Όσο αβέβαιες και αν είναι χρονολογικά οι αφίξεις των Βλάχων στις πλαγιές του Βόρρα, τελικά από το α' μισό του 19ου αιώνα άρχισαν να αναπτύσσονται κάποιοι ορεινοί και αρχικά καλυβικοί οικισμοί, που σταδιακά επεκτάθηκαν στις πλαγιές του βόρειου Βερμίου, των Πιερίων και μέχρι τις πλαγιές του Ολύμπου. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους oι οικιστές αυτής της ομάδας ήταν αρβανιτοβλάχικης καταγωγής και κατ' επέκταση η ομάδα τους ταυτίζονται με τους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις που δημιούργησαν οι Αρβανιτόβλαχοι στην Κεντρική Μακεδονία.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους Βλάχους της Κεντρικής Μακεδονίας, επικράτησε οι οικιστές και οι απόγονοι αυτής της ομάδας να ονομάζονται Φαρσιαριώτες ή Φρασιαριώτες Βλάχοι. Εκτός όμως από Φαρσιαριώτες, οι Βλάχοι των Μεγάλων Λιβαδίων στο Πάικο τους προσδιόριζαν και με το όνομα Πιρουσιάνοι.[1] Το όνομα αυτό τους δόθηκε λόγω του ότι οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας εκτός από νομαδοκτηνοτρόφοι ήταν και παραδοσιακοί παραγωγοί ξυλοκάρβουνου. Ο τοπωνυμικής προέλευσης επιθετικός προσδιορισμός Φαρσιαριώτης έχει σαφώς να κάνει με τη μακρινή καταγωγή τους και με την πιθανολογούμενη εστία εκκίνησής τους, το χωριό Φράσιαρη (Frasher), στην περιοχή του Νταγκλί (Dangelli), στη Βόρεια Ήπειρο - Νότια Αλβανία.
Βέβαια αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως ήρθαν κατευθείαν από τη Φράσιαρη και μόνο από αυτή. Το πιο πιθανό είναι πως προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή του Νταγκλί και της Κολώνιας (Kolonje), όπου η Φράσιαρη ήταν ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους οικισμούς, με παρουσία νομαδικών, ημινομαδικών ή και εδραίων βλάχικων πληθυσμών. Ωστόσο, ο όρος Φαρσιαριώτης Βλάχος είναι ένα από τα πολλά ονόματα που δόθηκαν ή και που υιοθετήθηκαν από τις διάφορες ομάδες των Αρβανιτόβλαχων και δεν αποδίδεται στο σύνολό τους. Οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας αποδέχονται το χαρακτηρισμό Φαρσιαριώτες μόνο ως όρο διάκρισης από τις άλλες βλάχικες ομάδες της περιοχής, καθώς ο αυτοπροσδιοριστικός όρος που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν στη βλάχικη διάλεκτό τους είναι το όνομα Ρμένοι ή Ρεμένοι, με χαρακτηριστική προφορά του αρχικού ρο. Το όνομα αυτό ταυτίζεται με το όνομα Αρμούνοι ή Αρωμούνοι, που χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων Βλάχων για να αυτοπροσδιοριστούν. Στη Ρουμανία, όπου μετανάστευσε ένας σημαντικός αριθμός οικογενειών αυτής της ομάδας στα χρόνια του μεσοπολέμου, είναι γνωστοί και με το όνομα Σιόπανοι.[2]
Ο πρώτος και σημαντικότερος ορεινός οικισμός τους ήταν τα Καλύβια της Τσιακούρας, στο Μορίχοβο. Παράλληλα με αυτόν, αναπτύχθηκε και ο γειτονικός οικισμός Καλύβια της Παπαδιάς. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, οι δύο αυτοί οικισμοί τελικά ταυτίστηκαν. Κατά πάσα πιθανότητα στα 1837 τέθηκαν τα θεμέλια του οικιστικού πυρήνα του Άνω Βερμίου ή Άνω Σελίου πάνω στα ερείπια του παλιού Σελίου, στο βόρειο Βέρμιο. Μετά τη διάσπαση της Τσιακούρας, πιθανότατα στα 1878, ανεξάρτητα φαλκάρια Αρβανιτόβλαχων διασκορπίστηκαν στις πλαγιές του Βόρρα, του βόρειου Βερμίου, των Πιερίων και μέχρι τις πλαγιές του Ολύμπου, όπου σταδιακά δημιούργησαν αυτοδύναμους ορεινούς καλυβικούς οικισμούς. Με το πέρασμα του χρόνου, κάποιοι από αυτούς εξελίχθηκαν σε ορεινές κοινότητες ημινομάδων Βλάχων, όπως το Πάτημα (Πατιτσίνα), στις νότιες πλαγιές του Βόρρα, ο Άγιος Δημήτριος (Κεδρώνας ή Κίντροβα στα βλάχικα), το Άνω Γραμματικό (Καλύβια της Γραμματίκοβας ή Καλίβιλι ντι Γραμματίκουβα) και η Μεταμόρφωση (Ντριζίλοβα), στο βόρειο Βέρμιο και η Ελαφίνα (Σπουρλίτα) στα Πιέρια. Από τα μέσα, τουλάχιστον, του 19ου αιώνα αναζήτησαν χειμαδιά γύρω από την Έδεσσα και τη Νάουσα, γύρω από τις χαμηλές πλαγιές των Πιερίων και μέχρι την πόλη της Κατερίνης. Στο σημερινό νομό Ημαθίας βρέθηκαν για χειμαδιά στα Πολλά Νερά (Φετίτσα), το Στενήμαχο (Χοροπάνι), τα Παλατίτσια, το Νεόκαστρο, τα Καλύβια της Σφίντσας και τα Καλύβια του Τρίχλεβου, στο νομό Πιερίας βρέθηκαν στη Χράνη, το Κίτρος, το Σφενδάμι (Πάλιανη), την Παλαιοστάνη (Παλιονέστανη), το Λιβάδι (Βούλτσιστα), τα Καταλώνια, την Καστανιά και αλλού. Σύμφωνα με τα διάφορα δημογραφικά στοιχεία που παρουσιάζονται στα επόμενα κεφάλαια, την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας που κινούνταν από τις πλαγιές του Βόρρα μέχρι τις πλαγιές του Ολύμπου αριθμούσαν γύρω στις 4.500 ψυχές.[3] Εκτός όμως από τους αρβανιτοβλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, στην ομάδα αυτή εντάσσονται και τα Καλύβια της Ρόντοβας, ο παλιός καλυβικός οικισμός μίας ομάδας Γραμμουστιάνων Βλάχων στις νοτιανατολικές πλαγιές του Βόρρα, όπως και οι αστικού τύπου βλάχικες εγκαταστάσεις στις πόλεις της Έδεσσας και της Αριδαίας.
Η ανάπτυξη των αρβανιτοβλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην Κεντρική Μακεδονία δεν περιορίζεται αυστηρά μόνο σε ένα γεωγραφικό της τμήμα. Παρατηρούμε πως επεκτείνεται και σε περιοχές όπου επικρατούν άλλες ομάδες Βλάχων, όπως οι Βεργιάνοι και οι Ολύμπιοι Βλάχοι. Όμως, οι Αρβανιτόβλαχοι της περιοχής διατήρησαν μία ισχυρή μεταξύ τους συνοχή μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και συνήθιζαν να αναπτύσσουν συγγένειες μόνο μεταξύ τους. Για πολλές δεκαετίες μετά την άφιξή τους στην περιοχή, διατήρησαν τον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό χαρακτήρα των νομαδικών πληθυσμών. Σχεδόν όλοι οι ορεινοί οικισμοί που δημιούργησαν διατήρησαν το χαρακτήρα του προσωρινού και τη μορφή της καλυβικής εγκατάστασης, μέχρι την αλλαγή του αιώνα. Εκείνη την περίοδο οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς σταθεροποιήθηκαν και κάτοικοί τους εξελίχθηκαν από νομάδες σε ημινομάδες. Οι καλύβες αντικαταστάθηκαν, σταδιακά, από πέτρινα σπίτια και οικισμοί άρχισαν να διαμορφώνονται σε σταθερές ορεινές κοινότητες ημινομάδων Βλάχων. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί πως στην οργάνωση σταθερών ορεινών κοινοτήτων είχαν ήδη προηγηθεί οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Γραμμουστιάνοι του Πάικου και αργότερα ακολούθησαν οι Αρβανιτόβλαχοι. Όσον αφορά τους ελληνόφωνους Σαρακατσαναίους της περιοχής, οι ραγδαίες εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα τους βρήκαν στο στάδιο του απόλυτου νομαδισμού.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, εκτός από τους Αρβανιτόβλαχους που ανέπτυξαν στην Κεντρική Μακεδονία τόσο τις θερινές - ορεινές, όσο και τις χειμερινές - πεδινές εγκαταστάσεις τους, άρχισαν να παρουσιάζονται και κάποιες άλλες μικρές αρβανιτοβλάχικες ομάδες, κυρίως στην περιοχή της Πιερίας και μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ήταν μικρά φαλκάρια που κατέβαιναν για χειμαδιά από την περιοχή της Κορυτσάς. Κάποια από αυτά τα φαλκάρια βρέθηκαν για χειμαδιά στην Πιερία μετά το 1881 και την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Μέχρι τότε κατέβαιναν για χειμαδιά σε θεσσαλικές περιοχές και κυρίως στην περιοχή του Αλμυρού. Στις αρχές του 20ου αιώνα, Αρβανιτόβλαχοι αυτής της προέλευσης δημιούργησαν μία νέα εγκατάσταση στη περιοχή του ερημωμένου και πιθανότατα παλιού βλάχικου οικισμού της Πέτρας, στις βόρειες πλαγιές του Ολύμπου. Κάποιες μικρές ομάδες βρέθηκαν σκορπισμένες στο Λιτόχωρο, τη Σκοτίνα, τον Παντελεήμονα και τους Πόρους, στις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου.[4] Στα χρόνια πια του μεσοπολέμου και ήδη από τα 1918-19 έφτασαν τα τελευταία κύματα Αρβανιτόβλαχων από τα μέρη της Ηπείρου. Είναι αυτοί που συγκεντρώθηκαν και δημιούργησαν την ιδιαίτερη αρβανιτοβλάχικη εγκατάσταση στην Κρύα Βρύση Γιαννιτσών.
Αν και τους χώριζε κάποια απόσταση, οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας διατήρησαν στενές επαφές και ανέπτυξαν συγγενικές σχέσεις με τους Αρβανιτόβλαχους της περιοχής της Κορυτσάς μέχρι τα χρόνια του μεσοπολέμου. Και αυτό γιατί αναγνώριζαν οι μεν στους δε μία κοινή μακρινή καταγωγή από τις περιοχές του Νταγκλί και της Κολώνιας. Τις σχέσεις αυτές ενίσχυσε ο κοινός τρόπος ζωής, η κοινή μεταξύ τους βλάχικη διάλεκτος, αλλά και η περιθωριοποίηση την οποία φαίνεται πως τους επέβαλαν όχι μόνο οι γειτονικοί εδραίοι πληθυσμοί, αλλά και οι άλλες γειτονικές βλάχικες ομάδες. Με τα χρόνια οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας έπαψαν να μιλούν τα αλβανικά παράλληλα με τα βλάχικα, καθώς η γλώσσα αυτή δεν τους ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στα μακεδονικά εδάφη όπου βρέθηκαν. Το γεγονός αυτό μπορεί να δηλώνει πως η παράλληλη χρήση της αλβανικής από τους Αρβανιτόβλαχους ήταν επίκτητη, λόγω της γειτνίασης και της συμβίωσης με αλβανόφωνους πληθυσμούς στις περιοχές της Ηπείρου. Στις μακεδονικές πια εστίες τους πολλοί από τους άνδρες και σε μικρότερο βαθμό οι γυναίκες μιλούσαν με σχετική άνεση τη σλαβική γλώσσα της περιοχής, αλλά και τα ελληνικά, και πολλές φορές και τα τουρκικά. Γλώσσες αναγκαίες, για να μπορέσουν να επικοινωνούν με τους σλαβόφωνους γείτονές τους στα ορεινά και σε ορισμένα από τα χειμαδιά τους, τους ελληνόφωνους γείτονές τους στα διοικητικά και οικονομικά κέντρα και στα χειμαδιά τους, κυρίως γύρω από τα Πιέρια, και τις οθωμανικές αρχές των πόλεων.