν στα κεντρικά βαλκανικά εδάφη, όπου για τρεις περίπου αιώνες κυριάρχησαν οι Σλάβοι και οι διάφοροι άλλοι επιδρομείς, ανακαλύπτουν, κατά κάποιον τρόπο, έναν προϋπάρχοντα λατινόγλωσσο πληθυσμό που είχε αναγκαστικά αναπτύξει νέες μορφές οικονομίας. Έναν πληθυσμό που είχε συμμορφωθεί στις συνθήκες που δημιούργησαν οι ισχυροί και μόνιμα εγκατεστημένοι πια Σλάβοι. Η οικονομική και γεωργική πίεση των Σλάβων ανάγκασε κάποιους από αυτούς τους λατινόγλωσσους κατοίκους της ενδοχώρας να μετακινηθούν και να συμπιεστούν προς στο νότο, στον ελλαδικό χώρο, και να εξελιχθούν σε αυτό που τελικά έγιναν από τον 9ο με 10ο αιώνα και έπειτα, δηλαδή σε νομαδοκτηνοτρόφους και αγωγιάτες με το καινούργιο για τους Βυζαντινούς και τόσο χαρακτηριστικό όνομα Βλάχοι, αν και οι ίδιοι οι Βλάχοι εξακολουθούσαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμούνοι - Ρωμάνοι - Ρωμαίοι - Ρωμιοί, όπως άλλωστε και οι Βυζαντινοί. Βέβαια όλα αυτά δε σημαίνουν πως όλοι οι λατινόγλωσσοι των Βαλκανίων έγιναν νομαδοκτηνοτρόφοι. Αλλά ίσως η μεταστροφή τους προς τη ζωή της νομαδοκτηνοτροφίας βοήθησε στην επιβίωσή τους ως ιδιαίτερη εθνοπολιτισμική ή εθνογλωσσική οντότητα, την οποία εν μέρη επηρέασε και διαμόρφωσε.
Σύμφωνα με το καθηγητή Α. Ducellier, oι μεσαιωνικές νομαδικές φυλές των Μαλακασίων, Μπούιων και Μεσαριτών Βλάχων, αν και οι βυζαντινές πηγές τις χαρακτηρίζουν ως αλβανικές, φέρονται να οδηγήθηκαν στο νομαδισμό και την έξοδο από τις κεντρικές και νότιες περιοχές της σημερινής Αλβανίας, αντιδρώντας στην κοινωνική καταπίεση και την αναστάτωση, αλλά και στην καταστροφή του πλαισίου διαβίωσης έξω από τα οποία οι άνθρωποι αυτοί δε θα μπορούσαν παρά να αισθανθούν αποπροσανατολισμένοι. Οι ανακατατάξεις του 12ου-13ου αιώνα στις περιοχές της Αλβανίας συνέτειναν, τουλάχιστον πρόσκαιρα, στην ενδυνάμωση των παλαιών δομών των φατριών σε συνδυασμό με την κτηνοτροφική οικονομία κυρίως στις περιοχές επαφής μεταξύ Αλβανίας και Μακεδονίας. Το 1328 ο Ανδρόνικος Γ' παρουσιάζεται να έχει δοσοληψίες με "Αλβανούς" νομάδες των περιοχών της Κολώνιας και της Δέβολης (περιοχή Κορυτσάς-Μοσχόπολης-Γράμμου). Παράλληλα, ένας πληθυσμός που είχε επικρατήσει στις πεδιάδες ήρθε να προστεθεί στα ορεινά, με αποτέλεσμα η ισορροπία να γίνεται ακόμη πιο ασταθής. Στερημένοι από τις περιουσίες τους ή προσπαθώντας να ξεφύγουν από το καινούργιο καθεστώς της γης που διαμόρφωσαν οι άρχοντες και αποκτώντας σιγά σιγά νομαδικές συνήθειες, ορισμένοι βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι αυτών των περιοχών ξεκίνησαν την πορεία τους προς το νότο συντασσόμενοι γύρω από τους αρχηγούς των φατριών τους. Οι αρχηγοί αυτοί, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δεν είχαν κατορθώσει να μιμηθούν άλλους πάτρωνες - άρχοντες και να ενταχθούν στην τάξη των γαιοκτημόνων - φεουδαρχών. Η μετανάστευσή τους δε δίνει την εικόνα των αυθεντικών και απόλυτα νομαδικών πληθυσμών, αντίθετα αυτή η μετακίνησή τους δίνει την εικόνα που θα μπορούσε να ονομασθεί επίκτητη κινητικότητα και έμοιαζε περισσότερο με ένα νομαδισμό της εξαθλίωσης. Η μεταφόρφωσή τους σε νομάδες δεν είχε τίποτε το ανεπανόρθωτο, οι γνώσεις του πρότερου εδραίου βίου τους και η διατήρηση της ικανότητάς τους στη γεωργία τους οδήγησαν σύντομα στην αποκατάστασή τους σε μόνιμους οικισμούς. Όταν μάλιστα μετά την κατάρρευση του κράτους του Σαμουήλ το 1018, επεκτάθηκε και πάλι η βυζαντινή κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού βαλκανικού χώρου, άρχισε σταδιακά η ακόμη στενότερη επαφή, πολιτική και πολιτισμική, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους λατινόφωνους Βλάχους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες άρχισε και η βαθμιαία απομάκρυνσή τους από τη νομαδική κτηνοτροφία.
Από το 12ο αιώνα, αλλά και από πιο νωρίς, τουλάχιστον στη Μακεδονία, αλλά και στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, οι Βλάχοι παρουσιάζονται να έχουν πια την τάση για αλλαγή τρόπου ζωής και να επιστρέφουν στη γεωργία και τη μόνιμη εγκατάσταση. Τους παρατηρούμε να γίνονται πάροικοι, δηλαδή γεωργοί, αλλά και γαιοκτήμονες αργότερα στα κτήματα των μοναστηριών του Αγίου Όρους, όπως και σε κτήματα μοναστηριών του Πηλίου και των Μετεώρων και της μητρόπολης Ιωαννίνων. Φαίνεται πως από το Μεσαίωνα οι Βλάχοι είχαν σταθερή επιθυμία για μόνιμη εγκατάσταση ή, μάλλον, για επιστροφή στη μόνιμη κατοικία, κάθε φορά που οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις ευνοούσαν μία τέτοια εξέλιξη. Όταν όμως μετά την τουρκική κατάκτηση, τον 16ο και 17ο αιώνα, το δυναμικό και η απόδοση της γεωργίας περιορίστηκε, καθώς οι πεδινές κυρίως εκτάσεις, μαζί με τα χωριά και τους κατοίκους τους πέρασαν στα χέρια των μουσουλμάνων τιμαριούχων, σπαχήδων και τσιφλικάδων, πολύ μεγάλες εκτάσεις έμειναν σταδιακά ακαλλιέργητες. Έτσι, ένα μέρος των Βλάχων βρίσκει διέξοδο και ευκαιρία να αναπτύξει και πάλι, σχεδόν μονοπωλιακά, τη νομαδική και την ημινομαδική κτηνοτροφία. Ας μη ξεχνούμε πως οι Βλάχοι κατείχαν ήδη τα απαραίτητα ορεινά λιβάδια, ενώ η παράλληλη ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου των μάλλινων ειδών έδωσε στην κτηνοτροφία ακόμη μεγαλύτερη ώθηση.
Επιπλέον, δε θα πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός πως η οθωμανική εξουσία λειτούργησε ενισχυτικά για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Και αυτό γιατί θεωρούνταν όχι μόνο μια σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων για τα ταμεία της αυτοκρατορίας και τα ταμεία των κατά τόπους εκπροσώπων της εξουσίας, αλλά και μία ιδιαίτερα αξιόλογη πηγή για τις επισιτιστικές ανάγκες των πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Τα φορολογικά έσοδα του “προβατονόμιου” προσέδωσαν στην κτηνοτροφία αναγνώριση και ευκαιρίες ανάπτυξης. Το 18ο με 19ο πια αιώνα, ένα μεγάλο και σημαντικό μέρος του βλάχικου στοιχείου ζούσε σε κοινότητες και εγκαταστάσεις όπου η κτηνοτροφία είχε πάψει να είναι η μόνη ή η κύρια παραγωγική και οικονομική τους δραστηριότητα.
Ο 20ος αιώνας βρήκε τις κοινότητες των Βλάχων σε διάφορα στάδια οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και διάφορες φάσεις επαφής ή αποστασιοποίησης με τις μορφές της κτηνοτροφίας. Από τη μία πλευρά υπήρχαν τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων, που παρέμεναν απόλυτα νομάδες κτηνοτρόφοι, οι οποίοι έμοιαζαν να έχουν χάσει κάθε επαφή με τη γεωργία και την έννοια της μόνιμης εγκατάστασης για πάρα πολλές γενιές, ίσως και για αιώνες. Και από την άλλη πλευρά συναντούμε Βλάχους, όπως αυτούς του Νυμφαίου, οι οποίοι διαχώριζαν τους εαυτούς τους από τους ομόγλωσσους νομάδες κτηνοτρόφους και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε αντιδιαστολή, να αποκαλούν τους εαυτούς τους Αρμούνους (Βλάχους στα βλάχικα) και τους νομαδοκτηνοτρόφους, ομόγλωσσους ή όχι, απλά “βλάχους”, με το βήτα μικρό. Έτσι, ακόμη και στα βλάχικα, απέδιδαν στον όρο βλάχος μία έννοια ταυτόσημη με την πολιτισμική διάσταση του νομαδοκτηνοτρόφου και άσχετη με οποιαδήποτε εθνική, εθνοτική ή γλωσσική διασύνδεση. Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί πως στον ελληνικό και γενικότερα στο βαλκανικό χώρο οι διάφορες μορφές της νομαδικής κτηνοτροφίας δεν αποτελούσαν απόλυτο μονοπώλιο των βλαχόφωνων πληθυσμών.
Αδυνατώντας να αναφερθούμε με μεγάλη ακρίβεια σε παλαιότερες εποχές, τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα εκτός από τους Βλάχους συναντούμε νομαδοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς διαφόρων γλωσσικών ομάδων. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή των ελληνόφωνων και απόλυτα νομαδικών Σαρακατσαναίων. Ημινομάδες κτηνοτρόφοι ήταν και οι κάτοικοι αρκετών ελληνόφωνων κοινοτήτων στις πλαγιές των Τζουμέρκων, νότια του Συρράκου, όπως οι κάτοικοι των Πραμάντων, των Μελισσουργών, των Αγνάντων, του Καταρράκτη, των Θεοδωριανών, του Βουλγαρελίου και του Αθαμάνιου. Ημινομάδες κτηνοτρόφοι υπήρχαν και ανάμεσα στους αλβανόφωνους πληθυσμούς, ιδιαίτερα σε περιοχές της Κεντρικής Αλβανίας, γνωστοί στους Βλάχους ως Γκέγκανοι ή Γκέγκηδες. Ημινομάδες ήταν αρχικά και πολλοί από τους σλαβόφωνους Μιγιάκους, στις πλαγιές της Μπίστρας, ανάμεσα στο Ντέμπαρ και το Γκόστιβαρ, στη σημερινή π.Γ.Δ.Μ.. Αν και για τους Μιγιάκους έχουν εκφραστεί απόψεις που τους παρουσιάζουν ως ένα φυλετικό μίγμα σλαβόφωνων και βλαχόφωνων πληθυσμών.
Ο ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟΣ ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
19-11-2000
Ομιλία στο Σύλλογο Σαμαριναίων Θεσσαλονίκης.
Αστέριος Κουκούδης