Καρλίκιοϊ ήταν το όνομα της Κουτσοβλαχικής κοινότητας, που σχηματίστηκε από τους Αβδελλιώτες του νομού Γρεβενών, όταν απόδημοι από το φόβο διώξεων του Αλή Πασά κίνησαν να βρουν άλλα βουνά, καινούργια πατρίδα γι’ αυτούς και τα κοπάδια τους.
Χιονοχώρι μετέφρασαν στα ελληνικά το χωριό τους οι Κουτσόβλαχοι κάτοικοί του.
Περίπου δύο αιώνες, από το τέλος του 18ου ή τις αρχές του 19ου αιώνα, ανέπνεαν τον καθαρό αέρα του Σερραϊκού βουνού (Μενοίκιου). Τώρα πια κάτι ερημόσπιτα και μερικοί τσομπαναραίοι μείναν, για να μη σβήσει η θύμηση του χωριού τόσο γρήγορα, αφού για πρώτη φορά το 1947, ύστερα από κρατική διαταγή, εγκαταλείφθηκε εξαιτίας της ανώμαλης κατάστασης εκείνων των καιρών, ενώ πριν από τέσσερα περίπου χρόνια, ζητώντας πιο σύγχρονους όρους ζωής, κατέβηκαν ξανά στα γειτονικά μέρη (Οινούσα, Άγιο Πνεύμα και Σέρρες) και οι τελευταίοι από εκείνους τους λίγους, που νοσταλγοί του παρελθόντος είχαν ξαναγυρίσει στο χωριό.
Μελετώντας τη φορεσιά των Βλάχων αυτού του χωριού (είκ. 1, 2) μιλούμε για τη φορεσιά των Βλάχων εκείνων (Αβδελλιωτών, Γραμμοστάνηδων) που ξεκίνησαν από τα μέρη της Πίνδου, τη βλάχικη φωλιά μπορεί να πει κανείς, κι εγκαταστάθηκαν σε τόπους της Ανατολικής Μακεδονίας (Σιδηρόκαστρο, Χριστός, Πρώτη, Ροδολείβος, Προσοτσάνη, Μικρούπολη, Χιονοχώρι), αποφεύγοντας τις διώξεις του Αλή Πασά στις αρχές του περασμένου αιώνα [1] .
Η φορεσιά τους είναι μια απόδειξη της αποδοχής και προσαρμογής, στα δικά τους δεδομένα, των αστικών επιδράσεων που δέχτηκε η ζωή τους. Μόλις μετά τον τελευταίο πόλεμο άρχισαν να τη βγάζουν, ενστερνιζόμενοι το πνεύμα της σύγχρονης εποχής.
Η παρουσία της στο Λύκειο Ελληνίδων Σερρών και στις κασέλες λίγων γερόντων Βλάχων είναι κατάλοιπο μιας ζωής ενός συνόλου ανώνυμων κτηνοτρόφων με τις ίδιες συνήθειες. Κι η ζωή τους αυτή, που είναι γεμάτη απ’ αργαλειό, κεντήματα και ρόκα, δοσμένη στην περιποίηση των ζωντανών τους, πέρασε πια στην ιστορία μαζί με τη φορεσιά τους που έγινε κομμάτι της μελέτης της λαϊκής ελληνικής τέχνης.
Μέσα σε μια φύση πάντα βουνίσια οι Βλάχοι από το Χιονοχώρι χαίρονταν μια ζωή που δεν ξέρει να κρυφτεί και δε φοβάται μήτε τα χρώματα μήτε τα πολλά στολίδια - άλλωστε αυτός ο αυθορμητισμός της ψυχής μαζί με την άλλοτε μεγάλη κι άλλοτε μικρότερη προσήλωση στην παράδοση είναι οι κρίκοι που δένουν σ’ ένα σύνολο τη λαϊκή τέχνη ενός τόπου.
Κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις η βλάχικη γυναικεία φορεσιά από το Χιονοχώρι είναι βασισμένη σε μια «μόδα» που κράτησε στοιχεία από μια παράδοση αιώνων, ενώ δέχτηκε τη «γραμμή» της αστικής.
Είναι δουλεμένη σε μάλλινα χειροποίητα υφαντά και βελούδα αγοραστά. το βαμβάκι, άφθονο εκείνη την εποχή στις Σέρρες, υφαίνεται για τον καθημερινό παλιό σαγιά τους, το πουκάμισο, την τραχηλιά και άλλα συμπληρωματικά εξαρτήματα («πεσκήρι», «τσεβρέδες», «ζαβόνι»). Μεταξωτά είναι ο νυφιάτικος σαγιάς τους κι οι κατοπινές μαντήλες για το κεφάλι.
Μιλώντας για τη γυναικεία φορεσιά εννοούμε εκείνη που φορούν μετά τα 15 περίπου χρόνια τους. Αλλά και τα παιδιά ακόμη έχουν τα ίδια ρούχα, χωρίς την «κιτσούλα» (κάλυμμα κεφαλιού) και φυσικά τα πολλά στολίδια.
Σε χρόνια πολύ παλιά η φορεσιά ανήκε στον τύπο της χωρικής (το ότι είναι κοντή ως τη γάμπα οφείλεται στη βουνίσια ζωή τους). Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγούν ορισμένα κατάλοιπα κομμάτια της φορεσιάς, π.χ. το πουκάμισο, η «κιτσούλα», η υφαντή ποδιά, ο νυφιάτικος σαγιάς. Άλλωστε οι ηλικιωμένοι Βλάχοι θυμούνται μάλλινους σαγιάδες, ενώ που και που βρίσκεται κάποιος ξεχασμένος βαμβακερός. Ο τύπος όμως αυτός διαφοροποιήθηκε, παίρνοντας πολλά στοιχεία της αστικής φορεσιάς (π.χ. «φούστα», βελούδινη ποδιά, «μεϊντάν»). Συνέχιζαν εν τούτοις να δουλεύουν όλα σχεδόν τα κομμάτια της φορεσιάς με τα εγχώρια υλικά. Αργότερα, μέχρι και σήμερα ακόμη, στις γιορτές φορούν το βελούδινο φουστάνι, «κατηφέ», κατά ολοκληρωτική επίδραση της σύγχρονης πια εποχής.
Καθημερινά φορουν το πουκάμισο, το «μεϊντάν», την «κιτσούλα» και το μάλλινο η βαμβακερό σαγιά, που σε κατοπινή εποχή αντικαθίσταται από τη «φούστα», ή πιο σπάνια φοριέται σαν πανωφόρι. Στις γιορτές, άλλοτε για πανωφόρι πάνω από την φούστα κι άλλοτε στη θέση της «φούστας», φορούν το «τσιπούνι», ενώ στη θέση του «μεϊντάν» τα πρόσθετα μανίκια και το «σκορτάκ». Στο γάμο, σε χρόνια παλιά, ο μεταξωτός σαγιάς αντικαθιστά το μάλλινο η βαμβακερό σαγιά, ενώ στα κατοπινά χρόνια πολλές φορές φοριέται πάνω από την «φούστα»· το «σκορτάκ» και η «κιτσούλα» είναι τότε καταστόλιστα.
Απαριθμώντας ένα-ένα, με τη σειρά που τα φορούσαν, τα μέρη της γυναικείας χιονοχωρίτικης φορεσιάς θα την περιγράψουμε για να δούμε από κοντά όλη τη «γραμμή» της σύνθεσής της.
Σχ. α. Γεωμετρικά σχέδια σε μάλλινες κάλτσες. 1. «Κιγκέλ» (άσπρη ρίγα, «μάρι», με κόκκινα διακοσμητικά λουλούδια), 2. «Λάμια». 3. «Όκλι» (μάτι)
Μάλλινες κάλτσες, «λεπούτς», σκεπάζουν τα πόδια ως το γόνατο. Είναι πλεκτές με 5 βελόνες, «κιρλίτζι». Σε σκούρο φόντο σχηματίζουν στενές ρίγες οριζόντιες με χρυσές διαχωριστικές γραμμές. Τα ενδιάμεσα διαστήματα διακοσμούνται με διάφορα σχέδια, συνήθως γεωμετρικά, καμωμένα στην πλέξη (είκ. 3, σχ. α).
Στα νεώτερα χρόνια φορούν κάλτσες λεπτές, μακριές.
Τα παπούτσια τους, μαύρα συνήθως, τ’ αγοράζουν από τους «κουντουράδες» (παπουτσήδες) των Σερρών. Είναι από δέρμα «σεβρώ» και συγκρατούνται μπροστά μ’ ένα λουράκι. Έχουν πίσω μικρό τακούνι, ενώ μπροστά σχέδια, αντικριστά τοποθετημένα, ανά ένα στα δύο παπούτσια, στολίζουν την επάνω επιφάνεια.
Πουκάμισο. Κατάσαρκα φορούν απλό άσπρο πουκάμισο, το «κμέσι», συνέχεια του αρχαίου και ρωμαϊκού χιτώνα [2] .
Είναι βαμβακερό, χειροποίητο υφαντό, ως τη γάμπα, αμέσως κάτω από το γόνατο, υπακούοντας έτσι στην ανάγκη της κοντής φορεσιάς, όπως το επιβάλλει ο τόπος και ο τρόπος της ζωής τους που θέλει ευκινησία - κοινό χαρακτηριστικό των ορεινών φορεσιών, π.χ. της Καταφυγιώτικης φορεσιάς.
Αποτελείται από 7 κομμάτια υφάσματος (σχ. β). Τέσσερα «λαγκιόλια», ραμμένα ανά ένα στις δυο πλευρές του κεντρικού μέρους (εμπρός και πίσω), κάτω ακριβώς από τα μανίκια, στη μασχάλη, δίνουν σχήμα «εβαζέ» στο πουκάμισο. Τα μανίκια, ορθογώνια παραλληλόγραμμα κομμάτια, είναι κάπως φαρδιά, κάθετα ραμμένα στο κεντρικό κομμάτι του πουκάμισου. Τη γραμμή αυτή του πουκάμισου την έχουν και τα νεώτερα πουκάμισα της φορεσιάς από το Ρουμλούκι, που είναι πιο απλά από τα παλιά [3] . Η λαιμουδιά, «γκούρ ντι κμέσι», είναι απλή και κουμπώνει στα νεώτερα πουκάμισα με κουμπιά, «νάστερι».
Το κατακόρυφο εμπρός άνοιγμα είναι αρκετά βαθύ. Στα παλιότερα πουκάμισα ή λαιμουδιά είναι κεντημένη με στενό κέντημα με γεωμετρικά σχέδια, που είναι πιο κατάλληλα για την περίπτωση (τετράγωνα, τρίγωνα κ.λ.). Υπάρχουν και πουκάμισα με λαιμουδιά ακέντητη, μια και φορούν από πάνω την πρόσθετη κεντημένη τραχηλιά. Κάτω ο γύρος –τέλειωμα- του πουκάμισου και τα μανίκια διακοσμούνται στο χρώμα της βελούδινης ποδιάς (συνήθως πράσινο, μπλέ, κόκκινο), με απλό στενό κέντημα που περιορίζεται πάντοτε σε μια σειρά «ψαροκόκκαλο», επάνω σε «γραφτό» σχέδιο. Μια δαντέλλα άσπρη, στενή ως 2 ή 3 εκατοστά, δουλεμένη με «κασνάκι» σε διάφορα μοτίβα, είναι το διακοσμητικό τελείωμα στο γύρο του πουκάμισου, που φαίνεται κάτω από τον παλιότερο «σαγιά» ή τη νεώτερη «φούστα» της φορεσιάς, μια και αυτά είναι πιο κοντά (είκ. 1). στην περίπτωση μας ο «σαγιάς» ή η «φούστα» είναι λίγο πιο κοντά από το πουκάμισο, γιατί κι αυτό, όπως είπαμε, φτάνει ως τη γάμπα, εξαιτίας του βουνίσιου τόπου. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και το κέντημα στο γύρο του πουκάμισου είναι στενό.
Το στοιχείο αυτό κατέληξε, ασυναίσθητα στην αρχή και συνειδητά αργότερα μπορεί να πει κανείς, ιδιαίτερα στις φορεσιές που είναι κοντές ως τη γάμπα, σαν ένα στοιχείο θηλυκότητας· κάτι που διατηρήθηκε από αλλοτινούς καιρούς μέχρι και σήμερα ακόμη, λιγότερο βέβαια, ιδιαίτερα στις φορεσιές των μικρών κοριτσιών. Κάτι ανάλογο πετυχαίνεται και στα μανίκια του πουκάμισου, γιατί κι αυτά, με το λιγοστό κέντημα και την ιδιόρρυθμη δαντέλλα, «φουρκέτ», είναι πιο μακριά από τα πρόσθετα μανίκια της φορεσιάς. Η δαντέλα αυτή, «φουρκέτ», πλέκεται με «κασνάκι» και φουρκέτα. Στο τελείωμα της στερεώνονται πούλιες, «σπαρτζίς», σε χρώμα χρυσάφι, που παιχνιδίζουν με το παραμικρό κούνημα του χεριού.
Οι κοπέλες ράβουν περίπου 20 πουκάμισα στην προίκα τους.
Τραχηλιά. Πάνω από το πουκάμισο φορουν την τραχηλιά, «κεπτάρν», χειροποίητο υφαντό ή μερικές φορές αγοραστό, από βαμβάκι πιο λεπτό από του πουκάμισου. Στο μέσο είναι κεντημένη με καμβά. Τα σχέδια δεν είναι ορισμένα, συνήθως όμως είναι μια σειρά από γεωμετρικά σχήματα (τετράγωνα, ρόμβους κ.λ.), κατάλληλα για την περίπτωση, σε χρώματα ανάλογα με τα χρώματα της φορεσιάς (δηλ. κόκκινο, πράσινο, μπλέ, γκρι κ.λ.). Μια ταινία από το ίδιο ύφασμα, σουρώνοντας λίγο την τραχηλιά, κουμπώνει πίσω στο λαιμό. Οι πλούσιες Χιονοχωρίτισσες, σ’ εξαιρετικές περιπτώσεις, φορούν «κεπτάρν ντί σίρμ», μεταξωτή δηλ. τραχηλιά, με «αζούρ» στην ύφανση και «νερβύρ».
Σαγιάς. Κοντότερος από το πουκάμισο είναι ο χειριδωτός σαγιάς. Ο καθημερινός είναι μάλλινος ή βαμβακερός «μπαμπακωτός» («καπιτονέ»), όπως και ο σαγιάς «κάμπογα» στον Αυγερινό της Κοζάνης [4] . Τέτοιοι τώρα μείναν ελάχιστοι.
Είναι μονόχρωμος ή «ριγέ», «μπαϊρούς», με τσέπες σχιστές στη ραφή των δύο λοξών κομματιών, «λαγκιολιών» (σχ. γ). Πίσω, γύρω στο λαιμό το ύφασμα ανασηκώνεται κάπως σχηματίζοντας είδος κολάρου. Ο νυφιάτικος σαγιάς είναι μεταξωτός (το ύφασμα το αγόραζαν τελευταία από τους Εβραίους), συνήθως με ρίγες. Το νυφιάτικο μεταξωτό σαγιά τον διατήρησαν και όταν ακόμη φόρεσαν τη «φούστα». Έτσι μέχρι το τέλος φορούσαν για νυφικό το μεταξωτό ριγέ σαγιά. Το μεταξωτό αυτό σαγιά τον φορούν μετά το γάμο, για γιορτινό, οι γυναίκες μέχρι τα 30 περίπου χρόνια τους. Μετά την ηλικία αυτή βάζουν μάλλινο η βαμβακερό σαγιά σε σκούρα χρώματα.
Τα μανίκια του σαγιά έχουν «καπάκια», ανασήκωμα δηλ. της άκρης των μανικιών, που είναι φοδραρισμένα στο μέρος αυτό με ύφασμα μονόχρωμο, ανάλογο με το χρώμα του σαγιά. Το τελείωμα των καπακιών διακοσμείται με 6 περίπου σειρές από γαϊτάνια και χρυσογάιτανα. Ανάλογη με την διακόσμηση αυτή είναι και η διακόσμηση των «καπακιών» της ποδιάς του σαγιά που αναδιπλώνονται δεξιά και αριστερά. Οι καλοκαιρινοί σαγιάδες είναι χωρίς μανίκια. Έτσι φαίνονται ολόκληρα τα μανίκια του πουκάμισου. Τα τελειώματα του σαγιά διακοσμούνται με μαύρα συνήθως γαϊτάνια. Στη μέση κουμπώνει με μάλλινα χειροποίητα κουμπιά από γαϊτάνια, που δένονται σε κόμπο (είκ. 4).
Φούστα. Αργότερα φορούν τη «φούστα» (είκ. 5, σχ. δ) πάνω από το πουκάμισο, εγκαταλείποντας το μάλλινο και βαμβακερό σαγιά, που τον χρησιμοποίησαν για λίγο καιρό ακόμη σαν πανωφόρι. Ο νυφιάτικος εξακολουθεί μέχρι το τέλος να φοριέται στο γάμο.
Η φούστα είναι ανοικτή μπροστά ως τον οφαλό, ενώ προς τα κάτω τα δύο εμπρός φύλλα είναι ραμμένα. Φόρεμα χωρίς μανίκια η «φούστα», γίνεται πάντοτε από χειροποίητο μάλλινο υφαντό, από εγχώριο δηλ. υλικό. Το κάτω μέρος της «φούστας», αποτελούμενο από 8 συνήθως παραλληλόγραμμα κομμάτια, φύλλα υφάσματος (αλατζάς, 4 μιτάρια - 2 πατήτρες), γίνεται με υφάδι από κλωστή γνεμμένη στη ρόκα, που γι’ αυτό είναι στριφτή με κάπως τραχιά υφή. Έτσι όμως το ύφασμα σχηματίζει εύκολα πιέτες («κλίνι»). Το επάνω μέρος της «φούστας», που εφαρμόζει καλά στο σώμα, υφαίνεται με υφάδι τυλιγμένο στο τσικρίκι (δίμιτο, 4 μιτάρια - 4 πατήτρες). Αυτό το ύφασμα αντέχει πιο πολύ, γι’ αυτό και αποτελεί το επάνω μέρος της «φούστας» που φθείρεται πιο εύκολα.
Η «φούστα» έχει πάντοτε κόκκινο κεραμιδί χρώμα (το μαλλί βαμμένο με κρεμέζι). Μόνο οι «φούστες» των ηλικιωμένων και οι πένθιμες είναι σκούρες μπλε που κι αυτές, όπως και τις κόκκινες, τις έχουν έτοιμες από την προίκα τους. Η καλύτερη «φούστα» είναι 2,5 όργιες φαρδιά, για να κάνη πολλές πιέτες. Οι πολλές ισοπαχείς πιέτες στο μάλλινο ύφασμα, επηρεασμένες από τα μεταξωτά των αστικών φορεσιών, δίνουν μια αίσθηση ανεμελιάς και ξενοιασιάς, χαρακτηριστικά μιας ασυναίσθητης παιδικότητας που δεν μπορεί να μάς ξεφύγει. Η «φούστα», κοντή λίγο πιο πάνω από το πουκάμισο, όπως και ο σαγιάς, είναι προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της βουνίσιας ζωής. Σουρώνει στη μέση με σούρα φαρδιά, γιατί το ύφασμα είναι χοντρό· μάλιστα για να μη χαλούν οι πιέτες, κάτω από τον ποδόγυρο συγκρατούνται με μια μάλλινη κλωστή (το μαλλί που γνέθεται για ράψιμο λέγεται «κιάντιμ»). Αυτό γίνεται και σ’ άλλα μέρη της «φούστας», όπως και στο «τσιπούνι», για να διατηρούνται οι πιέτες όταν δεν τη φορούν. Για να γίνουν οι πιέτες σ’ ένα τόσο χοντρό ύφασμα, αφού τις τσακίσουν κάθε 3 η 5 έκ., τις ράβουν σφιχτά τη μια κοντά στην άλλη. Μετά βρέχουν τη «φούστα» και την αφήνουν να στεγνώσει κάτω από βαριές πέτρες.
Κάτω στον ποδόγυρο 4 ή 5 γαϊτάνια, σε χρώμα μαύρο, κόκκινο, μπλε, περιτριγυρίζουν τη «φούστα» σχηματίζοντας έτσι μια στενή, ως δύο έκ., διακοσμητική φάσα. Στη μέση η «φούστα» συγκροτείται με γαϊτάνι, ενώ 5 ή 6 άλλα γαϊτάνια την κυκλώνουν. Το μεσαίο γαϊτάνι είναι συνήθως χρυσό πλεγμένο με μαύρο.
Τσιπούνι. Την ίδια εποχή που φοριέται η «φούστα» ετοιμάζουν στην προίκα τους και το «τσιπούνι», είδος φουστανέλλας, που αντικαθιστά στις εξαιρετικές περιπτώσεις τη «φούστα», ή φοριέται σαν πανωφόρι πάνω από την «φούστα», όπως μερικές φορές και ο σαγιάς. Είναι υφαντό χειροποίητο (δίμιτο). Έχει κι αυτό κόκκινο χρώμα για τις νέες και σκούρο μπλε, που φαίνεται σα μαύρο, για τις ηλικιωμένες γυναίκες, ή για ώρες πένθιμες. Το «τσιπούνι» είναι μπροστά, ως κάτω, ανοικτό, με δυο χειροποίητα κουμπιά (είκ. 4) στη μέση για να συγκρατείται.
Η γραμμή του για τις νέες δίνεται με πολλά κατακόρυφα «λαγκιόλια» πίσω, που σχηματίζουν πιέτες (είκ. 6, σχ. ε).
Από την άλλη μεριά στο «τσιπούνι» των ηλικιωμένων δίνουν την ίδια οπτική εντύπωση 3 οριζόντια φύλλα, «λαγκιόλια», συμμετρικά τοποθετημένα προς ένα κατακόρυφο κεντρικό, «μάννα», στο πίσω μέρος (σχ. στ).
Βελούδινο. Στα νεώτερα χρόνια το βελούδινο, συνήθως σκούρο γαλάζιο φουστάνι, «κατηφές», αντικατάστησε οριστικά το «τσιπούνι» και τη «φούστα». Με πέτο-γιακά και μακριά στενά μανίκια, ανοικτό μπροστά ως τη μέση, κουμπώνει με κουμπιά, ενώ το κάτω μέρος σχηματίζει πιέτες (εικ. 7).
Μανίκια. Τα μανίκια από βελούδο άγοραστό, συνήθως πράσινο η μπλε, είναι ανεξάρτητα από τη «φούστα». Ενώνονται μεταξύ τους με μια φαρδιά λουρίδα στο ίδιο χρώμα, που κρύβεται κάτω από τη «φούστα» (εικ. 8). Δεν φθείρονται εύκολα, γιατί τα φορούν μόνο στις γιορτές. Γι’ αυτό έχουν ένα ζευγάρι μανίκια, ενώ μερικές «φούστες» για να αλλάζουν· αυτές τις φορούν και στη δουλειά τους όλη μέρα. Όπως και τα μανίκια του σαγιά, έτσι κι αυτά ανασηκώνονται για να σχηματίσουν «καπάκια». Το τελείωμα τους διακοσμείται με ταινίες βελούδινες σε χρώματα ανάλογα (κόκκινο, πράσινο, μαύρο) με ενδιάμεση μια χρυσή αγοραστή δαντέλα, «τσουπάρι». Κωνικά κουμπιά, «νάστερι», είναι ραμμένα στα θηλυκάκια ενός γαϊτανιού (σε κάθε δεύτερη θηλιά), που αποτελεί το πλαίσιο των «καπακιών». Σφαιρικά κουμπιά, «κοκορέκια», στολίζουν τα «μπρουμάνικα» της φορεσιάς του Ρουμλουκιού [5] .
Μεϊντάν. Καθημερινά πάνω ή κάτω από τη «φούστα» δε φορούν τα πρόσθετα μανίκια που τα κρατούν για γιορτινά, αλλά το «μεϊντάν», είδος γιλέκου με μανίκια (εικ. 9). Είναι βελούδινο και περιτριγυρίζεται με στενή σειρά από γαϊτάνια. Μπροστά στο στήθος δεν κουμπώνει κι έτσι φαίνεται η τραχηλιά. Δεξιά κι αριστερά συνήθως από ένα λουλούδι, καμωμένο με χάντρες, διακοσμεί την πρόσοψη του «μεϊντάν», όταν φοριέται πάνω από τη «φούστα».
Ποδιά. Η καθημερινή ποδιά είναι μάλλινη χειροποίητη υφαντή με κεντήματα στην ύφανση. Σχηματίζει ρίγες κάθετες με την ένωση δύο υφαντών κομματιών. Γύρω το τελείωμα έχει κρόσσια. Θαυμάσιες είναι οι υφαντές ποδιές με χρυσόνημα στην ύφανση (εικ. 10β). Η ποδιά από σαγιάκι σπαθίζει, έχει διακόσμηση από γαϊτάνια και χρυσογάιτανα (είκ. 10α). Τα διακοσμητικά αυτά μοτίβα εναρμονίζονται μ’ εκείνα από το πανωφόρι, «σάρκα» (είκ. 12). Η γιορτινή ποδιά, στα νεώτερα χρόνια, είναι πάντα βελούδινη στο ίδιο χρώμα με τα πρόσθετα μανίκια. Σκεπάζει μπροστά το «σαγιά» ή τη «φούστα» έχοντας το ίδιο μάκρος. Γύρω, γύρω έχει γαϊτάνια και 1, 3 ή 5 σιρίτια. Ανάμεσα στα γαϊτάνια μπαίνει «τσουπάρι ντι χρυσάφι» (δαντέλα χρυσή), και θεωρείται κάκιωμα για όποια δεν την έχει. Στη μέση η βελούδινη ποδιά σουρώνει ή σχηματίζει «σφικοφωλιές», όπως μερικές φορές και η «φούστα». Πάντοτε η ποδιά αυτή είναι φοδραρισμένη για να στέκεται στητή.
Ζώνη. Ασημοζούναρο ζώνονταν πάνω από το σαγιά στα παλιότερα χρόνια. Αποτελούνταν από 30 έως 60 ελάσματα συνδεδεμένα μεταξύ τους («...και με το σημοζούναρο χαμλά, χαμλά ζωμένο...»). Τώρα δε σώζεται καμιά τέτοια ζώνη στο χωριό. «Ζωνίτς» λένε τώρα στο χωριό τη ζώνη που είναι καμωμένη από χάντρες, «μερζάλι», πλεγμένες με κουβαρίστρα στο κασνάκι (εικ. 11). Σε χρώματα εναρμονισμένα με τα χρώματα της φορεσιάς είναι πάντοτε φοδραρισμένη, πολλές φορές και με δέρμα, για να στέκεται στητή. Τα διακοσμητικά σχέδια είναι συνήθως γεωμετρικά (είκ. 11, α,γ), αλλά συναντούμε και συνθέσεις με λουλούδια (είκ. 11, β). Άσπρη γραμμή, συνήθως ζίκ-ζάκ, σε φόντο μαύρο ήταν το τυπικό μοτίβο στις ζώνες των ηλικιωμένων γυναικών (είκ. 11, γ).
Σκορτάκ. Πάνω από το μεταξωτό σαγιά, ή τη «φούστα» και το «τσιπούνι», απαραίτητο γιορτινό εξάρτημα της φορεσιάς είναι το «σκορτάκ», ένα είδος γιλέκου χωρίς μανίκια. Πάντοτε είναι μάλλινο χειροποίητο σαγιάκι. Σταματά πάνω από τη μέση για να φαίνεται η ζώνη. Είναι κατάκοσμο από γαϊτάνια και «ουτρές» (στριφτά κορδόνια) τοποθετημένα επάνω στο ύφασμα (απλικέ) (είκ. 8, σχ. ζ.) Για να γίνει ένα γαϊτάνι χρειάζονται 8 ή 10 κλωστές. Με το πλέξιμο 8 κλωστών (σχ. η) το γαϊτάνι έχει 4 ίδιες όψεις, ενώ με 10 κλωστές μόνο 2 όψεις. Τέλος το «σκορτάκ» πλαισιώνεται από τα κουμπιά, «νάστερι», συνήθως ανά δύο στο ίδιο χρώμα, όπως και στα πρόσθετα μανίκια (είκ. 8).
Σάρκα. Πανωφόρι χωρίς μανίκια από σαγιάκι. Με την προσθήκη «λαγκιολιών» από τη μέση και κάτω φαρδαίνει. Εσωτερικά έχει φλόκο, ενώ η εξωτερική επιφάνεια είναι λεία, διακοσμημένη με γαϊτάνια (είκ. 12).
Κιτσούλα. Το χαρακτηριστικότερο όμως εξάρτημα της φορεσιάς των Βλάχων αυτών είναι το κάλυμμα του κεφαλιού, η «κιτσούλα». Η βλάχικη «κιτσούλα» γίνεται από κόκκινη τσόχα σε σχήμα κυλινδρικό (φέσι), έτσι που να στέκεται στητό στο κεφάλι, όπως ο «τεπές» της κυπριακής φορεσιάς. Έχει ύψος 12 εκατοστά. Όλη η περίμετρος είναι κατάκοσμη από γαϊτάνια και χρυσογάιτανα ραμμένα σε οριζόντιες σειρές. Το ίδιο περίπου μοτίβο επαναλαμβάνεται κι εδώ, όπως και στο «σκορτάκ». Δαντέλα χρυσή στεφανώνει τα γαϊτάνια γύρω από την «κιτσούλα». Δεξιά και αριστερά από μια στενή μικρή ταινία με χάντρες, «λιλίτς», (είκ. 11 στ, 1, 2, 13), πλεγμένες στο κασνάκι, συγκρατούν την πρόσθετη κοτσίδα από μαλλιά, που τοποθετείται μπροστά πάνω στη «κιτσούλα». Χάντρες περασμένες στη κλωστή, αλυσίδες μικρές, φλουριά ασημένια και χρυσά ή «σουβάλετς» (φλουριά σφραγιστά με το σχήμα της σαΐτας) τη στολίζουν ακόμη πιο πολύ. Στο μέσο μπροστά, κατακόρυφα κρέμονται 5 η 7 παραδάκια. Άλλα 30 φαίνονται λίγο γύρω από την «κιτσούλα».
Το «μιγούρ», λουρί που συγκρατεί την «κιτσούλα» στο λαιμό, είναι πλεγμένο με χάντρες σε σχήματα τριγωνικά, πάνω σε σκούρο φόντο (είκ. 11δ, 2, 13). Μερικές φορές το «μιγούρ» ακολουθεί τα μοτίβα της ζώνης (είκ. 11γ, δ).
Στη κορυφή της «κιτσούλας» δυο ασημένιες βελόνες, «άκ ντί σίμι», συγκρατούν τις κοτσίδες των μαλλιών και το «τεπελίκι» («τάσι»), ασημένιο 800 ή 600 βαθμών. Αυτό είναι δουλεμένο με σφυρήλατη τεχνική. Το βασικό διακοσμητικό μοτίβο στο «τεπελίκι» είναι ο δικέφαλος αετός, θέμα άλλωστε τόσο αγαπητό στην τουρκοκρατουμένη Ελλάδα, παλιό θυμητάρι βυζαντινό που κάθε μορφή τέχνης το δούλεψε με τα δικά της μέσα (το συναντούμε στις εκκλησιές σε τέμπλα, σε φυλαχτά, πόρπες, υφαντά, κεντήματα κ.λ.). Περιφερειακά, σε ομόκεντρους κύκλους, θέματα φυτικά, δοσμένα συμμετρικά και αποδομένα φυσιοκρατικά, μ’ όση ελευθερία επιτρέπει η σφυρήλατη τεχνική στο ασήμι, συμπληρώνουν τη διακόσμηση στο «τεπελίκι» (είκ. 13).
Άλλο διακοσμητικό θέμα, που συναντούμε στα «τεπελίκια», πολύ διαδεδομένο από τα ελληνιστικά ακόμη χρόνια, με ανατολίτικη καταγωγή, είναι και το θέμα της γλάστρας (θέμα κυρίως της υφαντικής), που παριστάνεται με την ίδια τεχνική, στη θέση του δικέφαλου αετού. Είναι αποδομένη μ’ ένα φυσιοκρατισμό, που τείνει στη σχηματοποίηση. Σχηματοποιημένα επίσης ανθέμια δίνονται μέσα σε τρίγωνα, συνέχεια μιας πανάρχαιης διακοσμητικής μορφής. Όλα σχεδόν μας οδηγούν σε ρίζες προαιώνιες, κάθε φορά καινούργια διαπίστωση ότι η λαϊκή τέχνη είναι βαθιά προσηλωμένη στην παράδοση.
Κάτω από το «τεπελίκι» στερεώνεται με καρφίτσες με χάντρινο κεφάλι η «βλάσκ» (τετράγωνη μαντήλα) κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι ελεύθερες οι τρεις άκρες, για να δεθούν κατόπι οι δύο ψηλά, γύρω από την «κιτσούλα» και να μείνει η μεσαία ελεύθερη να πέφτει ως την πλάτη, υποδηλώνοντας έτσι μαζί με το λουρί (ιμάντα), που συγκρατεί την «κιτσούλα», μια κάποια σχέση με περικεφαλαία (είκ. 2 και 13). Η «βλάσκ», βαμβακερή λεπτή, μονόχρωμη (μπλέ, πράσινη, κίτρινη) έχει γύρω διάκοσμο σταμπωτό από λουλούδια και «φουρκέτ» (δαντέλλα), με χάντρες και πούλιες, ενώ τελειώνει με κρόσσια (είκ. 14).
Η «κιτσούλα» φοριέται καθημερινά μετά το πρωινό νοικοκυριό τους, γιατί οι Βλάχες την αγαπούν πολύ. Στις γιορτές έχει περισσότερα στολίδια, ενώ στο γάμο είναι καταστόλιστη με «τζουτζούφκια». Οι ηλικιωμένες φορούν μόνο το «φέσι», που το τυλίγουν με το «πεσκίρι», άσπρο, υφαντό βαμβακερό, σκουλωτό από τη μια μεριά πανί. Από πάνω βάζουν τη μαύρη μαντήλα που τη γυρίζουν μετά κάτω στο λαιμό, για να τη δέσουν στο τέλος ψηλά στην κορυφή από το «φέσι». Έτσι φαίνεται μόνο μια φαρδιά φάσα από το άσπρο «πεσκίρι» (είκ. 15). Στα νεώτερα χρόνια η «κιτσούλα» αντικαταστάθηκε με το «τσεμπέρι».
Γιορντάνια. Συμπληρώνοντας την περιγραφή της φορεσιάς πρέπει να αναφέρουμε και τα αναπόσπαστα στολίδια της, τα «γιορντάνια» («...ποια είν’ αυτή που έρχεται, πόρχεται απ’ τη βρύση, με το γκιορντάνι στο λαιμό, με τη λιανή τη μέση...»), χρυσά δηλ. φλουριά (ντούπλες) και χάντρες περασμένες στην κλωστή, σαν αρμαθιές, που κρέμονται μπροστά, γαντζωμένα δεξιά κι αριστερά στους ώμους (είκ. 1). Τα φλουριά αυτά, δηλωτικά του πλούτου και της κοινωνικής θέσης τους, είναι δώρο του γαμπρού στη νύφη· χωρίς αυτά γάμος δε γίνεται και το 'χουν καμάρι να τα φορούν γιατί δηλώνουν πλούτο. Καθώς είναι κινητά διακοσμητικά στοιχεία προκαλούν θόρυβο, κτυπώντας το ένα πάνω στ' άλλο στο ρυθμό του χορού και δίνουν έτσι και μια ακουστική απόλαυση.
Βραχιόλι χρυσό με κρεμαστό φλουρί και δαχτυλίδι είναι τα άλλα δώρα του γαμπρού. Τις καθημερινές ψεύτικα βραχιόλια και δακτυλίδια στολίζουν τα χέρια τους. Σ’ όλα τούτα τα πράγματα δεν μπορούμε να παραβλέψουμε όμως και μια τάση δεισιδαιμονίας που τα θέλει φυλακτά από κάθε κακό.
Ζαβόνι. Τελειώνοντας δεν παραλείπουμε το ζαβόνι. Μ’αυτό η νύφη σκεπάζει τη μέρα του γάμου το πρόσωπό της για να μη τη δει ο γαμπρός. Είναι κόκκινο, πολύ λεπτό, με πούλιες σε διάφορα σχέδια (είκ. 16).
Τσεβρέδες. Οι «τσεβρέδες», άσπρα, λεπτά, κεντημένα μαντήλια, τοποθετούνται δεξιά κι αριστερά κάτω από το ζωνάρι της ποδιάς, συμπληρώνοντας έτσι, με το πρόσθετο μικρό μαντήλι στη μέση της ζώνης και τη μακριά ταινία που περνιέται γύρω στο λαιμό καταλήγοντας δεξιά και αριστερά κάτω από τη ζώνη, τη νυφιάτικη φορεσιά.
Ύστερα από την περιγραφή του καθενός μέρους της φορεσιάς των Βλάχων αυτών, μπορούμε να πούμε ότι ο μεταξωτός ριγέ σαγιάς, το νυφικό τους δηλ. φουστάνι, είναι κατάλοιπο του τύπου της χωρικής φορεσιάς, όπως και το πουκάμισο, η «κιτσούλα», το ζαβόνι, η τραχηλιά.
Αναμειγνύοντας αστικά στοιχεία έραψαν τη «φούστα», τα πρόσθετα μανίκια με τα «καπάκια», το «μεϊντάν», τη βελούδινη ποδιά, ενώ το «τσιπούνι» είναι αντιγραμμένο από τα «τσιπούνια» των ανδρών. Αυτά σε άσπρο χρώμα φορέθηκαν πιο πολύ καιρό από τους άντρες, πράγμα που δείχνει ότι ο αντρικός συρμός δεν αλλάζει τόσο γρήγορα όσο ο γυναικείος. Το βελούδινο φουστάνι είναι επηρεασμένο ολοφάνερα από τη «μόδα» της πόλης των τελευταίων χρόνων.
Ο χαρακτηριστικός λοιπόν στις χωρικές φορεσιές σαγιάς είναι ο πιο παλιός επενδύτης που φορέθηκε από τους Βλάχους ποιμένες και κτηνοτρόφους. Μια αισθητική θεώρηση της φορεσιάς στο σύνολό της μας δίνει ένα αρμονικό αποτέλεσμα, ένα ενιαίο δηλ. χρωματικό πλαισίωμα όλης της φορεσιάς, που πετυχαίνεται με την άσπρη φάσα γύρω στο τελείωμα του πουκάμισου, που φαίνεται κάτω από το σαγιά ή τη «φούστα», στα μανίκια δεξιά κι άριστερά, και με την άσπρη τραχηλιά επάνω στο στήθος. Αυτό διαπιστώνεται σε όλες σχεδόν τις χωρικές φορεσιές και γίνεται πιο αισθητό ιδιαίτερα σ’ αυτές που έχουν ενιαίες χρωματικές επιφάνειες (π.χ. στην Καταφυγιώτικη). Καθαρά διακοσμητικό κομμάτι, που το συναντούμε όμως σε κάθε ελληνική φορεσιά, είναι η ποδιά. Χωρίς να εξυπηρετεί κανένα πρακτικό σκοπό, δηλωτικό όμως της προσωπικότητας και φυλετικής προέλευσης του καθενός, η ποδιά, ιδιαίτερα η υφαντή με τις κατακόρυφες ρίγες, μετριάζει την πληθωρικότητα του κάτω μέρους της «φούστας» και ευθυτενίζει κάπως την κορμοστασιά της κοπέλας, προσδίνοντας της μια απατηλή εντύπωση ύψους, που κορυφώνεται στο κεφάλι με την ψηλή «κιτσούλα». Οι πιέτες της «φούστας», η ποδιά, η τραχηλιά μπροστά στο στήθος και επάνω η «κιτσούλα» είναι στοιχεία που δείχνουν μια ενστικτώδη, αλλά φανερή τάση κατακορυφισμού, που προσαρμόζεται στη φυσική τάση του ανθρώπινου κορμιού - μια αισθητική αντίληψη πανάρχαια όσο και ο άνθρωπος, γνωστή στους μύστες της τέχνης, ενστικτώδης στους λαϊκούς τεχνίτες.
Συνεχίζοντας τη θεώρηση της φορεσιάς στο σύνολό της, διακρίνουμε άλλη μια αισθητική αρχή, την επανάληψη δηλ. χαρακτηριστικών θεμάτων, αρμονικά τοποθετημένων σε καίρια μέρη, που δίνει ρυθμό στο σύνολο. Στην περίπτωση μας, με τις κατακόρυφες ρίγες των γαϊτανιών στο «σκορτάκ», έχουμε μια προς τα πάνω συνέχεια στη θέα όλης της φορεσιάς, ενώ το αντίθετο, δηλ. ένα αισθητικό σταμάτημα του βλέμματος, πετυχαίνεται με τις οριζόντιες ρίγες των γαϊτανιών της «κιτσούλας». Ασυνείδητη οπωσδήποτε η εφαρμογή της αρχής αυτής στη φορεσιά των Βλάχων, παρ’ όλα αυτά όμως διαφαίνεται μια συνέχεια, που αντιδρά στις αναφομοίωτες καινοτομίες.
Τα γαϊτάνια στο «σκορτάκ», που θυμίζει διακοσμημένο θώρακα, δίνουν ρυθμό με τη συμμετρική διάταξή τους και μας φέρνουν στο νου τις κορδέλες των Σαρακατσαναίων μόνο που οι τελευταίοι, νομάδες κι αυτοί όπως και οι Βλάχοι, κρατούν την τέχνη τους μέσα σε γεωμετρικά σχήματα, ενώ οι Βλάχοι κινούνται σε μεγαλύτερη ελευθερία σχημάτων [6] , πράγμα που φαίνεται και στης φορεσιάς τους τα λιγοστά κεντημένα μοτίβα (τραχηλιάς, πουκαμίσου, ζώνης). Είναι κάτι που αποτελεί ένδειξη και της διαφορετικής εξέλιξής τους.
Τα χρυσογάιτανα, που τα φέρνουν από την Πόλη, τοποθετημένα σε διαστήματα 5 έως 6 έκ. και εναλλασσόμενα με τις σειρές των μάλλινων γαϊτανιών, δίνουν στο «σκορτάκ» την εντύπωση ριγέ επίσημου υφάσματος. Οι ρίγες αυτές ακολουθούν την πλαστικότητα του κορμιού, με το απευθείας γύρισμα προς τα πίσω (είκ. 2 και 8). Το χρυσογάιτανο είναι ένδειξη πλούτου κι αρχοντιάς, γι’ αυτό και ποθούν να έχει η φορεσιά τους πολλά χρυσά γαϊτάνια. Είναι μια απλή μορφή χρυσοκεντητικής που έμεινε από τα βυζαντινά χρόνια και που σ’αυτή τη βλάχικη φορεσιά διαφαίνεται καλύτερα στο «σκορτάκ» και στην «κιτσούλα».
Άλλη μορφή κεντήματος, εκτός από τα γαϊτάνια, πετυχαίνεται με το πλέξιμο της χάντρας στο «μιγούρ» (λουρί της «κιτσούλας»), στα «λιλίτς», στα φυλακτά, στα γιορντάνια, στα διάφορα δώρα της νύφης στο γαμπρό (φιδάκι κ.λ.) και στη ζώνη. Οι χάντρες σχηματοποιούν οπωσδήποτε τα μοτίβα στα εξαρτήματα αυτά, είναι όμως φανερή μια τάση για ελευθερία. Δίνουν την εντύπωση ψηφιδωτού και δεν αποκλείεται να είναι μεταφορά εντυπώσεων από τα ψηφιδωτά των εκκλησιών. Αυτό γίνεται πιο αισθητό στη ζώνη γιατί οι χάντρες απλώνονται σε μεγαλύτερη επιφάνεια. Έτσι η ζώνη δείχνει τον διακοσμητικό της ρόλο, ενώ συγχρόνως έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, γνωστό από τα αρχαία χρόνια. Από την άλλη μεριά δίνει αισθητικά μια ανάπαυση στο βλέμμα, για να ξαναρχίση, θαρρείς, το κοίταγμα ύστερα από κάποιο αναπαμό. Είναι δηλ. η ζώνη μια αρχή κι ένα τέλος, είναι ένας αισθητικός και λειτουργικός δεσμός του πάνω και κάτω μέρους της φορεσιάς γι’ αυτό κι αφορμή για έμπνευση διακόσμησης και ανάδειξης της θηλυκότητας. Οπωσδήποτε βοήθα και τη συγκράτηση του ρούχου στο μέρος που αλλάζει η διάπλαση του σώματος.
Όλη αυτή η πληθώρα των κοσμημάτων με την κάπως ανατολίτικη αντίληψη στη βλάχικη φορεσιά από το Χιονοχώρι, διαφαίνεται περισσότερο στην «κιτσούλα». Τούτη τη φορεσιά, που εξετάσαμε, άρχιζαν να τη φορούν οι Χιονοχωρίτισσες σαν έφταναν σε ηλικία γάμου, δηλ. μετά τα 15 τους χρόνια, όπως αναφέραμε και στην αρχή.
Κι αυτή η παράδοση της φορεσιάς τους διατηρήθηκε, περίπου μέχρι τον τελευταίο πόλεμο, σε κείνους τους Βλάχους που, ασχολούμενοι αποκλειστικά με την κτηνοτροφία, δέχτηκαν αστικές επιδράσεις που όμως τις προσάρμοσαν στη δική τους ζωή, όπως οι Γραμμοστάνηδες (Γραμμουστιάνοι), από τη Γράμμοστα της Πίνδου, στο Σιδηρόκαστρο, στην Προσοτσάνη κ.λ. και οι Αβδελλιώτες στο Χιονοχώρι των Σερρών. Κράτησαν έτσι αυτοί περισσότερο τα παραδοσιακά στοιχεία αναμεμειγμένα όμως με πολλά στοιχεία της αστικής φορεσιάς (είκ. 17).
Από την άλλη μεριά σ’ εκείνους τους Βλάχους που εξαιτίας του τρόπου της ζωής τους (εμπορικές συναλλαγές κ.λ.) ήρθαν νωρίτερα σε μεγαλύτερη επικοινωνία με αστικά κέντρα, ήταν επόμενο και νωρίτερα και ολότελα να αστικοποιηθεί η φορεσιά τους. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τους Βλάχους της Αβδέλλας, της Σαμαρίνας, της Κρανιάς και των γύρω περιοχών (είκ. 18).
Βλάχικη γυναικεία φορεσιά από το Χιονοχώρι Σερρών
Φωτεινή Οικονομίδου
περιοδικό Μακεδονικά, τόμος 13, 1973, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
[1] Πολλές και διαφορετικές είναι οι γνώμες πού διατυπώθηκαν για τους Βλάχους σχετικά με την καταγωγή τους, τον ιστορικό και κοινωνικό ρόλο τους, την ετυμολογία του ονόματος τους.
Η βιβλιογραφία για τους Βλάχους καλύπτει όλο τον περασμένο αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Από εθνολογικής πλευράς εξέτασαν το θέμα οι: J. Thummans το 1774 στη Λειψία. Γ. Ρόσσας το 1808 στη Βουδαπέστη. F. Lenormant, Les patres valaques en Grece, Paris 1865. K. Μ. Μέκιος, Ιστορία της Ηπείρου, Κάιρον 1909. Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, Αθήναι 1856 και Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων, Αθήναι 1905. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ'. Ν. Βέης, Άρθρον «Βλάχοι» στο Λεξ. Έλευθερουδάκη,τ. 3. Μ. Χρυσοχόος, Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι, Αθήναι 1909. Ε. Κουρίλας, η Μοσχόπολις και η νέα Ακαδήμεια αυτής. Κ. Άμαντος, Άρθρον «Βλάχοι» στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, 1934. S. Papageorges, Les Koutsovalaques, Αθήναι 1908. Κ. Νικολαΐδης, Λεξικόν Κουτσοβλαχικής 1909. A. J. Β. Wace - Μ. S. Thomson, The Nomads of the Balkans, London 1914. N. Jorga, Histoire des Roumains et de leur civilisation, 2e edition, Bucarest 1922 και Introduction a la connaissance de la Roumanie et des Roumains, Bucarest 1927. B. Recatas, L’etat actuel du bilinguisme chez les Macedo-Roumains des Inde et le role de la femme dans le language, Paris 1934. G. Bratianu, Une enigme et un miracle historique, le peuple Roumain, Bucarest 1937. Th. Capidan, Les Macedo-Roumains du Pinde, Paris 1937. Xρ. Ενισλείδης, Η Πίνδος και τα χωρία της Σπήλαιον, Γρεβενά, Σαμαρίνα, Αθήναι 1951. Α. Κεραμόπουλλος, Τί είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήναι 1939, Αρχαία ιστορία των Εβραίων, η Αίγυπτος και οι Βλάχοι. Θεσσαλονίκη 1952, Βλάχοι, «Ελληνικά», Παράρτημα 4, Θεσσαλονίκη 1953, Ο Στράβων, οι Περραιβοί και οι Βλάχοι, «Έπιστ. Έπετηρίς Φιλοσ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών», 1953/54. Τηλ. Κατσουγιάννης, Περί των Βλάχων των Ελληνικών χώρων, Θεσσαλονίκη 1964.
Οι μελετητές αυτοί κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες. στην πρώτη ανήκουν εκείνοι πού παραδέχονται την προέλευση των Βλάχων από τη Δακία η τη Μοισία, ενώ στη δεύτερη εκείνοι που αναιρώντας τη θεωρία των πρώτων, πιστεύουν ότι οι Βλάχοι είναι Ιθαγενείς των Ελληνικών χωρών και δεν είναι ξένοι (Κατσουγιάννης).
Στις έρευνες αυτές διατυπώθηκαν διάφορες γνώμες για την ετυμολογία του ονόματος των Βλάχων (Βέης, Κεραμόπουλλος, Κούμας).
Από ανθρωπολογικής πλευράς εξέτασε τους Κουτσοβλάχους ο Α. Ν. Πουλιανός στην εθνογενετική έρευνα «Η προέλευση των Ελλήνων», Αθήνα 1968.
[2] Α. Αποστολάκη, Κοπτικά υφάσματα, Αθήναι 1932.
[3] Α. Χατζημιχάλη, Ελληνική λαϊκή τέχνη, Ρουμλούκι 1931.
[4] Α. Παραφεντίδου, Καταφυγιώτικη λαϊκή γυναικεία φορεσιά, Ελληνική Λαϊκή Τέχνη, Ε.Ο.Ε.Χ. 7, 1972.
[5] Σ’ όλη τη φορεσιά διαφαίνεται μια αόριστη σχέση με τη φορεσιά του Ρουμλουκιού.
[6] Α. Χατζημιχάλη, οι Σαρακατσάνοι, Αθήναι 1957.