Ο Λαογραφικός Σύλλογος Βλάχων Νάουσας, στην προσπάθεια του να διασώσει και να αναδείξει στοιχεία από την παράδοση και πολιτιστική κληρονομιά των Βλάχων της Νάουσας, διοργάνωσε στις 27 Φεβρουαρίου του 2013 την «Παρουσίαση της Βλάχικης φορεσιάς του Ανατολικού Βερμίου» στο ξενοδοχείο Παλαιά Πόλη. Την παρουσίαση έκανε η ιστορικός και μέλος του Συλλόγου μας κ Μαρία Τσίτση, ενώ αυθεντικά κομμάτια φορεσιών μέχρι και 300 ετών, προσέφεραν βλάχικες οικογένειες της Νάουσας και το Λαογραφικό Μουσείο του Συλλόγου μας. Έχει σημασία να αναφέρουμε, όπως τόνισε και στον χαιρετισμό της η πρόεδρος κ. Αρχοντούλα Τζιμουλίκου, ότι οι Βλάχοι εκτός από την ενασχόληση τους με την κτηνοτροφία και τα παράγωγα της, είχαν και έχουν παρουσία σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα, πρωταγωνιστώντας μάλιστα σε αρκετές φάσεις της ιστορίας της χώρας μας. Οι φορεσιές των Βλάχων δεν δηλώνουν μόνο τον τόπο και τον τρόπο διαβίωσης τους, άλλα και την προέλευση τους και την πανάρχαια σύνδεση τους με αυτόν τον τόπο. Δεν είναι τυχαίο πως τις φορεσιές μας κοσμούν ακροκέραμα, μαίανδροι, δικέφαλοι αετοί, μήτρες και σταυροί. Θέλοντας λοιπόν αυτή η λεπτομερής περιγραφή, να υπάρχει σε κάθε βλάχικο σπίτι και όχι μόνο, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου, αποφάσισε στην έκδοση αυτού του ημερολογίου με θέμα «Η Βλάχικη Φορεσιά του Ανατολικού Βερμίου».
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κάθε ελληνική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων που χαρακτηρίζει μία ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο . Μέσα στην αυστηρή κοινωνία ενός χωριού ή μίας πόλης, η σιγουριά και η άνεση επιτυγχάνονταν με την ομοιομορφία που προσφέρει μία φορεσιά, μία «στολή». Η φορεσιά αυτή στηρίζεται στην παράδοση που έχει δημιουργηθεί στην εκάστοτε κοινωνία με το πέρασμα του χρόνου. Οι φορεσιές των Βλαχόφωνων Ελλήνων παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές από περιοχή σε περιοχή καθώς και κάποια – έστω και βραδεία- εξέλιξη. Οι Βλάχοι του Βερμίου και συγκεκριμένα της Νάουσας ήρθαν από το 1770 περίπου και μετά –σύμφωνα με όσες γραπτές μαρτυρίες έχουμε- και κυρίως από τα χωριά Σαμαρίνα, Αβδέλλα, Περιβόλι και Σμίξη Γρεβενών, τα Μ. Λιβάδια Πάϊκου, απο την περιοχή της Κορυτσάς (Β. Ηπείρου) την Μοσχόπολη, Νικολίτσα και αργότερα (τέλη 19ου αιώνα) από την Φράσιαρη. Εγκαταστάθηκαν στα χωριά του Βερμίου και την πόλη της Νάουσας και με το πέρασμα των χρόνων επήλθε και η οριστική αστικοποίησή τους. Οι Ναουσαίοι Βλάχοι διαθέτουν πλούσια λαϊκή παράδοση και μία από τις κυριότερες εκφράσεις της είναι αναμφίβολα η παραδοσιακή τους ενδυμασία.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ
1) Του σπιτιού:
Η καθημερινή φορεσιά, με την οποία γινόταν οι δουλειές του σπιτιού, αποτελούνταν η «φούστα». Ένα μεσοφόρι από μάλλινο υφαντό ύφασμα. Ήταν ολόσωμο αμάνικο ρούχο, είχε τετράγωνη ή στρογγυλή χαμηλή λαιμόκοψη, κάθετο άνοιγμα μπροστά που έφτανε ως τη μέση και κούμπωνε με κόπιτσες. Το μήκος της έφτανε ως τη μέση της γάμπας. Στον ποδόγυρο κατέληγε σε τσιγκελάκι με μύτες ή στρογγυλάδες. Τα κεντήματα είχαν διάφορα θέματα, κυρίως λουλουδιών.
Από μέσα φορούσαν ένα άσπρο πουκάμισο (καμεάσια), το οποίο ήταν αμάνικο ή μακρυμάνικο.Πάνω από τη φούστα φορούσαν την ποδιά (ποάλα/πιστιμάλι). Υπήρχαν 2 είδη καθημερινής ποδιάς. Αυτές με τις οποίες γινόταν οι δουλειές του σπιτιού και το πλύσιμο, ήταν μάλλινες υφαντές, μονόχρωμες σε έντονα χρώματα και στο τελείωμα είχαν κεντήματα λουλουδιών. Επίσης υπήρχαν οι ποδιές με τις οποίες γινόταν το ζύμωμα. Ήταν βαμβακερές υφαντές με κάθετες ή οριζόντιες ρίγες συνήθως σε μπλε - γκρίζα χρώματα. Τέλος, φορούσαν μαύρες ή μπλε σκούρες μάλλινες κάλτσες /σκουφούνια (λιπούτς) που έφταναν ως τη γάμπα ή το γόνατο.
Σπανιότερα, είχαν οριζόντιες ρίγες στο μέρος της γάμπας.Φορούσαν μαύρα δερμάτινα παπούτσια (ποπότς/κουρδέλιι).
2) Καθημερινή – Γιορτινή
Η φορεσιά των γυναικών διέφερε από καθημερινή σε γιορτινή από τα κοσμήματα που φορούσαν και από τα υφάσματα από τα οποία ήταν ραμμένα τα φορέματα. Όσο πιο ακριβό ήταν το ύφασμα του φορέματος, τόσο πιο επίσημο θεωρούνταν. Ασφαλώς η φορεσιά της κάθε γυναίκας εξαρτώταν άμεσα από την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς της. Εμείς εδώ θα παρουσιάσουμε όλα τα κομμάτια της γυναικείας βλάχικης φορεσιάς των Ναουσαίων.
Πρώτα φοριόταν η φούστα ως μεσοφόρι και οι κάλτσες που προαναφέραμε. Πάνω από τη φούστα συνήθιζαν να φορούν ένα ασπροκέντητο μεσοφόρι, αμάνικο με λαιμόκοψη που δενόταν πίσω στη μέση με δύο λωρίδες υφάσματος που ξεκινούσαν από μπροστά. Έφτανε ως τον αστράγαλο και είχε κεντήματα στον ποδόγυρο, ώστε με τις κινήσεις να φαίνονται ελάχιστα κάτω από το φόρεμα. Λεγόταν κι αυτό φούστα.
Από πάνω φορούσαν το φόρεμα (φουστάνιε). Ήταν μακρύ, με μακριά μανίκια, ψηλή λαιμόκοψη και κάθετο άνοιγμα μπροστά που έκλεινε με κόπιτσες. Από τη μέση και κάτω ήταν ανοιχτό με φαρδιές πιέτες (κλίνιε). Στο στήθος, δίπλα στο κούμπωμα μπορεί να είχε 2 φάσες βελούδου στο ίδιο χρώμα με το φόρεμα. Τα φορέματα συνήθως ήταν μονόχρωμα σε σκούρα χρώματα και σε διάφορα υφάσματα: ζορζέτα, μετάξι, βελούδο, στόφα κ.ά.
Υπήρχαν διάφοροι επενδύτες που φορούσαν πάνω από το φόρεμα:
Αρχικά υπήρχε το γιλέκο (λιμπαντέ). Ήταν μαύρο, αμάνικο ή μακρυμάνικο, κοντό κι εφαρμοστό. Δεν κούμπωνε και κατέληγε σε στρογγυλάδες στα 2 μπροστινά φύλλα. Το ύφασμά του ήταν κυρίως σαγιάκι μαύρο, αλλά και από τσόχα, δίμητο, σατέν. Ο διάκοσμός του περιλάμβανε συνηθέστερα 2 ή 3 σειρές από σειρίτι, ολόγυρα στο τελείωμα του ρούχου και γύρω από τις μασχάλες. Κάποιες φορές είχε πλουσιότερο διάκοσμο και σχημάτιζε σχέδιο στην πλάτη, συνήθως σε τριγωνικό σχήμα.
Άλλο είδος επενδύτη ήταν το τσιπούνι. Έχουμε 2 ειδών τσιπούνια. Το ένα, που θεωρούνταν πιο απλό, ήταν από σαγιάκι μαύρο, αμάνικο, που έφτανε ως τη μέση της γάμπας. Τα δύο μπροστινά φύλλα ήταν μονοκόμματα, στενά στο στήθος και φαρδιά κάτω. Είχε πιέτες ή πτυχές από τη μέση και κάτω. Στα μπροστινά φύλλα είχε 2 τσέπες σχιστές κατακόρυφες. Γύρω από τις ραφές είχε κόκκινο γαϊτάνι και πλούσιο διάκοσμο στο στήθος.
Το δεύτερο, (τσιπούνι ντι κ-κότς) είχε το ίδιο κόψιμο ακριβώς, με διαφορά στο διάκοσμο. Είχε κόκκινο σείριτι στις άκρες, χρυσό διάκοσμο ολόγυρα των ραφών και γύρω από τις μασχάλες. Μπροστά στο στήθος είχε δύο φάσες κόκκινου βελούδο με πλούσιο χρυσό κεντητό διάκοσμο. Στην πλάτη μπορούσε να έχει χρυσά κεντήματα σε διάφορα σχέδια.
Επίσης φορούσαν το παλτό, ένα ριχτό πανωφόρι σε μαύρο χρώμα το οποίο ήταν κοντύτερο από το φόρεμα και έφτανε ως τη γάμπα. Φοριότανε πάνω από το φόρεμα. Ήταν μάλλινο ή λούτρινο, με γούνινο ή λούτρινο γιακά. Αν το επέτρεπε η οικονομική κατάσταση της οικογένειας η γούνα μπροστά στο παλτό έφτανε ως το τελείωμα του. Το παλτό δεν κούμπωνε και ακόμα και αν είχε κουμπιά ήταν απλώς διακοσμητικά.
Τα τσιπούνια φορέθηκαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα, έπειτα επικράτησε περισσότερο το παλτό. Πάνω από το τσιπούνι φοριόταν η ποδιά (ποάλα). Ήταν πλισέ στο ίδιο ύφασμα με το φόρεμα και κάποιες φορές είχε δανδέλα στο τελείωμα.
Οι βλάχες από κοριτσάκια ως τα γεράματα έπλεκαν δύο πλεξούδες (κουσίτσε) τα μαλλιά τους, με χωρίστρα στη μέση ή την άκρη. Οι άκρες τους φαίνονταν κάτω από τη μαντίλα (τσίπα) που φορούσαν στο κεφάλι. Τα κοριτσάκια έδεναν κορδέλες στο κεφάλι ή στις άκρες των πλεξούδων. Οι ηλικιωμένες που είχαν λίγα μαλλιά συμπλήρωναν τις πλεξούδες τους με ξένα μαλλιά ή και μάλλινα νήματα για να αυξήσουν το πάχος και το μήκος τους. Έπειτα φορούσαν την τσίπα, μία τετράγωνη μαντίλα που διπλώνονταν διαγώνια και τη φορούσαν τριγωνικά με δέσιμο στο πλάι, που αφήνει να φαίνεται η μπιμπίλα στην άκρη. Η τσίπα ήταν λεπτή μεταξωτή ή ζορζέτα. Μπορούσε να είναι στο ίδιο χρώμα με το φόρεμα, είτε μαύρη ή σκουρόχρωμη και είχε δαντέλα στην άκρη. Όταν έκαναν δουλειές στήριζαν την άκρη της τσίπας μπροστά πάνω στο μέτωπο, για να μην τους εμποδίζει.
Κοσμήματα: Οι βλάχες κάποιες φορές φορούσαν μία ζώνη συρματερή σπονδυλωτή ή με δύο μικρές πόρπες. Η ζώνη φοριόταν μόνο με το λιμπαντέ, ποτέ με τσιπούνι. Επίσης συνήθιζαν να φορούν μία καρφίτσα με τρία φλουράκια ενωμένα που φοριούνταν στο κούμπωμα του φορέματος στο λαιμό. Καρφίτσα και στην τσίπα πάνω στον κόμπο, χρυσή με μισόλιρο ή ασημένια σε σχήμα οβάλ ή στρογγυλό με σχηματισμένο λουλούδι.Στο λαιμό φορούσαν είτε σειρές από φλουριά στο στήθος είτε μία ντούμπλα ή πεντόλιρο σε μενταγιόν, είτε μία λίρα δεμένη σε σχήμα δάκρυ με οδοντωτό σχήμα γύρω.
Φορούσαν επίσης σκουλαρίκια κοντά σε διάφορα σχέδια: μισόλιρα, καρδούλες ή στρογγυλά με πετρούλα στη μέση.
Τα παπούτσια τους ήταν απλά μαύρα δερμάτινα.
Τα κοριτσάκια φορούσαν τη φούστα, τις κάλτσες και το φόρεμα από απλό ύφασμα σε καρό ή χρωματιστό.
Οι χήρες και οι ηλικιωμένες φορούσαν μαύρα ή σκουρόμαυρα φορέματα και σκούρες τσίπες. Δεν φορούσαν καθόλου κοσμήματα. Επίσης φορούσαν παλτό και όχι τσιπούνι.
Η νυφιάτική φορεσιά ήταν η ίδια που προαναφέραμε, κάποιες φορές χωρίς επενδύτη. Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, το νυφικό φόρεμα ήταν ραμμένο από στόφα, ζορζέτα ή μετάξι σε διάφορα χρώματα. Από αρχές του 20ου αιώνα βλέπουμε να επικρατούν ανοιχτόχρωμα ή άσπρα φορέματα. Την ίδια περίοδο εκτός από την τσίπα βλέπουμε να φορούν στο κεφάλι και άσπρο πέπλο στολισμένο με λουλούδια μπροστά.
Να επισημανθεί ότι ακόμα και μεταγενέστερα οι Βλάχες δεν φόρεσαν το εσωτερικό παραδοσιακό σαλβάρι που είχε επικρατήσει στα αστικά κέντρα των Βαλκανίων.
ΑΝΔΡΙΚΗ
Οι βλάχικες ανδρικές φορεσιές ήταν πιο αυστηρές σε γραμμή και σχέδια από τις γυναικείες, καθώς και πιο λιτές στη διακόσμηση. Ήταν δύο ειδών:
Α) Η πρώτη ήταν αυτή με το παντελόνι.
Φορούσαν το πουκάμισο (καμεάσια) το οποίο ήταν μαύρο βαμβακερό, μακρυμάνικο με μανσέτες και κοντό πάπικο γιακά. Από κάτω φορούσαν το παντελόνι. Υπήρχαν τρία είδη:
1) Σιλβάρι ή Σαλβάρι: ήταν κοντό διμιτένιο παντελόνι σουρωτό στη μέση, που έφτανε ως τα γόνατα.
Στα πόδια φορούσαν στενά χολέδια (τσ-αριτς) από δίμιτο που έφτανε ως τα γόνατα.
2) Κυλλότα: παντελόνι φαρδύ στους μηρούς, φουσκωτό, που στένευε στη γάμπα, μακρύ ως το αστράγαλο. Στο έξω μέρος από κάθε ποδονάρι είχε πέντε έξι κουμπιά.
3) Παντελόνι και μπουρουζάνα: ήταν απλό μακρύ όπως τα σημερινά. Η μπουρουζάνα συγκεκριμένα ήταν πολύ φαρδύ παντελόνι που φορούσαν πάνω από τα ρούχα για τις βαριές δουλειές.Και τα τρία κατασκευάζονταν από χοντρό μαλλί τσόχα και κυρίως από δίμιτο. Ήταν μαύρα ή σκούρα μπλε. Το σαλβάρι και η κυλότα εμφανιστήκαν λίγο αργότερα ως σχέδια αλλά φοριούνταν καθημερινά.
Κάθε είδος παντελονιού στηριζόταν με το ζωνάρι, το οποίο ήταν μαύρο και τυλιγόταν όλο χωρίς να περισσεύει κάποιο κομμάτι.
Από πάνω φορούσαν το γιλέκο ( τζαμαντάνι).
Ήταν μαύρο διμιτένιο αμάνικο, στενό που επανώτιζε μπροστά και κούμπωνε με κουμπιά.
Γύρω στις άκρες του είχε λίγο σειρίτι μπορντό ή μαύρο. Στο γιλέκο στήριζαν την αλυσίδα που είχε το ρολόι τους. Τέλος φορούσαν το παλτό που ήταν μαύρο ως το γόνατο. Ήταν χοντρό μάλλινο ή από δίμιτο και είχε κουμπιά για να κουμπώνει. Είχε βελούδινο ή σκέτο γιακά.
Στο κεφάλι φορούσαν τσόχινο ή διμιτένιο μαύρο καπέλο (κ-τσούλα) το οποίο ήταν στρογγυλό ή τριγωνικό.
Τα παπούτσια τους ήταν μαύρα δερμάτινα.
Β) Η δεύτερη ήταν αυτή με την πουκαμίσα.
Πρώτα φοριόταν η φανέλα (κατασάρκο). Ήταν λευκή υφαντή, μακρυμάνικη και στις άκρες των μανικιών είχε περίτεχνα κεντητά λεπτά περικάρπια. Είχε λαιμόκοψη με μικρό κάθετο άνοιγμα μπροστά.
Έπειτα έμπαιναν οι κάλτσες (τσ-άριτς), οι οποίες ήταν άσπρες, χοντρές μάλλινες, μακριές ως το μηρό που δένονταν στη βάση με γαϊτάνι. Στηρίζονταν με βουδέτες που ήταν μαύρες με φούντα στο πλάι. Από πάνω φορούσαν πουκαμίσα (καμεάσια) ήταν βαμβακερή, υφαντή, λευκή και έφτανε ως το γόνατο. Γύρω στο λαιμό είχε όρθιο γιακά. Μπροστά στο στήθος είχε δίπλες και ένα άνοιγμα που έφτανε ως τη μέση και κούμπωνε με μικρά κουμπιά. Μπροστά είχε πιέτες (κλίνιε) ενώ πίσω ήταν ίσια. Είχε μακριά φαρδιά μανίκια.
Πάνω από την πουκαμίσα φοριόταν το γιλέκο (τζαμαντάνι). Φτιάχνονταν από μαύρο δίμιτο. Ήταν αμάνικο, με λαιμόκοψη και έφτανε ως τη μέση. Ήταν στενό, επανώτιζε μπροστά και κούμπωνε με κουμπιά. Είχε μαύρα κεντήματα.
Πάνω από το γιλέκο έμπαινε το τσιπούνι το οποίο φτιάχνονταν από σαγιάκι, δίμιτο ή ήταν χοντρό μάλλινο. Ήταν είτε άσπρο, είτε μαύρο, είτε μπλε σκούρο. Ήταν αμάνικο, έφτανε ως το γόνατο και δεν κούμπωνε. Από τη μέση και κάτω είχε πτυχές και άνοιγε. Επίσης είχε φτερά - δηλαδή μανίκια ενωμένα - στην πλάτη. Τέλος είχε σχιστές κατακόρυφες εσωτερικές τσέπες. Δεν είχε έντονα κεντήματα. Τα κεντήματα ήταν άσπρα στα άσπρα τσιπούνια και μπορντό στα μαύρα τσιπούνια. Τα κεντήματα βρίσκονταν στο στήθος στα φτερά και στις μπροστά κάτω γωνίες. Αφού επανώτιζαν μπροστά το τσιπούνι έβαζαν στη μέση ζωνάρι το οποίο δένονταν όλο χωρίς να περισσεύει κάποιο κομμάτι. Στα άσπρα τσιπούνια έβαζαν μαύρα ζωνάρια και στα μαύρα τσιπούνια τα ζωνάρια ήταν μαύρα ή μπορντώ.
Στο στήθος φορούσαν ένα κιουστέκι: δύο αλυσίδες ασημένιες σε σχήμα Χ που στηρίζονταν στο τσιπούνι.
Στα πόδια φορούσαν τσαρούχια ή μεταγενέστερα μαύρα δερμάτινα παπούτσια.
Το καπέλο που φορούσαν ήταν κυρίως μαύρο, το δίκοχο.
Επενδύτες που φορούσαν πάνω από τις δύο αυτές φορεσιές ήταν η κάπα και το ταλαγκάνι.
Υπήρχαν διάφορα είδη κάπας βέβαια αλλά αυτά τα δύο ήταν τα πιο προσφιλή στους Ναουσαίους βλάχους. Και τα δύο ήταν χοντρά πανωφόρια από σαγιάκι, τραγόμαλλο ή χοντρά μάλλινα. Έφταναν συνήθως πιο κάτω από το γόνατο και συγκεκριμένα: η κάπα είχε μανίκια αλλά δεν τα χρησιμοποιούσαν όταν τη φορούσαν και είχε κουκούλα με την οποία στηρίζονταν και στο σώμα συνήθως. Το ταλαγκάνι είχε μανίκια αλλά δεν είχε κουκούλα.
Να πούμε ότι και οι δύο αντρικές στολές φοριόταν ταυτόχρονα χρονικά ανάλογα με τις καθημερινές συνήθειες και την εργασία του κάθε άντρα ή ανάλογα με το τι συνηθίζονταν να φοριέται στην περιοχή που ζούσαν.
Με το πέρασμα των χρόνων επικράτησε η φορεσιά με το παντελόνι καθώς ταίριαζε περισσότερο με τα φράγκικα-ευρωπαϊκά ρούχα που ήρθαν μεταγενέστερα.
Η χρηστικότητα της φορεσιάς, ο τρόπος ένδυσης και οι φωτογραφίες ήταν από αυθεντικά κειμήλια (έως και 300 χρόνων) που προσέφεραν οικογένειες Βλάχων της Νάουσας, από την συλλογή του Συλλόγου, από ζώσες μαρτυρίες Βλάχων της Νάουσας και από το βιβλίο «Οι φορεσιές της Σαμαρίνας & των άλλων χωριών της Πίνδου», της Χάϊδως Αγορογιάννη – Βουτσά (τηλ. 2462026494).
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλογου Βλάχων Νάουσας
Πρόεδρος: Αρχοντούλα Τζιμουλίκου, Αντιπρόεδρος: Αριστείδης Τούσιας Γραμματέας Ασημούλα Τόσκα Ταμίας Χρύσα Δασούλα Μέλη Πέτρος Μπόλας Γρηγόριος Γκιούρος Φανή Τσίτση